Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Από τη μια Δανία στην άλλη

Από την ΕΡΤ μου άρεσαν τα ξένα σήριαλ που έδειχνε φέτος, παρακολούθησα τα περισσότερα, δείγμα ότι γέρασα, αφού είχα να δω τηλεόραση από τότε που τα παιδιά μου ήταν μωρά κι έβαζα ταινίες μέσα στη νύχτα να με αποκοιμίσουν. Το δανέζικο Μπόργκεν έκλεισε τελευταίο τη σαιζόν, με την πρώην πρωθυπουργό να μην δέχεται νέα θέση πρωθυπουργού σε συμμαχική κυβέρνηση, για λόγους κομψότητας, όπως το είδα τουλάχιστον. "Μα να γίνω πρωθυπουργός με 17%;" αναρωτιόταν η πρωταγωνίστρια λίγο πριν ζητήσει υποχωρήσεις απο το δεξιό κόμμα σε θέματα μετανάστευσης και ποινικής ευθύνης ανηλίκων για να στηρίξει  κυβέρνηση συνεργασίας. Όπως λέμε, μα πάει το ροζ με το πράσινο, τα μυτερά παπούτσια με μπλουτζίν, το σορτς με  πλαδαρά γόνατα; Η απάντηση είναι όντως υποκειμενική, διαφέρει σε μήκη και πλάτη του κόσμου, ωστόσο η ευαισθησία για τα θέματα κομψότητας δεν έχει εξαφανιστεί, αυτό ήταν το μήνυμα της λήξης.
Γενικά στο σήριαλ αυτό γίνονταν τρομερά πράγματα, καταρχήν η πρωταγωνίστρια ήταν ηγέτης ενός κόμματος μετριοπαθών, αν είναι δυνατόν. Η λέξη και μόνο θα σκόρπιζε τρόμο στην ελληνική πολιτική. Άκου, μετριοπαθών! Πέρα από όσα μας έδειχναν στην καθημερινή ζωή της πρωταγωνίστριας, πρωθυπουργός και να μαγειρεύει μόνη της, να κυκλοφορεί στην πόλη σαν πολίτης, να πηγαινοφέρνει τα παιδιά της στο σχολείο κα διάφορα άλλα βόρεια πράγματα που ακόμα κι αν γινόμασταν Δανία του νότου θα αργούσαμε να αποδεχτούμε, υπήρχε κι η φιξιόν των πολιτικών παζαρεμάτων. Τα ζητήματα παζαρεύονταν, σου δίνω τόσο, μου δίνεις όσο αναλογεί στις ψήφους και στην απήχηση σου. Μπορεί να είσαι δεξιός που βγήκες κραδαίνοντας αυστηρότητα απέναντι σε ανήλικους εγκληματίες ή σε παράνομους μετανάστες, αλλά για να σε στηρίξω θα υποχωρήσεις κάπως. Απίστευτο, αλλά να, στο σενάριο ο ξυνός ηθοποιός που παριστάνει τον αντίπαλο της πρωταγωνίστριας, δέχεται το παζάρεμα και συζητάει μαζί της. Πολύ συνδιαλλαγή αδερφάκι μου. Πολύ πάρε- δώσε. Για φαντάσου, ντροπής πράγματα αυτοί οι Δανοί. Και στα πορνό πρώτοι ήταν πάντα, τι περιμένεις;  
Ομολογώ ότι εξεπλάγην με την απήχηση που είχε το σήριαλ στο ελληνικό κοινό. Τόσος κόσμος να βλέπει ιστορίες διαπλοκής του Τύπου με την πολιτική ενός κόμματος μετριοπαθών; Θα πρέπει να σοκαρίστηκαν πολύ οι ψηφοφόροι κομμάτων που μόνο μετριοπαθή δεν είναι, που ποτέ δεν παζαρεύουν, δεν διαπραγματεύονται, δεν υποχωρούν. Αλλά εντάξει, έργο ήταν, κάτι σαν επιστημονική φαντασία. Ένας άλλος πλανήτης με πολλές ξανθές που δεν είναι χαζές και διάφορα παράξενα, με λίγα στοιχεία ανθρώπινης συμπεριφοράς να έχουν διατηρηθεί στο σενάριο, όπως καυγάδες ζευγαριών που χωρίζουν, ή ερωτικές ιστορίες που ξενερώνουν, για να μας ξεγελάσουν, ότι άνθρωποι είναι κι αυτοί σαν εμάς, και θα μπορούσε να συμβαίνει στον καθένα αυτό που συνέβαινε σε πρωθυπουργούς και βεντέτες της τηλεόρασης. 
Κρίμα να μη γυρίζουμε εδώ τέτοια σήριαλ, να εξάγουμε λίγη έλλειψη μετριοπάθειας προς βορρά, λίγο αδιαπραγμάτευτο απ' το τόσο που μας περισσεύει, που μας έχει βγει από τ' αυτιά, λίγο ανυποχώρητο, λίγο τσαμπουκά τέλος πάντων, και κόκκινες γραμμές, πολλές κόκκινες γραμμές. Κάπως πρέπει να κάνουμε ανταλλαγή αξιών οι δυο Δανίες.

