Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

Βόλτα στην Κοκκινιά

 Η πόλη ανοίγει σε νέες γειτονιές: Βόλτα με το μετρό στη Νίκαια

Στα έγκατα της Αθήνας, και ταυτόχρονα στης ψυχής μου τα έγκατα, γίνεται γιορτή σιωπηλή, με τους νέους σταθμούς του μετρό που σκοπεύω να επισκεφτώ έναν- έναν, να τριγυρίσω στην καινούργια πόλη. Ναι, ξέρω, παλιά είναι, αλλά ποιος πήγαινε βόλτα στο Αιγάλεω από την Κυψέλη αν δεν είχε να παρακολουθήσει μαθήματα στα ΤΕΙ ή να ψηφίσει με τους ετεροδημότες; Ποιος έβγαινε στον πηγαιμό για την Αγία Μαρίνα στα καλά καθούμενα, για λόγους πατριδογνωσίας;

Τα είχα κάνει όλα αυτά. Ελαιώνα, Αιγάλεω, Αγία Μαρίνα. Και τώρα εκστρατεύσαμε χρονιάρα μέρα στα καινούργια μέρη: Νίκαια, Μανιάτικα, Πειραιά. Καινούργιος κι ο Πειραιάς; Ναι, αν τον προσεγγίζεις από τις ανηφοριές των Ταμπουριών.

Δεν ξέρω αν όλων μας η ζωή θα αλλάξει με αυτούς τους καινούργιους σταθμούς μετρό. Κανονικά πρέπει, αλλά θες η πανδημία, θες η συνήθεια, το κέντρο της Αθήνας είναι πιο πηγμένο από ποτέ. Δεν ξέρω αν αφορά πολύ κόσμο η νέα σύνδεση, ίσως οι κάτοικοι Νίκαιας, Κορυδαλλού, Μανιάτικων κλπ να μην είχαν πάρε- δώσε πολύ με την Αθήνα. Θα δείξει. Εγώ πάντως σαν τουρίστρια με πλούσια βιβλιογραφία και τραγουδογραφία πίσω μου, τόσο Θεοδωράκη, τόσο Λεοντή, με στίχους που ποτέ δεν θα ξεχάσω καθότι αποστήθισα σε τρυφερή ηλικία, παίρνω το μετρό και κατεβαίνω στη Νίκαια ένα ωραίο μεσημέρι.

Νίκαια την έβγαλαν κατόπιν ψηφοφορίας την Κοκκινιά. Εις ανάμνησιν της Νικαίας της μικρασιατικής, που είχε υπάρξει και πρωτεύουσα αυτοκρατορίας, οπότε ένα άγγιγμα μεγαλείου το έχει η προσφυγική πόλη, αν και πολλοί τη λένε ακόμα Κοκκινιά, ιδίως για να την ξεχωρίζουν από τις άλλες Νίκαιες, τη γαλλική ας πούμε. Πολλές Νίκαιες διεκδικούν τη νίκη, την ήττα κανείς δεν σκέφτηκε να την κάνει πόλη, ούτε καν γειτονιά ή απλό οικοδομικό τετράγωνο.

Με βήμα ανάλαφρο ξεκινάμε λοιπόν για μέρη βαριά, και μας υποδέχεται η Νίκαια με αστραφτερό σταθμό, με ηλιόλουστη πλατεία, κι έναν πεζόδρομο που ακολουθούμε ακαταμάχητο, γιατί έχει δέντρα, παρτέρια, και τραπεζάκια έξω από καφενεία και ταβέρνες, όπου ευχαρίστως θα καθόμασταν αν θέλαμε να φάμε κάτι.

Ταχτική, ήσυχη γειτονιά, χαμηλά καλοβαλμένα σπίτια, γαζίες ανθισμένες, όλα σα να γεννήθηκαν μετά το 2000. Αυτή είναι η Νίκαια. Η Κοκκινιά πού είναι;

Θέλει λίγο λοξοδρόμισμα για να βρεις το παρελθόν. Ένα στενό πιο πέρα ανακαλύπτουμε τα παλιά προσφυγικά σε κατάσταση αναμονής αποφάσεων. Είτε να πέσουν, είτε να ανακαινιστούν, κάτι να τους συμβεί πάντως, γιατί έτσι όπως βρίσκονται τώρα δεν έχουν πολύ μέλλον. Σου γνέφει όμως από τους κουρασμένους τοίχους τους το παρελθόν.

Δεν έχω ξαναδεί πουθενά σπίτια σαν αυτά. Είναι διώροφα με διπλές αντικριστές σκάλες, κάτι μικρά παράθυρα σε παράξενες θέσεις, δεν θυμίζουν απολύτως τίποτε. Στον πρόσοψη του δρόμου μερικά έχουν στη σειρά σκεπαστά μπαλκόνια, σαν ανάμνηση χαγιατιών, ίσως. Πώς οργάνωσαν οι αρχιτεκτονες του συνοικισμού αυτού την κατοίκηση εδώ πέρα;  Σίγουρα πάντως υπήρξε κεντρικός σχεδιασμός, τόσα ομοιόμορφα σπίτια σε τόσο πρωτότυπο σχέδιο δεν γίνονται αλλιώς. Τι να σκέφτηκαν;  Τι ιδέες είχαν αυτοί που τα έχτισαν;  Τι έκρυβε η διπλή σκάλα; Τι σήμαινε η τζαμαρία στο έρκερ; Και πώς έζησαν μέσα σ’ αυτά οι κάτοικοι τους, πρόσφυγες από εντελώς διαφορετικές πόλεις, συνηθισμένοι σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες ζωής; Τι μπόρεσαν να μεταφέρουν από τις πατρίδες τους, πώς το έχωσαν, πώς το ταχτοποίησαν; Έβλεπαν στο απέναντι κεφαλόσκαλο φίλους ή εχθρούς; Τους έδωσαν κάποια χαρά αυτά τα σπίτια, κάποια βολή, κάποια μικρή, καθημερινή ικανοποίηση, ή ήταν από την αρχή καταδικασμένα να γίνουν ‘ο στεναγμός της Κοκκινιάς’ που λέει και το τραγούδι.

Θα γλιτώσει κανένα τετράγωνο, να το συντηρήσουν σαν δείγμα μοναδικής σύλληψης να έρχονται κάποτε οι φοιτητές αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας και να το μελετούν; Γιατί σίγουρα αξίζει μελέτη και συντήρηση, αλλά έλα που αυτά τα φτωχά μέρη στην Ελλάδα δεν συνηθίσαμε να τα εκτιμούμε, να τα αγαπούμε, να τα αναδεικνύουμε. Θα το σκεφτεί εγκαίρως κάποιος που να μπορέσει να το κάνει, ή θα καταρρεύσουν όλ’ αυτά τα εναπομείναντα σιωπηλά και άδοξα;

Δεν μπορούμε να μαντέψουμε. Ωστόσο υπάρχει ένα κίνημα εκτίμησης των χαμένων και ισοπεδωμένων ιδιομορφιών, υπάρχει μια μικρή, αμυδρή ελπίδα.

Στο μεταξύ βέβαια, αν κάποιος θελήσει να πάει μια βόλτα στο νέο απόκτημα της πόλης που λέγεται Νίκαια, μπορεί να πάρει το μετρό, να κατέβει στην πλατεία, να ανέβει τον πεζόδρομο, να πάει στο αλσάκι, να γυμναστεί στα υπαίθρια όργανα γυμναστικής με σύστημα, πρέπει να πω ότι είναι τα καλύτερα υπαίθρια όργανα που έχω δει ως τώρα, διότι τα χαρτογραφώ κι αυτά, κι ύστερα να κατηφορίσει πάλι στον πεζόδρομο και να δοκιμάσει ανατολίτικες σπεσιαλιτέ. Εμείς αυτή τη φορά απλώς γυμναστήκαμε. Την επόμενη φορά θα κάνουμε και τεστ μεζέδων.

https://www.athensvoice.gr/life/life-in-athens/776553/i-poli-anoigei-se-nees-geitonies-volta-me-to-metro-sti-nikaia/ 


