Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

I am Greek, I want to be human


Σήμερα θα σας μιλήσω για ένα προνόμιο που έχω, και συγχωρείστε με. Είμαι γενικά προνομιούχος, έχω πολλά προνόμια, αν τα παρέθετα όλα θα ζηλεύατε πριν φτάσω στο επίμαχο. Γι αυτό θα μιλήσω μόνο γι αυτό, το οποίο γράφει καλά στις οθόνες, των υπολογιστών εν προκειμένω.
Το προνόμιο μου είναι ότι αν θελήσω να διαλέξω μια φωτογραφία με μαύρους, καφέ, ή πολύ λευκούς μετανάστες στην Αθήνα, στην οποία να συμπεριλαμβάνομαι κι εγώ, διαθέτω τεράστια επιλογή. Έχω φωτογραφίες από μια γιορτή στην Αγορά πριν τέσσερα χρόνια με μετανάστες όλων των αποχρώσεων, με μεγάλους, με παιδιά, με νέους, με ηλικιωμένους από την Κυψέλη ή από μακρύτερα, όλους γελαστούς κι ευχαριστημένους. Έχω από τη βόλτα στο Μουσείο, στην Ακρόπολη, στον Εθνικό κήπο, στο Πεδίο του Άρεως. Κάθε φορά άλλη σύνθεση, άλλο φως, πάντα με χαμόγελο. Δεν ξέρω ποια να διαλέξω, πώς να τη βάλω στο Facebook ή όπου αλλού μπορώ, να σπάσω λίγο τη μονοτονία του ρατσισμού που έχει πλημμυρίσει τα μέντια προεκλογικά.
Τελικά διαλέγω αυτή από την Ακρόπολη, που είχαμε πάει πρόπερσι. Είναι τόσο αρμονικά τα αντίθετα χρώματα του δέρματος, τόσο ταιριαστά στο φόντο, τόσο πανέμορφα τα νιάτα των παιδιών. Εγώ δεν είμαι σ’ αυτή, αλλά δεν πειράζει, ο ναρκισσισμός υποχωρεί μπροστά σε τόσο εκθαμβωτική εμφάνιση της ανθρώπινης εκδοχής. Εγώ είμαι ελληνίδα, τους δείχνω τον Παρθενώνα, τους φωτογραφίζω μπροστά του, ξέρω ότι κι οι τρεις έχουν μια μικρή ταραχή από την πόζα, υπάρχει επιθυμία, καμάρι και δισταγμός, όλ’ αυτά μαζί, υπάρχει και η γνώση πως δικαιούνται το φόντο και το νόημα του, την ανθρώπινη συνθήκη, την επαφή με την Ιστορία, τη συνέχεια, τη συντήρηση, τη γνώση, τον ελεύθερο χρόνο για όλ’ αυτά.
I love people. I am Greek, I am human. Στερεότυπο; I don't care!

Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Πώς ταξιδεύουν τα δαμάσκηνα;

