Τρίτη 29 Ιουνίου 2021

Ισότητα και άλλοι όροι

 Αφού όλοι οι σοβαροί άνθρωποι δέχονται τον όρο γυναικοκτονία, εμένα τι μου ξινίζει και κλοτσάει στο μυαλό μου; Προσπαθώ να με καταλάβω, πέρα από το νομικό βάρος του πράγματος. Ας πούμε, το γλωσσικό. Δεν είναι η καλλιέπεια που μου θίγεται, κάτι άλλο που πρέπει να σκεφτώ από τον τρόπο που μάθαμε να βλέπουμε τα πράγματα και να τα μετράμε. Ισως η δική μας γενιά διεκδίκησε ό,τι είχε να διεκδικήσει με βάση την ιδέα της ισότητας. Υπήρχαν ακόμα νόμοι που ρύθμιζαν τη νομική κατωτερότητα των γυναικών κυρίως μέσα στην οικογένεια. Και η ισότητα είναι μια ιδέα που μπορεί να σε παραπλανήσει. Ισοι απέναντι στον νόμο δεν σημαίνει πως είμαστε και ίδιοι.

Δεν είμαστε. Πολύ πικρό και απαράδεκτο, αλλά αληθινό. Δεν είναι απλώς δυνατότεροι σωματικά, είναι πολύ πιο περίπλοκη. Αυτές που ο νόμος ορίζει ίσες, τώρα ο νόμος ονομάζει άνισες, κατά κάποιον τρόπο. Αλλος νόμος βέβαια, αλλά δεν παύει να σοκάρει. Αυτός είναι ο λόγος που δεν ακούγεται εύκολα ο όρος «γυναικοκτονία» για μένα τουλάχιστον. Ας πούμε ότι είμαι ακόμα στο πρώιμο στάδιο, εκείνο που προσπαθούμε να πείσουμε ότι όλα τα μπορούμε και τα καταφέρνουμε.

Για αυτοάμυνα μαθαίνουμε καράτε, πολεμικές τέχνες και άλλα τέτοια μαχητικά. Ή διαθέτουμε τα σούπερ ταλέντα να αποτρέπουμε τους υποψήφιους δολοφόνους με τις έξυπνες ατάκες μας. Πιο εύκολα να τα δεχτείς όλα αυτά παρά την απλή αλήθεια της φυσικής αδυναμίας. Γιατί αυτό σε φέρνει μπροστά στην ανάγκη να σκεφτείς ότι οι άντρες διαθέτουν αυτή τη φυσική ανωτερότητα που οφείλουν να ελέγχουν. Και η ιστορία τους, η ιστορία μας; Δεν οφείλουν κι αυτή να τη σκέφτονται όταν απλώς θυμώνουν και τους έρχεται να ανεβάσουν τη φωνή;

Δύσκολες λέξεις και δύσκολες κουβέντες. Ισως γι' αυτό προτιμώ τη βολή της παλιάς ιδέας, την ισότητα που είναι προς εύρεση και κατάκτηση, έστω κι αν σε άλλους κώδικες γράφεται εκείνη και σε άλλους θα γραφτεί, αν γραφτεί, η γυναικοκτονία.

Γλωσσική αδυναμία λοιπόν, για μένα. Και γλωσσικός φόβος για το πώς θα διατυπώσουμε από δω και πέρα όλες τις διατυπώσεις που αναπόφευκτα θα διατυπωθούν. Ας ελπίσουμε ότι θα αξίζει τον κόπο η συζήτηση.

