Βορειοελαδίτικο και βουλγαρικό οδόστρωμα

Παίρνουμε την πολυπαινεμένη Εγνατία για Ξάνθη. Δεν έχει βενζινάδικα, ούτε πάρκινγκ, καλό είναι να ξεκινά οργανωμένος κανείς ως προς τα υγρά καύσιμα και άλλα. Στη Θεσσαλονίκη για πρώτη φορά πρόσεξα την παλιά, τη ρωμαϊκή Εγνατία, ένα κομμάτι που έχει απομείνει στη ρωμαϊκή Αγορά της Αριστοτέλους. Πολύ καλό φινίρισμα είχαν οι πέτρες οι ρωμαϊκές, γυάλιζαν οι σκλάβοι.
Ταξιδεύοντας στη σύγχρονη Εγνατία, περνάμε πάνω από παραλίες με άμμο άσπρη αστραφτερή, κι εκείνα τα τυρκουάζ νερά που προκύπτουν, περνάμε πάνω από την Καβάλα, αφήνουμε πίσω μας τόπους ωραίους και φτάνουμε στην Ξάνθη, την πόλη όπου ο πατέρας μου μεγάλωσε, όπου ο παππούς μου δούλεψε ως διευθυντής στο νοσοκομείο ‘Αμερικανίδων κυριών’ (για το οποίο διάβασα πρόσφατα στο «Δυο φορές ξένος»του Μπρους Κλαρκ ότι ήταν το καλύτερα από όσα ιδρύματα είχαν γίνει στην περιοχή για να συνδράμουν τον πληθυσμό εκείνα τα ταραγμένα χρόνια μετά την Καταστροφή και τις ανταλλαγές πληθυσμών.

Στην Ξάνθη συνέβη ένα από εκείνα τα μικρά θαύματα που παρηγορούν τους πληγωμένους στο παρελθόν τους ανθρώπους, σαν εμένα: η παλιά πόλη κηρύχτηκε διατηρητέα, και μπορεί κανείς να βρει καταπληκτικά παλιά κτίρια περπατώντας στα λιθόστρωτα δρομάκια της. Είναι ένα μικρό κομμάτι βέβαια, αλλά δεν είμαστε πλεονέκτες εμείς οι πληγωμένοι, ό,τι μας δίνουν το παίρνουμε και το ρουφάμε ως τον πάτο. Ο πάτος είναι πολύ κοντά εδώ, θα μπορούσε να είναι ας πούμε η πλατεία της πόλης, όπου ο δήμαρχος έκοψε ένα σωρό πλατάνια, έστησε ένα πελώριο σιντριβάνι κάτω από τον εναπομείναντα πλάτανο, που δεν τον έκοψε αλλά αχρήστεψε τη σκιά του, και φύτεψε σε κάτι τρύπες στο πλακόστρωτο ένα πανάκριβο αλλά μίζερο ελατάκι για να το στολίζει τα Χριστούγεννα και κάτι μικρές λεύκες. Κάποιος πρέπει να σταματήσει τους δημάρχους από το να καταστρέφουν, περιβάλλον και χρήμα ταυτόχρονα, αλλά δεν βλέπω ποιος θα το κάνει.
O πατέρας μου μαθητής στην Ξάνθη

Υπάρχει βλέπετε εδώ το μέγα θέμα, η μουσουλμανική μειονότητα, ένα υλικό για ανησυχία και αλλοπρόσαλλες πρωτοβουλίες, οπότε όσο κανείς αλλοιώνει το χώρο μπορεί να υποστηρίζει- και μάλιστα χωρίς λόγια- ότι προσφέρει μέγιστες υπηρεσίες στο εθνικό ζήτημα της αφομοίωσης. Γκρέμιζε, ξέστηνε, κατάστρεφε, μέχρι κανείς να μη θυμάται το πού βρίσκεται ακριβώς, μπορεί να ξεχάσει μετά και ποιος είναι. Στην πόλη αυτή συνειδητοποιώ ότι η ανάγκη για εθνική ισοπέδωση, μεταξύ άλλων υπονομεύει κάθε αληθινή συνέχεια των χώρων και των αναμνήσεων. Ίσως η ευκολία με την οποία καταστρέφουν οι Έλληνες το περιβάλλον να έχει να κάνει, εκτός από όλα τα άλλα, δηλαδή τον εύκολο πλουτισμό που είναι το κατεξοχήν κίνητρο, με την απόφαση να πλάσουν πόλεις και χωριά από την αρχή, να λειάνουν τα χαρακτηριστικά τους. Η χωροταξία είναι παντού εργαλείο της εξουσίας, που αποφασίζει κατά καιρούς να εξορίσει διάφορες ενοχλητικές ομάδες με τη δικαιολογία εξωραϊσμού και της εξυγίανσης. Αλλά στην Ελλάδα ο εξωραϊσμός είναι πολύ σχετική έννοια.
Γύρω απο την καινούργια αυτή πανάκριβη και πομπώδη πλατεία, που αναδεικνύει ιδιαίτερα μια μεγάλη εκκλησία την οποία έκρυβαν τα δέντρα, αλλά θα θεωρείται εθνική προσφορά να αναδεικνύεις τις εκκλησίες σε μια πόλη με μουσουλμάνους, αναπτύσσεται η πόλη με τα νέα κτίρια της κατά το γνωστό ασφυκτικό νεοελληνικό τρόπο. Δεν μπορώ να φανταστώ την επαρχία όπου ο έφηβος Σπύρος υπέφερε για την ωραία Θάλεια, η οποία τον είχε κοιτάξει μόνο δυο φορές σε ένα απρέ μιντί. Βγάζω φωτογραφίες τα παλιά σπίτια και παίρνω μια πόζα στο ίδιο γεφύρι που είχε κι εκείνος σταθεί και είχε φωτογραφηθεί ως μαθητής γυμνασίου, με τη λεζάντα ‘υποφέρω’ (για τη Θάλεια) Βγάζω κι εγώ μια φωτογραφία εκεί, εβδομήντα χρόνια μετά, ή μήπως ογδόντα;


Θα πάμε στη Βουλγαρία μέσω Θερμών. Περνάμε διάφορα μουσουλμανικά χωριά, οι κάτοικοι είναι βασικά Πομάκοι, αλλά το καθένα έχει την ιδιαίτερη ιστορία του και περιπέτειά του με το ελληνικό κράτος, που είναι συνέχεια της περιπέτειας με το οθωμανικό κράτος, αν και διακόπτεται από σύντομες περιπέτειες με το βουλγαρικό κράτος το οποίο πέρασε κι αυτό από εδώ με αρκετά βίαιο τρόπο. Στη Σμίνθη βλέπουμε τις γυναίκες να φοράνε παραδοσιακές φορεσιές, ένα μελιτζανί φόρεμα που θα πρέπει να είναι μάλλον ζεστό, μια ποδιά πορτοκαλί με ρίγες κι ένα άσπρο μαντίλι πιασμένο με τσιμπιδάκια στις άκρες του μετώπου. Νομίζω ότι έχω να δω γυναίκες με παραδοσιακές φορεσιές από τότε που είχα πάει ταξίδι στο Τυρόλο τη δεκαετία του 60.
Στις Θέρμες, που είναι τρία χωριά και το τελευταίο έχει ίσως τις πιο θερμές πηγές, κάνουμε στάση κοντά σε ένα βράχο που αχνίζει κι έχει χρωματιστεί απο τα καυτά νερά και τα μέταλλα τους. Δυο γυναίκες που επιστρέφουν στο χωριό τους απο τη Βουλγαρία, μας λένε ότι είναι πάμφτηνη και πολύ τους άρεσε. Φοράνε μαντίλα, αλλά φαίνονται πολύ άνετες, ταξιδεύουν μονάχες. Σε κάποιο χωριό οι γυναίκες θα είναι χειραφετημένες περισσότερο.
Υπάρχει ένα δημόσιο λουτρό στις Θέρμες, μια δεξαμενή υπαίθρια με πολύ καυτό νερό. Γύρω έχει λαμαρίνα για να μη φαίνονται οι γυναίκες όταν το χρησιμοποιούν. Το δοκιμάζω φορώντας το μαγιό μου. Καθώς κολυμπώ ανάμεσα στα υδρόβια φυτά που έχουν αφήσει να φυτρώσουν, έρχονται δυο γυναίκες που μιλάνε τουρκικα με τσεμπέρια. Γελάνε και γδύνονται, τους λέω ότι το νερό είναι πολύ ζεστό, το λέω τούρκικα. Ο πατέρας μου κι ο παππούς μου ζώντας εδώ δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα να συννενοούνται.
Χρωματισμένα βράχια στις Θέρμες