Απύρηνα δαμάσκηνα αγνώστου προελεύσεως
Σήμερα αγόρασα εφημερίδες όπως παλιά, με όλα τους τα ένθετα, με έπιασε μια νοσταλγία. Δεν πέταξα τα διαφημιστικά, κάθισα και τα ξεφύλλισα. Είχαν μεταξύ άλλων ένα ολόκληρο φυλλάδιο για τα δαμάσκηνα Καλιφόρνιας: πόσο υγιεινά είναι, πώς συνδυάζονται με άλλες υγιεινές τροφές και με πρόγραμμα γυμναστικής, είχε συνταγές, υποδείξεις, διατροφική ανάλυση.
Με τα δαμάσκηνα έχω μια εμμονή αφότου αγόραζα στις εγκυμοσύνες μου χυμό σε γυάλινα μπουκάλια, επίσης Καλιφόρνιας. Έκτοτε αναζητώ πάντα την ετικέτα προέλευσης, και πολύ δύσκολα πετυχαίνω δαμάσκηνα που να μην είναι Καλιφόρνιας. Κυρίως συναντώ δαμάσκηνα που δεν ξέρει ο πωλητής πούθε κρατάει η σκούφια τους, οπότε ελπίζεις ότι μπορεί και να είναι ελληνικά. Αλλά στο σούπερ μάρκετ εχει μόνο καλιφορνέζικα εδώ και καιρό, και σκέφτομαι μήπως είναι μάταιο τελικά να αναζητά κανείς κάτι άλλο, σε δαμάσκηνα τουλάχιστον.
Εκείνο που με κάνει να απορώ με τα δαμάσκηνα είναι οι καλιφορνέζικες διαφημίσεις τους, για τον καλιφορνέζικο ήλιο. Τέτοιον ήλιο ρε παιδιά έχουμε κι εδώ, γιατί φέρνουμε απο τόσο μακριά τα δαμάσκηνα; Να πεις ότι είμαστε στη συννεφιασμένη Γερμανία; Θα έπρεπε για το ελληνικό κοινό να διαφημίζεται το πώς οι Καλιφορνέζοι κατορθώνουν απο τον ήλιο τους να κάνουν τέτοιες εξαγωγές, τόσο μακριά, που να είναι πιο συμφέρον να αγοράζουμε δικά τους δαμάσκηνα. Είναι το κόστος τους χαμηλά; Χρησιμοποιούν παράνομους μεξικανούς μετανάστες για να τα μαζεύουν; Τι στο καλό κάνουν και προτιμάμε να πληρώνουμε το μακρινό τους ταξίδι, από το να αγοράζουμε ελληνικά δαμάσκηνα;
Οι πιο υγιεινές τροφές, λένε οι διατροφολόγοι, είναι όσες παράγονται κοντά μας, όσο είναι δυνατόν. Υπάρχουν κινήματα, ακραία φυσικά, που καταναλώνουν μόνο τρόφιμα που παράγονται σε απόσταση 150 χιλιομέτρων απο τον τόπο κατανάλωσης. Όσο πιο πολύ ταξιδεύουν τα τρόφιμα τόσο πιο πολλά συντηρητικά χρειάζονται, κι είναι και αντιοικολογικό, σκεφτείτε μόνο το πετρέλαιο της μεταφοράς, την κίνηση, κλπ. Όπως και να ταξιδεύουν τα δαμάσκηνα, με αεροπλάνα και βαπόρια, και με τους φίλους τους παλιούς που έγιναν εισαγωγείς ίσως, το ταξίδι είναι πολύ πολύ μακρινό.
Αλλά πάλι, αν είναι να τα στερηθώ, τι να κάνω; Σφίγγω την καρδιά μου και αγοράζω Καλιφόρνιας.


Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Αίτημα ολοκληρωτισμού


Πώς κάνετε έτσι μωρέ για ένα χαριτωμένο κορίτσι που πήρε μια ιδιωτική πρωτοβουλία, αντείπαν πολλοί στην κριτική για το  βίντεο της Μουτσάτσου. Εντάξει, δίκιο έχουν, το παρακάνουμε στην κριτική. Αλλά το χαριτωμένο κορίτσι δεν είχε δικές της ιδέες στην ιδιωτική πρωτοβουλία που πήρε. Η πρόταση να αντικατασταθεί το Greece, Grecia, Grèce, κλπ από το Hellas  είναι επίσημη άποψη διατυπωμένη στα επίσημα έγγραφα εδώ και χρόνια, κοιτάξτε τα διαβατήρια. Hellenic republic. Απλώς η διεκδίκηση δεν είχε πάρει τις διαστάσεις του ‘Μακεδονικού’, του ‘Κυπριακού’, του ‘ελληνοτουρκικού’, της ‘υφαλοκρηπίδας’ και των λοιπών εθνικών θεμάτων και ονομάτων. Επειδή στην ονοματοδοσία έχουμε αποκτήσει ειδικότητα, μπορεί να είναι θέμα χρόνου. Μερικές ακόμα τέτοιες ιδιωτικές πρωτοβουλίες και το αποκτήσαμε το τέταρτο, πέμπτο ή πολλοστό ‘εθνικό θέμα’. Προς το παρόν στο διαδίκτυο ανεβαίνει η εμπάθεια μεταξύ Ελλήνων και Γραικών. Είναι η νέα εθνική μας διάκριση.
Δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βρήκαμε. Σβήσε με ένα κόκκινο χι τη λέξη greek, βάλε και τον εθνικό ύμνο, δεν είναι χαμηλών τόνων η επίθεση. Όποιος δεν ένοιωθε αρκετά ανάδερφος, παρεξηγημένη μεγαλοφυΐα ως Έλλην κλπ, μπορεί να αποκτήσει νέο παράπονο: κανείς ξένος δεν τον αναγνωρίζει σαν αυτό που είναι, όλοι τον νομίζουν κάτι άλλο. Τι δράμα, τι φρίκη, τι υψηλή αποστολή: να δώσει στους ξένους να καταλάβουν ποιοι είμαστε. Όχι σε όλους βέβαια, μόνο στους πλούσιους και γνωστούς δυτικούς. Ας τους αποκαλέσουμε ‘ζώνη του gr’.
Ανατολικά μας λένε Γιουνάν και διάφορα τέτοια. Οι Κινέζοι λένε την Ελλάδα, Σελά. Δεν πειράζει, θα αναλυθεί ότι αυτό δεν μας ενοχλεί. Όλα εν καιρώ. Θα ασχοληθούμε με θέματα ταυτότητας εντατικά στο μέλλον. Του Σαμαρά του αρέσουν πολύ, ποιος είναι Έλληνας, ποιος γεννιέται και ποιος γίνεται, χαμός θα γίνει. Απόψεις που θα πληρώνονται με απελάσεις και απειλές αφαίρεσης ιθαγένειας, όρεξη να έχετε. Εγκυμονούνται δράματα χωρίς λύση, γιατί τα δράματα αυτά δεν έχουν λύση. Και δεν έχουν τέλος. Παρόλο που κραυγές διαμαρτυρίας σαν της Μουτσάτσου, πως είναι ελληνίδα και όχι γραικός, έχουν βαθύτερο αίτημα μια ολοκληρωτική και απόλυτη λύση, ένα δια παντός ξεκαθάρισμα, λύση δεν δίνεται στα θέματα αυτά. Όσο και να στριγκλίζεις δεν μπορείς ούτε τις γλώσσες των άλλων να καθαρίσεις, ούτε καν τη δική σου, ούτε την ιστορία σου να σβήσεις. Μόνο αυτό που ήδη πέτυχε το βίντεο, συμπληρώνοντας την επίσημη ελληνική πολιτική: να δημιουργήσεις προβλήματα ανύπαρκτα για να μεγαλώνει το αίσθημα μειονεξίας που καλλιεργείται ως επίσημη ιδεολογία από τον καιρό του σαρτζετακικού αναδερφισμού.
Τώρα γιατί ένα κορίτσι σαν τα κρύα νερά ενοχλείται τόσο πολύ να τη λένε γκρικ, αναζητείστε το, μεταξύ άλλων, στα σχολικά μαθήματα. Είναι πολύς καιρός που στη μελέτη και την αποστήθιση της Ιστορίας έχουν επικρατήσει τα θέματα SOS. Τα οποία είναι οι μεγάλοι σταθμοί της εθνικής ιστορίας και το ζουμί της ανωτερότητας των Ελλήνων, και του πόσο θύματα και σκλαβωμένοι υπήρξαν από τον δεύτερο αιώνα προ Χριστού. Σε συνδυασμό με τις γιορτές και τους πανηγυρικούς των επετείων, δεν θέλει πολύ ο μαθητής να γίνει υποψήφιο μέλος της πρώτης ακραίας εθνικιστικής οργάνωσης που θα συναντήσει. Χρειάζεται μάλλον προσπάθεια για να το αποφύγει. Η μόνη ελπίδα είναι να έχει μεγάλες αντιστάσεις καλλιεργημένες από το περιβάλλον του, ή να είναι πραγματικά αποφασισμένος να μείνει εντελώς αδιάβαστος στην Ιστορία. Αλλά αυτό το τελευταίο είναι πολύ δύσκολο, γιατί πραγματικά τα κλισέ τους τα χώνουν στο κεφάλι των παιδιών από τον παιδικό σταθμό. 

Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Σκόνη του χρόνου


Η φλοκάτη τιναγμένη περιμένει τη νέα σκόνη του νέου χρόνου

Επιστρέφουμε στην Αθήνα. Τακτοποιώ το σπίτι στο χωριό, έβγαλα να τινάξω τη φλοκάτη στην αυλή. Με κάθε τίναγμα σύννεφο η σκόνη σηκώνεται και με τυλίγει. Σκόνη από τους μήνες του χειμώνα που έμενε στρωμένη στο πάτωμα. Πόσες φορές μπήκαμε και βγήκαμε στο σπίτι, προσπαθώ να θυμηθώ βήχοντας. Ποιοι ήμασταν; Οι φίλοι δεν ανεβαίνουν πια να μας δουν. Μεγάλωσαν τα παιδιά, σταμάτησαν κι οι εκδρομές των γονέων.
Τον περισσότερο καιρό λείπαμε από το εξοχικό. Όμως η φλοκάτη μάζευε τη σκόνη της ανελλιπώς, ακόμα κι όταν έμενε διπλωμένη για να μη σκονίζεται. Σκόνη του χειμώνα που χορεύει στον ανοιξιάτικο ήλιο. Σκόνη της κάθε μέρας, σκόνη του χρόνου. Μόλις καθαρίσει η φλοκάτη και την απλώσεις ξανά, τώρα ή τον επόμενο χειμώνα, αρχίζει πάλι η σκόνη ανυπόμονα να κάθεται πάνω της. Πριν σε ξεπονέσει η μέση από το προηγούμενο τίναγμα πρέπει να την τινάξεις πάλι. Αέναος κύκλος της καθαριότητας του σπιτιού, της ματαιότητας του μόχθου, που μόλις σταματά πρέπει να ξαναρχίζει.
Πώς τα έβγαζαν πέρα οι γυναίκες όταν είχαν μόνο τέτοιες φλοκάτες στο σπίτι τους; Τις κουβαλούσαν στις νεροτριβές; Θα πρέπει να κοψομεσιάζονταν. Τις ανέβαζαν στα μουλάρια; Θα πρέπει να είχαν δύναμη τότε, ή τουλάχιστον να είχαν δύναμη όσες δεν είχαν υπηρέτριες για τις βαριές δουλειές. Γύρω από το χωριό δεν ξέρω καμιά νεροτριβή, δεν έχω ακούσει για πλύσιμο φλοκάτης. Μπορεί και να μην τις έπλεναν, δεν έχω ιδέα. Μπορεί και να μην είχαν καν φλοκάτες. Πώς ζούσε η γιαγιά μου πριν κατέβει στο Βόλο, στην πλούσια θεία που της έψαχνε ένα καλό προξενιό; Πώς ζούσε η προγιαγιά μου πριν κατέβει στη Λάρισα, κι ύστερα στο Αγρίνιο; Δεν ξέρω τίποτε.
Καμιά φορά προσπαθώ να στήσω σκηνές από τη ζωή τους, αλλά δεν ξέρω πώς μαγείρευαν, πώς κάθονταν, πώς χτενίζονταν, πώς μιλούσαν. Η καθημερινή ζωή τους μου διαφεύγει. Ξέρω μερικά πράγματα από τις μεγάλες μετακινήσεις τους. Άλλαξαν πόλεις αναζητώντας καλύτερη ζωή. Από το χωριό στην κοντινή πόλη, το Βόλο. Από κει στη Λάρισα, διοικητικό κέντρο, από τη Λάρισα στο Αγρίνιο, πόλη με οικονομική ανάπτυξη λόγω καπνών. Από το Αγρίνιο, η επόμενη γενιά πια, η μαμά μου δηλαδή, στην Αθήνα, το όνειρο κάθε έλληνα.
Κι εγώ να επιστρέφω γεμάτη απορίες στο χωριό που εκείνες εγκατέλειψαν και να αφήνω να με τυλίγει η βουβή και δυσανάγνωστη σκόνη του χρόνου.

Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Αποκατάσταση μονοπατιών



Δεν μπορώ πια ούτε να πάω μια βόλτα στο βουνό, ν' ακούσω τα πουλάκια και τα ρυάκια χωρίς να παραμονεύει μέσα στα φύλλα το δηλητήριο της πολιτικής. Πάω στο Πήλιο, στο χωριό μου, βλέπω μια πινακίδα που ισχυρίζεται ότι "αγαπά τον τόπο της, δεν ρίχνει σκουπίδια" και δίπλα στο ρέμα τα σκουπίδια είναι σαν πολύχρωμος καταράχτης μέχρι εκεί που κυλάει το ωραίο νερό.
Στη φύση η άτσαλη διαχείριση του χώρου σε ξαφνιάζει πιο πολύ από όσο στην πόλη. Τη λέω άτσαλη για να μην την πω ληστρική. Στην πόλη έχεις συνηθίσει, το έχεις πάρει απόφαση, και παίρνεις τα βουνά για να ξεφύγεις ακριβώς απ' αυτό. Και μέσα στο ειδυλλιακό τοπίο συναντάς την ανθρώπινη παρέμβαση με κύριο χαρακτηριστικό τη μεγαλύτερη προχειρότητα και τσαπατσουλιά.
Πριν 25 χρόνια ας πούμε ο ΟΤΕ πέρασε τη μπουλντόζα του πάνω από ένα παλιό μονοπάτι που ένωνε τη Δράκεια με τον Αγιο Λαυρέντιο. Λιθόστρωτο, πήγαινε μέσα απο περιβόλια και δάση, χωρίς ανηφόρες και κατηφόρες, πράγμα σπάνια για βουνό. Περνούσε τρια ρέματα με ξύλινα γεφυράκια πανέμορφα. Ορεινό τοπίο ανώτερο των ελβετικών, γι αυτό και το επισκέπτονταν ελβετοί και άλλοι ευρωπαίοι ορειβάτες και περιπατητές. Περνάει ο ΟΤΕ τη μπουλντόζα, πάει το μονοπάτι. Όταν πήγα να το περπατήσω δεν πίστευα στα μάτια μου. Είχε γίνει ολόκληρο ένας χωματόδρομος με αρκετά σκληρές ανηφόρες, και τα γεφύρια είχαν εξαφανιστεί, η μπουλντόζα δεν πρόσεχε τέτοιες λεπτομέρειες. Τα νερά των χειμμάρων έτρεχαν πάνω στο δρόμο, δεν μπορούσες να τον περπατήσεις.
Ήμουν νέα και ορεξάτη τότε, πήγα και στο Βόλο στα γραφεία του ΟΤΕ. "Μα, εμείς δώσαμε τόσα λεφτά για αποκατάσταση μονοπατιών" μου είπε μια νεαρή". Δεν ξέρω πού τα δώσατε, αλλά το μονοπάτι αυτό καταστράφηκε και δεν διορθώθηκε, της λέω. "Να σας δείξω το ντοσιέ"
Τι να το κάνω το ντοσιέ; Να το βάλω να περάσω τα νερά; Πιάσαμε μια συζήτηση λίγο τρελή, όχι κοιτάξτε να λέει αυτή, όχι εσείς ελάτε να δείτε, να λέω εγώ. Τώρα, τόσα χρόνια μετά, υποθέτω ότι τα λεφτά για την αποκατάσταση των μονοπατιών θα είχαν πάει σ' αυτούς που τα χάλασαν, κατά πάσα πιθανότητα.
Ακόμα κι έτσι, όσοι δεν ήξεραν το μονοπάτι με τα γεφυράκια, περπάτησαν στο δρόμο αυτό ευχάριστα, φορώντας γαλότσες, ή βγάζοντας τα παπούτσια τους για να περνάνε τα νερά, μέχρι που κάποια στιγμή ένας άλλος δρόμος τον έκοψε κι αυτόν στη μέση με άσφαλτο. Πάει ο μοναδικός περίπατος που θα μπορούσε εύκολα να κάνει κάθε τουρίστας.
Στο μεταξύ άνοιξαν στο χωριό τρεις ξενώνες και τρία εστατόρια. Αρκετός κόσμος πήγαινε να μείνει στη Δράκεια για τριήμερα ή και παραπάνω. Πολλοί αθηναίοι, σαλονικιοί και βολιώτες αγόρασαν σπίτια. Αλλά τόσοι ξένοι που έρχονταν για αναψυχή δεν ενέπνευσαν ποτέ την Κοινότητα, κι ύστερα το Δήμο να ασχοληθούν με την αποκατάσταση του μικρού αυτού δρόμου. Οι ξενοδόχοι παραπονιούνται συχνά, αλλά δεν σκέφτηκαν ποτέ να μαζευτούν να κάνουν μια κίνηση για αξιοποίηση του. Ούτε μια ταμπελίτσα δεν έχουν βάλει για να πηγαίνει βόλτα κανείς στο υπόλοιπο κομμάτι, σε ό,τι έχει απομείνει, όποιος θέλει να κουνήσει λίγο τα πόδια του γύρω απο το χωριό.
Τώρα με την κρίση, ο ένας ξενώνας που ξεκινούσε επέκταση, έμεινε με τα τούβλα. Κάθε φορά που βλέπω την ιδιοκτήτρια του αρχίζω το ίδιο κήρυγμα, φτιάξτε ένα χάρτη με τα μονοπάτια, βάλτε ταμπελίτσες, δείξτε στον κόσμο τις ομορφιές του χωριού! Κάθε φορά κουνά το κεφάλι, σα να λέει, τι λέει αυτή;
Βλέπω συχνά να κάθονται στο καφενείο οι νέοι και να βαριούνται. Τώρα έχει γίνει της μόδας να έχουν άλογα, αγόρασαν άλογα κάμποσοι κι ακούς συνέχεια να καλπάζουν στην άσφαλτο και στα τσιμεντωμένα μονοπάτια. Ξέρω ότι θα το γλεντούσαν αν αποφάσιζαν να φτιάξουν αυτό το δρομάκι και να το διαφημίσουν, αλλά την ιδέα της εθελοντικής εργασίας για κάτι κοινόχρηστο μάλλον δεν θα μπορούν ούτε να την διανοηθούν.
Φέτος το ρίξανε όλοι στην ξύλευση, κόβουν μετά μανίας δέντρα για να αντιμετωπίσουν την κρίση. Να δω πότε θα φαλακρύνει το βουνό.  

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

Οι κερκίδες της πλατείας

Προσθήκη λεζάντας
Aπό το Παρίσι στο Πήλιο. Να ένα σημείο στο χωριό μου που θα άξιζε μικρές επιγραφές και βελάκια να οδηγούν τον τουρίστα να το θαυμάσει. Οι κερκίδες της πλατείας. Αυτή η τόσο αρμονική με το βουνό διαμόρφωση  του δημόσιου χώρου είχε και κοινωνική χρησιμότητα. Παλιά, προπολεμικά, όταν γίνονταν πανηγύρια, οι γυναίκες κάθονταν στις κερκίδες και κοίταζαν τους άντρες να χορεύουν. Μπορείτε να φανταστείτε την αντιστροφή αυτή της συνηθισμένης στις μέρες μας κατάστασης, όπου κάθονται οι άντρες και χορεύουν οι γυναίκες;
Αλλά βέβαια δεν ήταν καμιά προομιακή κατάσταση για τις γυναίκες αυτή, διότι εκείνες για να χορέψουν περίμεναν να τις καλέσουν. Κάποια στιγμή οι άντρες έκαναν νόημα σε κείνη που προτιμούσαν, να κατέβει να χορέψει μαζί τους.
Και τι χορούς χόρευαν; Ήταν σε κύκλο, ήταν σε ζευγάρια; Δεν θυμόταν λεπτομέρειες η θεία μου που τα διηγήθηκε αυτά αναπολώντας τα παιδικά της χρόνια. Εκείνη δεν πρόλαβε σα μεγάλη να πάρει μέρος στα πανηγύρια αυτά, ήρθαν χρόνοι δίσεκτοι, στην Κατοχή οι ναζί εκτέλεσαν τους άντρες στο χωριό μου, τη Δράκεια, ύστερα ήρθε ο εμφύλιος, κι αμέσως ο σεισμός, ρήμαξε το χωριό, τρόμαξε να επιβιώσει και να ξαναρχίσει να ελπίζει σιγά- σιγά από τη δεκαετία του 70.
Πόσος πλούτος εθνολογικός κρύβεται όμως στα κτίσματα που σώθηκαν, στην παράξενη ομορφιά των  διαμορφώσεων, πόση δουλειά θα έβρισκαν εδώ νεαροί ερευνητές, αν ήθελαν να δώσουν όνομα στα μυστήρια του Πηλίου.
Αλλά ας άρχιζαν τουλάχιστον με μια ταμπελίτσα, μια επιγραφούλα για τις κερκίδες, εδώ γίνονταν οι χοροί και στις κερκίδες οι γυναίκες περίμεναν το νεύμα. Αυτό θα προστάτευε τις κερκίδες απο την καταστροφή και την ιδέα κανενός αρμόδιου να τις χαλάσει, όπως πριν λίγα χρόνια ο κοινοτάρχης γκρέμισε αναίτια τις κερκίδες της κάτω πλατείας του ίδιου χωριού, χωρίς να κερδίσει κάτι, ξοδεύοντας μάλιστα ευρωπαϊκές επιδοτήσεις.
Κι αν γίνει ξανά πανηγύρι στο χωριό με παραδοσιακές αναζητήσεις, μπορεί να βάλουν αυτή τη φορά γι αλλαγή τις γυναίκες να χορεύουν και τους άντρες στις κερκίδες να κοιτάνε.
Protagon: http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=14521