Η Καλαμάτα του Ντάρελ και του Αναστόπουλου

Παρακολουθώντας το πέρασμα του Λόρενς Ντάρελ, νεαρού δασκάλου αγγλικής γλώσσας, από την Καλαμάτα το φθινόπωρο του 1940, ο Τάκης Αναστόπουλος (1948-2019) παρακολουθεί την πόλη του. Θέλει να περπατήσει στους δρόμους της τα χρόνια εκείνα, πριν γεννηθεί, να έχει φόντο τη θάλασσα στα βήματά του ανάμεσα στα ωραία διώροφα και τριώροφα σπίτια της, που ήταν τότε ακόμα κυρίαρχα του αστικού της τοπίου, να ανασάνει για λίγο μαζί τους, σαν άρτι αφιχθείς, τη μυρωδιά που ανάσαναν και οι γονείς του άρτι αφιχθέντες την ίδια εποχή στην ίδια πόλη. Θέλει να κάνει παρέα με τους γονείς του για λίγο, να τους συναντήσει τότε που ήταν νέοι, πριν γίνουν γονείς, να δει με τα δικά τους μάτια τη γενέθλια για εκείνον πόλη. Βουτάει την πένα του στο υλικό του Ντάρελ, στον εξωτισμό του Ντάρελ, ακόμα και στον τρόπο του Ντάρελ, γράφοντας ένα μικρό βιβλίο που μοιάζει a la manière de, αλλά τελικά είναι a sa manière a lui, με τρυφερότητα εντελώς δική του.

Ο Λόρενς Ντάρελ είναι ο ήρωας της νουβέλας αυτής με τίτλο Στη σκιά του Ταϋγέτου (εκδ. Εστίας), ο διάσημος συγγραφέας που πέρασε τη ζωή του αποφεύγοντας την Αγγλία αλλά μεταφέροντας το πνεύμα της στα μέρη που ταξίδευε, τουλάχιστον στον τρόπο με τον οποίο τα έβαζε στη λογοτεχνία του. Είχε γεννηθεί στην Ινδία, κι άντεξε την Αγγλία μόνο ως μαθητής, έκτοτε την απέφευγε τόσο που είχε καταφέρει κάποια στιγμή να χάσει την υπηκοότητά του, αν και συνεργάτης της κυβέρνησης στη διάρκεια των περισσότερων ταξιδιών του.

Το βιβλίο του Αναστόπουλου τον παρακολουθεί σε μια κρίσιμη ιστορική στιγμή. Ο Ντάρελ πήγε στην Καλαμάτα για να στήσει ένα ινστιτούτο αγγλικών σπουδών που θα γινόταν αντίβαρο στο γερμανικό ινστιτούτο, το οποίο ήταν αρκετά δημοφιλές στη φάση εκείνη. Είχε μαζί του την πρώτη του γυναίκα, Νάνσι, και την κόρη τους, την Πηνελόπη, μωρό. Ταξίδεψαν με τρένο, έμειναν λίγες μέρες στο καλύτερο ξενοδοχείο της πόλης, και ύστερα σε ένα διώροφο στην παραλία από όπου μπορούσαν απλώς να διασχίζουν τον δρόμο και να φτάνουν στη θάλασσα. Εχει αρχίσει να φθείρεται η σχέση του ζευγαριού, λίγο αργότερα θα χωρίσουν, ο Ντάρελ θα κάνει συνολικά στη ζωή του τέσσερις γάμους. Αλλά στην Καλαμάτα είναι ακόμα μαζί, εκείνη ασχολείται περισσότερο με το μωρό, εκείνος ενίοτε αναζητά διαφυγές, πηγαίνει νυχτερινές βόλτες σε κέντρα διασκέδασης, φλερτάρει με νεαρές Ελληνίδες, ή τις αφήνει να τον φλερτάρουν. Ενα τέτοιο βράδυ μαθαίνει ότι η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο και παρακολουθεί την επόμενη μέρα τους φαντάρους να φεύγουν με το τρένο. Παρακολουθεί την εξέλιξη του πολέμου και γνωρίζει καλύτερα μερικούς ανθρώπους της Καλαμάτας, μαζί του κι εμείς, τις ιστορίες τους και την καθημερινότητά τους. Θα έμενε άραγε περισσότερο καιρό αν δεν ξεκινούσε τον Απρίλιο της επόμενης χρονιάς η κάθοδος των κατακτητών Γερμανών; Αναγκάστηκε να φύγει κρυφά με ένα καΐκι έχοντας σπείρει τη φήμη ότι θα το έκανε διά ξηράς. Ο πόλεμος είχε ακόμα μπροστά του τα χειρότερα χρόνια, κυρίως γι’ αυτούς που δεν μπορούσαν να φύγουν. Ο Ντάρελ θα ζήσει συγκλονιστικά χρόνια στην Αλεξάνδρεια, την Καλαμάτα την περιμένουν χρόνια σκληρά, Κατοχή, Εμφύλιος, παρακμή. Στο σημείο αυτό οι δύο βασικοί ήρωες, η πόλη και ο συγγραφέας, χωρίζουν.

