Φτάνουμε, ξεφορτώνουμε, κουβαλάμε, τακτοποιούμαστε, ρίχνουμε μια ματιά στο βουνό, μωβ βαθύ σχεδόν μαύρο, από τους ξερούς κορμούς της δασικής οξιάς. Τις μέρες που χιόνιζε, άσπρισε βέβαια, αλλά ήταν άνοιξη, γρήγορα ξαναβρήκε το μωβ του. Ώσπου να γυρίσουμε το κεφάλι είχε γίνει πράσινο, μια φωτεινή απόχρωση από τα νεαρά φύλλα, αλλά όχι ενιαία. Πινελιές όλων των παραλλαγών του πρασίνου. Σε ζάλιζε να το κοιτάς και να προσπαθείς να βρεις λέξεις για τα χρώματα. Δεν έχουμε και πολλές, έτσι; Κυπαρισσί, λαχανί, ανοιχτό σκούρο και βαθύ, λαδί, τι άλλο;
Δεν πρόλαβα να φωτογραφίσω την πλαγιά, άλλαξε πάλι. Συνέχεια αλλάζει, κρατά λίγες μέρες η ανθοφορία μερικών δέντρων, γεμίζουν φύλλα μετά, ανθοφορούν άλλα. Τώρα είναι γεμάτες λουλούδια οι καστανιές, και νέα παρτίδα αγριολούλουδων έχει πάρει τη θέση των προηγουμένων, που ακόμα δεν κατάφερα να μάθω τα ονόματά τους. Οι φτέρες, που τις κόβαμε στην άκρη για τσιγαριστές με αυγά, έχουν απλώσει τα φύλλα τους, έχουν φτιάξει ολόκληρο δάσος, απο κάτω χαρχαλεύουν μικρά ερπετά, κρύβουν τη θέα στο περπάτημα. Αυτάρκεις, προϊστορικές φτέρες, τα μόνα φυτά που ακόμα πολλαπλασιάζονται με σπόρους οι οποίοι βγαίνουν κατευθείαν πάνω στα φύλλα τους, ούτε λουλούδια, ούτε γύρη, ούτε μέλισσες, ούτε σεξ, τίποτε. Ούτε μπελάδες, θα μπορούσε να πει κανείς. Η φλαμουριά, που για μια βδομάδα μύριζε και βούιζε από τα λουλούδια της, νομίζαμε ότι θα πάθουμε κάτι από τη δυνατή μυρωδιά, ότι θα μας τσιμπήσει κάποιο από τα χιλιάδες έντομα που την τριγύριζαν, αλλά τίποτε δεν συνέβη, ήταν απολύτως αφοσιωμένα στη δουλειά τους, η φλαμουριά λοιπόν σκουραίνει και τινάζει τα ξεραμένα πλέον άνθη, έχει βάψει τον κήπο κίτρινο.
Ο Ιούνιος ακόμα ποτίζει και μπουμπουνίζει, θα ήθελα να ξέρω όλα του τα έργα, να τα μελετώ απομονώνοντας τις ανθρώπινες δραστηριότητες, αλλά πρέπει σιγά- σιγά να ετοιμάσω βαλίτσες. Θα κιτρινίσουν εδώ τα χόρτα χωρίς εμένα.
Δεν πρόλαβα να φωτογραφίσω την πλαγιά, άλλαξε πάλι. Συνέχεια αλλάζει, κρατά λίγες μέρες η ανθοφορία μερικών δέντρων, γεμίζουν φύλλα μετά, ανθοφορούν άλλα. Τώρα είναι γεμάτες λουλούδια οι καστανιές, και νέα παρτίδα αγριολούλουδων έχει πάρει τη θέση των προηγουμένων, που ακόμα δεν κατάφερα να μάθω τα ονόματά τους. Οι φτέρες, που τις κόβαμε στην άκρη για τσιγαριστές με αυγά, έχουν απλώσει τα φύλλα τους, έχουν φτιάξει ολόκληρο δάσος, απο κάτω χαρχαλεύουν μικρά ερπετά, κρύβουν τη θέα στο περπάτημα. Αυτάρκεις, προϊστορικές φτέρες, τα μόνα φυτά που ακόμα πολλαπλασιάζονται με σπόρους οι οποίοι βγαίνουν κατευθείαν πάνω στα φύλλα τους, ούτε λουλούδια, ούτε γύρη, ούτε μέλισσες, ούτε σεξ, τίποτε. Ούτε μπελάδες, θα μπορούσε να πει κανείς. Η φλαμουριά, που για μια βδομάδα μύριζε και βούιζε από τα λουλούδια της, νομίζαμε ότι θα πάθουμε κάτι από τη δυνατή μυρωδιά, ότι θα μας τσιμπήσει κάποιο από τα χιλιάδες έντομα που την τριγύριζαν, αλλά τίποτε δεν συνέβη, ήταν απολύτως αφοσιωμένα στη δουλειά τους, η φλαμουριά λοιπόν σκουραίνει και τινάζει τα ξεραμένα πλέον άνθη, έχει βάψει τον κήπο κίτρινο.
Ο Ιούνιος ακόμα ποτίζει και μπουμπουνίζει, θα ήθελα να ξέρω όλα του τα έργα, να τα μελετώ απομονώνοντας τις ανθρώπινες δραστηριότητες, αλλά πρέπει σιγά- σιγά να ετοιμάσω βαλίτσες. Θα κιτρινίσουν εδώ τα χόρτα χωρίς εμένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου