Παρασκευή 30 Μαΐου 2008

Έζησε πολυτελώς

Στο ραδιόφωνο άκουσα τον θάνατο του Άγγελου Ελεφάντη, στην εκπομπή των Κανέλλη- Κασιμάτη. Οι οποίοι, αφού τίμησαν τη μνήμη του με σύντομη αναφορά στη ζωή και το έργο του, τόνισαν ότι έζησε με συνέπεια στις ιδέες του, χωρίς ποτέ να πλουτίσει από την εκδοτική του δραστηριότητα. Και "βέβαια είναι παράδειγμα προς αποφυγήν" κατέληξε ο  κ.Κασιμάτης, το να μην μπορείς να πλουτίζεις δηλαδή, να πεθαίνεις φτωχός. Θυμήθηκα τον Άγγελο εκείνη τη στιγμή να βγαίνει μεσημέρι από το παλιό κτίριο όπου ήταν τα γραφεία του Πολίτη, ένα σπίτι από τα λίγα στην Πλάκα, στην οδό Κέκροπος, για μια βόλτα στη γειτονιά, ένα ούζο, μια συζήτηση. Είχα βρεθεί μερικές φορές στην παρέα του, το θεωρούσα προνόμιο. Μάζευε γύρω του κόσμο, ήταν τόσο θαυμάσιος ομιλητής, είχε συνεχώς ακροατήριο.
Υπήρχαν πάντα άνθρωποι που τον στήριζαν, βοηθούσαν το περιοδικό, κατέβαζαν ιδέες κάθε τόσο για να λυθούν τα οικονομικά προβλήματα, τα οποία δεν λύνονταν ποτέ. Σέρνονταν κι αυτά μαζί του, ασήμαντα μπροστά στα άλλα τα σημαντικά που τον απασχολούσαν, και που, επιτρέψτε μου την έκφραση, που τον κοσμούσαν.
Φτωχός ο Ελεφάντης; Σε μένα, πριν τρεις δεκαετίες, είχε φανεί πλούσιος και αξιοζήλευτος. Έζησε πολυτελώς στα ωραιότερα κτίρια της Αθήνας, τι πειράζει που δεν μπορούσε να τα επισκευάσει; Είναι μια πολυτέλεια κι αυτό, να βιώνεις τη φθορά των ωραίων κτιρίων Γοήτευσε όλα τα σκεπτόμενα μυαλά, τους ανθρώπους που σπάνε το κεφάλι τους για την πολιτική και την κοινωνία, έκανε τους γραφιάδες να τον σκέφτονται, να υπολογίζουν τη γνώμη του, εκπαίδευσε πένες και εκμαίευσε ιδέες. Παντρεύτηκε μια από τις ωραιότερες γυναίκες που κυκλοφορούσαν στην ΑΘήνα, τραγουδισμένη. Έζησε όπως ήθελε, χάρηκα αυτά που μετρούσαν για κείνον, αγαπημένος, και ασυμβίβαστος.
Ποιος πάμπολουτος, ποιος Κροίσος είχε ποτέ τέτοια ζωή;

Τρίτη 20 Μαΐου 2008

Όνειρα ρομαντικών διαφωτιστών


 

Ας αφήσουμε τη φαντασία μας ελεύθερη για να γράψουμε το σενάριο μιας μελλοντικής επιτυχίας του Χόλυγουντ, έτσι όπως μας αρέσει. Θα μπορούσε για την περίσταση να είναι η ιστορία ενός νεαρού, φανατικού ακροατή μυθιστορημάτων από το ραδιόφωνο. Τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει φυσικά, αλλά αν ο νεαρός ήρωας της χολιγουντιανής ταινίας ήταν πολύ ωραίος και ευγενικός και φερόταν αρκούντως ηρωικά στην κρίσιμη στιγμή του σεναρίου, αν ήταν αρκετά καλοφτιαγμένος για να γίνει συμπαθής στο κοινό του κινηματογράφου και να δημιουργήσει διάφορες μόδες στην Αμερική και την Ευρώπη, ποιος δεν μας λέει ότι σε λίγα χρόνια δεν θα άρχιζαν να καθιερώνονται τα μυθιστορήματα στο ραδιόφωνο, σ΄ όλες τις χώρες που ανθεί φαιδρά προτοκαλέα, ή μάλλον ραδιοφωνία, που είναι απείρως φαιδρότερη και της πορτοκαλέας;

