Πέμπτη 22 Αυγούστου 2002

Του Αυγούστου το φεγγάρι

Πώς ξέφυγε έτσι η πανσέληνος του Αυγούστου από φορείς και διαφθορείς, παραθεριστές και εκπολιτιστές, σαν σαργουδάκι από κομμένο δίχτυ, γλύστρησε, χάθηκε στ’ ανοιχτά του χρόνου; Το ένα το φεγγάρι το τραγουδισμένο, το αυγουστιάτικο φεγγάρι με τ’ όνομα, που μας ξανάκανε για λίγο ειδωλολάτρες και ζωροαστρικούς, βαρέθηκε φαίνεται τις μεγαφωνικές εγκαταστάσεις στους αρχαιολογικούς χώρους, τα φωτιστικά εφέ,  που αναιρούσαν το νόημα της γιορτής, το πηγαινέλα των αυτοκινήτων, που έπνιγαν και στα πέριξ ό,τι ησυχία κι ό,τι φεγγαρίσιο φως απέμενε, αποφάσισε να σκοτίσει το νου εορταστών και ρομαντσοφόρων, γνωστών τραγουδιστών που ρουφούσανμε με φωνακλάδικη απληστία, όποια απαλή αναμνησούλα μας απόμενε από γαλήνιες νύχτες, προέδρων, οργανωτών, και λοιπών εκμεταλλευτών. Μας ξεγέλασε η «πρώτη αυγουστιάτικη πανσέληνος του καινούργιου αιώνα», ήρθε νωρίς, πέρασε διακριτικά, ιδιωτικά, χωρίς φανφάρες, με φάλτσες φωνές, με μικρές παρέες, με απορίες, μα είναι στ’ αλήθεια η πανσέληνος αυτή; Έτσι τόσο ανεπίσημα; Δεν φυσούσε ούριος άνεμος ν’ αποπλεύσουν τα καράβια της μεγάλης  θερινής εκστρατείας αποκέντρωσης του θορύβου, από τη μητέρα πρωτεύουσα, στα στερημένα παιδιά της και περιμένοντας στην προβλήτα χαθήκανε  τα ημερολόγια με τις σεληνιακές φάσεις. Και τρέχουν τώρα οι φορείς και οι οργανωτές, κατόπιν εορτής, να γραπώσουν την πανσέληνο του Σεπτεμβρίου. Θα εορταστεί ως φθινοπωρινή και η μεγάλη πολυτέλεια, μας υπόσχονται, θα είναι να μην έχει μουσική σε μερικά σημαντικά μέρη, όπως η Ακρόπολη κι ο ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Μαζί με την αγορά σχολικών ειδών και τη μελέτη του εκκαθαριστικού της εφορίας, νύχτες με τραβολόγημα σε αρχαιολογικούς χώρους, να κλαίμε το καλοκαίρι που θα τελειώνει. Δεν είναι κακό σαν ιδέα.

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2002

Σκληρά αναγνώσματα

Μαζεύονται αδιάβαστα στο τραπεζάκι τα αστυνομικά διηγήματα που προορίζονταν
για το καλοκαίρι. Τα ένθετα εφημερίδων και περιοδικών θα περιμένουν, η
17Νοέμβρη είναι το ανάγνωσμα τώρα, και μπήκαμε στον δεύτερο μήνα. Σε αυτά τα
μπανάλ πρόσωπα που «μας απογοήτευσαν» αναγνωρίζουμε κλισέ που έχουμε
χρησιμοποιήσει, τρόπους σκέψης που μας είναι γνωστοί. Αυτοί οι συνηθισμένοι
τύποι μάς προσφέρουν άυπνα μεσημέρια.

 Η απολογία του Σάββα Ξηρού καταγράφειγεγονότα που θυμόμαστε, άλλοτε ζωντανά κι άλλοτε λιγότερο, τον φόνο Μπακογιάννη, ληστείες τραπεζών, τι είχαμε τότε σκεφτεί, τι είχαμε πει στους γύρω μας, ποιος είχε θυμώσει, ποιος είχε αδιαφορήσει, ποιος είχε λυπηθεί,
ποιος είχε ικανοποιηθεί και ποιος είχε νιώσει αδύναμος ως πολίτης κράτους που
ήθελε να λέγεται πολιτισμένο, αλλά δεν τα έβγαζε πέρα με τον πρωτογονισμό. \

Κι ίσως ο καθένας από μας, τους πολίτες, να είχε νιώσει λίγο από όλα αυτά και
μερικά ακόμα, όπως ένα στοιχείο γοητείας ενίοτε για τον πρωτογονισμό αυτό.
Κάποιον θαυμασμό ελπίζει πάντα να προκαλέσει η βία - έτσι ξεκινά. Ιδίως η βία
αυτού του είδους, που τη θεωρούν «πολιτική» αυτοί που την ασκούν. Περιμένει να
συγκινήσει, να αποκτήσει οπαδούς, να δημιουργήσει το δικό της καθεστώς. Πόσο
νιώθαμε την απειλή, πόσο μας αφορούσε η ασφάλεια των τραπεζών, των βουλευτών,
των εφοπλιστών, των αστυνομικών, των ξένων αξιωματούχων - χωρίς ταυτότητα
αυτοί, η ιδιότητά τους αρκούσε για να τους εξασφαλίσει θάνατο - πόσο
αρνούμασταν να ενδιαφερθούμε, αφού δεν ήμασταν εφοπλιστές, βουλευτές,
τράπεζες, αστυνομικοί, ξένοι αξιωματούχοι. 