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013

Οι μαντήλες των προσφύγων


Σήμερα είναι η Παγκόσμια ημέρα των προσφύγων, αφιερωμένη απο μένα σπέσιαλ στη Λεϊλά απο το Αφγανιστάν που κατάφερε να φύγει για τη Σουηδία. Για λίγους μήνες προσπαθούσε να μάθει ελληνικά, κι εγώ της έκανα μάθημα με βιβλίο Ινστιτούτου που προοριζόταν για αμερικάνους φοιτητές. "Θα πάρουμε ταξί για το Κολωνάκι" έλεγε το βιβλίο, κι εγώ ρωτούσα, "ξέρεις πού είναι το Κολωνάκι;" Είχαμε πλάκα. Ανοίγαμε ένα χάρτη στο τραπέζι και σκύβαμε επάνω, εκείνη και τα παιδάκια της, έχει και τρεις κόρες. Η πιο μικρή είναι πέντε, φέτος έξι, οι μεγαλύτερες, δίδυμες, εννιά, φέτος δέκα. Κοίταζα τα κεφαλάκια τους, τα μικρούτσικα χρωματιστά κοκκαλάκια που βάζαν στα μαλλιά τους, κι αναρωτιόμουν πόσο καιρό ακόμα θα τα είχαν έτσι εκτεθειμένα, πότε θα φορούσαν τη μαντήλα όπως η μαμά τους, και μήπως υπήρχε περίπτωση να μην τη φορέσουν καθόλου; Αντιπαθώ τη μαντήλα όσο δεν παίρνει, και προσπαθώ σκληρά για να μην το δείχνω.
Σκύβαμε λοιπόν στο χάρτη και τους έδειχνα πού είναι η Ομόνοια, όπου έμεναν, πού η Ακρόπολη, πού το Κολωνάκι. Στο χάρτη δεν υπάρχουν διαφορές, κι είναι καλό να μαθαίνει κανείς να διαβάζει χάρτες. Κατά τα άλλα γέμιζαν κι οι τέσσερις τους τετράδια επί τετραδίων με φρασούλες και λεξούλες, φιλότιμα, προσεχτικά, με όμορφα στρογγυλά γραμματάκια. Αναρωτιέμαι στην καινούργια τους ζωή, εκεί στη Σουηδία, αν θα θυμούνται ποτέ καμιά ελληνική λέξη.
Το μάθημα γινόταν στο σπίτι μου. Τις πρώτες φορές η μαντήλα δεν ξεσφίχτηκε, δεν μετακινήθηκε. Ύστερα, καθώς ζέσταινε ο καιρός, η Λεϊλά άρχισε να τη βγάζει, και τη φορούσε μόνο όταν έμπαινε άντρας στο δωμάτιο, της δικής μου οικογένειας άντρας δηλαδή. Κι ύστερα στο τέλος, όταν πια είχε καλοκαιριάσει, η μαντήλα δεν ξανάμπαινε στο κεφάλι μέχρι να φύγουν για το σπίτι, κι ας μπαινόβγαιναν τα αγόρια μου. Την πρώτη φορά έκανε μια κίνηση να σκεπάσει το κεφάλι της, ύστερα σα να το ξανασκέφτηκε, το άφησε ασκέπαστο. Το είδα σαν σεβασμό στη δική μας ιδιαιτερότητα κυρίως, των ανθρώπων που δεν καλύπτουν πια τα μαλλιά τους, γιατί κάποτε, οι γιαγιάδες μας, οι προγιαγιάδες μας σίγουρα τα κάλυπταν. Υπήρξαν παντού βαρύ σύμβολο θηλυκότητας τα μαλλιά των γυναικών, θηλυκότητας που εκτίθεται, που προστατεύεται, που ανήκει, και που κάποια στιγμή, στις δικές μας κοινωνίες, απελευθερώνεται και επιδεικνύεται δημοσίως. Εκείνη τη στιγμή που μετά από ένα δισταγμό άφησε ακάλυπτα τα μαλλιά της, κατάλαβα την αιδώ και την εξέλιξη της, την απόφασή της να στερηθεί αυτή την προστασία, να αλλάξει συνήθεια για το χατήρι μας, αλλά και για το πείραμα: θα ένιωθε κι αυτή κάτι σαν συγκίνηση ελευθερίας; Θα το χαιρόταν; Το ξεσκέπασμα των μαλλιών ήταν ένα βήμα αποφασιστικό προς το μέρος μας, μια μικρή δοκιμή, μια φιλική χειρονομία με δυο αποδέκτες, εμάς κι εκείνη την ίδια.
