Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2022

Boomers?

 Μιλάμε με αγγλικούς όρους για έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από αυτόν που ζούμε. Baby boomers δεν είμαστε στην Ελλάδα, οι γυναίκες της γενιάς των μανάδων μας έκαναν λιγότερα παιδιά από τις προηγούμενες. Πολιτική ορθότητα δεν μας βασανίζει, το αντίθετο βιώνουμε. Εκθήλυνση δεν έχουμε, τρώμε βία και ματσιλα στην καθημερινότητα μας σε δημόσιους χώρους. Ωστόσο μιλάμε σοβαρά για όλ αυτά σα να τα ζούμε, και δεν μιλάμε γι αυτά που ζούμε. Παράξενο φαινόμενο. Έχει κανά όνομα στ αγγλικά μήπως;

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2022

Αντίο κυρία Βασιλική

 Για χρόνια νομίζεις ότι μπορεί τα πράγματα να μένουν αναλλοίωτα. Είναι οι αργοί ρυθμοί στο χωριό και η καθημερινότητα γεμάτη επαναλήψεις. Κάθε πρωί η Πόπη, ξαδέρφη της μητέρας μου, βγαίνει στο δρόμο και τον σκουπίζει σχολαστικά, σα να είναι η αυλή της. Η γειτόνισά μας η Βασιλική μαγειρεύει και στρώνει το τραπέζι πάντα στην εντέλεια, κάθε μέρα, δεν υπάρχει πρόχειρο φαγητό στη ζωή της. Τα υλικά της αγνά, από τον κήπο και το ταλέντο της μοναδικό και ήσυχο. Ψαρεύω προσκλήσεις, ή χτυπάω την πόρτα δήθεν τυχαία την ώρα του φαγητού, επειδή δεν υπάρχουν πουθενά τα μικρά ψαράκια της πάνω σε χόρτα, τα φασολάκια της, το κατσικάκι του Πάσχα. Τη βλέπω χλωμή, φοβάμαι λίγο, αλλά να την επόμενη χρονιά είναι πάλι στο πόστο της και σερβίρει το φαγητό την ίδια ώρα, με την ίδια σχολαστική διαδικασία, σα να είναι λίγο γιορτή, κάθε μέρα.

Κι ύστερα η Πόπη πεθαίνει και το σπίτι μένει έρημο πάνω στο δρόμο, και βέβαια δεν υπάρχει περίπτωση να σκουπίσει κάποιος το δρόμο. Το δρόμο; Μα τι λέτε τώρα; Τρελαθήκατε;
Και να που πέθανε η Βασιλική και στη δική της αυλή μπροστά στο δρόμο δεν ξέρω τι θα γίνει. Ο λωτός, οι ντοματιές, οι φασολιές, τα λουλούδια, τα σταφύλια. Ο Τάκης φροντίζει τον κήπο, αλλά αυτή η ιεροτελεστία του τραπεζιού πώς θα τελείται; Κατέβηκε στο Βόλο, στο γιο του, φοβάμαι ότι παραδίδεται στο γήρας τώρα, στην ανημποριά. Πήγαινα και τον άκουγα να διηγείται, είχε χάρισμα να μιλά για τα χρόνια που δούλευε στο σανατόριο, μετά στα ψυγεία, και πάντα στα κτήματα, με την υπέροχη θεσσαλική ντοπιολιαλιά, ένα θησαυρό γλωσσολογικό που εξατμίζεται, εξαφανίζεται. Δεν τον χόρταινα. Μάθαινα να ζω το χρόνο αλλιώς, εγώ η μονίμως βιαστική και χρησιμοθήρας.
Το χωριό μου φτωχαίνει, οι άνθρωποι που το κρατούσαν με δυσκολία, γιατί δεν κρατιέται ένα χωριό στο βουνό εύκολα, θέλει απίστευτο μόχθο και για τα πιο απλά πράγματα, χάνονται ένας ένας.
Αχ, χωριό μου, χωριουδάκι μου...

Η εκδίκηση της Κίνας

 Δεν χορταίνω να διαβάζω αυτόν τον καταπληκτικό δημοσιογράφο, και τα άρθρα και τα βιβλία του. Είχα την κριτική του στη γαλλική Ιστορία, ("Οι πρόγονοι μας οι Γαλάτες και άλλες ανοησίες") τώρα διαβάζω τη "Μεγάλη Ιστορία της Ασίας" όπως τη λέει, αλλά είναι πολύ μικρή και απολύτως θελκτική.

Και σκέφτομαι, δεν μπορώ να μη σκέφτομαι, τον 18ο αιώνα, όταν οι Ευρωπαίοι προσπαθούσαν κάτι να βρουν να πουλήσουν στους Κινέζους, και δεν έβρισκαν. Διότι οι Κινέζοι είχαν τα πάντα. Το μόνο που βρήκαν ήταν το όπιο. Και γέμισε όπιο η Κίνα, πήγε να τους σταματήσει ο αυτοκράτορας, έγιναν οι πόλεμοι του οπίου, και έκτοτε η Κίνα παρήκμασε. Αλλά τώρα ξαναβρίσκει τη χαμένη δύναμη, και τι κάνει; Πουλάει τα πάντα σε όλον τον κόσμο. Κρύο πιάτο η εκδίκηση, παγωμένο.

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

Η φυγή και το ψέμα

Την περασμένη βδομάδα είδα στο Τριανόν την ταινία Φυγή, (Flee του Δανού Γιόνας, Πόερ Ράσμουσνσεν) κινούμενα σχέδια πάνω σε μια πραγματική ιστορία, ενός πρόσφυγα από το Αφγανιστάν που έφτασε στη Νορβηγία ως ασυνόδευτος ανήλικος. Ήταν το μικρότερο παιδί μιας μεγάλης οικογένειας, της οποίας ο πατέρας εξαφανίστηκε όταν κατάφεραν οι μουτζαχεντίν να ρίξουν την σοβιετόφιλη τότε κυβέρνηση, θα τα θυμάστε χοντρικά. Ο πατέρας ήταν δημόσιος υπάλληλος, οπότε όλη η οικογένεια κυνηγήθηκε. Με κάθε τρόπο προσπάθησαν, η μάνα και τα παιδιά, να φύγουν από τη χώρα. Πρώτα πήγαν στη Μόσχα, δεν μπορούσαν να πάνε αλλού, με τουριστική βίζα. Εκεί ζούσαν κλεισμένοι στο σπίτι, χωρίς δυνατότητες για δουλειά και μόρφωση, ετοιμάζοντας τη φυγή τους για τη Δανία όπου ζούσε ο μεγάλος αδερφός. Η αστυνομία τους αιφνιδίαζε άσχημα κάθε τόσο, η τουριστική τους βίζα είχε λήξει, έπρεπε να φύγουν. Ο αδερφός από τη Δανία μάζευε λεφτά για να πληρώσει διακινητές. Έφυγαν πρώτα οι αδερφές, ταξίδεψαν σε κοντέινερ, κόντεψαν να πεθάνουν. Ύστερα η μάνα με τα μικρότερα παιδιά, με φορτηγό και ύστερα ένα αλιευτικό άθλιο σκάφος, τους μάζεψαν σαν ναυαγούς στη θάλασσα, τους γύρισαν πίσω. Τότε αποφάσισαν να βρουν καλύτερο διακινητή, δηλαδή ακριβότερο, οπότε τα λεφτά έφταναν μόνο για τον μικρότερο, τον ήρωα της ιστορίας. Ταξίδεψε με αεροπλάνο, με ψεύτικο διαβατήριο, έφηβος πια, έφτασε μόνος του στη Νορβηγία, κι εκεί, του είχε πει ο διακινητής, οπωσδήποτε καταστρέφεις το διαβατήριο και λες ότι από  όλη σου την οικογένεια δεν ζει κανείς.

Κι έτσι φτάνει ο νεαρός στη Νορβηγία, ολομόναχος, και λέει ό,τι του είπαν, κι επί είκοσι χρόνια δεν αποκαλύπτει σε κανέναν ότι έχει αδέρφια που ζουν, τα οποία συναντά κρυφά. Τελικά λέει την αλήθεια στον άντρα της ζωής του, (είναι και ομοφυλόφιλος).

Βγαίνοντας από το σινεμά σκεφτόμουν την ιστορία με το παιδάκι στον Έβρο κι όλο τον άγριο και κακότροπο διάλογο, υπήρχε, δεν υπήρχε, ήταν αλήθεια, ήταν ψέματα, ήταν σε ελληνικό έδαφος, ήταν σε τουρκικό, το έγραψε ο Σπήγκελ, το πήρε πίσω ο Σπήγκελ, ήταν προδότες οι ΜΚΟ που το κατήγγειλαν, όλες τις απίθανες χοντράδες που διάβασα επί μήνες στα κοινωνικά δίκτυα για το θέμα αυτό. Θα έπρεπε να ξέρουμε ότι οι πρόσφυγες είναι αναγκασμένοι να λένε ψέματα πολύ συχνά, για να μπορέσει η περίπτωση τους να μπει στο κλισέ που έχει διαμορφωθεί γι αυτούς και να φερθούμε ανθρώπινα, εμείς οι Ευρωπαίοι. Στο βιβλίο «Μόρια», που μετέφρασε η Σάντρα Βρέττα για τον Ποταμό, οι πρόσφυγες διηγούνταν στην  Μαρί Ντουτρεπόν, που έκανε την έρευνα, τρομερές ιστορίες, όπου εκτός από τα πάθη του σώματος, στα κοντέινερ, στ’ αμπάρια, στα βουνά και στα κύματα, υπήρχαν και τα πάθη της ψυχής, τα ψέματα που είναι αναγκαία για να μπορέσουν να βρουν έναν τρόπο να μείνουν σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα, να μην τους γυρίσουν πίσω από εκεί που έφυγαν. Ναι, λένε ψέματα οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, λες και δεν φτάνει που πληρώνουν το φριχτό τους ταξίδι σα να κάνουν κρουαζιέρα με χρυσά γιοτ, δεν φτάνει που κινδυνεύει η ζωή τους. Πρέπει να λένε και ψέματα, δηλητηριάζοντας τον ίδιο τους τον εαυτό σε τρυφερή ηλικία. Και για τον λόγο που φεύγουν κυνηγημένοι από τις πατρίδες τους, τις πολιτικές ταραχές και τη φτώχεια, δεν φταίνε οι ευρωπαϊκές πολιτικές. Η ευθύνη τους αρχίζει από τη μορφή του ταξιδιού, πάντα παράνομο, κι από τα κλισέ που τους υποδέχονται, πάντα παραμορφωτικά. Γιατί πρέπει να φαίνονται απόλυτα εξοντωμένοι για να απλώσουμε το χέρι βοήθειας, απόλυτα εξαρτημένοι από τη βοήθεια αυτή.

Μιλάμε για τους διακινητές σα να είναι υπεύθυνοι αυτοί για τους κινδύνους και την αθλιότητα των ταξιδιών που κάνουν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες για να έρθουν στην Ευρώπη, κι όχι η δική μας πολιτική που δεν δέχεται μετανάστες και πρόσφυγες παρά με περίπλοκες διαδικασίες που σκοπό έχουν να κατευνάσουν τους φόβους των πολιτών, τους οποίους η ίδια η πολιτική αγνόησε, όταν δεν τους έθρεψε και δεν τους χρησιμοποίησε. Σε όλη την Ευρώπη πήραν οι πολιτικοί το μάθημα από την Μέρκελ που κόντεψε να χάσει την εξουσία τότε που δήλωσε ότι θα πάρει η Γερμανία πρόσφυγες. Κι έκτοτε κανείς δεν μπήκε ξανά στον κόπο να εξηγήσει σοβαρά τα υπέρ και τα κατά, τις δυνατότητες πλήρους άρνησης, ή κάποιας αποδοχής. Και τα ξενοφοβικά κόμματα αυξάνονται και πληθύνονται και υπόσχονται πλήρη στεγανοποίηση, λες και μπορούν να το κάνουν. Αυτό είναι το μεγαλύτερο ψέμα.

 Η νέα τάση στην Ελλάδα δε, είναι να κατηγορούνται για τα πάντα οι ΜΚΟ, σε λίγο θα ακούσουμε ότι προκαλούν και τους πολέμους. Ό,τι να’ ναι, φτάνει να μην αποδεχτούμε την αλήθεια.

https://www.athensvoice.gr/epikairotita/diethni/780015/i-fugi-kai-to-psema/

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2022

"Πάρτε να διαβάστε!"

