Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Μουσικά ΚΤΕΛ Πελοποννήσου


Το λεωφορείο απο Πύργο ήταν μισογεμάτο. Είχα θέση μπροστά, πήρα βαθιά ανάσα. Δροσιά, άνεσις, ταχύτης, πλην όμως ο οδηγός άκουγε σκυλάδικα.
Μπορεί να είναι λάθος ορισμός. Να μην είναι σκυλάδικα, αλλά κάτι άλλο αυτά τα τραγούδια που δεν ήξερα, δεν αναγνώριζα τις φωνές, δεν μου θύμιζαν τίποτε, είχαν στίχους επιθετικούς και απελπισμένους, η δε μουσική τρυπούσε τ' αυτιά. 
Δεν είχα σκοπό να κοιμηθώ, ούτε να διαβάσω, όμως πώς θα άντεχα τέσσερεις ώρες αυτό τον ήχο; Κοίταξα τους άλλους επιβάτες, όλοι απαθείς. Μια γυναίκα είχε μαζί της ακουστικά, αυτή θα ήταν η λύση. Αλλά δεν είχα. Τι να κάνω; Να πάω να παρακαλέσω τον οδηγό να το χαμηλώσει; Κι αν θύμωνε, όπως εκείνος ο οδηγός σε αστικό λεωφορείο πριν λίγες μέρες, που τον ρώτησα για μια στάση, κι επειδή ζήτησα διευκρινήσεις με διαολόστειλε; 
Στην επόμενη στάση μια κοπέλα ανέβηκε και ήρθε δίπλα μου. Με ρώτησε αν ξέρω πόσες στάσεις θα κάναμε. Δεν ήξερα, της είπα, και τη ρώτησα κι εγώ αν την ενοχλεί η μουσική. Δεν μου απάντησε, σα να μην άκουσε καθόλου. Συμβαίνει συχνά, είναι νέος κώδικας νεοελληνικής ευγένειας, να ρωτάς κάτι και να μη σου απαντάνε καν. Αλλά πριν δευτερόλεπτα είχαμε ανταλλάξει δυο φράσεις κι ήταν κάπως παράξενο. Μήπως είναι άγραφος νόμος ο απόλυτος σεβασμός στη μουσική επιλογή του οδηγού στα ΚΤΕΛ και είχα εκτεθεί ως βλάσφημο στοιχείο; Λίγα λεπτά αργότερα μάζεψε την τσάντα της κι έφυγε για τα πίσω καθίσματα. Πωπώ, αρχίζει η απομόνωση, σκέφτηκα!
Ρίχνω μια ματιά προς τα πίσω, είχε άδειες θέσεις. Σηκώνομαι με τη σκέψη ότι πίσω θ' ακούγεται η μουσική λιγότερο, πάω, κάθομαι, και να που τα μεγάφωνα πάνω απο το κεφάλι μου τη μεταφέρουν κανονικά, να μη στερηθεί κανείς την πανδαισία. 
Κοντεύαμε στην Πάτρα όταν πέρασε εισπράκτορας. Ρωτάω πολύ ταπεινά και ευγενικά αν υπάρχει τεχνολογική πρόβλεψη (έτσι ακριβώς) να μην ακούγεται απο τα μεγάφωνα η μουσική. Βεβαίως, μου είπε, έπρεπε να το πείτε στον οδηγό!
Να το πω στον οδηγό; Έτσι εύκολο το έχεις; Νόμιζα πως με κοροϊδεύει μέχρι που πήγε μπροστά και πράγματι απομόνωσε τα μεγάφωνα. Την άκουγε μόνος του πια τη μουσική ο οδηγός. Δεν πίστευα στ' αυτιά μου. Τόσο απλό ήταν λοιπόν; Μα τόση ανασφάλεια έχω; Κοιτάζω τους άλλους γύρω, ευχαριστήθηκαν, δυσαρεστήθηκαν; Καμία αντίδραση. Συνεχίζουν να μένουν απαθείς. Αυτή η απάθεια είναι που με φίμωνε, αυτός ο παλιός κώδικας νεοελληνικής υποταγής σε κάτι που δεν σε αφορά, που δεν θα κρατήσει πολύ, γιατί να μπλέξεις; Κάνε το χαζό, βρες έναν τρόπο να μην ακούς, ένα τρυκ παροδικής κωφότητας. Κάπου αλλού είσαι αυτόνομος, κάνε υπομονή όσο κρατά η εξουσία του οδηγού, μη μιλάς. Μην ενοχλείτε τον οδηγό. Και μη συναγελάζεσαι με αυτούς που έχουν την τάση να εντοπίζουν προβλήματα. Διότι εμάς δεν μας νοιάζει. Σκασίλα μας. Εκεί που βρίσκουμε τόση φωνή και χαλάμε τον κόσμο για το δηλωμένο και ξεκάθαρο συμφέρον, εκεί καταπίνουμε τη γλώσσα μας για την ποιότητα της καθημερινής ζωής.
Αυτή την απάθεια, πόσες φορές την έχω ζηλέψει. Κι όμως έχω άδικο, κι είχαν όλοι άδικο οι απαθείς, διότι αρκούσε μια απλή διατύπωση για να εισακουστεί το αίτημα. 

Βουνό ή θάλασσα;


           
Στο δίλημμα βουνό ή θάλασσα η απάντηση βέβαια είναι Πήλιο. Τα έχει και τα δύο, αλλά βάζει ξανά το δίλημμα: να μένεις σε χωριό του βουνού, ή στις παραλίες; Να μπορείς να πηγαίνεις στη θάλασσα με τα ποδαράκια σου, ή να χρειάζεσαι αυτοκίνητο;
Για μένα το Πήλιο υπήρξε ανακάλυψη της ωριμότητας. Άκουγα γι αυτό, η μια γιαγιά είχε φύγει απο τη Δράκεια, ένα χωριό που βρίσκεται κάτω απ' τα Χάνια και πάνω απ' την Αγριά, αλλά δεν ξαναγύρισε ποτέ, και δεν την πρόλαβα αυτή τη γιαγιά να τ' ακούω τουλάχιστον από πρώτο χέρι. Για πολλά χρόνια οι δουλειές, οι πόλεμοι κι οι συμφορές κι οι δυσκολίες του ταξιδιού δεν άφηναν κανέναν στην οικογένεια να κάνει αυτή την αναζήτηση. Η μητέρα μου πρωτογνώρισε το χωριό της δικής της μητέρας στα σαράντα πέντε της χρόνια, τότε αξιώθηκε. Δεκαετία του 70, τότε που χαλάρωσαν λίγο οι άνθρωποι. Κατάφερε σιγά- σιγά ν' αγοράσει ένα μικρό σπιτάκι, να το φτιάξει. Κι άλλοι αθηναίοι αγόρασαν σπίτια, τα έφτιαξαν όλα κι είναι πολύ καλύτερα απο των ντόπιων. Αυτή την κατάσταση ζούμε σε όλα τα χωριά αλλά δεν το παραδεχόμαστε. Να έχουν οι παραθεριστές άψογα σπίτια για ένα μήνα το χρόνο, και των ντόπιων ακόμα να μην έχουν γίνει ισάξιά τους. 
Μερικοί αναστήλωσαν παλιά αρχοντικά, το χωριό είχε γκρεμιστεί απο τους σεισμούς και δεν είχαν απομείνει μεγάλα σπίτια. Πολύ ταλαιπωρημένο χωριό, στην Κατοχή οι Γερμανοί είχαν κάνει ομαδική εκτέλεση 120 αντρών για αντίποινα στο φόνο δυο δικών τους από αντάρτες. Δεν ορθοπόδησε απο την εκτέλεση αυτή κι απο το σεισμό του 55, δεν κατάφερε ν' ανοιχτεί στον τουρισμό. Ωστόσο η ζωή των ανθρώπων βελτιώθηκε αρκετά. 
Η ομορφιά της φύσης εδώ πάνω είναι κάτι το ασύλληπτο. Μόλις φτάνω στον κήπο μου, κάθε φορά μένω άναυδη, σα να μην τον έχω ξαναδεί, κι αρχίζω να τηλεφωνώ σε συγγενείς και φίλους, να τους αναγγείλω ότι γνώρισα τη γεύση του παραδείσου. Κάθε χρόνο τα ίδια κάνω. Αλλά οι ντόπιοι δεν ξέρουν τι θησαυρό έχουν στα χέρια τους, αφήνουν και καταστρέφονται πράγματα, συχνά καταστρέφουν οι ίδιοι ανεκτίμητα μνημεία, ή ξερωγώ  ο ΟΤΕ περνάει τα καλώδια απο το ένα χωριό στο άλλο και καταστρέφει με άνεση ένα μονοπάτι μοναδικής ομορφιάς, που πρόλαβα να το περπατήσω και δεν πιστεύω ότι άφησαν να ξεπατώσουν τα τρία ξύλινα γεφυράκια, το καλντερίμι κι όλο το μοναδικό εκείνο στενό πέρασμα. Αυτό είχε γίνει στη δεκαετία του '80 κι είχα πάει στον ΟΤΕ τότε να διαμαρτυρηθώ, όπου με ενημέρωσαν απαθείς ότι είχαν δώσει και κονδύλιο για αποκατάσταση μονοπατιών. Ποιος ξέρει τι απέγινε εκείνο το κονδύλιο.
Αυτή είναι η βρυσούλα στον κήπο μας και ο κορμός της φλαμουριάς που φτιάχνει σκιά με κλιματισμό 

Αλλά σκεφτείτε και τη λογική, 'καταστρέφω ένα μονοπάτι και βγάζω κονδύλιο για αποκατάσταση' Ποιος εργάτης του 1985 μπορούσε να κάνει τη δουλειά των μαστόρων και κοινοτήτων του 19ου αιώνα που κινούνταν από την ανάγκη για επικοινωνία και χρησιμοποιούσαν υποχρεωτικά όποια υλικά διέθεταν; 
Τέλος πάντων, τα έχω γράψει και ξαναγράψει αυτά, και με όλες τις αλλαγές το τοπίο παραμένει ασύγκριτο και συνεχίζω να μένω περιδεής κάθε φορά που φτάνω εδώ. Ακόμα και τη λειτουργία της εκκλησίας ακούω ευχαρίστως απο τα μεγάφωνα, γιατί αισθάνομαι την ανάγκη κι εγώ κάποιον να υμνήσω, να ευχαριστήσω το θεό για τη χάρη που με περιτριγυρίζει. Χαίρε και δόξα.  Θα μπορούσα να περνάω τη μέρα μου στην κήπο τα καλοκαίρια, ωστόσο παίρνω το αυτοκίνητο και κατεβαίνω στην Αγριά για ένα μπάνιο (η Αγριά απέκτησε καθαρή θάλασσα αφότου αγόρασαν Ιταλοί το εργοστάσιο τσιμέντων, το ούνα φάτσα -ούνα ράτσα είναι μύθος) Παλιότερα, πριν τους Ιταλούς, και με τα παιδιά μικρά, φτάναμε μέχρι την Άφησσο για καθαρά νερά και παιχνίδια. Σε μακρινότερες εξορμήσεις έχουμε πάει στις περισσότερες προσβάσιμες  παραλίες του Παγασητικού και του Αιγαίου. Λέω προσβάσιμες, γιατί είναι μερικές που ουσιαστικά και με διάφορα κόλπα είναι κλεισμένες, εκτός αν έχεις θάρρος αρκετό και όρεξη και βρεις κάποιο κρυφό δρομάκι και τις ανακαλύψεις. Τυπικά δεν μπορεί να σε διώξει κανείς, αλλά όσο νά' ναι είναι δυσάρεστο. Πάντως και χωρίς αυτες, οι ανοιχτές παραλίες είναι άπειρες, δεν προφταίνουμε να τις δοκιμάσουμε σε μια ζωή ολόκληρη. Μόνο που τώρα τελευταία, γερνώντας ίσως, βαραίνοντας, δεν ξέρω τι φταίει, προτιμούμε αυτό το διεκπεραιωτικό μπάνιο στην Αγριά κι ύστερα να μένουμε στον ονειρεμένο κήπο ατενίζοντας απο μακριά τη θάλασσα να εξαχνώνεται ανάμεσα στις γραμμές των βουνών. Είναι διαφορετικός ο αέρας εδώ πάνω, στα 600 μέτρα που βρίσκεται το χωριό, είναι πιο ελαφρύς, κάτι γίνεται  με την ανάβαση. Δεν μπορώ να το εκφράσω ακριβώς. Θα ήταν ωραία να μπορούσαμε να κολυμπάμε σε κάποια ορεινή λίμνη, στις γούρνες που κάνουν τα ρέματα, αλλά δεν έχω βρει καμιά κατάλληλη ακόμα κι ας λέει ο γείτονας ότι τις ήξερε μικρός, ή να πηγαίνουμε στη θάλασσα με μια μεγάλη τσουλήθρα και να επιστρέφουμε με τελεφερίκ. Γενικά το τελεφερίκ θα ήταν σωτήριο, όλοι αυτοί οι δρόμοι που ανοίγονται στο Πήλιο το απειλούν καθώς έχει μαλακά χώματα και συνεχώς κατολισθαίνει ολόκληρο. 
Φέτος παραπονιούνται οι κάτοικοι ότι δεν έχουν τουρισμό. Μούρχεται να τους ρωτήσω, πότε αποφασίσατε ότι ο τουρισμός σας ενδιαφέρει; Γιατί ως τώρα μόνο από πείσμα οι άνθρωποι το βρίσκουν και το αγαπάνε το χωριό, εσείς είστε άρχοντες, δεν τους χρειάζεστε! Για κοπιάστε να καθαρίστε τα ρέματα, αφήστε κανένα καλντερίμι χωρίς τσιμέντο, συμμαζέψτε λίγο τα σκουπίδια, τις λαμαρίνες, την τσαπατσουλιά, χαμογελάστε και καμιά φορά, τζάμπα είναι. Αλλά δεν λέω τίποτε απ' αυτά, είναι πολύ εύθικτοι οι άνθρωποι, δεν θα δέχονται μαθήματα απο την αθηναία, μπορεί να παρεξηγηθούν. Σκέφτομαι απλώς ότι αν ήμουν πλούσια θα ερχόμουν να ιδρύσω κάτι στο χωριό αυτό, να το σώσω απο την έλλειψη σεβασμού απέναντι στη φύση και στην ομορφιά του. Και ονειρεύομαι τελεφερίκ. Μην αρχίστε να μου λέτε ότι θα χαλάσει το περιβάλλον. Υπάρχουν ήδη οι στύλοι της ΔΕΗ, αν γίνονται υπόγεια τα καλώδια (θα το χρηματοδοτούσα αυτό ως εκατομμυριούχος) θα ήταν πολύ λιγότερα αυτά που θα φαίνονταν με το τελεφερίκ.

