Αφού δεν έφτασε το χιόνι στην Αθήνα, πήγαν οι Αθηναίοι στα χιόνια. Ανέβηκαν
στα ανύποπτα βουνά, τα λευκά βουνά, τα οργανωμένα. Εκεί όπου ανάμεσα στα έλατα
σκαρφαλώνουν τα λιφτ και κατρακυλούν σκιέρ εκπαιδευμένοι σε μυστικούς χρόνους.
(Μα, πότε και πού έμαθαν αυτοί οι τύποι να γλιστράνε έτσι;). Εκεί βασιλεύει το
αδιάβροχο και το ολόσωμο και το χρωματιστό, αλλά εμένα μ' αρέσει πιο πολύ να
κοιτώ τους απροετοίμαστους. Αυτούς που φαντάζονται ακόμα το χιόνι αθώο κι
απάτητο, πρωτογενές και καλόκαρδο, αυτούς που φτάνουν για πρώτη φορά, με τα
μάλλινα παλτά και τα καστόρινα μποτάκια τους. Και γλιστράνε και παγώνουν και
γελάνε και πέφτουν και μουσκεύουν κι αρρωσταίνουν με το που γυρίζουν στο σπίτι
τους. Χωρίς σκουφί, με γάντια που κρουσταλλιάζουν σε τρία λεπτά, προσπαθούν να
φτιάξουν χιονάνθρωπο στο καπό του αυτοκινήτου, με το χιόνι που συσσώρευσε το
γκρέιντερ στην άκρη του δρόμου. Δεν ξέρουν ότι το χιόνι είναι σκληρό, ότι
μπορεί να γίνει λάσπη, υγρασία, πέτρα που σκοντάφτεις πάνω της. Αγνοούν
εντελώς τη σκοτεινή του πλευρά. Εξ άλλου, για να τη μάθεις χρειάζεται
εκπαίδευση, έξοδα, θάρρος, γερή κράση και ξανά έξοδα. Πρέπει να δεχτείς να
ντυθείς με τις πανάκριβες στολές που θα σε κάνουν να μοιάζεις με όλους τους
υπόλοιπους, κι ύστερα να αντέξεις τον ανεφοδιασμό σε καταφύγια, με μουσική στη
διαπασών και ακατάδεχτους νεαρούς. Γι' αυτό προτιμώ να κοιτάζω αυτούς που
ακόμα ξεχωρίζουν, κάτι κορίτσια που έρχονται για πρώτη φορά και ξετρελαίνονται
από φόβο, ή κάτι γιαγιάδες που έζησαν μια ζωή στο διπλανό χωριό και
τουρτουρίζοντας στο τσεμπέρι τους κοιτάζουν κατάπληχτες τη νεολαία να διασκεδάζει.
https://www.tanea.gr/2001/12/31/opinions/analwsima-sta-xionia/
στα ανύποπτα βουνά, τα λευκά βουνά, τα οργανωμένα. Εκεί όπου ανάμεσα στα έλατα
σκαρφαλώνουν τα λιφτ και κατρακυλούν σκιέρ εκπαιδευμένοι σε μυστικούς χρόνους.
(Μα, πότε και πού έμαθαν αυτοί οι τύποι να γλιστράνε έτσι;). Εκεί βασιλεύει το
αδιάβροχο και το ολόσωμο και το χρωματιστό, αλλά εμένα μ' αρέσει πιο πολύ να
κοιτώ τους απροετοίμαστους. Αυτούς που φαντάζονται ακόμα το χιόνι αθώο κι
απάτητο, πρωτογενές και καλόκαρδο, αυτούς που φτάνουν για πρώτη φορά, με τα
μάλλινα παλτά και τα καστόρινα μποτάκια τους. Και γλιστράνε και παγώνουν και
γελάνε και πέφτουν και μουσκεύουν κι αρρωσταίνουν με το που γυρίζουν στο σπίτι
τους. Χωρίς σκουφί, με γάντια που κρουσταλλιάζουν σε τρία λεπτά, προσπαθούν να
φτιάξουν χιονάνθρωπο στο καπό του αυτοκινήτου, με το χιόνι που συσσώρευσε το
γκρέιντερ στην άκρη του δρόμου. Δεν ξέρουν ότι το χιόνι είναι σκληρό, ότι
μπορεί να γίνει λάσπη, υγρασία, πέτρα που σκοντάφτεις πάνω της. Αγνοούν
εντελώς τη σκοτεινή του πλευρά. Εξ άλλου, για να τη μάθεις χρειάζεται
εκπαίδευση, έξοδα, θάρρος, γερή κράση και ξανά έξοδα. Πρέπει να δεχτείς να
ντυθείς με τις πανάκριβες στολές που θα σε κάνουν να μοιάζεις με όλους τους
υπόλοιπους, κι ύστερα να αντέξεις τον ανεφοδιασμό σε καταφύγια, με μουσική στη
διαπασών και ακατάδεχτους νεαρούς. Γι' αυτό προτιμώ να κοιτάζω αυτούς που
ακόμα ξεχωρίζουν, κάτι κορίτσια που έρχονται για πρώτη φορά και ξετρελαίνονται
από φόβο, ή κάτι γιαγιάδες που έζησαν μια ζωή στο διπλανό χωριό και
τουρτουρίζοντας στο τσεμπέρι τους κοιτάζουν κατάπληχτες τη νεολαία να διασκεδάζει.
https://www.tanea.gr/2001/12/31/opinions/analwsima-sta-xionia/