Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2021

Η γειτονιά μου

Η γειτονιά μου δεν είναι στο κόκκινο με τον κορωνοϊό. Παρά τις τρομερές αφίσες που κοσμούν τους ταλαίπωρους τοίχους της, με διάφορα σαλπίσματα ανυπακοής και μακροσκελείς εξηγήσεις, γιατί το εμβόλιο δεν πρέπει να το κάνουμε, και γιατί η μάσκα είναι χούντα, στολισμένες με σβάστικες, μπότες και άλλα χιτλερικά, παρόλη αυτή την ενορχηστρωμένη προσπάθεια να μας ριζοσπαστικοποιήσουν σώνει και καλά, ο κόσμος στους δρόμους κυκλοφορεί με μάσκα. Το βρίσκω κάπως υπερβολικό, αλλά τελικά μου συμβαίνει κι εμένα όταν βγω από το ένα μαγαζί και κρατάω τσάντες και ετοιμάζομαι να μπω σε άλλο, η μάσκα μένει στο πρόσωπο μου. Κι όταν βλέπω μανάδες με τα παιδιά τους μασκοφορεμένα, ντρέπομαι λίγο κι αν δεν φορώ μάσκα εκείνη τη στιγμή, ψάχνω και βάζω. Είμαστε φαίνεται πολύ συντηρητική γειτονιά και υπάκουη, άδικα ξοδεύουν τα λεφτά τους οι διάφοροι αλιείς ψυχών τε και ψήφων ταπετσάροντας με εκατοντάδες αφίσες κάθε δεύτερη μέρα, όλο και καινούργιες, όλο πιο προκλητικές φράσεις επινοώντας, τους ταλαίπωρους τοίχους.

Η γειτονιά μου είναι ακόμα ανάμεσα στην υποβάθμιση και στην αναβάθμιση. Δεν ελπίζω να συναντήσω στο δρόμο τυχαία παρά μόνο τις τρεις φίλες που μένουν εδώ κοντά, οι άλλοι, οι φίλοι οι παλιοί, έχουν από καιρό μετακομίσει στα προάστεια. Ξέρω ότι και στο κέντρο να πάω, και συνεχώς πηγαίνω, δεν θα δω γνωστούς, η Αθήνα είναι για μένα σαν ξένη πόλη. Αν ήταν και λίγο πιο όμορφη θα περνούσα ωραία, αν έμενε έστω όπως ήταν παλιά. Τότε που μπορούσες να χαρείς μια βόλτα από την Πατησίων ως το Σύνταγμα και να μη σε πιάνει κατάθλιψη. Τότε, θυμάμαι καλά, γκρίνιαζα και κριτίκαρα τα πάντα ζητώντας ακόμα καλύτερες συνθήκες, δεν φανταζόμουν ότι σαράντα χρόνια μετά θα νοσταλγούσα τη φάση εκείνη. Γι αυτό πρέπει κανείς να χαίρεται αυτό που έχει, αλλά αυτή η σοφία δεν περνά το δέρμα μας.

Λένε πως έγινε της μόδας η γειτονιά, πως εγκαθίστανται πολλοί Ευρωπαίοι και  νέα ζευγάρια. Μάλιστα, οι άνθρωποι ανωτέρων τάξεων που έρχονται φοβούνται ακριβώς αυτό που κάνουν, τους ανθρώπους ανωτέρων τάξεων που έρχονται.  Δεν αρέσει σε κανέναν η μαζικότητα, εκτός κι αν ελπίσει να κυβερνήσει τις μάζες.  Έχουμε πάντως τους ριζοσπαστικοποιητές που αγρυπνούν, σήμερα μας προτρέπουν «να μάθουμε να κλωτσάμε» έτσι γενικώς και αορίστως. Ίσως  φταίει η έλλειψη γηπέδων ποδοσφαίρου για όλη αυτή την άχρηστη επιθετικότητα. Τα πεζοδρόμια δεν χωρούν να κλωτσήσεις τίποτε, μπορεί να βρεθεί το πόδι σου απέξω και να στο πατήσει αυτοκίνητο. Οπότε, προσέχουμε γενικώς.

 

 

 

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2021

Τρίτη δόση

 Στο Κέντρο υγείας Αλεξάνδρας που ήρθα για την τριτη δόση, έχει πολύ κόσμο, κυρίως γριές που περιμένουν, και πιάνουν κουβέντα, μερικές πολύ ηλικιωμένες, θα πρέπει να έχουν χρόνια να βγουν. Κάτι ρούχα παλιομοδίτικα, βήματα διστακτικά. Μια με στραβοπατημένα παπούτσια σέρνεται κυριολεκτικά, κοιτάζει γύρω της αβέβαιη, δικαιούται να καθίσει; Καθήστε, της λέει μια νοσοκόμα που περνά βιαστικά, καθήστε, μην στέκεστε όρθια. Πηγαίνει και κάθεται, η πλάτη δεν ακουμπά στη ράχη της καρέκλας, είναι σε ετοιμότητα, να σηκωθεί αμέσως.

Γυναίκες, πολλές γυναίκες. Κυρίως γυναίκες, κυρίως ηλικιωμένες, κυρίως ταλαιπωρημένες. Φαίνονται στην ηλικία αυτή μαζεμένες στα σώματα οι χειρωνακτικές δουλειές που για χρόνια τις ταλαιπώρησαν. Παραμορφωμένα τα σώματα από το μόχθο, σκυφτά, στραβοχυμένα. Πόδια πρησμένα σε φτηνές κάλτσες. Άσπρη ρίζα μαλλιού σε βαμένα κεφάλια. Ανάμεσα τους μερικές καλοβαλμένες, περιποιημένες, με τα σκουλαρίκια τους και την πολυτέλεια του ίσιου ή σχεδόν ίσιου κορμιού στα γεράματα. Της βαφής που καλύπτει τη ρίζα, της καμπαρντίνας που μισανοίγει για να δείξει την καρό φόδρα αλά Μπάρμπερις, ίσως και γνήσια Μπάρμπερις.

Στην Ελλάδα πάντα η κοινωνική όψη των ανθρώπων προκαλεί ανάλογη συμπεριφορά. Οι δικαστές και οι γιατροί αμέσως παίρνουν τόνο συγκατάβασης έως και επίπληξης όταν μιλούν σε λαϊκούς φτωχούς ανθρώπους. Σα να τους μαλώνουν που σπαταλούν το χρόνο τους, τους απευθύνονται αυστηρά στον ενικό. Όμως εδώ, σε αυτό τον προθάλαμο του εμβολιαστικού κεντρου, λες κι έχουν πάρει ειδική εκπαίδευση, είναι ευγενικοί με όλους κι όλες. Υποδεικνύουν σε όλους να καθίσουν, καθησυχάζουν τους πάντες καθώς βιαστικά διασχίζουν κάθε τόσο τη γεμάτη αίθουσα και φωνάζοντας ονόματα αναζητούν τους δικαιούχους του εμβολίου.

Οι γέροι είναι λιγότεροι από τις γριές, περπατούν όλοι πιο σίγουροι, έχουν κάποιον μαζί τους οι περισσότεροι. Χάσμα κοινωνικό των δυο φύλων. Υπάρχουν και νέοι ανάμεσα μας, ανάμεσα, για τη δεύτερη δόση. Μπράβο αγορι μου, λέει μια σε έναν νεαρό. Οι γιατροί μπαινοβγαίνουν, φωνάζουν ονόματα, παίρνουν ιστορικά, εμφανίζεται και μια οικογένεια ξένων, μουσουλμάνων, θα εμβολιαστούν κι οι τρεις μαζί. Με την ίδια ουδέτερη ευγένεια που μπορεί να είναι απλώς έλλειψη αγένειας, τους καλωσορίζουν και τους καθοδηγούν κι αυτούς, που είναι πιο χαμένοι κι αβέβαοι απ' όλους