Τρίτη 22 Ιουνίου 2021

Οι Αλβανοί

 Τριάντα χρόνια ακούμε κλισέ για τους μετανάστες, ωστόσο, πιστή στην αρχή μου κατά των γενικεύσεων, αναρωτιέμαι ακόμα, δικαιούμαι να αραδιάσω κι εγώ γραπτώς διάφορες σκέψεις που αραδιάζω προφορικά ελαφρά τη καρδία; Ας πούμε, λέω στις φίλες μου: «Αυτές οι Αλβανές, βρε παιδιά, τι καταπληκτικές, τι ακούραστοι άνθρωποι; Πόσο τυχεροί είμαστε στην Ελλάδα που είχαμε αυτούς τους μετανάστες, τόσο πρόθυμους να μάθουν τον δικό μας κόσμο, τόσο έτοιμους να ενσωματωθούν!» Κουνούν το κεφάλι εκείνες.

«Τους θαυμάζω για την εργατικότητά τους», λένε κάποιες που γνώρισαν καλύτερα Αλβανούς εργαζόμενους. «Είναι οι άνθρωποι που ήρθαν στην Ελλάδα αποφασισμένοι να σεβαστούν τους κανόνες της δουλειάς. Ο εργαζόμενος εσθιέτω, με αυτή την πεποίθηση ήρθαν κι ακόμα τους κρατά, είκοσι, τριάντα χρόνια μετά. Ακόμα δουλεύουν ακούραστα, ακόμα εννοούν αυτό που λένε, ακόμα φέρνουν έναν αέρα σοβαρότητας όπου και να βρίσκονται, ακόμα σέβονται τον λόγο και την αξιοπρέπεια των άλλων κι ας μη σεβάστηκε συχνά ο καθημερινός ρατσισμός τη δική τους».

Μα είναι όλοι έτσι; Μπορεί να ρωτήσει κάποιος που δεν είχε την ευκαιρία να αποκτήσει παρόμοιες εμπειρίες. Προφανώς και όχι. Δεν πήραμε κι εμείς το αξιοπρεπειόμετρο ή το εργατικόμετρο να δούμε οι Γεωργιανοί π.χ. ή οι Μολδαβοί ή οι Πολωνοί, που πέρασαν κάποτε από τα μέρη μας μετανάστες, ή οι Ρώσοι, είναι γενικά πιο εργατικοί, σοβαροί, ακούραστοι ή αξιοπρεπείς και σέβονται περισσότερο. Αλλά κι εκείνοι που στη δεκαετία του ’90 είχαν αντικαταστήσει τη λέξη «διαρρήκτης» με τη λέξη Αλβανός, σάμπως είχαν καλύτερα νούμερα; Ομως ο δικός τους λόγος βασίλευε και σκέπαζε τις προσπάθειες χιλιάδων ανθρώπων να γίνουν αποδεκτοί στην ελληνική κοινωνία. Καθολικοί μετανάστες από τη βόρεια Αλβανία συναντούσαν την έχθρα ορθόδοξων παπάδων στα χωριά, παιδιά μουσουλμάνων βαφτίζονταν ορθόδοξα, κι όμως δεν αρκούσαν αυτά να εξημερώσουν την εθνική ονομασία τους στα χείλη των ντόπιων.

Καλές είναι οι αρχές περί μη γενίκευσης, και συνεχίζω να πιστεύω ότι είναι πολύ ρηχό να βλέπεις σε έναν άνθρωπο που γνωρίζεις εθνικά χαρακτηριστικά. Ή ακόμα και να ψάχνεις να τα βρεις, σώνει και καλά. Ομως είναι καιρός να ανοίξω μια λευκή σελίδα και να καταγράψω μερικές από τις γενικότητες που λέμε μεταξύ μας, ξέροντας ότι δεν μπορεί να ισχύουν για τον καθένα. Οπως δεν ισχύουν ούτε οι άλλες. Αυτά λοιπόν για τους Αλβανούς.

Θα πρέπει να ζητήσουν συγγνώμη αυτοί που κατηγόρησαν μετανάστες, αναφερόμενοι σε εθνικές ομάδες, για το έγκλημα στα Γλυκά Νερά, αλλά πολύ φοβάμαι ότι είναι ανίκανοι για τέτοιες υπερβάσεις.

Τρίτη 15 Ιουνίου 2021

Ανάποδο συνέδριο χρειαζόαμστε

 Στην πραγματικότητα οι άνθρωποι με δυο σπυριά μυαλό μέσα στο κεφάλι ξέρουν πολύ καλά ότι αν υπάρχει ελπίδα για την ανθρωπότητα και για τον πλανήτη που του έλαχε η ανθρωπότητα, βρίσκεται στις γυναίκες που αργούν να κάνουν παιδιά ή που δεν κάνουν καθόλου. Στις γυναίκες των ανεπτυγμένων χωρών που έχουν αποκτήσει λίγο-πολύ έλεγχο στο σώμα τους, κατά το δυνατόν, γιατί δεν τον αποκτάς ποτέ τελείως. Που μπορούν να αγοράσουν ένα αντισυλληπτικό, να επιβάλουν ένα προφυλακτικό, να βάλουν ένα σπιράλ (υπάρχει ακόμα αυτό ή καταργήθηκε με τη δική μας κλιμακτήριο;), να καταφύγουν με βαριά καρδιά, πάντα βαριά, ειρήσθω εν παρόδω, σε έκτρωση.

Οι περισσότερες όμως γυναίκες του κόσμου, οι συντριπτικά περισσότερες, δεν μπορούν, ή οι αξίες παραγωγής παιδιών είναι ακόμα πολύ υψηλές στις κοινωνίες τους, όπως κι οι προσδοκίες τους για καλύτερα γηρατειά, για απόκτηση θέσης και εξουσίας μέσω των παιδιών. Οπότε οι περισσότερες γυναίκες της ανθρωπότητας κάνουν ακόμα πολλά παιδιά, σαν να υπήρχε η παιδική θνησιμότητα του 19ου αιώνα, που όμως δεν υπάρχει.

Το πρόβλημα των ανθρώπων είναι ότι είμαστε επτά δισεκατομμύρια, με συνεχώς αυξανόμενες απαιτήσεις σε ενέργεια, τροφή και αντικείμενα, εξαντλούμε τον πλανήτη και τους πόρους του, και θα έπρεπε οι σοφοί και οι μεγάλοι και οι ηγέτες να σκέπτονται πώς θα κατάφερναν να πείσουν τις γυναίκες του πλανήτη να κάνουν λιγότερα παιδιά και σε μεγαλύτερη ηλικία, αντί να κάνουν πολλά και να ξεκινούν να τα κάνουν νέες. Αλλά βέβαια είναι στην ανθρώπινη φύση ο παραλογισμός που επωάζει την καταστροφή του ανθρώπου, όπως μας διδάσκει η τραγωδία των αρχαίων ημών προγόνων των οποίων το DNA φοβόμαστε μη χαθεί (λες και το βρήκαμε).

Οπότε θα συνεχίσουν διάφοροι μεγαλοσχήμονες να μας λένε για υπογεννητικότητα, ενώ στην Αχαρνών μυρμηγκιάζουν τα φτωχά ξένα παιδιά που πολύ θα ήθελαν να αντικρίσουν λίγο ενδιαφέρον από το ελληνικό κράτος, θα μεγαλώνουν όπως όπως μέσα στην αδιαφορία και τη σκληρότητα, μέχρι να καταφέρουν να φύγουν για μέρη πιο φιλόξενα. Ομως οι μανάδες τους δεν μπορεί παρά να βλέπουν τις άλλες, τις γυναίκες της Ευρώπης, και να παίρνουν το μήνυμα ότι μπορούν να κάνουν λίγα παιδιά ή και καθόλου, κι αυτό συνδέεται με καλύτερη ζωή. Οπότε, ίσως, δεν έχουν όλα χαθεί.

Τρίτη 8 Ιουνίου 2021

Για ένα μέτρο πεζοδρόμιο

Ελπίζω να ζω όταν τελειώσει ο ποδηλατόδρομος ως το Σούνιο και να τον πάρω με τα πόδια. Όταν φτάσω στο Σούνιο κι ανέβω στο ναό του Ποσειδώνα θα στρίψω προς Λαύριο και θα συνεχίσω στον άδοξο μικρότερο δρόμο που περνάει δίπλα  από τα κρυμμένα μέσα στα πεύκα εξοχικά και συγκροτήματα. Ελπίζω, άλλη μια ελπίδα, ότι ως τότε θα έχουν ζωντανέψει με κάποιο τρόπο και τα παγκαλό που ερειπώνονται στο λόφο απέναντι από τον ένδοξο αρχαιολογικό χώρο με τρόπο πολύ ασεβή απέναντι σε αρχαίους και νέους θεούς καθώς και στο τοπίο.

Εκεί στρίβοντας προς το Λαύριο λοιπόν, με τα νησιά απέναντι να ορίζουν τις αποχρώσεις του γαλάζιου και τα συρματοπλέγματα των ιδιοκτησιών ένθεν και ένθεν να ορίζουν την επικίνδυνη περιήγηση, θα αναρωτηθώ άλλη μια φορά γιατί έπρεπε να γίνει τόσο στενός αυτός ο δρόμος ώστε να μη μπορεί ένας πεζός να περάσει απολαμβάνοντας τον περίπατο του. Αφού τόσοι άνθρωποι έρχονται εκεί μόνο για τις διακοπές τους, γιατί εξαρχής απέκλεισαν αυτή τη μορφή αναψυχής; Κολυμπούν το καλοκαίρι, αλλά το χειμώνα και τις άλλες εποχές, δεν είχαν φανταστεί ότι θα ήταν ευχάριστο, ενδιαφέρον, ψυχωφελές και υγιεινό να περπατούν ανάμεσα στο βουνό και στη θάλασσα και να τονώνουν το κυκλοφοριακό, το αναπνευστικό και τα υπόλοιπα συστήματα τους;

Φαίνεται πως όχι. Επικράτησε και σ’ αυτή την οριοθέτηση η παλιά διαμάχη του δημόσιου με το ιδιωτικό, με το δημόσιο να υποχωρεί στο μονίμως παραπονεμένο κι αχόρταγο ιδιωτικό, που έχει και τα πεύκα και τους φράχτες, και τα μονοπάτια και τις βεράντες. Δεν είχε φανταστεί ότι κάποτε ο γιατρός θα συνταγογραφούσε περπάτημα για όλα τα καρδιαγγειακά, κι όπως δεν περπατούσε ποτέ για λόγους αρχής, το ιδιωτικό και οι ιδιώτες, βρέθηκε να κάνει γύρους στο κτήμα και στη βεράντα, γιατί πέρασμα στο δρόμο δεν έχει. Μόνο πάνω από ένα γκρεμό κάποτε το δημόσιο, ίσως και σε συνεργασία με το ιδιωτικό, αν μπόρεσε ποτέ να γίνει τέτοιο πράγμα, αναγκάστηκε να φτιάξει ένα μέτρο πεζοδρόμιο για να εμποδίσει μάλλον την κατολίσθηση. Κι εκεί, αν καταφέρει να βρεθεί κάποιος ριψοκίνδυνος περιπατητής και βαδίσει για πενήντα μέτρα, τόσο είναι το μήκος, ίσως φανταστεί όλη τη διαδρομή, καμιά δεκαριά χιλιόμετρα μεταξύ Σουνίου και Λαυρίου, με ένα μέτρο πεζοδρόμιο να περπατά σαν άνθρωπος. Και τότε θα  ρίξει ένα δάκρυ αλμυρό σαν το πέλαγος.

