Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018

Για ένα όνομα μακρύ

Πολύ μεγάλη επιτυχία η κυριακάτικη διαδήλωση στη Θεσσαλονίκη, με θέμα τη συντόμευση του επίσημου ονόματος της γνωστής γειτονικής χώρας. Επιβεβαιώσαμε ως Ελληνες ότι είμαστε ευαίσθητος λαός, γιατί μερικές φορές η κούραση που μας κυβερνά δίνει άλλη εικόνα. Βαριές εκφράσεις, παραιτημένες, απελπισμένες, ηττοπαθείς. Εχουμε περάσει δύσκολα τα τελευταία χρόνια.
Οικονομική κρίση, μισθοί που συρρικνώνονται, δουλειές που εξαφανίζονται, παιδιά που φεύγουν ή ετοιμάζονται να φύγουν, έξοδα που δεν συμμαζεύονται, μαγαζιά που κλείνουν, ελπίδες που γκρεμίζονται, αλλά να που στο βάθος η ψυχή μένει στητή κι ολόρθη, όπως είχαμε γράψει κάποτε στην έκθεση των εισαγωγικών εξετάσεων στο Πανεπιστήμιο, και μόλις κινδυνεύει το μεγάλο και ωραίο όνομα της γειτονικής βόρειας χώρας, αυτής που ξεφύτρωσε αυθαίρετα ανάμεσα στην παλιά γνωστή και σκληροτράχηλη Βουλγαρία και τη μικρή αγκαθωπή Αλβανία, που τέλος πάντων τις ξέραμε κι από τα πέρσι, αυτής της απολύτως μεσαίας που στο βάθος δεν είναι μικρομεσαία καν, αλλά μικρή και καθόλου τριανταφυλλένια, μόλις λοιπόν αυτή η μπαμπέσα πάει να ονομαστεί από Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, σκέτο Δημοκρατία της Μακεδονίας, ε, όχι, αυτό είναι το όριό μας.
Θ’ αλλάξουν τώρα οι πολιτικές θέσεις των κομμάτων, έλεγαν οι δημοσιογράφοι του ραδιοφώνου, οι πιο κουλ. Δηλαδή φαίνεται πως όχι, δεν θα είναι εύκολο να συντομευτεί το όνομα αυτό, ήταν πολύ μαχητικό το συλλαλητήριο, κάψανε και μια νεοκλασική βίλα του 1899, αλλά ήταν λίγοι ακραίοι αυτοί, όπως εκείνοι στη Μαρφίν τότε, λίγοι ακραίοι που δεν αμαυρώνουν τους υπόλοιπους. Ετσι λένε αυτοί που ξέρουν. Οταν λίγοι ακραίοι δεν αμαυρώνουν τους πολλούς, καλύτερα να μην είσαι με τους πολύ λίγους, αυτούς που είναι μέσα στα καιόμενα κτίρια.
Γιατί θα πεθάνεις φριχτά και χωρίς καν αμαύρωση, χωρίς κανείς να τολμήσει να κάνει ανάλυση, όπως παλιά, για το πώς το πλήθος γίνεται όχλος. Ευτυχώς δεν ήταν κανείς στο κτίριο που κάψανε οι λίγοι ακραίοι στη Θεσσαλονίκη (χωρίς να αμαυρώσουν τους υπόλοιπους, μόνο την πόλη μαύρισαν λιγάκι, σιγά μωρέ, ποιος θέλει τέτοια ερείπια;).
Περίεργο που οι ακραίοι, οι οποίοι μαυρίζουν την πόλη, παίρνουν ζωές ενίοτε, αλλά δεν αμαυρώνουν τα πλήθη (μαγικό πράγμα), διαλέγουν πάντα νεοκλασικά κτίρια να κάψουν. Πρέπει να αναλύσουμε κάποτε αυτή την αρχιτεκτονική προτίμηση, χωρίς να αμαυρώσουμε τα πλήθη, εννοείται.

Πολύ μαύρη η Δευτέρα

Αυτή ήταν και πάει, πέρασε. Η διεθνώς αναγνωρισμένη ως καταθλιπτικότερη μέρα της χρονιάς, η χθεσινή Δευτέρα. Εχουν τελειώσει οι γιορτές, αργούν οι επόμενες, έχει αρχίσει ο χειμώνας, αργεί η αλλαγή της ώρας, οι οικογένειες που είχαν μαζευτεί για τα Χριστούγεννα σκορπίζουν πάλι, κουράστηκε το ανοσοποιητικό, οι φίλοι δεν τηλεφωνούν επαρκώς. Περιμένουν κι αυτοί κάποιος να τους τηλεφωνήσει.
Οι φίλοι, αυτός ο νέος θεσμός, η ανακάλυψη του αιώνα, δεν μπορεί να βρει τελετές και να τις καθιερώσει. Μερικοί μαζεύονται κάθε Τρίτη και παίζουν χαρτιά, άλλοι τρώνε έξω τις Παρασκευές, αλλά την καταθλιπτική Δευτέρα την έχουν αφήσει λυτή να βασανίζει τους μοναχικούς και τους συνεσταλμένους.
Δεν είχε αρχίσει η μέρα να μεγαλώνει; Τι έπαθε και πάλι μίκρυνε; Το στολισμένο έλατο δεν έμεινε άθικτο για να μη μελαγχολήσουμε; Τότε γιατί με τα φωτάκια του ακόμα αναμμένα προκαλεί θλίψη; Και να υπάρχουν γύρω μας τόσοι αντιπερισπασμοί, ολόκληρο πολυνομοσχέδιο με χιλιάδες σελίδες, να μεταδίδεται από τα ΜΜΕ η συζήτηση στη Βουλή, τα πάντα όλα λύνονται σε τρεις ημέρες κατά τας Γραφάς, απεργία στα άλλα ΜΜ, τα ΜΜΜ, να αποκτήσει η διαδρομή στην πόλη ενδιαφέρον, ζωντάνια.
Γιατί άλλο να τρέχεις να προλάβεις ένα μετρό, ένα λεωφορείο που ξέρεις ότι θα περάσει, έστω και στριμωγμένος, έστω και καθυστερημένος, είσαι μέσα στη ρουτίνα, το μυαλό σου τρέχει αμέσως αλλού και πού αλλού θα τρέξει μέρα που 'ναι, παρά στη μελαγχολία;
Ενώ με την απεργία πρέπει να παλέψεις για κάθε μέτρο που κατακτάς στην άσφαλτο ως οδηγός ή επιβάτης ταξί ή πεζοπόρος, δεν περισσεύει χρόνος για σκέψεις υπαρξιακές και μαύρες. Οπότε κανονικά η Blue Monday, η μελαγχολική Δευτέρα, δεν πιάνει σε τούτα 'δω τα μάρμαρα, στον χαρούμενο και κάπως υστερικό Νότο.
'Η δεν θα έπρεπε να πιάνει, τέλος πάντων. Ακόμα και το «Μακεδονικό», όμως, που αναβιώνει ως ευχάριστη φαγούρα με αναμνήσεις από το ένδοξο παρελθόν, τότε που ήμαστε υπερδύναμη των Βαλκανίων, το κέντρο της οικονομίας τους και των πολιτικών ελπίδων ολονών τους και τους κρατούσαμε στο χέρι, αχ! μήπως τίποτε δεν άλλαξε, να καταθέσουμε ξανά απόψεις για το όνομα των άλλων, σαν να μην πέρασε μια μέρα, ακόμα κι αυτό δεν καταφέρνει να μας ανεβάσει όπως κάποτε, διότι πέρασαν πολλές μέρες, αυτό είναι το ζήτημα, η μαυρίλα, η μελαγχολία.
Ουφ! πέρασε πια, ευτυχώς.

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

Η ταξιδιώτισσα

Η ταξιδιώτισσα
Δύσκολη μέρα σήμερα και να προσέχετε τις τσάντες σας, έλεγαν οι πωλήτριες στο πολυκατάστημα. Πρώτη επίσημη μέρα των εκπτώσεων, ουρά στα ταμεία,  πωλήτριες πιεσμένες, πελάτισσες πιεστικές, διάχυτη αγωνία να βρεθεί το κομμάτι το καλό και συμφέρον. Είχα καιρό να το ζήσω, και προσπαθώντας να συγκεντρωθώ να δω κι εγώ την πραμάτεια, σα να πλησίασε και να με πήρε από τους ώμους μια θεία αγαπημένη που έχω χάσει από δεκαετίες, και που της άρεσε πολύ να ψωνίζει στην Αθήνα.
Σε άλλη περίπτωση θα έκανα μεταβολή να φύγω βλέποντας  τόσες γυναίκες να φωνάζουν ταυτόχρονα, νευρικές και γκρινιάρες, αλλά έμεινα  να ψαχουλεύω κρεμάστρες και ράφια. Δεν θυμάμαι αν είχαμε πάει ποτέ μαζί για ψώνια με τη θεία, μιλούσε όμως πολύ με τη μητέρα μου, η οποία μάλλον βαριόταν, και προσπαθούσε να της μεταδώσει γνώσεις, τον ενθουσιασμό της και τα συμπεράσματα της. Ταξίδευε από την επαρχία  για να ψωνίζει στις εκπτώσεις, οργανωμένα και πολύ σοβαρά, έκανε έρευνα αγοράς, συγκρίσεις, παρατηρήσεις, τηλεφωνήματα, ολόκληρη εκστρατεία. Κυρίως μετέδιδε την ευφροσύνη της για το ταξίδι, τη χαρά της που μπορούσε  να ψωνίζει στην Αθήνα. Ήξερε τι έφτιαχνε ο τάδε, τι έραβε η δείνα, τι εισαγωγές υπήρχαν κι απο πού, ξεχώριζε ποιότητες. Έψαχνε συγκεκριμένα πράγματα, αλλά ήταν ανοιχτή στις προτάσεις, στους νεωτερισμούς, αλλιώς τι νόημα είχε να έρχεται στην πρωτεύουσα;
Θες η συζήτηση για την Αθήνα του 60, εποχή που άξιζε τη μετακίνηση, θες οι γιορτές που μας βυθίζουν στη νοσταλγία, με συνόδεψε ολοζώντανη η γλυκιά μου η θεία, και με συμβούλευε ακούραστα ό,τι κι αν ψηλάφιζα, με οδηγούσε σοφά και μετρημένα. Δεν έχασε στιγμή την  πρωταρχική χαρά, το βαθύτερο χαμόγελο, πίσω από το αυστηρό ύφος που έπαιρνε ενίοτε, μα όχι αυτό, δεν σου πάει, όχι ετούτο, ακριβά τα έχουν, ποικιλία γιοκ, δεν υπάρχει αυτό που ψάχνεις. Και πίσω από το περισπούδαστο ύφος των γνώσεων που συστηματικά συσσώρευε και των πληροφοριών που ακούραστα μάζευε, συνέχεια τα ματάκια της έλαμπαν, μα για δες τι σπουδαία πράγματα σκέφτονται οι υφαντές, τι φτιάχνουν οι σχεδιαστές, τι συνδυάζουν οι ράφτες, κι οι έμποροι πόσο σπουδαία τ' αραδιάζουν, τι θαυμάσια που είναι η Αθήνα, όλα τα έχει, τα πάντα βρίσκεις εδώ, φτάνει να έχεις παραδάκι βέβαια, κατέληγε στη γνωστή επωδό. Ή πιστωτική κάρτα και άτοκες δόσεις, αλλά αναρωτιέμαι αν πρόλαβε αυτά τα θαύματα.  
Βγήκαμε στην Ομόνοια, δεν κατάλαβε τίποτε από την αλλαγή του τοπίου, τους ταξιδιώτες πολύ σκληρών και πανάκριβων μετακινήσεων, τους ξένους και τους χαμένους, τους κυνηγημένους, τους αιτούντες άσυλο και μη ευρήσαντες.  Μπήκαμε αγκαλιά στο λεωφορείο, κρατούσε σφιχτά τη σακούλα με τα ψώνια μου, με πήγε σπρώχνοντας ελαφρά, σα να ήμουν κουρασμένο παιδί, μέχρι το σπίτι.


Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2018

Παρενόχληση και φλερτ

Τώρα που πια κανείς δεν μας παρενοχλεί, το θέμα είναι πώς φλερτάρουμε.
Η χειρότερη σεξουαλική παρενόχληση που υπέστην, επί σειρά ετών, κυκλοφορώντας στην Αθήνα με τα πόδια, σε παιδική ηλικία, μάλιστα, μετά τα δέκα, ήταν ότι δεν μπορούσα να κάνω ένα βήμα και να μη με πλησιάσει κάποιος σιχαμένος και ν' αρχίσει να ψέλνει στ' αυτί μου φριχτές ανοησίες που υποτίθεται ότι ήταν σεξουαλικές. Κάθε μέρα, για χρόνια, επί ώρες. Αν το έλεγα στους γονείς μου, θα απαγόρευαν τις βόλτες, δεν ήξερα τι να κάνω, συχνά φοβόμουν, πάντα έπρεπε να πηγαίνω από δρόμους με κόσμο, πάντα ασφυκτιούσα. Αραίωσε και σταμάτησε καθώς μεγάλωνα. Αυτοί που το έκαναν αυτό, πάρα πολλοί, όλων των ηλικιών, διάλεγαν το στόχο, το νεαρό, μόνο, άβγαλτο κι ανυπεράσπιστο θηλυκό.
Χρόνια αργότερα, μια μέρα που κατέβαινα τη Σόλωνος αεράτη, κάποιος είπε καθώς περνούσα δίπλα του:
"Μα τι όμορφο που είσ' εσύ!" και μου άρεσε τόσο που δεν το ξεχνάω. Καμία σχέση με κείνη την κολλώδη, απελπιστική κατάσταση που έζησα στην εφηβεία.
Υπάρχει δηλαδή μια ηλικία, κάποιο στάδιο που οι έφηβοι είναι υπερβολικά ανυπεράσπιστοι. Κι όχι μόνο στο δρόμο, προφανώς, κι όχι πάντα προστατευμένοι από το πλήθος. Αν εκείνη την εποχή γίνονταν αυτές οι συζητήσεις, θα είχα περισσότερο θάρρος, δεν θα φοβόμουν μην κατηγορηθώ για όσα τραβούσα επειδή γινόμουν γυναίκα, θα μπορούσα να πω και καμιά πληρωμένη απάντηση. Αυτοί που υποφέρουν όμως δύσκολα έχουν πρόσβαση σε αμυντικά μέσα, το ξέρουν οι επιτιθέμενοι.
Αλλά όπως είπα, όλ' αυτά είναι περασμένα μεγαλεία και αθλιότητες, για τη σειρά μου. Τώρα που κανείς δεν μας παρενοχλεί, το θέμα είναι πώς φλερτάρουμε. Διότι δεν έχουμε ξοφλήσει, κι αυτό είναι η μεγάλη είδηση που φτάνει στο κοντρόλ από τους ανταποκριτές στις χώρες της ευημερίας και της μακροζωίας.

