Κοιμήθηκα βαριά και ξύπνησα με άγχος σήμερα, ότι δεν έχω ταΐσει το γατάκι, τα σκυλάκια, ύστερα θυμήθηκα πως δεν χρειαζόταν.
Περάσαμε λίγες μέρες κολλητές με το γατάκι πρώτα, που το βρήκα να τσιρίζει απελπισμένο στο χαντάκι του δρόμου, το τάιζα με μπιμπερό, δηλαδή ένα φιαλίδιο από κολλύριο, κι όποτε απομακρυνόμουν λίγο έβαζε ξανά τις φωνές. Τι να έκανα, το είχα συνέχεια μαζί μου, το έβαζα στην τσέπη μου και ηρεμούσε. Για να κοιμηθεί του έφτιαξα ένα μικρό κουτί με τη μπλούζα μου μέσα, του άρεσε κι εκεί. Τέτοιες δηλώσεις, ότι με έχουν ανάγκη, δεν μου είχαν ξανατύχει αφότου τα παιδιά μου πέρασαν τη βρεφική ηλικία, είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι πρέπει να το πάρω στην Αθήνα, το ονόμασα Πεπίτο.
Διάφορες γάτες περνούσαν και το μύριζαν όταν καθόμασταν στον κήπο, αλλά σήκωναν τη μύτη κι έφευγαν μετά. Ένα απόγευμα ήθελα να πάω βόλτα, μόλις απομακρυνόμουν λίγο τσίριζε ο Πεπίτο, οπότε τον έβαλα στην τσέπη και ξεκίνησα. Στο δρόμο ήταν μια γάτα που δεν είχα ξαναδεί, τον έβγαλα από την τσέπη και τον ακούμπησα κάτω, η γάτα πήγε κοντά του, τον μύρισε, κι άρχισε να τον γλύφει. Ο Πεπίτο χώθηκε στην αγκαλιά της κυριολεκτικά, καθόμουν κάμποση ώρα και τους χάζευα να γλείφονται και να τρίβονται, ύστερα έφυγαν χωρίς να μου ρίξουν ούτε μια ματιά. Είχα γλιτώσει την ευθύνη του Πεπίτο, αλλά το άλλο πρωί μου έλειψε ακριβώς αυτή η φροντίδα. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.
Ύστερα εμφανίστηκαν τα σκυλάκια. Κρύβονταν κάτω από ένα αυτοκίνητο και μόλις έφυγε, άρχισαν ακατάσχετο κλάμα, στο δρόμο κάτω από το σπίτι. Το ένα ανέβηκε ως τον κήπο, το τάισα, ευτυχώς δεν χρειαζόταν μπιμπερό, ύστερα ήρθε άλλο ένα. Άντε πάλι κρεβατάκι, γαλατάκι, γκρίνια, χάδια, τρεχάλες. Μείνανε δυο μέρες, την άλλη εξαφανίστηκαν. Κατα το μεσημέρι ακούω πάλι κλάματα, είχε πέσει το ένα μέσα στο ρυάκι και πάλευε να ξεφύγει. Το μάζεψα, έμεινε μιση μέρα να κοιμάται κάτω από ένα κουβερτάκι, ξύπνησε, έφαγε, ξανακοιμήθηκε. Το βάφτισα Ζιζή, είχε ήδη περάσει τη δοκιμασία του νερού. Και τι θα έκανα, θα το έπαιρνα στην Αθήνα; Μεγάλη και δύσκολη απόφαση...
Ήρθαν και τα αδέρφια του το βράδυ, σύνολο τρία. Έψαξα το τηλέφωνο της Φιλοζωικής Βόλου με σκοπό να πάρω την άλλη μέρα, αλλά το επόμενο πρωί είχαν φύγει. Χτες τα ξαναείδα, λίγες μέρες είχαν περάσει, και τα φώναξα, αλλά φέρθηκαν ήδη όπως τα αδέσποτα της περιοχής, το έβαλαν στα πόδια.