100 χρόνια πριν, σαν σήμερα.
"Πάρτε να διαβάστε! Καταδίκη Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη, πάρτε να διαβάστε"!
Αυτές, μου έλεγε ο πατέρας μου, ήταν οι πρώτες φράσεις που άκουσε μόλις έπιασε στον Πειραιά το καράβι με τους πρόσφυγες από τα Σπάρτα, που είχε ξεκινήσει από την Αττάλεια στις 6 Νοεμβρίου. Οι φωνές των εφημεριδοπωλών.
Η καταδικαστική απόφαση για τους έξι είχε βγει το πρωί, οι εκτελέσεις έγιναν λίγες ώρες μετά.
Η δίκη είχε αρχίσει όταν οι πρόσφυγες ήταν στο δρόμο, είχαν φύγει από την πατρίδα τους στις 14 Οκτωβρίου. Το δεκάχρονο αγόρι που ήταν τότε ο πατέρας μου, δεν είχε ιδέα για τον Γούναρη και τον Πρωτοπαπαδάκη. Ήταν με τις τέσσερεις αδερφές του και τη μητέρα τους, ο πατέρας και ο μεγαλύτερος αδερφός είχαν εξοριστεί από το 1921, μαζί με όλους τους άντρες της ελληνικής μειονότητας από τα 14 ως τα 60. (Τη λέω τώρα ελληνική μειονότητα, φυσικά δεν λεγόταν έτσι και δεν ήταν αυτό, Χριστιανοί ορθόδοξοι, υπήκοοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά βαθιά δεμένοι με την ελληνική υπόθεση, τη μεγάλη της ιδέα και τη μεγάλη της καταστροφή).
Ένας μήνας ταξίδι για τόσο μικρή απόσταση, που πίστευα παλιά ότι ήταν και ταξίδι στο χρόνο, από την καθυστερημένη και ανελεύθερη αυτοκρατορία στη σύγχρονη, φιλόδοξη, ευρωπαϊκή Ελλάδα. Αλλά τα πράγματα ήταν πιο περίπλοκα.
Λέμε για ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες που ήρθαν, αλλά ο καθένας, το κάθε καραβάνι, το κάθε φορτίο καραβιού, είχε τη δική του περιπέτεια, τη δική του περίπτωση, τις δικές του στιγμές. Και το κάθε παιδί που έφτανε στην άγνωστη πατρίδα, τη δική του πρώτη στιγμή, τα δικά του πρώτα ακούσματα.
"Πάρτε να διαβάστε, καταδίκη!..." αυτά άκουσα πριν πατήσω το πόδι μου στον Πειραιά, έλεγε ο πατέρας μου.
Η φωτογραφία του είναι λίγα χρόνια μετά, στην Ξάνθη, στα χρόνια του Γυμνασίου. Όταν ο παππούς γύρισε από την εξορία, διορίστηκε γιατρός εκεί, στο Νοσοκομείο Αμερικανίδων Κυριών. Ακούγοντας το αυτό μικρή, φανταζόμουν ένα νοσοκομείο για Αμερικανίδες κυρίες, κι αναρωτιόμουν πώς γινόταν να έχουν βρεθεί τόσο πολλές Αμερικανίδες κυρίες στην Ξάνθη που να χρειάζεται και νοσοκομείο, αλλά όταν μεγάλωσα κατάλαβα ότι ήταν ένα νοσοκομείο που είχε ιδρύσει ο σύλλογος με αυτό το όνομα για τους πρόσφυγες εκατέρωθεν και τα θύματα του πολέμου.
Μου αρέσει αυτή η φωτογραφία. Όταν την κοιτάζω βρίσκω ότι του μοιάζουν οι γιοί μου, αν και είναι τόσο διαφορετικοί.


Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

Ο Ζητιάνος

 Μια μέρα στην Ερμού συνάντησα τον Ζητιάνο. Δεν ήταν ο πρώτος βέβαια, σε πολλές παραλλαγές τον συναντώ συχνά, από τότε που διάβασα το βιβλίο του Καρκαβίτσα. Το είχα διαβάσει στην εφηβεία μου, δηλαδή πάνω από μισό αιώνα πριν, κι είναι από τα βιβλία που δεν ξέχασα ποτέ, επειδή δεν αφήνει να το ξεχάσεις, ούτε οι ζητιάνοι ούτε το βιβλίο. Η ιστορία του «Ζητιάνου» είναι σαν την πίσω όψι των αληθινών ζητιάνων, μάλλον σαν την εικόνα που αντικρίζεις αν πλησιάσεις ένα μεγεθυντικό φακό σε κάποιο σημείο του σώματος τους, αν υποθέσουμε ότι μπορείς να κάνεις κάτι τέτοιο.

Θυμάμαι ακόμα τους ζητιάνους της παιδικής μου ηλικίας. Ήταν ένας απλωμένος στο πεζοδρόμιο στα Χαυτεία, με πόδια που χάνονταν σε δυο μεταλλικούς κόλουρους κώνους. Πάθαινα σοκ όταν τον έβλεπα, κι αυτόν κι όλους τους άλλους που ήταν λιγότερο εντυπωσιακοί. Πάθαινα ακριβώς το σοκ που επεδίωκαν οι ζητιάνοι. Ήθελα  να μαλακώσω αυτό το σοκ δίνοντας τους κάτι, μια δραχμη τότε, ή ένα πενηνταράκι, αλλά ο πατέρας μου δεν άφηνε. Έλεγε, «δεν θέλουμε να ενισχύσουμε αυτή την κατάσταση» και με τραβούσε να φύγουμε. Ήταν κάτι που με πλήγωνε πολύ, να μη μπορώ να αντιδράσω σε αυτή την εκτεθειμένη δυστυχία. Επιπλέον, δεν καταλάβαινα τι σήμαινε «δεν θέλουμε να ενισχύσουμε αυτή την κατάσταση».  

Χρειάστηκε να διαβάσω Καρκαβίτσα.

Να σας θυμίσω ότι μεγάλωσα σε μια δεκαετία που ήταν λογικό να βλέπεις κανείς πολλούς ανάπηρους στο δρόμο, από τους πολέμους που είχαν τελειώσει πριν λίγα χρόνια. Κυκλοφορούσαν τότε στην Αθήνα πάρα πολλοί άνθρωποι χωρίς πόδια ή χωρίς χέρια, έπιαναν με μια παραμάνα το ένα μανίκι, ή μάθαιναν να περπατούν με ξύλινο πόδι, ή απλώς πατερίτσες. Ήταν πολύς κόσμος, όπως πολύς κόσμος ήταν και οι φτωχοί, τα ξυπόλητα παιδιά και τα μπαλωμένα ρούχα. Με τα χρόνια, τα μπαλώματα στα ρούχα ήταν τα πρώτα που χάθηκαν, αργότερα βέβαια βγήκαν σε μόδα, αλλά καμία σχέση. Με τα χρόνια όλα άλλαξαν, αραίωσαν πολύ τα μανίκια τα πιασμένα με παραμάνες και τα ξύλινα πόδια. Όλα άλλαξαν, εκτός από τους ζητιάνους. Οι ζητιάνοι συνέχισαν να περιφέρουν στο δημόσιο χώρο την αθλιότητά τους όλο και πιο ξεχωριστή. Καθώς η Αθήνα είναι πόλη που δυσκολεύει πάρα πολύ ανθρώπους που δεν σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν την αναπηρία τους ζητιανεύοντας, και δεν θα δεις εύκολα άνθρωπο σε καροτσάκι, εκτός αν κυκλοφορείς στην Αγίας Ζώνης, κοντά στο Άσυλο Ανιάτων, οι ζητιάνοι μπορούν πιο εύκολα να συνεχίζουν να σοκάρουν τους άμαθους, όπως έχουμε απομείνει, σε παραμορφώσεις και αναπηρίες πολίτες της πρωτεύουσας.

Καμιά φορά στην Ομόνοια νομίζω ότι βλέπω εκείνον τον ίδιο ζητιάνο με τους μεταλλικούς κώνους στα πόδια. Είναι αδύνατον, σκέφτομαι μετά, να είναι ο ίδιος. Θα έπρεπε να είναι αθάνατος. Μήπως κληρονομεί τα πόδια του; Εννοώ,  μήπως τα αφήνει κληροδότημα στο τρομερό χωριό των ζητιάνων και τα φορούν σε μικρά παιδιά και παίρνουν σχήμα κατάλληλο τα πόδια τους εκεί μέσα, παραμορφώνονται όπως τα πόδια των γυναικών στην Κίνα παλιά;

 Τώρα τελευταία συνειδητοποιώ ότι πάει καιρός που έχω να δω αυτά τα μεταλλικά άκρα ποδιών. Μπορεί να σκούριασαν και να τα απέσυραν από την κυκλοφορία. Είναι κάποια πρόοδος αυτό.

Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι το χωριό του «Ζητιάνου», τα Κράβαρα, υπάρχει. Μπορεί να μην είναι εύκολο να το βρεις στο χάρτη, να είναι διάσπαρτο σε μέρη αχαρτογράφητα, να είναι κινητό χωριό, αλλά έχει πάντα τους ίδιους νόμους  και τις ίδιες συνήθειες, βασισμένες στο δικό μας τρόμο της παραμόρφωσης, της ασχήμιας, της σκληρότητας, της φτώχειας. Κάπου, σε κάποιο μέρος που δεν θα μάθουμε εύκολα το όνομα του, αλλά σίγουρα έχει όνομα, η παραγωγή φρίκης συνεχίζεται κανονικά, και εκβάλει διαρκώς στο στενό δημόσιο χώρο της πόλης, όπου συντηρείται από τον οίκτο και το φόβο μας. Εκείνος που είδα στην Ερμού, ήταν ο επιζήσας από τη φωτιά τελωνειακός, ο Βαλαχάς, εχθρός του ακαταμάχητου μεγαλοζητιάνου Τζιριτόκωστα από την πρώτη σελίδα, που τόσο καλά τον εκδικείται ώστε στην τελευταία, αφού τον έχει κάψει, να τον παίρνει μαζί του σαν απολειφάδι πυρκαγιάς για να τον περιφέρει στις πόλεις και στα χωριά και να ζητιανεύει. Είναι το πιο προωθημένα άσχημο, παραμορφωμένο πλάσμα, το πιο ανατριχιαστικό. Και νάτος. Τον πρωτόδα στο συρμό του ηλεκτρικού, ήταν δυο μαζί, κάποιοι τους σήκωναν και τους τοποθετούσαν στα καθίσματα. Δεν κατάλαβα ότι ασκούν το συγκεκριμένο επάγγελμα.  Τα βαγόνια του ΗΣΑΠ μοιάζουν πολύ με την Αυλή των θαυμάτων. Είχα απλώς αποστρέψει το πρόσωπο μη αντέχοντας να κοιτάζω, και νιώθοντας ταυτόχρονα ενοχές για την αποστροφή.  Δεν έμπαιναν καν εκεί στον κόπο να ζητιανέψουν. Ο προορισμός τους ήταν το Σύνταγμα

Είναι  ο ίδιος αυτοπροσώπως, γιατί είναι ένας άνθρωπος καμένος. Είναι ό,τι περίσσεψε από άνθρωπο μετά από κάποια πυρκαγιά, μισό χέρι, μισό πρόσωπο, μισό πόδι, από την άλλη μεριά του χεριού, μισό κρανίο μωβ μισό ροζ, ένα απίστευτο πλάσμα, λες και συνεργάστηκαν για να το φτιάξουν ο Καρκαβίτσας, ο Βικτόρ Ουγκώ, ο Γκύντερ Γκρας, και ποιος άλλος; Πολλοί, σίγουρα, η λογοτεχνία έχει αδυναμία στα τέρατα, μπορεί και βλέπει καλύτερα τον κόσμο όταν βάζει ένα τέρας να περιφέρεται. Άλλο η λογοτεχνία όμως κι άλλο η Ερμού. Βλέπω τον καμένο άνθρωπο μόνο του στη μέση της Ερμού, και πηγαίνω γραμμή στους αστυνομικούς που στέκονται στη γωνία και πίνουν καφέ. Δεν σκέφτομαι πολύ φιλοσοφικά, μετά τις σκέφτηκα τις φιλοσοφίες. Πάω και τους λέω:

-Ξέρω ότι η επαιτεία απαγορεύεται από τον Ποινικό Κώδικα. Γιατί δεν συλλαμβάνετε τον επαίτη;

Εκτός από τα τέρατα υπάρχουν και τα UFO, ένα είδος στο οποίο ανήκω. Οι αστυνομικοί με κοιτάζουν βαριεστημένα και ρουφούν τον καφέ τους.