Δεν ξέρω βέβαια τι ένιωσε, δεν μπορούσαμε να συζητήσουμε πολλά πράγματα με τα φτωχά ελληνικά της. Καλή της ώρα εκεί που βρίσκεται. Στη Σουηδία υπάρχει μεγαλύτερη φροντίδα για τους πρόσφυγες.  Και περισσότερη ανοχή για τις μαντήλες, αν κι εγώ ελπίζω ότι θα αφήσει τα κορίτσια της ξεμαντήλωτα όταν μεγαλώσουν.
Το φετινό σχολικό έτος οι μαθήτριες μου, δυο έφηβες απο το Αφγανιστάν με παρόμοια πορεία, δεν έβγαλαν ποτέ τη μαντήλα τους. Αυτές τις συναντούσα σε χώρο δημόσιο, αλλά αμφιβάλλω αν θα την παραμέριζαν  έστω κι αν μέναμε ολομόναχες. Αδερφές, δεκαπέντε και δεκάξι χρόνων, μαθήτριες στο Διαπολισμικό σχολείο της γειτονιάς τους. Της Ομόνοιας βέβαια. Αυτή είναι η γειτονιά τους, ο φόβος και ο τρόμος των Ελλήνων, η αντιπάθεια μας.  Κι όμως εκεί μένουν παιδιά και έφηβοι, νέες και νέοι που πασχίζουν, ίσως μάταια, με το μολύβι και το τετράδιο, με τα βιβλία και τους δασκάλους, να μάθουν να γράφουν τη δύσκολη γλώσσα μας, μεταξύ άλλων που πασχίζουν. Πιασμένες αγκαζέ πήγαιναν κι έρχονταν οι δυο τους, κουβαλώντας κι αυτές τετράδια γεμάτα με τα στρογγυλά γραμματάκια που κάναμε  στο Δημοτικό, κάποτε παλιά. Φοράνε τη μαντήλα με μια κορδέλα που τη σφίγγει στο μέτωπο και δεν ξεφεύγει τρίχα.
Μεγάλωσαν κι αυτές σαν πρόσφυγες στο Ιράν. Δεν θυμούνται το χωριό τους, που το εγκατέλειψαν όταν έκαψαν οι Ταλιμπάν το σπίτι των παπούδων.  Είναι δεκαεννιά μήνες στην  Ελλάδα και περιμένουν πρόσκληση απο τον αδερφό τους, ο οποίος έχει πάει στη Γερμανία. Θα τα καταφέρουν πιστεύω, αλλά στο μεταξύ οι συνθήκες ζωής τους δυσκόλεψαν, μένουν με άλλες τρεις οικογένειες σε ένα διαμέρισμα. Δεν παραπονιούνται ποτέ, αλλά καταλαβαίνω ότι δυσκολεύονται πολύ. Ουσιαστικά θα πρέπει να ζουν απο τη βοήθεια διαφόρων οργανώσεων.  Έχουν κινητό, αλλά ποτέ μονάδες να μιλήσουν. Έχουν και προφίλ στο Facebook, αλλά μόνο μια φορά τη βδομάδα επισκέπτονται έναν φίλο με κομπιούτερ και Ίντερνετ. Στο προφίλ τους βάλανε μια φωτογραφία φανταστική, ένα κορίτσι διαστημικό με αστέρια γύρω απο τα μάτια και μεταλλικά μαλλιά. Με κάτι τέτοια θυμάμαι πως είναι παιδιά, κι ας φορούν αυτή τη φριχτή μαντήλα, ας έχουν αυτό το σοβαρό ύφος προσπαθώντας να διατηρήσουν την αξιοπρέπεια τους στο σκληρό αθηναϊκό περιβάλλον.
Μια μέρα με τη ζέστη φορούσαν μαντήλες μάλλινες, ίδρωνα μόνο να τις βλέπω. Την επόμενη φορά τους πήγα μερικά δικά μου ελαφρά, βαμβακερά και δροσερά μαντήλια. Ελπίζω να τους αρέσουν, να προτιμήσουν αυτά τα υφάσματα, τουλάχιστον το καλοκαίρι. Γι αυτές είναι η μόνη άμυνα τελικά, ένα είδος προστασίας. Ευχήθηκα να επιτρέψουν στο εαυτό τους να δροσιστεί λιγάκι.

Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

Στη χάρη του χρόνου


Στην πλατεία της παλιάς πόλης, στην Πράγα, μαζεύεται πλήθος κάθε φορά που είναι να χτυπήσει το ρολόι του παλιού Δημαρχείου. Έχει κάτι παραθυράκια που ανοίγουν και βλέπεις μέσα να περιστρέφονται ξύλινα αγαλματάκια, οι Απόστολοι και ο Χριστός, να στέκονται ένας- ένας και να χαιρετάνε σα μανεκέν, χαμογελώντας. Ο Χριστός κρατά και το σταυρό του αγκαλιά, αλλά περνά κι αυτός με τους άλλους. Ένας σκελετός που παριστάνει το θάνατο κουνιέται ταυτόχρονα υστερικά, ένας Ανατολίτης με τουρμπάνι δίπλα ζωντανεύει επίσης, παριστάνοντας τον εξωτερικό εχθρό, υποθέτω. Είναι ένα μεγάλο παιχνίδι δηλαδή, ακαταμάχητο ωστόσο. Στέκομαι με τον κόσμο και στραβολαιμιάζουμε επί πέντε λεπτά, κι όσο κι αν ο σνομπ εαυτός μου έχει φρίξει και μου λέει να φύγω, δεν το κουνάω ρούπι. Μα τι μανία είναι αυτή με τα μεσαιωνικά, από τις ιστορίες με ιππότες μέχρι τη λατρεία για κάθε γοτθικό οικοδόμημα, κάθε λιθόστρωτο δρομάκι παλιάς πόλης; Τόσο πολύ γοητεύει  η εποχή που πίστευαν οι άνθρωποι στις μάγισσες, περίμεναν τό τέλος του κόσμου, κοιμόντουσαν μόλις νύχτωνε, νόμιζαν πως η Γη είναι επίπεδη κι ένα σωρό άλλες σαχλαμάρες; Είναι τα μεγέθη των πόλεων που  συγκινούν, αυτές οι πεζοδρομημένες περιοχές που  βεβαιώνουν ότι δικαιούμαστε ανέμελους περιπάτους ή κάποια εξερευνητική αίσθηση, η περιέργεια για το παρελθόν που μπορεί να είναι και ενδοσκόπηση  στο βάθος;
Όσο η ώρα περνάει στριμώχνονται γύρω μου ζευγάρια από την Ισπανία, γκρουπ από την Ιαπωνία και την Κίνα, βιαστικοί Γάλλοι που θα ήθελαν κι αυτοί να σνομπάρουν και τους κακοφαίνεται που δεν το καταφέρνουν, οικογένειες με παιδιά, ήρεμες γιατί έχουν την καλύτερη δικαιολογία για την παιδικότητα τους.
Άνθρωποι που έχουν δει τα μάτια μας πολλά σε σινεμά, τηλεόραση, Ίντερνετ, που συνέχεια βλέπουμε πράγματα και θαύματα, κι όμως προσδοκούμε με λαχτάρα να θαυμάσουμε την επινόηση ενός μηχανικού του 15ου αιώνα με ξύλινες κούκλες και πορτούλες που ανοιγοκλείνουν. Είναι καθήκον του τουρίστα βεβαίως, η φιλομάθεια που  οι σοβαροί  υποτιμούν. Οι σοβαροί  αποφεύγουν τους τουρίστες, ιδίως όταν κάνουν οι ίδιοι τουρισμό. Αποφύγετε το τάδε μέρος, λένε οι τουριστικοί οδηγοί, είναι γεμάτο τουρίστες. Αλλά πώς να τους αποφύγεις, αφού πάντα πηγαίνουν στα μέρη που θέλουν όλοι να δουν;
Στη μέση της πλατείας ένα τεράστιο άγαλμα απο χαλκό ο μεταρρυθμιστής Γιαν Χους απέναντι απο τη μπαρόκ εκκλησία της Αντιμεταρρύθμισης, θυμίζει μια απο τις πολλές αιματηρές περιπέτειες της πόλης. Τον 15ο αιώνα σφάζονταν για το αν πρέπει να λαμβάνεις τη μετάληψη απο κύλικα ή από κάτι άλλο, κι ακόμα βλέπει κανείς το σήμα αυτό, τον κύλικα, σε διάφορα μέρη και μπορεί να νομίζει ότι βρήκε το άγιο δισκοπότηρο και να μπει κατευθείαν σε μια μεσαιωνική ιστορία, να γράψει μπεστ σέλερ. Νταν νταν, έφτασε η στιγμή, χτυπούν οι καμπάνες, ανοίγουν τα πορτάκια, ο χρόνος διαβαίνει, τα πάθη περνούν, και μόνο τα ρολόγια μένουν ίδια και χτυπάνε με το μετρημένο ρυθμό τους, από τότε που τα επινόησαν οι μηχανικοί του Μεσαίωνα. Προσκυνούμε τη χάρη τους λοιπόν, το έργο αυτό δεν ξεπεράστηκε ακόμα.

