|
Νύχτα στη Σμύρνη |
Από το Books' Journal Ιουνίου 2012
Ταξιδεύοντας πρόπερσι
στη Σμύρνη είχα μαζί μου το βιβλίο του John Freely, The Western shores of Turkey το οποίο περιέγραφε το
δικό του ταξίδι στην ίδια πόλη τρεις δεκαετίες πριν. Εξερευνώντας την εβραϊκή
γειτονιά της πόλης είχε ανακαλύψει μια ομάδα εναπομεινάντων πιστών του Σαμπεθάι
Ζέβι συγκεντρωμένους στο σπίτι που γεννήθηκε να προσκυνούν κάτι που θεωρούσαν
την κούνια του. Βλέποντας τους είχε προσπαθήσει
να φανταστεί την ημέρα του 1665 που ο Ζεβι είχε αναγγείλει στα πλήθη ότι ήταν ο
Μεσσίας. Η σκηνή ήταν υποβλητική, ο Φρίλι έχει γράψει ένα βιβλίο και για τον
ίδιο τον Σαμπεθάι Ζέβι, έναν από τους ‘ψευδομεσσίες’ όπως ονομάζονται, ο οποίος
έδρασε και σε χώρους της σημερινής Ελλάδας και είχε σημαντική κοινότητα πιστών
στη Θεσσαλονίκη μεταξύ άλλων, κοινότητα που τον ακολούθησε ακόμα κι όταν
αλλαξοπίστησε. Η ιστορία του είναι συναρπαστική, παρακολουθεί και σχεδιάζει
ολόκληρο τον αιώνα του σε Ανατολή αλλά και στη Δύση, κι είναι κρίμα που
αποφεύγουμε να μάθουμε γι αυτόν περισσότερα εδώ στην Ελλάδα. Το τζαμί των
Ντονμέδων ή Μαμίν στη Θεσσαλονίκη, χτισμένο το 19ο αιώνα σε ύφος
νεοκλασσικό, το Γενί Τζαμί όπως το λένε,
χρημάτισε και Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης. Τώρα πια είναι απλώς ένας χώρος
εκθέσεων που ανήκει στο Δήμο και δεν έχει κανέναν οδηγό, καμία επιγραφή ή
ταμπελίτσα που να εξηγεί την ιστορία του αρχηγού του δόγματος και της
κοινότητας, η οποία ανταλλάχθηκε το ’22 και κατέληξε στην Κωνσταντινούπολη.
Τους αιώνες
εκείνους υπήρχαν αρκετοί εβραίοι που ανήγγειλαν τον εαυτό τους ως Μεσσία στις
εβραϊκές κοινότητες της Ευρώπης, οι οποίες ταλαιπωρούνταν πάρα πολύ από διώξεις
και πογκρόμ και χρειάζονταν τον σωτήρα που υπόσχεται η θρησκεία τους. Ο πιο
επιτυχημένος ήταν αυτός, ο σμυρνιός Σαμπεθάι Ζέβι, ο οποίος ανήγγειλε τη μεσσιανική
του ιδιότητα στη γλώσσα λατίνο, γλώσσα των σεφαραδιτών εβραίων, τραγουδώντας
ένα τραγούδι που λεγόταν «Η βασιλοπούλα βγήκε στο παράθυρο».
Τι σχέση μπορεί
να είχε ο τίτλος του τραγουδιού με τη μεσσιανική αναγγελία; Προσπαθώ να
φανταστώ τη σκηνή. Τα πλήθη από κάτω, το ραβίνο να εμφανίζεται και να αρχίζει
το τραγούδι με φωνή στεντόρεια. Μικρόφωνα δεν υπήρχαν, άρα θα πρέπει να είχε
πολύ δυνατή φωνή, και να μην ήταν φάλτσος. Ένας μεσσίας του 17ου
αιώνα δηλαδή θα πρέπει να έμοιαζε με έναν σημερινό Παβαρότι, ο οποίος παρόλη τη
δύναμη της φωνής του υπέκυπτε καμιά φορά στην ευκολία του μικροφώνου. Τότε όμως
δεν υπήρχε τέτοια δυνατότητα. Οι κάτοχοι της αλήθειας όφειλαν να έχουν
ανθεκτικά πνευμόνια, να μη βραχνιάζουν εύκολα, να διαθέτουν καθαρή φωνή, να
ξέρουν πώς θα αντέξει να μην κλείσει μετά από μεγαλόφωνο τραγούδι. Θα έπρεπε
δηλαδή να έχουν εκπαίδευση σημερινού μονωδού της όπερας.