Ο Τάκης Αναστόπουλος ανέλαβε να ξαναζωντανέψει εκείνο το παλιό, σύντομο σμίξιμο τους. Η πόλη ανασηκώνεται ολοζώντανη στην εποχή που τα ωραία της κτίρια είχαν νόημα, τα τρένα της κυκλοφορούσαν, υπήρχε κάποια παραγωγή γύρω της, κοινωνικές τάξεις, μοναδικές ανθρώπινες περιπέτειες. Τη διασχίζουμε με το βλέμμα του συγγραφέα, είναι ο Ντάρελ ή ο Αναστόπουλος; Είναι πάντως κάποιος που την αγάπησε και δεν θέλει να την αφήσει να ξεχαστεί.

https://www.tovima.gr/printed_post/ksanazontaneyontas-crtin-kalamata/?fbclid=IwAR2E6ZMOwZ1eqznzJ21Q4D6VdQnQqdXxJGwjM4-97VT2IpFieC4mdBnfSZw

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2022

Ζήσαμε δίπλα σε ανθρώπους εξαίσιους

Αναγνωρίζω τη Βάσα Σολωμού Ξανθάκη στη φωτογραφία που δημοσιεύεται στο facebook μαζί με την αναγγελία του θανάτου της. Έχουν περάσει τόσα χρόνια αλλά δεν άλλαξε, που λέει ο λόγος, και θα το επιβεβαιώσω βρίσκοντας τις παλιές φωτογραφίες από το σχολείο. Την είχαμε καθηγήτρια φιλόλογο στην Αηδονοπούλου για λίγα χρόνια, η χούντα μας στέρησε τα πολλά. Είχε αναγκάσει τη διεύθυνση του σχολείου να τη διώξει, μαζί με τον φυσικό μας, τον Βασίλη Νικολόπουλο, και χρειάστηκε να περάσουν δυο τρία χρόνια για να μπορέσουν να δουλέψουν ξανά και να τους έχουμε, εκείνους τους εξαιρετικούς, τους αγαπημένους καθηγητές μας.

Αδειάζω μια κούτα με φωτογραφίες, και δεν βρίσκω παρά ελάχιστα πράγματα, κυρίως από εκδρομές, και μερικές στην αυλή του σχολείου μια και μόνη μέρα που κάποια θα είχε φέρει μαζί της φωτογραφική μηχανή. Ασπρόμαυρες όλες, όπως ήμασταν τότε ντυμένες για το σχολείο, φούστα μπλούζα σε δυο αποχρώσεις του γκρίζου. Υπάρχει μια που συζητούν οι δυο τους, η Βάσα Σολωμού- Ξανθάκη με την Κάτια Παπαϊωάνου- Μόζερ, άλλη αγαπημένη φιλόλογο, σε μια άκρη της αυλής. Η κυρία Σολωμού, έτσι τη λέγαμε, στέκεται προφίλ, δεν φαίνεται καλά το πρόσωπο της. Ωστόσο μπορώ να τη βλέπω πεντακάθαρα μέσα στις εικόνες του μυαλού μου, το λεπτό της δέρμα, το ανοιγοκλείσιμο των ματιών πάνω από τα βιβλία της έδρας, μπορώ ακόμα να ακούω και τη φωνή της, χαμηλή φωνή, ποτέ δεν την ύψωνε, ήταν σα να μην μπορούσε να την υψώσει, μπορώ να βλέπω νοερά την έκταση και τη χροιά της σε διαγράμματα που δεν έχουν ακόμα επινοηθεί.