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013

Ο Ερωτόκριτος για παιδιά

Αφηγητής, με μουσικό φόντο κρητικής λύρας, ήταν ο Μάνος Κατράκης. Εκείνη η βαθιά φωνή ξεκινούσε να λέει για "του κύκλου τα γυρίσματα". Την Αρετούσα έπαιζε η Βέρα Ζαβιτσιάνου, τον Ερωτόκριτο ο Κώστας Καρράς. Ο Μαμαγκάκης είχε γράψει τη μουσική αφήνοντας το μέτρο, τον δεκαπεντασύλλαβο, να οδηγεί. Και πρωτίστως οδηγούσε στους γνωστούς παλιούς κρητικούς σκοπούς. Toυς είχε δώσει όμως νέα πνοή, καμιά σχέση με τη μονότονη συνοδεία λύρας που ακούγεται δύσκολα από τους αμύητους. 
Είχα πρωτακούσει το δίσκο στο σπίτι των μοντέρνων κι ενημερωμένων ξαδερφών μου, που τόσα πράγματα με μάθανε και πάντα τις ευγνωμονώ. Μου τον είχαν δανείσει, είχε μια παραμυθένια γοητεία. Τότε αντέγραφα τα λόγια των δίσκων που δεν μπορούσα ν' αγοράσω, όπως και μερικών βιβλίων. Είχα αντιγράψει ας πούμε σε τετράδια τον Ήλιο τον Πρώτο του Ελύτη, τον Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, και μερικά ακόμα. Ήταν πολύ ακριβά τα βιβλία ποίησης για το χαρτζηλίκι μας τότε. Αντέγραψα απο το βιβλιαράκι που περιείχε ο δίσκος τα μελοποιημένα αποσπάσματα του Ερωτόκριτου. Μάλιστα νόμιζα για χρόνια ότι ήταν ολόκληρο το ποίημα, εξεπλάγην  αργότερα όταν έμαθα ότι κανονικά έχει δέκα χιλιάδες στίχους!
Κάποια στιγμή κατάφερα να τον αγοράσω πάντως. Κι όταν απέκτησα παιδιά, τον είχα μαγνητοφωνήσει και τους έβαζα να τον ακούν για νανούρισμα. Αν και δεν καταλάβαιναν τις περισσότερες λέξεις, τους άρεσε πολύ. Ήταν πολύ μικρά και δοκίμαζα διάφορους ήχους, μουσικές, αφηγήσεις. 
Το αποτέλεσμα ήταν να μάθουν απέξω ολόκληρα κομμάτια απο το δίσκο. Στα τρία του χρόνια ο ένας απο τα δίδυμα ήξερε να σου τραγουδήσει- απαγγείλει τους ακαταλαβίστικους για κείνον στίχους, αντικαθιστώντας κατά βούληση κρητικούς ιδιωματισμούς με δικές του λεκτικές κατασκευές. Ήταν η ατραξιόν της οικογένειας, κάθε γνωστός και φίλος του ζητούσε να πει τον Ερωτόκριτο, κι αμέσως το μετάνιωνε, γιατί ο μικρός στηνόταν χωρίς ντροπές και δεν τον σταματούσες αν δεν θεωρούσε ότι είχε τελειώσει. 
Τη μέρα που διάβασα για το θάνατο του Νίκου Μαμαγκάκη, συναντήθηκα με το γιο μου που είναι τώρα 22 και τον ρώτησα αν θυμάται ακόμα τον Ερωτόκριτο. Άρχισε αμέσως να τον τραγουδάει. Αυτά που μαθαίνεις παιδί δεν ξεχνιούνται ποτέ. Κι ο Ερωτόκριτος είναι τόσο γοητευτικός. Δημοφιλέστερο έργο της κρητικής αναγέννησης, είναι ωστόσο μια μεσαιωνική περιπέτεια, με τους ιππότες και τα υπερφυσικά της όντα, τα βάσανα και τον τελικό θρίαμβο του έρωτα, τους εξιδανικευμένους ήρωες, τις παραμυθένιες χώρες.  Δεν είναι τυχαίο που κάποτε υπήρχαν Κρητικοί, καταπώς έχω ακούσει, που τον ήξεραν απέξω ολόκληρον, χωρίς περικοπές και συντομεύσεις. Κι ο Μαμαγκάκης σίγουρα θα τον άκουγε από παιδί μέχρι ν' αποφασίσει να τον πλησιάσει και να τον μεταφράσει, κατά κάποιο τρόπο, σε μουσική που μπορεί να ακουστεί και από μη μυημένους στην κρητική λύρα ακροατές. Ήταν σπουδαία ιδέα, σε μια εποχή που ακόμα δεν υπήρχε μεγάλη εκτίμηση για το έργο του Κορνάρου, δεν κυκλοφορούσε ευρέως το σχετικό δοκίμιο του Σεφέρη και γενικά θεωρούνταν ακόμα τέχνη για παρακατιανούς. Γι αυτή τη δουλειά του χρωστάω χάρη. Ομολογώ ότι δεν τον παρακολουθούσα με συνέπεια, τώρα διαβάζω στα βιογραφικά του πόσο πολλά έργα είχε συνθέσει, πόσα αγαπημένα τραγούδια ήταν δικά του, κι ότι παράλληλα έγραφε σοβαρή μουσική. Χαμηλών τόνων προφανώς, δεν παρίστανε τον αρχιερέα όπως άλλοι. 

Σουβενίρ της βασιλείας

Μόλις τέλειωσα το βιβλίο της Χίλαρυ Μάντελ Bring up the bodies, (κυκλοφόρησε και στα ελληνικά με τον τίτλο "Γεράκια") και νομίζω ότι καταλαβαίνω καλύτερα τους Βρετανούς και την τρέλα τους για το μωρό του δεύτερου διαδόχου. Το βιβλίο διηγείται την πτώση της Άννας Μπολέιν και την άνοδο της Τζέιν Σίμουρ στο θρόνο της βασιλικής συζύγου του Ερρίκου του 8ου, όλα μέσα από τα μάτια και τις κινήσεις του Τόμας Κρόμγουελ, δαιμόνιου συμβούλου που βρίσκει λύσεις για να ικανοποιήσει όλες τις επιθυμίες του βασιλιά, ισχυροποιώντας παράλληλα τη θέση του. Ο οποίος Ερρίκος ήθελε πρωτίστως να αποκτήσει αγόρι για διάδοχο, να εξασφαλίσει τη βασιλεία και τη δυναστεία του, το ένα δια του άλλου, αφού αν δεν έχεις διάδοχο εχθροί και  οπαδοί σε θεωρούν αδύναμο. Ο Ερρίκος πρώτα έδιωξε την Αικατερίνη, μητέρα πολλών παιδιών του που γεννιούνταν νεκρά ή πέθαιναν μωρά, αναστατώνοντας την Ευρώπη ολόκληρη και χωρίζοντας για πάντα τη χώρα του απο τον Καθολικισμό, κι ύστερα έστειλε στο δήμιο την Άννα μαζί με πέντε ευγενείς, τους υποτιθέμενους εραστές της, διότι ούτε αυτή κατάφερε να κάνει αγόρι. Τρόμαξε να δει γιο, και μόλις τον απέκτησε έχασε τη γυναίκα του, την τρίτη στη σειρά, οπότε ξανάρχισε τη δουλειά με τις παντριές, ακυρώσεις, αποκεφαλισμούς, και φτού κι απ' την αρχή. Ο οποίος γιος πέθανε νεώτατος κι αυτός, οπότε έγινε βασίλισσα τελικά η γνωστή Ελισάβετ. Τσάμπα πήγε η μανούλα της επειδή δεν γεννούσε αγόρια. 
Και κοίτα τώρα με πόση ευκολία γεννιούνται τ' αγόρια -διάδοχοι του αγγλικού θρόνου! Με την πρώτη η Κέιτ το κατάφερε, τώρα μάλιστα που κανείς δεν δίνει σημασία στο φύλο, τώρα που η βασίλισσα είναι γυναίκα. Και περιμένουν άλλοι δυο άντρες στη σειρά για διάδοχοι! Α ρε Ερρίκο, θα σηκώνεται σκόνη από τα κόκκαλά του καθώς θα προσπαθούν να τρίξουν εκεί στο υπόγειο της εκκλησίας που τα έχουν στριμώξει.
Εξασφαλισμένη λοιπόν για τρείς ακόμα γενιές η δυναστεία, αλλά τώρα κινδυνεύει να καταργηθεί από πλήξη, να την κόψουν για να κάνουν οικονομίες όπως κόβεις ένα ΤΕΙ, έτσι λένε τουλάχιστον οι σοφοί οικονομολόγοι, οι οποίοι δεν της αποδίδουν τα εύσημα, της βασιλείας, για τα πιάτα και τα κουκλάκια, τα πάσης φύσεως σουβενίρ που πουλιούνται σχετικά με κάθε συμβάν της βασιλικής οικογένειας και κάνουν ανυπολόγιστο τζίρο στο εμπόριο. Και πολλοί άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τι τους θέλουν οι Βρετανοί τους βασιλιάδες στην εποχή μας. 
Αν κι οι ίδιοι φαίνεται να την απολαμβάνουν, τρέχουν στις κηδείες και στους γάμους, συντηρούν μια μεγάλη βιομηχανία θεάματος γύρω απο τη ζωή τους. Ίσως μέσω των βασιλιάδων συνδέονται με την ιστορία τους, παρόλο που δεν έχουν καμία σχέση οι τωρινοί με τους παλιούς. Υπάρχει βέβαια κάτι κοινό, και στους περασμένους αιώνες παρήγαγαν θέαμα, τότε όμως το θέαμα ήταν συμβολικό τελετουργικό εξουσίας, τώρα είναι σκέτη γραφικότητα. Τότε ο Ερρίκος για το χατήρι της Άννας και την εμμονή του με τους γιους έκανε κάτι σαν εθνική επανάσταση, αποσπώντας τη χώρα του από την εξουσία του Πάπα. Ξεκίνησε μια νέα εποχή, όπου ναι μεν ο θεός προστατεύει το βασιλιά, αλλά μπορεί να το κάνει και αποκεντρωμένα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και σα να τράβηξε το νησί παράμερα, να εγκαινίασε αυτή τη δυσπιστία που διακρίνει τους Βρετανούς απέναντι στους υπόλοιπους Ευρωπαίους.
 Τώρα οι απόγονοι εκείνων των πανίσχυρων, και ωστόσο ανασφαλών ηγεμόνων, είναι μια οικογένεια που προσφέρει την καθημερινότητά της σε ένα είδος ταύτισης με τον καθένα,  κλεισμένη σε γυάλινο κλουβί, ζώντας σε διαρκές ριάλιτι όπως κάθε σελέμπριτυ του καιρού μας. Έχει τους αληθινούς μεσαιωνικούς της πύργους, τα ανάκτορά της, τους αρχαίους τίτλους της, και τους τελάληδες με τις πολύχρωμες μεσαιωνικές στολές τους, σαν  σήριαλ που συνεχίζεται, αλλά πια οι πρωταγωνιστές του υποχρεούνται  να ζουν μικροαστικά, κι αντί για δράματα να προσφέρουν σαπουνόπερες. 
Τώρα πια οι Βρετανοί βασιλιάδες δεν ανήκουν μόνο στη Βρετανία. Είναι σήμα κατατεθέν της χώρας σε όλο τον κόσμο, κάτι σαν το Μπιγκ Μπεν στο πιο πολύχρωμο. Ποιανής άλλης χώρας τους βασιλιάδες ξέρει όλος ο κόσμος; Όλοι οι άλλοι, οι άγνωστοι, μπορούν να ανησυχούν, όχι όμως και οι Βρετανοί. Δεν καταργείς τα αξιοθέατά σου στην εποχή του μαζικού τουρισμού, τα συντηρείς και τα προσέχεις. Απ' την άλλη, ίσως πρέπει να προσλάβουν κι αυτοί ένα σεναριογράφο να τους δώσει ιδέες, γιατί κηδείες, γάμοι, γεννητούρια και ξανά μανά, άντε και μερικά διαζύγια, έχουν μεγάλο ανταγωνισμό από τους αληθινούς αστέρες του αληθινού θεάματος.
Μάλλον με επηρέασε πολύ το βιβλίο, βλέπω τους σημερινούς Βρεταννούς βασιλιάδες σα να είναι οι ίδιοι σουβενίρ της βασιλείας τους.