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018

Σακούλες

Στο σούπερ μάρκετ, πρώτη μέρα που χρεώνονται οι πλαστικές σακκούλες, ένας τύπος θυμώνει πολύ μόλις τον ρωτά η ταμίας αν θέλει σακκουλίτσα.
-Σιγά να μην πληρώσω και τη σακκούλα, φωνάζει δυνατά, δεν φτάνει που μου παίρνουν και μου κόβουν απ’ όλες τις μπάντες, θα πληρώσω και τη σακκούλα; Δεν είμαστε καλά μου φαίνεται! Ε όχι κύριε, δεν θα με πιάσεις κορόιδο εμένα!
Έχει φέρει μαζί του δυο μεταχειρισμένες σακούλες σούπερ μάρκετ και τις ξεδιπλώνει περήφανα να μας δείξει πόσο αποφασισμένος είναι να μην τον πιάσουν κορόιδο. Είναι κάπως ετοιμόρροπες οι σακούλες, ίσως δεν φτάσουν μέχρι το σπίτι του. Τις γεμίζει συνεχίζοντας να φωνάζει:
-Σώνει και καλά να με κάνουν εμένα ευρωπαίο με το ζόρι. Βρε δεν πάτε στο διάολο, ουστ από κει, που θα με κάνετε εμένα ευρωπαίο! Αντε στα κομμάτια, στα τσακίδια, εγώ θα γίνω ευρωπαίος ρε;
Δίπλα του στέκεται η γυναίκα του, κοντή και στραβοχυμένη γυναικούλα, που έχει περάσει τη ζωή της να ετοιμάζει παραπανίσια γεύματα κι έχει απλώσει απ’ όλες τις πλευρές σα να την έχουν ζουπήξει. Εκείνος όμως είναι ευθυτενής, ολόισια η πλάτη, και σηκώνει μια πελώρια κοιλιά με περηφάνια. Στο στόμα του έχει ένα μόνο δόντι, το πρόσωπο είναι κατακόκκινο, η φαλάκρα τόπους τόπους φιλοξενεί απρόσμενες τούφες μαλλιών, το δέρμα στα μπράτσα και στο στήθος είναι ερεθισμένο, φορά κοντομάνικο μέσα στο χειμώνα, μια μπλούζα ταλαιπωρημένη σαν τις σακκούλες του, κι αγορεύει με φωνή μπάσα, πάλι καλά δηλαδή, τουλάχιστον δεν τρυπάει τ’ αυτιά, πόσο πολύ τον προσβάλει η απόπειρα να του κλέψουν την πολιτιστική ταυτότητα.

Είναι τόσο γκροτέσκο που σε σκηνή του σινεμά θα λυπόσουν το σκηνοθέτη. Ωστόσο το ζω σε απόσταση αναπνοής, είμαι πίσω του στο ταμείο, και με κοιτάζει τώρα και αυτός και η πωλήτρια περιμένοντας ίσως κάποιο σχόλιο, κάποιο χαμόγελο κατανόησης ή συμπαράστασης. Το πρόσωπο μου μένει απολύτως ανέκφραστο, γρανιτένιο. Περιμένω να φύγουν και προχωρώ με τη γερμανική μου αναδιπλούμενη σακουλίτσα, που τη χρησιμοποιώ χρόνια τώρα στα ψώνια. Τώρα πια δεν θα την ξεχνάω ποτέ. Παίρνω τα ψώνια μου χωρίς σχόλιο. Δεν μπορεί κανείς να σε κάνει ευρωπαίο, φωνακλά, σκέφτομαι. Και δεν θέλει καν. Ποια δύναμη θα αλλοίωνε μια τέτοια προσωπικότητα; Θα συνεχίσεις να πετάς τα σκουπίδια σου όπου νά' ναι, να οδηγείς επικίνδυνα, να καπνίζεις εκεί που απαγορεύεται τα λαθραία σου τσιγάρα, αλλά θα πληρώνεις τις σακούλες σου στο εξής, τέσσερα λεπτά τη μία.  Αν καταφέρουμε να ισχύσει ο νόμος αυτός, και δεν τον κουρελιάσουμε σαν τον άλλο για το κάπνισμα. Αλλά κάτι βγάζει και το κράτος απ' αυτό, οπότε σε βλέπω να χάνεις.