Βρίσκω και μερικές φωτογραφίες από την εκδρομή που μας είχε πάει η κυρία Σολωμού στ’ Αμπελάκια, ένα σπέσιαλ δώρο για την επιτροπή Αλληλοβοήθειας, στην οποία δεν ανήκα και δεν θυμάμαι πώς κατάφερα να τρυπώσω στην ομάδα. Είχαμε και τον αδερφό της Μαριάννας μαζί μας, οπότε θα πρέπει να ήταν κάτι πολύ ελεύθερο, γιατί αγόρια δεν υπήρχαν στο σχολείο μας, το Παρθεναγωγείο μας. Στη μια είμαστε όλη η ‘επιτροπή’ στην πλατεία της Λάρισας, έχουμε στηθεί κατά ύψος, με την πιο ψηλή καθιστή στα γόνατά της. Στην άλλη είμαι μόνο εγώ, ανεβαίνω ή κατεβαίνω μια σκάλα στο σπίτι του Σβαρτς όπου μας είχε πάει η καθηγήτρια μας, και γυρίζω να κοιτάξω το φακό.  Ανάδυση στο μέλλον ή κατάδυση στο παρελθόν. Είμαι δεκαοχτώ χρονών και τα κάνω και τα δυο, από τότε μέχρι τώρα, αλλά κυρίως ζω το παρόν με τέτοια ένταση που ακόμα θυμάμαι τον ήχο από το πικάπ που ακούστηκε την πρώτη νύχτα της άφιξης μας στο δικό της σπίτι, της κυρίας Σολωμού, όταν έβαλε το δίσκο με το «Ματωμένο γάμο» του Χατζιδάκι να παίξει. Ήταν απόλυτη ησυχία στο χωριό, κι ήταν σκοτεινά, ίσως δεν είχαμε ηλεκτρικό, μπορεί να ήταν το πικάπ με μπαταρίες. Δεν είμαι σίγουρη γι αυτό. Κι όταν ακούστηκαν οι πρώτες νότες και η βραχνή φωνή του Λάκη Παππά, «Τώρα νυφούλα μου χρυσή, που βγαίνεις απ’ το σπίτι σου…» ήταν σα να άνοιξε για μας ένας νέος κόσμος ομορφιάς, σα να βγήκαμε εμείς σε έναν ορίζοντα ανοιχτό, τέχνης και κατανόησης, συγκινήσεων και αλήθειας, σα να γλιτώσαμε επιτόπου από τη χούντα και τα βάσανα της. Έσταζαν οι νότες μέσα μας σαν ακριβά και θεραπευτικά μυστικά, καταλαβαίναμε ότι ο κόσμος ήταν πλούσιος και μας περίμενε, και τίποτε δεν θα μας εμπόδιζε να τον γευτούμε. Βάλαμε ξανά και ξανά το δίσκο, μιλούσε για μια ιστορία παράξενη, δεν μας αφορούσε η ιστορία, ο ματωμένος γάμος, κι όμως η συγκίνηση ήταν βαθιά και η στιγμή αξέχαστη. Είχαμε ήδη περάσει μια μέρα τρελή, όταν το πουλμανάκι που μας μετέφερε είχε χαλάσει κάπου στη μέση του ταξιδιού κι είχαμε βρεθεί με κάποιο τρόπο να ταξιδεύουμε με αστικό λεωφορείο, γελώντας ακατάπαυστα καθώς σαν τρελές, σαν παιδιά μάλλον, τρέχαμε πέρα δώθε μέσα. Πόση ψυχραιμία κι εμπιστοσύνη είχε δείξει η καθηγήτρια μας…

Την επόμενη μέρα, περπατώντας στα Αμπελάκια δεν πιστεύαμε στα μάτια μας αντικρύζοντας εκείνη την αρχιτεκτονική για πρώτη φορά. Πώς να καταλάβεις την εξέλιξη ενός τέτοιου χωριού, στο οποίο εμείς πηγαίναμε για ‘Αλληλοβοήθεια’, μεταφέροντας κουτιά με γραφική ύλη για τα παιδιά του σχολείου, και ρούχα και παπούτσια και τέτοια πράγματα, πώς να αντιληφθείς ότι είχε υπάρξει τόπος πλούσιος επί δεκαετίες κι είχαν χτίσει οι κάτοικοι του τέτοια αρχοντικά, όταν μάθαινες την Ιστορία στο σχολείο με τρομερές παραλείψεις για την αληθινή ανάπτυξη των Ελλήνων στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας; Πώς να συνδυάσεις την αρχοντιά των παλιών σπιτιών με τα φτωχοντυμένα παιδιά του σχολείου που μας υποδέχτηκαν σε μια γιορτή κατά την οποία σηκώνονταν ένα -ένα επάνω κι απάγγελαν ποιήματα αφού πρώτα χαιρετούσαν στρατιωτικά και στήνονταν κλαρίνο, παιδιά με πρόσωπα ηλιοκαμένα που σίγουρα θα δούλευαν έξω στις υποτίθεται ελεύθερες ώρες τους;

