Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Η δική μου 'αποφράς ημέρα'


Το βιβλίο της Κουμαριανού για την Αθήνα και του Μπίρη για
τας Αθήνας. Βιβλία που με κάνουν αθηναία.
Μεγαλώνοντας άρχισα να νιώθω αθηναία. Είμαι παιδί εσωτερικών μεταναστών, κι όχι απολύτως εσωτερικών, αφού ο πατέρας μου ήταν πρόσφυγας Μικρασιάτης. Προσπάθησε όμως πολύ να απολαύσει την Αθήνα, να τη γνωρίσει καλά, να φτιάξει ένα σπίτι εδώ όπου, όπως ο ίδιος το έλεγε πολύ πετυχημένα νομίζω, έκανε κάτι που κάνουμε όλοι, ‘παρίστανε τον αστό’. Κι ενώ μικρή έλεγα πως είμαι μικρασιάτισσα, κι ενώ μεγαλώνοντας προσπάθησα να νιώσω πατρίδα μου διάφορους τόπους καταγωγής, της γιαγιάς, του παππού, τώρα πια καταλαβαίνω πως είμαι Αθηναία.
Δεν αγαπούσα αυτή την πόλη όταν ήμουν μικρή, με περιόριζε ασφυκτικά, λαχταρούσα φύση και ελευθερία, αλλά δεν ξεφεύγεις από τον τόπο που μεγάλωσες.
Αυτή η πόλη έχει 4 εκατομμύρια κατοίκους. Παιδιά μεταναστών οι περισσότεροι, εσωτερικών ή εξωτερικών. Μπορεί να λένε πολλοί ότι είναι από αλλού, επαρχιώτες ή αλλοδαποί, αλλά κάποια στιγμή θα καταλάβουν πως είναι αθηναίοι. Καλό θα είναι να το καταλάβουν, να βρουν στην πόλη το παρελθόν της και να αναζητήσουν μέσα τους το παρελθόν της πόλης.
Για μένα λοιπόν που είμαι αθηναία, λόγω της απόφασης που πήραν μικρές και μεγάλες δυνάμεις το 1834 ή κάπου εκεί, να κάνουν πρωτεύουσα του νέου κράτους την ένδοξη αρχαία πόλη, κι έχω αρχίσει να βλέπω τα πράγματα τοπικά, να τριγυρίζω τα σοκκάκια της Πλάκας και να αναζητώ ίχνη και αποτυπώματα, να σκαλίζω βιβλία και να μπαίνω σε μουσεία, για μένα η αποφράς ημέρα είναι εκείνη που ο Ιουστινιανός αποφάσισε να κλείσει τις σχολές των Αθηνών. Το 529 μ.Χ., μια μέρα που δεν ξέρω ποια ήταν ακριβώς, τη χρονιά εκείνη.
Πώς σκέφτηκαν τότε οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες που είχαν υιοθετήσει και επιβάλλει το Χριστιανισμό; Τι κέρδιζαν και τι επεδίωκαν όταν ισοπέδωναν τα πάντα; Ήταν θέμα ελέγχου των συνειδήσεων και τι απέδιδε αυτός ο έλεγχος; Λειτουργούσε, ή ήταν στη φαντασία τους; Οικονομικά έφερνε κέρδη; Ήταν οι παπάδες που πίεζαν τον αυτοκράτορα να κλείσει τις σχολές; Ήταν δική του πρωτοβουλία, ήταν κάτι αναπόφευκτο με τα δεδομένα και τη νοοτροπία της εποχής;
Πάντως από τότε η Αθήνα άρχισε να παρακμάζει. Μέχρι τότε ήταν μια πόλη σαν τη σημερινή Οξφόρδη και το Καίμπριτζ, μια πόλη γεμάτη σχολές, μια φοιτητούπολη με παιδιά πλουσίων απ’ όλο τον κόσμο. Παιδιά πλουσίων λέω, γιατί οι φτωχοί δεν είχαν βέβαια τη δυνατότητα να σπουδάζουν, η αναλογία στον πληθυσμό δεν είχε καμιά σχέση με τη σημερινή. Έστελναν εκεί διάφοροι ισχυροί τα παιδιά τους, κι αυτό γινόταν επί αιώνες. Είχε ειδικευτεί η πόλη στη μόρφωση, έμπαζε συνάλλαγμα αβέρτα.
Από το κλείσιμο των σχολών και μετά, καθώς ήταν ειδικευμένη και προσανατολισμένη στη μονοκαλλιέργεια της φιλοσοφίας, παρήκμασε ραγδαία. Από τότε δεν σήκωσε κεφάλι ουσιαστικά, γέρασε μέσα στα μάρμαρά της, κι οι Ρωμαίοι απλώς τη φορολογούσαν αγρίως, οι Οθωμανοί το ίδιο, οι Βενετοί βομβάρδισαν το κάστρο της το οποίο όλως τυχαίως ήταν η Ακρόπολη με τον Παρθενώνα επάνω, και στην Επανάσταση πολιορκήθηκε και άλλαξε χέρια δυο φορές με πόλεμο και μία ειρηνικά, οπότε γκρεμίστηκε η μισή. Το τι θα ήταν όμως αν δεν είχαν κλείσει οι σχολές δύσκολα μπορούμε να το φανταστούμε.
Και τώρα στην ελληνική πρωτεύουσα δεν αφήνουμε ούτε να λειτουργούν ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Κάτι έχουμε κρατήσει νομίζω από το πνεύμα Ιουστινιανού. 

Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Σουηδική νίκη


Η ωραιότατη Στοκχόλμη με ένα προπύργιο ελευθεριών

Μ’ αρέσει πολύ η Γιουροβίζιον, και χάρηκα που επιτέλους έφτιαξα την τηλεόραση μας, έμαθα και πώς δουλεύει το τηλεκοντρόλ, κι έκατσα να την απολαύσω. Μ’ αρέσει ο χορός των εθνικών κλισέ με ένδυμα ελαφροπόπ, αυτή η εξέλιξη των ευρωπαϊκών εθνικισμών στο φιλικό και στη μαθητεία συνύπαρξης, δεν τη χορταίνω. Οι γείτονες που ψηφίζουν γείτονες, οι πρώην εχθροί που τείνουν χείρα φιλίας, οι τολμηροί λαοί που ξεπερνούν τις προκαταλήψεις και τους ρατσισμούς τους πιο γρήγορα από τα επιτελεία  εξωτερικής πολιτικής των κυβερνήσεων τους.
Είχα χάσει όμως επεισόδια λόγω χαλασμένης τηλεόρασης (και περιρρέουσας ακεφιάς για να λέμε την αλήθεια) και δεν ήξερα τι είχε προηγηθεί της βραδιάς του τελικού. Έβλεπα τη Σουηδία να ανεβαίνει στη βαθμολογία και δεν καταλάβαινα γιατί. Την έβλεπα να εκτοξεύεται και δεν ήξερα ότι η τραγουδίστρια Λορίν είχε ήδη μια μικρή προϊστορία στην παρουσία της στο Αζερμπαϊτζάν. Την Παρασκευή είχε δώσει συνέντευξη σε μια εφημερίδα της αντιπολίτευσης και είχε δηλώσει ότι το καθεστώς της χώρας παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα. ‘Κρίμα που θέλησε να πολιτικοποιήσει τη Γιουροβίζιον’ δήλωσαν κατόπιν αυτού οι αζερικές αρχές. Και το βράδυ του Σαββάτου η Λορίν, από τη Σουηδία, κόρη μεταναστών ήρθε πρώτη, εκτοξεύτηκε για την ακρίβεια, κέρδισε όπως δεν έχει κερδίσει κανείς στη Γιουροβίζιον ποτέ. Μπορεί να ήταν φαβορί το τραγούδι, αλλά τόσο ψηλά σίγουρα έφτασε για άλλους λόγους.
Φαντάζεστε τη στενάχωρη θέση του καθεστώτος, που είδε το αναιδές κορίτσι  να ενθουσιάζει τους Ευρωπαίους; Πόσο θα ήθελαν να της αποδείξουν ότι είχε δίκιο για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Αλλά δεν μπορούσαν. Κι όλοι αυτοί οι νεαροί της Ευρώπης με τα κινητά στο χέρι, αντί να προτιμήσουν τις ωραίες κοπέλες με τα σέξι φορέματα, ή τους πανέμορφους νεαρούς με τις πικάντικες φατσούλες, αντί να αφήσουν την παιδική ψυχή τους να αγκαλιάσει τις ρωσίδες γιαγιάδες, αντί να τιμήσουν την παράδοση στο πρόσωπο του Ένγκελμπερτ Χάμπερντιγκ, αντί να εκτιμήσουν κάποιες ωραίες φωνές, έδωσαν τις ψήφους μονοκούκι στα ανθρώπινα δικαιώματα!
Παράξενα νιάτα, απρόβλεπτα. Τα βλέπεις με τα κινητά όλη την ώρα, τα βουλωμένα αυτιά, το χαμένο βλέμμα, και λες τι γενιά είναι τούτη, δεν ξέρει τίποτε, καλομαθημένη, άβγαλτη, τα βρήκε όλα έτοιμα, δεν εκτιμά κανέναν, κλπ… Φαίνεται όμως πως έχει τις αδυναμίες της κι αυτή. Ας πούμε, έχετε πάει ποτέ στο Gay Pride ακόμα και της Αθήνας να δείτε πόσοι νέοι μαζεύονται χωρίς να είναι ομοφυλόφιλοι; Εγώ πηγαίνω και εντυπωσιάζομαι πάντα. Οι νέοι αγανακτούν με την ανισότητα, θεωρούν κεκτημένο τα ανθρώπινα δικαιώματα για όλο τον κόσμο, ακόμα και στην Ελλάδα που δεν τους τα μαθαίνουμε κι από την κούνια. Κι έχουν αυτή τη θαυμάσια αφέλεια ορισμένοι, όπως η σουηδέζα τραγουδίστρια, και δεν υπολογίζουν τίποτε, το λένε κατάμουτρα σε όλους, το θεωρούν αυτονόητο.
Κρίμα που δεν ήξερα τις λεπτομέρειες αυτές και δεν χάρηκα τη θριαμβευτική σουηδική άνοδο. Εντάξει, είναι γνωστό ότι ψηφίζει ο κόσμος πολιτικά και εθνικιστικά στη Γιουροβίζιον, αλλά έχει σημασία τι και πώς ψηφίζει. Η νεολαία της Ευρώπης θέλει δημοκρατία, δεν της αρκούν τα ταρατατζούμ, τα φώτα κι οι φωτιές, οι μουσικές και οι γιορτές.
Κι έτσι από το μέχρι πρότινος άγνωστο Μπακού το φεστιβάλ θα πάει στη χώρα των ΑΒΒΑ, στην πλούσια πόλη του βορρά με την πιο πετυχημένη και σχετικά επίσης άγνωστη στις λεπτομέρειες της σοσιαλδημοκρατία, στην πόλη που χτίστηκε σε πολλά νησιά αλλά δεν στέρησε γι αυτό το λόγο τον εαυτό της από φαρδιά, χορταστικά πεζοδρόμια.
Από  το Protagon http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=15596

Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Διαρκές δάνειο της πόλης Σαρτρ