Μόνο φυτά έχει στον κήπο για φροντίδα, αισθάνομαι κενό...
Περάσαμε λίγες μέρες κολλητές με το γατάκι πρώτα, που το βρήκα να τσιρίζει απελπισμένο στο χαντάκι του δρόμου, το τάιζα με μπιμπερό, δηλαδή ένα φιαλίδιο από κολλύριο, κι όποτε απομακρυνόμουν λίγο έβαζε ξανά τις φωνές. Τι να έκανα, το είχα συνέχεια μαζί μου, το έβαζα στην τσέπη μου και ηρεμούσε. Για να κοιμηθεί του έφτιαξα ένα μικρό κουτί με τη μπλούζα μου μέσα, του άρεσε κι εκεί. Τέτοιες δηλώσεις, ότι με έχουν ανάγκη, δεν μου είχαν ξανατύχει αφότου τα παιδιά μου πέρασαν τη βρεφική ηλικία, είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι πρέπει να το πάρω στην Αθήνα, το ονόμασα Πεπίτο.
Διάφορες γάτες περνούσαν και το μύριζαν όταν καθόμασταν στον κήπο, αλλά σήκωναν τη μύτη κι έφευγαν μετά. Ένα απόγευμα ήθελα να πάω βόλτα, μόλις απομακρυνόμουν λίγο τσίριζε ο Πεπίτο, οπότε τον έβαλα στην τσέπη και ξεκίνησα. Στο δρόμο ήταν μια γάτα που δεν είχα ξαναδεί, τον έβγαλα από την τσέπη και τον ακούμπησα κάτω, η γάτα πήγε κοντά του, τον μύρισε, κι άρχισε να τον γλύφει. Ο Πεπίτο χώθηκε στην αγκαλιά της κυριολεκτικά, καθόμουν κάμποση ώρα και τους χάζευα να γλείφονται και να τρίβονται, ύστερα έφυγαν χωρίς να μου ρίξουν ούτε μια ματιά. Είχα γλιτώσει την ευθύνη του Πεπίτο, αλλά το άλλο πρωί μου έλειψε ακριβώς αυτή η φροντίδα. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.
Ύστερα εμφανίστηκαν τα σκυλάκια. Κρύβονταν κάτω από ένα αυτοκίνητο και μόλις έφυγε, άρχισαν ακατάσχετο κλάμα, στο δρόμο κάτω από το σπίτι. Το ένα ανέβηκε ως τον κήπο, το τάισα, ευτυχώς δεν χρειαζόταν μπιμπερό, ύστερα ήρθε άλλο ένα. Άντε πάλι κρεβατάκι, γαλατάκι, γκρίνια, χάδια, τρεχάλες. Μείνανε δυο μέρες, την άλλη εξαφανίστηκαν. Κατα το μεσημέρι ακούω πάλι κλάματα, είχε πέσει το ένα μέσα στο ρυάκι και πάλευε να ξεφύγει. Το μάζεψα, έμεινε μιση μέρα να κοιμάται κάτω από ένα κουβερτάκι, ξύπνησε, έφαγε, ξανακοιμήθηκε. Το βάφτισα Ζιζή, είχε ήδη περάσει τη δοκιμασία του νερού. Και τι θα έκανα, θα το έπαιρνα στην Αθήνα; Μεγάλη και δύσκολη απόφαση...
Ήρθαν και τα αδέρφια του το βράδυ, σύνολο τρία. Έψαξα το τηλέφωνο της Φιλοζωικής Βόλου με σκοπό να πάρω την άλλη μέρα, αλλά το επόμενο πρωί είχαν φύγει. Χτες τα ξαναείδα, λίγες μέρες είχαν περάσει, και τα φώναξα, αλλά φέρθηκαν ήδη όπως τα αδέσποτα της περιοχής, το έβαλαν στα πόδια.
Μόνο φυτά έχει στον κήπο για φροντίδα, αισθάνομαι κενό...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου