Μπαίνω στον πειρασμό να διηγηθώ ένα περιστατικό από τη Βενετία, δέκα χρόνια πριν.
Μείναμε μέρες, κι ήταν καλοκαίρι, αποφάσισα κάποια στιγμή να πάω για κολύμπι στο Λίντο με το βαπορετο. Μικρή πετσέτα, ελαφριά τσάντα κι ένα πλαστικό μπουκάλι άδειο για να το γεμίσω νερό να ξεπλυθώ. Φτάνω σε μια πλαζ γεμάτη κόσμο, τίγκα. Δεν μου άρεσε, προχωρούσα και προχωρούσα, τελικά φτάνω σε κομμάτι της παραλίας εντελώς άδειο, α, λέω, ωραία ειν’ εδώ, στρώνω την πετσετουλα, βουτάω.
Μόλις βγήκα, συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν μπροστά στο Grand Hotel des Bains, ένα από τα πιο όμορφα και ακριβα του κόσμου. Υπήρχαν ξαπλώστρες που μπορούσες να νοικιάσεις σε αστρονομική τιμή, σαν ανοιχτές ψάθινες αχιβάδες, μαζεμένες πίσω, αν τη νοίκιαζες θα τη μετέφεραν, φαντάζομαι. Όλα αυτά πολύ μακριά από το κύμα, γι αυτό δεν τα είχα δει. Εγώ ξεπλύθηκα με το νερό του μπουκαλιού που είχα ήδη γεμίσει, κάθισα λίγο να στεγνωσω, κι ύστερα έφυγα. Εντάξει, είμαι UFO, αλλά ακόμα και τόσα χρόνια πριν, είχα πολύ εντυπωσιαστεί. Βενετία ρε παιδιά. Λίντο! Και μπορούσες να περάσεις από τη λαϊκη πλαζ στη σούπερ πολυτελή και να μην πάρεις χαμπάρι.
Θα μου πειτε, δεν ειναι και Μυκονος