Ο κήπος του Μουσείου
Είναι ωραία να πηγαίνεις σε μικρά μουσεία, σα να επισκέπτεσαι σπίτια που σου ανοίγουν την καρδιά τους και σου λένε την ιστορία τους. Το μεσημέρι σήμερα πήγα πρώτη φορά στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, στην Κλαυθμώνος.
Το κτίριο αυτό ήταν η πρώτη κατοικία του Όθωνα όταν ήρθε στην Αθήνα. Είναι πολύ ταπεινό για παλάτι, αλλά τότε θα δέσποζε στην πόλη που χτιζόταν πυρετωδώς. Το πόσο γρήγορα μεγάλωνε η Αθήνα το βλέπει κανείς στο πρόπλασμα της πόλης του 1842 που βρίσκεται στην πρώην κουζίνα του πρώην παλατιού. Σταθήκαμε αρκετή ώρα πάνω απο αυτή τη μακέτα η οποία δείχνει την πόλη όπως τη βρήκαν οι φιλόδοξοι νέοι κάτοικοι της, με τα πρώτα κτίρια που έφτιαξαν και την αρχική ρυμοτομία. Στο Σύνταγμα έχει ήδη χτιστεί το παλάτι, η σημερινή Βουλή, ενώ μέσα στον Παρθενώνα υπάρχει ακόμα το τζαμί. Η οδός Ερμού έχει ανοίξει, η Σταδίου έχει χαραχτεί. Το Πανεπιστήμιο χτίζεται σε άδεια οικόπεδα. Υπάρχει κιόλας το Αστεροσκοπείο. Μερικές επαύλεις προς τα Πατήσια και την Ομόνοια σημαδεύουν τη μελλοντική επέκταση. Η γραμμή της παλιάς πόλης είναι ξεκάθαρη, αν και το τείχος έχει γκρεμιστεί: από τη σημερινή Πλάκα φτάνει μέχρι το Μοναστηράκι και πλησιάζει το Σύνταγμα και την Ομόνοια. Μικρούλα, σαν μεσαιωνική πολιτεία κάτω απο το κάστρο της.
Στην πρώτη αίθουσα του Μουσείου υπάρχει ένας μεγάλος πίνακας του 1674. Η επίσκεψη του Γάλλου πρέσβη μαρκήσιου de Nointel στην Αθήνα, υπό Jacques Carrey. Σε πρώτο πλάνο είναι τα πρόσωπα, οι γάλλοι και οι οθωμανοί, στο βάθος η πόλη, η Ακρόπολη, η θάλασσα. Είναι απο τις πρώτες αληθινές απεικονίσεις της Αθήνας εκείνης της εποχής, και μάλιστα λίγα χρόνια πριν ο Μοροζίνης βομβαρδίσει την Ακρόπολη. Ο Παρθενώνας φαίνεται ολόκληρος πάνω απο τα τείχη, με ένα μιναρέ. Ήταν ολόκληρος τζαμί, ύστερα, όταν βομβαρδίστηκε, καταλήφθηκε απο τους Βενετσιάνους κι εν συνεχεία εγκαταλείφθηκε, χτίστηκε το μικρό τζαμί που ξέρουμε περισσότερο απο εικόνες, μέσα στις κολόνες. Γύρω απο την πόλη το τείχος του Χασεκή την περιζώνει ολόκληρη. Οι στύλοι του Ολυμπίου Διός φαίνονται πολύ μακριά της.
Το σχήμα του Παρθενώνα πόσο ξενίζει, έτσι που τον έχουμε συνηθίσει ερειπωμένο. Γιατί ζητάμε μόνο τα μάρμαρα απο τους Άγγλους; (και γιατί τα λέμε σκέτα μάρμαρα; Είναι γλυπτά) Να ζητήσουμε απο τους Βενετούς να τον ξαναχτίσουν, πρέπει! Εξάλλου αυτοί στο χτίσιμο είναι μανούλες.
Ορίστε, βρήκα κι εγώ νέο εθνικό αίτημα! Καλό δεν είναι; Να το πατεντάρω, μη μου το κλέψουν. Ίσως μπορέσω να φτιάξω κανα κόμμα αύριο, να πορεύομαι. Είμαι και πολύτεκνη.
Ο πίνακας του Carrey είναι διαρκές δάνειο απο το μουσείο της Σαρτρ. Όπως θα έπρεπε να είναι όλα τα δάνεια. Διαρκή, κι αγύριστα.
Ο πίνακας πιάνει τον έναν τοίχο στην πρώτη αίθουσα του μουσείου, και γύρω άλλοι μικρότεροι  δείχνουν λεπτομέρειες εκείνης της μικρής μεσαιωνικής ξεχασμένης πόλης με τα σπίτια ανάμεσα στα αρχαία ερείπια. Τι παράξενη που θα ήταν, τι ενδιαφέρουσα. Μαγαζιά απλωμένα ανάμεσα στον τοίχο της βιβλιοθήκης του Αδριανού, η πύλη της Ρωμαϊκής Αγοράς λεγόταν Παζαρόπορτα. Μακάρι να μην άρχιζαν τις κατεδαφίσεις με μανία οι αρχαιόπληκτοι και οικοπεδομανείς, να άφηναν την παλιά πόλη όπως τη βρήκαν, ολόκληρη, με το τείχος της, και να έχτιζαν την καινούργια παραπέρα. Θα είχαμε τώρα μια μεσαιωνική καρδιά για τις βόλτες μας και θα ψάχναμε στη διατηρημένη περιοχή τα αλλεπάλληλα στρώματα της Ιστορίας, τα ίχνη απο αθηναίους, μακεδόνες, ρωμαίους, σύριους, βαβυλώνιους, γαλάτες, φράγκους, άγγλους, γάλλους, πορτογάλους, Μπόερς κι Οθωμανούς, τρώγοντας παγωτό χωνάκι στους πεζόδρομους. Τι ομορφιά και ευτυχία. Τη σουβλακούπολη στο Μοναστηράκι θα την είχαμε φτιάξει βεβαίως, απαραιτήτως τον Μπαϊρακτάρη, δεν το συζητώ.
Η κάπως φονταμενταλιστική αντιμετώπιση της Αθήνας όταν ιδρύθηκε, τότε που έπρεπε να μείνουν μόνο τα αρχαία του 5ου αιώνα, άντε και μερικά ρωμαϊκά, κυρίως επειδή ήταν δύσκολο να τα ξεχωρίσουν, έχει αρχίσει να αλλάζει. Τώρα ψάχνουμε την αληθινή συνέχεια της ζωής στην πόλη. Ίσως είναι πολύ αργά, ίσως ποτέ δεν είναι αργά.




Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Επιδόματα κατά συρροήν


Οικογένεια προ επιδομάτων
Ας το γράψω κι αυτό, όχι για να φύγει από πάνω μου, αλλά με την ελπίδα ότι κάποιος θα καταλάβει την κατάσταση μας, όπως την κατάλαβα εγώ τους τελευταίους μήνες, την τελευταία χρονιά ιδίως, και θα βγάλει ένα συμπέρασμα πιο βασανισμένο.
Πριν δέκα –δεκαπέντε χρόνια, δεν θυμάμαι ακριβώς, τότε πού ήταν παχιές οι αγελάδες, κάποιες συνάδελφοι είχαν την ιδέα να κάνουμε αγωγή στο Ταμείο μας για να διεκδικήσουμε οικογενειακό επίδομα, σαν αυτό που έπαιρναν οι άνδρες. Μας είχε φανεί πολύ φεμινιστικό και δίκαιο, και ξεκινήσαμε μια νομική διαδικασία .
Πέρασαν χρόνια. Μια ή δυο φορές η δικηγόρος που το είχε αναλάβει μας είχε ζητήσει τα έξοδα της, κι ύστερα το ξεχάσαμε. Πριν λίγες μέρες τηλεφώνησε να μου πει ότι η αγωγή είχε κερδίσει στα δικαστήρια και το επίδομα είχε εγκριθεί.
Δυσκολεύτηκα να θυμηθώ την υπόθεση, μου τη θύμισε. Με έπιασε ντροπή. Τι επίδομα να ζητάμε τώρα πια από το Ταμείο μας, που έχει τόσα προβλήματα; Δεν έπρεπε να παραιτηθούμε;
Τώρα είναι αργά, μου είπε, έχει τελειώσει η υπόθεση, και της χρωστούσα τα έξοδα.
Πήγα να την πληρώσω και μόνο ρωτώντας και κουβεντιάζοντας κατάλαβα ότι σκόπευε να συνεχίσει τις αγωγές. Το επίδομα είχε εγκριθεί μέχρι το 2002, και θα έκανε αγωγή για τη συνέχεια. Της είπα ότι δεν ήθελα να με συμπεριλάβει πια στην αγωγή της. Με κοίταζε καλά- καλά, σαν Ούφο. Να μου υπογράψετε ότι παραιτείστε, μου λέει.
Κάθισα κι έγραψα ένα χαρτί, ότι παραιτούμαι. Αν μετανιώσετε να με πάρετε τηλέφωνο, μου είπε αφού το παρέλαβε. Δεν μπορούσε να το χωνέψει ότι θα με έχανε απο πελάτισα; 
Μα τι να μετανιώσω; Δηλαδή μέσα σ’ αυτή την κατάσταση, με τα Ταμεία στο κόκκινο, με κόσμο να μένει άνεργος, με την απειλή να καταστραφούν όλα απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, συνεχίζεται κανονικά, σα να μη συμβαίνει τίποτε, η διεκδίκηση επιδομάτων; Και ποιος ξέρει πόσες ακόμα αγωγές σε πόσα ακόμα ταμεία; Κι αν κάποιος καταλάβει ότι αυτό πρέπει να σταματήσει, είναι παράξενος; Αυτός είναι ο παράξενος, ο μουρλός, ο ιδιόρρυθμος, κι όχι οι άλλοι; Είναι δυνατόν;
Εντάξει, αργά προσγειώνομαι κι εγώ στην ελληνική πραγματικότητα, στην ελληνική αναισθησία δηλαδή. Τόσα χρόνια δημοσιογράφος και ζούσα στον κόσμο μου.
Έφυγα χωρίς να μου δώσει απόδειξη για τα έξοδα που πλήρωσα. Σιγά τώρα.

Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

C' est la faute à Rousseau?


Χτες πήγα στη Γενική συνέλευση της ΕΣΗΕΑ, στο ξενοδοχείο Κάραβελ, επειδή ο εκπρόσωπος της παράταξης μας ειδοποίησε να πάμε. Επρόκειτο να συζητηθεί πρόταση για απεργία διαρκείας στη διάρκεια των εκλογών, κι αν και είμαι συνταξιούχος και δεν μου πέφτει λόγος, ωστόσο επειδή ακόμα δουλεύω κατά κάποιον τρόπο, όσο μπορώ, σε σάιτ και μπλογκ, κι επειδή συνέχεια ασχολούμαι με την πολιτική, δυστυχώς σε βαθμό υπερβολικό αυτούς τους τελευταίους μήνες, είπα να πάω. Και πήγα.
Έφτασα αργά, είχα κάτι δουλειές νωρίτερα, αλλά έφυγα πριν τελειώσει. Το κλίμα ήταν εξαιρετικά φορτισμένο εναντίον του εκπροσώπου μας, ο οποίος ξέρω ότι δεν συμφωνεί με τις απεργίες. Πιστεύω κι εγώ ότι μόνο κακό κάνουν στην παρούσα περίσταση, αλλά οι ομιλητές και οι συμμετέχοντες στη συνέλευση είχαν πολύ επαναστατικές διαθέσεις. Άκουσα έναν της Ανταρσίας, ο οποίος πρότεινε πολλά και διάφορα, όπως ‘να παραιτηθούν  εθελοντικά από  θέσεις γραφείου τύπου που έχουν οι συνάδελφοι, να δημιουργήσουν άδειες θέσεις εργασίας’ και ‘να απεργούμε συνέχεια μέχρι να πετύχουμε’. Τι να πετύχουμε: τον πλήρη έλεγχο των ΜΜΕ και το πέρασμα τους στα χέρια των εργαζομένων, αν κατάλαβα καλά. Γιατί μπορεί και να μην κατάλαβα. Πάντως ο νεαρός καταχειροκροτήθηκε.
Κι ομολογώ ότι ακόμα κι εγώ που έχω πια γεράσει και προ πολλού εγκαταλείψει την ελπίδα να συναρπάσω ένα επαναστατικό ακροατήριο όπως το συνάρπασε εκείνος, προς στιγμή άφησα τη ρομαντική αυτή άποψη να μου χαϊδέψει τ’ αυτιά και να εμφυσήσει μια γλυκιά αίσθηση στην καρδιά μου. Ναι, θα μπορούσαμε να ζούμε σε έναν παράδεισο αν οι άνθρωποι άφηναν την καλοσύνη τους ελεύθερη, όπως πρότεινε αυτός ο ευσταλής νεαρός που τριγυρνούσε ύστερα περήφανος και εισέπραττε συγχαρητήρια. Τι υπέροχος κόσμος θα ήταν αυτός όπου τα ΜΜΕ διοικούνται από τους εργαζόμενους, και όπου όσοι έχουν παραπάνω δουλειές, οι πολυθεσίτες που λέγαμε κάποτε, παραιτούνται οικειοθελώς υπέρ των ανέργων; Πώς να μην ξεχάσουμε όλοι, μαγεμένοι από μια τέτοια προοπτική, την πρακτική και βαρετή ερώτηση του Μανδραβέλη για τα ακίνητα της ΕΣΗΕΑ που θα έπρεπε να αποφέρουν περισσότερα κέρδη, και την αντιπαθητική άποψη ότι στην Ελλάδα υπάρχουν περισσότερες εφημερίδες από όσες χρειάζονται για να ικανοποιούν το αναγνωστικό κοινό, άρα θα έχουμε μεγάλο πρόβλημα ανεργίας στο άμεσο μέλλον; Ή την υπενθύμιση ότι ένα απο τα ακίνητα της ΕΣΗΕΑ, ανακαινισμένο με λεφτά ευρωπαϊκά και ελληνικά, τελεί υπό κατάληψη εδώ και κάτι χρόνια; 
Υπήρχε όμως κάτι που δεν μου άρεσε: Μόλις σηκώθηκε ο Κανέλλης να μιλήσει, που είναι εκπρόσωπος της παράταξης μας, άρχισαν από κάτω να φωνάζουν πολύ επιθετικά εναντίον του. Δημιουργήθηκε μια ατμόσφαιρα προπηλακισμού που διέψευδε ακριβώς την προηγούμενη ρομαντική άποψη, ότι δηλαδή οι άνθρωποι είναι καλοί εκ φύσεως. Γιατί, εντάξει η βαθιά καλοσύνη που ίσως κρύβουν μέσα τους, αλλά με την απέξω συμπεριφορά τι γίνεται; Κι αν κάποιος διαφωνεί με το πώς μπορεί να εφαρμοστεί η επαναστατική καλοσύνη, πόσο καλά μπορεί να του φερθεί το ξεσηκωμένο πλήθος;
Πάνω εκεί σηκώθηκα κι έφυγα για να στοχαστώ κατά μόνας την ανθρώπινη έμφυτη ή μη καλοσύνη, περιμένοντας κάτω από το Χίλτον το λεωφορείο 224, το οποίο άργησε μισή ώρα. Ευτυχώς έχει σκιά και γρασιδάκι το Χίλτον απέξω, και κάποια στιγμή ξάπλωσα λίγο, πείθοντας τον εαυτό μου πως οι έμφυτα καλοί άνθρωποι δεν θα μου έκαναν παρατήρηση, πράγμα που επαληθεύτηκε. Κανείς δεν με μάλωσε, οπότε μπορείς να πεις ότι η καλοσύνη της ανθρωπότητας θριάμβευσε στο καπιταλιστικό ξενοδοχειακό γρασίδι. Για μισή ώρα τουλάχιστον. Βέβαια το γρασίδι είναι έξω από το χώρο του ξενοδοχείου, αλλά τέλος πάντων.
Εκείνο που σκέφτηκα στο ευχάριστο αυτό μισάωρο, είναι πως ίσως πρέπει να ξαναδιαβάσω Ζαν Ζακ Ρουσσώ. Αυτός, μαθαίναμε στο σχολείο, είναι που είχε την επαναστατική άποψη περί της ανθρώπινης καλοσύνης. Ο άνθρωπος γεννιέται καλός, είχε πει, αλλά σιγά- σιγά ο πολιτισμός τον καταστρέφει. Αυτή η άποψη περί έμφυτης καλοσύνης, αν δεν είναι η βάση κάθε αριστερής σκέψης, είναι σίγουρα η βάση της σκέψης του νεαρού της Ανταρσίας με τις πρωτότυπες ιδέες. Στο μυαλό πολλών αριστερών υπάρχει η πεποίθηση ότι οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως καλοί και ο πολιτισμός τους καταπιέζει, άρα αν καταργήσουμε τον πολιτισμό η καλοσύνη θα ξεχυθεί στη ζωή μας. Μια βάση ρομαντική που βοηθάει την επαναστατική άποψη της καταστροφής. Δεν πειράζει ας πούμε να καταστρέψεις τα σκαλιά του Αγίου Διονύση των καθολικών στην Πανεπιστημίου, να κάψεις μερικά νεοκλασσικά κτίρια, να σπάσεις το μαρμάρινο ερεισίνωτο του μετρό, να μουτζουρώσεις τους τοίχους του κτιρίου της Ακαδημίας, ή απλώς να ξεθεμελιώσεις ολόκληρη την Αθήνα, γιατί δεν είναι παρά μια μορφή του πολιτισμού, η πόλη, το λέει κι η λέξη, κι αμέσως μόλις βρεθούν στη φύση οι άνθρωποι θα γίνουν καλοί από μόνοι τους.
Πρέπει να διαβάσω ξανά επειγόντως Ζαν Ζακ Ρουσώ και ομολογώ ότι βαριέμαι. Είναι δυνατόν να έλεγε τέτοιες ανοησίες; Ίσως απλώς υποστήριζε το αντίθετο από το δόγμα της εκκλησίας τότε, ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται αμαρτωλοί και με προδιαγεγραμμένη μοίρα, ότι οι ευγενείς κληρονομούν τη θεϊκή εύνοια και οι αστοί τη θεϊκή αδιαφορία, οι δε προλετάριοι την κατάρα του θεού, πιθανότατα. Κάτι τέτοιο θα ήθελε να πολεμήσει ο φιλόσοφος, και κάπου αλλού θα το πήγαινε. 
Η αλήθεια είναι ότι αυτή τη ρομαντική άποψη είχα κι εγώ κάποτε για τους ανθρώπους. Ο Ζαν Ζακ Ρουσώ φταίει; Χρειάστηκε να ζήσω πολύ για να καταλάβω ότι οι άνθρωποι δεν είναι εκ φύσεως καλοί, όσο κι αν η καλοσύνη σαν ιδέα τους είναι εξαιρετικά ευχάριστη. Μα κάπου θα πρέπει να τα εξηγεί αυτά ο Ρουσώ. Μήπως τα λέει στο Κοινωνικό Συμβόλαιο; Στην κοινωνία δεν παραχωρείς ένα κομμάτι της ελευθερίας σου για να σου δώσει χαρές της συμβίωσης, τα λέει αυτά; Χωρίς κανόνες ελευθερία δεν υπάρχει, άργησα αλλά το κατάλαβα. Κανόνες που όλοι τους σέβονται, για να καταπιέσουν τα ένστικτα της καταστροφής μέσα τους και να σου επιτρέπουν να ζεις χωρίς βία ακόμα κι αν είσαι πιο πλούσιος, πιο ωραίος, πιο νέος, κλπ...
Γιατί, πες μου βρε ωραίε μου αντάρτη της Ανταρσίας, αν είχες εξουσία και σου αντιστέκονταν οι πολυθεσίτες, τι θα έκανες; Δεν θα τους έπαιρνες τη δουλειά με το ζόρι; Αν μπορούσες; Και μήπως θα τους έστελνες και σε καμία ταχύρυθμη εκπαίδευση αναμόρφωσης για να γίνουν άνθρωποι καλοί όπως εσύ νομίζεις ότι πρέπει να είναι οι καλοί; Οπότε πού φτάνουμε καλέ μου; Στην τυραννία και στα στρατόπεδα δεν φτάνουμε; Δεν ξέρεις τίποτε γι αυτά νέε μου; Εντάξει, στην Ελλάδα έχουμε ωραία ξερονήσια, εξάλλου πρόκειται για την ωραιότερη χώρα του κόσμου.
Η απεργία αποφασίστηκε αφού είχα φύγει, πρόλαβα μόνο να ακούσω μια άλλη μαχητική συνάδελφο, την οποία γνωρίζω, είναι συνταξιούχος, να προτείνει κι αυτή απεργία. Φεύγουμε πια από την πλάνη περί καλοσύνης του Ρουσώ, και πάμε σε γκροτέσκες καταστάσεις της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας, όπου άνθρωποι προνομιούχοι κηρύττουν απεργίες οι οποίες θα πλήξουν φτωχότερους εργαζόμενους με πολύ λιγότερα προνόμια. Κι αυτό δεν είναι της αρμοδιότητας μου, διότι εγώ ασχολούμαι με υψιπετή θέματα, την ανθρώπινη καλοσύνη και τον Ζαν –Ζαν Ρουσώ.
Ήρθε και το λεωφορείο κάποια στιγμή, για το οποίο θα φιλοσοφήσουμε εν ευθέτω χρόνω. Mπορεί να διαβάσω το Κοινωνικό Συμβόλαιο. Αλλά θα κάνω καιρό να ξαναπάω σε συνέλευση της ΕΣΗΕΑ. Γέρασα και την αγριάδα της επανάστασης, αυτής της επιθετικής πίστης στην καλοσύνη, δεν την αντέχω.