Γιορτάζουμε τη συνείδηση του χρόνου


Πέρσι τέτοια μέρα κάναμε πάλι μπάνιο στη θάλασσα, λέει ο γιος μου, και μου δείχνει τη φωτογραφία. Εκείνοι, οι νέοι και γενναίοι, όχι εγώ. Και πρόπερσι, συμπληρώνει ο άλλος, και πριν από τρία χρόνια! Πόσα χρόνια κάνουμε μπάνιο την Πρωτοχρονιά;
Ψάχνουν στο κινητό τις αναμνήσεις, αλλά είναι σίγουροι ότι το έχουν καθιερώσει. Οπως το τραπέζι της παραμονής των Χριστουγέννων με το ρεπερτόριο των τραγουδιών που ξεκινά από τις παρτιτούρες της γιαγιάς, προπολεμικές εκδόσεις Γαϊτάνου, και φτάνει ώς τα τραγούδια που τους συγκίνησαν τους τελευταίους μήνες και τα βρίσκουν κι αυτά στο κινητό με νότες, και βάζουν στο πιάνο την ταμπλέτα και τα παίζουν επί τόπου.
Κάθε χρόνο ένα με δυο τραγούδια μπαίνουν στο σώμα των παλιών για να συντονίζεται το παρόν με το παρελθόν. Το μεγάλο στερεοφωνικό που κάποτε έπαιζε δίσκους την ώρα που μαγειρεύαμε έχει χαλάσει από καιρό, αλλά βολευόμαστε με τα κομπιούτερ και τις κιθάρες.
Επανάληψη των τελετών, των φαγητών, των τραγουδιών, των συνηθειών, που σημαδεύει τις γιορτές στο τέλος του Δεκέμβρη. Και κάλαντα, ανελλιπώς, μας ξέρει η γειτονιά πια, βλέπουμε τα παιδιά να μεγαλώνουν, κάθε χρόνο τους βάζω κορδελίτσα στο τριγωνάκι, να πάλλεται σωστά τους εξηγώ, και την επόμενη φορά έρχονται πάλι χωρίς, γιατί όλα πρέπει να ξαναγίνουν. Μια φορά φτιάξαμε μελομακάρονα δικά μας, αλλά κάθε χρόνο αγοράζουμε από τους φούρνους και συγκρίνουμε, οπότε επανήλθαμε στην παλιά συνήθεια.
Επαναλήψεις που σημαδεύουν το δύσκολο χειμερινό ηλιοστάσιο. Δεν είναι μόνο ο θεός που γεννιέται μία από τις νύχτες που οι άνθρωποι χρειάζονται παρηγοριά, είναι και το φως που ξανάρχεται αργά αργά, είναι η κοινότητα που θυμάται την ύπαρξή της, που χωρίς αυτήν δεν υπάρχουμε, δεν είμαστε άνθρωποι. Βαρετή ίσως, απαιτητική, κουραστική, άδικη και κατώτερη των προσδοκιών, αλλά υπαρξιακά απαραίτητη.
Κι αυτό που γιορτάζει, σκέφτομαι καθώς ακόμα ψάχνουμε στο κινητό ίδιες φωτογραφίες των περασμένων γιορτών, είναι η κυριαρχία μας πάνω στον χρόνο, των ανθρώπων.
Γιορτάζουμε σαν να τον νικήσαμε, επειδή επαναλαμβάνουμε τα ίδια, κι επειδή μετράμε και νομίζουμε πως προχωράμε. Γιορτάζουμε σαν να τον κατέχουμε, ενώ ξέρουμε ότι δεν είναι έτσι, εκείνος μας κατέχει και είναι πάντα ο τελικός νικητής. Γιορτάζουμε που έχουμε συνείδηση του χρόνου, αυτό κερδίσαμε μόνο. Υπάρχουμε επειδή ξέρουμε να μετράμε και να βλέπουμε τους κύκλους να κλείνουν. Δεν είναι και μικρό πράγμα.
Καλή χρονιά.