Πολλές αλλαγές γίνονται στη ζωή μας λόγω μιας πετυχημένης ιδέας που γίνεται μόδα, ποιος φανταζόταν ας πούμε πριν μερικά χρόνια ότι θα μπορούσε η απελευθέρωση της τιμής του ψωμιού να δημιουργήσει αυτή την καταπληκτική άνθιση της αρτοπαρασκευής την οποία ζούμε αυτή τη στιγμή; Ήμασταν ώριμοι για να επιστρέψουμε στα αναποφλοίωτα δημητριακά και ένα απλό γεγονός δημιούργησε μια ολόκληρη καινούργια κατάσταση. 

Αν λοιπόν συνέβαινε κάτι ξαφνικά κι η μόδα το επέβαλε, το ραδιόφωνο θα μπορούσε ίσως να μεταδίδει παιδική λογοτεχνία το πρωί, φιλοσοφία το βράδυ, ποίηση το απόγευμα και πεζογραφία το μεσημέρι,  Εδώ που τα λέμε το παράξενο είναι ότι δεν το κάνει, όχι το ότι θα μπορούσε να το κάνει...

Λογοτεχνία κάποιου είδους κάνει το ραδιόφωνο ακόμα και χωρίς να χρησιμοποιεί κανένα βιβλίο. Οι χρήστες των μικροφώνων του, κάτι προσπαθούν να δημιουργήσουν  καθημερινά, που να έχει σχέση με την τέχνη του λόγου, κάτι που να μοιάζει πηγαίο και αυθόρμητο, διότι έτσι είναι τώρα η μόδα. Η μόδα επιβάλλει να μιλάνε όλοι με την άνεση που θα είχαν στον καναπέ του σπιτιού τους, έτσι όπως πρέπει να γίνεται στην τηλεόραση, η οποία έχει το προβάδισμα  και περνάει το δικό της στυλ. Το ραδιόφωνο είναι πια στο περιθώριο. Όταν ήταν στις δόξες του μπορούσε να πληρώνει για  μυθιστορηματικές συνέχειες που γράφονταν για λογαριασμό του και τότε πλήρωνε τους συγγραφείς των λεγόμενων λαϊκών ρομάντζων. Τώρα τη μυθοπλασία την πουλά η τηλεόραση- ενίοτε με τους ίδιους συγγραφείς που κάποτε γράφανε αυτοτελή επεισόδια για το ραδιόφωνο. Η τηλεόραση  μπορεί να έχει και καλύτερα σήριαλ από κείνα που είχε το ραδιόφωνο, δεν χρειάζεται παρά να διαλέγει και να αγοράζει από τη διεθνή αγορά.  Η εικόνα είναι παγκόσμια γλώσσα, έστω κι αν οι διάλογοι χρειάζονται μετάφραση. 

Βέβαια, τα πρωινά το ραδιόφωνο μετέδιδε την Πικρή μικρή μου αγάπη αλλά τα βράδια είχε τη Ραδιοφωνική Βιβλιοθήκη εναλλάξ με το θέατρο της Δευτέρας και της Τετάρτης, τώρα δεν υπάρχει πια τίποτα απ' αυτά. Κανένα κείμενο δε γράφεται για το ραδιόφωνο, αλλά ούτε και τίποτα γραμμένο χρησιμοποιείται, ακόμα και στο Τρίτο Πρόγραμμα. Είναι σα να έχουνε πάρει οριστικά διαζύγιο οι λογοτέχνες από το ραδιόφωνο, ενώ όλο και κάποιοι απ' αυτούς συνεργάζονται με την τηλεόραση. Τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί εμπάργκο στα κείμενα γενικώς, Εκτός από τις πολιτικές συζητήσεις και το κήρυγμα της Κυριακής απαγορεύεται να ακουστεί οτιδήποτε χωρίς μουσική που να ξεπερνά τα δύο λεπτά -με το ρολόι. 

