Τετάρτη 23 Απριλίου 2003

Ομόνοια

Θα τη συνηθίσουμε την Ομόνοια, πράγματι. Δεν υπάρχει περίπτωση αλλαγής, ό,τι
έγινε έγινε και μόνο λίγες ζαρντινιέρες ενδέχεται να μπουν. Πώς θα στέκονται
στην επικλινή επιφάνεια δεν ξέρουμε, αλλά αν τα φυτά γέρνουν από την
υπερυψωμένη πλευρά της 3ης Σεπτεμβρίου ίσως κάπως να διορθωθεί εκείνος ο
τοίχος που υψώνεται αίφνης και κλείνει την πλατεία. Κατά τα άλλα, ας
προσπαθήσουμε να τη συνηθίσουμε. Ίσως να έχουν δίκιο αυτοί που υποστηρίζουν
ότι είναι μία πρωτοποριακή πρόταση κι εμείς οι Αθηναίοι, επειδή είμαστε τόσο
στερημένοι από όμορφα πράγματα στην πόλη μας, δεν έχουμε την ωριμότητα να τη
δεχθούμε. Δεν αποκλείεται. Θυμάστε τον Φοίβο και την Αθηνά, τις μασκότ των
Ολυμπιακών Αγώνων, όταν πρωτοβγήκαν τι σοκ είχαμε πάθει; Και όχι μόνο τα
συνηθίσαμε τα προϊστορικά κουκλιά, αλλά τα έχουμε αγαπήσει όλως ιδιαιτέρως.
Ήταν όντως μια τολμηρή πρόταση που μας ξένισε και χρειάστηκε χρόνος να την
αποδεχθούμε, ας υποθέσουμε λοιπόν ότι μπορεί να συμβαίνει το ίδιο με την
Ομόνοια. Να τη συνηθίσουμε, αλλά ως πρωτοποριακή πρόταση. Όχι ως πλατεία
δευτέρας διαλογής, όπου τα σχέδια γίνονται μισά για οικονομία και κόβονται τα
καλύτερα κομμάτια, αφού έτσι κι αλλιώς μόνο μετανάστες συχνάζουν. Να τη
δεχθούμε όπως είναι αυτή τη στιγμή, με τους ξένους να ψάχνονται ακολουθώντας
τη γνωστή σε όλες τις πόλεις αναζήτηση του κέντρου και να δούμε αν μπορέσουν
σ' αυτό το μοντέρνο χάος να ανοίξουν δρόμους. Να μη συνηθίσουμε τη βρώμα και
την εγκατάλειψη, που ίσως αντέχαμε ως προσωρινή τόσα χρόνια, αλλά τώρα, με
τόσους γρανίτες και τόσα μάρμαρα, δεν πρέπει να αντέξουμε. Να απαιτήσουμε την
πρόταση ολόκληρη, να μη δεχθούμε τη μουντζούρα.
https://www.tanea.gr/2003/04/23/opinions/analwsima-omonoia/

Κυριακή 13 Απριλίου 2003

Επίπλωση Βαγδάτης


Η πόλη που ο φακός και το βλέμμα μας δεν μπορεί να εγκαταλείψει, η Βαγδάτη που συνεχίζει να είναι ενωμένη με τους εσωτερικούς μας χώρους με έναν παράξενο ομφάλιο λώρο, γέμισε καρέκλες γραφείου. Καρέκλες μοντέρνες, με ρυθμιζόμενη πλάτη και ύψος, αγκαλιά στα χέρια γυναικών με καλυμμένα πρόσωπα,  που τις μετέφεραν σε άγνωστη κατεύθυνση.  Μερικές βρίσκονταν παρατημένες στο δρόμο, να στριφογυρίζουν και να τσουλάνε, σύμβολα εξουσίας που καταλύθηκε, οι κουρελιασμένοι θρόνοι των γραφειοκρατών. Τι θέση θα πάρουν στα σπιτικά που τις μετέφεραν; Μαζί με χαμηλά μαξιλάρια θα τις ταιριάξουν; Οι πεζοναύτες προσπερνούσαν αδιάφοροι, αρχάγγελοι μιας πειθαρχίας καταπληκτικής, δικής τους όμως και αθώρητης από τους ιθαγενείς, μέσα στην καρδιά του χάους. Ανώτεροι εκείνοι. Ντουλάπια τραπέζια, βάζα, μεταφέρθηκαν κι αυτά προχείρως, οι εικόνες τους είχαν κάτι το προσβλητικό, το άσεμνο. Ας ήταν πράγματα της κυβέρνησης του Σαντάμ. Δεν είναι δυνατόν να λεηλατείς σε απ' ευθείας μετάδοση. Δεν είναι τυχαίο που ο Ράμσφελντ βρήκε την ευκαιρία να κάνει εκείνη την μειωτική παρατήρηση για τα βάζα. Ένα είδος ρατσισμού, μια βαθιά περιφρόνηση φιδοσερνόταν στην εικόνα, ανάμεσα στους πάνοπλους πεζοναύτες και στους ντόπιους με τις παντόφλες που ρήμαζαν ότι έβρισκαν. Ακόμα και το μουσείο, σωροί από πήλινες πινακίδες φάνηκαν να θρυμματίζονται στο πάτωμα. Αν ήταν χρυσαφικά ίσως θα είχαμε σοκαριστεί, ίσως να είχαν βάλει και φρουρά οι πεζοναύτες. Αλλά για τα πήλινα θραύσματα; Ήταν τα πρώτα δείγματα γραφής της ανθρωπότητας απλώς, μερικά ακόμα αδιάβαστα ίσως, μερικά μυστηριώδη. Ίσως όμως και να είχε σκοτωθεί προηγουμένως, σε παιδική ηλικία, και ο αρχαιολόγος που θα τα αποκρυπτογραφούσε κάποτε. 