Η απαρίθμηση των στόχων από τον Ξηρό, με χρονολογική σειρά, εκθέτει τη δική του δράση και υπενθυμίζει τη δική μας αμηχανία. 
Σκληρή αυτογνωσία καλοκαιριάτικα.
https://www.tanea.gr/2002/08/14/opinions/analwsima-sklira-anagnwsmata/





Τρίτη 13 Αυγούστου 2002

Της Μεταμορφώσεως



Πάλι ξανά στα μέρη τα γνωστά, για τον Δεκαπενταύγουστο που αναζητά πατροπαράδοτες εικόνες. Πού να τις βρει στα γνωστά μέρη; Μεταμορφώθηκαν απότην περσινή χρονιά. Εκεί που ήταν μποστάνι έγινε φέτος συγκρότημα ενοικιαζόμενων κατοικιών, απίστευτη ταχύτητα. Σκεπαστές βεραντούλες με μπετόν και καγκελάκι ελληνορωμαϊκό. Εκεί που πίναμε ουζάκι, επεκτάθηκε το μαγαζί με κερκυραϊκές στοές ένθεν και ένθεν, έστησε κιόλας μπροστά μια πλαστική γερτή κολόνα που καταλήγει σε τρισδιάστατη επιγραφή, από μέσα φως κι απέξω το όνομα του επιχειρηματία με γράμματα σε μέγεθος καρπουζιού (για την παρομοίωση φταίει το ξεπατωμένο μποστάνι). Γενικώς τα ονόματα γιγαντώθηκαν, ο φούρναρης έγραψε τα δικά του σε ταμπέλα τριπλάσια, τα σημεία στίξης μεγάλα σαν πιατέλες. Γέμισε το τοπίο ονοπατεπώνυμα, αυτό δεν είναι χωριό, αυτό είναι δάσος ονομάτων, ληξιαρχείο σε εφιαλτική μεγέθυνση, η πάλη των λάμψεων. Ποιος θα φωτίζει περισσότερο και ποιος θα επισκιάσει τον άλλον. Πλην όμως σκιά δεν απέμεινε, πάνε κι οι ελιές, που τις έβλεπες και κάπως δροσιζόταν η ματιά σου, κάπως γαλήνευε. Τώρα οι ταμπέλες σου μεταδίδουν την αγωνία του ιδιοκτήτη, θα πάνε καλά οι δουλειές φέτος, θα αποσβεστούν τα έξοδα, θα βγει κέρδος; Αμάν, άφησες τη δική σου αγωνία στην πόλη κι ήρθες εδώ να ενστερνιστείς ετούτη. Τη νύχτα τα φώτα δεν αφήνουν ούτε φεγγάρι να φανεί, αλλά δεν βρίσκεις τίποτα να θέλεις να
κοιτάξεις απ' όσα άπλετα φωτίζονται. Τα μέρη τα γνωστά έγιναν αγνώριστα, πού
βρίσκομαι; Αναρωτιέσαι, αν ξεχαστείς, ποια μεγάλη γιορτή έρχεται, της Παναγίας
λέγεται ή της Μεταμορφώσεως; Αυτήν έπρεπε να γιορτάζουμε, μεγάλη η χάρη της,
πότε ξανά στο ημερολόγιο τη συναντάμε έτσι περίλαμπρη;