Τι όμορφα πράγματα ζήσαμε, λέει η Κατερίνα στο τηλέφωνο, η πιο παλιά κι αγαπημένη φίλη. Τι  χρωστάμε στην κυρία Σολωμού, που ποτέ δεν ξοφλήσαμε. Θυμόμαστε τη βραδιά της γιορτής που κάναμε για αποχαιρετισμό στην Έκτη Γυμνασίου. Κάθε χρόνο η Πέμπτη αποχαιρετούσε την Έκτη. Είχαμε γράψει δικό μας έργο και το είχαμε παίξει, την κωμωδία Φιλοθέτιδαι, κι είχε έρθει η άντρας της κυρίας Σολωμού, ο κύριος Ξανθάκης, και μας είχε χορέψει. Τον είχαμε κι αυτόν λατρέψει, την ευγένεια, το χιούμορ του, τον τρόπο που μας έκανε να νιώθουμε άνθρωποι. Αυτός και οι καθηγητές μας από άντρες στη γιορτή, και ο Νίκος Μπελογιάννης. Ο γιος του Μπελογιάννη δηλαδή, που ζούσε με το ζεύγος Σωτηρίου, τον κύριο Πλάτωνα και τη Διδώ, αυτός ήταν ο μοναδικός έφηβος που βλέπαμε καμιά φορά, και ψιθυριστά, μετά φόβου χαφιέδων και άλλων δαιμόνων, μαθαίναμε την ιστορία του. Στο ιδιωτικό μας σχολείο έβρισκαν καταφύγιο οι αριστεροί και πριν τη χούντα, που θα έμεναν χωρίς δουλειά λόγω ‘κοινωνικών φρονημάτων’.

Ο κύριος Σωτηρίου, ο άντρας της Διδώς (κι όχι Διδούς, όπως γράφουν τώρα διάφοροι ελληνοπαθείς) ήταν ο γυμνασιάρχης μας. Τον λατρεύαμε και αυτόν, και πιστεύαμε ότι μας λάτρευε κι εκείνος, αφού είχε δηλώσει ότι δεν θα βγει στη σύνταξη παρά όταν βγάζαμε κι εμείς, η δική μας τάξη, το Γυμνάσιο, δηλαδή και τις έξι τάξεις. Ήταν υπέροχος άνθρωπος, κρεμόμασταν από τα χείλη του κάθε φορά που μας μιλούσε, κι αμέσως οι ατάκες τους διαδίδονταν σαν χρησμοί, σαν ξόρκια προφύλαξης από κάθε κακό και κάθε βλακεία. Και η Διδώ είχε έρθει μια φορά να μας μιλήσει, δεν κυκλοφορούσαν τα βιβλία της τότε, ή δεν τα ξέραμε, πάντως μας είχε απογοητεύσει ως σύζυγος του κυρίου Σωτηρίου, που τον θεωρούσαμε θεό, επειδή δεν ήταν  όμορφη σαν εκείνον. Αν και ακούγοντας την καταλάβαμε ότι δεν υπάρχει μόνο η ομορφιά που ελκύει σε μια γυναίκα, πληροφορία απείρως σημαντική για τη φάση που περνούσαμε τότε.