Ανηφορίζουμε για τα σύνορα που άνοιξαν μόλις το Γενάρη, λίγο πιο πάνω από τις Θέρμες. Ο δρόμος είναι στενός και γεμάτος στροφές, αλλά κατακαίνουργιος. Ε, δεν μπορεί να σε πηγαίνει και λεωφόρος πάνω στα βουνά στην πρώην εχθρική Βουλγαρία. Μπορεί να κινδυνεύει να χρεοκοπήσει κι αυτή, μόνο και μόνο επειδή έχει πολλές ελληνικές τράπεζες που ανακατεύτηκαν στην οικονομία της, αλλά αυτός δεν είναι λόγος να της δίνουμε αέρα.
Μια μπάρα είναι όλα κι όλα τα σύνορα, που τη σηκώνουν οι Βούλγαροι αφού ρίξουν μια ματιά στις ταυτότητες και τα διαβατήρια μας. Από την άλλη μεριά ο δρόμος είναι λίγο πιο φαρδύς και λίγο πιο παλιός, και το βουνό έχει περισσότερα έλατα. Μόνο που δεν είναι έλατα, μαθαίνω, αλλά το πεύκο της Ροδόπης, ένα ειδικό πεύκο που μοιάζει με έλατο. Και λίγο πιο κάτω αρχίζει η άσφαλτος του φτωχού, παλιό οδόστρωμα με τρύπες που έχουν καλυφθεί κατά τετράγωνα. Κι άλλες τρύπες τετραγωνισμένες, που δεν έχουν ακόμα καλυφθεί. Το αυτοκίνητο υποφέρει κι οι επιβάτες περισσότερο.

