Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

Γκρίνια στο πάρκο

Στο facebook η ομάδα Πεδίον του Άρεως γκρινιάζει για το χριστουγεννιάτικο παζάρι, που έχει προϊόντα μαϊμούδες και πράγματα ευτελή, τάπες σιφονιών πχ. και παρόμοια. Απο κάτω πολλά σχόλια συμφωνούν, τα βάζουν με την Περιφέρεια, τι αίσχος το παζάρι αυτό, τι ευτέλεια.
Περνάω κάθε μέρα απο κει και ούτε μένα μου αρέσει η σειρά πάγκων με φτηνές κάλτσες και βρακιά, αλλά τουλάχιστον περνάω. Νύχτα και μπορώ να περάσω, το πάρκο μένει ανοιχτό και φωτισμένο. Αυτό το εκτιμώ. Κι ο κόσμος κυκλοφορεί, υπάρχει παγοδρόμιο για τα παιδιά, νοικιάζουν ποδήλατα, πουλάνε λουκουμάδες. Απ΄την ερημιά και το σκοτάδι είναι καλύτερα. Εξάλλου οι πάγκοι βρίσκουν πελατεία. Δεν μπορεί όλοι να είναι στο επίπεδο αισθητικής που εγκρίνουν τα στελέχη ομάδων με δυνατότητα έκφρασης. Άσε που οι τάπες σιφονιών είναι χρησιμότατες και δυσεύρετες, απολύτως απαραίτητες δε σε συνθήκες κατοικίας όπως οι αθηναϊκές.
Κυρίως με ανατριχιάζει η γκρίνια. Σαν στάση η κατεδαφιστική κριτική δεν ωφέλησε το πάρκο τα τελευταία τριάντα χρόνια. Στην αρχή κάποιοι άλλοι σύλλογοι γκρίνιαζαν για το Φεστιβάλ Βιβλίου, τότε που γινόταν Φεστιβάλ. Αλλοιωνόταν η φύση. Υστερα γκρίνιαζαν για την έκθεση φυτών, που γινόταν δυο φορές το χρόνο και μπορούσες ν' αγοράσεις ωραιότατες φτηνές γλάστρες, ερχόταν κόσμος απ' όλη την Αθήνα. Έδιωξαν με τη γκρίνια και τις πολιτικές πιέσεις που ασκούσε η γκρίνια τους την έκθεση βιβλίου και την έκθεση φυτών. Ύστερα έδιωξαν και τα παζάρια. Από την πολλή φυσική αγνότητα το πάρκο ερημωσε και προσφέρθηκε για τόπος αγοραπωλησίας ναρκωτικών. Τι να κάνουμε; Δεν είμαστε τύποι που παίρνουμε το κολατσό μας στα γρασίδια.
Να θυμήσουμε γι αλλη μια φορά ότι οι πρώτοι διδάξαντες των εξώσεων ήταν Τρίτσης και Μελίνα με τα θέατρα, να μείνει το πάρκο στο λαό αμόλυντο. Ο διωγμός των δραστηριοτήτων άρχισε από το 80, και θα έπρεπε να έχουν βάλει όλοι μυαλό βλέποντας τα αποτελέσματα. Αμ δε. Συνεχίζουν να ονειρεύονται εξώσεις.

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

Παιδιά υπάρχουν

Καμιά φορά αναρωτιέμαι εδώ στη γειτονιά μήπως ζούμε σε παράλληλο σύμπαν με διάφορους πολιτικούς ανησυχούντες για το μέλλον της χώρας, κυρίως επειδή διατείνονται ότι συμπεριλαμβάνεται και το δικό μας στην αγωνία τους. Υπογεννητικότητα, φωνάζουν και θρηνούν, οι έλληνες δεν κάνουν παιδιά! Το ασφαλιστικό θα τιναχτεί στον αέρα, πράγμα που νομίζω έχει ήδη συμβεί, θα σβήσουμε από το χάρτη ως χώρα, η γλώσσα μας θα χαθεί, κι ένα σωρό κακά θα συμβούν ακόμα.
Ομολογώ ότι εδώ και δεκαετίες ανατριχιάζω όταν ακούω για υπογεννητικότητα. Η ανθρωπότητα πάσχει από υπερπληθυσμό, κι αυτό είναι τόσο φοβερό που μάλλον δεν μπορούμε να το αναλογιστούμε, κι ίσως γι αυτό αντί να το αντιμετωπίσουμε, μιλάμε για υπογεννητικότητα, σα να παίρνουμε κάποιο ναρκωτικό που θα μας βοηθήσει να μην το σκεφτόμαστε. Γιατί πώς να το σκεφτείς, πώς να το αντέξεις; Όταν για κάθε παιδί χαίρεσαι, όταν πιστεύεις ότι κάθε παιδί δικαιούται να ζήσει, πώς να βρεις τρόπο να μιλήσεις για λιγότερα παιδιά; Είναι τραγική η στιγμή, η συνείδηση του πού ανήκουμε, η ανθρωπότητα εν τέλει. Οπότε μπορεί να παρηγορεί αυτή η αγκύρωση στο δικό μας εθνικό πρόβλημα, το ασφαλιστικό μας πρόβλημα, ένα πρόβλημα εν ολίγοις επινοημένο, ότι οι Ελληνίδες και οι Ευρωπαίες γενικά, δεν κάνουν παιδιά αρκετά να αντικαταστήσουν τον ομόφυλο, ομόγλωσσο, ομόχρωμο πληθυσμό της, κι αλίμονο στο μέλλον.
Στο μέλλον που θα έχει πολλά χρώματα, με μεγαλύτερο τονισμό στο σκούρο και το ασιατικό. Είναι μοιραίοι και αναπόφευκτο. Όσο κι αν προτιμάμε το λευκό και το γαλανομάτικο, το ξανθό και το ψηλό κι αδύνατο, τα πολλά παιδιά τα κάνουν οι φτωχές γυναίκες της Αφρικής και της Ασίας. Κι έρχονται και κατά δώ κατά χιλιάδες, προσωπικά αντικρίζω καθημερινά ένα σωρό στα δρομάκια της γειτονιάς που πριν τριάντα χρόνια είχε απομείνει μόνο με γέρους. Παιδιά υπάρχουν, αν φαίνεται μεγάλη σπατάλη να νοιάζεται το κράτος για την εκπαίδευση και τη φροντίδα τους, προσηλωμένο στην παραγωγή γνήσιων ελληνοπαίδων, τόσο το χειρότερο για την προσαρμογή ολλωνών μας. Γιατί έχει αποδειχτεί, οι γυναίκες σε χώρες ανεπτυγμένες θα κάνουν όλο και λιγότερα παιδιά. Η μόνη ελπίδα για το μέλλον, που κάποτε θα μοιραστούμε, είναι ό,τι μας οδηγεί τώρα σε απελπισία, οι φτωχές χώρες που αναπτύσσονται. Οι γυναίκες εκεί να λύσουν το πρόβλημα του υπερπληθυσμού όπως εμείς, κάνοντας λιγότερα παιδιά.

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

Καλαμάκια και μπατονέτες



                 Δεν θυμάμαι πια, πού ακριβώς θα καταργηθούν τα πλαστικά καλαμάκια για λόγους περιβαλλοντικούς, στη Μεγάλη Βρετανία ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Ο Κάρολος και η Καμίλα στην Αθήνα είχαν πιει το κοκτέιλ τους χωρίς καλαμάκι, οπότε μάλλον της δικής τους χώρας την ιδέα διαφήμιζαν. Εκεί θα κυκλοφορούν πια μόνο καλαμάκια από φυσικά υλικά, χάρτινα, μπαμπού, και αντίστοιχες μπατονέτες αυτιών, για λιγότερο πλαστικό
                Είχα μόλις επιστρέψει από το Λονδίνο, όπου είχα λίγο τρομάξει από τις ποσότητες πλαστικών συσκευασιών που έβλεπα να συσσωρεύονται σε κάθε καλάθι του Δήμου σε χρόνο μηδέν. Κάθε σάντουιτς, κάθε βιαστικό καφεδάκι, κάθε μπισκότο, κάθε ποτηράκι νερό, κάθε ώρα και στιγμή ανθρώπων που δουλεύουν όλη τη μέρα και κυκλοφορούν στους δρόμους, προσφέρεται σε ασφαλή πλαστική συσκευασία. Απομονωμένο από τα μικρόβια, από τα ανθρώπινα χέρια, από τη σαπίλα των γειτονικών προϊόντων, το κάθε φαγάκι, η κάθε μπουκίτσα άμεσης κατανάλωσης παραδίδεται στο δικαιούχο έναντι μικρού ποσού, κι αμέσως το σελοφάν, το πλαστικό, σκληρό, μαλακό, διαφανές ή χρωματιστό, είναι για πέταμα και πάει να βρει το σωρό των άλλων στο καλάθι του Δήμου.
Περπατάς στους πολύβουους δρόμους ανάμεσα σε βουνά πλαστικού, που υψώνονται κάθε τόσο, και θαυμάζεις την ανθρώπινη άνεση και αδιαφορία στη γυαλιστερή τους όψη. Ο νεαρός εργαζόμενος σκληρά πληθυσμός του Λονδίνου ίσως δεν έχει χρόνο να χαζεύει ντοκιμαντέρ που δείχνουν χελώνες να πνίγονται από πλαστικές σακκούλες και σωρούς πλαστικού στην καρδιά του Ειρηνικού που έχει μαζευτεί εκεί από τα ρεύματα, οπότε μπορεί να συνδυάζει λιγότερο από μας τους συνταξιούχους περιπατητές τις εικόνες των ξέχειλων καλαθιών και των μολυσμένων θαλασσών. Κάποιοι τέτοιοι τύποι σαν εμάς θα είναι μάλλον οι νομοθέτες που αποφάσισαν να ξεκινήσουν την καταπολέμηση του πλαστικού μιας χρήσεως από τις μπατονέτες και τα καλαμάκια.
                Μακριά από μένα η υποψία σαρκασμού. Το θεωρώ πολύ σπουδαίο σαν ιδέα να ξεκινήσει κανείς την καταπολέμηση του πλαστικού από κάτι τόσο λεπτό και διακριτικό όπως αυτά τα δυο είδη. Αν η δυνατότητα του ανθρώπου να ευαισθητοποιηθεί για το περιβάλλον κυμαίνεται από το πάχος της μπατονέτας ως το πάχος που έχουν τα καλαμάκια για κοκτέιλ, αντίστοιχη είναι και η ελπίδα για την αρμονική  συμβίωση με τις φάλαινες στη θάλασσα και τα ζώα της ζούγκλας στη στεριά.



Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018

Ιστορίες με κάστρα

Από πού βγαίνει η λέξη ευγένεια; Από τους ευγενείς. Οι οποίοι ευγενείς είναι αυτοί που ανήκουν σε καλό γένος. Το ευ σημαίνει καλό, το ξέρουμε, και το γένος επίσης ξέρουμε τι σημαίνει. Τι είχαν δηλαδή αυτοί από καλό γένος που οι άλλοι δεν το είχαν; Είχαν κληρονομικά δικαιώματα σε πύργους, τίτλους, προσόδους και την υποχρέωση να πολεμούν στο πλευρό του βασιλιά όταν τους καλούσε. Φεουδαρχικό σύστημα της μεσαιωνικής Ευρώπης, που το μαθαίνουμε κυρίως από παραμύθια, σίριαλ και ταινίες, πράγματα που μας αρέσουν, και το ξέρουμε καλά. Προνομιούχοι δηλαδή ενός σκληρού συστήματος μιας σκληρής εποχής.
Κι απ’ αυτούς βγήκε η ευγένεια; Δεν είναι παράδοξο; Πάντα απορούσα. Ωστόσο φαίνεται ότι ακριβώς επειδή είχαν αυτά τα προνόμια οι φεουδάρχες του Μεσαίωνα, είτε από πλήξη είτε από φιλοδοξία είτε από ανάγκη να τα δικαιώνουν ή να απομονώνονται απλώς από τους πολλούς, δημιούργησαν τρόπους συμπεριφοράς για να ξεχωρίζουν. Μεγάλη επιτυχία οι τρόποι αυτοί, χρυσοί και πλατινένιοι δίσκοι.
Ολος ο κόσμος άρχισε να τους αντιγράφει, με αποτέλεσμα τόσους αιώνες μετά να θεωρούνται δυνατότητα των πάντων, σε μερικά μέρη μάλιστα και απαραίτητος κώδικας συμπεριφοράς προς τους συνανθρώπους. Ακόμα και στην Ελλάδα συμβαίνει να συναντάμε ανθρώπους ευγενείς με τη σημερινή έννοια, μάλιστα εμείς εδώ έχουμε τη χαρά να απολαμβάνουμε τέτοιες συναντήσεις βαθύτερα από άλλους λαούς, ακριβώς όπως απολαμβάνουμε τα χιόνια, τους ανοιχτούς δρόμους στο κέντρο της πόλης και τους μάστορες που δεν σε στήνουν: επειδή είναι κάτι σπάνιο.
Μικρό παράδειγμα αυτό για τη χρησιμότητα των ελίτ στις κοινωνίες. Δεν είναι για πέταμα όλα, συγκρατήστε τους λίθους σας, κι ο αναμάρτητος που ποτέ δεν πόθησε να ανέβει κοινωνικά, να βελτιώσει την όψι και τον νου του, να απολαύσει σε βάθος ελεύθερο χρόνο, τέχνες και πνευματικές δημιουργίες, όποιος έχει πλήρη ικανοποίηση από τις αξίες και τις δυνατότητές του και δεν χρειάζεται στ’ αλήθεια τίποτε άλλο, δεν έχει καμιά φιλοδοξία, δεν μπορεί να διδαχτεί, δεν ελπίζει να γνωρίσει κάτι καλύτερο, να κλέψει ιδέες και εικόνες από τους προνομιούχους που τις χαίρονται, να ερωτευτεί και να παθιαστεί από τα δύσκολα, αυτός ο ασκητής που φτύνει στα μούτρα κάθε πολυτέλεια κι επίδειξη αφελή και ομορφιά προκλητική, αυτός πρώτος βαλέτω. Αν σώνει και καλά θέλει δηλαδή. Κι αν το επιτρέψουμε.
 