ΑΟΖ και FAO

Υπέροχη γατούλα απο το Protagon,
  

Το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς μου ανακαίνισε το τμήμα ψαρικών και έβαλε στα ψάρια προέλευση FAO, από ποια ζώνη αλιείας προέρχονται. Έχει ψάρια μακρινά και ψάρια ιχθυοτροφείου τα οποία προτιμώ, όχι μόνο επειδή είναι φτηνότερα αλλά για λόγους οικολογικούς και πολιτικούς. Πώς θα μπορέσει η θάλασσα να θρέψει τόσο κόσμο, και μάλιστα δυτικούς ανθρώπους σαν εμένα που κάνουν συνέχεια δίαιτα, αν δεν οργανώσει ωραία, υγιεινά, οικολογικά όσο γίνεται ιχθυοτροφεία; Αντιστέκομαι λοιπόν στα  FAO όσο μπορώ και πηγαίνω δίπλα, στις στάνταρ τσιπούρες και τα λαβράκια. Δεν έχει ποικιλία ακόμα αυτή η προσπάθεια, αλλά εξελίσσεται. Διαλέγω ψάρια κάτω από το άσπρο φως και ονειρεύομαι τα καλοκαίρια που ταξιδεύαμε στα νησιά και ψαρεύαμε ψάρια άγνωστα, μαθαίναμε τα ονόματα τους σιγά- σιγά, από τους ψαράδες και τις εγκυκλοπαίδειες. Όχι εγώ βέβαια, αδύνατον να χειριστώ ψαροντούφεκο, τα αγόρια της παρέας. Σε μια ταβέρνα είχαμε βρει έναν ωραίο πίνακα με όλα τα «ψάρια των ελληνικών θαλασσών» και οι ψαράδες μας τα αποστήθιζαν.
Ο αδερφός μου ακόμα τα θυμάται, εξάλλου κάνει επαναλήψεις κάθε καλοκαίρι και μου λέει ότι η θάλασσα φτωχαίνει από ψάρια, φτωχαίνει σταθερά. Κι όχι μόνο από ψάρια, κι από θαλασσινή ζωή γενικά. Οι ανεμότρατες με τα δίχτυα που ξύνουν το βυθό καταστρέφουν το γόνο και κάθε ζωή, και κανονικά θα έπρεπε να αφήσουν τη θάλασσα ένα χρόνο να ξεκουραστεί και να συνέλθει. Αντί γι αυτό, συνεχίζουν να ψαρεύουν με δυναμίτες, άλλη καταστροφική πρακτική κι επικίνδυνη για όσους την κάνουν.
foto  HyperBob@Flickr   
Τσιπούρα ή λαβράκι, ξέρω ότι θεωρείται επιλογή ξενέρωτη από τους μερακλήδες του αλανιάρικου, όπως η ανησυχία για το μέλλον των ψαριών σε πολιτικά ευαίσθητους ανθρώπους. Από τις ζώνες αλιείας προτιμούμε να ασχολούμαστε με τις ζώνες επιχειρηματικού ελέγχου ή όπως αλλιώς τις λένε, αυτό το καινούργιο κοσκινάκι που λέγεται ΑΟΖ και υιοθετείται με πάθος από τους κυνηγούς εθνικών θεμάτων που δεν μπόρεσαν να αποκατασταθούν αρκετά με κανένα από όλα τα προηγούμενα. Αντί να κοιτάξουμε τον αληθινό πλούτο, τα ψάρια που τρώμε και πουλάμε, που θα μπορούσαν με φροντίδα και διαφήμιση να γίνουν κάτι σαν εκείνο το αμπέλι του μύθου, θυμάστε τον πατέρα που άφησε στα παιδιά του έναν αγρό και τους είπε «ψάξτε να βρείτε το θησαυρό», αντί γι αυτό λοιπόν, αρχίζουμε νέες εθνικές εκστρατείες για το κρυμμένο πετρέλαιο και ουράνιο. Ουράνιο κυρίως, στους ουρανούς της αχαλίνωτης φαντασίας και του εθνικιστικού σπεκουλαρίσματος που ταξιδεύουμε.
Αντί για το ΑΟΖ να κοιτάζαμε τα FΑΟ, τον αληθινό θησαυρό, που θέλει βέβαια πολλή φροντίδα, δουλειά, οργάνωση, τέτοια δύσκολα, πόσο διαφορετική οπτική θα έπρεπε να έχουμε σε όλα τα 
πράγματα; 

Τρίτη 22 Μαΐου 2012

H ωραιότερη χώρα της Ευρώπης


Συζήτηση για τον τουρισμό στο δημοτικό ραδιόφωνο. Ακούω συχνά τον 9,84 τα πρωινά, μαθαίνω πολλά χρήσιμα πράγματα. Χτες έμαθα από δυο πολύ σοβαρούς δημοσιογράφους, που μιλούσαν για την πτώση του τουρισμού, ότι η Ελλάδα είναι η ωραιότερη χώρα της Ευρώπης. Το έλεγε ο ένας στον άλλον με καταπληκτική σιγουριά, και ο προβληματισμός τους ήταν πώς οι τουρίστες δεν το έχουν αυτό χωνέψει τόσο ώστε να θέλουν να έρθουν εδώ παρόλα τα προβλήματα που θα μπορούσαν ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν.
Μου έκανε εντύπωση ο ισχυρισμός, αφού μέχρι τώρα άκουγα στο ραδιόφωνο πως η Ελλάδα είναι η ωραιότερη χώρα του κόσμου. Πώς και κατεβάσαμε έτσι το επίπεδο; Μας κατέβαλε η κρίση, είναι φανερό. Εκτός κι αν εντάσσεται στο γενικότερο φιλοευρωπαϊκό πνεύμα που σαρώνει απ’ άκρη σ’ άκρη την δοκιμαζόμενη πατρίδα μας.
Εντάξει λοιπόν, ας σκύψουμε το κεφάλι κι ας δεχτούμε ότι η Ελλάδα είναι απλώς η ωραιότερη χώρα της Ευρώπης. Έχει κι αυτό τη χρησιμότητά του, γιατί η Ευρώπη είναι μεγάλος τουριστικός προορισμός. Αφού όλος ο κόσμος θέλει να πηγαίνει (να έρχεται) να τη βλέπει, αν με κάποιο τρόπο περάσουμε τη φράση αυτή υποσυνείδητα στα μυαλά των Κινέζων, ας πούμε, θα θέλουν να δουν και την Ελλάδα,  και μετά θα λύσουμε τα προβλήματα μας.
Στο μεταξύ εσείς πατριώτες που ταξιδεύετε στην Ευρώπη μην πείτε στους Έλληνες όταν γυρίζετε πίσω πως χώρα δεν είναι μόνο τα βουνά και η θάλασσα, ο ήλιος και τα βράχια, αλλά και το περιβάλλον που δομούν και φροντίζουν οι άνθρωποι, γιατί θα τους πληγώσετε. Μην τους πείτε ότι στη Γαλλία υπάρχουν μεσαιωνικά χωριά διατηρημένα ολόκληρα και ζωντανά που συνεχίζουν να παράγουν τοπικά τρόφιμα και φροντίζουν να διατηρούν πεντακάθαρα τα χωράφια και τους αμπελώνες τους. Μην τους πείτε ότι στη Γερμανία πόλεις που καταστράφηκαν χτίστηκαν πάλι με σπίτια ζυγιασμένα στις ανάγκες για ελεύθερο χώρο γύρω τους. Μην τους πείτε με πόση ευλάβεια διατηρούν κάθε μνημείο κάθε εποχής στις χώρες αυτές και σε άλλες, πώς υποδέχονται τον τουρίστα με πληροφορίες ακόμα και στη Βουλγαρία, που άνοιξε για τουρισμό τα τελευταία χρόνια. Μην αποκαλύψετε πόσο πιο ευχάριστο είναι να περπατάς σε πόλεις με μεγάλα πεζοδρόμια, στάσεις με πληροφορίες για τη συγκοινωνία, χωρίς κάδους σκουπιδιών, χωρίς παραμορφωμένους ζητιάνους, να σταματάν τα αυτοκίνητα για να περάσεις στις διαβάσεις, να βρίσκεις παντού χάρτες και επιγραφές, ανοιχτά μουσεία και καφετέριες στα πάρκα. Πόσο απολαμβάνεις τη φύση όταν βρίσκεις σηματοδοτημένα μονοπάτια, περιποιημένες όχθες στους δρόμους, καθαρά πάρκινγκ. Είναι σπασμένα τα νεύρα του λαού μας, δεν αντέχει να ακούει τέτοια.
Η Ελλάδα είναι λοιπόν η ωραιότερη χώρα της Ευρώπης. Της λείπει η αξιοποίηση, η ανάδειξη. Ας πούμε, κάτι συνδικαλιστές που κλείνουν τα λιμάνια δεν διαφημίζονται αρκετά από τα γραφεία τουρισμού. «Στην Ελλάδα μπορείτε να ζήσετε αξέχαστες στιγμές στα χέρια γνήσιων κομμουνιστών, αληθινών θαυμαστών του Στάλιν. Η τιμή περιλαμβάνεται στα πακέτα». Ένα παράδειγμα. Έχουμε τόσες ιδιαιτερότητες να αξιοποιήσουμε, πρέπει να βοηθήσουμε λίγο τον κόσμο να καταλάβει σε βάθος πως εδώ είναι η ωραιότερη χώρα της Ευρώπης.  