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Βρέθηκαν οι ένοχοι;

Ακούω στο ραδιόφωνο ότι οι ένοχοι για τη Μαρφίν καταδικάστηκαν, αλλά πρέπει τώρα να βρεθούν οι ηθικοί αυτουργοί. Για δες, λέω, τους βρήκαν λοιπόν αυτούς που έβαλαν φωτιά στο κτίριο, τόσο καιρό μακριά απο την Αθήνα έχασα επεισόδια. Και ηθικούς αυτουργούς ποιους εννοεί άραγε η δημοσιογράφος που μιλάει αυτή τη στιγμή; Αυτούς που γράφουν υπέρ του αντάρτικου πόλεων, που εξάπτουν τα πάθη, που λένε "κάψτε τις τράπεζες"; Μα πού να τους βρεις αυτούς; 
Αλλά δεν είχα καταλάβει τίποτε. Αυτοί που καταδικάστηκαν είναι, ο υπεύθυνος ασφαλείας του κτιρίου και ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας. Επειδή δεν είχαν συστήματα ασφαλείας, έξοδο κινδύνου και τέτοια. Διάβασα και ρεπορτάζ εφημερίδας: "Έπεσε η αυλαία της δίκης για τη Μαρφίν" ήταν ο τίτλος, αλλά αυτό εννοούσε. Το διάβασα πολύ προσεχτικά, δεν είναι απλό να μπορείς να καταλάβεις την ουσία ενός τέτοιου ρεπορτάζ. Αλλά ίσως αυτη να είναι η ουσία αυτών που λέμε κι αυτών που γράφουμε, να καταλαβαίνει κανείς ό,τι θέλει κι ό,τι του αρέσει. 
Καταδικάστηκαν λοιπόν οι ένοχοι, και αναζητούνται οι ηθικοί αυτουργοί! Κι όλα είναι εντάξει και παρατάξει, αποδόθηκε δικαιοσύνη!
Θυμάμαι από την πρώτη μέρα, εκείνη τη μαύρη μέρα του Μάη του 2010, πολλοί έλεγαν, μα φταίει η Τράπεζα που δεν είχε έξοδο κινδύνου, που δεν είχε σύστημα ασφαλείας αρκετά καλό, να μπορεί να αντιμετωπίζει κάθε τέτοια συγκυρία, μια διαδήλωση που περνά και καίει τράπεζες στο διάβα της, ας πούμε. Τι πιο φυσικό, τι πιο καθημερινό; Δεν έχει δικαίωμα ο αγανακτισμένος διαδηλωτής να ρίξει μια μολότοφ βρε αδερφέ, να πάνε κάτω τα φαρμάκια; Οφείλουν όμως οι τράπεζες να πάρουν τα μέτρα τους. 
Και πού θα σταματήσουν τα μέτρα αυτά; Να είναι εξοπλισμένες οι τράπεζες σαν μπούνκερ, στην είσοδο να έχουν αντιπυρικά, να περνάμε ελέγχους με ακτίνες Χ πριν μπούμε, κλπ. Αλίμονο δα, από τέτοια συνηθίσαμε. Σε λίγο θα βγάζουμε τα παπούτσια μας, θα μας ψαχουλεύουν στις μασχάλες και θα μας περνάνε απο μαγνήτες που θα σφυρίζουν στα βραχιόλια που βροντούν. Τότε θα είναι εξασφαλισμένοι οι υπεύθυνοι ασφαλείας ότι δεν θα πάνε φυλακή αν κάποια μολότοφ ενός ηθικού αυτουργού (αυτό πάλι...) πέσει σε κανα μπαλκόνι και κάψει άφρονες εργαζόμενους σε μέρα αγανάκτησης. 
Δηλαδή, θα μου πείτε, δεν είναι σωστό να έχουν οι τράπεζες συστήματα ασφαλείας, δεν έπρεπε να καταδικαστούν οι υπεύθυνοι για την παράλειψη αυτή; Προσέξτε όμως, εδώ έχουμε ποινές για δέκα χρόνια στον έναν, πέντε στον άλλον. Δεν καταδικάζονται οι άνθρωποι για την παράλειψη, αλλά για το θάνατο των ανθρώπων. Δεν ήμουν στη δίκη, αλλά βλέπω να γίνεται μια μετατόπιση απ' αυτές που προκαλούν τη λογική. Την προκαλούν και την καθοδηγούν, γίνονται τρόπος σκέψης. Οι μολότοφ αρχίζουν να θεωρούνται κάτι σα φυσικό φαινόμενο. 
Κι αυτοί που πέταξαν τις βόμβες είναι ηθικοί αυτουργοί; Δηλαδή οι υπεύθυνοι ασφαλείας είναι οι φυσικοί αυτουργοί; Κράτα θεέ μου το μυαλό μας στη θέση του, γιατί έχει πάρει δρόμο..