|
Το Γενί Τζαμί στη Θεσσαλονίκη |
Πώς όμως το
θρησκευτικό συναίσθημα διαχύθηκε στην αναγγελία εκείνη με τα λόγια ενός
τραγουδιού που έλεγε ότι η βασιλοπούλα βγήκε στο παράθυρο; Εδώ πια πρέπει ο
καθένας να χρησιμοποιήσει τη δική του φαντασία. Μπορεί τα λόγια του τραγουδιού
να είναι συνθηματικά, ένα θαυμάσιο υλικό για μυθιστόρημα μυστηρίου αλά ‘κώδικα
Νταβίντσι’. Μπορεί η σειρά των στίχων να είναι κωδικοποιημένη. Μπορεί απλώς να
μην έχει καμιά σημασία, και τα πλήθη να ήταν έτοιμα να ακολουθήσουν με
οποιοδήποτε τραγούδι. Φτάνει να υπήρχε τραγούδι. Πιθανότατα θα το τραγούδησαν
μαζί από τη δεύτερη στροφή, αλλά μπορεί κι από την πρώτη. Ακούνε την πρώτη
στροφή, ύστερα επαναλαμβάνουν, όπως γίνεται σήμερα στις συναυλίες. Η είδηση για
το μεσσία είχε ήδη διαδοθεί, οι πιστοί ήταν έτοιμοι, το τραγούδι ήταν απλώς το
μέσο για να ενωθούν μαζί του στον κοινό ψαλμό. Μήπως αυτό δεν κάνει, κατά
κάποιο τρόπο, κάθε τραγούδι;
Έτσι μέσα από την
ιστορία, ή μάλλον μια λεπτομέρεια της ιστορίας ενός παράξενου θρησκευτικού
ηγέτη -παράξενου γιατί αργότερα έγινε μουσουλμάνος αλλά πολλοί οπαδοί του τον
ακολούθησαν- η οποία ήταν σαν ένα είδος αναβίωσης της γέννησης μεγάλων
θρησκειών μέσα στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα βρήκα απαντήσεις σε
απορίες που είχα πάντα σχετικά με τη δύναμη της μουσικής και των τραγουδιών. Μεσσίες
μπορεί να μην εμφανίζονται πια, αλλά οι τραγουδιστές συμμετέχουν ακόμα σε κάτι
που θυμίζει θρησκευτική λειτουργία. Το κοινό ξέρει το τραγούδι, απολαμβάνει την
επανάληψη, κι όσο καλύτερα το ξέρει τόσο περισσότερο απολαμβάνει. Όταν ο
τραγουδιστής είναι πολύ δημοφιλής ονομάζεται ‘είδωλο’ κάτι που το λατρεύεις
δηλαδή θρησκευτικά. Τις πολύ πετυχημένες τραγουδίστριες της όπερας τις λένε diva, θεά. Στις συναυλίες των μεγάλων ειδώλων
εκτυλίσσονται σκηνές λατρείας σε βαθμό υπερβολής, που δεν μπορεί να εξηγηθεί
από την αξία της μουσικής, της φωνής, της προσπάθειας των τραγουδιστών. Κάτι
υπάρχει στον ανθρώπινο εγκέφαλο και δίνει στη μουσική μεγάλη εξουσία επάνω του.