https://www.tanea.gr/2002/08/13/opinions/analwsima-tis-metamorfwsews/

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2002

Μουσικά ΚΤΕΛ

Στην Εθνική οδό όλοι πήγαιναν στο αντίθετο ρεύμα, έφευγαν από την Αθήνα, κι
εμείς γυρίζαμε, καταπιεσμένη μειοψηφία, με μια λουρίδα λιγότερη. Μέσα στο
μεσημέρι, μέσα στη λάβρα, ο οδηγός είχε βάλει τέρμα το αιρ κοντίσιον κι οι
ηλικιωμένοι είχαν αρχίσει να βήχουν και να φταρνίζονται. Για να μας ζεστάνει
άνοιξε το ραδιόφωνο στη διαπασών. Νταλκάδες έξαλλοι, κρουστά, πνευστά, ντέφια,
τούμπες, φωνές φουσκωμένες κλάμα. Κάπως ανέβηκαν οι εσωτερικές καύσεις. Όλοι
είχαμε μια ζεστή ιστορία να θυμηθούμε, ακόμα και οι μεγαλύτεροι. Μόνο που την
είχαν ζήσει με άλλη μουσική υπόκρουση εκείνοι οι καημένοι και το έλεγαν. «Μα
είναι μουσική αυτή, δε μπορεί να βάλει κάτι απαλό;». Λίγο σιγότερα, παρακάλεσε
κάποιος. Όχι, όχι, δυνατότερα, είπε μια νεαρή κι ο οδηγός άκουσε εκείνην. Στο
κάτω κάτω οι εραστές της καντάδας δεν είχαν παρά να πάρουν το άλλο λεωφορείο,
αυτό με τη χορωδία και τη μαντολινάτα, αυτό εδώ ήταν σαφώς άλλου είδους και
δεν θα ενέδιδε σε παρεμβάσεις. Διότι το να είσαι ντιτζέι σε κλαμπ είναι ήδη
αναγνωρισμένη τέχνη και σου δίνει μία άλφα ελευθερία, αλλά το να είσαι ντιτζέι
και να οδηγείς ταυτόχρονα κλιματιζόμενο λεωφορείο τη μέρα της μεγάλης εξόδου
των Αθηναίων στο αντίθετο ρεύμα, αυτό δεν είναι τέχνη πια, αυτό περνάει σε
άλλες σφαίρες και υπακούει σε κανόνες αυστηρότερους. «Αθήνα - Πάτρα με
σύγχρονο ρεμπέτικο», έπρεπε να κλείνονται οι θέσεις, «Θεσσαλονίκη - Γιάννενα
με ραπ και λαϊκά» και «Αμφιλοχία - Πύργος με νησιώτικα» (αυτό για να
ξεπεραστεί ο ανταγωνισμός Ρούμελης - Πελοποννήσου). Στάδιον δόξης λαμπρόν για
τα ΚΤΕΛ, που δεν θα το ακολουθήσουν δυστυχώς. Δεν έχουν ανάγκη από φιλόμουση
πελατεία, εκπαιδεύουν αυτή που διαθέτουν https://www.tanea.gr/2002/08/12/opinions/analwsima-moysika-ktel/

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2002

Μελτέμι

Το σπίτι του καλοκαιριού τέλειο, στην κορυφή του λόφου. Γύρω ευκάλυπτοι και
πέρα ελιές και απέναντι πεύκα και κυπαρίσσια, στην πιο όμορφη σύνθεση,
ζωγραφισμένα. Να κακομαθαίνουν το βλέμμα. Εδώ θα ήθελαν οι νοινοκύρηδες να
ζουν όλο τον χρόνο, με τη θάλασσα να δηλώνει διακριτικά την παρουσία της στην
άκρη του ορίζοντα, με τη γλώσσα των δέντρων στο παράθυρο. Εδώ έχουνε βάλει το
μεράκι τους, την αληθινή τους αισθητική, πραγμάτωσαν τα όνειρά τους. Ό,τι
μπορείς να φτιάξεις με πέτρα, με τη φύση, με την παράδοση, τα αδρά υλικά. Μέσα
έβαλαν ό,τι πιο αρμονικό και απλό, φάνηκε η ομορφιά των πραγμάτων έτσι όπως
δεν φαίνεται αλλού. Φάνηκε η ομορφιά της ζωής εν γένει, οι δυνατότητής της, να
κάθεσαι στη σκιά και ν' αγναντεύεις, να χαίρεσαι τη μυρωδιά των φυτών. Όλα
είναι θαύμα στο εξοχικό, αλλά έρχονται μόνο είκοσι - τριάντα μέρες τον χρόνο
και τις υπόλοιπες πρέπει να ζούνε στην Αθήνα, στο στενό διαμέρισμα, που δεν
σηκώνει βελτίωση, αισθητική, τίποτα. Τις υπόλοιπες μέρες το σπίτι τής εξοχής
μένει κλειστό, με τα παραθυρόφυλλα να σφραγίζουν τη νοσταλγία του για
ανθρώπινη παρουσία, παραδομένο στα σαμιαμίδια του. Τώρα επιτέλους έχει
ανοιχτεί, έχει στρωθεί, μπήκανε σεντόνια, απλώθηκαν καρέκλες, μαγιό στεγνώνουν
στο σκοινί και φαγητά μαγειρεύονται στην κουζίνα. Ιδιοκτήτες και μουσαφιραίοι
ανασαίνουν βαθιά, να το απολαύσουν, να τους εντυπωθεί. Και πάνω εκεί πιάνει
ένας αέρας τρελός, μελτέμι να΄ ναι, καυτός, αυγουστιάτικος και στριφογυριστός,
πετάει κάτω τα τραπέζια, τις καρέκλες, σκορπίζει τα ρούχα, σπάει τα ποτήρια.
Κλείνονται όλοι μέσα, βροντοχτυπάνε τα ξώφυλλα. Κοιτάζονται ξαφνιασμένοι, τι
κάνουμε τώρα εμείς εδώ;
https://www.tanea.gr/2002/08/08/opinions/analwsima-meltemi/

Ιπτάμενες γιαγιάδες

  Σηκώνω το εγγόνι μου αγκαλιά να πάμε στην αλλαξιέρα και καθώς το μικρό του βάρος πλημμυρίζει το σώμα μου, προφέρω ασυναίσθητα τις χαϊδευτι...