Χοτ ντογκ στον κήπο


Ένθεν και ένθεν της κεντρικής εισόδου της πολυκατοικίας είναι στριμωγμένα δυο μαγαζιά. Στενή η πολυκατοικία, στενά και τα μαγαζιά, το ένα μάλιστα είναι αυτό που λένε ‘τρύπα’, μια εσοχή με πόρτα. Ωστόσο πολλές μικρές επιχειρήσεις προσπάθησαν να στηθούν στο μικροσκοπικό χώρο. Η τελευταία ήταν ένα μικρούτσικο ψητοπωλείο που έφτιαχνε χοτ- ντογκ με ένα ευρώ, η επιγραφή υπάρχει ακόμα καθώς και η ξύλινη επένδυση που είχε προσπαθήσει να μεταμορφώσει την πόρτα σε  πάγκο, να δίνει από μέσα τα σάντουιτς. Έχει κλείσει εδώ και μήνες. Δεν πρέπει να έζησε πάνω από μια χρονιά. Κρίμα στην ανακαίνιση, στα φώτα, τα ξύλα, το βάψιμο, όλα τα έξοδα που έκανε, τη δουλειά που έβαλε. Μόνο τις τρεχάλες για τις άδειες να φανταστείς τον λυπάται η ψυχή σου.
Το άλλο μαγαζί, από την άλλη μεριά της πόρτας είναι πιο μεγάλο, έχει και τζαμένια βιτρίνα. Αυτό είχε υπάρξει φωτοτυπείο για αρκετό καιρό, ύστερα έγινε κοσμηματοπωλείο για πολύ λίγο. Το όνομα φαίνεται ακόμα, είναι κάτι με garden. Ο κήπος του τάδε. Αλλά δεν υπάρχει ίχνος κήπου εδώ, είναι μια εσοχή στην οδό ή λεωφόρο Κυψέλης, στο σημείο ακριβώς που βρίσκεται η στάση τρόλεϊ και λεωφορείων. Οι μικροί επιχειρηματίες που άνοιξαν τα μαγαζιά έλπιζαν πως ο κόσμος περιμένοντας τα λεωφορεία θα είχε χρόνο να χαζέψει λίγο τα κοσμήματα, να φάει ένα χοτντογκ. Πάντως έπεσαν έξω. Τα μαγαζιά έχουν μείνει κλειστά, με κολλημένα πάνω τους ενοικιαστήρια και διάφορες αφίσες, μουτζουρωμένα, σκονισμένα, η γνωστή εικόνα. Περιμένοντας στη στάση βλέπουμε απλώς αυτό τον τίτλο με το garden.
Λέξη που δημιουργεί μελαγχολία. Ο κήπος που δεν υπήρχε, ο κήπος που φαντάστηκε ότι αν τον ονομάτιζε ο μαγαζάτορας κάτι θα κατάφερνε να ανθίσει μέσα στο μικρό του χώρο. Σενιάρισε το μαγαζάκι, το στόλισε, το έβαψε, το φόρτωσε, προσπαθώντας να ξεχάσει ότι βρισκόταν στη δυσάρεστη και θορυβώδη οδό Κυψέλης. Όπως κάνουμε όλοι. Βάφουμε, στολίζουμε, νοικοκυρεύουμε… Θυμάστε τη διαφήμιση της Πειραϊκής –Πατραϊκής; Ελληνική εταιρία σεντονιών, απίθανο ε; Έβγαζε κλαρωτά τεντόπανα. Είχα ένα θείο πολυαγαπημένο, που ζωγράφιζε εκείνες τις κλάρες. Κλάρες πολύχρωμες για στενά μπαλκόνια που θα έμοιαζαν έτσι φαρδύτερα, μεγαλύτερα, θα ξεχνούσες πόσο στενά ήταν, θα έκρυβες και το στενό μπαλκόνι του απέναντι που το έβλεπες πολύ κοντά στο στενό δρόμο.
Συνεχίζουμε βεβαίως τον αγώνα. Στη γωνιά του ο καθένας προσπαθούμε, ντύνουμε, στολίζουμε, νοικοκυρεύουμε, σενιάρουμε, βάφουμε, ονοματίζουμε με ωραία ονόματα, που θυμίζουν κάτι μακρινό κι επιθυμητό, χώρους στενούς και άχαρους, και περιμένουμε τον πελάτη, ελπίζουμε σε μια συναλλαγή και σε λίγο κέρδος. Αλλά ρε παιδί μου, κακά τα ψέματα, δε βοηθάει το ντεκόρ τριγύρω. Τι να σου κάνει κι ο garden. Πες πως γέμιζες το μικρό σου μαγαζί με ανθισμένες γλάστρες, το τριγύρω τι θα το έκανες; Δύσκολο, πολύ δύσκολο να ξεφύγεις. Δύσκολο να φτιάξεις την όμορφη γωνιά σου σε μια γειτονιά που αποφάσισε τόσο πεισματικά να ασχημήνει εδώ και δεκαετίες. Το ιδιωτικόν εντός του περιφρονημένου, μισημένου, μαδημένου, ληστεμένου δημοσίου πώς να ξεχωρίσει; Ο δρόμος περιτριγυρίζει κάθε προσπάθεια εξωραϊσμού με τη γερασμένη του άσφαλτο, που θαρρείς ότι ιδρώνει βρώμα.
Ωστόσο απέναντι άνοιξε ένα άλλο μαγαζί, το παλιό σινεμά που ήταν επί χρόνια σούπερ μάρκετ, έκλεισε αργά και βασανιστικά, τώρα ξανάνοιξε. Βάλανε μια σειρά μπαλόνια στην πρόσοψη και κερνάνε κάτι στην είσοδο. Κι αμέσως γλυκαίνει το πρωινό, τι θέλει η ψυχούλα μας, λίγα χαζομπαλόνια κι ένα κέρασμα.  Η ζωή συνεχίζεται, οι σισύφειες προσπάθειες εξωραϊσμού παρομοίως. 

Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Mάνα μ' σγουρός βασιλικός


Η φωτογραφία δείχνει στην ορκωμοσία της Βουλής τον Τσίπρα να σκύβει πάνω από το βασιλικό που τινάζει μπροστά του ο παπάς στον αγιασμό. Άλλαξαν τα πράγματα για το ΣΥΡΙΖΑ, παρατηρεί πονηρά η λεζάντα. Δεν είναι πια το μικρό κόμμα που ήταν και ζητούσε να καταργηθεί ο θρησκευτικός όρκος, τώρα συμμετέχει στη θρησκευτική ορκωμοσία και υποκλίνεται ελαφρά στο μουσκεμένο βασιλικό.
Εντάξει και τι έγινε; Θα του είπαν οι σύμβουλοί του ότι πρέπει να τα στρογγυλέψει όλα πλέον. Να στρογγυλέψει τα λόγια, να στρογγυλέψει και τις κινήσεις. Μια απλή κλίση της κεφαλής ποτέ δεν έβλαψε κανέναν και δείχνει σεβασμό στην Ορθοδοξία που παραμένει η επίσημη θρησκεία του κράτους και την ακολουθούν οι περισσότεροι Έλληνες.
Τώρα που μεγάλωσε απότομα αυτό το κόμμα μπορεί όλα να τα ξανασκεφτεί. Θα βρει σίγουρα στους κόλπους τους νεορθόδοξους να συνδυάσουν με ευλάβεια και φιλοσοφία τις αρχές του με το σφιχτό εναγκαλισμό της ελληνικής εκκλησίας και του ελληνικού κράτους. Γιατί να συγκρούεται τώρα για το χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος; Έχει άλλες προτεραιότητες.
Άραγε απογοητεύεται κάποιος από τους ψηφοφόρους του μπροστά στο θέαμα αυτό; Δεν ψήφισα ΣΥΡΙΖΑ, διαφωνώ σε πάρα πολλά με το Συνασπισμό και τις άλλες συνιστώσες του, αλλά νόμιζα ότι οι πεποιθήσεις του απέναντι στο χωρισμό εκκλησίας και κράτους ήταν θεμελιώδεις. Νόμιζα ότι ο τσαμπουκάς που ως στυλ προβάλει δεν θα ήταν μόνο προς τους πολιτικούς αντιπάλους του και τους ευρωπαίους ηγέτες, αλλά θα περιέβαλε και αυτή τη θεμελιώδη άποψη. Αυτοί που ψήφισαν συμφωνούν με την άποψη πως έχει τώρα άλλες προτεραιότητες;
Πολλοί παρομοιάζουν τον Τσίπρα με τον Αντρέα Παπανδρέου, και ομολογώ ότι τον θυμήθηκα μπροστά στη φωτογραφία αυτή. Ο Αντρέας, άνθρωπος που είχε ζήσει στη Σουηδία και τις ΗΠΑ, είχε κάποιες εκσυγχρονιστικές απόψεις τις οποίες επέβαλε γρήγορα στην πρώτη οκταετία. Καθιέρωσε τον πολιτικό γάμο, η ιδέα στην αρχή ήταν πως θα ήταν ο μόνος υποχρεωτικός και έγκυρος, όπως γίνεται σε όλον τον κόσμο. Αλλά η ελληνική εκκλησία αντέδρασε, εκείνος ο ήρεμος Σεραφείμ που είχαμε τότε ήξερε να υπερασπίζεται τα συμφέροντα της εκκλησίας έτσι όπως ποτέ κανένας πολιτικός δεν υπερασπίστηκε τα συμφέροντα του κράτους, και ο πολιτικός γάμος έμεινε απλή επιλογή δίπλα στον εξίσου έγκυρο θρησκευτικό. Οι σύμβουλοι του Παπανδρέου θα του είπαν γενικά να βάλει νερό στο κρασί του και να αφήσει τους Έλληνες στον συντηρητικό και καθυστερημένο κόσμο τους, στη θεοκρατία τους και στο, περίφημο τώρα πια, ‘δίκαιο του αίματος’ για την ιθαγένεια. Ήταν μια μοναδική ευκαιρία για να αλλάξουν διάφορα τέτοια τότε, ο Παπανδρέου είχε μεγάλη επιρροή, ακουγόταν, αλλά δεν τον άφησαν να μπει στον κόπο.
Αργότερα διάφοροι υπουργοί έσπευδαν να κουβαλήσουν τα δοκάρια της Παναγίας Σουμελά, ο δε Αντρέας κατέληξε στην ευλαβή αγκάλη της Δήμητρας συμφιλιωμένος με την ελληνική πραγματικότητα όσο δεν έπαιρνε άλλο.
Σήμερα, δεκάδες διεθνή κανάλια και εφημερίδες ζητάνε συνέντευξη από τον Τσίπρα, μερικοί τον βλέπουν σαν ένα νέο μικρολένιν του Νότου που ετοιμάζεται να εξάγει επανάσταση, και λίγοι ξέρουν τι εννοούμε στην Ελλάδα χαρισματικό ηγέτη: αυτόν που καβαλάει το κύμα και συμβιβάζεται με ό,τι αρέσει στο λαό, όχι αυτόν που παίρνει ρίσκα απέναντι του και τον οδηγεί μπροστά, πιέζοντας τον εν ανάγκη. Κι αυτοί εκεί έξω ίσως δεν καταλάβουν ποτέ. Εμείς εδώ μέσα πικροκατάπιαμε κιόλας το ίδιο θολό πικρό ποτήρι. 
Από το Protagon http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=15364

Σάββατο 19 Μαΐου 2012

Εξεγερμένοι καλλιτέχνες

Με τρομάζουν οι καλλιτέχνες όταν πολιτικολογούν, όταν στρατεύονται. Τους ακούμε πάντα με υπερβάλλον δέος, φυσικό είναι. Δεν μας κέρδισαν με παροχές, ούτε καν με ιδέες, μας κέρδισαν με την αλήθεια της τέχνης τους. Έχουν αυτό το τρομερό προνόμιο, μιλάνε απευθείας στο βάθος της αντίληψης. Εξ ορισμού, η τέχνη. Έστι ουν τραγωδία, προσπάθησε ο Αριστοτέλης να το διατυπώσει, να τους βάλει σε μια θέση, να μην απλώνονται παντού σαν αμοιβάδες. Αλλά κάθε λέξη του ορισμού, όπως τον αποστηθίσαμε, απλώνεται από μόνη της σαν αμοιβάδα και εξασκεί την ακαταμάχητη μαγεία της. Κάθε λέξη.