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018

Πτυχίο Δημοτικού



Γράφτηκαν πολλά για την καθαρίστρια που καταδικάστηκε δέκα χρόνια για πλαστογράφηση του απολυτηρίου δημοτικού, ακόμα όχι αρκετά ώστε να κινήσουν μηχανισμό απονομής χάρης, κάτι τέλος πάντων, να διορθώσει την ποινή. Κι όσα  γράφτηκαν κι ακούστηκαν ίσως δεν έφτασαν παντού. Γιατί, όπως παρατήρησε ο Πάνος Παπαδόπουλος στο  Protagon, ρίχνοντας λοξή ματιά στην απίστευτη αυτή ιστορία, υποτίθεται ότι εκτός από τους νόμους που ορίζουν ως κακούργημα την πλαστογράφηση δημοσίου εγγράφου, υπάρχουν κι εκείνοι που καθιερώνουν υποχρεωτική εννιαετή εκπαίδευση. Πώς γίνεται λοιπόν μια γυναίκα που γεννήθηκε μετά το 1960 να μην έχει τελειώσει  Δημοτικό;
Το κακό είναι ότι υπάρχουν γυναίκες, και λιγότεροι άντρες, γεννημένοι μετά το 2000 που επίσης δεν έχουν τελειώσει Δημοτικό. Οι προχωρημένες δεκαετίες δεν εγγυώνται εφαρμογή του νόμου, μάλιστα παλιότερα, στη δεκαετία του 1950, μπορούσες να δεις το χωροφύλακα να μαζεύει από τα χωράφια  παιδιά σχολικής ηλικίας, που τα είχαν πάρει οι γονείς να τους βοηθήσουν στη δουλειά, και να τα πηγαίνει από τ’ αυτί στο σχολείο. Στο χρονικό διάστημα που πέρασε η εξουσία των γονιών πάνω στα παιδιά αμφισβητείται λιγότερο. Η κοινωνία, οι συνήθειες, ο περίγυρος, είναι που πιέζουν τους γονείς. Αν δεν το κάνουν, αλίμονο στα παιδιά.
Το κράτος ενθαρρύνει, δεν φροντίζει. Δίνει επίδομα π.χ. στις οικογένειες Ρομά για κάθε παιδί που γράφεται στο Δημοτικό. Τα παιδιά γράφονται μεν, αλλά σπανιότατα παρακολουθούν. Σε ορεινά χωριά, ή σε φτωχογειτονιές της πόλης,  ποιος θα ασχοληθεί με κείνα που μένουν αγράμματα, ποιος θα κάτσει να συγκρουστεί με καβγατζήδες πατεράδες ή σκληρές μανάδες; Εδώ δεν μαζεύει η πολιτεία τα παιδιά που ζητιανεύουν στο κέντρο της πόλης, θα τα στείλει σχολείο; Η εξουσία των γονιών είναι στην πράξη απόλυτη. Η ιερή οικογένεια στέκεται φρουρός στην πόρτα της, και κάθε κοινωνικός λειτουργός μπορεί να κάνει το πτυχίο του ρολό.
Αναλύουμε συχνά τις βλαβερές συνέπειες των πολλών μαθημάτων, για τα τυχερά παιδιά, με γονείς που τα νοιάζονται, αλλά τις βλαβερές συνέπειες των καθόλου μαθημάτων για τα άτυχα δεν μπορούμε ούτε να τις φανταστούμε. Ειρωνευόμαστε τα πτυχία, τους κακούς μαθητές, με τόση άνεση εμείς οι μορφωμένοι, αγνοούμε έναν ολόκληρο κόσμο για τον οποίο το σχολείο, ο χρόνος της μάθησης, ο χρόνος τελικά της παιδικής ηλικίας, είναι άπιαστο όνειρο. Και δεν μιλάω για την Αφρική, αλλά για την Ελλάδα, γι ανθρώπους δίπλα μας.


Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018

Φταίει πάνω απ' όλα το κρασί


Πιάσαμε συζήτηση, Σάββατο βράδυ για το Πολυτεχνείο, είχαμε ξεθεωθεί να περπατάμε στην κλειστή Πατησίων,  δεν μας απασχόλησε το αενάως επαναλαμβανόμενο καταστροφικό παρόν, αυτή η τρομερή φάρσα, αλλά το παρελθόν που γέννησε όλ’ αυτά χωρίς να το θέλει. Είχα χρόνια να υπερασπιστώ τους συνομηλίκους μου πολιτικούς που είχαν πάρει μέρος στην εξέγερση, αλλά όχι ν’ ακούσω το κλισέ για την ‘εξαργύρωση των αγώνων’. Βρίσκω τον ισχυρισμό πρωθύστερο, προφανώς κάποιοι άνθρωποι με ηγετικά προσόντα θα αναδεικνύονταν σε μια εξέγερση που χρειαζόταν στοιχειωδώς ηγέτες, και τι πιο φυσικό από το να ασχοληθούν με την πολιτική στη συνέχεια; Γιατί τόσο ενοχλεί αυτό,  μόνο οι γόνοι των πολιτικών πρέπει να γίνονται πολιτικοί; Μήπως, ό,τι και να λέμε, προτιμούμε τα σίγουρα ονόματα από ανθρώπους που εμφανίζονται και παίρνουν ρίσκα σε δύσκολες καταστάσεις; Και πόσο παράξενο, να θεωρούνται αυτές οι καταστάσεις  προνόμιο και να γίνεται προσπάθεια έκτοτε να αναπαραχθούν σαν θεατρικό έργο, με στόχο να αναδείξουν πολιτικούς˙ πάντα ματαίως…
Φέτος άλλα βέλη, η ‘γενιά του Πολυτεχνείου’ φταίει, κατά μία εκδοχή, για κάθε κακό που βρήκε τη χώρα από τη μεταπολίτευση. Για τον γρήγορο πλουτισμό, για την απότομη άνοδο του επιπέδου ζωής, αλλά κυρίως για την κρίση, αυτή φταίει για όλα. Η λέξη ‘φταίξιμο’ πήγαινε κι ερχόταν στο τραπέζι σε όλες τις μορφές της, ‘φταίνε’, ή ‘δεν φταίνε όλοι’ αλλά οπωσδήποτε ‘φταίνε ορισμένοι’, κι ακόμα δεν είχαμε καν παραγγείλει μεζέδες, είχαμε μόνο κρασί. Ήπια μια γουλιά να πάρω δυνάμεις, κι ένιωσα παράξενα, σα να μεταφέρθηκα αστραπιαία στο χωρόχρονο, πριν σαράντα πέντε χρόνια. Τότε που δεν ήμασταν ακόμα η γενιά του Πολυτεχνείου, αλλά πάλι φταίγαμε για όλα ως ‘γενιά’. Η γενιά με τα μακρυμάλλικα αγόρια, τα χωρίς θηλυκότητα κορίτσια, τα παράξενα όντα που υπήρξαμε, κάπου ανάμεσα στους κουρασμένους γονείς και τους λυσσασμένους κρατούντες, ακατανόητοι, μοναχικοί συχνά, πώς να ανοιχτείς στον διπλανό αν δεν ήσουν σίγουρος, να τραγουδούσες απαγορευμένα στο ξεκούδουνο; Και πώς να σιγουρευτείς; Εμμονικοί με την ανάγκη αντίδρασης στη χούντα, που δεν πραγματοποιούνταν για πολύ καιρό, δεν έβρισκε τρόπο να εκφραστεί,  ύποπτοι πριν από κάθε υποψία δράσης. Με τύλιξε η μοναξιά εκείνη, ανατρίχιασα. Ευτυχώς ήρθαν τα ντολμαδάκια, κι έφαγα γρήγορα καναδυο να συνέλθω.


Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

Ποια καινοτομία;



Η πρώτη μας αφίσα
Οχτώ το βράδυ κατηφορίζω τη Φωκίωνος, έφτασε ο χειμώνας με απαλές πνοές στα μεγάλα της δέντρα, κλείνω το γιακά. Περνώ μπροστά από τη Δημοτική Αγορά, στο γωνιακό πρώην κατάστημα κάποια τάξη λειτουργεί ακόμα, νομίζω μαθαίνουν υπολογιστές. Είναι καθαρά και γυαλισμένα, πριν δέκα χρόνια ήμασταν κι εμείς σε κάποιο γωνιακό κατάστημα ως καταληψίες, κάναμε μαθήματα σε αίθουσα πολύ πρόχειρα βαμμένη, πολύ χειροποίητη. Μας έβλεπαν οι περαστικοί να γράφουμε στον πίνακα ελληνικές λέξεις, και οι μαθητές μας μετανάστες. Μερικές φορές είχε σταθεί ο Κουμανταρέας εκεί έξω και μας είχε κοιτάξει, κάποτε έγραψε γι αυτό στο Πρόταγκον. Ίσως μπει μια πλάκα στο μέλλον, «Εδώ στάθηκε ο Κουμανταρέας και παρακολούθησε συγκινημένος μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες στο διάστημα 2007 -2011». Τώρα η Αγορά είναι πολύ πιο καλοφτιαγμένη κι αν μου λείπει κάτι, εκτός από τον Κουμανταρέα, είναι το γκράφιτι στο μπροστινό ρολό, αυτό μπορούσαν να το κρατήσουν στην ανακαίνιση, δεν χρειαζόταν να το περάσουν από πάνω όλο γκρίζο, σαν τους πιστούς που από υπερβάλλοντα ζήλο ασβεστώνουν παλιές τοιχογραφίες. Κατά τα άλλα, η Αγορά έγινε όπως θα έπρεπε, και πιστεύω ότι παρόλες τις συγκρούσεις ανάμεσα σε καταληψίες και Δήμο το πνεύμα ήταν τελικά κοινό. Κι εμείς, μερικοί από μας, τους  ερασιτέχνες δασκάλους της γλώσσας, πηγαίνουμε στα Ανοιχτά Σχολεία τώρα, λίγα τετράγωνα παραπάνω, στην πλατεία, κι έχουμε κανονικούς πίνακες και κιμωλίες για το μάθημα μας, αληθινά θρανία, αίθουσες που μοιραζόμαστε με ομάδες κρουστών, ομάδες διδασκαλίας αγγλικών, θεατρικού παιχνιδιού, εκμάθησης μπριτζ, και παραδοσιακών τραγουδιών.
Μπορεί να μην σας φαίνεται συγκλονιστικό, αλλά αυτό έχω να πω προσωπικά για το βραβείο καινοτομίας του Δήμου Αθηναίων. Όλοι καγχάζουν κι αναρωτιούνται τι σόι καινοτομία ζήσαμε και δεν πήραμε χαμπάρι στην πόλη με τα παλαιά κι άλυτα πάθη. Συνήθως γκρινιάζω, τώρα για αλλαγή να επισημάνω κάτι θετικό, γιατί ζω την καινοτομία. Θα έχει κι άλλες, ας αναλάβει το γραφείο Τύπου του Δήμου, θα ξέρει λεπτομέρειες για τα διάφορα ηλεκτρονικά, τις πλατφόρμες, τις επικοινωνίες, για μένα πάντως είναι σημαντική καινοτομία να μπορούν δέκα, πενήντα, εκατό άνθρωποι να πηγαίνουν στο σχολείο τα απογεύματα και να μαθαίνουν κάτι, στη δε συγκεκριμένη γειτονιά όπου ζουν κυρίως μετανάστες, ακόμα και το να κυκλοφορεί η πληροφορία ότι διδάσκεται η γλώσσα δωρεάν στα σχολεία τα απογεύματα για όποιον θέλει να τη μάθει, είναι συγκλονιστική καινοτομία, κι ας μην έχει ηλεκτρονικές εφαρμογές, ας παλεύει με τις κιμωλίες.
Παρέα ποζάρει μπροστά στο γκράφιτι της Αγοράς πριν το περάσουν με γκρίζα μπογιά

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

100 χρόνια ευρωπαϊκές προσπάθειες

Φταίει η λογοτεχνία, τα βιβλία του Ρομαίν Ρολάν που είχαμε σπίτι μας κι άλλα που διάβασα μεγαλύτερη, φταίει γενικώς η γαλλική κουλτούρα, το ταξίδι μου στην Ελβετία στα 15, η ανακάλυψη της Ευρώπης αργότερα, η χούντα που έκανε πολύτιμη κάθε ευρωπαϊκή ρωγμή σε τρυφερή ηλικία για μας, πάντως δεν μπορώ να δω μια τελετή όπως η σημερινή, των 100 χρόνων από την ανακωχή του μεγάλου πολέμου, με τον Μακρόν και τη Μέρκελ στην αψίδα του θριάμβου χωρίς να ανατριχιάσω και να βουρκώσω. Παρόλο που με ξάφνιασε όταν ζούσα στη Γαλλία το πόσο η τριίχρωμη σημαία είχε γίνει σύμβολο των συντηρητικών, για μένα θα είναι πάντα σύμβολο της μόνης επανάστασης που είχε νόημα, κι ας το έχασε στο δρόμο και τρόμαξε να το ξαναβρεί, εκείνης που καθιέρωσε την έννοια του πολίτη, το καθεστώς του πολίτη. Κι όσο κι αν λέτε ότι είναι υποκριτές οι ηγέτες που δήθεν γιορτάζουν την ειρήνη, και να έχετε δίκιο, βεβαίως, και τα τρία χρώματα να είναι κι αυτά υποκριτικά και να έχετε δίκιο, αφήστε με να δακρύζω, διότι έχω συμβιβαστεί, άνθρωποι είμαστε, τι περιμένετε; Ναι, αρπακτικά που διψούν για εξουσία, αλλά δεν πέταξαν στα σκουπίδια κάθε προσπάθεια που έγινε για ισότητα και ειρήνη, να που αυτές είναι τώρα οι αναγνωρισμένες αξίες, οι επίσημες. Και τις εννοούν πολλά εκατομμύρια πολίτες. Φυσικά δεν επικρατούν στον κόσμο. Δεν ξέρω αν ποτέ θα επικρατήσουν, στο πολύ μακρινό μέλλον, δεν το πιστεύω. Αλλά εμείς οι Ευρωπαίοι τις αναγνωρίζουμε, δεν μπορούμε να τις περιφρονήσουμε. Είναι ο στόχος μας και κανένας ηγέτης δεν μπορεί να μας ξεγελάσει τόσο που να τις ξεχάσουμε, να ασπαστούμε τυφλά τις αντίθετες. Έτσι πιστεύω.

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

Μόραλης στο Μπενάκη της Πειραιώς

Δεν είχα ξεκινήσει να δω τη μεγάλη έκθεση του Μόραλη. Στη γιορτή του Δήμου Αθηναίων για το βραβείο καινοτομίας που πήρε είχα πάει, μας είχαν καλέσει ως ΓΕΦΥΡΕΣ, ομάδα εθελοντών που παραδίδουμε μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες. Πήγαμε λοιπόν και ήταν ωραία, γιατί επιτέλους ήμασταν κάπως συμφιλιωμένοι, κι εμείς ως μονίμως διεκδικητικές ΓΕΦΥΡΕΣ, κι εκείνοι, ως Δήμος, οι μονίμως επιφυλακτικοί απέναντι μας. Γνωριστήκαμε πια καλά, κερδίσαμε ο ένας την εμπιστοσύνη του άλλου, μόνο που το Μάιο γίνονται εκλογές, και να δούμε πώς θα είναι η επόμενη χρονιά.
Μετά τη γιορτή πήγαμε στο Μουσείο Μπενάκη για καφέ με την Κωνσταντίνα, ένα από τα νεαρά μέλη της ομάδας, κι εκεί άρχισε να βρέχει, οπότε εγώ η προνομιούχα, που δεν είχα δουλειά να με περιμένει όπως η Κωνσταντίνα, έμεινα στο μουσείο και πήγα να δώ την έκθεση.
Ήταν αναδρομική, παρακολουθούσε όλη την πορεία του, με πάρα πολλά έργα, από τα νεανικά ως τα τελευταία. Κι η ιστορία της ζωής του παράλληλα, με φωτογραφίες και τους αντίστοιχους πίνακες. Πέρασε σχεδόν έναν αιώνα ζωγραφίζοντας, αφού άρχισε στα 13 με διάφορους δασκάλους, και στα 15 πήγε στη Σχολή Καλών Τεχνών ως εξαιρετικό ταλέντο,  και δεν σταμάτησε ποτέ να δουλεύει.
Με πλημμύρισε η αίσθηση οικειότητας, βέβαια τον ξέρω τον Μόραλη, από τα εξώφυλλα των βιβλίων, των δίσκων, τις αφίσες θεατρικών έργων, τον τοίχο του Χίλτον... κι απο την άλλη πόσα δεν ήξερα, δεν είχα δει ποτέ.
Περπατώντας στις αίθουσες, με τις εικόνες που ήξερα καλά και τις άλλες που έμοιαζαν ή ήταν τελείως διαφορετικές, συνειδητοποίησα τον καλλιτεχνικό πυρετό των δεκαετιών που μεγάλωνα, χρυσές δεκαετίες τις λένε τώρα, τις αναζητήσεις γύρω από την ελληνικότητα, την έμπνευση και τη δημιουργία που παρακολουθούσαμε κι εμείς σαν κάτοικοι της Αθήνας. Ζωγραφική και μουσική και ποίηση και θέατρο, και χορός, όλα βούτηξαν στην πηγή και βγήκαν ανανεωμένα.  Η τόλμη του μοντερνισμού βρήκε υλικό στην παράδοση, η ερωτική αγωνία κι οι ασίγαστες επιθυμίες ελευθερώθηκαν σε βαθμό εμμονής. Βέβαια, το είχε κι αυτό εκείνο το κίνημα. Χαρά σε κείνον που μπορεί να εκφράζεται δουλεύοντας ακατάπαυστα, να βρίσκει ασταμάτητα νέες ιδέες και φόρμες.
Το πρόσωπο των γηρατειών το ήξερα από τις φωτογραφίες των εφημερίδων, το νεανικό του με εντυπωσίασε. Πόσο λεπτός και στοχαστικός, πόσο όμορφος στις προσωπογραφίες με την εξίσου λεπτή γυναίκα του, την πρώτη από τις τρεις. Όμορφη και παράξενη φιγούρα στα νιάτα του, πριν αφοσιωθεί στα νιάτα των άλλων.                   

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2018

Ποια δεκαετία;



Δεν πιστεύω ότι η ατμόσφαιρα στην Ευρώπη θυμίζει δεκαετία του 30, όπως είπε ο Μακρόν, και λέγεται πολύ εν γένει. Πιο πολύ μπορεί να θυμίζει την εποχή πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, ο οποίος άρχισε με ενθουσιασμό και σιγουριά εκατέρωθεν, δι ασήμαντον αφορμή, για να τελειώσει όπως τέλειωσε πριν ακριβώς 100 χρόνια. Τότε ήταν που οι πολίτες των παρηκμασμένων αυτοκρατοριών και των ανερχομένων εθνών ένοιωθαν θυμό για όσα πίστευαν πως τους αδικούσαν, ασφυκτιούσαν στα όρια της Αυστροουγγαρίας, ήθελαν να γκρεμίσουν και να αναδειχτούν με τις ιδιαιτερότητές τους, που ήταν οπωσδήποτε οι καλύτερες του κόσμου και δεν αναγνωρίζονταν επαρκώς, δεν είχαν κράτος να τις πλαισιώνει, όχι παντού, όχι αρκετά, δεν τους περιλάμβανε όλους. Ένας αντιπαθής διάδοχος της ανάγκης, που κανείς δεν τον ήθελε αφότου είχαν χάσει τον ωραίο και αληθινό διάδοχο, εκείνον τον Ροδόλφο, τον εραστή της Μαρίας Βετσέρα, πήγε επίσκεψη στο Σεράγεβο, ένας αυτονομιστής Σέρβος τον σκότωσε, ο αυτοκράτορας αποφάσισε να δείξει την ισχύ του, κι αυτό ήταν. Χάθηκε όλη η χρυσή ηλικία της Ευρώπης, η γενιά που θα γνώριζε στην καθημερινότητά της τα αποτελέσματα της προόδου. Τότε που διαδιδόταν ο κινηματογράφος, τα αυτοκίνητα, οι μηχανές άρχιζαν να απελευθερώνουν, η ιατρική προόδευε, οι γυναίκες τολμούσαν να ζητήσουν δικαιώματα, οι άνθρωποι αντίκριζαν την ευτυχία, τότε ακριβώς ο γέρο Φραγκίσκος Ιωσήφ αποφάσισε να παλιμπαιδίσει και να ξεχάσει τη διπλωματία, να το παίξει πεισμωμένος, να χαρίσει λίγες ώρες ενθουσιασμού στο λαό του, στους λαούς του μάλλον, να ξεμουδιάσουν λίγο από την υπερβολική ειρήνη. Να, πώς πολεμούσαν εκεί κάτω στα Βαλκάνια οι άλλοι και περνούσαν αξέχαστα; Να μη διασκεδάσουν λίγο και οι βορειότεροι;
Όπως λέει κι ένα αγαπημένο μου γαλλικό τραγούδι, μόλις ο πόλεμος τελειώσει πρέπει να κάνεις ειρήνη. Ίσως είναι πιο περίπλοκο. Πριν εκατό χρόνια ακριβώς τέλειωνε ο απαίσιος εκείνος πόλεμος, κι έβρισκε τους Ευρωπαίους αποφασισμένους να μην πολεμήσουν ξανά ποτέ. Αλλά δεν πρόσεξαν την ειρήνη, την έκαναν άτσαλη, παλιομοδίτικη, τους έβγαλε καινούργιο πόλεμο σε είκοσι χρόνια. Κι έκτοτε προσέχουν. Όσο γίνεται, άνθρωποι είναι κι αυτοί. Κι αν ξέχασαν στ’ αλήθεια τι πέρασαν οι παππούδες τους, αν πάλι θυμώνουν, μουτρώνουν, παλιμπαιδίζουν, κι έχουν μουδιάσει από την πολλή ειρήνη, ζηλεύουν τους πρόσφυγες, θέλουν κι αυτοί ανθρωπιστική βοήθεια, επιδόματα, συσσίτια, όλ’ αυτά τα ωραία, ποιος να τους προφυλάξει;

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

To φρικιό


Κατεβαίνοντας την Πανεπιστημίου προς την Ομόνοια, εκεί που στρίβει λίγο ο δρόμος και πυκνώνει ο κόσμος σαν να το σκέφτεται να πάει παρακάτω, ή μήπως καλύτερα να γυρίσει προς τα πάνω, αλλά τον τραβά η κατηφόρα, εκεί λοιπόν ανάμεσα στα περίπτερα που πουλάνε πρωτότυπες τσάντες και μαντίλια και γυαλιά και τους πάγκους που δεν πουλάνε τίποτε και τις μουντζουρωμένες κολόνες, ένας τύπος πολύ λεπτός, μαυριδερός, ταλαίπωρος, που φαινόταν να αδιαφορεί για το σύμπαν γύρω του, με το βλέμμα χαμένο και δυσαρεστημένο ταυτόχρονα, γύρισε κι έβαλε μια φωνή σε κάποιον που ζητιάνευε στη βάση μιας κολόνας, ο οποίος κρατούσε στην αγκαλιά του ένα μωρό ανάσκελα ντυμένο σαν μπάμπουσκα.

-Καλά, το παιδί δεν το λυπάσαι;
Αυτός απ’ όλους τους διαβάτες ήταν που ύψωσε τη φωνή για να ρωτήσει το αυτονόητο. Αυτός που φαινόταν περιθωριακός, φρικιό, που έμοιαζε να μη νοιάζεται για τίποτε, κι αγανακτισμένος προσπέρασε. Ο ζητιάνος έτσι κι αλλιώς δεν θα απαντούσε, δεν γύρισε καν να κοιτάξει, ανακάθισε λιγάκι μόνο να βρει στάση πιο βολική. Εμείς οι υπόλοιποι συνεχίσαμε να βαδίζουμε. Ως μεγάλοι και σοβαροί το ξέρουμε καλά ότι αυτοί που παίρνουν τα παιδιά μαζί στη ζητιανιά, δικά τους ή νοικιασμένα, προφανώς δεν τα λυπούνται, ή όχι αρκετά για να τα απαλλάξουν από τη φοβερή αυτή καταδίκη.
Υποτίθεται βέβαια ότι κάνουν έγκλημα, υπάρχει στον Ποινικό Κώδικα, η επαιτεία, η έκθεση ανηλίκου κ.λπ., αλλά προφανώς εδώ και καιρό δεν εφαρμόζεται ο νόμος στους δρόμους της πόλης αυτής, κι εμείς ως καταναλωτές του οίκτου είμαστε σε θέση να συντηρούμε πολλά τέτοια εγκλήματα σε αρκετές γωνιές της. Υποκύπτουμε στο πανίσχυρο ένστικτο προστασίας, για να διώξουμε την ενοχή βάζουμε το χέρι στην τσέπη, επικυρώνοντας την καταδίκη που έχουν απαγγείλει οι γονείς και λοιποί υπεύθυνοι των άγνωστων αυτών παιδιών.
Το ελληνικό κράτος επικυρώνει κι αυτό. Πρώτο και καλύτερο και με τη βούλα. Δική του δουλειά είναι να απαγορεύει έμπρακτα την εκμετάλλευση παιδιών, με συλλήψεις και τιμωρίες. Το πληρώνουμε αρκετά για να μη χρειάζεται να υφιστάμεθα και αυτά τα οδυνηρά θεάματα στους δρόμους. Αλλά όχι. Δεν προκάνει, η Αστυνομία έχει άλλες δουλειές, φυλάει επισήμους. Τόσο που ασχολείται με την υψηλή κοινωνία, καλλιεργείται κιόλας -συνέλαβαν μια μουσικό στο δρόμο, διάβασα, στη Θεσσαλονίκη, προφανώς επειδή δεν θα έπαιζε αρκετά καλά.

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

Με μια επέκταση ξεχνιέμαι

Βεβαίως να επεκταθούμε. Οι επεκτάσεις ήταν πάντα ανθρώπινη ανάγκη και, αφότου υπάρχουν έθνη, έχει γίνει εθνική. Από παιδιά μαθαίνουμε στην Ιστορία, τρεις φορές σε τρεις διαφορετικές ηλικίες, το πώς επεκτάθηκε από το 1821 μέχρι το 1948 η νέα Ελλάδα, οπότε είναι ακατανόητο στην εθνική μας ψυχολογία το γιατί έχει σταματήσει να επεκτείνεται έκτοτε.
Μπορεί να μην είναι όλοι καλοί μαθητές στα φιλολογικά, αλλά επειδή στη φύση ενυπάρχει η ανάγκη της επέκτασης, δεν χρειάζεται μεγάλος κόπος για να πείσεις τον οποιονδήποτε ότι χρειάζεται να επεκταθεί, έστω κι αν δεν το έχει ανάγκη -πώς το έχουν αποδείξει οι αναλυτές για τις καλλιέργειες αναγκών; Το στρίμωγμα, εξάλλου, είναι αρχαία μέθοδος ταπείνωσης και εξευτελισμού με διαχρονικά εγγυημένα αποτελέσματα.
Αρκεί μια βόλτα με μέσο συγκοινωνίας για να δει κανείς πώς επεκτείνουν, ας πούμε, οι άνδρες τον χώρο που καταλαμβάνει το σώμα τους, ανοίγοντας τα πόδια, ενώ οι γυναίκες του καιρού μου μαθαίναμε ότι πρέπει να τα κρατάμε ενωμένα γιατί γινόμαστε άσχημες και πρόστυχες κι απέμενε μόνο η μέθοδος επέκτασης με τσάντες και μπαγκάζια.
Γενικά ως λαός μοιάζουμε συχνά να γεννηθήκαμε σε λάθος εποχή, τα συναισθήματά μας είναι κάπως αρχαία, συζητάμε με σοβαρότητα για επεκτατικούς πολέμους, σαν να είναι ο κατ’ εξοχήν τρόπος στις μέρες μας που λύνονται τα προβλήματα, μας βρήκε η μακρόσυρτη αυτή ευρωπαϊκή ειρήνη ανώριμους, ασφυκτιούμε στο σαβουάρ βιβρ της.
Αντί για μεγαλειώδεις εκστρατείες πρέπει να ξεδίνουμε με επεκτάσεις της αιγιαλίτιδας ζώνης κι άλλα τέτοια ξενέρωτα, στο Ιόνιο μάλιστα, ούτε μια ναυμαχία δηλαδή δεν παίζει. Εστω κι έτσι ανάβουν τα αίματα, αμέσως ξυπνά ο πατριωτισμός όλων, ξεχνάνε τα βάσανα και την καθημερινότητά τους, βγαίνουν να δείξουν ότι τον έχουν μεγαλύτερο, τον πατριωτισμό.
Ετσι πάμε μπροστά στον παθιασμένο δρόμο της ύπαρξης, ενώ όταν ανακοινώνεται ξέρω 'γώ επέκταση της γραμμής Β του μετρό προς Κοκκινιά και Πέραμα, τι να βγεις να πεις, ότι θα μολυνθεί η μνήμη της εργατιάς με γερμανική τεχνολογία; Αν κι αυτό δεν είναι κακή ιδέα, εδώ που τα λέμε. Πώς δεν το σκέφτηκε ώς τώρα κανείς; Θα πηγαίνουν με το αστικό μετρό του καπιταλισμού τα εγγόνια των τιμημένων εργατών; Είναι σωστό και πατριωτικό κάτι τέτοιο;
http://www.efsyn.gr/arthro/me-mia-epektasi-xehniemai

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Ανακαίνιση

 Εγινε πολύ ωραία η Δημοτική Αγορά της Κυψέλης μετά την ανακαίνιση από το Δήμο. κι ελπίζω να πετύχει, να μαζεύεται κόσμος στα μαγαζιά που τα έχουν κοινωνικές επιχειρήσεις, να τρέχουν μαθητές στα μαθήματα που προσφέρονται.

Επιτρέψτε μου και μια σκέψη. Την αλλαγή αυτή τη χρωστάει στην κατάληψη που ξεκίνησε το 2006 και τράβηξε σκούντα- βρόντα μέχρι το φθινόπωρο του '11. Μπορεί να είχε παρακμάσει και αρτηριοσκληρωθεί η 'κατάληψη' εκείνη, αλλά υποστηρίζω ότι αν δεν είχε γίνει καθόλου, δεν θα ασχολιόταν ποτέ ο Δήμος με την Αγορά. Εκείνη η πρώτη κίνηση, το 2006, με πολύ κόσμο από τη γειτονιά, ξεκούνησε την εγκατάλειψη και άλλαξε τα πράγματα. Ας τσακώθηκαν κάποια στιγμή με το Δήμο, τελικά το πνεύμα της επαφής με τη γειτονιά, της ζωντάνιας, της πρωτοτυπίας, πέρασε στην τωρινή προσπάθεια. Είναι δύσκολες οι συνεργασίες, αλλά έστω κι έτσι, με συγκρούσεις και αποχωρήσεις, κατά βάθος οι δυο φορείς συνεργάστηκαν.
Βεβαίως η Δημοτική Αγορά ανήκει στο Δήμο και ορθώς την ανέλαβε. Όμως πολύ λανθασμένα την είχε εγκαταλείψει όλα αυτά τα χρόνια πριν το 2006 και νομίζω ότι ορθώς αποφάσισαν οι δημοτικές παρατάξεις της Αντιπολίτευσης τότε να την ανοίξουν πραξικοπηματικά. Το πνεύμα που κυριάρχησε ήταν άψογο, όσα έγιναν ήταν υπόδειγμα για το τι θα μπορούσε να κάνει σε δημόσιο χώρο ο Δήμος για τους Δημότες του, κι επιτρέψτε μου να πω ότι τα μαθήματα σε μετανάστες που δίναμε εκεί οι εθελοντές ήταν κάτι το μοναδικό.

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

Απέραντη λιακάδα



Έγινε αβλαβής για τον άνθρωπο βιολογικός καθαρισμός, γράφει ένα χαρτί κολλημένο στον κάδο. Κάτι αόρατο πέρασε και τον άγγιξε, παραμένει απ’ έξω το ίδιο σιχαμένος, πάντα ανοιχτός, και γύρω του μαζεύονται όσα σκουπίδια δεν πετυχαίνουν τη βολή για καλάθι, που σημαίνει ότι είναι άμπαλοι στη γειτονιά, καθότι το καλάθι είναι τεράστιο και θα έπρεπε να το βρίσκουν εύκολα νέοι, γέροι και παιδιά. Προσωπικά πλησιάζω πάντα κοντά  να εμπιστευτώ τη σακούλα μου, από αρχαία συστολή ως προς τα σκουπίδια, ανάλογη  με την πολιτική ευπιστία μου.  Πόσα χρόνια γράφουμε και διαβάζουμε για τα ελληνικά σκουπίδια,  πιο ελληνικά από τον ελληνικό ήλιο και την ελληνική θάλασσα, αυτά δεν τα φτιάξανε ελληνικά χέρια.
Φταίνε οι αριθμοί, καλύτερα να μη μετρά κανείς, καλύτερα να μη θυμάται.  Αυτή η βιολογική λεξούλα ποιος ξέρει τι πυροδότησε στο νου μου και βγήκαν τα χρόνια ξαφνικά από τον κάδο μάτσο, όπως βγάζει τα χαρτόνια ο ρακοσυλλέκτης παραπλεύρως. Ταχτικά και στοιβαγμένα. Τα βάζει στο τρίκυκλο, άλλα χρόνια μετράς εκεί, άλλες αναμνήσεις χυμάνε, ενώ αγκομαχά το κακόμοιρο να προλάβει να κάνει στην άκρη, του κορνάρουν από πίσω, σου περνάει από το μυαλό σκέψη απρόσκλητη,  μπορούσε κάποτε να σκοτώσει άνθρωπο  τέτοιο εργαλείο. Στο μεταξύ πάλιωσε, πέρασε σε ξένα χέρια, δεν τραβά στην ανηφόρα, επιτελεί πια κοινωνικό σκοπό εκ πλαγίου. Μαζεύει ανακυκλώσιμα, τα προωθεί ένας θεός ξέρει πού και πώς, πολλαπλασιάζεται τις νύχτες. Την άλλη μέρα, τρία παρόμοια δεμένα με αλυσίδες στο σιδερένιο παλούκι- σύνορο του κάδου. Αυτά να κρατούν την πόλη ζωντανή; Σύμφωνα με έρευνες προ δεκαετίας οι χωματερές και χυτα είχαν ξεχειλίσει, λογικά θα μας είχαν πνίξει προ πολλού. Ζήσαμε το έπος της Κερατέας, πάει κι αυτό, δεν ανέβηκε ούτε στο Ηρώδειο, δεν έγινε μια μελοποίηση, κάτι. Αν κάνουν έστω και λίγη δουλειά τώρα τέτοια άθλια τρίκυκλα, πώς να ασχοληθούν σοβαροί πολιτικοί μαζί τους; Είναι δυνατόν να αντέξει έλληνος ο τράχηλος τέτοιον συμφυρμό;
 Δεν αρκεί βιολογικός καθαρισμός, χρειαζόμαστε κι εκείνον που καθαρίζει το μυαλό από μνήμες και το απαλλάσσει από συνειρμούς, του χαρίζει απέραντη λιακάδα. Να ξεχνάμε, κι άλλο τίποτε. Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα. Χρώματα κι αρώματα.
 http://www.efsyn.gr/arthro/aperanti-liakada

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

Μια πλατεία γεννιέται



Μπορεί να ήταν τραγουδισμένη αλλά πλατεία δεν ήταν. Υπήρχε ένα τριγωνάκι ελεύθερο ανάμεσα στους δρόμους που συγκλίνουν, ούτε που φαινόταν. Έβλεπες ανθρώπους να περπατούν γρήγορα, κοιτάζοντας πίσω τους πριν στρίψουν κι εξαφανιστούν, σαν κάτι να φοβούνταν. Τριγύρω  παλιά ξενοδοχεία με νεοκλασικές προδιαγραφές και εντυπωσιακά ονόματα κατέρρεαν σταθερά.
Την πρώτη φορά που αποφάσισα να αγοράσω φαλάφελ σε ένα μικρό μαγαζάκι που είχε ανοίξει εκεί, ένιωσα τολμηρή που έμεινα παραπάνω λεπτά στην κακόφημη πλατεία από όσα χρειάζονται να τη διασχίσεις. Άξιζε τον κόπο το φαγητό.  Το μαγαζάκι πήγε καλά, επεκτάθηκε, προχτές είδα ότι έβγαλε τραπεζάκια έξω. Μερικές οικογένειες μεταναστών ή προσφύγων έτρωγαν εκεί, τα παιδιά παίζαν στο τριγωνάκι, νεαρές παρέες γελούσαν. Πέρασα ανάμεσα παρατηρώντας τα πιάτα, να διαλέξω το δικό μου.  Μου φάνηκε πως η πλατεία είχε γίνει πλατεία επιτέλους.
Όσο πλατιά κι αν είναι, μια πλατεία δεν έχει νόημα αν δεν σε καλεί  να πλατύνεις τον προσωπικό σου χώρο και χρόνο. Εάν δεν υπάρχει δυνατότητα να καθήσεις έστω και για ένα λεπτό σε  παγκάκι, ή ακόμα καλύτερα σε καρέκλα καφενείου, να αλλάξεις το ρυθμό της τρεχάλας. Να πιείς  καφέ, ή να φας κάτι. Να συναντήσεις κάποιον.  Να γίνεται ο δημόσιος χώρος  ιδιωτικός, να τρως και να σε κοιτούν, να προσηλώνεσαι στο τραπέζι σου και να επιτρέπεις να σε χαζεύουν. Αυτή η αλλαγή ρυθμού την ξεχωρίζει από την κίνηση του δρόμου, ενώ τα αυτοκίνητα συνεχίζουν να τρέχουν γύρω- γύρω, μέσα η βραδύτητα χτίζει το δικό της χώρο, τη δική της ζωή.
Στην ευχάριστη λιακάδα οι ταλαιπωρημένοι ταξιδιώτες είχαν ξαναγίνει άνθρωποι, τσιμπώντας με το πηρούνι τους ψιλοκομμένες μελιτζάνες, μιλώντας ήρεμα, χαζεύοντας τα παιδιά τους τριγύρω. Είχαν εξοβελίσει τη βλοσυρότητα και τη μιζέρια που συνήθως τους τυλίγει, τόσο που σε ξάφνιαζαν με τη χαλαρότητα της στιγμής. Σα να ξέχασαν να είναι δυστυχείς για λίγο, να απελευθερώθηκε μέσα τους η ικανότητα μικρών απολαύσεων.
 Κοίτα να δεις που είχε χώρο τελικά η πλατεία, άξιζε τον τίτλο της. Αρκούσαν μερικά τραπεζάκια έξω. Να που βγάζοντας τα, κάνοντας το άνοιγμα, το μαγαζάκι με τα φελάφελ της έδωσε το αληθινό της νόημα.


Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Έλα να μάθεις στην πλατεία Βάθης

Ξενοδοχείο Sans rival, απέναντι από το Δημαρχείο της Λιοσίων. Κάθε φορά που το βλέπω αναρωτιέμαι αν οι υπάλληλοι του Δήμου, οι υψηλόβαθμοί που εργάζονται εκεί, αισθάνονται κάτι ανάλογο με τη δική μου θλίψη καθώς το αντικρίζουν κάθε μέρα πηγαίνοντας στη δουλειά τους, κι αν μπαίνουν στον πειρασμό να φανταστούν ότι ως Δήμος μπορεί και να έχουν τη δυνατότητα να παρέμβουν και να σταματήσουν την παρακμή του  με κάποιον τρόπο, με κάποια λεφτά, στο κάτω -κάτω Δήμοι και κράτος είναι οι πλουσιότεροι φορείς της χώρας.
Αλλά βέβαια έχουμε όλοι μάθει να ζούμε ανάμεσα σε ωραία ερείπια και άσχημα νεόδμητα χωρίς να μας ενοχλούν, σα να μην μας αφορά. Κι όταν ψάχνω τη φωτογραφική μου μηχανή στην τσάντα όποτε περνάω από κει, και βγάζω ξανά και ξανά το ξενοδοχείο αυτό και μερικά ακόμα στην πλατεία Βάθης, λες και κάθε φωτογραφία χτίζει κάτι σαν αόρατο τείχος που θα προστατέψει τα καημένα τα κτίρια, αισθάνομαι λίγο νούμερο, εκκεντρική. Ανάμεσα σε φτωχούς ανθρώπους, μετανάστες ταλαιπωρημένους, εγώ με τη μηχανή, να φωτογραφίζω πάνω από τα κεφάλια τους...
Ωστόσο δεν κρατιέμαι να μην κοιτάξω, να μη φωτογραφίσω τα κτίρια αυτά. Άραγε να είχε ήδη αρχίσει η παρακμή όταν ολοκληρώθηκαν, ή πρόλαβαν να ζήσουν καλύτερες μέρες; Και για πόσον καιρό; Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου η πλατεία Βάθης ήταν όνομα και πράγμα, κάτι βυθισμένο και σκοτεινό, με υπόκοσμο και αθλιότητα.
Στην τελευταία βόλτα είχε βγάλει τραπεζάκια έξω το μαγαζάκι με τα φελάφελ, το οποίο επεκτάθηκε κι έγινε εστιατόριο, κι αρκεί αυτή η απλή αλλαγή για να φανεί η πλατεία σαν πλατεία, όπου οι άνθρωποι κάθονται φανερά, τρώνε, μιλάνε και ξεκουράζονται, δεν τρέχουν να κρυφτούν κάπου, όπως ήταν η αισθηση που σου έδινε ως τώρα. Αλλαγή που έχει γίνει και στην Ομόνοια τώρα τελευταία, αν κι εκεί τα τραπεζάκια είναι περιχαρακωμένα σε πλαστικά πετάσματα, ο περιβάλλων χώρος ακόμα εχθρικός.
Κάθονταν κι έτρωγαν δυο φίλες που γελούσαν, μια οικογένεια με παιδιά που έτρεχαν γύρω- γύρω, δυο τρεις ακόμα παρέες ξένων, ντόπιων της περιοχής δηλαδή. Ζουν εκει ξένοι σε ξενοδοχεία για καιρό, με τη βοήθεια οργανώσεων ή κοινοτήτων. Σ' ένα δωμάτιο μια οικογένεια, πλένουν τα ρούχα στο νιπτήρα και τα απλώνουν στο μπαλκονάκι να στεγνώσουν. Παράξενη ζωή νομάδων που εγκαθίστανται χωρίς να το καταλαβαίνουν.
Κάποια ξενοδοχεία (Υπάρχει και το Λωζάννη) θα χτίστηκαν εξαρχής ως ξενοδοχεία, θα ήταν η περιοχή κατάλληλη, ίσως επειδή βρισκόταν κοντά στο σταθμό. Κάποια σπίτια θα χτίστηκαν για σπίτια, πολύ γρήγορα όμως απαξιώθηκε ολόκληρη με τη μεταφορά εκεί βιομηχανιών. Έφυγαν γρήγορα οι αστοί κι έμειναν τα σπίτια τους, για πόσο καιρό τα χάρηκαν χωρίς να σκέφτονται ότι είχαν κάνει λάθος επιλογή περιοχής;
Με ενδιαφέρει η ταχύτητα αυτή, πόσο κράτησε ο χρόνος της ακμής. Νομίζω ότι γίνονται όλα πολύ γρήγορα στην Ελλάδα, αυτού του τύπου οι προσπάθειες δηλαδή και όχι μόνο. Χτίζει κάποιος ένα ωραίο σπίτι με την προοπτική να ζήσει εκεί μια ζωή, να το αφήσει στα παιδιά του κλπ, και σε λίγα χρόνια τα παιδιά το γκρεμίζουν για να αξιοποιήσουν το οικόπεδο, και μετακομίζουν κάπου καλύτερα. Καμιά φορά δυσκολεύονται μάλιστα, όπως στο ωραίο τετραώροφο μπροστά μας, τρόμαξαν να ρίξουν τους τοίχους οι μπουλντόζες των κληρονόμων, το είχε φτιάξει πολύ γερό ο πατέρας, θυμόντουσαν οι γείτονες.
Υπάρχει ενσωματωμένη στους τοίχους αυτή η αντίφαση, τοίχοι χοντροί που φτιάχτηκαν για να κρατήσουν αιώνες, σχέδια φιλόδοξα προορισμένα να θαμπώνουν την πόλη, και γρήγορα μεταμορφώθηκαν σε μικρά σχετικά με τις πολυκατοικίες κτίρια, που κανένας δεν τα προσέχει και τα αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι σαν ενόχληση.

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

Χαιρετώ τους τολμηρούς



Ερμηνείες δόθηκαν πολλές και θα δοθούν και άλλες. Ένθεν και ένθεν, με πολιτικές αναλύσεις του τύπου, τι συμφέρει ποιον πολιτικό, ποιο κόμμα, ποιους ξένους. Μερικοί τα ξέρουν όλα σε βάθος χρόνου, παρελθόντος και μέλλοντος, άλλοι  μιλούν για  προγόνους, για προδοσίες και ξεπούλημα, για αποτυχία και παρακμή. Αν διατυπώσεις σκέψεις πιο απλές σε κατακεραυνώνουν. Δύσκολα κυκλοφορείς με το θάρρος της γνώμης σου στα τραγουδισμένα Βαλκάνια, κι αυτό κάνει περήφανους, όσους είναι σίγουροι  πως θα ανήκουν πάντα σε αυτούς που δημιουργούν τις δυσκολίες, ποτέ σε αυτούς που τις υφίστανται.
Βαρέθηκα να μιλάω με γλωσσοδέτες, να μην τολμώ να αναφέρω την ύπαρξη γειτόνων βόρειων και νότιων χωρίς να θεωρηθώ ύποπτη ανθελληνικών θέσεων. Βαρέθηκα το κάλπικο αίσθημα ανωτερότητας που θρέψαμε με τα ταπεινότερα υλικά, επειδή υπήρξαμε η πλούσια δυτική χώρα όταν έβγαιναν όλες από κομμουνισμούς και μπαίναν σε εμφυλίους, κι έρχονταν οι δασκάλες πιάνου να φυλάνε γέρους και μωρά και οι καθηγητές να μαζεύουν ελιές. Ούτε κι η πτώση απ’ αυτή την ακμή δανεικού πλούτου με συγκινεί. Θέλω να μπορώ να μιλάω σαν άνθρωπος με ανθρώπους, με το όνομα που δίνουν στον εαυτό τους, και με έχουν στριμώξει οι ασυμβίβαστοι, οι αδέκαστοι, οι αδιάλλακτοι, οι γνήσιοι απόγονοι του Μεγαλέξανδρου χρόνια τώρα, να πρέπει να σκύβω το κεφάλι στις δικές τους απόψεις, αυτές που υποχρεωτικά ταπεινώνουν τον άλλον. Να πρέπει να συμμετέχω στον τσαμπουκά των πολιτικών που έχτισαν καριέρα με την αδιαλλαξία τους περί το όνομα.
Έτσι μπουχτισμένη θα πρέπει τώρα να ζητήσω και συγγνώμη που ήλπισα ότι θα τελειώναμε κάποια στιγμή μ’ αυτή την ιστορία χάρις στην τόσο πρωτότυπη, στη μεγαλειώδη για τα κομπλεξικά Βαλκάνια απόφαση του Ζάεφ να συμβιβαστεί; Ναι, το θεωρώ πολύ σημαντικό, πολύ σπουδαίο σαν κίνηση, κι αν μπορώ, αν έχω φωνή σαν απλός πολίτης, το γράφω, το καταθέτω, για μένα αυτό είναι το θάρρος, η πρωτοτυπία, η πρόοδος, το μεγαλείο: η επιλογή της διαπραγμάτευσης. Η απόφαση της παραχώρησης. Είναι πιο τολμηρός ο Ζάεφ από όλους τους δικούς μας πολιτικούς. Οι δικοί μας τα μασάνε μια ζωή. Του βγάζω το καπέλο. Σε αυτόν και σε όσους πήγαν στις κάλπες και ψήφισαν το ναι. Κι ακόμα ελπίζω στο σχέδιο, στο συμβιβασμό, στο κοινό ευρωπαϊκό μέλλον.


Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Εφημερίδες του 68

Λέω να τις πετάξω πια αυτές τις παλιές εφημερίδες, πενήντα χρόνια τις φύλαξα. Τις είχα μαζί σε όλες τις μετακομίσεις, τις είχα συλλέξει όταν δολοφονήθηκε ο Ρόμπερτ Κέννεντυ, τον Ιούνιο του 1968, τις είχα διαβάσει ξανά και ξανά μέσα στην αχόρταγη θλίψη εκείνης της εποχής.
Μια βδομάδα κλαίγαμε με τις φίλες μου για τον Κέννεντυ. Ήταν οι τελευταίες μέρες των μαθημάτων, πλησίαζαν οι εξετάσεις, κι εμείς ασχολούμασταν μόνο να τρέφουμε την απελπισία μας. Κόβαμε φωτογραφίες, αποκόμματα, τα δίναμε η μια στην άλλη. Κι αν τα δάκρυα στέγνωναν, αρκούσε ν' ακούσουμε το τραγούδι "Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναδείς" που είχαμε αποφασίσει να του αφιερώσουμε, για να ξαναρχίσουμε να κλαίμε.
Γιατί τόσο πένθος για κάποιον που θα γινόταν απλώς "πλανητάρχης" όπως ονόμασε αργότερα η Δαμανάκη τους προέδρους των ΗΠΑ;  Δεν ήταν τόσο απλό το ζήτημα όμως.  Ο Ρόμπερτ Κέννεντυ ήταν σα να βγαίνει από τα φοιτητικά κινήματα και τις ρηξικέλευθες ιδέες τους. Ήταν νέος ήταν ωραίος, ήταν δημοκρατικός, ήταν προοδευτικός, είχε υπογράψει κατά των ρατσιστικών νόμων, είχε συνεργαστεί με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, αμφισβητούσε τον πόλεμο στο Βιετνάμ, κι επιπλέον, σε μια μικρή παράγραφο του προεκλογικού του προγράμματος, που το είχαμε κι αυτό προμηθευτεί σε ελληνική μετάφραση, θυμάμαι ακόμα το βιβλιαράκι, είχε δηλώσει ότι είναι εναντίον της ελληνικής χούντας. Κι εμείς δεν θέλαμε πολύ, το είχαμε δέσει κόμπο, θα εκλεγόταν και θα έπεφτε η χούντα! Είχε κρατήσει ένα χρόνο και δυο μήνες, ήταν ήδη πολύ! Στο Παρίσι ανάσαιναν ακόμα τον Μάη, κι εμείς είχαμε χούντα.
Κι έτσι ξαφνικά να τον δολοφονούν; Να απομένουν οι δημοκρατικοί με κάποιον Χάμφρι, πώς να συνέλθουμε, πώς να το χωνέψουμε;
Ξοδέψαμε το λιγοστό μας χαρτζιλίκι σε περιοδικά κι εφημερίδες, να βλέπουμε φωτογραφίες από τη ζωή του, να μάθουμε τα πάντα, να λατρέψουμε το πρόσωπο του κι οτιδήποτε τον αφορούσε, ακόμα και τη μεγάλη πλούσια οικογένεια του, τα αδέρφια του, τα πολλά του παιδιά, τη γυναίκα του, τον πατέρα του, όλο του το σόι. Στείλαμε στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ τα αποκόμματα των δικών της δημοσιευμάτων, όπου τον έβριζε επί μήνες "με την ελπίδα κάποιας τύψης" είχαμε γράψει. Κι όλο αναζητούσαμε συμπενθούντες, κι  ανακαλύπταμε τριγυρίζοντας στην Αθήνα κάτι βιτρίνες με φωτογραφίες του. Θυμάμαι ένα μαγαζί στην Κυψέλης που είχε στολιστεί με μαύρες κουρτίνες και στη μέση ολόκληρο εικονοστάσιο με αποκόμματα, και το προτραίτο του σε κορνίζα,  εννοείται ότι έγινε το αγαπημένο μας.
Όσο ψύχραιμα κι αν κοιτάζω σήμερα αυτά τα αποκόμματα που δεν κιτρίνισαν και πάρα πολύ, γιατί τα είχα καλά φυλαγμένα κι ήλιος δεν τα κοιτούσε, όσο κι αν χαμογελάω με τον μελό 15χρονο εαυτό μου, δεν μπορεί παρά να παραδέχομαι ότι άλλο τέτοιο πρόσωπο δεν πέρασε από τη διεθνή πολιτική ζωή για πολύ καιρό. Στις εκλογές εκείνες βγήκε ο Νίξον, με αντιπρόεδρο τον Άγκνιου, ελληνικής καταγωγής και φίλο των χουνταίων. Η χούντα είχε ακόμα καιρό μπροστά της. Κι ο αντιαμερικανισμός άρχισε να ρίχνει ρίζες στα πολιτικά μας συναισθήματα.





Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

Τι έχει μέσα τ' Ανάπλι;


 

Εδώ δολοφονήθηκε ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας
στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831 
Πηγαίναμε στο Ναύπλιο ένα καλοκαίρι με το μικρό μου γιο. Είχαμε περάσει λίγες μέρες στη Μονεμβασία, κι ήθελα να πάμε λίγες ακόμα στην Ερμιόνη με διανυκτέρευση στο Ναύπλιο. Ήταν μεγάλο ταξίδι, ο δρόμος όλο στροφές, κι ο μικρός είχε κουραστεί, δεν μπορούσε να καθήσει ήσυχα, χοροπηδούσε στο καρεκλάκι του και διαρκώς ρωτούσε:
-Φτάσαμε μαμά;
-Λίγο ακόμα θέλουμε…
-Πού πάμε μαμά;
-Στο Ανάπλι, έλεγα εγώ, για να το προφέρει πιο εύκολα από Ναύπλιο.
-Ααα στο Ανάπλι;
-Ναι, στο Ανάπλι!
-Και τι έχει μέσα το Ανάπλι;
-Το Ανάπλι είναι πόλη. Έχει σπίτια, έχει δρόμους, έχει πλατείες, σχολεία, καφενεία, ανθρώπους, εκκλησίες, αυτοκίνητα…
-Έχει και μπουλντόζες;
-Ε, όλο και θα ‘χει καμιά μπουλντόζα.
-Τραίνο έχει;
-Όχι, τραίνο δεν έχει.
-Έχει παγωτά;
-Και παγωτά και φαγητά, και ψωμιά, και κεφτέδες, και πατάτες τηγανητές…
-Θα φάμε παγωτά;
-Θα φάμε.
-Ααα. Πού πάμε;
-Στ’ Ανάπλι.
-Τι έχει μέσα τ’ Ανάπλι;
Κι άντε φτου κι απ’ την αρχή. Καμιά τριανταριά φορές θα είπα τι έχει μέσα τ’ Ανάπλι, πλουτίζοντας ολοένα την περιγραφή με όλα τα πράγματα που έχει μέσα μια πόλη. Σα να ήταν τ’ Ανάπλι μια οποιαδήποτε πόλη.
Δεν είπα: τ’ Ανάπλι είναι η πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας. Έχει μέσα την εκκλησία που πήγαινε ο πρώτος κυβερνήτης το πρωί που τον σκότωσαν. Έχει τον τοίχο με τις τρύπες από τις σφαίρες που του έριξαν, και μια πλάκα εντοιχισμένη να θυμίζει το φόνο. Έχει ένα τζαμί που έγινε η πρώτη ελληνική Βουλή, έχει ένα μεγάλο βενετσιάνικο κτίριο με το βενετσιάνικο λιοντάρι επάνω του, που τώρα είναι αρχαιολογικό μουσείο. Έχει το σπίτι της Μαντώς Μαυρογένους και μερικών ακόμα στρατηγών κι έχει και δυο- τρεις δημόσιες κρήνες με επιγραφές σε παλιά οθωμανική γραφή. Έχει κι ένα κάστρο στην κορυφή, κι άλλο ένα σ’ ένα νησάκι που φαίνεται από το λιμάνι. Το Ανάπλι έχει μέσα πολλή ιστορία, κι ένα σωρό παλιά σπίτια που κατάφεραν να σωθούν και να ανακαινιστούν, θα μπορούσα να προσθέσω τώρα. Κι ωραίες καφετέριες στην παραλία.
Αυτά δεν τα έλεγα. Φαίνεται πάντως ότι του άρεσαν όσα έλεγα, αφού με έβαλε να τα λέω μέχρι να μαλλιάσει το στόμα μου, μέχρι να φτάσουμε στ’ Ανάπλι.
Μοιραία θυμάμαι τη φρασούλα του όποτε πάω στο Ναύπλιο. Τι έχει μέσα τ’ Ανάπλι, ξαναλέω χαμογελώντας.
Εχει τον τοίχο του Αγίου Σπυρίδωνα με τις τρύπες από τις σφαίρες που έριξαν οι δυο Μαυρομιχάληδες στον Καποδίστρια. Να περνάμε και να σκεφτόμαστε πάντα το ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί: πώς θα ήταν η Ελλάδα αν δεν τον είχαν σκοτώσει; Πώς θα είχε εξελιχθεί ως χώρα;
Μόνο που τώρα μεγαλώσαμε και ξέρουμε πια. Δεν υπάρχει αυτό το αν. Τον Καποδίστρια τον σκότωσαν. Ήταν πολύ επικίνδυνη η δουλειά που είχε αναλάβει, να στήσει κράτος στον τόπο των οπλαρχηγών, να τους τιθασεύσει με νόμους και θεσμούς. Ακόμα πληρώνουμε.
Δεν είπα τίποτε απ' αυτά στο μικρό μου γιο. Τα παιδιά δεν χρειάζονται τόσο μικρά την ιστορία. Τα παιδιά δικαιούνται πόλεις κανονικές, όπου μπορούν να κυκλοφορούν και να χαίρονται, να νιώθουν ασφαλή και προστατευμένα.

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

Τελευταία μπάνια


Περιμένοντας το κύμα κακοκαιρίας, το φθινόπωρο αυτοπροσώπως μάλλον, η θάλασσα νωχελικά στραφταλίζει στον ήλιο, οι προνομιούχοι παραθεριστές φλυαρούν κολυμπώντας με τα καπελάκια τους κι αγέρας παίρνει τη φωνή και τηνε πάει στα πέριξ.
Είναι τόσο όμορφο το πρωινό, κι όπως πρέπει να το γεύεται κανείς, όμως οι λουόμενοι δεν είναι ευχαριστημένοι. Ανησυχούν πολύ, κι όχι για τα ψάρια της περιοχής που λιγοστεύουν, πράγμα που θα ήταν λογικό και θα είχε σχέση με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται, αλλά για τα πάθη και τα λάθη του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας.
Ξεκινούν από τις προσωπικές τους στερήσεις, αναφέρονται στις περικοπές των συντάξεων, στον ΕΝΦΙΑ που θα πληρώσουν, στο αδιέξοδο της νέας γενιάς στην οποία δεν ανήκουν, στην απελπισία που απ’ άκρη σ’ άκρη σφίγγει τις καρδιές των συμπολιτών. Οικτίρουν την κατάντια των καθημερινών ανθρωπίνων σχέσεων, την αδυναμία ανταπόκρισης σε όλες τις ανάγκες τους, και προλέγουν τα χειρότερα για το μέλλον της ανθρωπότητας γενικώς και της χώρας γενικότερα.
Αυτό είναι το βάσανο του φθινοπωρινού μπάνιου. Τα έκαναν πια τα σωστά μπάνια, όλα όσα πρέπει να κάνει κάποιος για να μην κρυολογεί εύκολα τον χειμώνα, και τώρα σέρνεται πια το καλοκαίρι, ισορροπεί ο Σεπτέμβρης ανάμεσα στη ραστώνη και στην ανάγκη για οργάνωση κάποιου πράγματος, κάποιας δραστηριότητας που θα τους εντάξει στην πόλη ξανά, αλλά φαίνεται ότι διστάζουν, το σκέφτονται, ίσως δεν ανήκουν πια στις ηλικίες που σηκώνει η πόλη αυτή, ίσως φοβούνται να κυκλοφορήσουν στους δρόμους και στα πεζοδρόμιά της, να μπουν στα λεωφορεία της, όπου όλο και πιο νευρικά φρενάρουν οι οδηγοί ενώ αυτοί γερνάνε, κι έτσι κάθονται στο εξοχικό, δίπλα στη θάλασσα και κάνουν κι άλλα κι άλλα μπάνια, έχοντας προ πολλού ξεπεράσει τον αριθμό.
Προνομιούχοι που τους κούρασε το προνόμιο, φοβούνται μην τους ματιάσεις, και δώσ’ του γκρινιάζουν και παραπονιούνται και προβλέπουν τα χειρότερα. Κι αφού κουνήσουν το κεφάλι οικτίροντας το σύμπαν πολλές φορές, προσεχτικά να μη βραχούν και τα μαλλιά, βγαίνουν στάζοντας και γυαλίζοντας να ξεκουραστούν στην αμμουδιά, να συνεχίσουν τη συζήτηση σε ήπιους τόνους για το τι θα μαγειρέψουν σήμερα, πιστεύοντας ότι ο κίνδυνος αποσοβήθηκε γι' άλλη μια φορά, μπορούν κανονικά να συνεχίσουν.

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018

Ανόητες εξουσίες, ανόητα κινήματα




Μελαγχόλησα βολτάροντας στην Έκθεση βιβλίου προχτές, καθώς θυμήθηκα πως κάποτε γινότανε στο πάρκο μας, στο Πεδίο του Άρεως αυτή η έκθεση. Νομίζω τότε ήταν καλύτερη, πιο ζωντανή. Τι ωραία φάση,  να περνάμε κάθε βράδυ το πάρκο χωρίς δισταγμό, να βλέπουμε και βιβλία! Λίγο αργότερα ερχόταν η έκθεση φυτών! Άλλες χαρές εκεί, άλλες δροσερές βραδιές με κόσμο.
Γιατί αποσύρθηκαν όλα αυτά τα ωραία, και ψάχνουν τώρα τρόπους να κάνουν λειτουργικό το Πεδίο του Άρεως; Διότι, κάποια ωραία μέρα τότε, εμφανίστηκαν κάτι τύποι με τρικάκια, αγανακτισμένοι περίοικοι υποτίθεται, με τη λαμπρή ιδέα πως έπρεπε να φύγουν από το Πεδίο τους Άρεως τα πάντα, από τα καφενεία μέχρι τις εκθέσεις, διότι μολύνουν τη φύση!
Προσοχή, η ιδέα δεν ήταν καινούργια. Την είχε η Μελίνα πρώτη νομίζω, ή ο Τρίτσης, σε εποχές πιο αφελείς. Είχαν πρώτοι ξηλώσει τα θέατρα από το πάρκο, για να δοθεί ο χώρος στη φύση, δυο θέατρα τα οποία γέμιζαν κόσμο τα βράδια. Σκεφτείτε, κόσμο να μπαινοβγαίνει τη νύχτα, καθημερινά. Ακολούθησαν υπουργοί ΠΕΧΩΔΕ (στο οποίο ανήκε το πάρκο) αδιάφοροι, που θεώρησαν πολυτελείς τις θέσεις φυλάκων, ή τις κράτησαν κατ’ όνομα, όπως τη θέση καθαρίστριας της Νοτοπούλου. Σταδιακά οι φύλακες εξαφανίστηκαν, κι αραίωσαν οι επισκέπτες, διότι τι να πας να κάνεις σε ένα άδειο πάρκο; Καταργήθηκε σιγά σιγά κι η μεγάλη παιδική χαρά, χαλούσαν τα παιχνίδια και πού να τα φτιάχνεις και να τα προσέχεις; Κάποια στιγμή, όταν είχε προχωρήσει η εγκατάλειψη και τα παράπονα, μπήκε περίφραξη και έκλεισε και τις πόρτες! Φύση θέλετε, πάρτε την αμόλυντη! Μόνο από το άγαλμα του Κωνσταντίνου και της Αθηνάς μπορούσες να μπεις.
Οι ανοησίες της εξουσίας τρέφουν ανόητα κινήματα. Και την πληρώνει η καθημερινότητά μας. Για να ανοίξουν οι πόρτες χρειάστηκε να φωνάξουμε μαζί με ακτιβιστές ακραίους, που έπιασαν να ξηλώσουν όλη την περίφραξη τη μέρα εκείνη της διαμαρτυρίας, όχι μόνο των εισόδων. Θεωρώ την ευθύνη των κυβερνώντων μεγαλύτερη. Δεν μπορεί να επικρατήσει η κοινή λογική όταν δεν λαμβάνεται υπόψη από τους ηγέτες.
Ύστερα ήρθε η ανάπλαση. Κεϋνσιανή μέθοδος μοιράσματος χρημάτων που μπορεί και να χαλάσει υποδομές. Θυμάμαι τη Γεννηματά ως υπερνομάρχη να ανακοινώνει ότι είχε στείλει ομάδα ειδικών (συμπαθέστατοι νεαροί ήταν, δεν λέω) σε ξένες πρωτεύουσες να δούνε πώς είναι τα πάρκα. Αυτό που είχαμε εδώ, που ήθελε απλώς συντήρηση, δεν αρκούσε, κι ας είχε κτίρια και κατασκευές μεσοπολέμου με τη βούλα. Αφού πέρασε κι αυτή η φάση, αποφασίστηκε η ανάπλαση από το γραφείο Τομπάζη, που κράτησε το πάρκο κλειστό για μια τριετία, διότι οι φονταμενταλιστές πάλι την εμπόδιζαν, αφού δεν άφηνε τέλεια τη φύση, ας πούμε είχε τσιμεντένιους αγωγούς και μαρμαράκια στους δρόμους. Πάλι ανάμεσα σε δυο πυρά εμείς, κι έπρεπε να διαλέξουμε, δεν μπορούσαμε να κάνουμε κριτική στην ανάπλαση που είχε καταστρέψει το ωραίο σιντριβάνι με τα βράχια π.χ. για να κάνει ένα μοντέρνο. Έπρεπε να την υπερασπιστούμε, να ανοίξει επιτέλους το πάρκο.
Τη συνέχεια λίγο πολύ την ξέρετε, τη σταδιακή εγκατάλειψη ξανά, γιατί εύκολο είναι να μοιράζεις λεφτά για ένα μεγάλο έργο, αλλά δυσκολότερο να το συντηρήσεις. Από πρόπερσι το πάρκο έγινε σταδιακά, ειδικά στην πλευρά προς Μαυροματαίων, στέκι των σκληρότερων ναρκωτικών της πόλης, και τώρα, μετά από εβδομαδιαίες διαμαρτυρίες που οργάνωνε καινούργια επιτροπή κατοίκων, καθαρίστηκε ξανά, η διακίνηση ναρκωτικών κατέβηκε προς την πλατεία Βικτωρίας, και το πάρκο παραδόθηκε… πού ακριβώς; Στη φύση; Ο κόσμος σίγουρα θ’ αργήσει να ξαναρχίσει να κυκλοφορεί.  Οργανώθηκαν συναυλίες με ελεύθερη είσοδο να το ζωντανέψουν, αλλά εκείνα τα περίπτερα ακόμα είναι κλειστά, ακόμα μας σκιάζει η φοβέρα των φονταμενταλιστών, να μην πιούμε καφέ στο πάρκο, να μην αγοράζουμε παιχνιδάκια στα παιδιά, κλπ κλπ.
Πώς να μη μελαγχολώ στο Ζάππειο;