-Τι να κάνουμε κυρία μου; Τους διώχνουμε και ύστερα από λίγο ξανάρχονται.

Μετά από αυτό το αποστομωτικό επιχείρημα, τι να κάνω κι εγώ, συνεχίζω το δρόμο μου πλημμυρισμένη απογοήτευση για τα αποτελέσματα της λογοτεχνίας και της τυπωμένης αλήθειας γενικότερα. Η ζωή μιμείται την τέχνη και μάλιστα τις ακραίες όψεις της, αντί η τέχνη να επιφέρει κάθαρση. Γιατί προσωπικά πίστευα, κι ακόμα το πιστεύω, πως όταν έχεις διαβάσει το Ζητιάνο του Καρκαβίτσα δεν γίνεται να συνεχίσεις να ανέχεσαι όχι απλώς κορμιά μισοκαμμένα να ζητιανεύουν στην Ερμού, αλλά κανένα είδος ζητιάνου, εκτός ίσως από εκείνους τους αρτιμελέστατους νεαρούς που τυλιγμένοι σε μια κουβέρτα με το σκύλο δίπλα ζητιανεύουν δηλώνοντας ευθαρσώς ότι αισθάνονται ανίκανοι να κάνουν κάτι άλλο. Τουλάχιστον με κάτι τέτοιους ξέρεις ότι δεν κινδύνεψε κανείς να καεί ολοσχερώς για να μπορεί μετά να ζητιανεύει. Δεν τον παραμόρφωσαν σε κάποιο μέρος σαν τα Κράβαρα λίγο μετά τη γέννηση του. Ίσως μάλιστα να μην ανήκει καν σε μαφία ή ομάδα, ή γραφείο εκμετάλλευσης, να είναι ένας γνήσιος ελεύθερος επαγγελματίας της ζητιανιάς, να ανήκει σε άλλο είδος, να έχει ξεφύγει από τον τρομερό κύκλο του Καρκαβίτσα. Εμφανίζονται και τέτοιοι, αλλά επικρατούν οι άλλοι. Μικρά παιδιά που αναγκάζονται να μένουν ακίνητα επί ώρες, αλλά οι αστυνομικοί έχουν σοβαρότερες δουλειές και η Πρόνοια προφανώς δεν ασχολείται, ανάπηροι και παραμορφωμένοι σαν αυτόν που σας περιγράφω κι είμαι σίγουρη πως όλοι όσοι κυκλοφορείτε στην Αθήνα τον έχετε κάποια στιγμή συναντήσει. Άρα δεν μας έκανε σοφότερους ο Καρκαβίτσας. Ενώ ξέρουμε, θα έπρεπε να ξέρουμε, ότι η φρίκη που κρύβεται πίσω από τον εκτεθειμένο ανάπηρο είναι πολύ χειρότερη από αυτή που αντικρίζουμε, συνεχίζουμε να την ενισχύουμε, όπως πολύ σωστά εν τέλει το διατύπωνε ο πατέρας μου, τότε που με πλήγωνε ως μικρό παιδί.

Περνάμε μια ηλικία, μια φάση, αν όχι όλοι, πάντως πολλοί, που πιστεύουμε ότι η αλήθεια, η αποκάλυψη της αλήθειας, μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Η δημοσιογραφία στηρίζεται σε αυτό, τι νόημα έχει να γράφεις την αλήθεια αν δεν πιστεύεις ότι το σοκ της αποκάλυψης θα φέρει κάθαρση; Διαβάζοντας τον Ζητιάνο στην εφηβεία μου, μου συνέβησαν δυο πράγματα: το πρώτο είναι ότι κατάλαβα τον πατέρα μου. Ίσως το παράκανε να απαιτεί από τα πέντε μου να έχω τόσο σύνθετη σκέψη, αλλά πράγματι, δεν θέλω να ενισχύω αυτή την κατάσταση. Μόνο που δεν είναι εύκολο. Αυτοματικά το χέρι πάει στο πορτοφόλι, με μισό ευρώ να απομακρύνεις από το πεδίο σου την ενόχληση της κραυγαλέας φτώχειας, της μιζέριας, της αναπηρίας, με τον απολύτως δυσάρεστο ήχο της κλάψας που τα συνοδεύει. Δεν σκέφτεσαι ότι συντηρείς την επανάληψη της τελετής, ότι την εξασφαλίζεις. Θέλεις δεύτερες σκέψεις και σκληρές αποφάσεις για να κρατήσεις χαρακτήρα. Ένα παιδάκι σε πλησιάζει, τι πιο απλό να θες να δεις τα ματάκια να χαμογελάνε; Κι αν δεν του δώσεις το μισό ευρώ, μήπως πάθει κάτι χειρότερο; Όταν έχει πίσω του τον κόσμο του Τζιριτόκωστα, υπάρχει περίπτωση να γλιτώσει;

 Το δεύτερο ήταν ότι περίμενα έκτοτε τον κόσμο ολόκληρο να συμπλεύσει μαζί μου. Όλοι θα διάβαζαν τον Ζητιάνο σιγά- σιγά, γιατί όχι δηλαδή; Τι καλύτερο είχαν να κάνουν; Και θα εξαλειφόταν η κραυγαλέα ασχήμια από τους δρόμους μας, τι διάολο, θα βάθαινε η πρόνοια, θα προστατεύονταν τα παιδιά, είναι τρομερό να αφήνεις τα παιδιά σε τέτοια μοίρα. Μπορεί να συνέβαινε την εποχή των Αθλίων του Καρκαβίτσα, όχι στη δική μας. Ήταν θέμα χρόνου, πίστευα.

Τα χρόνια πέρασαν, συνεχίζω να μην ενισχύω την κατάσταση. Όταν τα παιδιά μου ήταν μικρά, βγαίναμε βόλτα με ένα μασούρι εικοσάρικα, να δίνουμε στους ζητιάνους, δεν χρειάζεται να το μαθαίνει πολύ μικρός κανείς αυτό με την ενίσχυση. Ας μεγαλώνει λίγο κι ας ωριμάζει ο άνθρωπος και να το καταλάβει μόνος του.

Μόνο που ζούμε σα να μην μεγαλώνουμε. Η «ενίσχυση της κατάστασης» συνεχίζεται κανονικά στους δρόμους της πόλης. Μάλιστα φαίνεται ότι η ανοχή στη ζητιανιά που επιδεικνύει η Αθήνα την έχει κάνει δημοφιλή τόπο προορισμού και για ξένους ζητιάνους πάσης φύσεως. Είμαστε περίπλοκη πόλη.  Ελεούμε αναπήρους εκεί που ο μη επαίτης ανάπηρος δεν μπορεί να κυκλοφορήσει. Τι από τα δυο φέρνει το άλλο, ο αποκλεισμός της αναπηρίας ενισχύει τη ζητιανιά ή το ανάποδο; Μπορεί να είναι και άσχετα. Πάντως η έλξη -απώθηση της ασχήμιας, παραμόρφωσης, αναπηρίας, γηρατειών, εξαθλίωσης, παιδικής ηλικίας παραμένει ίδια όπως ήταν πριν πενήντα χρόνια. Η ιδέα να συνυπάρξουμε με τους ‘διαφορετικούς’ συνανθρώπους μας δεν ευδοκιμεί, πράγμα που οι ζητιάνοι αντιλαμβάνονται και μας προσφέρουν το διαφορετικό ως εμπόρευμα οίκτου που αγοράζεται θεόφτηνα.

 Στον Ζητιάνο του Καρκαβίτσα η ασχήμια και η σκληρότητα δεν είναι μόνο δική του. Όλοι γύρω του είναι βουτηγμένοι στην αμάθεια και στη δεισιδαιμονία, κι αυτός σαν περιφερόμενος μάγος περισσότερο παρά σαν ζητιάνος με περιορισμένο ρεπερτόριο, καταφέρνει να κάνει τους ανθρώπους να βγάζουν το χειρότερο τους πρόσωπο, να πέφτουν στις παγίδες του, να γίνονται τέρατα. Είναι ο ίδιος ο διάβολος, δεν έχει παρά να ρίξει μια ματιά στο πρόσωπο που του μιλά για να δει όλες τις αδυναμίες του και να τις στρέψει εναντίον του. Κανείς δεν του γλιτώνει, καταστρέφει τους πάντες, μάλλον τους βάζει να καταστρέφονται. Στο ζητιάνο της Ερμού, στο ζητιάνο της Ομόνοιας, σε όλους όσους μου τον φέρνουν ασταμάτητα στο μυαλό, καθημερινά, τόσες δεκαετίες, ας ξέρω ότι δεν έχουν τέτοιες δυνάμεις, βλέπω αμέσως τη διεστραμμένη σχέση που διαιωνίζεται, την προσφορά αθλιότητας είτε με τη μορφή ντρεσαρισμένων παιδιών, είτε με όποια αναπηρία σοφίζονται οι σημερινοί Κραβαρίτες.

Θα μου πείτε, και τι θα ήθελα δηλαδή, να μην υπάρχουν ζητιάνοι; Γίνεται αυτό; Ή μήπως να διαβάσουν όλοι οι Έλληνες τον Ζητιάνο και να επέλθει κάθαρση; Η αλήθεια είναι ότι θα μου άρεσαν και τα δυο. Αν δεν γίνεται να μην υπάρχουν ζητιάνοι, τουλάχιστον κάπως να προστατεύαμε τα παιδιά. Να μαζεύει τα παιδιά η Πρόνοια, έτσι για αλλαγή. Να περιθάλπει η ακριβή γενικά πολιτεία μας όλους όσους χρειάζονται περίθαλψη. Να καταργηθούν οι ζητιάνοι δεν γίνεται, κάποια αρχέγονη συλλογική ανάγκη εξυπηρετούν, έχω πειστεί περί αυτού. Αλλά να μείνουν μόνο αυτοί που στ’ αλήθεια δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο, αρτιμελείς νεαροί με κουβέρτες, με εξαρτήσεις, με ψυχολογικά προβλήματα. Να γραφτούν νέα μυθιστορήματα με τέτοιους προβληματισμούς.

Και να διάβαζαν όλοι οι Έλληνες το Ζητιάνο θα μου άρεσε επίσης. Τουλάχιστον κάπως θα μπορούσε να αλλάξει το ρεπερτόριο του οίκτου. Θα ήταν κάτι πολύ ενδιαφέρον πιστεύω.

Αλλά δυστυχώς οι Έλληνες διαβάζουν ελάχιστα λογοτεχνία. Οπότε έχουμε καθηλωθεί και ως ελεήμονες προς ζητιάνους.  

 (Κείμενο που γράφτηκε για το Συνέδριο στα Λεχαινά για τα 100 χρόνια από το θάνατο του Καρκαβίτσα. Εδώ, σέλφι με τον μικρανηψιό του Αντρέα Καρκαβίτσα, Ντίνο Καρκαβίτσα, γιατρό όπως κι εκείνος)



Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

Βόλτα στην Κοκκινιά

 Η πόλη ανοίγει σε νέες γειτονιές: Βόλτα με το μετρό στη Νίκαια

Στα έγκατα της Αθήνας, και ταυτόχρονα στης ψυχής μου τα έγκατα, γίνεται γιορτή σιωπηλή, με τους νέους σταθμούς του μετρό που σκοπεύω να επισκεφτώ έναν- έναν, να τριγυρίσω στην καινούργια πόλη. Ναι, ξέρω, παλιά είναι, αλλά ποιος πήγαινε βόλτα στο Αιγάλεω από την Κυψέλη αν δεν είχε να παρακολουθήσει μαθήματα στα ΤΕΙ ή να ψηφίσει με τους ετεροδημότες; Ποιος έβγαινε στον πηγαιμό για την Αγία Μαρίνα στα καλά καθούμενα, για λόγους πατριδογνωσίας;

Τα είχα κάνει όλα αυτά. Ελαιώνα, Αιγάλεω, Αγία Μαρίνα. Και τώρα εκστρατεύσαμε χρονιάρα μέρα στα καινούργια μέρη: Νίκαια, Μανιάτικα, Πειραιά. Καινούργιος κι ο Πειραιάς; Ναι, αν τον προσεγγίζεις από τις ανηφοριές των Ταμπουριών.