Το "εθνογραφικό κομπλέξ" στο Ζλάτογκραντ

Η πρώτη κωμόπολη μετά τα σύνορα είναι το Ζλάτογκραντ, πρώην πόλη ορυχείων που έκλεισαν και τώρα επιδίδεται στον τουρισμό. Και πώς το κάνει αυτό; Πέρα από τις πλατείες και τις μεγάλες λεωφόρους μας οδηγούν οι ταμπέλες προς ένα «Εθνογραφικό κομπλέξ» δηλαδή ένα σύνολο παλιών σπιτιών που έχουν ανακαινιστεί κι έχουν γίνει ξενοδοχεία, καφενεία, μαγαζάκια όπου αναβιώνουν τέχνες και παράγουν προϊόντα για τους τουρίστες, τέτοια πράγματα. Το μουσείο είναι κλειστό τέτοια ώρα, έχει νυχτώσει γιατί ξεκινήσαμε αργούτσικα από την Ξάνθη, και πάμε να μείνουμε στο ξενοδοχείο. Το δίκλινο κάνει 20 ευρώ. Τρώμε πατάτες στο εστιατόριο και μιλάμε ελληνικά με το γκαρσόνι που ζει κανονικά στον Πειραιά αλλά ήρθε εδώ για διακοπές, και τι να κάνει, να κάθεται, να μη δουλεύει; μας ρωτάει ρητορικά κι εμείς του απαντάμε ‘όχι βέβαια’ λες και κάθε μέρα τέτοιους εργατικούς συναντάμε.
Το ξενοδοχείο έχει πισίνα και σπα, όλα σε μικρογραφία, γιατί είναι ένα αληθινό παλιό μεγάλο σπίτι που ανακαινίστηκε. Υπάρχει μέχρι και χωριάτικο μόνιππο, αλλά οι τουρίστες είναι όλοι Βούλγαροι εκτός από μας, διαπιστώνουμε την άλλη μέρα το πρωί. Και τα αγγλικά του προσωπικού πάσχουν αρκετά, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε εύκολα, ειδικά στα μαγαζάκια που μια γυναίκα υφαίνει, στο μουσείο που είναι ένα χωριάτικο σπίτι με όλη την οικοσκευή του, στα άλλα μαγαζάκια που πουλάνε ξυλόγλυπτα και ασημικά. Αυτό είναι το μόνο πλεονέκτημα των ελλήνων που ασχολούνται με τον τουρισμό, ξέρουν λίγα αγγλικούλια αν μη τι άλλο.
Και βέβαια το άλλο τεράστιο πλεονέκτημα είναι η θάλασσα. Εδώ στο Ζλάτογκραντ βρίσκουμε προσπέκτους που είναι και στα ελληνικά, και διαφημίζει τις ελληνικές παραλίες ως πολύ κοντινές στα ωραία βουνά της Ροδόπης. Η λεπτομέρεια για τους δύσκολους δρόμους δεν αναφέρεται. Σε αυτό το προσπέκτους είναι που διάβασα ότι το συνοριακό σημείο που περάσαμε άνοιξε στις 15 Γενάρη παρουσία του Παπούλια και του βούλγαρου προέδρου.
Συνεχίζουμε μέσα από τα βουνά για Φιλιππούπολη, ένα δρόμο που μοιάζει ατέλειωτος. Είναι ένα τοπίο σαν τα Τέμπη, μόνο που δεν σταματά πουθενά, η κάθε στροφή φέρνει νέα κοιλάδα, η κάθε κοιλάδα νέα θέα στο ποτάμι, το ποτάμι οδηγεί σε τεχνητή λίμνη από φράγμα, κι εκεί που το φράγμα τελειώνει αρχίζει νέο ποτάμι. Ποτέ δεν θα φτάσω στην Κόρντοβα, στη Φιλιππούπολη, ο δρόμος είναι χάλια, λακούβες, μπαλώματα, χώματα, πέτρες. Βρέχει καταρρακτωδώς, κι όταν φτάνουμε στη Σιρόκα Λάκα γινόμαστε μούσκεμα από το αυτοκίνητο ως το εστιατόριο όπου τρώμε σαλάτα με μπόλικο τυρί από πάνω και πάλι πατάτες, κι ένα πιάτο που λέγεται πατάτκεν ή κάπως έτσι, κι έχει γεύση πατάτας με άρωμα μέντα.
Ωστόσο, ως γνωστόν, οι δρόμοι κάποτε τελειώνουν, κάποτε χαμηλώνει το βουνό, μπαίνουμε σε πεδιάδα, κι ανεπαίσθητα, εκεί που έχω πια απελπιστεί, μπαίνουμε και στην πόλη, που χτίστηκε ακριβώς εκεί που το βουνό τελειώνει, από τη χαρά της που το βουνό τελειώνει.
Παθαίνω πάντα ένα σοκ όταν μπαίνω έτσι ανεπαίσθητα σε πόλεις, χωρίς να περάσω από δρόμους τρομερούς σαν την λεωφόρο Αθηνών ή την Καβάλας, όταν βρίσκω μια πόλη έτσι τεμπέλα ανάμεσα σε πράσινο και απλωμένη, με λεωφόρους, με χώρους τελοσπάντων, μια πόλη που ανασαίνει. Έτσι μου φαίνεται το Πλόβντιβ, η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Βουλγαρίας, η οποία έχει συμφιλιωθεί, όπως γρήγορα διαπιστώνω, με το παλιό, ελληνικό της όνομα, και το χρησιμοποιεί σε διάφορα φεστιβάλ και άλλες καλλιτεχνικές ευκαιρίες. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτή η συμφιλίωση, αν σκεφτεί κανείς το αρχαίο ελληνοβουλγαρικό μίσος που το μαθαίναμε από το σχολείο και το εμπεδώναμε στα βιβλία της Πηνελόπης Δέλτα. Εν πάση περιπτώσει, το μίσος τέτοιου τύπου υπάρχει για να ξεπερνιέται και να ανατρέπεται και το μικρό αυτό ταξίδι υπήρξε για μένα ταξίδι τέτοιας ανατροπής και ξεπεράσματος. Όχι πως μισούσα προηγουμένως τη Βουλγαρία, προ πολλού αυτά τα πράγματα είχαν τελειώσει για μένα, κι ας χρειάστηκε να περάσει δεύτερη προσφυγιά η οικογένεια του πατέρα μου από την Ξάνθη, επί βουλγαρικής κατοχής, αλλά τώρα ξεπεράστηκε κι εκείνο το άσπρο χρώμα, εκείνο το κενό που έχουν οι χάρτες της Ελλάδας συνήθως, λες και γύρω της δεν υπάρχει τίποτα.
Φιλιππούπολη λοιπόν, και πριν την κατακτήσει ο Φίλιππος λεγόταν αλλιώς κι ύστερα πάλι άλλαξε και τώρα λέγεται Πλόβντιβ. Ας ελπίσουμε ότι δεν είναι μακεδονική εμμονή η ανάμνηση του ονόματος Φιλιππούπολη, κι ας είχε η Βουλγαρία πλούσιο μακεδονικό παρελθόν, όπως μας θυμίζει ο οδηγός, αν το είχαμε ξεχάσει, αιματηρό και δραματικό, που ωστόσο επίσημα φαίνεται να το ξεπέρασε, εν αντιθέσει με εμάς που το αφήνουμε να μας κρατάει απο τα ποδάρια σα δόκανο.
Μετά από διάφορους κύκλους παρκάρουμε κοντά στο τζαμί Τζουμαγιά, που θα πει «την Παρασκευή» αν καταλαβαίνω καλά. Είναι πολύ μεγάλο, ανακαινισμένο με τούβλα και κονίαμα, κι έχει μπροστά δυο μαγαζιά με ξυλόγλυπτες προσόψεις. Από εκεί ξεκινά ο μεγάλος πεζόδρομος της βόλτας και στο αμέσως επόμενο βήμα, μπροστά στο τζαμί, βλέπει κανείς κομμάτια από τις κερκίδες του ρωμαϊκού Ιπποδρόμου κάτω από τα πόδια του, από δυο ανοίγματα που έχουν αφήσει. Οι εποχές και οι συνήθειες έχουν συμφιλιωθεί εδώ, χάριν του κυρίαρχου παρόντος και των δικών του συνηθειών, των περιπάτων σε πεζόδρομους με μαγαζιά και ωραία κτίρια πρωτίστως.