Δεν μπορείς να τους ορίσεις, να τους περιζώσεις με ξεκάθαρες γραμμές. Εμείς οι άλλοι ζούμε στο σύμπαν των συμβιβασμών, εκείνοι έχουν το απόλυτο σαν την καρδιά καθολικού Ιησού να τους φωτίζει. Εμείς έχουμε υποκύψει στο κοινωνικό συμβόλαιο, περνάμε το δρόμο με πράσινο ανθρωπάκι οι πεζοί, για να μη μας πατήσουν τ’ αυτοκίνητα, κι όταν οδηγούμε σταματάμε στο κόκκινο για να μην πατήσουμε τους πεζούς. Δεν σκοτώνουμε τον πατέρα μας και δεν παντρευόμαστε τη μητέρα μας σε γενικές γραμμές. Ούτε τον αντίζηλο σκοτώνουμε, ούτε τα παιδιά μας, αν και συχνά θέλουμε να τους σκοτώσουμε όλους αυτούς και μερικούς ακόμα. Εμείς συγκρατούμαστε, ενώ οι ήρωες στο θέατρο δεν. Βγάζει η τέχνη τη σκοτεινιά από τη συλλογική μνήμη, από το υποσυνείδητο, από όπου εκείνη ξέρει τέλος πάντων, από τις κρυφές σπηλιές του νου και της ψυχής, και γνέθει τους τρόπους να μας μιλά γι αυτά, ηδυσμένω λόγω. Τα θηριώδη ένστικτα που πιέζουμε για να ζήσουμε σε κοινωνία, αναλαμβάνουν να τα θυμίζουν τελετουργικά, για να μην τα ξεχνάμε τελείως. Γνωριζόμαστε, κλαίμε, παραδεχόμαστε τη δουλειά που έχει πίσω του αυτός ο ηδυσμένος λόγος. Πιο πολύ από ποτέ σεβόμαστε το μόχθο. Άλλη εποχή δεν δόξασε έτσι τους καλλιτέχνες, ούτε και παρήγαγε τόσους πολλούς.

Σεβόμαστε τις ιδιαιτερότητες, θαυμάζουμε τα βεντετιλίκια τους, μας συγκινεί το δάκρυ τους περισσότερο κι από του παιδιού μας. Όταν κηρύττουν παγκόσμια ειρήνη είναι πιο πειστικοί από τους φιλοσόφους, όταν παίρνουν το μέρος συγκρουσιακών ιδεών φοβίζουν περισσότερο και βαθύτερα από στρατηγούς.  Εκείνοι δεν το ξέρουν, μπορεί να παίζουν και τότε ένα ρόλο, να τον στολίζουν με τον καλλιτεχνικά απόλυτο τρόπο που συνηθίζουν, όμως κάνουν κατάχρηση εξουσίας της άμεσης επικοινωνίας που κέρδισαν πάνω μας. Ανακατεύουν την καλλιτεχνική τους ικανότητα με την πολιτική γλώσσα, μπερδεύουν και μπερδεύονται. Ώρες –ώρες το ενδεχόμενο να τους δυσαρεστήσεις πιστεύοντας κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που σου λένε ως πολιτική άποψη, αυτό που σου προτείνουν ως αγωνιστική πράξη, είναι συναισθηματικά αφόρητο, δεν αντέχεται. Κι όταν επιλέγουν απ’ όλους τους ρόλους τον πιο αυθόρμητο καλλιτεχνικά, αυτή τη ναρκισσιστική πρόκληση που απαιτεί πλήρη αποδοχή, σε κάνουν κομμάτια. Αν με αρνηθείς, είναι σα να σου λένε, δεν θα σου δώσω ποτέ ξανά χαρά με την τέχνη μου, θα σου πάρω αναδρομικά κι αυτή που έχεις νιώσει… Πιο δικτάτορες δεν γίνεται.

Αλλά τι να τους πεις, μη μιλάτε πολιτικά, μην παίρνετε θέση; Δε γίνεται. Έχουμε δημοκρατία, ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει και να παίρνει το μέρος όποιου θέλει. Μόνο η αισθητική μπορεί να τσιρίζει, αλλά δεν ακούγεται η καημένη, εν αντιθέσει με τους θεράποντες της. Το έλεος εναπόκειται στη δική τους ωριμότητα. Εμείς είμαστε ανυπεράσπιστοι απέναντι τους.

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Η φίλη μου η Μαργκρέτε


Σήμερα θα σας μιλήσω για κάτι Γερμανούς που γνώρισα στη δεκαετία του 80. Για μια σημαντική στη ζωή μου χρονιά μοιράστηκα ένα δυάρι στο Παρίσι με μια Γερμανίδα. Γίναμε φίλες, ταξιδεύαμε μαζί στην πόλη που είχε κάνει τις πρώτες της σπουδές, τη Χαϊδελβέργη, την πόλη που μεγάλωσε, το Τρίερ, πήγαμε σε πολλά μέρη στην Ευρώπη. Μόνο στην Ελλάδα δεν συναντηθήκαμε ποτέ, γιατί λίγο αργότερα εκείνη αρρώστησε βαριά, και την έχασα.
Σπούδαζα Επιστήμες Πληροφόρησης (Sciences de lInformation) στο Paris II και ταυτόχρονα είχα πάρει υποτροφία για ένα δεκάμηνο σεμινάριο που προσέφερε το Κέντρο Εκπαίδευσης Δημοσιογράφων (Centre de Formation des Journalistes) με θέμα την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε δημοσιογράφους απ’ όλο τον κόσμο. Εκεί έμαθα πολλά για την Ευρώπη, και για τον κόσμο, και στο σπίτι μου, ζώντας με τη Μαργκρέτε, έμαθα πολλά για τη Γερμανία.
Κάθε τόσο φιλοξενούσαμε τους φίλους της, που μας φιλοξενούσαν κι εκείνοι στη Χαϊδελβέργη. Ήταν οικολόγοι, ωραίοι, συνειδητοποιημένοι και ευαίσθητοι, αριστεροί, ανθρωπιστές στο έπακρο. Κάνοντας παρέα μαζί τους συνειδητοποίησα πόσο ενοχικά ένοιωθαν ακόμα απέναντι στους ναζί και όσα είχαν συμβεί στην Ευρώπη εξαιτίας τους. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη προσβολή γι αυτούς από το να τους συγκρίνεις με τους γονείς και τους παππούδες τους. Μιλάω βέβαια για έναν πολιτικοποιημένο κύκλο, αλλά δεν συνάντησα στην Ελλάδα πολλούς που να έχουν συνείδηση των εγκλημάτων που έχουν κάνει οι Έλληνες σε διάφορους πολέμους, και πέρασε καιρός μέχρι να αρχίσουν να μιλάνε για τα εγκλήματα που έκαναν οι αριστεροί στον Εμφύλιο.
 Η ωριμότητα εκείνων των Γερμανών ήταν για μένα πρότυπο πολιτικής στάσης. Γύρω από το μεγάλο ξύλινο τραπέζι της κουζίνας τους κάναμε πολιτικές συζητήσεις που τόσο τις νοσταλγούσα αργότερα, ώστε αγόρασα ένα ίδιο τραπέζι στη δική μου κουζίνα. Πολλά ακόμα ίδια θα ήθελα να βάλω στη ζωή μου, αλλά δεν ήταν στο χέρι μου. Τη διαρκή ανησυχία των ανθρώπων αυτών να είναι δίκαιοι, να καταλαβαίνουν, τον τρόπο που έθεταν τα δόγματα σε αμφισβήτηση τόσο τα εκτίμησα, που ίσως τα μπέρδεψα στο μυαλό μου με τη δημιουργικότητα. Σ’ αυτό είχα κάνει λάθος, μπορεί κανείς να είναι δημιουργικός χωρίς να συνειδητοποιεί πολλά πράγματα. Αλλά ήμουν νέα και επηρεαζόμουν από ό,τι μου φαινόταν αξιόλογο και βαθύ. Είχα πάει στο Παρίσι γεμάτη βεβαιότητες, και γύρισα γεμάτη αμφιβολίες και με μόνη αρχή να ψάχνω τα πράγματα που φαίνονται σίγουρα, να αναρωτιέμαι για κάθε δόγμα που δεν είναι ανθρωπιστικό, να αντιστέκομαι στους φόβους που συχνά μου εμπνέουν οι πομπώδεις και αυταρχικές κουβέντες. Να αντιστέκομαι όσο μπορώ. Δεν είναι εύκολο, ακόμα και τώρα δεν τα καταφέρνω πάντα.  
Ακόμα τότε δεν ήξερα πόσο επίσημη ήταν αυτή η αυτοκριτική στάση για τη Γερμανία. Πόσος πολύς λόγος είχε γίνει για τα εγκλήματα των ναζί στο σχολείο, στον Τύπο, πόσο πολύ η νεώτερη Γερμανία είχε χτιστεί στην καταδίκη των ναζί. Το ξέραμε βέβαια όλοι κάπως, αλλά πόσο βαθύ ήταν αυτό το συνειδητοποίησα στα επόμενα χρόνια. Μάλιστα τότε άκουγα από τους νέους εκείνους φίλους μου σφοδρή κριτική για ναζί που δεν τιμωρήθηκαν αρκετά, όπως διάβαζα αργότερα και στα μυθιστορήματα του Μπελ.
Μου λείπει πολύ η Μαργκρέτε αυτό τον καιρό. Κάθε φορά που ακούω να λένε ναζιστές τους Γερμανούς, τους σημερινούς Γερμανούς, αισθάνομαι σα να τρώω γροθιά στο στομάχι. Πώς θα αντίκριζα τη Μαργκρέτε σήμερα; Πώς θα της εξηγούσα τι συμβαίνει με τα νέα κόμματα της ελληνικής βουλής, με τις βαθιές αποχρώσεις εθνικιστών, με τους θαυμαστές του Χίτλερ;
Θα ήθελα να συζητάω μαζί της τα της Ελλάδας, θα μου έλεγε κι εκείνη για τη Γερμανία. Ξέρω πως θα προσπαθούσε να εξηγήσει στους συμπατριώτες της, αν κάποιος το χρειαζόταν, το συναισθηματικόν του Έλληνος και την ανάγκη του για δηλώσεις θαυμασμού, ακόμα και την απληστία του θα μπορούσε να ερμηνεύσει και να κατανοήσει, αυτή που εγώ δυσκολεύομαι πάρα πολύ να χωνέψω. 
Είχε αδυναμία στα ελληνικά τραγούδια, ειδικά στο Τζιβαέρι. Μου ζητούσε να τραγουδάω το Τζιβαέρι στις πιο απίθανες στιγμές, μέσα στο άδειο μετρό ας πούμε που μας μετέφερε σπίτι αργά το βράδυ μετά από μια εκδρομή, ή στο σπίτι της στη Γερμανία μετά από μια μπύρα με την παρέα της. Κι εγώ άλλο που δεν ήθελα.
Τη σκέφτομαι συνέχεια καθώς όλο μιλάμε για τη Γερμανία, τους Γερμανούς, τη Μέρκελ, που ίσως να της έμοιαζε γερνώντας, αν προλάβαινε να γεράσει, κι αν πάχαινε λιγάκι. Ξέρω πως αν μπορούσαμε να βρεθούμε τώρα, δεν θα ήταν εκείνη γερμανίδα κι εγώ ελληνίδα, θα ήμασταν ίσως το αντίστροφο. Γιατί οι άνθρωποι δεν είναι μόνο αυτό που ζουν, είναι κι αυτό που επιθυμούν και σέβονται, κι αυτό που στερούνται. 
Θα ήμασταν τελικά η Άννα κι η Μαργκρέτε, θα αγκαλιαζόμασταν κλαίγοντας, μεταξύ μας θα μιλούσαμε πάλι γαλλικά. 

Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Ταξικές συμπτώσεις


Το ταμ-ταμ της φυλής (Το ραδιόφωνο, κατά τον ΜακΛούαν)
Πήρα ταξί για το Παγκράτι, να δω παράσταση του παιδιού μου, βιαζόμουν. Αλλιώς δεν θα έπαιρνα ταξί, για το Παγκράτι, έχουμε τρόλεϊ. Ο ταξιτζής άκουγε ραδιόφωνο στη διαπασών, έναν τύπο που παρέδιδε μαθήματα συμπεριφοράς στον ΣΥΡΙΖΑ ως μέγας και ειδικός σύμμαχός του, τι να κάνει τώρα που διεκδικεί την εξουσία, με ύφος χιλίων καρδιναλίων. Ο ταξιτζής ήταν καμιά σαρανταριά χρονών, πελώριος. Του ζήτησα ευγενικά να χαμηλώσει το ραδιόφωνο, δεν άκουσε, πράγμα που ήταν φυσικό. Άκουγα αναγκαστικά αυτή την αυταρχική φωνή. Έπαιρνε και τηλεφωνήματα. Κάποιος του έλεγε μια δακρύβρεχτη ιστορία, πόσο αριστερός και διωγμένος ήταν με τόσο κακόγουστο και υποκριτικό ύφος, που άρχισε να με πιάνει πονοκέφαλος. Έκανα υπομονή, αλλά πια στη Μιχαλακοπούλου νόμιζα ότι μου τρυπάει το κρανίο. Είπα δυνατότερα:
-Σας παρακαλώ πολύ, χαμηλώνετε λίγο το ραδιόφωνο;
-Πώς είπατε μαντάμ; γυρίζει ενοχλημένος προς τα πίσω.
-Το ραδιόφωνο, είναι πολύ δυνατά! Με πόνεσε το κεφάλι!
-Γιατί, δεν σας αρέσει;
-Είναι δυνατά, είναι αργά, είμαι κουρασμένη…
-Εμ βέβαια, εσείς μόνο Τρέμη θέλετε να ακούτε!
-Βούιξε το κεφάλι μου, κύριε…
-Στο ταξί μου θα μου πείτε τι να κάνω; Δεν είμαστε καλά μου φαίνεται! Α ρε φασίστες, θα τα πληρώσετε όλα τώρα…
Σε λίγο θα μου πει ότι θα ανοίξουν και τα ξερονήσια για τους φασίστες, σκέφτηκα, αλλά δεν μπορούσα ούτε να θυμώσω. Μου φαινόταν τόσο γελοία η κατάσταση, αυτά που άκουγα, το ύφος του ξερόλα στο ραδιόφωνο, που δεν το χαμήλωνε, οι απειλές του ταξιτζή που με έλεγε φασίστρια, ώστε άρχισα να γελάω. Σχεδόν χαλάρωνα αφήνοντας τον να ξεθυμαίνει επάνω μου μια τεράστια οργή για όλη την κοινωνία. Θα πρέπει να ήταν 20 χρόνια μικρότερος μου, αλλά αυτό δεν έβαζε φρένο στον οίστρο του.
-Δηλαδή άμα μπεις σε ένα μαγαζί και δεν σου αρέσει η μουσική θα πας να πεις στο μαγαζάτορα να τη χαμηλώσει, συνέχισε τις φωνές με επιχειρήματα, αλλά δεν μου άφηνε χρόνο να αναπτύξω τα δικά μου.
Στο μεταξύ κοντεύαμε να φτάσουμε, κι αφού έκανε ένα σύντομο διάλειμμα κάθε τόσο στο φιλιππικό του για να ρωτήσει πού θα στρίψει, πιο νευριασμένα από τις πολιτικές του τιράντες, με περιέλουσε με την ευχή «Άντε- άντε στο σπιτάκι σου ν’ ακούσεις  Τρέμη».
Πλήρωσα κι έφυγα. Αριστερό τραμπουκισμό σε ταξιτζή δεν είχα ξαναπετύχει. Ύμνους στη χούντα έχω ακούσει πολλούς, και Τράγκα άφθονο έχω πετύχει στο ραδιόφωνο, ναι, αλλά τέτοιο πράμα όχι.
 Τελικά οι ταξιτζήδες έχουν ευαισθησία στην παλάντζα της εξουσίας, αμέσως το πιάνουν προς τα πού φυσάει ο άνεμος, σκέφτηκα, αλλά βέβαια μπορεί να ήταν και καθαρή σύμπτωση που δεν είχα πετύχει τον τύπο αυτό πριν, ας πούμε, πέντε χρόνια.

Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Ίσως να υπάρχει κάποιο κόλπο


Αυτοί που ξέρουν Οικονομία καλά μπορεί να το βρουν, πώς να γίνει να αλλάξουν τα πράγματα και να συμβεί αυτό που δήλωσαν μερικοί ότι ελπίζουν πλέον: να ξαναπάρουν τους μισθούς και τις συντάξεις που έπαιρναν, επίσης και το φόρο ακινήτου που πλήρωσαν με τη ΔΕΗ (χαϊδευτικά: χαράτσι). Τώρα δηλαδή που βγήκε ο Ολλάντ στη Γαλλία, και χάνει η Μέρκελ στη Γερμανία, κάτι θα γίνει κι όλα θα αλλάξουν και θα γυρίσει πίσω ο τροχός, σαν αυτοκίνητο που βρήκε κράσπεδο, θα ξαναγίνουν όλα όπως πριν, ή έστω μερικά.
Πώς θα γίνει αυτό δεν είναι πολύ ξεκάθαρο, και κάτι ιδέες που πέταξαν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ περί καταθέσεων φαίνεται πως δεν άρεσαν καθόλου και σε κανέναν. Κάτι για δάνεια των πλουσίων στους φτωχούς, που ακούγονται δίκαια, ούτε αυτά άρεσαν πολύ. Εξάλλου, αυτό δεν υποτίθεται ότι κάνει η φορολογία; Δεν φορολογούνται αυτοί που κερδίζουν χρήματα για να χρηματοδοτούν το κράτος πρόνοιας; Εντάξει, στο δρόμο χάνονται πολλά, αλλά το πνεύμα και οι νόμοι που υποτίθεται το διέπουν, υπάρχει. Κι αν λειτουργούσε σωστά δεν θα χρειαζόταν όλος αυτός ο χαμός κι η συφορά, αλλά να που δεν λειτουργεί, κι όσο περνάνε οι μέρες τόσο χειροτερεύει. Κι όλοι αναλύουν πως η κατάσταση σε όλη την Ευρώπη είναι άσχημη, κι άλλοι ονειρεύονται επαναστάσεις, κι άλλοι απλώς κλαίνε το νεανικό τους ευρωπαϊκό όνειρο, μαζί με τα υπόλοιπα όνειρα.
Φαίνεται ότι η Ευρώπη βρίσκεται σε παρακμή, είναι πια ξεκάθαρο. Φαίνεται ότι μοιραία έχει χάσει το προνόμιο να παράγει και να κερδίζει, φαίνεται ότι η παραγωγή γλίστρησε προς ανατολάς και δεν τη σταματάς με τίποτα. Η καταραμένη παγκοσμιοποίηση δηλαδή έχει πριονίσει τα θεμέλια της ευημερίας μας, η οποία όμως, όσο καταραμένη κι αν είναι, πώς σταματάει; Πώς εμποδίζεις τα κεφάλαια και τα εργοστάσια να φύγουν; Με νόμους αυστηρούς; Κι αν οι αυστηροί νόμοι απλώς δημιουργούν συνθήκες παρανομίας, δηλαδή τρέφουν μαφίες, όπως όλες οι παρανομίες, πάλι χαμένος δεν είσαι;
Βέβαια οι νόμοι επέτρεψαν τη μετακίνηση κεφαλαίων ενώ απαγορεύουν τη μετακίνηση ανθρώπων, (κι εκεί είναι που ανθούν οι μαφίες). Όμως και χωρίς αυτούς, νομίζω ότι τίποτε δεν θα σταματούσε την ορμή των φτωχών λαών να δουλέψουν φτηνότερα για να βελτιώσουν το επίπεδο ζωής τους. Αν δεν έβγαιναν τα ίδια τα κεφάλαια, θα έβγαιναν τα ντιζάιν, όπως παλιά στην Ιαπωνία. Κάτι θα έβγαινε πάντως, κι η Ευρώπη, όσο και να προστάτευε τον εαυτό της, που τον προστατεύει περισσότερο απ’ όσο θέλουν πάντα οι κεφαλαιούχοι, θα βρισκόταν στην ίδια θέση της πολύ προνομιούχου ηπείρου που αφού συγκέντρωσε τον πλούτο αρχίζει να παρακμάζει.
Νομίζω πως ο θρήνος για την Ευρώπη σκεπάζει το γεγονός ότι στον υπόλοιπο φτωχότερο κόσμο οι άνθρωποι αρχίζουν να βελτιώνουν το επίπεδο ζωή τους. Παρόλη την κρίση η φτώχεια περιορίστηκε, ανακοινώνουν οι διεθνείς οργανισμοί. Η Ευρώπη δεν θα μπορούσε να έχει για πάντα την ακμή, για πάντα την εκμετάλλευση των τριτοκοσμικών. Απλώνεται η εκμετάλλευση, αλλά απλώνονται και τα αγαθά της, όπως απλώνονται και οι οικολογικές καταστροφές, και η άνοδος του επιπέδου ζωής των ανθρώπων. Όλα μαζί. Δεν πάει τίποτε μόνο του, έτσι είναι το είδος μας, έτσι γινόταν πάντα η ανάπτυξη. Και το θέμα είναι, πώς θα μπορέσουν οι Κινέζοι και οι Ινδοί να βελτιώσουν τις συνθήκες δουλειάς τους, να αποκτήσουν κι αυτοί απαιτήσεις όπως οι ευρωπαίοι εργάτες, να ισορροπήσουν κάπως τα πράγματα, και να μην καταστραφεί το περιβάλλον; Πότε θα γίνουν όλοι ευρωπαίοι, πώς θα απλωθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως απλώνονται οι επιθυμίες για απόκτηση αγαθών, για κέρδη, για εκμετάλλευση της γης από τους ανθρώπους και του ανθρώπου από άνθρωπο;
Μπορεί να κάνω λάθος, γιατί το ομολόγησα, στα Οικονομικά ήμουν κακή μαθήτρια, πάντα με δυσκολία τα καταλάβαινα, αλλά έχω την εντύπωση ότι η Ευρώπη πρέπει να αποδεχτεί αυτή την πραγματικότητα και να δει τι θα κάνει. Να εξάγει με κάποιο τρόπο σκέψη και οργάνωση, ιδέες και ανθρωπιστικές κατακτήσεις. Να εξάγει το δύσκολο και περίπλοκο προϊόν της που λέγεται ανθρώπινα δικαιώματα. Όλο και κάτι κάνει βέβαια, όλο και προσπαθεί, είναι και το προϊόν αυτό ελκυστικό από μόνο του. Αλλά θέλει πολλή δουλειά, θέλει πολλή φαντασία και γενική ανακαίνιση στον τομέα της συσκευασίας του προϊόντος. Άσε που δεν θα της φέρει λεφτά, παρά σε ασύλληπτο βάθος χρόνου, αν ποτέ τα φέρει.
Και στο μεταξύ οφείλει να το αναβαθμίζει, να το φέρνει σε επαφή με τις εσωτερικές ανάγκες της, τις αδικίες στα δικά της εδάφη, τους αποκλεισμούς και τους ρατσισμούς που κι αυτά διαρκώς αναβαθμίζονται, για να διατηρείται φρέσκο και να έχει διαρκώς νέα ημερομηνία λήξης. 

Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Κολημένοι στον τοίχο

Έχουμε παραλύσει απο φόβο όλοι οι λογικοί άνθρωποι σ' αυτή τη χώρα. Μας έχουν κολλήσει στον τοίχο και παρακολουθούμε φιμωμένοι την καταστροφή να έρχεται με τα φιλάρεσκα τερτίπια του ενός και του άλλου. Μας πήραν τη μιλιά με τον τσαμπουκά, με την υστερία, με την αγανάκτηση, με την τσιρίδα, με τις απειλές. Τα μεγάλα λόγια, οι κρεμάλες, οι βαριές λέξεις άλλων εποχών. Όποιος πάρει  απόφαση να συνεργαστεί σε κυβέρνηση, όποιος δεχτεί ευθύνη, είναι προδότης, δοσίλογος, προσκυνημένος, πουλημένος, κλπ.
Μας πήραν τη μιλιά με τα πανό, με τις βρισιές, με τα μολότοφ, με τους εμπρησμούς, με τα μπράτσα, με την κτηνωδία, με τον κυνισμό, με τις αφίσες, με τα γιαούρτια, με την επανάληψη. Βάλαμε την ουρά στα σκέλια και μας σέρνουν στην καταστροφή σα λάφυρα σε ρωμαϊκό θρίαμβο.
Δεν έχουμε δύναμη να βγούμε εμείς έξω, δεν έχουμε λόγια να πούμε, δεν έχουμε ανθρώπους να εξηγήσουν, να αντέξουν τον προπηλακισμό, να συνεχίσουν να εξηγούν. Δεν έχουμε ελπίδα. Παραδοθήκαμε.