Δεν ξέρω αν όλων μας η ζωή θα αλλάξει με αυτούς τους καινούργιους σταθμούς μετρό. Κανονικά πρέπει, αλλά θες η πανδημία, θες η συνήθεια, το κέντρο της Αθήνας είναι πιο πηγμένο από ποτέ. Δεν ξέρω αν αφορά πολύ κόσμο η νέα σύνδεση, ίσως οι κάτοικοι Νίκαιας, Κορυδαλλού, Μανιάτικων κλπ να μην είχαν πάρε- δώσε πολύ με την Αθήνα. Θα δείξει. Εγώ πάντως σαν τουρίστρια με πλούσια βιβλιογραφία και τραγουδογραφία πίσω μου, τόσο Θεοδωράκη, τόσο Λεοντή, με στίχους που ποτέ δεν θα ξεχάσω καθότι αποστήθισα σε τρυφερή ηλικία, παίρνω το μετρό και κατεβαίνω στη Νίκαια ένα ωραίο μεσημέρι.

Νίκαια την έβγαλαν κατόπιν ψηφοφορίας την Κοκκινιά. Εις ανάμνησιν της Νικαίας της μικρασιατικής, που είχε υπάρξει και πρωτεύουσα αυτοκρατορίας, οπότε ένα άγγιγμα μεγαλείου το έχει η προσφυγική πόλη, αν και πολλοί τη λένε ακόμα Κοκκινιά, ιδίως για να την ξεχωρίζουν από τις άλλες Νίκαιες, τη γαλλική ας πούμε. Πολλές Νίκαιες διεκδικούν τη νίκη, την ήττα κανείς δεν σκέφτηκε να την κάνει πόλη, ούτε καν γειτονιά ή απλό οικοδομικό τετράγωνο.

Με βήμα ανάλαφρο ξεκινάμε λοιπόν για μέρη βαριά, και μας υποδέχεται η Νίκαια με αστραφτερό σταθμό, με ηλιόλουστη πλατεία, κι έναν πεζόδρομο που ακολουθούμε ακαταμάχητο, γιατί έχει δέντρα, παρτέρια, και τραπεζάκια έξω από καφενεία και ταβέρνες, όπου ευχαρίστως θα καθόμασταν αν θέλαμε να φάμε κάτι.

Ταχτική, ήσυχη γειτονιά, χαμηλά καλοβαλμένα σπίτια, γαζίες ανθισμένες, όλα σα να γεννήθηκαν μετά το 2000. Αυτή είναι η Νίκαια. Η Κοκκινιά πού είναι;

Θέλει λίγο λοξοδρόμισμα για να βρεις το παρελθόν. Ένα στενό πιο πέρα ανακαλύπτουμε τα παλιά προσφυγικά σε κατάσταση αναμονής αποφάσεων. Είτε να πέσουν, είτε να ανακαινιστούν, κάτι να τους συμβεί πάντως, γιατί έτσι όπως βρίσκονται τώρα δεν έχουν πολύ μέλλον. Σου γνέφει όμως από τους κουρασμένους τοίχους τους το παρελθόν.

Δεν έχω ξαναδεί πουθενά σπίτια σαν αυτά. Είναι διώροφα με διπλές αντικριστές σκάλες, κάτι μικρά παράθυρα σε παράξενες θέσεις, δεν θυμίζουν απολύτως τίποτε. Στον πρόσοψη του δρόμου μερικά έχουν στη σειρά σκεπαστά μπαλκόνια, σαν ανάμνηση χαγιατιών, ίσως. Πώς οργάνωσαν οι αρχιτεκτονες του συνοικισμού αυτού την κατοίκηση εδώ πέρα;  Σίγουρα πάντως υπήρξε κεντρικός σχεδιασμός, τόσα ομοιόμορφα σπίτια σε τόσο πρωτότυπο σχέδιο δεν γίνονται αλλιώς. Τι να σκέφτηκαν;  Τι ιδέες είχαν αυτοί που τα έχτισαν;  Τι έκρυβε η διπλή σκάλα; Τι σήμαινε η τζαμαρία στο έρκερ; Και πώς έζησαν μέσα σ’ αυτά οι κάτοικοι τους, πρόσφυγες από εντελώς διαφορετικές πόλεις, συνηθισμένοι σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες ζωής; Τι μπόρεσαν να μεταφέρουν από τις πατρίδες τους, πώς το έχωσαν, πώς το ταχτοποίησαν; Έβλεπαν στο απέναντι κεφαλόσκαλο φίλους ή εχθρούς; Τους έδωσαν κάποια χαρά αυτά τα σπίτια, κάποια βολή, κάποια μικρή, καθημερινή ικανοποίηση, ή ήταν από την αρχή καταδικασμένα να γίνουν ‘ο στεναγμός της Κοκκινιάς’ που λέει και το τραγούδι.

Θα γλιτώσει κανένα τετράγωνο, να το συντηρήσουν σαν δείγμα μοναδικής σύλληψης να έρχονται κάποτε οι φοιτητές αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας και να το μελετούν; Γιατί σίγουρα αξίζει μελέτη και συντήρηση, αλλά έλα που αυτά τα φτωχά μέρη στην Ελλάδα δεν συνηθίσαμε να τα εκτιμούμε, να τα αγαπούμε, να τα αναδεικνύουμε. Θα το σκεφτεί εγκαίρως κάποιος που να μπορέσει να το κάνει, ή θα καταρρεύσουν όλ’ αυτά τα εναπομείναντα σιωπηλά και άδοξα;

Δεν μπορούμε να μαντέψουμε. Ωστόσο υπάρχει ένα κίνημα εκτίμησης των χαμένων και ισοπεδωμένων ιδιομορφιών, υπάρχει μια μικρή, αμυδρή ελπίδα.

Στο μεταξύ βέβαια, αν κάποιος θελήσει να πάει μια βόλτα στο νέο απόκτημα της πόλης που λέγεται Νίκαια, μπορεί να πάρει το μετρό, να κατέβει στην πλατεία, να ανέβει τον πεζόδρομο, να πάει στο αλσάκι, να γυμναστεί στα υπαίθρια όργανα γυμναστικής με σύστημα, πρέπει να πω ότι είναι τα καλύτερα υπαίθρια όργανα που έχω δει ως τώρα, διότι τα χαρτογραφώ κι αυτά, κι ύστερα να κατηφορίσει πάλι στον πεζόδρομο και να δοκιμάσει ανατολίτικες σπεσιαλιτέ. Εμείς αυτή τη φορά απλώς γυμναστήκαμε. Την επόμενη φορά θα κάνουμε και τεστ μεζέδων.

https://www.athensvoice.gr/life/life-in-athens/776553/i-poli-anoigei-se-nees-geitonies-volta-me-to-metro-sti-nikaia/ 


Η Καλαμάτα του Ντάρελ και του Αναστόπουλου

Παρακολουθώντας το πέρασμα του Λόρενς Ντάρελ, νεαρού δασκάλου αγγλικής γλώσσας, από την Καλαμάτα το φθινόπωρο του 1940, ο Τάκης Αναστόπουλος (1948-2019) παρακολουθεί την πόλη του. Θέλει να περπατήσει στους δρόμους της τα χρόνια εκείνα, πριν γεννηθεί, να έχει φόντο τη θάλασσα στα βήματά του ανάμεσα στα ωραία διώροφα και τριώροφα σπίτια της, που ήταν τότε ακόμα κυρίαρχα του αστικού της τοπίου, να ανασάνει για λίγο μαζί τους, σαν άρτι αφιχθείς, τη μυρωδιά που ανάσαναν και οι γονείς του άρτι αφιχθέντες την ίδια εποχή στην ίδια πόλη. Θέλει να κάνει παρέα με τους γονείς του για λίγο, να τους συναντήσει τότε που ήταν νέοι, πριν γίνουν γονείς, να δει με τα δικά τους μάτια τη γενέθλια για εκείνον πόλη. Βουτάει την πένα του στο υλικό του Ντάρελ, στον εξωτισμό του Ντάρελ, ακόμα και στον τρόπο του Ντάρελ, γράφοντας ένα μικρό βιβλίο που μοιάζει a la manière de, αλλά τελικά είναι a sa manière a lui, με τρυφερότητα εντελώς δική του.

Ο Λόρενς Ντάρελ είναι ο ήρωας της νουβέλας αυτής με τίτλο Στη σκιά του Ταϋγέτου (εκδ. Εστίας), ο διάσημος συγγραφέας που πέρασε τη ζωή του αποφεύγοντας την Αγγλία αλλά μεταφέροντας το πνεύμα της στα μέρη που ταξίδευε, τουλάχιστον στον τρόπο με τον οποίο τα έβαζε στη λογοτεχνία του. Είχε γεννηθεί στην Ινδία, κι άντεξε την Αγγλία μόνο ως μαθητής, έκτοτε την απέφευγε τόσο που είχε καταφέρει κάποια στιγμή να χάσει την υπηκοότητά του, αν και συνεργάτης της κυβέρνησης στη διάρκεια των περισσότερων ταξιδιών του.

Το βιβλίο του Αναστόπουλου τον παρακολουθεί σε μια κρίσιμη ιστορική στιγμή. Ο Ντάρελ πήγε στην Καλαμάτα για να στήσει ένα ινστιτούτο αγγλικών σπουδών που θα γινόταν αντίβαρο στο γερμανικό ινστιτούτο, το οποίο ήταν αρκετά δημοφιλές στη φάση εκείνη. Είχε μαζί του την πρώτη του γυναίκα, Νάνσι, και την κόρη τους, την Πηνελόπη, μωρό. Ταξίδεψαν με τρένο, έμειναν λίγες μέρες στο καλύτερο ξενοδοχείο της πόλης, και ύστερα σε ένα διώροφο στην παραλία από όπου μπορούσαν απλώς να διασχίζουν τον δρόμο και να φτάνουν στη θάλασσα. Εχει αρχίσει να φθείρεται η σχέση του ζευγαριού, λίγο αργότερα θα χωρίσουν, ο Ντάρελ θα κάνει συνολικά στη ζωή του τέσσερις γάμους. Αλλά στην Καλαμάτα είναι ακόμα μαζί, εκείνη ασχολείται περισσότερο με το μωρό, εκείνος ενίοτε αναζητά διαφυγές, πηγαίνει νυχτερινές βόλτες σε κέντρα διασκέδασης, φλερτάρει με νεαρές Ελληνίδες, ή τις αφήνει να τον φλερτάρουν. Ενα τέτοιο βράδυ μαθαίνει ότι η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο και παρακολουθεί την επόμενη μέρα τους φαντάρους να φεύγουν με το τρένο. Παρακολουθεί την εξέλιξη του πολέμου και γνωρίζει καλύτερα μερικούς ανθρώπους της Καλαμάτας, μαζί του κι εμείς, τις ιστορίες τους και την καθημερινότητά τους. Θα έμενε άραγε περισσότερο καιρό αν δεν ξεκινούσε τον Απρίλιο της επόμενης χρονιάς η κάθοδος των κατακτητών Γερμανών; Αναγκάστηκε να φύγει κρυφά με ένα καΐκι έχοντας σπείρει τη φήμη ότι θα το έκανε διά ξηράς. Ο πόλεμος είχε ακόμα μπροστά του τα χειρότερα χρόνια, κυρίως γι’ αυτούς που δεν μπορούσαν να φύγουν. Ο Ντάρελ θα ζήσει συγκλονιστικά χρόνια στην Αλεξάνδρεια, την Καλαμάτα την περιμένουν χρόνια σκληρά, Κατοχή, Εμφύλιος, παρακμή. Στο σημείο αυτό οι δύο βασικοί ήρωες, η πόλη και ο συγγραφέας, χωρίζουν.