Φυσικά είναι ακόμα πρόσφατη η αίσθηση της περίφημης ελευθερίας που υποτίθεται ότι αποκτήθηκε  με την ιδιωτική ραδιοφωνία, η πολιτική φόρα που είχε πάρει το ραδιόφωνο δεν έχει ακόμα φύγει, το αγαθό του εκφράζεσθαι ελευθέρως απολαμβάνεται ηχηρά σ' όλη την μπάντα των fm και οι καλλιτεχνικές ανησυχίες αναβάλλονται.  Επιλέγουμε σταθμό με βάση τις πολιτικές μας απόψεις, περίπου όπως επιλέγουμε εφημερίδα, κι αν η σχέση των συγγραφέων με το ραδιόφωνο πρόκειται να ακολουθήσει την αντίστοιχη με τις εφημερίδες, θα πρέπει να γυριστούν πολλές ταινίες στο Χόλυγουντ για να μας κάνουν να αλλάξουμε νοοτροπία.

 Το διάβασμα όμως χρειάζεται κάποια προσπάθεια, η ακρόαση  είναι πολύ πιο εύκολη και θα μπορούσε ίσως να ξαναγίνουν κάποτε εκπομπές σαν τη Λιλιπούπολη -κορυφαία στιγμή του ραδιοφώνου- με κείμενα πρωτότυπα, ή έστω δημοσιευμένα, απλώς κάτι τέτοιο φαίνεται πολύ μακρινό αυτή τη στιγμή. Αλλά και τώρα το ραδιόφωνο καταναλώνει καθημερινά τόνους λογοτεχνίας με τα τραγούδια που μεταδίδει συνεχώς. Πρόκειται δε για πρωτογενή λογοτεχνία, αν μου επιτρέπεται ο όρος, λυρική ποίηση με συνοδεία μουσικής. Και σ' αυτήν δεν υπάρχει κανένας περιορισμός, ούτε γλωσσικός ούτε τίποτα, μόνο που λίγοι λογοτέχνες έχουν δεχθεί αυτή την πραγματικότητα κι έχουν καταδεχτεί να συνυπάρξουν με τους μουσικούς και τους τραγουδιστές. Υπάρχει εκεί πέρα ένα ταξικό εμπόδιο δύσκολο να ξεπεραστεί. Τον καιρό του Αρχίλοχου δεν ήταν ντροπή να χορεύει και να τραγουδά κανείς καθώς απήγγελε τα ποιήματα του, αλλά πέρασαν πάνω από είκοσι αιώνες και οι λογοτέχνες έζησαν πολύν καιρό στους γυάλινους πύργους τους, προστατευμένοι από τις τάφρους του χαρτιού τους, πάχυναν και έχασαν την ευλυγισία τους, έπαθαν  αγοραφοβία. Πάντως οι πιο σημαντικοί ποιητές τραγουδήθηκαν και χωρίς να το καταλαβαίνουμε τους ακούμε συχνά από το ραδιόφωνο μαζί με άλλους μικρότερους που είναι συχνά αξιόλογοι, αλλά και με κάτι άλλους ανεκδιήγητους, αδιακρίτως

Τι άλλο θα μπορούσε εκτός από τραγούδια να μεταδίδει το ραδιόφωνο; Θα μπορούσε να έχει εκπομπές για το κάθε τι, φτάνει να αποφάσιζε να χρηματοδοτήσει ανθρώπους που ξέρουν να μιλάνε, να διηγούνται, Θα μπορούσε να έχει παραμύθια για παιδιά αλλά και ιστορίες για τις πρώτες επιστημονικές ανακαλύψεις και για τις τελευταίες, θα μπορούσε τα πάντα να πει στον καθένα κάποιος που θα είχε όρεξη και ταλέντο. Η Μαρία Ρεζάν που είχε εκείνη την αξέχαστη ώρα "χωρίς πρόγραμμα", όπως την έλεγε, διέθετε βαθιά πειστική φωνή και ύφος που σε παρέσερνε εκεί που ήθελε, είχε ταλέντο παραμυθούς, γι' αυτό και δεν χρειαζόταν κανένα πρόγραμμα, όπως δεν το χρειάζεται ποτέ ο άνθρωπος που ξέρει να διηγείται. Τότε όμως όλοι τη θαυμάζαμε για την πολιτική της τόλμη κι επειδή έφερνε διάφορους πολιτικούς για να τους πάρει συνέντευξη. Πλήρης παρεξήγηση. Από τότε το ραδιόφωνο γέμισε χιλιάδες ώρες έτσι , "χωρίς πρόγραμμα", ξεχείλισε από απανωτές συνεντεύξεις πολιτικών και ουδείς καταλαβαίνει γιατί είναι τόσο βαρετό και άσχημο παρόλα' αυτά.