Το τζαμί Τζουμαγιά
Ο πεζόδρομος της Φιλιππούπολης
Είναι πολύ ωραίος ο πεζόδρομος, ήσυχος, φαρδύς, γεμάτος παράξενα μοντέρνα και αστεία γλυπτά. Δεν περνάνε αυτοκίνητα, ούτε μηχανάκια, ούτε καν ποδήλατα, κι αν έχεις κέφι να κάνεις μια πραγματικά ήσυχη βόλτα, είναι ό,τι πρέπει. Αποφασίζω να μάθω το κυριλλικό αλφάβητο με τη βοήθεια του τουριστικού οδηγού, που όμως έχει παραλείψει τα μικρά γράμματα. Τελικά πάντως τα αποκρυπτογραφησα και αυτά, πριν φύγουμε μπορούσα να συλλβίζω κανονικά λέξεις που δεν καταλάβαινα καθόλου.
Γενικά η κουλτούρα του αγάλματος σε δημόσιους χώρους πρέπει να καλλιεργήθηκε πολύ επί υπαρκτού και ακόμα καρπίζει. Παντού βλέπεις προτομές κι αγάλματα, παλιά ή μοντέρνα, ήρωες, παπάδες, συνθέσεις, κι άλλους ήρωες. Στον πεζόδρομο του Πλόβντιβ υπάρχει ένα παράξενο ξυλόγλυπτο που θυμίζει και καρέκλα και γράφει ΜΡ ΘΕΟΥ όπως οι εικόνες της Παναγίας. Κάθομαι και φωτογραφίζομαι ως μήτηρ θεού, αλλά δεν βγήκε πολύ πετυχημένη η φωτογραφία.
Ξενοδοχεία δεν βλέπουμε μέχρι την άκρη σχεδόν του πεζόδρομου, γι αυτό στο πρώτο που συναντάμε μπαίνουμε μέσα. Είναι ένα ωραίο ανακαινισμένο διώροφο σπίτι, και νοικιάζει ένα δυάρι με κουζίνα και τραπεζαρία 60 ευρώ τη βραδιά, μαζί με πρωινό.