Ο Τάκης Αναστόπουλος ανέλαβε να ξαναζωντανέψει εκείνο το παλιό, σύντομο σμίξιμο τους. Η πόλη ανασηκώνεται ολοζώντανη στην εποχή που τα ωραία της κτίρια είχαν νόημα, τα τρένα της κυκλοφορούσαν, υπήρχε κάποια παραγωγή γύρω της, κοινωνικές τάξεις, μοναδικές ανθρώπινες περιπέτειες. Τη διασχίζουμε με το βλέμμα του συγγραφέα, είναι ο Ντάρελ ή ο Αναστόπουλος; Είναι πάντως κάποιος που την αγάπησε και δεν θέλει να την αφήσει να ξεχαστεί.

https://www.tovima.gr/printed_post/ksanazontaneyontas-crtin-kalamata/?fbclid=IwAR2E6ZMOwZ1eqznzJ21Q4D6VdQnQqdXxJGwjM4-97VT2IpFieC4mdBnfSZw

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2022

Ζήσαμε δίπλα σε ανθρώπους εξαίσιους

Αναγνωρίζω τη Βάσα Σολωμού Ξανθάκη στη φωτογραφία που δημοσιεύεται στο facebook μαζί με την αναγγελία του θανάτου της. Έχουν περάσει τόσα χρόνια αλλά δεν άλλαξε, που λέει ο λόγος, και θα το επιβεβαιώσω βρίσκοντας τις παλιές φωτογραφίες από το σχολείο. Την είχαμε καθηγήτρια φιλόλογο στην Αηδονοπούλου για λίγα χρόνια, η χούντα μας στέρησε τα πολλά. Είχε αναγκάσει τη διεύθυνση του σχολείου να τη διώξει, μαζί με τον φυσικό μας, τον Βασίλη Νικολόπουλο, και χρειάστηκε να περάσουν δυο τρία χρόνια για να μπορέσουν να δουλέψουν ξανά και να τους έχουμε, εκείνους τους εξαιρετικούς, τους αγαπημένους καθηγητές μας.

Αδειάζω μια κούτα με φωτογραφίες, και δεν βρίσκω παρά ελάχιστα πράγματα, κυρίως από εκδρομές, και μερικές στην αυλή του σχολείου μια και μόνη μέρα που κάποια θα είχε φέρει μαζί της φωτογραφική μηχανή. Ασπρόμαυρες όλες, όπως ήμασταν τότε ντυμένες για το σχολείο, φούστα μπλούζα σε δυο αποχρώσεις του γκρίζου. Υπάρχει μια που συζητούν οι δυο τους, η Βάσα Σολωμού- Ξανθάκη με την Κάτια Παπαϊωάνου- Μόζερ, άλλη αγαπημένη φιλόλογο, σε μια άκρη της αυλής. Η κυρία Σολωμού, έτσι τη λέγαμε, στέκεται προφίλ, δεν φαίνεται καλά το πρόσωπο της. Ωστόσο μπορώ να τη βλέπω πεντακάθαρα μέσα στις εικόνες του μυαλού μου, το λεπτό της δέρμα, το ανοιγοκλείσιμο των ματιών πάνω από τα βιβλία της έδρας, μπορώ ακόμα να ακούω και τη φωνή της, χαμηλή φωνή, ποτέ δεν την ύψωνε, ήταν σα να μην μπορούσε να την υψώσει, μπορώ να βλέπω νοερά την έκταση και τη χροιά της σε διαγράμματα που δεν έχουν ακόμα επινοηθεί.

Βρίσκω και μερικές φωτογραφίες από την εκδρομή που μας είχε πάει η κυρία Σολωμού στ’ Αμπελάκια, ένα σπέσιαλ δώρο για την επιτροπή Αλληλοβοήθειας, στην οποία δεν ανήκα και δεν θυμάμαι πώς κατάφερα να τρυπώσω στην ομάδα. Είχαμε και τον αδερφό της Μαριάννας μαζί μας, οπότε θα πρέπει να ήταν κάτι πολύ ελεύθερο, γιατί αγόρια δεν υπήρχαν στο σχολείο μας, το Παρθεναγωγείο μας. Στη μια είμαστε όλη η ‘επιτροπή’ στην πλατεία της Λάρισας, έχουμε στηθεί κατά ύψος, με την πιο ψηλή καθιστή στα γόνατά της. Στην άλλη είμαι μόνο εγώ, ανεβαίνω ή κατεβαίνω μια σκάλα στο σπίτι του Σβαρτς όπου μας είχε πάει η καθηγήτρια μας, και γυρίζω να κοιτάξω το φακό.  Ανάδυση στο μέλλον ή κατάδυση στο παρελθόν. Είμαι δεκαοχτώ χρονών και τα κάνω και τα δυο, από τότε μέχρι τώρα, αλλά κυρίως ζω το παρόν με τέτοια ένταση που ακόμα θυμάμαι τον ήχο από το πικάπ που ακούστηκε την πρώτη νύχτα της άφιξης μας στο δικό της σπίτι, της κυρίας Σολωμού, όταν έβαλε το δίσκο με το «Ματωμένο γάμο» του Χατζιδάκι να παίξει. Ήταν απόλυτη ησυχία στο χωριό, κι ήταν σκοτεινά, ίσως δεν είχαμε ηλεκτρικό, μπορεί να ήταν το πικάπ με μπαταρίες. Δεν είμαι σίγουρη γι αυτό. Κι όταν ακούστηκαν οι πρώτες νότες και η βραχνή φωνή του Λάκη Παππά, «Τώρα νυφούλα μου χρυσή, που βγαίνεις απ’ το σπίτι σου…» ήταν σα να άνοιξε για μας ένας νέος κόσμος ομορφιάς, σα να βγήκαμε εμείς σε έναν ορίζοντα ανοιχτό, τέχνης και κατανόησης, συγκινήσεων και αλήθειας, σα να γλιτώσαμε επιτόπου από τη χούντα και τα βάσανα της. Έσταζαν οι νότες μέσα μας σαν ακριβά και θεραπευτικά μυστικά, καταλαβαίναμε ότι ο κόσμος ήταν πλούσιος και μας περίμενε, και τίποτε δεν θα μας εμπόδιζε να τον γευτούμε. Βάλαμε ξανά και ξανά το δίσκο, μιλούσε για μια ιστορία παράξενη, δεν μας αφορούσε η ιστορία, ο ματωμένος γάμος, κι όμως η συγκίνηση ήταν βαθιά και η στιγμή αξέχαστη. Είχαμε ήδη περάσει μια μέρα τρελή, όταν το πουλμανάκι που μας μετέφερε είχε χαλάσει κάπου στη μέση του ταξιδιού κι είχαμε βρεθεί με κάποιο τρόπο να ταξιδεύουμε με αστικό λεωφορείο, γελώντας ακατάπαυστα καθώς σαν τρελές, σαν παιδιά μάλλον, τρέχαμε πέρα δώθε μέσα. Πόση ψυχραιμία κι εμπιστοσύνη είχε δείξει η καθηγήτρια μας…

Την επόμενη μέρα, περπατώντας στα Αμπελάκια δεν πιστεύαμε στα μάτια μας αντικρύζοντας εκείνη την αρχιτεκτονική για πρώτη φορά. Πώς να καταλάβεις την εξέλιξη ενός τέτοιου χωριού, στο οποίο εμείς πηγαίναμε για ‘Αλληλοβοήθεια’, μεταφέροντας κουτιά με γραφική ύλη για τα παιδιά του σχολείου, και ρούχα και παπούτσια και τέτοια πράγματα, πώς να αντιληφθείς ότι είχε υπάρξει τόπος πλούσιος επί δεκαετίες κι είχαν χτίσει οι κάτοικοι του τέτοια αρχοντικά, όταν μάθαινες την Ιστορία στο σχολείο με τρομερές παραλείψεις για την αληθινή ανάπτυξη των Ελλήνων στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας; Πώς να συνδυάσεις την αρχοντιά των παλιών σπιτιών με τα φτωχοντυμένα παιδιά του σχολείου που μας υποδέχτηκαν σε μια γιορτή κατά την οποία σηκώνονταν ένα -ένα επάνω κι απάγγελαν ποιήματα αφού πρώτα χαιρετούσαν στρατιωτικά και στήνονταν κλαρίνο, παιδιά με πρόσωπα ηλιοκαμένα που σίγουρα θα δούλευαν έξω στις υποτίθεται ελεύθερες ώρες τους;

Τι όμορφα πράγματα ζήσαμε, λέει η Κατερίνα στο τηλέφωνο, η πιο παλιά κι αγαπημένη φίλη. Τι  χρωστάμε στην κυρία Σολωμού, που ποτέ δεν ξοφλήσαμε. Θυμόμαστε τη βραδιά της γιορτής που κάναμε για αποχαιρετισμό στην Έκτη Γυμνασίου. Κάθε χρόνο η Πέμπτη αποχαιρετούσε την Έκτη. Είχαμε γράψει δικό μας έργο και το είχαμε παίξει, την κωμωδία Φιλοθέτιδαι, κι είχε έρθει η άντρας της κυρίας Σολωμού, ο κύριος Ξανθάκης, και μας είχε χορέψει. Τον είχαμε κι αυτόν λατρέψει, την ευγένεια, το χιούμορ του, τον τρόπο που μας έκανε να νιώθουμε άνθρωποι. Αυτός και οι καθηγητές μας από άντρες στη γιορτή, και ο Νίκος Μπελογιάννης. Ο γιος του Μπελογιάννη δηλαδή, που ζούσε με το ζεύγος Σωτηρίου, τον κύριο Πλάτωνα και τη Διδώ, αυτός ήταν ο μοναδικός έφηβος που βλέπαμε καμιά φορά, και ψιθυριστά, μετά φόβου χαφιέδων και άλλων δαιμόνων, μαθαίναμε την ιστορία του. Στο ιδιωτικό μας σχολείο έβρισκαν καταφύγιο οι αριστεροί και πριν τη χούντα, που θα έμεναν χωρίς δουλειά λόγω ‘κοινωνικών φρονημάτων’.

Ο κύριος Σωτηρίου, ο άντρας της Διδώς (κι όχι Διδούς, όπως γράφουν τώρα διάφοροι ελληνοπαθείς) ήταν ο γυμνασιάρχης μας. Τον λατρεύαμε και αυτόν, και πιστεύαμε ότι μας λάτρευε κι εκείνος, αφού είχε δηλώσει ότι δεν θα βγει στη σύνταξη παρά όταν βγάζαμε κι εμείς, η δική μας τάξη, το Γυμνάσιο, δηλαδή και τις έξι τάξεις. Ήταν υπέροχος άνθρωπος, κρεμόμασταν από τα χείλη του κάθε φορά που μας μιλούσε, κι αμέσως οι ατάκες τους διαδίδονταν σαν χρησμοί, σαν ξόρκια προφύλαξης από κάθε κακό και κάθε βλακεία. Και η Διδώ είχε έρθει μια φορά να μας μιλήσει, δεν κυκλοφορούσαν τα βιβλία της τότε, ή δεν τα ξέραμε, πάντως μας είχε απογοητεύσει ως σύζυγος του κυρίου Σωτηρίου, που τον θεωρούσαμε θεό, επειδή δεν ήταν  όμορφη σαν εκείνον. Αν και ακούγοντας την καταλάβαμε ότι δεν υπάρχει μόνο η ομορφιά που ελκύει σε μια γυναίκα, πληροφορία απείρως σημαντική για τη φάση που περνούσαμε τότε.