Στις εκκλησίες εξάλλου χρησιμοποιούν ακόμα μουσική. Κάποτε οι αργόσυρτοι ύμνοι
της ορθόδοξης λειτουργίας μπορεί να ξεσήκωναν συναισθήματα στους πιστούς τους,
πριν ανακαλύψουν άλλα είδη μουσικής πιο θελκτικά.
Από μια άποψη
είμαστε τυχεροί που γεννηθήκαμε σε μια εποχή χωρίς μεσσιανικές αποκαλύψεις. Από
μια άλλη τις νοσταλγούμε υποσυνείδητα, αναζητώντας στη μαγεία που ασκεί επάνω
μας το τραγούδι και οι τραγουδιστές απαντήσεις για πολιτικά ζητήματα. Ίσως ο
Μίκης Θεοδωράκης να ήταν η τελευταία εμφάνιση ενός μουσικού με μεσσιανικές προεκτάσεις,
ή μάλλον επιβιώσεις. Την εποχή που τραγουδούσαμε μαζικά τα τραγούδια του στα
στάδια, έχοντας τα προηγουμένως λατρέψει μυστικά επί χούντας, θα μοιάζαμε ίσως
με τα πλήθη που συγκινούσε ο Σαμπεθάι Ζέβι και πριν απ’ αυτόν κάθε μεσσίας,
κάθε θεός, ή απλώς κάθε αρχιερέας. Ο δε Μίκης, παρόλη τη λατρεία που απόλαυσε
στη ζωή του μοιάζει συνέχεια πικραμένος ίσως επειδή γεννήθηκε με δυο-τρεις αιώνες καθυστέρηση. Οι
προσπάθειες του να περάσει η μέθεξη με το πλήθος που βίωνε στις συναυλίες του
στην πολιτική σκηνή, δεν ευοδώθηκαν ποτέ. Η ‘μουσική για τις μάζες’, ένα βιβλίο
που είχε γράψει κάποτε, δεν κατάφερε να δημιουργήσει νέο δόγμα.
Τι να κάνουμε; Η
μουσική αποκόπηκε από τα πλήθη εδώ και πολύ καιρό, ίσως από τη στιγμή που η
Σαπφώ τραγούδησε τον έρωτά της και ο πρώτος χορευτής ξέφυγε από την ομαδική
τελετουργία του Διονύσου. Τα βάσανα των ερωτευμένων είναι το αγαπημένο μοτίβο
των τραγουδιών, η πιο διαδεδομένη σύγχρονη θρησκεία. Ακόμα κι όταν ουρλιάζουν
οι νέοι στις συναυλίες, ο καθένας έχει τους δικούς του λόγους. Είναι πια αργά
για αρχιερείς- τραγουδιστές που θα οδηγούν τα πλήθη τραγουδώντας στη
θρησκευτική αποκάλυψη. Το τραγούδι είναι ατομικό, κι όταν καταφέρνει να
ενώνει χορωδίες και πλήθη μέσα σε
συγκίνηση είναι επειδή ο καθένας αναλογίζεται κάτι δικό του που ταιριάζει με
τους πανανθρώπινους καημούς και τα ανικανοποίητα.
Ωστόσο οι
τραγουδιστές έχουν ακόμα υπερβολική επιρροή, δυσανάλογη με τη δουλειά που
κάνουν στη μουσική. Είναι πιο διάσημοι και πληρώνονται καλύτερα από τους
συνθέτες και τους μουσικούς. Για τους στιχουργούς δεν το συζητάμε καν. Ακόμα
πιο άδικο είναι πως τραγούδια γραμμένα από άλλους συνδέονται με το δικό τους
όνομα και ξεχνιούνται οι δημιουργοί τους. Ο Θεοδωράκης κάτι ήξερε που έπιασε
και τραγουδούσε μόνος του.