Κάπου εκεί νομίζω ότι θα μπορούσε να ξαναβρεθεί η σχέση του ραδιοφώνου με τη λογοτεχνία. Αν δηλαδή έπεφτε σιγά σιγά το βάρος στη μορφή, θα μπορούσε το ραδιόφωνο να κάνει μια δουλειά σύγχρονου παραμυθά και να δώσει και στις άλλες τέχνες του λόγου κάποια ώθηση- εκτός από την λυρική ποίηση εννοώ, στην οποία έχει δώσει προνομιακή θέση. Το ιδανικό θα ήταν να άρχιζε από τα πολύ απλά, ένα παραμύθι δηλαδή κάθε βράδυ στις 8.30 μ.μ. την ώρα που τα μικρά παιδιά πρέπει να πέφτουν για ύπνο. Φαντάζεστε τι μεγάλη εξυπηρέτηση θα ήταν κάτι τέτοιο για εκατομμύρια μητέρες; Η τηλεόραση είναι γεμάτη παιδικά προγράμματα και δεν υπάρχει ούτε ένα πεντάλεπτο σ' όλη αυτή την τρομερή φλυαρία του ραδιοφώνου που να απευθύνεται σε παιδιά. Ύστερα αναρωτιόμαστε αν έχει μέλλον το μέσον...

Η κατάρα του σημερινού ραδιοφώνου είναι αυτό που με τόσο καμάρι ονομάζει "ζωντανό", δηλαδή η απευθείας μετάδοση των εκπομπών. Όταν κάνεις απευθείας μετάδοση συγχωρείσαι να λες διάφορες μπούρδες, τώρα πια λοιπόν ακούγονται μόνο μπούρδες. Η σύνδεση με την επικαιρότητα είναι μια άλλη κατάρα, κάθε στιγμή σε κάθε σταθμό, χιλιάδες δημοσιογράφοι μας λένε απευθείας, δηλαδή χωρίς γραπτό κείμενο, το μακρύ και το κοντό τους γι' αυτά που παρακολουθούμε σε άλλο τόσο απευθείας μετάδοση, όπως το ότι η Κατεχάκη έχει μποτιλιάρισμα και ο κύριος νομάρχης είναι στη γραμμή, η πραγματικότητα  έχει εισβάλει μ' όλο της το μεγαλείο, ή μάλλον με την πηκτικότητα της σ' αυτό το μέσο που δουλεύει τόσο πολύ με τη φαντασία. Κυνηγημένοι από τους πίνακες ακροαματικότητας οι διάφοροι διευθυντές προσπαθούν με συγκινητική ευσυνειδησία να κάνουν όλοι τα ίδια, όλο και πιο ίδια, όλο και πιο "ζωντανά " και απευθείας και άμεσα, όλο και πιο βαρετά και αφρόντιστα και ενοχλητικά. Ο ανταγωνισμός αυτού του είδους είναι χιονοστιβάδα, δεν μπορείς να ξεφύγεις με τίποτα, άρα όλα όσα λέω τώρα εδώ, οι υποθέσεις που κάνω για το μέλλον είναι απολύτως απίθανο να συμβούν. Γι αυτό και μπορούν να είναι τελείως αυθαίρετες.