Θα ήθελα να έχω γίνει φιλόλογος, όπως σκόπευα τότε, και να είμαι σε θέση να ζυγίσω και να αποτιμήσω δίκαια και σωστά την αξία της Βάσας Σολωμού- Ξανθάκη ως λογοτέχνη, αλλά δεν έγινα. Αγόραζα τα βιβλία της όταν τα έβρισκα, δεν τα διαφήμιζε, δεν έκανε παρουσιάσεις και τέτοια, και ξέρω ότι πάντα υπήρξε περιθωριακή ως συγγραφέας, κι ότι δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει. Το βιβλίο της «Ο γάμος» το είχε ανεβάσει στο θέατρο η Άννα Βαγενά και το είχα δει, ήταν για μένα συγκλονιστικό και πιστεύω ότι η ηθοποιός δημιούργησε κάτι πολύ σημαντικό με αυτό τον ρόλο. Κάποτε θα πρέπει να αποτιμηθεί το έργο συγγραφέων που θεωρούνται ελάσσονες, να εξεταστεί η σημασία τους και η συνεισφορά τους. Η κυρία Παπαϊωάννου, ας πούμε, είχε κι εκείνη γράψει ένα βιβλίο για τον άντρα της, που με είχε μαγέψει για τον τρόπο που εξέθετε την καθημερινότητα τους, κι ακόμα θυμάμαι φράσεις του. Ως τότε και για όσο ζω, για μένα οι δάσκαλοι εκείνοι λογαριάζονται στις πολύτιμες γνωριμίες της ζωής μου. Μας έμαθαν όχι μόνο ελληνικά και Φυσική, και διάφορα άλλα που η ύλη απαιτούσε και τα μάθαμε τόσο καλά που μπορώ να πω ότι πουθενά αλλού δεν συγκέντρωσα τέτοιον όγκο γνώσης όσο στο σχολείο, αλλά και ευγένεια, και στάση ζωής, και γενναιοδωρία που ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμασταν στα χρόνια εκείνα τα σκυφτά και μουγγά. Ζήσαμε δίπλα σε ανθρώπους εξαίσιους. Έπρεπε να τους βλέπουμε περισσότερο και τα επόμενα χρόνια, μια φορά ή δυο μόνο πήγαμε στο σπίτι της κυρίας Σολωμού και των άλλων, μια φορά ή δυο μιλήσαμε μετά στο τηλέφωνο. Λάθος μας και μεγάλη παράλειψη, μια από τις πολλές στη ζωή μας. Κι όμως είναι σα να τους είχαμε πάντα μαζί μας.

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2022

Πρόσφυγες από τα Σπάρτα



Να είναι αυτές οι φωτογραφίες από την πατρίδα;

Έτσι την έλεγαν, πατρίδα. Την άφησαν σαν σήμερα πριν 100 χρόνια, στις 14 Οκτωβρίου του 1922. Οι επέτειοι, και κάμποσο διάβασμα μαζί, φέρνουν πολύ κοντά την αγωνία τους. Ετοιμάστηκαν, βρήκαν μερικά αμάξια, έκρυψαν επάνω τους χρυσά νομίσματα, όσα είχαν περισσέψει από τα μπαχτσίσια που επί τρία χρόνια πλήρωναν σε διάφορες συμμορίες Τσετών και άλλων πολεμάρχων για να τους αφήσουν ζωντανούς. Φόρτωσαν τα μικρά παιδιά.
Σχεδόν νιώθω την ανάσα τους καθώς ξεκινάνε, πολύ κοντά ο ένας στον άλλον, η μια στην άλλη να λέμε σωστά, μόνο γυναίκες, παιδιά, και γέροι άντρες, δηλαδή άνω των 60. Οι νεώτεροι λείπουν, άντρες από 14 έως 60, έχουν εξοριστεί από το 1921. Ειδικό μπαχτσίσι δόθηκε για να αφήσουν τα αγόρια από 12 έως 14.
Ο μπαμπάς μου ήταν γύρω στα 10. Να είναι αυτή η φωτογραφία του από εκεί, με το άλογο που είχε ο παππούς για να πηγαίνει στους αρρώστους; Του παππού είναι σίγουρα από κει, με τη στολή του Οθωμανικού στρατού, όπου έπρεπε να πηγαίνουν μετά το Συνταγμα του 1908. Ήταν γιατρός, οπότε δεν χρειαζόταν να πολεμήσει, τουλάχιστον. Κι άλλες φωτογραφίες δεν βρίσκω.
Η πορεία κράτησε οκτώ μέρες. Πλήρωναν έξτρα για όλα. Στο ελληνικό πλοίο, που τους πήρε από την Αττάλεια, οι ναύτες ζήτησαν πληρωμή και για το ψωμί που είχε προσφέρει αμερικανική οργάνωση για τους πρόσφυγες.
Στη Νέα Ιωνία έγιναν ταπητουργοί, όπως στην πατρίδα, αλλά την τέχνη της παραγωγής ροδελαίου δεν κατάφεραν να την αναπτύξουν.

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022

Κυψέλη- Παραλία

 


Όταν φεύγω από την Κυψέλη για το εξοχικό σε συγκρότημα στην Αττική, αλλάζω κοινωνική τάξη. Από το δρόμο με τα στενά πεζοδρόμια με σπασμένες πλάκες, το μονίμως γεμάτο σκουπίδια, το πεζούλι που κάθονται οι Ινδοί με τις σαγιονάρες να κρέμονται, τις φωνές σε άγνωστες γλώσσες στον ακάλυπτο, που καμιά φορά συνοδεύονται από δυνατές θυμωμένες κραυγές και παιδικά κλάματα- έχω βγει στο μπαλκόνι κι έχω φωνάξει: «Αν συνεχίσεις να δέρνεις το παιδί, θα φωνάξω την Αστυνομία» έτσι στα κουτουρού, χωρίς να ξέρω  βέβαια ποιος δέρνει και πού μένει- από τη θέα της σκουριασμένης ντουλάπας στο μπαλκόνι και των ξεφτισμένων σοβάδων στις πολυκατοικίες, των τεντών που σκισμένες χτυπολογάνε όποτε φυσάει, από ένα περιβάλλον φτώχειας στην πόλη δηλαδή, έρχομαι στην ωραία φύση, ανάμεσα σε εξοχικά, δίπλα στη θάλασσα. Λες και μέσα σε μια ώρα γίνομαι από λούμπεν μεγαλοαστή. Ο δημόσιος χώρος είναι βέβαια κι εδώ βρώμικος και παραμελημένος, δεν αλλάζω χώρα, στην Ελλάδα βρίσκομαι, αλλά τουλάχιστον μεσολαβούν οι κήποι του συγκροτήματος, κι αν μάθεις να ανέχεσαι τα σκουπίδια σε κάθε γωνιά, όπως έχουν καταφέρει να κάνουν οι κάτοικοι των πολυτελών βιλών εδώ γύρω, τότε ησυχάζει η ψυχή σου.

Μόνο που στο συγκρότημα τα σπίτια είναι πολύ κοντά και ακούς υποχρεωτικά τους διπλανούς, έστω κι αν δεν τους βλέπεις. Ακούς τις συζητήσεις που κάνουν στα τραπέζια τους και υποχρεωτικά καταλαβαίνεις τα πάντα. Είναι όλοι Έλληνες, δεν υπάρχει ελπίδα να πέσεις σε ξενόγλωσσους, εκτός αν είναι νοικιασμένα τα διαμερίσματα, αλλά και πάλι θα μιλάνε ιταλικά ή γαλλικά, λιγότερο αγγλικά, οπότε πάλι καταλαβαίνεις. Βέβαια, δεν είχα ποτέ πρόβλημα να ακούω γαλλικά και αγγλικά, κάπως νιώθεις πως δεν σε αφορούν οι απόψεις και οι κουβέντες των ξένων, μπορεί να έχουν και ενδιαφέρον.

Αλλά γενικά εδώ είναι τόπος των Ελλήνων. Στη θάλασσα ακούγονται οι συζητήσεις των κυριών, μιλούν συχνά για φαγητά, κομμώτριες, υγιεινές συνήθειες, για τα εγγόνια τους, τους μισθούς των παιδιών τους, την αξία των σπιτιών τους. Κολυμπάω με μάσκα, παρακολουθώ ψάρια και βυθό, πάω κι έρχομαι, ακούω μόνο αποσπάσματα. Δεν είναι και τόσο τρομερό. Αν όμως η διπλανή μου γειτόνισσα καλέσει κόσμο, πρέπει να πάρω τα βουνά.

Χτες βράδυ είχε καλέσει. Ήταν τέσσερεις γυναίκες κι ένας άντρας, μέχρι που ήρθε άλλος ένας. Ο πρώτος φώναζε δυνατά, κι οι γυναίκες, όλες άνω των 60, γελούσαν ενθαρρυντικά στις βλακείες του αράδιαζε. Το τι είπε δεν περιγράφεται, ούτε τα θυμάμαι όλα. Είχε βάλει στόχο την Ευρώπη, κυρίως την Βαν ντερ Λάιεν, και είπε περί τις πέντε φορές πόσο ευχαριστήθηκε όταν ο Ερντογάν την άφησε να περιμένει όρθια. Ένα περιστατικό που έγινε πριν μήνες, ακόμα το θυμόταν και το ευχαριστιόταν. Οι κυρίες χαχάνιζαν ευγενικά. Ο άλλος κύριος δεν έφερε αντίρρηση. Κάθε τόσο βεβαίωνε ότι η Ευρώπη διαλύεται, ότι πρέπει βεβαίως να γίνει επανάσταση, ότι η σωστή επανάσταση είναι έτσι κι αλλιώς. Κι άντε πάλι για την Βαν ντερ Λάιεν που πόσο ευχαριστήθηκε να τη βλέπει όρθια, που την άφησε ο Ερντογάν.

Κάποια στιγμή δεν άντεξα, σηκώθηκα και μπήκα μέσα, τράβηξα και την πόρτα. Ας χάσω και την ωραία δροσερή βραδιά, γιατί σε λίγο θα βάλω τις φωνές, σκέφτηκα, κι εννοείται ότι εκτίμησα για πολλοστή φορά τον ακάλυπτο της Κυψέλης, όπου ό,τι και να λένε οι μετανάστες από όλες τις φτωχές γωνιές της γης που με τριγυρίζουν, τουλάχιστον δεν καταλαβαίνω τίποτε, ακούω τις γλώσσες σαν μουσική, κι αν ανέβει η ένταση πατάω και μια φωνή που δεν βρίσκουν από πού βγαίνει. Ουφ. Έχει και η Κυψέλη τα προσόντα της.

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

Αυτές ήταν βασίλισσες!

 Χτες που έμαθα για το θάνατο της βασίλισσας Ελισάβετ, διάβαζα ένα βιβλίο για μια άλλη βασίλισσα της Αγγλίας, την Ελεονώρα, ή Αλιενόρ στη γλώσσα της, του Οκ, τον 12ο αιώνα, η οποία είχε προίκα τη μισή Γαλλία ουσιαστικά. Παντρεύτηκε πρώτα τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο 7ο και μετά από κάμποσα χρόνια τον βαρέθηκε, βασικά τον βαρέθηκε πολύ γρήγορα γιατί ήταν βαρετός τύπος, και προσπάθησε να τον χωρίσει, κατάφερε να ακυρωθεί ο γάμος και μέσα σε λιγότερο απο ένα μήνα παντρεύτηκε τον Ερρίκο Πλανταγενέτη που έγινε βασιλιάς της Αγγλίας. Και του πήγε την προίκα της, που ποτέ δεν είχε γίνει κομμάτι της Γαλλίας, δηλαδή τη δυτική Γαλλία. Έκανε μαζί του ένα σωρό παιδιά, μεταξύ των οποίων το Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο και τον Ιωάννη τον ακτήμονα, που τους ξέρουμε από το Ρομπέν των Δασών και άλλα παραμύθια. Ο Ιωάννης ονομάστηκε ακτήμων επειδή κατάφερε να χάσει τη Γαλλία, αλλά όχι εντελώς, χρειάστηκαν εκατό χρόνια πόλεμοι για να σιγουρευτεί η Αγγλία πως είχε χάσει τη Γαλλία. Αυτές ήταν βασίλισσες...

Η Ελεονώρα ήταν αυτή που ενέπνευσε γενικώς το στυλ της ιπποσύνης τότε που έλειπαν οι άντρες στις Σταυροφορίες και οι γυναίκες ήταν ελεύθερες να οργανώσουν τουρνουά, να προσλάβουν τροβαδούρους και να καθιερώσουν τους περίπλοκους κώδικες ερωτικής συμπεριφοράς στην αυλή.
Ο βασικός κανόνας για τους άντρες είναι να μην είναι βαρετοί.