Δεν μπορείς να φύγεις από την Ακρόπολη


Acropolis adieu… αν θυμηθούν οι αναγνώστες του Spiegel το ρομαντικό τραγουδάκι με τη Μιρέιγ Ματιέ, και το ακούσουν στο Γιουτιούμπ, μπορεί και να αποφασίσουν να έρθουν το καλοκαίρι για διακοπές στην Ελλάδα. Για λίγες μέρες, όπως κι η τραγουδίστρια, που έζησε έναν ευχάριστο έρωτα και τώρα φεύγει. Διαφήμιση πάλι μας κάνει το Spiegel. Δεν μπορεί να βάζει τέτοιο τίτλο για να διευκολύνει ψυχολογικά τους ευρωπαίους να αποχωριστούν την Ελλάδα. Αυτό δεν γίνεται.
Στο οικονομικό θέμα δεν ξέρω πώς έχουν οργανωθεί με το ευρώ για ενδεχόμενη αποχώρηση της Ελλάδας. Υπάρχουν πολλές δημοσιεύσεις επ’ αυτού από τους ειδικούς, καθημερινά τον τελευταίο καιρό.  Μπορεί να είναι πράγματι θωρακισμένοι, μπορεί και να συμβεί. Μοιάζει να βαδίζουμε προς τα κει σαν υπνοβάτες, με τα μάτια κλειστά και το χαμόγελο στα χείλη. Ηγέτες κομμάτων κατώτεροι των περιστάσεων, πολίτες βουτηγμένοι στο αίσθημα αδυναμίας.
Αν ο χωρισμός συμβεί πάντως θα κοστίσει σε όλους, κι όχι μόνο οικονομικά. Θα  κοστίσει ψυχολογικά. Δεν ξέρω αν υπάρχουν  Πανεπιστήμια και ειδικοί που μετράνε αυτό το κόστος σε ευρώ, σε δολάρια ή σε ψυχοφάρμακα, ξέρω όμως ότι είναι αληθινό κόστος, ότι μετράει ακόμα και για τους πιο ανάλγητους και σκληρούς οικονομολόγους, κι ότι θα αλλάξει την πορεία της Ευρώπης πολύ περισσότερο από το οικονομικό διαζύγιο.
Βέβαια οι Έλληνες το ξέρουμε αυτό πολύ καλά. Ξέρουμε, και το τονίζουμε συνέχεια, με κακόγουστο τρόπο τις περισσότερες φορές, ότι η Ευρώπη θεωρεί την Ελλάδα κάτι σαν μήτρα. Λίκνο, πηγή, πείτε το όπως θέλετε. Ξέρουμε ότι οι Ευρωπαίοι θέλουν την Ελλάδα στην Ευρώπη, κι αφού μπήκε και στο ευρώ τη θέλουν και στο ευρώ, μόνο και μόνο για να μη ζήσουν την τραυματική εμπειρία της αποβολής της. Όσο κι αν οι γενιές του ΄80 και μετά μεγάλωσαν με την κλάψα του αναδερφισμού, ότι δεν μας αγαπούν οι Δυτικοί αρκετά, ότι δεν μας υπερασπίστηκαν όσο έπρεπε, ότι φταίνε για όλα τα κακά που μας έχουν τύχει στη νεώτερη ιστορία, ξεχνώντας τους Φιλέλληνες και το Ναυαρίνο, όσο κι αν συνήθισαν την αχορτασιά απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά βάθος ξέρουν την αδυναμία των Δυτικών όπως τα κακομαθημένα παιδιά ξέρουν την αδυναμία των γονιών τους. Έχουν δίκιο που θεωρούν ότι μπορούν να εκβιάσουν την Ευρώπη. Πράγματι οι ευρωπαίοι δεν θέλουν να αποχωρήσει η Ελλάδα, αλλά πόσο να την κρατήσουν με το ζόρι;   
Το αστείο είναι πως παραπονιόμαστε ότι δεν αναγνωρίζουν αρκετά την ελληνική συνεισφορά στον πολιτισμό, τη στιγμή που η μανιακή μας προσκόλληση στην ανωτερότητα του ελληνικού πολιτισμού είναι αντανάκλαση του δικού τους θαυμασμού για τους αρχαίους Έλληνες.
Θα θέλαμε  να μην αποδέχονται κανένα άλλο στοιχείο της ταυτότητάς τους οι ευρωπαίοι, να μην ασχολούνται με τη ρωμαϊκή περίοδο, το Μεσαίωνα, την Αναγέννηση, να είναι προσκολλημένοι στην αρχαία Ελλάδα και στην αναβίωση της που επιχειρήθηκε σε διάφορους περιόδους. Ακριβώς όπως κάνουμε εμείς δηλαδή, που έχουμε πρόβλημα να εντάξουμε στη δική μας ταυτότητα ιστορικές περιόδους οι οποίες μας φαίνονται μπερδεμένες, δηλαδή όλη  τη φάση που αρχίζει από το 146 π.Χ και τελειώνει το 1821, ή μάλλον το 1912, ή μάλλον το 1948. Έχοντας πρόβλημα με τον εαυτό μας έχουμε και με τους γείτονες, που μας θυμίζουν έντονα αυτές τις θολές περιόδους, κι επιθυμούμε σχέσεις μόνο με την ακραιφνώς Δυτική Ευρώπη, η οποία όμως μας προδίδει, μας πιέζει, μας … μας… μας…. και τις δεν μας κάνει. Και στο τέλος μας εγκαταλείπει κι από πάνω. Ή μήπως εμείς την εγκαταλείπουμε;
Να κάνουμε πως φεύγουμε, να τρέξουνε ξοπίσω μας. Μέχρι πού να πάμε; Πού να σταματήσουμε;

Κυριακή 13 Μαΐου 2012

Acropolis adieu


H Mireille Mathieu  στη γερμανική βερσιον του τραγουδιού Acropolis adieu. Αφού γερμανικο περιοδικό, το Spiegel έβαλε τον τίτλο του τραγουδιού στο εξώφυλλο του, υπονοώντας ότι η Ελλάδα ετοιμάζεται να αποχαιρετήσει το ευρώ, ας ακούσουμε αυτή την τραγουδίστρια που πολύ μας άρεσε πριν απο 100 χρόνια να λέει το σουξέ της στα γερμανικά. Για διευκόλυνση παρατίθενται οι γαλλικοί στίχοι. 
Ce soir le vent vient de la mer                                 Απόψε φυσάει απο τη θάλασσα
Septembre est là, l'été s'en va                              ήρθε ο Σεπτέμβρης το καλοκαίρι φεύγει
Et le bonheur est éphémère                                  κι η ευτυχία είναι εφήμερη
Comme les fleurs qui meurent déjà                      σαν τα λουλούδια που πέθαναν κιόλας
                                                             
Acropolis adieu, adieu l'amour                             Αντίο Ακρόπολη, αντίο έρωτα
Les roses blanches d'Athénée se sont fanées         μαράθηκαν τα άσπρα ρόδα της Αθήνας
On s'est aimés quelques jours                             για λίγες μέρες αγαπηθήκαμε
Acropolis adieu                                                                 αντίο Ακρόπολη
               
Ce soir c'est notre dernier soir                  Απόψε είναι πια για μας η νύχτα η τελευταία
Demain matin je partirai                                   Αύριο φεύγω     το πρωί
Tu resteras dans ma mémoire                                  Θα μείνεις στη μνήμη μου
Comme un bonheur comme un regret               σαν ευτυχία, σαν καημός

Acropolis adieu, adieu l'amour                             Αντίο Ακρόπολη, αντίο έρωτα
Les roses blanches d'Athénée se sont fanées     μαράθηκαν τα άσπρα ροδα της Αθήνας
On s'est aimés quelques jours                                  για λίγες μέρες αγαπηθήκαμε

Acropolis adieu                                                             Αντίο Ακρόπολη...



Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Πού ζούνε τα παιδιά;


Περιμένοντας το τρένο στη Βικτόρια, χαζεύοντας τον κόσμο, καρφώνεται το βλέμμα μου σε δυο παιδάκια που μπαίνουν χαρωπά και φασαριόζικα στην αποβάθρα. Είναι ένα πολύ αδύνατο κοριτσάκι κι ένα μικρότερο αγοράκι, προχωρούν μόνα τους προς την κίτρινη γραμμή ασφαλείας με τολμηρή διάθεση. Το κοριτσάκι έχει μακριές κοτσίδες δεμένες με χρωματιστές κορδέλες, το αγοράκι φοράει μια δίχρωμη αθλητική φόρμα, γελάνε, φωνάζουν, είναι μια παρουσία δροσερή στο σοβαρό μέχρι κατήφειας πλήθος. Πιάνω τον εαυτό μου να τα κοιτάζει με απόλαυση, με λαχτάρα, με τρόπο που ίσως σε κάποια από τις χώρες που έχουν γίνει υστερικές με τους παιδεραστές να θεωρούνταν ύποπτος. Είναι τόσο σπάνιο να εμφανίζονται παιδιά στον Ηλεκτρικό, και για λίγα δευτερόλεπτα δεν παρατηρώ ότι έχουν επάνω  τους κάτι παράξενο, το οποίο εντοπίζεται αμέσως μόλις κάνει την εμφάνιση της η μητέρα τους. Είναι κι αυτή πολύ αδύνατη, ψηλή, και φοράει ένα παλιό άσπρο πουκάμισο και μια φαρδιά φούστα σα να κατέβηκε μόλις από το απομακρυσμένο βαλκανικό χωριό της. Αναγνωρίζω το στυλ των ζητιάνων με παιδιά που περνάνε τις μέρες τους στα πεζοδρόμια της Αθήνας. Πολύ συχνά τα βλέπω να κυκλοφορούν με τον Ηλεκτρικό, απορώ πώς αυτή τη φορά δεν κατάλαβα αμέσως περί τίνος επρόκειτο. Συνεχίζω ωστόσο να απολαμβάνω την παιδική παρουσία μέχρι που φτάνει το τρένο και στριμωχτόμαστε όλοι με τρόπο που δεν απολαμβάνεις πια καμία παρουσία.
Μου φαίνεται ότι εκτός από ζητιανάκια, δεν κυκλοφορούν άλλα παιδιά στην Αθήνα. Πέρασα τη μέρα κάνοντας στατιστική, θα δω άλλα παιδιά στο δρόμο; Στο τρόλει Κυψέλη- Παγκράτι, στο Σύνταγμα, την Πανεπιστημίου, την Ερμού, την Αθηνάς, την Αιόλου, τη μέρα εκείνη είδα μόνο μια μητέρα με καρότσι και ύφος πανικόβλητο να ανεβαίνει την Καλαμιώτου. Δεν είχε άδικο για τον πανικό. Η Αθήνα μοιάζει σα να έχει βγάλει διάταγμα ο Ηρώδης, όποιο παιδί κυκλοφορεί ώρες καταστημάτων θα απάγεται και θα εκτελείται επί τόπου.
Ο κόσμος της επαιτείας  έχει αρχίσει να καταλαβαίνει αυτή τη σπανιότητα, αλλά δεν  έχει ακόμα συνειδητοποιήσει πως δεν χρειάζεται να βάζει τα παιδιά να παρακαλάνε με το χέρι απλωμένο στα τραπέζια, ούτε να παίζουν μπαγλαμαδάκι, ούτε να κάθονται με αξιοθρήνητο ύφος στα γόνατά τους για να τους ρίχνουμε τον οβολό. Θα αρκούσε να τα αφήνει να τρέχουν πάνω- κάτω στα πεζοδρόμια, να παίζουν λίγο και να μιλάνε πρόσχαρα μεταξύ τους. Οι εισπράκτορες μετά δεν θα είχαν παρά να ζητάνε κατιτίς για το θέαμα. Θα πληρώναμε ευχαρίστως την παιδική παρουσία. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να βλέπουν παιδιά κάθε τόσο στη ζωή τους. Δεν υπάρχει λογική σ’ αυτό, προφανώς είναι πηγή χαράς η χαζή βεβαιότητα ότι το είδος δεν τελειώνει με τους ίδιους. Ακόμα κι αυτοί που αρνούνται να μεγαλώσουν χρειάζεται να θυμούνται ενίοτε ότι υπάρχουν άλλα αληθινά παιδιά πίσω που περιμένουν τη σειρά τους, και να συνέρχονται. Είναι ένας τρόπος να αντικρίζεις το μέλλον, ο οποίος μας λείπει.
 Υπερβολικά σοβαρή, κατηφής, νευρική και ζόρικη, η Αθήνα δεν έχει χρόνο και χώρο για τέτοια. Συνοδεύοντας παιδιά εκθέτεις δημόσια αδυναμίες και ευαισθησίες, απειλείσαι με κούραση, φωνές, γκριμάτσες, σκηνές, καθυστερήσεις, επιθυμίες. Δεν είναι βόλτα αυτή, είναι επικίνδυνη αποστολή. Κι έτσι δεν βλέπουμε παιδιά στους δρόμους.
Το βραδάκι  περνάω από το Πεδίο του Άρεως. Είναι το μυστικό μου όπλο αυτή η βόλτα. Αργά –αργά περπατάω ανάμεσα στα παιδάκια που παίζουν, με λούζουν οι δροσερές φωνούλες κι έρχομαι στα ίσα μου.

Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Τα παιδία παίζει με άγρια πράγματα

Οι άγριοι του Σέντακ είναι πολύ πιο αγαπησιάρηδες 
Έχω μείνει άφωνη μετά τα αποτελέσματα των εκλογών και θαυμάζω αυτούς που μπορούν και βγάζουν γρήγορα συμπεράσματα. Το μόνο βέβαιο είναι ότι θα ξανακάνουμε εκλογές, και στο μεταξύ καμαρώνουμε τα φυντάνια που έφεραν το τέλος του δικομματισμού. Πρώτος ο Τσίπρας που έχει σήμερα την εντολή και συναντά κόμματα εκτός Βουλής με τα οποία η εντολή δεν του χρησιμεύει σε τίποτε, απλώς για να θαυμάσουμε το θάρρος και το στυλ του. Θέλει να συναντήσει τον Ολάντ, και διάφορους άλλους. Σα να γινόμαστε ηδονοβλεψίες με το στανιό σε ραντεβού κάποιου γόη, κι οι μέρες περνάνε. Να ξεχάσουμε για λίγο τα ανελέητα σπρεντς και τις αγορές, και να το ρίξουμε στα σναπς και στ' αγόρια. Και στα άγουρα βερύκοκα που μαζεύουν μετανάστες στην Ημαθία, γιατί οι Έλληνες γεννήθηκαν για κάποια καλύτερη μοίρα.
Δεύτερος ο Καμμένος, δεξιός εθνικόφρων, με το που βγήκε νικητής δήλωσε ότι όλα θα τα ξαναδεί, Μακεδονίες, Κύπρο, Τουρκία, μετανάστες και δε συμμαζεύεται. Είμαστε πολύ συμβιβασμένοι, έρχεται ο αδιάλλακτος. Αν νομίζατε ότι επειδή καταστραφήκαμε οικονομικά θα γλιτώσουμε τις μεγάλες ιδέες και τις μεγάλες δυστυχίες τους, το μεγάλο αδιέξοδο αίσθημα του ανάδελφου, κάνατε λάθος. Μεγάλο. Κάθε άλλο, όσο πιο φτωχοί τόσο πιο βαρύ κι ασήκωτο το ως άνω πακέτο. 
Τέλος ο νεοναζί, που τον κάνανε φρικ σποτάκι, λες και δεν τον διαφήμισαν αρκετά καταγγέλοντας τον σε όλη την προεκλογική περίοδο. Και τώρα που είδαμε τη μούρη του ελπίζουν πολλοί ότι τα ποσοστά του θα πέσουν. Δεν είμαι σίγουρη. Αυτή η γυμνή φρίκη ίσως φανεί σε μερικούς απελευθερωτική. Τον ψήφισαν λέει στα Καλάβρυτα και στο Δίστομο. Ίσως και στο δικό μου χωριό, που είναι κι αυτό μαρτυρικό, έχει γίνει κι εκεί μαζική εκτέλεση στην Κατοχή. Είναι ντροπή, ή μήπως δεν είναι; Μήπως είναι το τέλος της ντροπής;
Ακραίοι λοιπόν είναι οι νικητές των εκλογών, κι ίσως πιο ακραίοι να βγουν στις άλλες εκλογές. Κι ο Σαμαράς, που λύσσαξε να γίνουν εκλογές, είναι ο μετριοπαθής. Για φαντάσου! Μπροστά στον Καμμένο ο δικός του επικίνδυνος εθνικισμός και ρατσισμός φαντάζει λάιτ. 
Τι καταστροφικός άνθρωπος αυτός ο Σαμαράς: τη δεκαετία του 1990, όταν ήταν υπουργός Εξωτερικών του Μητσοτάκη, κατέβασε τη φαεινή ιδέα με το όνομα της Μακεδονίας. Μας έχωσε σε ένα νέο εθνικό πρόβλημα κι αφού έριξε την κυβέρνηση του κι έμεινε με κείνο το σιχαμένο χαμογελο χρόνια στο ψυγείο, γύρισε να ηγηθεί στη ΝΔ με την ίδια συνταγή. Εθνικισμό, ρατσισμό, όλα τα αδιέξοδα. Σετάκι με τα άλλα αδιέξοδα, τα οικονομικά. Υπέγραψε με τα χίλια στανιά το Μνημόνιο, κι έγινε αίφνης κεντρώος. Μας έζωσαν τα φίδια δεξιά του, αποδεικνύοντας ότι όσο πιο μεγάλα, τρελά και αλαφροΐσκιωτα λόγια λες, τόσο πιο πολλές ψήφους παίρνεις. 