Μετά λοιπόν τα παραμύθια για παιδιά, θα μπορούσε να καθιερωθεί μια σειρά παραμυθιών για μεγάλους, όχι μόνο μυθοπλαστικών όμως. Τα κείμενα θα διαβάζονταν υποχρεωτικά με τόνο αφηγηματικό, οι φωνές θα ήταν μεγάλης ποικιλίας, πλούσιες, βαθιές, γεροντικές, με έντονα χαρακτηριστικά, με επαρχιακές προφορές διάφορες, γιαννιώτικες σμυρνιώτικες, πολίτικες, βραχνές μεταλλικές, ποικίλες όσο ποικίλοι είναι και οι άνθρωποι, οι ιστορίες και οι διαθέσεις τους. Το πρωί θα μεταδίδονταν συνταγές μαγειρικής μαζί με τα σχετικά σχόλια για το κάθε φαγητό, ζεστά και  γοητευτικά, όχι με κείνη την επίσημη σάχλα που είχαν κάποτε. Το μεσημέρι, μετά από πολλές πρωινές εκπομπές λυρικής ποίησης, θα άρχιζε ένας κύκλος επιστημονικών διηγήσεων για διάφορα θέματα, απαραιτήτως με προσωπικό ύφος, έκθαμβου μεγάλου αδερφού που διηγείται στο μικρό τις ανακαλύψεις του. Το βιβλίο "Ο κόσμος της Σοφίας" είναι ένα θαυμάσιο παράδειγμα εκλαΐκευσης και θα μπορούσε πρώτο και καλύτερο να διαβαστεί. Πως να κάνετε την φιλοσοφία θελκτική στους εφήβους. Πως να κάνετε τα πάντα θελκτικά στους πάντες. Το ραδιόφωνο είναι ένα θαυμάσιο μέσο απολαυστικής επιμόρφωσης, και κάποιοι αδιόρθωτοι διαφωτιστές σαν ελόγου μου, δεν μπορεί να μην σας το πουν αυτό. (Μόνο που είναι ελάχιστοι οι εναπομείναντες ενδιαφερόμενοι να διαφωτίσουν για οτιδήποτε τον οποιοδήποτε) Το βράδυ λογοτεχνία βεριτάμπλ με ότι ηχητικό μπορεί να αποκτήσει τώρα στα γεράματα, θα γινόταν έρευνα έπ’ αυτού και νέες ανακαλύψεις. Οι φωνές θα έπαιζαν τεράστιο ρόλο. Η χροιά τους, η ατμόσφαιρα που δημιουργούν, είναι ένα ανεξερεύνητο υλικό για τους καλλιτέχνες κάποιου είδους που δεν έχει εφευρεθεί ακόμα. 

Γενικά το ραδιόφωνο είναι ένα είδος ανεξερεύνητο. Πολύ λίγο καιρό κράτησε η βασιλεία του, η τηλεόραση πήρε τη θέση του αμέσως. Γι' αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα μάλιστα κατηγορείται ότι ανέβασε τον Χίτλερ στην εξουσία, ή πάντως τον βοήθησε. Ο Μακλούαν το έχει ονομάσει "το ταμ-ταμ της φυλής" μέσο θερμό, ικανό να ξεσηκώνει. Σύμφωνα με τη θεωρία του, αν υπήρχε η τηλεόραση στη Γερμανία στη μεσοπόλεμο, ο ναζισμός δεν θα είχε επικρατήσει. Η τηλεόραση δεν μπορεί ποτέ να σε συνεπάρει, όσο κι αν της φορτώνουμε  τις ευθύνες για οτιδήποτε κακό μας συμβαίνει. Δεν ξεσηκώνει τα πλήθη να βγούνε στους δρόμους.  Ίσως οι θεωρίες του καναδού "προφήτη" να έχουν ξεπεραστεί, αλλά αισθάνεται καλύτερα κανείς να σκέφτεται ότι τώρα πια το ραδιόφωνο έχει περιπέσει σε ρόλο φτωχού συγγενούς και όλη του η θερμότητα έχει εξαφανιστεί στο άψογο κουλ ύφος των διαφόρων κρύων πλην νεαρών που μας εύχονται να περνάμε καλά. Ότι πιο θερμό διαθέτει το ραδιόφωνο σήμερα είναι ο Κακαουνάκης κι όσοι τον ξέρουν σαν έναν άνθρωπο μάλλον αδιάφορο, δεν θα μπορέσουν ποτέ να καταλάβουν τη γοητεία του στο μικρόφωνο παρά αν παραδεχτούν τη θερμότητα του μέσου.