Ξεπουλήματα

 Οχι, όχι, να μην ξεπουληθούν οι αρχαιολογικοί χώροι! Πρέπει να παραμείνουν στη διάθεση των φυλάκων που τους χειρίζονται τέλεια κι έχουν και τα τυχερά τους, προφανώς, αλλιώς γιατί αρνούνται να χρησιμοποιήσουν τα μηχανήματα ηλεκτρονικών εισιτηρίων. Καλά τα λέει ο Μίκης. Είναι η εθνική μας κυριαρχία! Η κάθε ομάδα να κάνει ό,τι θέλει στο ξέφραγο αμπέλι που λέγεται ελληνικό κράτος

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018

Θυμάσαι να φυσάει;

Θυμάμαι μια καλαμένια καλύβα στην ακρογιαλιά, ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Θυμάσαι;
Εντάξει, θυμάμαι. Απορώ πώς τη βγάζαμε τότε, δεν είχαμε ούτε μπάνιο, ούτε ντους, ούτε σαλόνι, κρεβατοκάμαρες, χολ, τίποτε τέτοιο. Κι ο αέρας πώς δεν την έπαιρνε, μου λες;
Ηταν ωραία. Το καλύτερο καλοκαίρι μας. Τι απέγινε άραγε; Θα έχει διαλυθεί προ καιρού. Ολα τα υλικά ήταν ανακυκλώσιμα στη φύση, δεν υπήρχε ίχνος πλαστικού, βρόμα καθόλου. Πόσο μας άρεσε! Δεν καταλαβαίνω πώς γεμίσαμε το καλοκαίρι με φροντίδες για το σπίτι, να πρέπει να το ενισχύουμε συνέχεια, να τρέχουμε σε μαστόρους, να βάφουμε, να καρφώνουμε, να καθαρίζουμε…
Μεσολάβησαν τα παιδιά βέβαια, άλλαξαν όλα, αποκτήσαμε ανάγκες. Ασε που άλλαξε και το κλίμα, δεν φυσούσε τότε τόσο πολύ, μπορούσες να μένεις έξω μέρες ολόκληρες… Τώρα οι θερμές μάζες είναι πιο θερμές προφανώς και μετακινούνται πιο βίαια…
- Σίγουρα; Μήπως απλώς γεράσαμε; Πάντα θα φυσούσε.
- Θυμάσαι να φυσάει; Εγώ καθόλου. Ηταν όλα τέλεια, ήρεμα. Απλά. Τώρα δεν μπορείς να σταθείς ένα δευτερόλεπτο!
- Δεν μπορεί να μη φυσούσε. Υπήρχαν καραβάκια με πανί στον κόλπο. Χωρίς αέρα πώς θα ταξίδευαν;
- Μήπως ήταν μούφα τα πανιά; Μήπως είχαν μηχανές στο βάθος;
- Λες να ήταν πάντα μούφα τα πανιά; Οι άνθρωποι κινούνταν με ιστιοφόρα επί αιώνες. Με ιστιοφόρα γύρισαν τον πλανήτη. Με ιστιοφόρα ανακάλυψε ο Κολόμβος την Αμερική. Ολες οι μεγάλες εξερευνήσεις έγιναν με πανιά. Αρα πάντα φυσούσε.
- Εγώ δεν θυμάμαι να φυσάει εκείνο το καλοκαίρι με την καλύβα. Αργότερα άρχισε. Καθώς χτίζαμε σιγά σιγά το εξοχικό μας εμείς, δυνάμωνε ο αέρας. Στην αρχή θέλαμε ένα δωμάτιο για να μη μας πάρει ο αέρας το κρεβάτι, ύστερα δεν έπρεπε να μας πάρει ούτε το κομοδίνο, κι ούτω καθεξής.
- Την κουζίνα, τον καναπέ, τα μαξιλάρια, τις τέντες.
- Κυρίως τις τέντες, δεν θα γινόταν ιστιοφόρο το σπίτι μας.
- Αρα ο αέρας δυνάμωνε, λόγω κλιματικής αλλαγής!
- Μάλλον λόγω κλιμακτηριακής αλλαγής!
- Εγώ δεν γερνάω. Είμαι όσο νιώθω. Το κλίμα αλλάζει! Πρέπει να ενισχύσουμε τα αντιανεμικά πετάσματα!

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

Τι ωραία χρώματα!

Επιτέλους τέλειωσε αυτό το κέντημα που είχα αγοράσει τρία χρόνια πριν, με την ιδέα ότι της μαμάς θα της άρεσε να κεντάει. Δεν της άρεσε. Είχε τελειώσει με το ζόρι ένα άλλο, πολύ πιο απλό, κι αμέσως έσπευσα εγώ να της πάρω καινούργιο δυσκολότερο. Να τη σκέφτομαι ήρεμη να κεντάει με τις ώρες, να χαίρεται τη δημιουργία, κι εγώ να παρακολουθώ την πρόοδο της, κάπως ετσι το είχα φανταστεί.  Να γίνω κάτι σα μαμά της εγώ, κι εκείνη η κόρη μου. Αλλά τα πράγματα δεν γίνονται όπως τα φανταζόμαστε.
Προσπάθησα κάμποσες φορές να της δείξω τι να κάνει με αυτές τις μικρούτσικες λοξές βελονιές, στο τέλος τα βρόντηξε και μου είπε να το ξεχάσω. Έμεινε δυο χρόνια το κέντημα στο εξοχικό, περίεργο που δεν έφαγε τα μαλλιά ο σκώρος, τελικά κάποια στιγμή το ξαναβρήκα μπροστά μου. Είχαν προχωρήσει τα γερατιά της μαμάς ραγδαία. Το πήγα στο σπίτι της κι άρχισα να το κεντάω εγώ. Αφού ένιωσε ασφαλής ότι δεν θα την έβαζα να το κεντήσει η ίδια, άρχισε να το χαζεύει. Περνούσαμε έτσι μερικές ώρες κάθε απόγευμα, εγώ να κεντάω, εκείνη να μου παίζει πιάνο για να έχω μουσική υπόκρουση, ύστερα να μου διαβάζει για να ακούω ιστορίες, κι ενδιαμέσως να θαυμάζει το κέντημα και τα χρώματα του. "Μα τι ωραία χρώματα είν' αυτά παιδί μου! Μπράβο καταπληκτικά! Είσαι σπουδαία!" Ήταν πάντα η μαμά μου κι εγώ το κοριτσάκι της, κι αντί να αντιστρέψουμε τους ρόλους, τους παίζαμε όπως θα έπρεπε να τους είχαμε παίξει τότε που ήμουν μικρή κι εκείνη δούλευε και δεν προλάβαινε ποτέ να με μάθει κέντημα, ή να μου παίζει πιάνο, ή να μου διαβάσει ολόκληρα βιβλία.
Πόσες εργατοώρες έχει αυτό το κέντημα; Άμέτρητες. Διαβάσαμε δυο φορές μια ωραία Βίβλο εικονογραφημένη, τέσσερεις την Ελληνική Μυθολογία, μία τους Πέντε Έλληνες Σοφούς, άλλη μία τον Μέγα Αλέξανδρο του Καζαντζάκη, όλα σε παιδικές εκδόσεις. Άκουσα σε καθημερινή βάση ολόκληρο το άλμπουμ "Είκοσι κλασικά κομμάτια για πιάνο". Ασκήθηκα στην υπομονή και τη συμφιλίωση με τη φθορά, χωρίς να πετύχω το στόχο μου βέβαια, που είναι να είμαι πάντα ήρεμη και ψύχραιμη. Δύσκολο, αφού είμαι ακόμα το παιδί, κι εκείνη η μητέρα.
Τώρα το μαξιλαράκι τέλειωσε, το γήρας προχωράει, και σκέφτομαι ότι μάλλον πρέπει να προμηθευτώ ένα καινούργιο για φέτος. Και στη βιβλιοθήκη μου να βρω κάτι που δεν έχουμε ακόμα διαβάσει. Βέβαια με τη Βίβλο είχαμε τη χαρά να μπορεί να θυμάται κάθε τόσο αποσπάσματα: Από το "Είπεν ο Θεός γεννηθήτω φώς- και εγένετο φως" μέχρι το Πάτερ ημών ολόκληρο, περνώντας από τους παίδες εν καμίνω και το Αρον τον κράβατον σου και περιπάτει, κι ένα σωρό ακόμα. Αλλά πραγματικά δεν την αντέχω τρίτη φορά, νομίζω κι εκείνη, αν και της θυμίζει κάτι κάθε τόσο, την έχει μπουχτίσει. Μάλλον θα στραφώ στην ωραία παιδική έκδοση "Μύθοι απ' όλον τον κόσμο".