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Η Φανή στην Κυψέλη

Ήξερα τη Φανή Ζιώζια από χρόνια, αν την έβλεπες δεν μπορούσες να την ξεχάσεις, με τη χαρακτηριστική λευκή τούφα στα μαλλιά που την ξεχώριζε και της έδινε έναν αέρα μοναδικό. Την έβλεπα σε φεμινιστικές ομάδες, την έβλεπα σε καλλιτεχνικές παρέες, ήθελα κάθε φορά να τη γνωρίσω περισσότερο, είχε κάτι που μαγνήτιζε. Όταν τελικά τη γνώρισα αρκετά καλά, έξι χρόνια πριν στην Αγορά της Κυψέλης, κατάλαβα ότι η γοητεία της βρισκόταν πέρα απο την έλξη που ασκούσε η εμφάνιση, στο κέφι που είχε για περιγραφή του κόσμου με γλαφυρότητα και χιούμορ ασύγκριτα. 
Τη χάσαμε τη Φανή ξαφνικά, αν και ξέραμε για τον καρκίνο εδώ και κάτι μήνες. Πιστεύαμε για καιρό πως θα το ξεπερνούσε, ήταν απο τους ιάσιμους, πώς έγινε και ξέφυγε αυτό το ύπουλο καβούρι και την τσάκισε ολόκληρη; Μέχρι και την άνοιξη που βγήκαμε βόλτα στη Φωκίωνος και έλεγε τα αστεία της και τις ιστορίες της απο τον ελληνικό κινηματογράφο; Ήταν μοντέζ, θα πρέπει το όνομά της να υπάρχει στα περισσότερα 'γράμματα' των ελληνικών ταινιών, επίσης ήταν ένα είδος θησαυρού ανεκδότων και περιγραφών στιγμών και ανθρώπων απο τα γυρίσματα και την καθημερινότητα των ανθρώπων και της δουλειάς του σινεμά, μια σειρά απο τόμους που αν γράφονταν θα μετέφεραν πολύτιμα ντοκουμέντα, θα γίνονταν υλικό μελέτης της κινηματογραφικής ιστορίας. Ανέκδοτα και ιστορίες της άρεσε να λέει, κι αυτό το κάνουν πολλοί που έχουν την τύχη να ζουν συμμετέχοντας σε δημιουργικές διαδικασίες, αλλά εκείνη είχε έναν τρόπο τόσο χαριτωμένο και ζωντανό, τόσο γενναιόδωρο απέναντι στους ανθρώπους, τόσο γεμάτο βαθύτερη κατανόηση που δεν τον συναντάς συχνά. Αυτό το ταλέντο δεν απαθανατίζεται, δεν περνάει σε έργα, είναι μια απόλαυση που την συναντάς κάποια στιγμή ανύποπτος, κι αν μπορείς την εκτιμάς και προσπαθείς κάπως να την αποθησαυρίσεις μέσα σου.
Ανεκτίμητη συντροφιά, αστείρευτη ενέργεια. Συνεργαστήκαμε εκεί στην Αγορά της Κυψέλης κάνοντας μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες, πόση χαρά μας έδωσε αυτή η δουλειά, κι ανάμεσα στ' άλλα η καλή -επιτέλους- γνωριμία μαζί της. Σκέφτομαι καμιά φορά ότι ωφεληθήκαμε πολύ περισσότερο απ' όσο ωφελήσαμε τους μετανάστες, ας το ομολογήσω εδώ μπροστά στη φριχτή είδηση του θανάτου της, υπήρξαμε τυχερές να γνωριστούμε, να βρούμε ανθρώπους που σκέφτονταν πέρα απο τα αντιδραστικά στερεότυπα, που δεν εθελοτυφλούν, που βρίσκουν κάτι πρακτικό, κάτι απλό κι όχι μόνο μεγαλόστομα ανθρωπιστικό να κάνουν απέναντι στην περιρέουσα σιωπή και αδράνεια. Ναι, υπήρξαμε τυχερές τελικά που δεν είχαμε μετακομίσει απο την Κυψέλη, που ζήσαμε αυτά τα έξι χρόνια τη δυνατότητα να ξεφύγουμε απο τα κουτάκια της αυτάρκειας, να μάθουμε όλ' αυτά που μάθαμε για τα ελληνικά και για τους ξένους, τέλος να γνωρίσουμε τη Φανή. Οι βραδιές που περάσαμε πίνοντας μια μπύρα μετά την ένταση και την προσπάθεια του μαθήματος, οι ιστορίες της, τα σχέδια μας, όλ' αυτά μας ξανάκαναν στα πενήντα μας και βάλε μικρά παιδιά ξανά. Έτσι σχεδιάσαμε και κάναμε ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, τέσσερις απο μας, αξέχαστο, και λέγαμε θα κάνουμε κι άλλα. Σχέδια μέχρι το τέλος. 
Δεν θα ξαναπεράσω ποτέ τη Φωκίωνος Νέγρη χωρίς να περιμένω να τη δω απο μια μεριά να υπόσχεται με το χαμόγελό της μια μοναδική ιστορία, αποκαλυπτική του ανθρώπινου χαρακτήρα, ένα μικρό προφορικό έργο τέχνης.



Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

To κάστρο με τα πολλά ονόματα

Παρόλη τη ζέστη συνεχίσαμε τον πολιτιστικό τουρισμό στην Πελοπόννησο πηγαίνοντας ξανά στο κάστρο Χλεμούτσι. Είναι κοντά στην εξ αγχιστείας πατρίδα μου και το παρακολουθώ εδώ και είκοσι χρόνια. Στην αρχή έβλεπα ένα ερείπιο χωρίς όνομα, μου πήρε καιρό να ταυτίσω τον γκρίζο όγκο με κάστρο, να του δώσω το όνομά του, μάλλον τα πολλά του ονόματα, γιατί λέγεται επίσης Καστέλ Τορνέζε και Κλερμόν και επι το ελληνικότερον και νεώτερον Κάστρο Κυλλήνης. Το κάθε όνομα έχει τη σημασία του. Σιγά- σιγά έβλεπα ξεπατωμένα παράθυρα να γεμίζουν και να ξαναγίνονται παράθυρα, οροφές να αποκαθίστανται, σωρούς απο πέτρες να ταχτοποιούνται, χώρους να καθαρίζονται, και τέλος, πρόπερσι, δυο αίθουσες να ανοίγουν με ευρήματα της περιοχής στο πρώτο και μοναδικό μουσείο Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα. Τώρα πια ξεχωρίζει σαν αυτό που είναι, μεγάλο, πέτρινο κάστρο σε περίοπτη θέση, που αναδείχθηκε μετά απο εξαιρετική δουλειά χρόνων και χρόνων. Α ναι, κάπου πήρε το μάτι μου λίγο αργότερα και ειρωνικά σχόλια, άκου μουσείο Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα! Αυτό μας έλειπε! Ως γνωστόν οι Έλληνες μετά που έγιναν κάπως Ρωμαίοι, αναλήφθηκαν στους ουρανούς με κάποιο διαστημόπλοιο, μαζί με τα άγια τους χώματα, και έμειναν εκεί μέχρι να αποφασίσουν να επανεμφανιστούν φορώντας φουστανέλα και ανεμίζοντας λάβαρα. 
Ωστόσο το κάστρο αυτό δεν το επισκέπτομαι μόνο εγώ που έτυχε να διαβάσω μικρή την πριγκιπέσα Ιζαμπώ του Τερζάκη και αναζητώ απεγνωσμένα τους ψιθύρους του Σγουρού και τις διαδρομές επ' 'ονου της κυράς της Άκοβας. Ήταν γεμάτο κόσμο,  κάστρο και μουσείο, κυρίως παιδιά σε εφηβική ηλικία, διότι, πώς να το κάνουμε, τα παιδιά μαγεύονται με τα κάστρα. Ο Ντίσνεϋ το ήξερε καλά και επειδή στην Αμερική δεν μπορούσε να βρει κανένα αληθινό έφτιαξε τη Ντίσνεϋλαντ, μια χώρα κάστρων όλων των ειδών. Είναι το είδος του κτίσματος, ή είναι η εποχή που ασκεί τόση γοητεία; Ο Μεσαίωνας, οι ιππότες, η φεουδαρχία, οι πριγκίπισσες; Ποιο στοιχείο έλκει περισσότερο; Μήπως τα παραμύθια που πάντα έχουν σκηνικό μεσαιωνικό δημιουργούν αυτή τη μαγεία; Πρώτα έρχονται αυτά και μετά το σκηνικό, ή το ανάποδο; 
Φαίνεται πως κάτι υπάρχει εκεί που έχει να κάνει με το σήμερα. Κάτι που επιζεί στα τραγούδια, στους θρύλους, στις τοπικές συνήθειες, στα παιδικά παιχνίδια, κάτι που συνδέεται ίσως και με το χαρακτήρα των ανθρώπων σε κάθε χώρα και επαρχία της Ευρώπης πολύ περισσότερο από όσο το DNA για παράδειγμα, το οποίο διαρκώς επικαλούνται τα τελευταία χρόνια οι σχολιογράφοι. Η Ελλάδα έχει αρνηθεί γενικά να αντικρίσει τον εαυτό της στην μεσαιωνική ιστορία, και δεν είναι τυχαίο που κανείς δεν διανοήθηκε να ειρωνευτεί, ας πούμε, το δεύτερο και περίλαμπρο αρχαιολογικό μουσείο που χτίστηκε στην Ήλιδα λίγο πριν ή λίγο μετά τους Ολυμπιακούς αγώνες, διότι για τους αρχαίους πάντα λίγα κάνουμε και μόνο αυτούς αναγνωρίζουμε ως προγόνους. Έστω και σαν περαστικούς να τους δεις πάντως, οι Φράγκοι άφησαν αν μη τι άλλο στην Πελοπόννησο σκηνικά παραμυθιών σε μεσογειακό περιβάλλον, όπου τα δυο τρία τελευταία χρόνια γίνονται και αναπαραστάσεις γκιόστρας προς μεγάλη χαρά των παιδιών. 
Ελπίζω οι σύγχρονοι καβαλλάρηδες να προσέχουν. Λεπτομέρειες για τη γκιόστρα ελληνιστί θα βρείτε στο Β του Ερωτόκριτου. 







Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

Τουρισμός επιπέδου

Λένε πως περιμένουμε τουρισμό το καλοκαίρι. Ελπίζω να είναι έτσι, αλλά στη Μεθώνη, στο μικρό ξενοδοχείο που μείναμε, ήμασταν οι μόνοι πελάτες, εμείς και κάποιος ακόμα που θα έμενε δυο μήνες για δουλειά. Υπήρχε διάχυτη ατμόσφαιρα δεκαετίας του 60, και με την καλή και με την κακή έννοια. Ας κρατήσουμε την καλή έννοια, τη γαλήνη της μικρής πόλης, κι ας ξεχάσουμε την πράσινη απο μούχλα μπαταρία του μπάνιου που μας έμεινε στα χέρια. Στην κορφή του Ταϋγέτου το επόμενο βράδυ, σε ένα καταπληκτικό τοπίο, ήμασταν οι μόνοι πελάτες αρχές Ιουλίου στο Τουριστικό περίπτερο. Μείναμε εκεί για να βρισκόμαστε κοντά στο Μυστρά, να προλάβουμε να τον δούμε πριν κλείσει, στις 3 το μεσημέρι. Καταφέραμε να φτάσουμε στην πύλη 9.30 το πρωί, και στις 3 που μας έβγαλαν έξω είχε χρειαστεί να κάνουμε τρεχάλα το τελευταίο κομμάτι. Καθώς φεύγαμε, έρχονταν άνθρωποι να τον επισκεφτούν, υποθέτοντας ότι μένει ανοιχτός ως τη δύση του ηλίου, όπως συνέβαινε κάποτε με τις υπαίθριες αρχαιότητες. Ντρεπόμουν να βλέπω την απογοήτευση τους. 
Όταν διαβάζω κριτικές για την 'ποιότητα του τουρισμού', ότι δεν προσελκύουμε τουρίστες επιπέδου, που σέβονται το περιβάλλον και ξοδεύουν λεφτά (αν και νομίζω κρίνουμε το επίπεδο απο τα λεφτά και μόνο) σκέφτομαι πως προσελκύουμε αυτούς που μας ταιριάζουν. Γιατί να έρθει ο τουρίστας 'επιπέδου' να βασανιστεί σε αρχαιολογικούς χώρους που τον διώχνουν μέσα στη ντάλα;
Ίσως έρθει τον Αύγουστο πολύς κόσμος, δεν ξέρω. Στην ταβέρνα που φάγαμε στη Μεθώνη μας έλεγαν ότι έχουν μικρή τουριστική περίοδο, μόνο τον Αύγουστο. Κι εκεί ήμασταν οι μόνοι πελάτες. Ο σερβιτόρος δεν παραπονιόταν στη συζήτηση, η αξιοπρέπεια του άξιζε περισσότερο κι απο τα ψάρια του. Τόσο όμορφο μέρος όμως, με τέτοιο μοναδικό συνδυασμό αρχιτεκτονικού και ιστορικού ενδιαφέροντας, με ωραία θάλασσα, με καλό και υγιεινό φαγητό, γιατί να έχει μόνο τον Αύγουστο τουρίστες; Τουλάχιστον εκεί το κάστρο μένει ανοιχτό ως τις εφτά το βράδυ. Είναι πιο εύκολο βέβαια, κάποιος ανοίγει την πύλη το πρωί και την κλείνει το απόγευμα. Μπορεί να το κάνει κι ο περιπτεράς της γωνίας εθελοντικά, σιγά τον κόπο. Δεν υπάρχει ψυχή να το φυλάει τις ώρες της μέρας. Στο site του υπουργείου διάβασα ότι έχει πρόσβαση για άτομα με ειδικές ανάγκες, πράγμα που δεν πρόσεξα, ομολογώ. Σίγουρα είναι επίπεδο, δεν έχει ανηφόρες όπως ο Μυστράς, πολύ πιο εύκολο να το γυρίσεις, και δεν πεθαίνεις απο τη ζέστη καθώς σε δροσίζει η θάλασσα, αλλά να εννοούν αυτό;
Στη Σκωτία πριν χρόνια είχαμε πάει σε ένα κάστρο δίπλα στη λίμνη Νες, το Λόχνες δηλαδή, το οποίο είχε μόνο έναν μισογκρεμισμένο πύργο που τον έβλεπες σε τρία λεπτά. Ύστερα έμπαινες δίπλα σε μια αίθουσα προβολών και παρακολουθούσες ντοκιμαντέρ για την ιστορία του. Τέλος χάζευες μια ώρα στο μαγαζί, και μπορούσες να πιεις καφέ στο καφενείο ατενίζοντας τη θέα. Κι όλ' αυτά στο πουθενά, όχι δίπλα σε χωριό. Οι εργαζόμενοι έρχονταν απο μακριά κάθε μέρα. 
Εκεί, στη Μεθώνη, αυτό το κάστρο θέλεις ώρες να το γυρίσεις, αλλά έχει μόνο τρεις επιγραφές απ' έξω για να διαβάσεις την ιστορία του, κι η μια έχει στραβώσει. Θα μου πείτε, ενετικό κάστρο είναι που το πήραν οι Οθωμανοί, με τη θεώρηση που είχαμε των πραγμάτων πάλι καλά που διατηρήθηκε. Μόνο τα τελευταία χρόνια προσέξαμε τα φράγκικα, τα βενετσιάνικα και τα οθωμανικά μνημεία, και μας πρόλαβε η κρίση πάνω που το δικό μας επίπεδο είχε αρχίσει ν' ανεβαίνει. 
Βέβαια οι δυσκολίες για να δεις έναν αρχαιολογικό χώρο θεωρούνται μέρος του επιπέδου, διότι οι αρχαιολόγοι φρίττουν αν τους πεις για καφενεία, σουβενιράδικα, αναπαραστάσεις και προβολές. Αν δεν ιδρώσεις και δεν κινδυνέψεις στα χαλάσματα δεν έκανες τίποτε. Αν δεν πάθεις μια ηλίαση στον πολιτιστικό τουρισμό, δεν θα θεωρηθείς άξιος επισκέπτης, δεν θα καταλάβεις το βαθύτερο νόημα του παρελθόντος. Αναψυκτήρια, μαγαζάκια, ευκολίες, κατεβάζουν το επίπεδο. Κάπως έτσι το βλέπουν το πράγμα. Ίσως όμως να είναι λιγότερο άτεγκτοι με ένα ενετικό κάστρο. Λέω τώρα εγώ.  

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Βγείτε από τον πύργο σας

Στο Μυστρά το εισιτήριο έχει πέντε ευρώ, και είναι δωρεάν για παιδιά, φοιτητές, δημοσιογράφους, ηλικιωμένους κι ένα σωρό ακόμα κατηγορίες. Βέβαια δεν ενδείκνυται να σκαρφαλώνουν μέσα στο λιοπύρι ηλικιωμένοι στο απότομο βουνό που διάλεξε ο Βιλαρδουίνος για το κάστρο του. Πόσο μάλλον που κλείνει στις τρεις το μεσημέρι, όπως και όλοι οι αρχαιολογικοί χώροι, ενώ αν έμενε ανοιχτός ως τη δύση του ηλίου θα μπορούσε να προσελκύει και λιγότερο νέους και ρωμαλέους επισκέπτες.
Ανέβηκα δεύτερη φορά στη ζωή μου ως την κορυφή του, και συστηνω θερμά να τον επισκέπτεται κανείς από το φθινόπωρο ως την άνοιξη. Σοφοί ήταν στο  σχολείο που μας είχαν πάει εκεί Νοέμβριο μήνα, κι είχαμε θαυμάσει τη βλάστηση της Πελοποννήσου σε αποχρώσεις του κόκκινου και του κίτρινου. Τότε σκαρφαλώναμε σαν αγριοκάτσικα και ποζάραμε στα άδεια παράθυρα του ανακτόρου του Παλαιολόγου. Τώρα, μερικές δεκαετίες μετά, κατάλαβα γιατί δεν μας προλάβαιναν οι καθηγητές. Το δε ανάκτορο του Παλαιολόγου ανακαινίζεται κι ήταν μεγάλη ανακούφιση για τα πρησμένα πόδια μου ότι δεν μπορούσα να το επισκεφτώ. 
Ο τίτλος μου σήμερα είναι παραπλανητικός, βγείτε απο τον νοερό πύργο σας, τα αδιέξοδα και την περιρέουσα απελπισία, εξερευνώντας αληθινούς πύργους, όχι μόνο στην Πελοπόννησο όπου πήγα εγώ, αλλά σε όλη την Ελλάδα, αυτό θέλω να προτείνω. Τα μεσαιωνικά κάστρα σε νησιά, βουνά και παραλίες, είναι κάτι σαν ανεξερεύνητη ήπειρος, γιατί η σχολική ιστορία, προσπαθώντας να στήσει ένα νήμα συναισθηματικής προσέγγισης διαπερνάει αιώνες και ενδιαφέρουσες καταστάσεις αφήνοντας πίσω της ωραία και σχεδόν ανώνυμα ερείπια. Ο Μυστράς εξαιρείται διότι θεωρείται ελληνικός, αλλά κάνοντας καλοκαιρινό τουρισμό είναι πιο λογικό να επισκεφτεί κανείς το κάστρο της Μεθώνης, ας πούμε, που είναι επίπεδο, ζήτημα αν ανεβοκατεβαίνεις δυο -τρία σκαλιά μαζεμένα, κι όπως βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα το δροσίζει τ' αεράκι. Βενετοί, Τούρκοι, Αιγύπτιοι, Γάλλοι και Έλληνες υπήρξαν κατά καιρούς οι κυρίαρχοί του, και τα ίχνη τους βρίσκονται εύκολα με μια βόλτα και λίγο χάζεμα στους οδηγούς. Εκκλησία, τζαμί, λέων του Αγίου Μάρκου, γοτθικές κολόνες, μαυριτανικές πύλες, πυραμιδοειδείς σκεπές. Πολύ αίμα χύθηκε κάποτε στις πέτρες αυτές, αλλά και πολύ περισσότερο νερό χρησιμοποιήθηκε στα χαμάμ που στέκουν ακόμα έρημα μέσα στα ισοπεδωμένα χαλάσματα, για να ευπρεπιστεί η καθημερινή ζωή που κάπως θα πρόλαβε να λάβει χώρα στη χαμένη πλέον πόλη. Εισιτήριο δεν υπάρχει εκεί, απλώς η πύλη ανοίγει το πρωί. Η πόλη είναι σχεδιασμένη από τους Γάλλους που έδιωξαν τους Αιγύπτιους του Ιμπραήμ και παρέδωσαν στους Έλληνες το κάστρο, με μικρές πλατείες και τα απλά σπιτάκια της Πελοποννήσου που μπορείς να τα πεις και νεοκλασικά.
Έτσι λοιπόν οι Βενετσιάνοι έφτιαχναν κάστρα κοντά στη θάλασσα, σταθμούς εμπορίου στην ουσία, οι δε Φράγκοι προτιμούσαν τα βουνά για να επιβλέπουν την αγροτική ζωή στην πεδιάδα, πράγμα που έκανε κι ο Παλαιολόγος μετά που πήρε το Μυστρά ως αντάλλαγμα για ν' αφήσει ελεύθερο τον Βιλαρδουίνο. Τα υπόλοιπα, σχέσης παραγωγής, σχέσεις ζωής και εξουσίας, παρακολούθηση και τιμωρία, θα τα βρείτε  μόνοι σας ταξιδεύοντας στη μεσαιωνική Πελοπόννησο. Λίγη έρευνα στην εποχή της φεουδαρχίας μπορεί να μας γλιτώσει από επανάληψη φεουδαρχικών καταστάσεων, που τις βλέπεις καμιά φορά να ανασταίνονται έστω και σε συμβολικό επίπεδο.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

Πώς να σε θυμάμαι, Νίκο Ναουμίδη

Πέθανε ο Νίκος Ναουμίδης, στα 63 του από ανακοπή καρδιάς, διαβάζω. Στις φωτογραφίες μέσω Ίντερνετ βλέπω ένα πρόσωπο που μου θυμίζει το Νίκο μόνο στο σχήμα. Στα ζυγωματικά πιο πολύ. Τι σοβαρός που είχες γίνει Νίκο! Αν σ' έβλεπα δεν θα σε γνώριζα, τόσο άλλαξε το ύφος σου, ενώ προφανώς δεν είχες παχύνει, δεν είχες βαρύνει. Μου έρχεσαι στο μυαλό νέος λυγερός όπως ήσουν τότε που κάναμε παρέα στη Θεσσαλονίκη, και τότε που παίζαμε στη Φαύστα του Μποστ το ζευγάρι Ιατρού, στη μόνη της ζωής μου επαγγελματική θεατρική εμπειρία. Εκείνοι οι μήνες, από το Πάσχα ως το Σεπτέμβρη της επόμενης χρονιάς, που γυρίζαμε την Ελλάδα με το Θεατρικό εργαστήρι, ήταν από τους ωραιότερους της ζωής μου. 
Ακούω τη φωνή σου, λίγο θαμπή, λίγο βραχνή, καθώς περπατάμε. Ανεβήκαμε σοκάκια της Κέρκυρας, εξερευνήσαμε παρασκήνια στο θέατρο της Λάρισας, τριγυρίσαμε με τη ντουντούκα να διαφημίσουμε το μετέπειτα πολυπαιγμένο έργο του Μποστ, αλλά τότε αρκετά άγνωστο ακόμα. Σε ποιες πόλεις είχαμε πάει, ξέχασα πια, τι γίνανε αυτές οι πολύτιμες αναμνήσεις; Στο πούλμαν ήμασταν σαν άταχτα παιδιά ανάμεσα στους πιο σοβαρούς ηθοποιούς του θιάσου, εγώ τελειόφοιτη της Νομικής κι εσύ που με περνούσες μόνο τρία χρόνια. Ο πιο μικρός από τους αληθινούς ηθοποιούς εκεί, και φαινόσουν ο πιο εύθραυστος. Εχω δυο φωτογραφίες μόνο, μία έγχρωμη που τρώμε σε μια ταβέρνα στην Κέρκυρα όλοι μαζί, και μια ασπρόμαυρη μεγάλη της παράστασης, από αυτές που κολλούσαμε στη βιτρίνα των θεάτρων, τη μόνη που εμφανιζόμαστε οι δυο, είχαμε μικρό ρόλο. Την είχα φυλάξει για σουβενίρ, γεμάτη κόλλες απο τη χρήση στην περιοδεία εκείνη. Θα ψάξω να τις βρω όταν γυρίσω στην Αθήνα, να τις σκανάρω, πρέπει να απαντήσω στις πρόσφατες φωτογραφίες σου που είδα δημοσιευμένες, να σε θυμηθώ όπως σε είχα γνωρίσει. 
Ταξιδεύαμε με ένα νοικιασμένο πούλμαν, τα σκηνικά φορτωμένα στη σκεπή. Τι πλάκα γινόταν, η ταλαιπωρία δεν μας άγγιζε, ούτε η απογοήτευση για τα λεφτά που δεν έβγαιναν. Στο θίασο ήταν η Σοφία Φιλιππίδου, η Ελένη Γερασιμίδου, ο Χρήστος Στέργιογλου, μεταξύ άλλων ηθοποιών εξίσου σημαντικών που απλώς δεν έκαναν καριέρα στην Αθήνα, του Κώστα Γακίδη, της Λιάνας Οικονόμου, του Φούλη Μπουντούρογλου. Ήταν η Ρούλα Πατεράκη, ξανθιά και χυμώδης τότε, έπαιζε τη Φαύστα. Ο άντρας της ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος,  μετέπειτα Γιάννης Πάνου ως συγγραφέας,  ήταν μαζί κι αυτός. Ψηλός, τεράστιος με το μεγάλο του μέτωπο και τη γκρίζα χαίτη να τον στεφανώνει. Τι γοητευτικοί κι οι δυο τους, και τι τυχερή ήμουν που μπορούσα να χάσκω κοντά σε όλους χωρίς εγωισμούς,  ως νεώτερη και προσήλυτη. Τόσο νέοι όλοι τους τότε, και μου φαίνονταν μεγάλοι. Έτρεχα μετά χαράς να προλάβω επιθυμίες κι επικοινωνίες, έφτιαχνα χαμομήλια με μέλι να μαλακώσουν οι ταλαιπωρημένες φωνές τους, έπαιρνα τη ντουντούκα, ακούραστη έκανα τη διαφήμιση στους δρόμους, ταλαντούχα ντελάλης.
Ο χρόνος εκείνη την εποχή ήταν σαν απαλό κυματάκι, δεν έτρεχε, δεν πίεζε, νανούριζε τρυφερά κι υποσχόταν τα πάντα, καθησύχαζε. Απατηλή απαλότητα βεβαίως, διότι ενώ εμείς ονειρευόμασταν και σχεδιάζαμε, εκείνος περνούσε ορμητικός, και να τώρα να έχουν διαβεί τόσα χρόνια, να έχουμε χαθεί Νίκο μου, και να μη μπορώ να σε ξαναδώ ποτέ, και να μην έχουμε βρεθεί τόσο καιρό να γελάσουμε λίγο. Γελούσαμε μαζί πολύ, λέγαμε ανάλαφρα πράγματα που αποδυνάμωναν ό,τι μας φόβιζε, και τα ξεχνούσαμε αυτομάτως, έχοντας στο μεταξύ απελευθερωθεί. Βολτάραμε πολύ στη Θεσσαλονίκη και στις άλλες πόλεις. Κουβεντιάσαμε και φιλοσοφήσαμε. Θέλω να σε θυμάμαι ωστόσο στα παρασκήνια. Να στεκόμαστε οι δυο μας σε μια ακρούλα κι απο την κουρτίνα να κρυφοκοιτάμε τους άλλους που παίζουν, να μη μιλάμε και σιωπηλά να συνενοούμαστε, πριν ακόμα κάνουμε τη μικρή μας εμφάνιση, πριν αναμετρηθούμε όπως ο καθένας μπορούσε, με τα φώτα της τέχνης. 

Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

Υλικό για παραμύθια

Mια ζωή σαν παραμύθι, διάβασα κάπου για τον Γιάννη Αντετοκούντο. Παραμυθένιο μπορεί να πει το τέλος κανείς, το αίσιο τέλος. Το φτωχόπαιδο χάρις στο ταλέντο του ξεφεύγει απο τη φτώχεια, τραβάει έξω και τους γονείς του, ακριβώς όπως στα παραμύθια, ειδικά όσα θυμούνται και τους ανιόντες. Συνήθως ξεχνιούνται αυτοί, καθώς το παλικάρι νικάει τους δράκους με τη βοήθεια λίγων φίλων, παντρεύεται τη βασιλοπούλα και γίνεται βασιλιάς. 
Κατά τα άλλα, παραμυθένιες ζωές σαν του Γιάννη μέχρι τα δεκαοχτώ του έχει πολλές τριγύρω. Υλικό παραμυθιού κυκλοφορεί διακριτικά στη μικροαστική καθημερινότητα, με πλαστικές σάκκες και φούτερ σε χαρούμενα χρώματα. Δεν έχει η φτώχεια την όψη που είχε, άδικα παιδεύονται φωτογράφοι και παραμυθάδες να την διακρίνουν στα στενά της πόλης και στα τσιμέντα των σχολικών αυλών. Χιλιάδες φτωχόπαιδα κυκλοφορούν διακριτικά ανάμεσά μας, με εξασφαλισμένο το προνόμιο για το οποίο είχε μιλήσει ο Ρομπέρτο Μπενίνι όταν παρέλαβε το ΄Οσκαρ "Ευχαριστώ τους γονείς μου που με γέννησαν φτωχό!" Το θυμάστε; 
Μερικές φορές ξεχωρίζουν από το χρώμα του δέρματος τα φτωχόπαιδα στην Ελλάδα σήμερα είναι συνήθως παιδιά μεταναστών. Οι προλετάριοι στην Ελλάδα σήμερα είναι συνήθως μετανάστες. Δεν αρκεί η -διακριτική- φτώχεια τους, έχουν και το κυνηγητό του ελληνικού κράτους, με το οποίο οφείλουν να συμβιβάζονται και να συμβιώνουν από τα παιδικά τους χρόνια. Ποιος ηθοποιός, ποιος καλλιτέχνης θα μπορέσει να αποτιμήσει στα μέρη μας κάποια στιγμή το βάρος και την ειδική πίεση αυτού του προνομίου; Ποιος θα μπορέσει να πει στο μέλλον, παραλαμβάνοντας κάτι σαν ΄Οσκαρ, "Ευχαριστώ τους γονείς μου που με γέννησαν φτωχό, και το ελληνικό κράτος που δεν αναγνώριζε την ύπαρξή μου"; 
Ισως να είναι η μελλοντική φιλόσοφος

Ίσως να γίνει το θαύμα βέβαια. Να βρίσκεται κιόλας ανάμεσα στα παιδιά που ετοιμάζονται να περάσουν καλοκαίρι στην Αθήνα, παίζοντας στα στενά πεζοδρόμια, κλεισμένα στα στενά διαμερίσματα, να μεγαλώνει ήδη ένας αυριανός τενόρος, ένας σταρ του ποδοσφαίρου, μια ακοντίστρια, η μελλοντική νικήτρια του "Ελλάδα έχεις ταλέντο" ή μια φιλόσοφος της ύπαρξης που θα φέρει επανάσταση στη σκέψη και γιατρειά σε όλα τα βαριά υπαρξιακά προβλήματα του κόσμου, ακριβώς επειδή επιβειώνει σε μια πόλη που δεν τη βλέπει, δεν καταλαβαίνει ότι υπάρχει, κι ας σκουντουφλάει επάνω της κάθε μέρα. Βιώνει την υλική κατάσταση λανθάνουσας φτώχειας προσπαθώντας να εμφανίζεται αξιοπρεπώς σε μια κοινωνία που συνεχώς επικαλείται τη φτώχεια της, αλλά αρνείται να δει τους φτωχούς της. Παλεύει να γλιτώσει απο τη φτώχεια σε μια χώρα που παριστάνει ότι σέβεται υπερβολικά τη φτώχεια, αλλά αυτόν που τη διαθέτει τον περιφρονεί. Γενικώς κινδυνεύει πολύ περισσότερο να τρελαθεί από το να γίνει φιλόσοφος, αλλά μπορεί μέσα στις χιλιάδες που ταλαιπωρούνται να υπάρξει και η φιλοσοφική πιθανότητα. Ποιος ξέρει; 
Μας λείπει πολύ αυτή η φιλόσοφος, λείπει  στους πολίτες του ελληνικού κράτους που την κυνηγά εκ γεννετής, λείπει σε όσους αντιμετωπίζουν μαζί της υπαρξιακά προβλήματα, λείπει στους φτωχούς και λείπει και στους πλούσιους, λείπει στους ευρωπαίους που δεν ξέρουν γιατί είναι ευρωπαίοι, στους έλληνες που δεν ξέρουν γιατί δεν είναι ευρωπαίοι, λείπει σε όλους μας. Κι όσο σκέφτομαι ότι θα περάσει το καλοκαίρι στην Αθήνα, στα βρωμερά πεζοδρόμια και στα στενά διαμερίσματα, τη στιγμή που τόσα εξοχικά στενάζουν από έλλειψη φιλοσοφίας...

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...