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

Οι αδιαλλαξίες δεν βοηθούν

Η βία παγιδεύει τους ανθρώπους στις δικές της συνήθειες. Ποιος υποχωρεί πρώτος; Αν υποχωρήσει ο Ερντογάν θα θεωρηθεί αδύναμος, αν υποχωρήσουν οι διαδηλωτές το ίδιο. Η εξέγερση που άρχισε για το πιο ειρηνικό πράγμα του κόσμου, ένα πάρκο μέσα στην πόλη, δυσκολεύεται να τελειώσει. Αυτό αρέσει σε όσους ονειρεύονται επαναστάσεις, δεν αρέσει σε όλους απολαμβάνουν την καθημεριν.η ζωή στις πόλεις.  Δεν γίνεται οι σεμνοί επαρχιώτες να γίνουν οπαδοί της ελευθεριότητας, ούτε όμως και οι αντίπαλοί τους να παραχωρήσουν τις πολύτιμες ελευθερίες τους. Οι αδιαλλαξίες δεν ωφέλησαν ποτέ τις πλατείες και τα πάρκα. 
Λένε πως ο Ερντογάν εκπροσωπεί τη δυναμική Ανατολή που ξεχειλίζει ασυγκράτητη προς πάσα κατεύθυνση. Φτιάχνει καινουργιες γέφυρες στον Βόσπορο, όταν το ερώτημα είναι αν θα περάσει απο τις παλιές η Δύση ανατολικά, ή το ανάποδο. Μα τι θα απογίνει τόση ορμή αν δεν μπορεί να βρεί ποτέ μπροστά της κάτι αληθινά φθαρμένο, να σταθεί και να κοιτάξει; Να, όπως στον Ιππόδρομο, όλα τα έργα τέχνης που είχε κουβαλήσει ο Κωνσταντίνος από τα πέρατα της αυτοκρατορίας και τα είχε στοιβάξει όπως  βάζουμε στο σύνθετο τα σουβενίρ των ταξιδιών μας. Τι ωραία και τακτικά, ο τρίποδας των Δελφών με τα φίδια του, ο οβελίσκος με τα ιερογλυφικά του, διάφορα παράξενα. Δεν είχαν ακόμα εκτιμήσει τα μενίρ των Γαλατών να κουβαλήσουν κι ένα τέτοιο. Πού να ήξεραν τι δόξα θα κέρδιζαν κάποτε οι βάρβαροι της Δύσης. 
Το κέντρο θυμίζει ακόμα την αυτοκρατορία, αυτό το πολιτικό σύστημα που τόσο πολύ ξεπεράστηκε ώστε μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα καλά του στοιχεία: το κυριότερο ήταν ότι ανεχόταν την πολυμορφία, μια ικανότητα πολύτιμη.
Η Πόλη είναι ευρωπαϊκή ακόμα και ως ανατολίτικη. Στο παλιό της κομμάτι πλήθη τουριστών αναγνωρίζουν τα σκηνικά Ιστορίας, μυθιστορημάτων, μύθων και δραμάτων μέσα σε ατμόσφαιρα παρακμής. Θυμίζει ότι υπήρξε πρωτεύουσα αυτοκρατορίας, σε μεγάλες ιστορικές περιόδους ανεχόταν την πολυμορφία. Όταν έπαψε να είναι πρωτεύουσα, αφέθηκε στο περιθώριο του εθνικού κράτους που θα δυσκολευόταν να την αφομοιώσει. Περιφερειακά πνίγεται απο τις ομοιόμορφες γειτονιές που ξεφυτρώνουν σε μια νύχτα, όμως το κέντρο δεν παραχωρεί την πολυτέλεια του παρελθόντος του.
Και τι θα γίνει λοιπόν; Ο Ορχάν Παμούκ δήλωσε ότι ανησυχεί για τη συνεχιζόμενη σύγκρουση. Αν μπορούσε να επινοήσει αυτός έναν τρόπο συμβιβασμού, θα τον άκουγαν οι δυο πλευρές; Είναι πραγματικό παιδί της πόλης, η οποία θα μπορούσε να γραφτεί και με κεφαλαίο σαν πρόταση συμβιβασμού ανάμεσα στο καταργημένο επισήμως Κωνσταντινούπολη και στο απαράδεκτο για την δική μας πολιτική ορθότητα Ισταμπούλ (αλήθεια, δεν άκουσα ποτέ κριτική για τη δική μας πολιτική ορθότητα που απαγορεύει να λέμε Μακεδονία την Π.Γ.Δ.Μ, Ισταμπούλ την Κωνσταντινούπολη, κλπ κλπ, μην τα πιάσουμε ένα- ένα, μόνο την  πολιτική ορθότητα των άλλων ειρωνευόμαστε)