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2022

Άλλο καθεστώς, άλλο θρησκεία

Ένα κορίτσι σκύβει στην κουπαστή του πλοίου που την πηγαίνει στην Τήνο με την οικογένεια της για να προσκυνήσει και ο αέρας του παίρνει το μαντίλι του. Σε λίγα δευτερόλεπτα φτάνει ο πατέρας της και την τραβάει πίσω, κόντευε να πέσει στη θάλασσα. Τη σώζει και τη μαλώνει: «Τι γυρίζεις έτσι ακάλυπτη;» της λέει. Το αναφέρει η Ρέα Γαλανάκη στο τελευταίο της βιβλίο, «Αικατερίνη και Εμμανουήλ». Συνέβη στη γιαγιά της. Το να καλύπτουν οι γυναίκες τα μαλλιά είναι παλιά και γνωστή συνήθεια. Στο «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν» η γιαγιά της συγγραφέως λέει ότι μόνο ο άντρας της βλέπει τα μαλλιά της λυτά στους ώμους. Επί αιώνες οι γυναίκες καλύπτονταν για προστασία, να μην τις δουν, να μην τις ζηλέψουν και τις κλέψουν, να μην τις κακολογήσουν. Τα ελεύθερα μαλλιά ήταν στοιχείο πρόκλησης. Μπορούμε να μιλάμε ώρες για την ιστορία και την παράδοση, για το πόσο μας επηρεάζουν, για το τι σημαίνουν. Και ποιες θρησκείες το επέβαλαν, ποιες απλώς το χρησιμοποίησαν, για ποιες έχει σημασία και τι σημασία έχει. Και πόσο έχει δικαίωμα ο νόμος στη Γαλλία να απαγορεύει τη μαντίλα στα κορίτσια που πάνε σχολείο, πόσο οι γονείς τα πιέζουν, πόσο θέλουν οι ίδιες να τη φοράνε. Έχει τρομερό ενδιαφέρον, αλλά δεν είναι το θέμα αυτό.

Ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να καταλάβω πώς γίνεται τόσοι άνθρωποι να μπερδεύονται. Στο Ιράν η μαντίλα είναι υποχρεωτική σε κάθε χώρο έξω από το σπίτι. Με το νόμο. Νόμο του κράτους, όχι κάποιου ιερού βιβλίου. Στο Ιράν το κράτος έχει αποφασίσει ότι εφαρμόζει τη σαρία ως νόμο του κράτους, κι έχει ακόμα αποφασίσει ότι ο νόμος αυτός θα εφαρμόζεται πολύ αυστηρά, με τιμωρίες ραβδισμούς, φυλάκιση. Το ξέρουμε αυτό εδώ και δεκαετίες. Έχουμε διαβάσει για τιμωρίες γυναικών με ραβδισμούς, φυλάκιση, ακόμα και λιθοβολισμούς για εγκλήματα που αφορούν την εμφάνιση. Μπορεί η σαρία να μην λέει για λιθοβολισμούς όταν δεν φοράς μαντίλα, σημασία δεν έχει η ερμηνεία του Κορανίου, αλλά ο νόμος του σημερινού Ιράν. Σημασία έχει ότι εδώ και δεκαετίες οι γυναίκες στο Ιράν δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν στο δρόμο με τα μαλλιά ακάλυπτα. Υπάρχουν γυναίκες που τις συνέλαβαν και τις καταδίκασαν σε ποινές φυλάκισης και ραβδισμού, που πέθαναν από το ξύλο. Είναι μια φριχτή, απάνθρωπη, απαράδεκτη κατάσταση. Μια ζωή στο φόβο και στην υποταγή. Κι αυτή τη στιγμή που κατάφεραν να βρουν οι γυναίκες στο Ιράν το κουράγιο να αντισταθούν, διαβάζω διάφορα απίστευτες παρατηρήσεις όπως, γιατί δεν λέτε τίποτε για τη σαρία στη Θράκη; Εντάξει, έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια, με τα κοινωνικά δίκτυα που ορισμένους μας έκαναν ακοινώνητους ξεγυμνώνοντας τόσο ανελέητα τις επιπόλαιες, τις σκληρές στην ελαφρότητά τους σκέψεις των ανθρώπων, έχουμε συνηθίσει τους συμψηφισμούς και τις άσχετες αναφορές, αλλά αυτή η σαλάτα εν προκειμένω, απέναντι σε ένα ξέσπασμα τόσο ριψοκίνδυνο, και τόσο κατανοητό, ομολογώ ότι μου είναι ακατανόητη.

Συζητάμε χρόνια για τη μαντίλα, για το τι σημαίνει, για το πως και γιατί οι γυναίκες το υιοθετούν ασμένως. Τι σημαίνει στις χώρες της Αφρικής, όπου η μουσουλμανική θρησκεία απλώνεται συνεχώς, τι σημαίνει στην Κωνσταντινούπολη, τι σημαίνει στο Λονδίνο και τι σημαίνει στο Παρίσι, τι σημαίνει στη Θράκη. Κι είναι οι γονείς που την επιβάλουν; Και μήπως οι κοπέλες τη φοράνε σαν μια μάσκα που μπορεί να κρύψει την ανεξαρτησία που πίσω της, μυστικά και ήσυχα, προσπαθούν να κατακτήσουν; Όλα αυτά είναι πολύ ενδιαφέρονταν. Μπορείς να βρεις πολλές αποχρώσεις σε όλα αυτά, να ασχοληθείς με την ψυχολογία των ανθρώπων, την επιρροή των ιμάμηδων, να αναλύσεις συναισθήματα.

Στο Ιράν τα πράγματα δεν έχουν αποχρώσεις. Δεν υπάρχουν συναισθήματα, υπάρχουν νόμοι. Υπάρχουν ομάδες αστυνομικών που περιπολούν και προσβάλλουν τις γυναίκες. Υπάρχει καθημερινή, κάθε στιγμή και κάθε ώρα καταπίεση. Υπάρχουν ζωές που χάνονται κάθε τόσο. Και μιλάμε για μια χώρα ανεπτυγμένη, με γυναίκες που ξέρουν τι χάνουν ζώντας σε τέτοιες συνθήκες. Ας φανταστούμε και δική τους ψυχολογία, πόσα χρόνια χρειάζεται να κάνουν υπομονή, ας φανταστούμε το μέγεθος της τόλμης τους, να κόβουν τα ‘ιερά μαλλιά’ τους, να καίνε τις μαντίλες που τις ‘προστατεύουν’. Δεν έχουν όπλα, δεν έχουν οργάνωση, δεν έχουν τίποτε. Μόνο το πρόσωπο και τα μαλλιά τους. Κι ας φανταστούμε ότι θα κερδίσουν στον αγώνα αυτόν, το ασύλληπτα δύσκολο.

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022

Ερασμος

 Διαβαζω τη βιογραφία του Ερασμου από τον Στεφαν Τσβάιχ και σκέφτομαι ότι θα έπρεπε τα παιδιά που καταφέρνουν να πάνε σε ευρωπαϊκα πανεπιστήμια με Erasmus, να διαβάζουν υποχρεωτικά αυτό το βιβλίο και να γράφουν υποχρεωτικά μια περίληψη, για να μαθαίνουν σε τρυφερή ηλικια ποιος ήταν ο Ερασμος και τι οραματίστηκε για την Ευρώπη, την ενωμένη Ευρώπη που πέντε αιωνες μετά ακόμα δεν καταφέρνει να ενωθεί, τις Ηνωμενες Πολιτειες της Ευρωπης, πριν γεράσουν κι ολ αυτά είναι γνώσεις άχρηστες.

Το πορτραίτο του από τον Χανς Χολμπάιν το είχα φωτογραφίσει στην National Gallery του Λονδίνου.
(Πώς τη λέμε ελληνικά τη National Gallery; Εθνική πινακοθήκη; Δεν μου αρέσει) Σε ώριμη ηλικία, ακουμπά το χέρι του σε ένα βιβλίο που λέγεται «ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΡΟΝΟΙ» και εννοεί «Οι άθλοι του Ηρακλέους». Κατά τον Τσβάιχ, ο Χολμπάιν, ή ο ίδιος ο Ερασμος, ήθελαν να συμβολίσουν τους δικούς του άθλους, του Εράσμου.
Ο Τσβάιχ περιγράφει τη σύγκρουση δυο ομοϊδεατων στη βιογραφία του Εράσμου, του Λούθηρου και του Εράσμου. Ο Ερασμος, αν και είχε ανοίξει το δρόμο προς την αμφισβήτηση, δεν ήθελε να πάρει μέρος στη σύγκρουση με τον πάπα. Τον πίεζαν οι παπικοί να πάει με το μέρος τους, τον πίεζαν οι μεταρρυθμιστές να εκφραστεί επιτέλους ξεκάθαρα υπέρ τους, τίποτε αυτός. Στο τέλος αντάλλαξαν επιστολές με τον Λούθηρο και βιβλία, πολύ επιθετικά εκατερωθεν. Ο Ερασμος ήθελε να λυθουν οι αντιθέσεις ειρηνικά, ο Λούθηρος ξέρουμε τι έκανε. Όλοι τα έβαλαν με τον Έρασμο, όπως όλοι τα βάζουν πάντα με τους ειρηνιστές.
Όταν του είπαν ότι είναι δειλός, απάντησε ότι αυτό θα ήταν ελάττωμα αν ήταν στρατιώτης.
Φωτογράφισα αυτό το πορτρέτο του Λούθηρου σε μια εκκλησία στο Αμβουργο. Κάτι για το θάνατο λεει στα Λατινικά, αν μπορεί καποιος να το μεταφράσει… Κανένας φοιτητής Erasmus?

Τρίτη 30 Αυγούστου 2022

Στις δυτικές εκκλησίες

 Στις περιηγήσεις μπαίνω πάντα σε όλες τις εκκλησίες που είναι ανοιχτές, κάθομαι λίγο, ξεκουράζομαι, δροσιζομαι, αφήνομαι στην ομορφιά τους και την υποβλητικότητα. Θαυμάζω τα καλλιτεχνικά έργα, το πώς η θρησκεία ενσωμάτωσε μέσα στους αιώνες το φόβο των ανθρώπων, και δευτερευοντως τις ελπίδες, το πώς κυβέρνησε, τη δύναμη που είχε. Τα βλέπω όλα πολύ ιστορικά, σα να έχω ενσωματωσει κι εγώ εκείνη τη στιγμή το δικό μας θρησκευτικό παρελθόν, το ελληνικό, και κάπου εκεί, κάποια στιγμή, μέσα στον Άγιο Ευσταθιο που είναι και πελώριος, μελετώντας τις λατινικες γραφές με κυρίευσε ένα είδος μοναξιάς και αποκλεισμού… Η Ελλάδα έζησε μακριά από τον κόσμο αυτό, ως ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία αποκόπηκε οικειοθελώς από τη δυτική θρησκευτική ζωή. Δεν ήταν τίποτε τότε εκείνο το Σχίσμα, το 1056, μια ιστορία ανταγωνισμού παπάδων, αλλά πόσο κόστισε! Και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, και όσα ακολούθησαν μετά, και την τελική άλωση το 1453, ακριβώς όταν στη Δύση άρχισαν όλα να αλλάζουν.

Στην Κρήτη, όπου άργησαν να κυριαρχήσουν οι Οθωμανοί, δυο αιώνες παραπάνω έμεινε ενετική ώσπου να καταφέρουν να πάρουν το Μεγάλο Κάστρο, ο Βιτσέντζος Κορνάρος έγραψε τον Ερωτόκριτο, ο Χορτάτζης την Ερωφίλη, οι ζωγράφοι αποκτούσαν άλλο βλέμμα. Ύστερα όλα αυτά χάθηκαν και ξεχάστηκαν. Τι θα γινόταν αν δεν είχε γίνει εκείνο το τελικό Σχίσμα; Ναι, ξέρω, δεν υπάρχει αν στην Ιστορία.




Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

Πικνικ στα πάρκα

 Να δίνεις ραντεβού στο πάρκο. Να τρως με την παρέα σου στο χορτάρι. Ή σε τραπεζια δημόσια. Να εκτιμάς και να απολαμβάνεις το δημόσιο χώρο. Priceless, που λένε και οι τουριστικες διαφημισεις στο αεροδρόμιο. Κάποτε το κάναμε κι εμείς εδώ; Κάτι θυμάμαι, αμυδρά όμως. Πικνικ στα Κούλουμα, αλλά και συναντήσεις στο πάρκο, καθημερινές, χωρίς εορταστική αφορμή. Ταπεράκια με κατιτίς, λίγη ελευθερία στα παιδιά να κινηθούν. Για μένα ήταν απαραίτητη συνήθεια όσο μεγάλωνα τα παιδιά μου, και τα ίδια χρόνια διαπίστωσα ότι εξέλιπε σταδιακά από τις ελληνικές οικογένειες. Τα παιδιά μεγάλωναν κλεισμένα στα σπίτια, το να βγουν έξω κάθε μέρα δεν υπήρχε στις προτεραιότητες.



Υ.γ. άσχετο: αυτές οι διαφημίσεις στο αεροδρόμιο της Αθήνας, δεν είναι η αποθέωση της σάχλας;

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2022

Kunstmuseum, Αμβούργο

«Ξέρετε την ιστορία αυτού του πίνακα;» με ρωτά ο φυλακας με το που μπήκα μέσα. «Ξέρω την ιστορία που δείχνει», του λέω, και ξερω και την άλλη δίπλα, την «Κρίση του Πάριδος» και την παραδίπλα, όσες έχουν ελληνική μυθολογία! Γουρλώνει τα μάτια. Είμαι ελληνίδα, εξηγώ. Τα μαθαίνουμε καλά αυτά! 

Πραγματικά, κι ό,τι μαθαίνει κάνει μικρός δεν το ξεχνά. Ωραία κι ανεκτίμητη η ελληνική μυθολογία και παγκοσμίως διάσημη, αλλά θα ήθελα να είχα μάθει και λίγη παραπάνω ευρωπαϊκή ιστορία, να μην είμαι τόσο άσχετη όταν ταξιδεύω, να καταλαβαίνω και λίγο παραπέρα τι παίζεται, μετά τους Έλληνες θεούς και ήρωες, όταν αρχίζουν οι δυναστείες και οι πόλεμοι, τα κράτη και οι θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις, και οι αντιμεταρρυθμίσεις, και τα γερμανικά κρατίδια, και η Χάνσα, και η Αυτοκρατορία, αγία ρωμαϊκή μεν, του γερμανικού έθνους δε, εκεί αρχίζει στη μνήμη η σαλάτα του βιαστικού περάσματος, και χάνω το νήμα...

Κυριακή 21 Αυγούστου 2022

Αμβούργο

 To Αμβουργο δεν έχει μεγάλες εκκλησίες. Ξεχωρίζουν στον ορίζοντα της πόλης τα καμπαναριά, αλλά τα κτίρια είναι σεμνά. Δεν εχει παλάτι, οι Πρώσοι τους ζόρισαν να μπουν στην αυτοκρατορία. Μεγαλόπρεπα είναι: το Δημαρχείο, το Μουσείο Καλών τεχνών, ο Σιδηροδρομικός σταθμός, το Δικαστικό Μέγαρο, το μουσείο της πόλης, οι παλιές αποθήκες του λιμανιού, η Φιλαρμονική του Ελβα. Ναοί της ανθρώπινης κοινωνίας, των θεσμών, των αναγκών, και των αξιών της. Πόλη χανσεατική, ακόμα γράφει στα αυτοκίνητα ΗΗ δηλαδή Χανσεατικό Αμβούργο, προσηλωμένη στο εμπόριο, στην καθυπόταξη του ποταμού της. Μέσα σε μια βδομάδα που έμεινα εκεί δεν κατάφερα να συνηθίσω την ιδέα ότι βρίσκομαι σε ποτάμι, τόσο πολύ έμοιαζε με θάλασσα.




Παρασκευή 19 Αυγούστου 2022

Aντιπλημμυρική πόρτα

 Το πρωί επιστρέφοντας από το σούπερ μάρκετ, είδα εργάτες με πορτοκαλί στολές να στρίβουν και να κουμπώνουν ένα μεταλλικό κάλυμμα στην εξώπορτα, οπότε δεν μπορούσα να περάσω.

-Σε δυο λεπτά τελειώνουμε, μου είπε ο επικεφαλής. Άφησα κάτω τις τσάντες, περίμενα.
-Είναι για τις πλημμύρες, μου εξήγησε, πέρσι το νερό έφτασε εδώ έδειξε τα γόνατά του.
-Είστε πολύ οργανωμένοι στη Γερμανία!
-Από πού είστε εσείς;
-Από την Ελλάδα, είπα, και πετάχτηκαν οι νεαροί εργάτες, φωτίστηκαν τα μάτια τους:
-Καλημέρα, ο ένας στα ελληνικά, τι κάνεις;
-Καλά είμαι, βάζω τα γέλια. Από πού είστε εσείς;
-Από Συρία, λέει άλλος, και στα ελληνικά: η Αθήνα είναι ωραία!
Θυμήθηκα ότι η Μέρκελ είχε επίσημα δεχτεί μερικές εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες από τη Συρία, πράγμα που της στοίχισε πολιτικά. Αλλά από μας πέρασαν, πρόλαβαν κι έμαθαν λίγες λέξεις. Πόσοι περνούν από την Ελλάδα! Θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει μαθητές μας.
-Κι οι δικοί μου φίλοι Σύριοι έχουν έρθει στη Γερμανία, λέω.
-Πού, εδώ στο Αμβούργο;
Σήκωσα τους ώμους. Δεν ξέρω πού έχουν πάει, πού βρίσκονται τώρα.
-Ο ένας πέρασε τη Γιουγκοσλαβία με τα πόδια...
Χαμογέλασε ο Γερμανός.
- Ξέρετε τη Γιουγκοσλαβία, εννοώ δηλαδή...
-Ναι και βέβαια θυμάμαι τη Γιουγκοσλαβία, δεν είμαι τόσο νέος, Αρχισε να απαγγέλλει τις τωρινές χώρες που ήταν κάποτε Γιουγκοσλαβία, μαζί κι οι Σύριοι χορωδία. Και τις ήξεραν όλες, Σύριοι και Γερμανός.
Άνοιξε η πορτα, σήκωσα τις τσάντες, ευχηθήκαμε καλημέρα, ανέβηκα βουρκωμένη. Γιατί; Για τους Σύριους που δουλεύουν στη Γερμανία, για το "Η Αθήνα είναι ωραία!", για τη Γιουγκοσλαβία; Άντε βρες.

Τρίτη 16 Αυγούστου 2022

Αμβούργο τον Αύγουστο

 Άπλα, η λέξη για το Αμβουργο, μια πόλη που δεν θα σκεφτόμουν να επισκεφτώ αν δεν έριχνε την ιδέα- και την πρόσκληση- ο Σταύρος Σταθουλόπουλος, που τον ευχαριστώ πολύ, άπλα και μεγαλείο. Θαυμάζοντας τα υπέροχα κτίρια των παλιών αποθηκών ένιωσα βαθιά το δέος που θα προκαλούσε -που ακόμα προκαλεί- η ανάδυση της ισχύος των εμπόρων, των αστών, των ναυτικών. Στην καρδιά της ο Αη Νικόλας, ναι, ο προστάτης των ναυτικών, πληγωμένος από τις βόμβες του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου, αφημένος ερείπιο όπως η Kaiserkirche στο Βερολίνο, για να θυμίζει πάντα «το μεγάλο μας έγκλημα» όπως το διατύπωνε η παλιά μου φιλη η Μαργκρέτε, και γύρω όλα ωραία και μεγάλα καμωμένα να ανακαινίζονται και να απλώνονται ασταμάτητα. Σα να είναι ολόκληρο το Αμβουργο ένα μεγάλο καράβι που διαρκώς ετοιμάζεται για ταξίδι προς το μέλλον

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2022

Ο κόσμος του Ουγκώ

 Διαβάζω αυτές τις μέρες ένα βιβλιαράκι του Μισέλ Βινόκ για τον Βικτόρ Ουγκώ και τους πολιτικούς του αγώνες. Είχε αλλάξει θέσεις ο Ουγκώ πολιτικά, μένοντας αμετακίνητος στις αρχές του, και συγκρούστηκε σε πολλές ευκαιρίες, κι αν είχε ευκαιρίες ο αιώνας του, με ισχυρούς και μη, με ανθρώπους που είχε εκτιμήσει και συνεργαστεί. Για όλα έγραφε ποιήματα, και τα ποιήματα του κυκλοφορούσαν όπως τώρα τα τραγούδια, ήταν ινφλουένσερ πρώτης γραμμής. Έγραψε εναντίον της θανατικής ποινής ξανά και ξανά, υπερασπίστηκε το δικαίωμα στη ζωή ακόμα και στυγνών εγκληματιών στον καιρό του, σοκάροντας το σύμπαν. Έτρεξε, έγραψε, προσπάθησε πολύ να δοθεί αμνηστία στους συλληφθέντες της Κομμούνας, να βοηθήσει τη Λουίζ Μισέλ, να γλιτώσει γυναίκες από το απόσπασμα. Τα κατάφερε για μερικές, αλλά τις περισσότερες φορές δεν ακουγόταν. Κάποια στιγμή έβαλαν φωτιά στο σπίτι του στο νησί της Μάγχης όπου είχε ζήσει εκτοπισμένος, επειδή τον θεώρησαν συνεργάτη των Κομμουνάριων κι επιπλέον πράκτορα των Γερμανών που είχαν συντρίψει τη Γαλλία. «Να αλλάξει γλώσσα ο κος Ουγκώ, δεν είναι πια Γάλλος» έγραφαν σοβαροί κριτικοί. Ήταν τότε πολύ δυσκολότερο να ακολουθεις τις αρχες σου. Μια νύχτα του επιτέθηκαν στο Παρισι, μέσα στο σπίτι του, με πετρες, ομαδες που τον θεωρούσαν πάλι κομμουναριο.

Απαντούσε πάντα με πλούσια, πληθωρικά ποιήματα. Ακούραστος, ακαταμάχητος, επίμονος, σε κάθε περίπτωση με την επιείκεια, με την καταλλαγή, με την συμφιλίωση, ειρηνιστής, πατριώτης αλλά και οραματιστής της Ενωμένης Ευρώπης, μιας Ευρώπης χωρίς σύνορα, των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.
Τον λάτρεψα ξανά, όπως όταν διάβαζα μικρή τους Αθλίους και την Παναγία των Παρισίων. Μέσα στην ενίοτε κουραστική αφθονία των φράσεων του πάντα έβρισκε το μέτρο τελικά, σε ποιήματα και πεζά, ακριβώς επειδή είχε αυτό τον βαθύ ανθρωπισμό, που τα διόρθωνε όλα όσα μπορεί να είχαν ανάγκη διόρθωσης.
Στο τέλος της ζωής του είχε χάσει όλους τους συγγενείς, γυναίκα, παιδιά, ερωμένη, η κόρη του Αντέλ στο άσυλο, και είχε μόνο τα εγγόνια να φροντίζει. Έγραψε και γι αυτά μια συλλογή ποιημάτων.
Πηγαίνω στο σπίτι του όταν βρίσκομαι στο Παρίσι, να λατρέψω τα πραγματάκια και τα πορτραίτα του. Καλύτερα να λατρεύεις τέτοιους ανθρώπους παρά θεούς.


Πέμπτη 11 Αυγούστου 2022

Ι love Paris

 I love Paris in the summer

I love Paris in the heat
I love Paris every moment, every second
Just as crazy I love it
I loved Paris as a baby, I loved Paris as a child
I loved Paris in the stories, in the novels
I loved Paris in my dreams
I love Paris in the morning
I love Paris in the night
I love Paris in the midday, in the lunch time
I loved Paris in my teens
I love Paris in the present
I love Paris in the past
I love Paris in the future
I love Paris out of time
I love Paris with its Arabs
I love Paris with its Jews
I love Paris with black people, and white people, I love everybody in it
I love Paris when it’s empty
I love Paris when it’s full
I love Paris when the trees 🌲 sing 🎤
and they whisper, don’t forget to love for ever our city, don’t forget to pay respect


Δευτέρα 8 Αυγούστου 2022

Paris in summer

 Κάτι καινούργιο σοφίζονται διαρκώς στο Παρίσι για την ποιότητα ζωής των κατοίκων, όπως να κάνουν μακρουλά παρκάκια τις παλιές σιδηροδρομικές γραμμές. Καλή προσπάθεια, αλλά χάθηκε να έχει και μια πισίνα κάθε τόσο, μερικές δωρεάν πετσέτες και ξαπλώστρες; Παρατηρώ κάποια έλλειψη φαντασίας στους δημάρχους


Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...