Τρίτη 1 Ιουνίου 2021

Μουσική στο σκοτάδι

Είχα μια φίλη που ονειρευόταν χρόνια να αποκτήσει τζουκμπόξ. Πολύ καιρό μετά που τα τζουκμπόξ είχαν εξαφανιστεί από τη ζωή μας, θυμόμουν μαζί της ότι κάποτε κι εμένα μου άρεσαν. Νομίζω πιο πολύ να κοιτάζω τη μηχανική πλευρά, τη δραχμή να πέφτει, τη βελόνα του πικάπ να ξυπνά και να ανασηκώνεται, άλλες μυστικές επιφάνειες να κινούνται στο βάθος, τους δίσκους σαράντα πέντε στροφών να ξεφυλλίζονται και να σταματά το ξεφύλλισμα στον επιλεγμένο, να ξεχωρίζει εκείνος και με χορευτικές στροφές να εμφανίζει ενίοτε την επιφάνεια με τα ονόματα των καλλιτεχνών, ή άλλοτε απλώς ν’ αρχίσει να παίζει. Η ροή κρατούσε όσο και το τραγούδι, ύστερα έπρεπε να διαλέξεις άλλο  και να ρίξεις καινούργιο νόμισμα. Ίσως αυτή η άσκηση επιλογής να άξιζε περισσότερο από την ίδια τη μουσική. Να πληρώνεις, να διαλέγεις,  να περιμένεις την κοινή αποδοχή, άρεσε στους άλλους; Το έπιασε το υπονοούμενο ο στόχος του φλερτ; Παραγγελιά μπορούσε να κάνει ο καθένας, φτηνά και εύκολα.

Μου άρεσε κι εμένα το τζουκμπόξ, ή έτσι θυμάμαι. Θα ήταν η ηλικία που μας έκανε να περιμένουμε κάποιο συμβάν με κάθε δισκάκι, κάποιο διάλογο, κάποιο νεύμα, κάποιο φλερτ σε εξέλιξη. Δεν το νοστάλγησα ποτέ όσο η φίλη μου, και το χειρότερο είναι που με τα επόμενα μηχανήματα παραγωγής μουσικής σε χώρους εστίασης δεν κατάφερα να συνδέσω ευχάριστες αναμνήσεις. Οπότε δεν με πείραξε που για λίγες βδομάδες απαγορεύτηκε η μουσική στους χώρους εστίασης, κάθε άλλο. Σκεφτόμουν μάλιστα να πάω να απολαύσω μια τέτοια ήσυχη έξοδο πριν επιτραπεί ξανά.

Μια νύχτα, πριν προλάβω να υλοποιήσω το σχέδιο, δεν είναι κι απλό πια έτσι που ξεσυνηθίσαμε τις εξόδους, πέρασα από μια  πλατεία τη στιγμή που ένα πελώριο μηχάνημα ήχου έπιανε να δουλεύει. Τρόμαξα, πισωπάτησα. Μια παρέα νέων έστηνε αυθόρμητο πάρτι -εντάξει, όχι πολύ αυθόρμητο, θα πρέπει να είχε βρει τουλάχιστον καμιονάκι για να κουβαλήσει το μηχάνημα- ανάμεσα στις συστάδες δέντρων και θάμνων. Έτσι όπως ο μονότονος πλην όμως μοντέρνος ήχος (θεέ μου πως αντιμάχεται κανείς το μοντέρνο; Υπάρχει ελπίδα, ή μόνο μεταμοντέρνο;) χύθηκε στο σκοτάδι, μου φάνηκε σα να παραμονεύουν τα καταπιεσμένα ντεσιμπέλ να μας κατασπαράξουν. Θα ηρεμήσουν άραγε  μόλις τελειώσει η υποχρεωτική ησυχία; Κι εγώ που ξεσυνήθισα τόσο ευχάριστα, θα μπορέσω να ξαναβρώ τους μηχανισμούς άμυνας που με κρατούσαν ψύχραιμη;

 

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...