Είμαστε εδώ όλοι ίσοι απέναντι στην ίδια φροντίδα, στην ίδια προσφορά, στην ίδια νίκη των ανθρώπων, τόσοι αζήτητοι ισως άνθρωποι, μόνοι, ξεχασμένοι, κι άλλοι κουρασμένοι, άμαθοι σε φροντίδες, αμήχανοι. Όλοι αδιακριτως. Βουρκώνω διότι έχω γίνει πολύ ευσυγκινητη, με κοιτάζει η γιατρός που ρωτά το ιστορικό. Δεν έχω τίποτα. Είμαι καλά. Ευχαριστώ. Κοινώνησα, στην καλύτερη στιγμή της κοινωνίας. Πήρα το σώμα και το πνεύμα του αληθινού θεού της, επιστήμη και μαζί ισότητα. Χρυσό δοντάκι, που μας έλεγαν όταν ήμασταν παιδιά. Αυτή είναι η εκκλησία μου. Ουφ, συγγνώμη για τα δάκρυα… είναι ιερή στιγμή, πώς να το κάνουμε;

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2021

Επικίνδυνοι διάλογοι

 Εχασα την απευθείας μετάδοση του περίφημου διαλόγου Ελληνα πρωθυπουργού - Ολλανδής δημοσιογράφου, έτσι δεν μπορώ να αγανακτήσω ή να προσβληθώ ή να θυμώσω με κάποιον από τους δυο ή και με τους δυο. Μου μένουν κάποιες απορίες άσχετες με το τόσο ενδιαφέρον αυτό σόου, σχετικές με κάτι τίτλους δύσκολων ρεπορτάζ, στο «Σπίγκελ» ας πούμε, με δημοσιογράφους ντυμένους ψαράδες και άλλες τέτοιες εξωτικές μεθόδους, που εμείς εδώ δεν τις καταδεχόμαστε, γιατί ψαρεύουμε το καλοκαίρι αληθινά ψάρια στις ωραίες μας θάλασσες. Κάτι ειδήσεις για ειδικές μονάδες ελληνικού και κροατικού στρατού, που κανονικά είναι εκπαιδευμένες στην αντιμετώπιση χούλιγκαν και εμπόρων ναρκωτικών, ωστόσο κατά τους παράξενους αυτούς δημοσιογράφους ασχολούνται μυστικά με το να απωθούν πρόσφυγες που προσπαθούν να ζητήσουν άσυλο στην Ελλάδα. Ολ’ αυτά είναι λιγότερο συναρπαστικά από τις λεπτομέρειες της ζωής μιας Ολλανδής στην Υδρα, οπότε δεν επιμένω.

Η συζήτηση βάθυνε στο μεταξύ πολύ, ανοίχτηκε σε αναλύσεις για το πώς είναι σωστό να απευθύνεσαι σε ηγέτες κι αν το στιλ Φαλάτσι μπορεί να το αναβιώσει η πάσα μία, αλλά άφησε πίσω της θέματα όπως τι ακριβώς συμβαίνει στα σύνορα της Ευρώπης. Γιατί, εκτός από ψαράδες, θα πρέπει οι αμετανόητοι ρεπόρτερ να ντύνονται και κυνηγοί στα σύνορα Λευκορωσίας - Πολωνίας (ουφ, ευτυχώς δεν είναι η Ελλάδα αυτή τη φορά) για να παρακολουθήσουν μετανάστες που προσπαθούν να περάσουν με πολιτική λευκορωσική ενθάρρυνση ως πολιτική απειλή και εκδίκηση εναντίον της Ε.Ε.

Ισως καλύτερα να μην παραερευνούμε ούτε να πολυσυζητάμε τι θα μπορούσε να έχει κάνει η Ευρωπαϊκή Ενωση πέρα από το να απαγορεύει κάθε είδους μετανάστευση τόσα χρόνια και να υποκύπτει μόνο σε στιγμές ακραίας καταστροφής, όταν αισθάνονται οι πολιτικοί της ότι για λίγο μπορεί να γείρει προς συναισθήματα ανθρώπινης αλληλεγγύης η πλάστιγγα του φόβου.

Ισως είναι επικίνδυνο να μιλάμε πια για τη δυνατότητα των Ευρωπαίων να δεχτούν επίσημα κάποιους πρόσφυγες και μετανάστες, έστω και με διατυπώσεις αργές και βασανιστικές, όταν μοιάζει το πολιτικό κοινό έτοιμο να αγριέψει και να ζητήσει περισσότερη βία και πιο φανερή και επίσημη, αν κρίνουμε από τα διάφορα σχόλια που δημοσιεύονται γύρω από τον ως άνω διάλογο. Μοιάζει να περνάμε φάσεις που η βαρβαρότητα αναγνωρίζει τον εαυτό της στον καθρέφτη, της αρέσει πολύ και φιλάρεσκα φροντίζει να αγριέψει κι άλλο.

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2021

Φολίδες

 Πέτυχα μια παλιά ιταλική κωμωδία γυρισμένη στην παραλία του Ρίμινι, με πλήθη παραθεριστών που χαμογελούσαν ευτυχισμένοι επειδή έκαναν διακοπές. Δεκαετία '60, ή το πολύ '70. Η κάμερα έδειχνε σειρές ομπρέλες στην πλαζ, ύστερα παρακολουθούσε Φιατάκια στο ταξίδι επιστροφής στις μεγάλες πόλεις. Δρόμοι του Μιλάνου και της Ρώμης φαίνονταν από ψηλά, γεμάτοι πολύχρωμα μικρούτσικα αυτοκίνητα. Τόσο διαφορετικό το μέγεθος των αυτοκινήτων από αυτό που έχουμε συνηθίσει, ώστε η απορία μού γεννήθηκε, μα πώς χωρούσαν εκεί μέσα;

Μια χαρά χωρούσαν, όπως κι εγώ μια χαρά χωρούσα στο παλιό μου Οτομπιάνκι. Δεν ψήλωσα έκτοτε για να μου φαίνεται μικρό, μάλλον το αντίθετο. Μπορεί ο μέσος όρος ύψους των Ευρωπαίων να αυξήθηκε έναν πόντο ή δύο, αλλά τα αυτοκίνητα έχουν πάρει πολύ περισσότερο μπόι, προς κάθε κατεύθυνση. Αυτές τις μέρες που ζούμε το μεγάλο στριμωξίδι, είμαστε σε θέση να το εκτιμήσουμε.

Πριν από δυο-τρεις δεκαετίες στραβοκοιτούσαμε στην πόλη τα θηριώδη αυτοκίνητα που χρειάζονταν δύο θέσεις παρκαρίσματος το καθένα. Τώρα πια δεν κάνουν εντύπωση, όλα τα αυτοκίνητα έχουν γίνει θηριώδη. Το ντιζάιν τα θέλει όλα να μοιάζουν τεθωρακισμένα. Μικρά τανκς, ή όχι και πολύ μικρά, που προστατεύουν τους επιβάτες δείχνοντας προς τα έξω τα δόντια τους, επιθετικές γραμμές στο περίγραμμα, κάτι από δόντια δεινοσαύρου στο τελείωμα της οροφής, φολίδες παντού. Πανοπλίες υπαινίσσονται τα ντιζάιν. Η λαμαρίνα θα σε προστατεύσει από κάθε κακό που παραμονεύει στον κόσμο της ζούγκλας. Κι αν πέσει επάνω σου κάτι κακό, αλίμονο στο κακό, όχι σ’ εσένα, τον επιβάτη του τεθωρακισμένου.

Απορώ και θαυμάζω, όχι πώς χωρούν οι άνθρωποι στα αυτοκίνητα, αλλά πώς χωρούν τα αυτοκίνητα στους δρόμους. Δυσκολεύονται βέβαια αρκετά, αλλά στο τέλος τα καταφέρνουν, κι εκεί που νομίζεις ότι θα συνθλιβούν στα εκατοστά του στενού που έχουν τσιγκούνικα μετρηθεί πριν από σχεδόν δύο αιώνες από τους σχεδιαστές οικοπέδων, να τα που περνούν θριαμβευτικά μουγκρίζοντας νικητήρια σαν τον Ταρζάν, αφήνοντας πίσω σκόνη. Πόσα όρια έχουν ακόμα οι δρόμοι μας; Πόσο μεγαλύτερα γιωταχί χωρούν; Ισως αρχίσουν να αυξάνονται σε ύψος, να μπαίνεις ανεβαίνοντας σκαλάκια. Πάντως να μικρύνουν αποκλείεται. Θα μεγαλώνουν, μαζί με την ιδέα των ανθρώπων για τον εαυτό τους, τις δυνατότητες ταχύτητας, τις αυταπάτες διαφυγής και τον φόβο των συγκρούσεων. Κάστρο κινούμενο το καθένα, σε μαζική κατάθλιψη που είναι υποχρεωμένο να ανέχεται γύρω του τόσο πολλά ολόιδια.

Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2021

Σκόνη των βιβλίων

 Σκόνη του χρόνου, λέει ο Κουμανταρέας καθώς τον ταχτοποιώ με αλφαβητική σειρά στα ράφια της ελληνικής λογοτεχνίας. Μια βδομάδα δουλειά και πολλών βδομάδων σκόνη. Ευτυχώς μάσκες υπάρχουν, πολύ χρήσιμες για την περίσταση. Βιβλία που κατέβηκαν από τα ράφια τους και πρέπει να ξαναμπούν, με βασανίζουν μαζί με τις αντιλήψεις μου περί κατατάξεων, τοποθετήσεων, γειτνιάσεων, ακόμα και του ίδιου του αλφαβήτου που νομίζω ότι κοντεύω να το ξεχάσω και δώσ' του το απαγγέλλω κάθε τόσο να βγει σωστή η σειρά.

Και καθώς ρουφάω σκόνη του χρόνου μαζεμένη, μοιραία αναρωτιέμαι αν θα διαβαστούν ξανά από κάποιον τα βιβλία που μπαίνουν στη θέση τους. Τόσο πολύωρη δουλειά, θα μπορούσα να την κάνω ας πούμε εθελοντικά στη συνοικιακή βιβλιοθήκη μια φορά στα, πόσα χρόνια; Πολλά τέλος πάντων. Να είναι εκεί όλα αυτά τα βιβλία και να μπορείς να τα διαβάζεις απλώς παίρνοντάς τα μαζί σου για λίγες μέρες, δανειστική βιβλιοθήκη θα ήταν αυτή. Θα είχε και πολυθρόνες για όσους ήθελαν να καθίσουν εκεί να πάρουν μια δόση, όπως έχουν τώρα σε μερικά βιβλιοπωλεία. Οχι μόνο αυτούς τους ξύλινους πάγκους με τα πορτατίφ που είναι για σοβαρή μελέτη. Θα ήταν βιβλιοθήκη για ευχάριστο διάβασμα, σε ένα παλιό ψηλοτάβανο κτίριο με ράφια ώς το ταβάνι και ξύλινες σκάλες να ανεβαίνεις να χαζεύεις. Κάπως θα έπρεπε να εξασφαλίζεται αυτό το χάζεμα.

Λογοτεχνικά δοκίμια, Ιστορία, Ποίηση, χωριστή κατάταξη. Συνέχεια προχωρά το τρένο που νόμιζα ότι θα σταματήσει στο τρίτο ράφι, πού να μείνει χώρος για Γάλλους, Ιταλούς, Γερμανούς και άλλους Ευρωπαίους; Χώρια οι Αγγλοσάξονες βέβαια των δύο ηπείρων, αυτοί έχουν δικό τους τοίχο κι έπιπλο. Κι όχι αλφαβητική σειρά εκεί, θα με βρει ο καινούργιος χρόνος να κολυμπάω σ’ αυτή τη σκόνη. Μου περνά από το μυαλό η ιδέα να προμηθευτώ χαρτόκουτα και να τα σαβουρώσω όλα μέσα, να γλιτώσω. Τα παίρνουν αμέσως οι ρακοσυλλέκτες, γίνεται καλή ανακύκλωση. Να τα πολτοποιούν άραγε ή να βρίσκουν αναγνώστες κάπου αλλού;

Υστερα ξαναπιάνω το ξεσκονόπανο και την απαγγελία της αλφαβήτου σαν ξόρκι που θα μου χαρίσει διπλά τα χρόνια, όσα χρειάζονται για να τα ξαναδιαβάσω όλα τα βιβλία, να συγκρίνω, να ξαναβρώ νεανικούς ενθουσιασμούς, να ξεμαγευτώ, να επανεκτιμήσω. Μαζεύουν σκόνη τα πνευμόνια μου και η ψυχή μου ωραίες αυταπάτες.

Ιπτάμενες γιαγιάδες

  Σηκώνω το εγγόνι μου αγκαλιά να πάμε στην αλλαξιέρα και καθώς το μικρό του βάρος πλημμυρίζει το σώμα μου, προφέρω ασυναίσθητα τις χαϊδευτι...