Το ξενοδοχείο που μείναμε
Η ρεσεψιονίστ μιλά ιταλικά. Το κλείνουμε και πάμε στην παλιά πόλη για μπύρες. Έχει λιθόστρωτο με παλιές, μεγάλες και αρκετά φαγωμένες στα πλάγια πέτρες, που κάνει το περπάτημα μαρτυρικό για πόδια σαν τα δικά μου.
Την άλλη μέρα πάντως την περνώ όλη εκεί, να χαζεύω τα αρχοντικά της παλιάς πόλης, αφήνοντας τα πόδια να πονάνε. Σ’ αυτή τη γειτονιά, γράφει ο οδηγός, γεννήθηκε το κίνημα της βουλγαρικής συνείδησης, εδώ στα σπίτια των Κουγιουμτζόγλου μεταξύ άλλων, και Γεωργιάδη. Ελληνικά ονόματα που ξεγελούν, γιατί η αστική τάξη, ενώ θα έπρεπε ως κάτοχος του κεφαλαίου να μην έχει πατρίδα, είναι αυτή που τα επινόησε και τα δημιούργησε τα έθνη και την αρχή των εθνοτήτων, η οποία τόσο πολύ ταλαιπώρησε την Ευρώπη, όπως μπορεί κανείς να θυμηθεί εδώ πέρα καθώς και αλλαχού. Λες και είχε βαλθεί να διαψεύσει ακριβώς αυτή την μαρξιστική αντίληψη και κατηγορία. Δεν έχει λοιπόν πατρίδα το κεφάλαιο, έτσι λέτε; Θα σας δείξουμε εμείς!


Το πιο εντυπωσιακό, με τους περισσότερους τουρίστες, είναι το αρχοντικό Κουγιουμτζόγλου. Στην αυλή πουλάνε κεραμικά, χάντρες, ξύλινα, σουβενίρ πάσης φύσεως, μέσα μια υφάντρα υφαίνει σε μεταξωτό υφάδι με λινό στημόνι. Ψωνίσαμε από τους περισσότερους. Φαίνεται ότι όλοι οι τουρίστες εξαντλούνται από το σπίτι αυτό και τα ψώνια, γιατί σε όλα τα άλλα που πήγα δεν υπήρχε ψυχή.

Το αρχοντικό Κουγιουμτζόγλου

Εντάξει, αστειεύομαι. Οι αστοί ανέλαβαν εδώ, όπως και στην Ελλάδα, όπως και στη Γαλλία και σε όλη την Ευρώπη, να καταργήσουν τους θεσμούς της Φεουδαρχίας και τις αυτοκρατορίες που τους εμπόδιζαν  να δρουν ελεύθερα και να συμμετέχουν ισότιμα στη διακυβέρνηση, αλλά έμπλεξαν με την αρχή των εθνοτήτων κι ακόμα δεν έχουμε βρεί άκρη.
Αν μη τι άλλο αυτοί οι εθνεγέρτες κεφαλαιοκράτες άφησαν μια καλλιτεχνική κληρονομιά φολκλόρ και πολύχρωμη. Και τις προσόψεις ζωγράφιζαν και τους τοίχους, επηρεασμένοι ίσως από τη διακοσμητική μουσουλμανική παράδοση, η οποία στο τζαμί Τζουμαγιά έχει διαπρέψει. Λουλούδια και φύλλα, κι άντε ξανά λουλούδια και φύλλα πάσης φύσεως και χρώματος κάνουν ό,τι μπορούν για να μη γίνει αισθητή η έλλειψη προσωπογραφιών. Τα σπίτια απέξω, με τα χαγιάτια και τα σαχνισιά τους, είναι βαμμένα στα πιο απίθανα χρώματα, μαύρα, ροζ, πορτοκαλί, ριγέ, κόκκινα, ό,τι θέλεις, το καθένα προσφέρει μια ζωγραφιά ή περισσότερες σε κοινή θέα, να μην είναι η βόλτα και η ζωή πληκτική και μονότονη.


Αν κάτι ζήλεψα πάντως ήταν οι μικρές πινακίδες που σε κάθε μνημείο έγραφαν την ιστορία του. Τζαμιά και εκκλησίες μοιράζονται αυτή την ενημέρωση εξίσου με τα αρχοντικά και τα κάστρα, τα χαμάμ, τα παλιά σχολεία, τη ρωμαϊκή αγορά και το ελληνιστικό θέατρο. Η Θεσσαλονίκη, από όπου ξεκίνησα το ταξίδι, δεν έχει τίποτε τέτοιο στο Γενί Τζαμί, ούτε στο Πασά χαμάμ, ούτε στο Αλατζά Ιμαρέτ, ούτε στο Χαμζά Μπέη τζαμί και στο Γενί Χαμάμ, ούτε στη βίλα Αλατίνη που είναι τώρα Νομαρχία, ούτε καν στο Μπέη χαμάμ, που είναι τώρα επισκέψιμο. Εδώ μπορεί να είναι φτωχοί, πρώην κομμουνιστές και απλώς βούλγαροι, αλλά την Ιστορία δεν τη φοβούνται όσο εμείς.


Το ποτάμι στην πόλη είναι ο Έβρος, αλλά τον λένε Μαρίτσα. Είναι πολύ φαρδύς, κι έχουν φτιάξει μια γέφυρα για πεζούς γεμάτη μαγαζιά, όπου περνάς από πάνω του, αλλά δεν μπορείς να δεις το ποτάμι.


Την επόμενη μέρα, περνώντας από την πόλη Ασενοβγκραντ που στα ελληνικά τη λέγαμε Στενήμαχο, συναντήσαμε ένα ντόπιο έλληνα (πώς να τον πω; "ελληνόφωνο", όπως έλεγαν ‘αλβανόφωνους’ τα ελληνικά μέντια τους Αλβανούς του Κοσόβου στον εμφύλιο της Γιουγκοσλαβίας;) γέρο, 82 χρονών, που μας είπε ότι περιμένει την ελληνική υπηκοότητα. Οι άνθρωποι ελπίζουν όσο ζουν, ποτέ δεν παραιτούνται. 'Περιμένω να με βοηθήσει η Ελλάδα' μας είπε ο έρμος, και σκέφτηκα καλά που είναι τόσο γέρος και ίσως δεν προλάβει να καταλάβει ότι η Ελλάδα πλέον, η πρώην υπερδύναμη της περιοχής, δεν μπορεί αυτή την εποχή να βοηθήσει ούτε τον εαυτό της.

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...