Το πιο
χαρακτηριστικό αυτής της υπέρμετρης λατρείας που μοιάζει με επιβίωση
θρησκευτικών συνηθειών, είναι οι ύμνοι που γράφονται όταν πεθαίνει κάποιος
λαϊκός τραγουδιστής. Θυμηθείτε τι έχει γραφτεί για το θάνατο του Καζαντζίδη ας
πούμε, ή πρόσφατα του Μητροπάνου. Οι αγιογραφίες και οι υπερβολές σ’ αυτές τις
περιπτώσεις θυμίζουν στ’ αλήθεια θρησκευτική προσήλωση και θρησκευτικές
πρακτικές. Όλοι μας έχουμε ζήσει υπέροχες στιγμές τραγουδώντας, ειδικά με
παρέα, είναι μεγάλη συγκίνηση τα ηχεία του σώματος να δονούνται αρμονικά με τα
ηχεία του σώματος των άλλων γύρω μας, αλλά δεν γίνεται πια αυτό να παράγει
πίστη σε θεούς.
Βέβαια οι
τραγουδιστές προσφέρουν την παρουσία τους στην εκτέλεση του τραγουδιού, τη
χρήση του σώματος τους στην παραγωγή του ήχου, οπότε μπορεί κανείς να
δικαιολογήσει το γιατί ξεχωρίζουν τόσο. Αλλά κι οι μουσικοί είναι παρόντες με
τα χέρια τους στα πλήκτρα και τις χορδές, κουράζονται πολύ και δουλεύουν συχνά
πολύ περισσότερο από τους τραγουδιστές, αλλά μόνο από ευγένεια τους
χειροκροτάμε. Μόνο οι τραγουδιστές ‘μετέχουν του θείου’ και περιμένουμε
υποσυνείδητα να μας πουν καμιά προφητεία. Κι όταν δεν τη λένε τα τραγούδια, την
αναζητάμε σε πεζό. Τους παίρνουμε ακόμα συνεντεύξεις όπου τους ρωτάμε να μας
πουν τη λύση για τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου.
Μόνο σε μια μέρα
βρίσκω στο σάιτ Αιχμή ας πούμε, αποσπάσματα από συνεντεύξεις της Δήμητρας Γαλάνη, του Γιάννη Κότσιρα, του Σταμάτη Κραουνάκη, και μερικών ακόμα, με
ρηξικέλευθες απόψεις για το Μνημόνιο, το λαό, την ‘εθνική μειοδοσία’ τη
‘χαβούζα της πολιτικής’ κι όποια άλλη μεγάλη κουβέντα κυκλοφορεί. Οι
δημοσιογράφοι τους αντιμετωπίζουν με την πρέπουσα ευλάβεια, αφήνοντας τους να
εκτεθούν με τρόπο που πια δεν εξυπηρετεί κανέναν. Ο τελευταίος όμως νομίζω που
ακουγόταν σαν προφήτης, χρησιμοποιούσε κι εκείνα τα κάπως κρυπτικά, ποιητικά
του αποφθέγματα, ήταν ο Σαββόπουλος.
Έκτοτε η συνταγή δεν ξαναδούλεψε. Άδικα έτρεχε στα στάδια κι ο Μαρκόπουλος με
εξίσου βαρύγδουπο ύφος. Άδικα προσπαθούν να δημιουργήσουν το νέο ‘εθνικό
τραγουδιστή’. Μήπως είναι ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, αναρωτιέται ένα άλλο σάιτ,
αυτός που ‘θέλει να πιει όλο το Βόσπορο’; Δεν τραβάνε όμως τα νέα εύκολα
μεγαλόστομα στιχάκια. Παρόλα όσα μας συμβαίνουν πρέπει να έχουμε ωριμάσει σε
κάποια πράγματα.
Οι έρευνες
συνεχίζονται βέβαια. Μπορεί να κάνω και λάθος.
John Freely
The Lost Messiah: In Search of the Mystical Rabbi Sabbatai Sevi (2001)
Για τον Σαμπεθάι Ζέβι στα
ελληνικά: Μαρκ Μαζάουερ, «Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων» μετάφραση Κώστας
Κουρεμένος, εκδόσεις Αλεξάνδρεια