Μακριά λοιπόν από το αγριεμένο πλήθος. Κοντά σε κάποιο αυτί, αγκαλιά στο μαξιλάρι, όπως τα παίρναμε κάποτε στην εφηβεία μας, για βραδινή συντροφιά. Δεν χρειάζεται σκηνικό για να στήσεις έναν   ολόκληρο κόσμο, ένα σφύριγμα μπορεί να είναι ο αέρας στα χωράφια, ένα χτύπημα του χεριού να γίνει ολόκληρη βροντή, το κράτημα της ανάσας να εγκυμονεί σύμπαντα, το λαχάνιασμα σε μια παράγραφο να λέει περισσότερα από την ίδια την παράγραφο, φτάνει να γινόταν η αρχή, να ξεκινούσε μια μόδα και να έβγαιναν στην πιάτσα οι κυνηγοί συγγραφέων, να ψάχνονται τα μυαλά με φαντασία, όπως τα δυνατά πόδια στο ποδόσφαιρο. Τέλος πάντων, όλ' αυτά είναι όνειρα θερινής νυκτός, διότι προς το παρόν το ραδιόφωνο τρέφεται με το δικό του μύθο, ότι όποιος έχει ένα σταθμό ασκεί επιρροή και εξουσία και μην περιμένετε να προσγειωθεί σύντομα στην πραγματικότητα. Υποτίθεται μάλιστα πως παράγει γνήσια και ανόθευτη πραγματικότητα, πώς θέλετε να καταλάβει τι του συμβαίνει; Με την έπαρση αυτής της βεβαιότητας, προχωρά ακάθεκτο εν μέσω αποκομμάτων και κραυγών, όλο και μακρύτερα από τα υλικά του. Τι να κάνουμε; Υπάρχουν και χειρότερα. Καλύτερα χιλιάδες σταθμοί που λένε σαχλαμάρες παρά ένας και μιλάει ο Χίτλερ, έτσι δεν είναι;

 

 

                                      

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πέμπτη 15 Μαΐου 2008

Βιασύνη

Επιστρέφει από το σχολείο με αισθήματα αντιφατικά.

Τελειώσαμε, αναγγέλλει, τα απουσιολόγια έκλεισαν. Και τι κρίμα που τελειώνει το σχολείο... 
Μα όλο τον χρόνο μετρούσες τις μέρες πότε να τελειώσει, του θυμίζω.

Ναι, αλλά τώρα μελαγχολώ. Δεν είναι η πρώτη φορά.

Κάθε χρόνο τα ίδια ακούω. Κι ίσως κι εγώ στις μαθητικές ηλικίες τα ίδια έλεγα. Αλλά είχα τουλάχιστον το προνόμιο του Μαΐου. Δηλαδή δεν το διαλύαμε από τις 15, δεν το κλείναμε μετά το Πάσχα το μαγαζί. Αν θυμάμαι καλά, κάναμε ακόμα μαθήματα μέχρι αρχές Ιουνίου, είχαμε χρόνο να αποχαιρετί- σουμε τη χρονιά καλωσορίζοντας την άνοιξη, κι εν συνεχεία το καλοκαίρι. Ετούτα εδώ δεν προλαβαίνουν φέτος ούτε μπουγέλο να παίξουν. Ο Μάιος ακόμα δεν ωρίμασε, αλλά τα μαθήματα σε Γυμνάσια- Λύκεια έχουν κιόλας λήξει. Οι τάξεις αδειάζουν διακριτικά, στη Γ΄ Λυκείου δεν πατάει ψυχή μετά τις διακοπές του Πάσχα. Ευτυχώς μερικοί μαθητές έχουν πολλές απουσίες κι είναι υποχρεωμένοι να παρίστανται. Το πώς νιώθουν οι καθηγητές είναι δύσκολο να το φανταστούμε. Τα παιδιά έχουν γυρίσει την πλάτη στο σχολείο των ίσων ευκαιριών κι έχουν πέσει με τα μούτρα στα φροντιστήρια των άνισων ευκαιριών. Η ύλη πρέπει να έχει προλάβει να διδαχτεί ουσιαστικά πριν από το Πάσχα, κι αν δεν πρόλαβε, τόσο το χειρότερο για εκείνη. Γιατί υπάρχει μια αίσθηση, ότι όχι μόνο στην τελευταία τάξη του Λυκείου, όχι μόνο στο Λύκειο, αλλά κι από το Γυμνάσιο ακόμα, όλη η σχολική χρονιά είναι μια πρόφαση κουραστική, που κάθε χρόνο συρρικνώνεται περισσότερο, και βιάζονται όλοι να φύγει από τη μέση, να ριχτούν στις εξετάσεις, στις Πανελλήνιες. Να βρεθούν στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, τη στιγμή που η Δευτεροβάθμια είναι πολύ πιο ευχάριστη, πολύ πιο ουσιαστική, και λειτουργεί ακόμα σε συνθήκες πολυτελούς κανονικότητας.