http://www.efsyn.gr/arthro/kali-hronia-0

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2018

Παγωμένα νερά

Κάτι άκουσα στο πρωινό ραδιόφωνο για Τούρκους αιτούντες άσυλο στις Οινούσσες. Τι άχαρη λέξη αυτή, «αιτούντες». Δεν κάνει να πούμε ικέτες, φαντάζομαι, γιατί είναι συναισθηματικά φορτισμένο, θυμίζει και αρχαία τραγωδία και χρησιμοποιεί υπέρ των αιτούντων αθέμιτα μέσα, έτσι δεν είναι;
Σαν τα τραγούδια του Θεοδωράκη επί χούντας, ας πούμε, που βάρυναν πολύ στην απόφαση τότε των Γάλλων πολιτικών να τον ελευθερώσουν από την ελληνική χούντα με ελικόπτερο. Ενώ οι άλλοι δεν είχαν ελικόπτερο. Επρεπε να πάνε με δικά τους μέσα στη Γαλλία ή την Ιταλία ή τη Γερμανία ή όπου αλλού μπορούσαν. Τους έδιναν άσυλο όμως, έστω κι αν δεν είχαν γράψει τραγούδια, ούτε ταξιδέψει με ελικόπτερο.
Εμείς είναι που έχουμε εύθραυστες διπλωματικές σχέσεις με την Τουρκία, γι' αυτό δεν τους πολυθέλουμε τους αιτούντες. Δηλαδή θέλουμε μόνο την κούρσα εξοπλισμών, τις αναφορές παραβιάσεων του φιρ και του κεφίρ (όπου κεφίρ κάθε παράλειψη αναφοράς σε ελληνικό παρελθόν των μικρασιατικών ερειπίων, πρόκειται για βαλκανικό όρο) τέτοια πράγματα. Γι' αυτό και τους άλλους ικέτες τούς έχουμε στη φυλακή, να δουλεύει και η αποθάρρυνση. Μη νομίζουν ότι θα έρθουν εδώ και θα μένουν σε στρατόπεδα υποδοχής προσφύγων, με όλα τα κομφόρ.
Ολα τα διπλωματικά τα πράξαμε σχολαστικά εν ολίγοις κι είναι παράξενο που επιμένουν μερικοί να καταφτάνουν για να ζητήσουν πολιτικό άσυλο. Νομίζουν ότι αρκεί να περάσουν έναν παγωμένο πορθμό με φουσκωτό κι έφτασαν στην Ευρώπη, με τις δημοκρατίες της και με τα ωραία της. Δεν βλέπουν εμάς, που τόσα χρόνια προσπαθούμε να ανήκουμε στη Δύση και με τίποτε δεν τη χωνέψαμε, να καθίσουν στ' αυγά τους;
Πέρασε το πρωινό, έψαξα στις εφημερίδες με φόβο, ας μη δω ότι τους γύρισαν πίσω, θεούλη μου, όλα αντέχονται αλλά έχουμε και όρια, κι ευτυχώς δεν είδα τίποτε. Μπορεί να ήταν παραίσθηση, φέικ νιουζ, ανυπόστατες διαδόσεις.
Μπορεί να ήταν γαλάζια κρουαζιέρα δημοσίων υπαλλήλων της γείτονος (μία είναι η γείτων) που θέλουν να διαπιστώσουν αν στην Ευρώπη η μέρα μεγαλώνει γρηγορότερα κι η νύχτα ντρέπεται να πέσει νωρίτερα. Αλήθεια, γαλάζιες κρουαζιέρες τα λένε αυτά τα ταξιδάκια εξερεύνησης, μην πάει το μυαλό σας στα δικά μας κλισέ, αυτοί έχουν άλλα.
Αδικα αγωνιώ, προφανώς. Αφού ξέρω ότι δεν γίνονται αυτά, δεν θα διώξουμε τους ικέτες, είμαστε Ευρώπη, ό,τι και να λέμε. Μπορεί να ζοριζόμαστε λιγάκι, να ξινίζουμε, να τους βάζουμε φυλακή, γιατί πού αλλού να τους βάλεις; Αλλά το καθήκον μας το ξέρουμε.
http://www.efsyn.gr/arthro/pagomena-nera 

Ιπτάμενες γιαγιάδες

  Σηκώνω το εγγόνι μου αγκαλιά να πάμε στην αλλαξιέρα και καθώς το μικρό του βάρος πλημμυρίζει το σώμα μου, προφέρω ασυναίσθητα τις χαϊδευτι...