Θα ήθελα να έχω γίνει φιλόλογος, όπως σκόπευα τότε, και να είμαι σε θέση να ζυγίσω και να αποτιμήσω δίκαια και σωστά την αξία της Βάσας Σολωμού- Ξανθάκη ως λογοτέχνη, αλλά δεν έγινα. Αγόραζα τα βιβλία της όταν τα έβρισκα, δεν τα διαφήμιζε, δεν έκανε παρουσιάσεις και τέτοια, και ξέρω ότι πάντα υπήρξε περιθωριακή ως συγγραφέας, κι ότι δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει. Το βιβλίο της «Ο γάμος» το είχε ανεβάσει στο θέατρο η Άννα Βαγενά και το είχα δει, ήταν για μένα συγκλονιστικό και πιστεύω ότι η ηθοποιός δημιούργησε κάτι πολύ σημαντικό με αυτό τον ρόλο. Κάποτε θα πρέπει να αποτιμηθεί το έργο συγγραφέων που θεωρούνται ελάσσονες, να εξεταστεί η σημασία τους και η συνεισφορά τους. Η κυρία Παπαϊωάννου, ας πούμε, είχε κι εκείνη γράψει ένα βιβλίο για τον άντρα της, που με είχε μαγέψει για τον τρόπο που εξέθετε την καθημερινότητα τους, κι ακόμα θυμάμαι φράσεις του. Ως τότε και για όσο ζω, για μένα οι δάσκαλοι εκείνοι λογαριάζονται στις πολύτιμες γνωριμίες της ζωής μου. Μας έμαθαν όχι μόνο ελληνικά και Φυσική, και διάφορα άλλα που η ύλη απαιτούσε και τα μάθαμε τόσο καλά που μπορώ να πω ότι πουθενά αλλού δεν συγκέντρωσα τέτοιον όγκο γνώσης όσο στο σχολείο, αλλά και ευγένεια, και στάση ζωής, και γενναιοδωρία που ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμασταν στα χρόνια εκείνα τα σκυφτά και μουγγά. Ζήσαμε δίπλα σε ανθρώπους εξαίσιους. Έπρεπε να τους βλέπουμε περισσότερο και τα επόμενα χρόνια, μια φορά ή δυο μόνο πήγαμε στο σπίτι της κυρίας Σολωμού και των άλλων, μια φορά ή δυο μιλήσαμε μετά στο τηλέφωνο. Λάθος μας και μεγάλη παράλειψη, μια από τις πολλές στη ζωή μας. Κι όμως είναι σα να τους είχαμε πάντα μαζί μας.

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2022

Πρόσφυγες από τα Σπάρτα



Να είναι αυτές οι φωτογραφίες από την πατρίδα;

Έτσι την έλεγαν, πατρίδα. Την άφησαν σαν σήμερα πριν 100 χρόνια, στις 14 Οκτωβρίου του 1922. Οι επέτειοι, και κάμποσο διάβασμα μαζί, φέρνουν πολύ κοντά την αγωνία τους. Ετοιμάστηκαν, βρήκαν μερικά αμάξια, έκρυψαν επάνω τους χρυσά νομίσματα, όσα είχαν περισσέψει από τα μπαχτσίσια που επί τρία χρόνια πλήρωναν σε διάφορες συμμορίες Τσετών και άλλων πολεμάρχων για να τους αφήσουν ζωντανούς. Φόρτωσαν τα μικρά παιδιά.
Σχεδόν νιώθω την ανάσα τους καθώς ξεκινάνε, πολύ κοντά ο ένας στον άλλον, η μια στην άλλη να λέμε σωστά, μόνο γυναίκες, παιδιά, και γέροι άντρες, δηλαδή άνω των 60. Οι νεώτεροι λείπουν, άντρες από 14 έως 60, έχουν εξοριστεί από το 1921. Ειδικό μπαχτσίσι δόθηκε για να αφήσουν τα αγόρια από 12 έως 14.
Ο μπαμπάς μου ήταν γύρω στα 10. Να είναι αυτή η φωτογραφία του από εκεί, με το άλογο που είχε ο παππούς για να πηγαίνει στους αρρώστους; Του παππού είναι σίγουρα από κει, με τη στολή του Οθωμανικού στρατού, όπου έπρεπε να πηγαίνουν μετά το Συνταγμα του 1908. Ήταν γιατρός, οπότε δεν χρειαζόταν να πολεμήσει, τουλάχιστον. Κι άλλες φωτογραφίες δεν βρίσκω.
Η πορεία κράτησε οκτώ μέρες. Πλήρωναν έξτρα για όλα. Στο ελληνικό πλοίο, που τους πήρε από την Αττάλεια, οι ναύτες ζήτησαν πληρωμή και για το ψωμί που είχε προσφέρει αμερικανική οργάνωση για τους πρόσφυγες.
Στη Νέα Ιωνία έγιναν ταπητουργοί, όπως στην πατρίδα, αλλά την τέχνη της παραγωγής ροδελαίου δεν κατάφεραν να την αναπτύξουν.

Ιπτάμενες γιαγιάδες

  Σηκώνω το εγγόνι μου αγκαλιά να πάμε στην αλλαξιέρα και καθώς το μικρό του βάρος πλημμυρίζει το σώμα μου, προφέρω ασυναίσθητα τις χαϊδευτι...