Δευτέρα 7 Μαΐου 2012

Γενέθλια την ημέρα των εκλογών


Σήμερα έχω τα γενέθλια μου. Σκοπεύω να τα γιορτάσω. Μπήκα από χτες στο φούρνο της γωνίας και ρώτησα αν έχει τούρτες παγωτό. Η ακατάμαχητη φουρνάρισσα απάντησε ότι έχει, ότι είναι καταπληκτικές, ότι έπρεπε να την πάρω αμέσως μην τυχόν και τελειώσουν κλπ. Αντιστάθηκα, για λόγους αρχής. Είπα θα περάσω αύριο.
Σήμερα κλείνω τα 59 και μπαίνω στα 60. Στην ηλικία μου οι γυναίκες κάποτε γίνονταν γιαγιάδες. Ξέρω μερικές συνομήλικες που είναι ήδη, αλλά ξέρω κι άλλες που έχουν ανήλικα παιδιά. Είναι ωραίο να έχεις εγγόνια, αλλά είναι ωραίο να προλαβαίνεις να ζήσεις πολλά πράγματα, να σπουδάσεις, να δουλέψεις, πριν κάνεις παιδιά.
Ανήκω σε μια γενιά προνομιούχα, σε μια χώρα προνομιούχα, σε μια ήπειρο προνομιούχα. Εντάξει, πάντα ζήλευα τους δυτικοευρωπαίους, αλλά όταν σκέφτομαι νηφάλια και τους άλλους, αφρικάνους, ασιάτες, νοτιοαμερικάνους κλπ,  δεν μπορώ παρά να το αναγνωρίσω, ότι ήμουν τυχερή που γεννήθηκα στην Ελλάδα.
Οι γονείς μου έζησαν τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, την Κατοχή, ο πατέρας μου μάλιστα είχε ζήσει και την Μικρασιατική καταστροφή, δέκα χρονών είχε έρθει στην Αθήνα πρόσφυγας. Εγώ, η δική μου γενιά, μόνο μια χούντα επταετίας, στις εκπτώσεις πέσαμε, αν το καλοσκεφτείτε. Ζήσαμε την ευημερία να σβήνει πληγές σε ολόκληρη την επικράτεια. Ζήσαμε την εθνική συμφιλίωση. Μπορεί να μην το εκτιμάτε πολύ, μάλιστα βλέπω ανθρώπους ανυπόμονους να χαράξουν καινούργια εμφύλια χαρακώματα νομίζοντας ότι θα ζήσουν εκεί μέσα συγκινήσεις που θεωρούν ότι τους αρνείται η ζωή. Όμως επειδή κάτι πρόλαβα σαν παιδί και σα νέα από το κλίμα καταδίωξης των μισών κατοίκων αυτής της χώρας από μια διαρκώς φιλύποπτη και εχθρική εξουσία, εγώ θεωρώ μεγάλη ευτυχία ότι ξεπεράσαμε τη φάση εκείνη.
Έχω λόγους να γιορτάσω απόψε τα γενέθλια μου, όσο κι αν το αποτέλεσμα της κάλπης είναι κρίσιμο. Γιορτάζω τις αυταπάτες και τα λάθη της νιότης μου, γιορτάζω και τις μεταμέλειες, τις αλλαγές της ωριμότητας. Πάντα υπήρξα υπερβολικά πολιτικό ζώο, το πλήρωσα νομίζω όπως έπρεπε. Κάποτε νόμιζα ότι ήταν σπουδαίο να ασχολείται κανείς με την πολιτική, τώρα το θεωρώ μάλλον δείγμα καθυστέρησης. Θα προτιμούσα να είναι λυμένα τα βασικά πολιτικά ζητήματα, να είναι εξασφαλισμένη η Δημοκρατία καθημερινά, σε κάθε έκφανση και εκδήλωση, και να έχω πάει σε περισσότερους χορούς στα φοιτητικά μου χρόνια και σε λιγότερες συνελεύσεις. Αλλά τουλάχιστον έκανα πολλά ταξίδια στα νησιά με παλιά καράβια, περπάτησα σε πολλά μονοπάτια κι έμαθα μπάλο έναν δεκαπενταύγουστο στη Νίσυρο. Κάτι είναι κι αυτά.
Νομίζω ότι πρέπει να γιορτάσω για τα χρόνια που κατάφερα να ζήσω αξιοπρεπώς κάνοντας μια δουλειά που είχα διαλέξει. Να γιορτάσω και για τη δυνατότητα να τη συνεχίζω μέσα από το καταπληκτικό αυτό μέσο, το Ίντερνετ. Να γιορτάσω για το κατόρθωμα που ήταν να αποκτήσω τρία παιδιά ως εργαζόμενη, και να μπορέσω να ασχοληθώ μαζί τους ξαναμαθαίνοντας τον κόσμο. Να γιορτάσω για όσα μου δόθηκαν, και για τα λίγα που μπήκα στον κόπο να κατακτήσω. Δεν κουράστηκα πολύ στη ζωή μου, βρήκα έτοιμα πολλά πράγματα, όπως πολλά από τα σημερινά παιδιά. Υπήρξα κακομαθημένη για πολύν καιρό, αλλά κατάφερνα πάντα να φιλοσοφώ, πράγμα που το θεωρώ ενθαρρυντικό στοιχείο για τις περιπτώσεις σαν τη δική μου.
Ακούω πολλή γκρίνια και πολλές υπερβολές γύρω μου τώρα τελευταία, πολύ μηδενιστικό λόγο και ελάχιστη αναγνώριση για τα προνόμια που μας δόθηκαν. Κι εγώ έχω πολύ γκρινιάξει, για τις αδικίες που συμβαίνουν γύρω μας,  στην Ελλάδα, και σ’ όλον τον κόσμο –αφού έπρεπε να γράφω κάθε μέρα έπαιρνε θέση κι ο κόσμος- για το νέφος και τη μόλυνση, την καταστροφή της φύσης, τα στενά πεζοδρόμια… Ωστόσο περπατώ στα πεζοδρόμια αυτά και ξέρω ότι κι αυτό είναι ένα προνόμιο, ότι υπάρχουν, κι έχουν και στάσεις λεωφορείου, όπου περιμένω κι έρχεται το τρόλει, και με πάει στο κέντρο της αγαπημένης και μισημένης πόλης μας. Σταματώ λοιπόν τη γκρίνια και τις συγκρίσεις με τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που ζηλεύω, και λέω να γιορτάσω για όσες φορές πήρα το τρόλει στη ζωή μου και πήγα στο κέντρο της πόλης μας. Ελπίζω να μπορώ να το κάνω και του χρόνου τέτοια μέρα. Ελπίζω επίσης να αποκτήσω εγγόνια, έστω και σε μια δεκαετία από τώρα, και με το προνόμιο που μου δίνει η σημερινή εποχή, η χώρα αυτή και η πόλη, να είμαι ακόμα δυνατή, να τα βάζω στο τρόλει, και να τα πηγαίνω βόλτα στο κέντρο της πόλης.

Από το Protagon στις 6 Μαΐου http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=14958

Σάββατο 5 Μαΐου 2012

Φεστιβάλ Βιβλίου: επιστροφή στο σπίτι



Το Φεστιβάλ Βιβλίου επιστρέφει κι αυτό ‘στο σπίτι του’. Αυτή η έκφραση, που ακούστηκε πολύ σχετικά με διάφορες πολιτικές επιστροφές, μου ήρθε στο μυαλό βλέποντας τα περίπτερα να στήνονται ξανά, μετά από τόσα χρόνια, στη φαρδιά αλέα του πάρκου, πίσω από το άγαλμα του Κωνσταντίνου. Εκεί που γινόταν επί σειρά ετών το Φεστιβάλ και ζωντάνευε τα εαρινά μας απογεύματα και τις βόλτες μας με τα παιδιά. Στη στρογγυλή του πλατεία ερχόταν ένα συγκρότημα Ινδιάνων που έπαιζε μουσική των Άνδεων με πνευστά, έκτοτε έχει γίνει διάσημο. Τα παιδιά ξετρελαίνονταν, βράδιαζε και προσπαθούσαμε οι μεγάλοι να κερδίσουμε λίγο χάζεμα βιβλίων και τα παιδιά χάζεμα της μουσικής τους.
Πέρασε πολύς καιρός από τότε, και το πάρκο πέρασε πολλές περιπέτειες. Τότε, θυμάμαι, γκρινιάζαμε που οι υπεύθυνοι του Φεστιβάλ αργούσαν να μαζέψουν τα υλικά όταν τέλειωνε η έκθεση. Πού να φανταστούμε τι θα ακολουθούσε; Το Πεδίο του Άρεως πέρασε από σαράντα κύματα. Κάποια στιγμή είχε γίνει διαρκής χώρος εκθέσεων, ερχόταν η έκθεση φυτών, η πασχαλινή αγορά, η χριστουγεννιάτικη αγορά. Αυτή η τελευταία το είχε καλύψει ολόκληρο, τρόμαζες πια να βρεις το πράσινο. Για μια περίοδο το Πεδίο Άρεως είχε γίνει κάτι σαν ελεύθερο οικόπεδο, περνούσαν από μέσα ανενόχλητα αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες, οι φύλακες στις παιδικές χαρές πήραν σύνταξη και δεν αντικαταστάθηκαν, μια εικόνα εγκατάλειψης άρχισε να κυριαρχεί. Ψάχναμε τότε να βρούμε αρμόδιους, ήταν το ΥΠΕΧΩΔΕ; Ήταν κάποιος οργανισμός; Πού να αποταθούμε; Κι ανεπαίσθητα η γκρίνια έγινε κάτι σαν ακραίο κίνημα, δεν αρκούσε να ζητάμε να είναι καθαρό το Πεδίο Άρεως και ασφαλείς οι κούνιες κι οι τραμπάλες. Μερικοί ήθελαν να γκρεμιστεί κι ο Πανελλήνιος, να κλείσουν τα καφενεία, να μην υπάρχει τίποτε. Κι οι άλλοι, της άλλης πλευράς οι ακραίοι, να μπουν κάγκελα, να μην περνά κανείς, να μπαίνεις με εισιτήριο. Κάποια στιγμή μπήκαν τα κάγκελα, σηκώθηκε φράχτης ακόμα και στις πόρτες! Άντε ξανά διαμαρτυρίες, φωνές, ακτιβισμός που ξεκινούσε για να ανοίξει τις πόρτες και πήγαινε να τα σαρώσει όλα. Το Πεδίο του Άρεως έγινε πεδίο αναμέτρησης όλων των φαινομένων κρατικής κακοδιαχείρισης από τη μία και ακροτήτων των ακτιβιστικών ομάδων από την άλλη. Μια μικρογραφία ασυνεννοησίας στα πιο απλά και ουσιώδη πράγματα, τόσο χαρακτηριστική των εμμονών που έχουν φτάσει να μας ταλαιπωρούν παντού.
Τώρα έχει πια τελειώσει η ανάπλαση, είναι πιο πράσινο από πριν το πάρκο, ένα χάρμα, αλλά έχει πια γίνει κλισέ δημοσιογραφικό, μόδα να γκρινιάζουν όλοι. Σε κάθε έντυπο, εκπομπή, κανάλι, σταθμό, σάιτ, σέρνεται μια γκρίνια που καταντά δυσφήμηση. Που δεν είναι όλα τέλεια τέλος πάντων, που δεν τρέχει συνέχεια καθαρό κρυστάλλινο νερό στα ποταμάκια, που δεν τα κλαδεύουν όλα καθημερινά, που … που… που…
Για να δούμε τώρα, που γυρίζει το Φεστιβάλ Βιβλίου στο σπίτι του, μάλλον στον κήπο του, μετά τόσα που περάσαμε, θα εκτιμήσουν αυτή τη ζωντάνια, ή θα βρουν πάλι να γκρινιάξουν;

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...