Παρασκευή 2 Μαΐου 2008

Θανατερός πεζόδρομος

 Η Τοσίτσα είναι η κόλαση επί της γης, αθηναϊκή εκδοχή.

Ανάμεσα στο Αρχαιολογικό Μουσείο, το καμάρι της φυλής, και το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το άλλο καμάρι. Ήταν ο πρώτος πεζόδρομος, ίσως ο δεύτερος μετά τη Βουκουρεστίου. Η πραγματοποίηση ενός ονείρου. Φανταζόμασταν ότι στους πεζόδρομους θα ζούσαμε, θα αναπνέαμε, θα κυκλοφορούσαμε. Τώρα εκεί, μέρα νύχτα, οι αξιοθρήνητοι καταναλωτές παράνομων ουσιών συναντούν προμηθευτές τους. Τρέχουν μηχανάκια, όπως τρέχουν σε όλους τους πεζόδρομους, είτε κουβαλώντας πίτσες, είτε κουβαλώντας πρέζα, είτε κουβαλώντας απλώς τη σιγουριά ότι οι πεζόδρομοι τους ανήκουν. Μπροστά στην Πατησίων υπάρχουν δυο περίπτερα και δυο στάσεις τρόλεϊ σαν από άλλο κόσμο. Πίσω υπάρχει μια χημική τουαλέτα, μέσα σε όλα τα χημικά, με δυσκολία φαντάζεται κανείς πώς θα είναι μέσα... Α, ναι, και το άγαλμα της αλυσοδεμένης Βορείου Ηπείρου, ξεχασμένο από τον καιρό που ο αλυτρωτισμός ήταν επίσημη πολιτική. Άλλοι αλύτρωτοι τώρα εκεί στον «πεζόδρομο», τον πρεζόδρομο, άλλα αγάλματα εξαθλίωσης που εκτίθενται στο φιλοθεάμον κοινό, ένα ρεαλιστικό μπαλέτο σε σλόου μόσιον, κι όπως μπορεί ο καθένας τους αποφεύγει. Βγαίνοντας από το Μουσείο η αρχαιολόγος Ηώ Ζερβουδάκη, πεζή, έτυχε στη στιγμή που το σλόου μόσιον είχε αλλάξει ρυθμό. Μπορεί να στριμώχνονται εκεί αλυτρωτικά αγάλματα και αλύτρωτοι άνθρωποι σε κρίση στέρησης, περίπτερα, στάσεις, χημικές τουαλέτες, αλλά τα μηχανάκια τρέχουν κανονικά. Αυτό είναι το νόημα των πεζόδρομων. 

Αν ήταν να προσέχουν, θα έβγαιναν και στον δρόμο. Ας μαντέψουμε τι θα κάνουν τώρα για να μην υπάρξουν άλλα τέτοια ατυχήματα: θα κλείσουν την πλαϊνή πόρτα του Μουσείου. Οι πεζοί πρέπει να προστατευτούν από τον εαυτό τους! Δεν επιτρέπεται να βγαίνουν και να περπατάνε σε πεζόδρομους!

https://www.tanea.gr/2008/05/02/opinions/analwsima-thanateros-pezodromos/

Ιπτάμενες γιαγιάδες

  Σηκώνω το εγγόνι μου αγκαλιά να πάμε στην αλλαξιέρα και καθώς το μικρό του βάρος πλημμυρίζει το σώμα μου, προφέρω ασυναίσθητα τις χαϊδευτι...