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

Καλή χρονιά για ξένα και δικά

Αραγε θα πάνε στο σχολείο τα πιτσιρίκια απέναντι, που περνάνε τη μισή μέρα ανεβασμένα στο παράθυρο του ισογείου, κι όποτε βγαίνω από το σπίτι φοβάμαι πως θα πέσουν; Πέρασαν μήνες που έχουν έρθει από κάποια βασανισμένη επαρχία του κόσμου, κατά τα φαινόμενα, έμαθαν να ισορροπούν στο περβάζι και να διασκεδάζουν χαζεύοντας τους περαστικούς.
Θα ανοίξουν οι ορίζοντές τους στο τσιμεντένιο προαύλιο του γωνιακού Δημοτικού και μπορεί, καθώς είναι προπονημένα στην ακινησία, να διαπρέψουν στο σχολείο. Να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν, να μάθουν να ζουν στον τόπο μας.
Ποιος ξέρει; Λέμε λέμε διάφορα περί σχολείου, αλλά δεν έχουμε ιδέα τι κάνει μια δασκάλα μόνη στην τάξη μπροστά στα είκοσι παιδάκια που αντικρίζει πρώτη φορά κάθε 11η Σεπτεμβρίου. Πώς τα βγάζει πέρα με τα άτακτα, με τα ξένα, με αυτά που οι μανάδες τους δεν ξέρουν ελληνικά, με τα πονηρά, με τα αεικίνητα, με αυτά που τα ίδια δεν ξέρουν ελληνικά και δυσκολεύονται.
Τις αληθινές λύσεις δεν τις έχουμε δει να εφαρμόζονται, δεν τις φανταζόμαστε καν. Κι όταν διαβάζω τα όσα περισπούδαστα γράφονται για το σχολειό και τα Πανεπιστήμια, συχνά έχω την εντύπωση ότι οι αρθρογράφοι αναφέρονται σε κάποια άλλη χώρα, ή σε κάποια άλλη εποχή, του παρελθόντος ή του μέλλοντος, δεν έχω καταλάβει ακόμα.
Είναι το σχολείο πράγματι πολύ φτωχό, μάλλον τσιγκούνικο, για τα παιδιά τα δικά μας που πάνε χορτάτα από εικόνες, χρώματα, παιχνίδια, ιστορίες, αν υποθέσουμε δηλαδή πως συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αλλά για όσα δεν είναι πολύ χορτάτα γενικώς, μπορεί να γίνει σανίδα σωτηρίας από τη μιζέρια που τους εξασφαλίζει η οικογένειά τους.
Μπορεί η πόρτα του να γίνει πύλη ελευθερίας, να ανοίξει στο ξεκίνημα του ταξιδιού της αληθινής ζωής, αυτής που σου προσφέρει κάποια παραπάνω δυνατότητα από τις καθορισμένες. Παρακολουθώ ήδη μερικά που είχαν έρθει σιωπηλά, χαμένα, φοβισμένα, δεν ήξεραν λέξη, έκλαιγαν και κρύβονταν, και τώρα μιλάνε άνετα, έχουν φίλους, ξεχωρίζουν κιόλας οι προσωπικότητές τους.
Κάποτε, όταν ηρεμήσει το περιφερόμενο μίσος γύρω μας που αρνείται να αντιληφθεί τι συμβαίνει, θα μιλήσουμε περισσότερο για τους δασκάλους και τη δουλειά τους, θα βρούμε τρόπο να τους ευχαριστήσουμε, να αναγνωρίσουμε τη σιωπηλή τους προσφορά.

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018

Θέατρο με τη Μαργαρίτα

Με τη Μαργαρίτα πολλά χρόνια μετά το "Φριχτό παραμύθι"
Ας πούμε ότι είμαστε μαζί ακόμα. Μαζί δεν είχαμε ξεκινήσει ως τελειόφοιτες φοιτήτριες να γράφουμε θεατρικό έργο για το ΦΟΘΚ; Βασικά, τον είχαμε μόνοι μας επανιδρύσει τον ΦΟΘΚ, ιδέα του Μητσομπούνη ήταν, εκείνος ήξερε, ήταν μέλος προδικτατορικά. Ας φτιάξουμε μια αφίσα, είπε. Την έφτιαξε μόνος του, αρχιτέκτονας γαρ, και σκηνογράφος στο Θεατρικό Εργαστήρι τότε πλέον, εξέλιξη του πρώτου ΦΟΘΚ. Τη θυμάμαι σαν και τώρα, στο χοντρό ριζόχαρτο, την τύπωσε καμιά δεκαριά φορές και αποφάσισε ότι πρέπει να την κολλήσουμε γύρω από το Πανεπιστήμιο.
Εμένα μου φαίνονταν αδιανόητα όλ' αυτά. Μπορούσαμε δηλαδή έτσι στα καλά καθούμενα εμείς οι τέσσερεις να γράψουμε μια αφίσα και να την κολλήσουμε όπου μας άρεσε; Βγαίναμε από χούντα, σας θυμίζω. Και βέβαια, είπε ο Μητσομπούνης που ήξερε. Όποιος θέλει να συμμετέχει στην ιδρυτική συνεδρίαση του Φοιτητικού Ομίλου Θεάτρου και Κινηματογράφου, να έρθει τάδε μέρα τάδε ώρα στην τάδε αίθουσα της Φιλοσοφικής. Και μας έδιναν αίθουσα στη Φιλοσοφική; Βεβαιότατα! Ήμασταν η "Πρωτοβουλία για την επανίδρυση του ΦΟΘΚ"
Βγήκαμε νύχτα με σελοτέιπ και κολλήσαμε τις αφίσες, και νάσου την ορισμένη ώρα κάμποσοι φοιτητές στην αίθουσα, να επανιδρύουμε τον ΦΟΘΚ. Μέχρι τα Χριστούγεννα συζητούσαμε τι έργο θα ανεβάζαμε. Εγώ ήθελα τη 12η νύχτα του Σαίξπηρ. Με τη μία Σαίξπηρ, τρομάρα μου. Δεν συμφωνούσαμε. Κάποια στιγμή μας επισκέφτηκε ο Γιώργος Σκούρτης, άκουσε τις διάφορες απόψεις κι απεφάνθη ότι δεν έπρεπε να πάρουμε έτοιμο έργο αλλά να γράψουμε ένα δικό μας! Πανζουρλισμός έγινε και η πρόταση πέρασε σχεδόν παμψηφεί.
Δεν μου άρεσε καθόλου η ιδέα αυτή, ανυπομονούσα να παίξω, δεν ήθελα να γράψω. Αλλά πεισμώσαμε. Καλά, έτσι είσαστε; Ας γράψουμε έργο λοιπόν! Κι αρχίσαμε οι δυο μας να τριγυρίζουμε στα βιβλιοπωλεία και να κλέβουμε στίχους, έμμετρο θα το κάναμε το έργο μας. Θα έδειχνε την επόμενη μέρα μετά την επανάσταση, κάποια φλου, μακρινή επανάσταση, με αντάρτες και αντάρτισσες, που έμπαιναν νικητές στην πόλη. Και μόλις έμπαιναν νικητές, η πρώτη τους δουλειά να στείλουν τις γυναίκες πίσω στα σπίτια τους, ή στα μπουρδέλα τους, διότι χρειάζονται κι αυτά! Μόνο μια νεαρή αντάρτισα το αμφισβητούσε όλο αυτό κι έμενε μόνη στη σκηνή να απορεί και να σχολιάζει.
Φεμινιστικό έργο ακραίων συμβολισμών, χα χα! Τίτλος, "Το φριχτό παραμύθι" από το ποίημα του Εγγονόπουλου "Μπολιβάρ". Η ελευθερία είναι το φριχτό παραμύθι. Ο προτελευταίος στίχος του έργου λέει: "...το φριχτό παραμύθι/ Λιμπερτά". Ναι, μας είχε απογοητεύσει η στάση των πολιτικών οργανώσεων απέναντι στις γυναίκες, περιμέναμε περισσότερο φεμινισμό, και σεβασμό. Δεν υπήρχε τίποτε από τα δυο, η αντρίλα ήταν η αξία.
Πόσο διασκεδάσαμε παρωδώντας στίχους για το έργο μας. Θυμάμαι έναν, τη στιγμή που μπαίνουν οι αντάρτες στην πόλη και πετάνε τους μπερέδες στον αέρα: "Αυτός είναι ο ιερός μπερές, ο στρογγυλός και μαύρος..." Κλέβαμε ασύστολα ποιητές σύγχρονους και παλιούς, μοντέρνους και κλασσικούς. Υπήρχε και πεζό, "Βάλε το σφυροδρέπανο στην πρίζα," θυμάμαι την ατάκα του θριαμβευτή αρχηγού.
Ήταν πολύ νωρίς για τόση πλάκα. Αρχή του 1975, πρώτη χρονιά χωρίς χούντα στο Πανεπιστήμιο, κι εμείς κοροϊδεύαμε τα ιερά και τα όσια. Αφού το έργο εγκρίθηκε ως το καλύτερο που είχε γραφτεί, κι αρχίσαμε να μοιράζουμε ρόλους, περιμέναμε μάλιστα και τον Σκούρτη να μας πει εντυπώσεις, εμφανίστηκε μια ομάδα Κνιτών στις πρόβες, ήταν πάντα ανοιχτές οι διαδικασίες μας, και ψήφισε να μην ανέβει η παράσταση. Έτσι έληξε άδοξα η θεατρική συνεργασία με τη Μαργαρίτα.
Κοίτα τώρα, τόσα χρόνια μετά, η Αθηνά αποφάσισε να ανεβάσει ένα κείμενο που είχες γράψει, ένα μικρό θεατρικό μονόλογο, να κάνει μια μικρή παράσταση στη μνήμη σου. Κι εγώ έγραψα άλλο ένα, έτσι θα είμαστε παρέα στη σκηνή, εσύ απούσα πια, εγώ εδώ προς το παρόν. Η Αθηνά δεν την ξέρει αυτή την ιστορία με το "Φριχτό παραμύθι". Και το καλοκαίρι που πήγα να δω τις κόρες σου και προσπαθούσα να τους πω ιστορίες, δεν τη θυμήθηκα. Τώρα μου ήρθε, που ξεκίνησαν οι πρόβες για τους μονολόγους μας. Ξαφνικά θυμήθηκα ότι έχουμε ξανακάνει μαζί θέατρο. Αχ Μαργαρίτα....


Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

Regina rosas amat

Από τη δεκαετία του 1970, που τέλειωσα τις δευτεροβάθμιες σπουδές μου, δεν καταλαβαίναμε γιατί μαθαίναμε λατινικά. «Θα σας χρειαστούν στη Νομική», είπε κάποτε ο πατέρας μου, ακούγοντας τη διαρκή μου γκρίνια. Η καθηγήτριά μας δεν ασχολούνταν καν με επιχειρήματα, σήκωνε μοιρολατρικά τον σταυρό του αντιπαθητικού της μαθήματος, κάνοντας ότι δεν βλέπει την ειρωνεία και την απαξίωσή μας. Εισαγωγικές δίναμε Καίσαρα, ιστορίες με στρατόπεδα που στήνονταν στη μακρινή Γαλατία. Θα είχε ενδιαφέρον για μας που αργότερα στήναμε καλαμένιες καλύβες σε έρημες παραλίες, αλλά ούτε αυτό αφήσαμε ποτέ να μας συγκινήσει.
Μισούσαμε τα Λατινικά αποφασισμένα κι αμετάκλητα. Πιστεύαμε ότι διδασκόμαστε κάτι απολύτως ξεκομμένο, κι όμως, λίγα πράγματα από όσα μάθαμε στο σχολείο συνεχίσαμε να μαθαίνουμε όσο τα Λατινικά. Διότι βλέπετε, συνέχεια μαθαίνει κανείς λατινικά. Συνεχίζει όντως να τα μαθαίνει στη Νομική, κι είναι πολύ διαφορετικά από εκείνα του σχολείου. Τα μαθαίνει στην Ιατρική, τα μαθαίνει στη Βιολογία, τη Φυτολογία, τη Φαρμακευτική, τα μαθαίνει στη Φιλοσοφία, στις Φιλολογίες όλων των ξένων γλωσσών.
Τα μαθαίναμε στην Ιστορία, τα μαθαίνουμε διαβάζοντας Λογοτεχνία. Ακόμα και διαβάζοντας Αστερίξ ή αργότερα Χάρι Πότερ. Και συνεχίζουμε να τα μαθαίνουμε, διότι βρίσκονται τα άτιμα παντού, στις προσόψεις των ωραίων κτιρίων που επισκεπτόμαστε, στις επικεφαλίδες των σπουδαίων βιβλίων, στη μουσική που παίζουμε κι ακούμε, στις γλώσσες που αγαπάμε. Είναι στην πηγή της Ευρώπης, η γλώσσα που τη γέννησε.
Γιατί δεν μας το είχαν πει, αναρωτιέμαι συχνά προσπαθώντας να μεταφράσω επιγραφές σε μνημεία, ότι θα ζούσαμε μια ζωή μέσα στα Λατινικά, και μας άφηναν να νομίζουμε ότι χάνουμε τον καιρό μας; Τουλάχιστον είχα μάθει να κλίνω τα ουσιαστικά, πολύ χρήσιμο για να καταλάβεις τη σύνταξη μιας φράσης, αλλά όλο και ξεθωριάζουν οι χλομές μου γνώσεις, όλο και κυριαρχεί η άρνηση που είχαμε τότε πάνω στη μνήμη που προσπαθεί να ανακαλύψει όσα άθελά μου κράτησε.
Αραγε τι συνέβη τα επόμενα χρόνια στα σχολεία; Προσπάθησαν οι καθηγητές ποτέ να εξηγήσουν την αξία τους ή θα προσέκρουαν στον βασικό πυρήνα διδασκαλίας του σχολείου, ότι μόνο η Ελλάδα αξίζει, ότι η Ρώμη και το Βυζάντιο μέχρι να χρησιμοποιήσουν ελληνικά δεν ήταν παρά μια δυστυχής παρένθεση; Αμφιβάλλω. Μάλλον η αντίληψη αυτή ενισχύεται με τα χρόνια και τα σχολικά λατινικά θα πρέπει να περιφρονούνταν όλο και περισσότερο. Οπότε δεν τα κλαίω που καταργούνται. Απλώς σκέφτομαι, αντί για άλλη ξένη γλώσσα, τώρα που μου χρειάζεται για να γυμνάζω το μυαλό, να ξεκινήσω Λατινικά από την αρχή.

Ιπτάμενες γιαγιάδες

  Σηκώνω το εγγόνι μου αγκαλιά να πάμε στην αλλαξιέρα και καθώς το μικρό του βάρος πλημμυρίζει το σώμα μου, προφέρω ασυναίσθητα τις χαϊδευτι...