Πέμπτη 10 Απριλίου 2003

Τι τους κινεί;

Πώς μπορούν οι στρατιώτες και πολεμούν στο Ιράκ; Πώς την βολεύουν μέσα στο
μυαλό και τη συνείδησή τους οι πεζοναύτες αυτή την καθημερινή δουλειά; Από πού
αντλούν κουράγιο και δύναμη και πεποίθηση να συνεχίζουν; Είναι τόσο πολύ
πεισμένοι ότι επιτελούν έργο θεάρεστο ή απλώς ακολουθούν τη στρατιωτική
πειθαρχία; Μέσα τους τι σκέφτονται, άραγε; Τους κρατά η πεποίθηση ότι εκτελούν
το σωστό ή το ότι έχουν εξασκηθεί να υπακούουν; Το αίσθημα ανωτερότητας;
Αισθάνονται, άραγε, ανώτεροι χάρη στην υπεροπλία τους; Τους παρασύρει απλώς το
πλάνο της ημέρας; Χρειάζεται να μισούν για να πολεμούν και, αν χρειάζεται, πώς
κατάφεραν να μισήσουν; Και πώς διατηρούν το απόθεμα του μίσους; Μήπως απλώς
βρήκαν μέσα τους τα όχι και τόσο βαθιά θαμμένα ένστικτα της επίθεσης, της
καταστροφής, της αρπαγής, του φόνου; Και πώς είναι να τα ξαμολάς αυτά τα
ένστικτα; Τι απαντάς μετά στο πολιτισμένο κομμάτι του εαυτού σου, στη γυναίκα
σου, στην αδελφή σου; Και αν αλήθεια νόμισαν ότι βλέπουν πολυβόλα στο
ξενοδοχείο των δημοσιογράφων; Αν είναι πραγματικά τόσο φοβισμένοι που να μην
ξέρουν τι κάνουν, να πυροβολούν λεωφορείο με παιδιά από φόβο, πάνοπλοι αυτοί,
να ρίχνουν με τανκς σε ξενοδοχείο με δημοσιογράφους, να επιτίθενται ακόμα και
σε δικούς τους από σκέτο φόβο; Τι μύθους έχουν στο κεφάλι τους και φοβούνται
τα γυναικόπαιδα; Μήπως είναι ο φόβος που τους διατηρεί σε εγρήγορση; Ο φόβος
τούς κάνει θηρία; Τι αποκομίζουν οι ψυχές απ' αυτή την ιστορία; Αναρωτιέμαι,
καθώς οι ημέρες που περνούν αλλοιώνουν σ' εμάς, που μόνο παρακολουθούμε τον
πόλεμο, τόσα πράγματα, τόσες ιδέες, τόσες πεποιθήσεις. Σ' αυτούς άραγε τι γίνεται;

https://www.tanea.gr/2003/04/10/opinions/analwsima-ti-toys-kinei/

Ιπτάμενες γιαγιάδες

  Σηκώνω το εγγόνι μου αγκαλιά να πάμε στην αλλαξιέρα και καθώς το μικρό του βάρος πλημμυρίζει το σώμα μου, προφέρω ασυναίσθητα τις χαϊδευτι...