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

Πρώτες ώρες στην Τσεχία

Για λίγα λεπτά όταν φτάνεις σε μια ξένη χώρα που δεν μιλάς τη γλώσσα, μπορεί και να σε πιάσει πανικός. Εμένα με πιάνει. Παραζαλισμένη όπως είμαι απο το ταξίδι με το αεροπλάνο, και βλέποντας παντού μόνο τσέχικες επιγραφές, αναρωτιέμαι, θα ξέρει κανείς αγγλικά; Θα καταφέρω να βρω τονκέντρο της πόλης; Να αγοράσω εισιτήρια, να καταλάβω πού πηγαίνειτο τραμ; Και δεν μπορώ να προσανατολιστώ. Περπατώ σε μια λεωφόρο με άχαρα κτίρια που έχουν επιβλητικές εισόδους, σοσιαλιστικής δόξας. Πού να πηγαίνω άραγε; 
Τα πιο απλά πράγματα προσφέρουν ικανοποίηση. Βρίσκω μηχάνημα και παίρνω λεφτά, αγοράζω εισιτήριο του τραμ και μπαίνω μέσα, κατεβαίνω σ' αυτό το επιβλητικό κεντρικό μέρος και αισθάνομαι πως έκανα μεγάλο κατόρθωμα. 

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

Σημαδεύοντας το χρόνο

Έψαξα λίγο, δεν τις βρήκα. Πού τις έχω καταχωνιάσει; Μπορεί να πέταξα τις ατζέντες μου; Να ήμουν τόσο επιπόλαιη; Λες και τα χρόνια θα ξανάρχονταν;
Διάβασα ότι πέθανε η Ελένη Παμπούκη, γι αυτό κι η βιαστική έρευνα. Με το θάνατο καταλαβαίνεις ότι ακόμα και σημειώσεις που δεν βγάζουν νόημα έχουν αξία. Συνθηματικές φράσεις δίπλα σε φωτογραφίες κυριών του περασμένου αιώνα που τόλμησαν πρώτες κάτι. Μερικές απλώς να αφήσουν τα μαλλιά τους ελεύθερα. Υπάρχει τουλάχιστον το βάρος των σελίδων για την κάθε μέρα που έχει περάσει. 
Η δουλειά που έκαναν οι εκδότριες εκείνων των ημερολογίων ήταν να αναδεικνύουν μέρες και γεγονότα, αποσπάσματα και φωτογραφίες συνδεδεμένα με τις γυναικείες διεκδικήσεις. Να βάζουν λέξεις σε φόβους, δισταγμούς, διλήμματα, σε γυναικεία ζητήματα. Σε γυναικεία μέλη του σώματος, σε γυναικείες συνήθειες. Ακούγονται πολύ μακρινά όλ' αυτά. Ο φεμινισμός στην Ελλάδα δεν είχε μαζικότητα. Η ειρωνία εναντίον του, αντίθετα, ήταν πολύ δημοφιλής. Ήταν επιβεβλημένο να απαρνούνται δημοσίως τον φεμινισμό όλες οι διάσημες γυναίκες σε κάθε τους εμφάνιση πριν πουν οτιδήποτε άλλο. Παρόλ' αυτά κέρδισε ήσυχα και χωρίς αντιδράσεις σημαντικά πράγματα, τη νομιμοποίηση των εκτρώσεων, την αλλαγή του Οικογενειακού δικαίου και όλων των διατάξεων σε όλους τους κώδικες που δεν αναγνώριζαν πλήρη ισότητα των δύο φύλων. Ήταν η εποχή τέτοια, ίσως καλύτερα να μην την πολυσκαλίζουμε και ξυπνάμε το τέρας, μη βγει κανας παπάς και θέλει να τα πάρουν όλα πίσω, να φέρουν ξανά την παλιά νομοθεσία παντού και τα προφυλακτικά να τα πουλάνε στα φαρμακεία με χαρτί γιατρού. 
Την εποχή που η Ελένη Παμπούκη έβγαζε την "ατζέντα των γυναικών" δεν υπήρχαν τέτοιοι φόβοι, ζούσαμε τη χαρά της ανακάλυψης και ανατροπής στερεοτύπων καθημερινά, εξού και χρειαζόταν απαραιτήτως ατζέντα. Δεν ξέραμε τότε, νομίζαμε ότι η πορεία είναι ευθύγραμμη και οι κατακτήσεις εξασφαλίζονται. Κι όμως. Όσο ξεκάθαροι ήταν οι νομοθετικοί στόχοι τόσο άγνωστες ήταν οι πτυχές των δυνατοτήτων που σου άνοιγε η αμφισβήτηση των στερεοτύπων. Ο φεμινισμός ερχόταν σαν ποτάμι με κύματα αντίθετων ρευμάτων. Υπήρχε η παλιά κλασική άποψη πως κάθε δραστηριότητα ήταν κατάλληλη για τις γυναίκες, υπήρχε και η νεότερη πως οι κλασικές γυναικείες δραστηριότητες ήταν πολύ πιο σημαντικές από όσο θεωρούσαμε ως τότε. Το γυναικείο κίνημα ήθελε να αναθεωρήσει το βλέμμα και την αξιοπρέπεια, όχι μόνο τους μισθούς. Υπήρχε και η συναρπαστική ουτοπία ότι ο κόσμος θα αλλάξει αν οι γυναίκες κατακτήσουν την αξιοπρέπεια τους. Εδώ που τα λέμε, δεν μπορείς κάτι τέτοιο να το αρνηθείς εντελώς ακόμα και σήμερα, που δεν κάνει να λέμε τη λέξη φεμινισμό, να μην ερεθίζουμε τους αγιατολλάδες. 
Ναι, το υλικό ήταν πλούσιο για καθημερινή καταγραφή, για καθημερινές ανακαλύψεις. Τυχερές που υπήρξαμε για λίγο σαν τον Κολόμβο, πλέοντας για χώρες δήθεν γνωστές κι ανακαλύπτοντας καινούργια νησιά στην πορεία. Μπερδεμένες εξίσου και θαμπωμένες. Αδέξιες και αποφασισμένες, την επόμενη στιγμή αναποφάσιστες. Καμιά φορά οι φράσεις περί δικαιωμάτων ακούγονταν βαρύγδουπες, έμοιαζαν αφιλόξενες, μπερδεύονταν στα πόδια μας και μας πεδίκλωναν, υπονόμευαν τις σχέσεις μας, τίναζαν στον αέρα τις σιγουριές μας.
Έχω δουλειά στην ταχτοποίηση των συρταριών απόψε.   

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...