21 Απριλίου


please wait 2 seconds for an uncompressed image, or press Ctrl+F5 for original quality pageΤην αφήνω να περνάει απαρατήρητη την επέτειο της αποφράδας, τόσος καιρός πια... Χτες όμως έγραφα γι αυτήν καθώς θυμόμουν τη μητέρα μου να φτιάχνει και να ξαναχαλάει τη βαλίτσα που περίμενε έτοιμη να φύγουμε για το ταξίδι μας το οικογενειακό, αυτό που είχαμε προγραμματίσει για κείνη την ημέρα, και δεν το κάναμε.

Η μητέρα μου δεν κουβέντιαζε ποτέ πολιτικά, ήταν κόρη οικογένειας πολύ δεξιάς, είχε παντρευτεί αριστερό, και δεν άντεχε τις συγκρούσεις, η μόνη της άμυνα ήταν να αποφεύγει επιμελώς κάθε συζήτηση. Είχε ελπίσει σε μια ζωή συμφιλίωσης πια, είχαν τελειώσει οι εμφύλιοι, δικαιούνταν να ζήσει κανείς αρμονικά έστω και με κάποιον που τα προηγούμενα χρόνια δεν θα τολμούσε κανείς να της συστήσει. Κι όσο απόφευγε τις συγκρούσεις, τόσο εκείνες ερχόνταν και την έβρισκαν.
Είχε ετοιμάσει τις βαλίτσες για κείνη την ημέρα, είχαμε εισιτήρια για τη Βιέννη, για ιατρικούς λόγους μεν, αλλά θα το συνδυάζαμε με το οικογενειακό ταξίδι των ονείρων μας. Δεν είχαμε ποτέ ξανά ταξιδέψει έτσι όλοι μαζί, και πόσο μάλλον για το εξωτερικό. Πετούσαμε στα σύννεφα, και προσγειωθήκαμε χαράματα στη δικτατορία. Η μάνα μου άνοιγε τις βαλιτσες, τις ξανάκλεινε, δεν ήξερε τι να κάνει, και κάποια στιγμή μας είπε μια κουβέντα που δεν την περίμενα απο τα χείλη της, αυτά που απέφευγαν την πολιτική οπως ο διάολος το λιβάνι:
-Δεν περιμέναμε να ζήσετε κι εσείς τέτοιες καταστάσεις. Ελπίζαμε πως είχαν τελειώσει.
Μας αναλογούσε δυστυχώς μερίδιο από δικτατορίες, από φόβο και καταπίεση, από αυθαιρεσία και αδικία, πολύ μικρότερο βέβαια απο το μερίδιο των γονιών μας. Μας αναλογούσε και μια επιθετική λαϊκιστική κουλτούρα κατωτάτης υποστάθμης που προσπάθησε να επιβάλει η δικτατορία και που καμιά φορά, όταν ακούω τηλεόραση ή διαβάζω τίτλους, σλόγκαν και πολιτικά συνθήματα σκέφτομαι ότι κάπως κατάφερε να κερδίσει το κακό της γούστο στον τομέα αυτό. Εκ των υστέρων βέβαια, δεκαετίες αργότερα καταλάβαμε πως η εφτάχρονη δικτατορία ήταν λάιτ σε σχέση με τις άλλες δικτατορίες άλλων χωρών στη γειτονιά μας και παραέξω, τις δήθεν σοσιαλιστικές, και τις άλλες στην Ιβηρική χερσόνησο. Αλλά οι συγκρίσεις δεν σε παρηγορούν για τα νεανικά χρόνια που πέρασες με αναγκαστική πενυματική φτώχεια και κουτόχορτο, υποκρισία και φόβο, προπάντων φόβο, τη στιγμή που λαχταρούσε η καρδιά σου τόσα και τόσα.
Βαδίζουμε πάλι σε επικίνδυνα μονοπάτια, ακούς νεαρούς να λένε ας πούμε, τι παραπάνω είχε η χούντα απο τα τώρα; Ας μη χρειαστεί να καταλάβουν, αυτή την ευχή μονάχα έχω να κάνω. Ας μη χρειαστεί να καταλάβουν, κι ας λένε ό,τι βλακεία θέλουν, ελεύθερα. Ελεύθερα.

Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

Κλειδωμένες καρδιές, κλειδωμένα βλέμματα

 Τα μεταλλικά κάγκελα της καινούργιας πεζογέφυρας του Σηκουάνα, της "γέφυρας των τεχνών", έχουν γεμίσει λουκετάκια με ονόματα ερωτευμένων. Προς το κέντρο της γέφυρας είναι τόσο πυκνά που κοντεύουν να φτιάξουν συμπαγή επιφάνεια. Στις άκρες αραιώνουν κάπως, αλλά συνεχώς βάζουν καινούργια, θα γεμίσουν κι αυτές σε λίγα χρόνια. Είναι η νέα μόδα που ξεκίνησε εδώ κι εξαπλώνεται σιγά- σιγά σε κάθε γέφυρα, σε κάθε μεταλλικό πλέγμα που μπορεί να μπει ένα μικρό λουκέτο. Την ώρα που περνούσα με τη γαλλίδα φίλη μου ένα νεαρό ζευγάρι έβαζε το δικό του. Έσκυψαν μαζί και κλείδωσαν για πάντα το λουκέτο με τα ονόματα τους πάνω από τον Σηκουάνα, μπροστά στο νησάκι του Άστεως, (Ile de la Cité) και τις δυο του παλιές πέτρινες γέφυρες. Ύστερα απομακρύνθηκαν ευχαριστημένοι, αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλον.
-Μα γιατί οι άνθρωποι βάζουν κλειδαριές για να συμβολίσουν τον έρωτα, αναρωτήθηκε η φίλη μου κουνώντας το κεφάλι. Μου φαίνεται καταπιεστικό, ένα κλειδωμένο λουκέτο που δεν ανοίγει με τίποτε!
Aν πετάνε και το κλειδί στον Σηκουάνα, θα συμπληρώνεται κάποιο είδος γάμου που κάνουν σιωπηλά τα ζευγάρια μπροστά στον αρχαίο πυρήνα της πόλης του Παρισιού.
-Ίσως είναι πια τόσο μεγάλη η ελευθερία των ανθρώπων απέναντι στον έρωτα που πρέπει να καταφύγουν στο λουκέτο για να δώσουν βάρος στον δεσμό τους, προσπάθησα να δικαιολογήσω τη νεολαία.
Πέρασα ξανά μόνη μου τη γέφυρα και κάθισα λίγο στα παγκάκια που έχει στη μέση. Είναι η πιο γαλήνια γέφυρα, ο θόρυβος από τα αυτοκίνητα δεν ακούγεται εκεί πάνω, βρίσκεσαι μόνο με ανθρώπους που είναι όλοι γοητευμένοι από την ομορφιά. Μερικοί ζωγραφίζουν, οι περισσότεροι βγάζουν φωτογραφίες κάποιοι κλειδώνουν λουκέτα στο κάγκελο. Όλοι προσπαθούν να κλειδώσουν το βλέμμα τους στο πανέμορφο αυτό τοπίο, να το κρατήσουν εδώ, να αφήσουν κάτι δικό τους στον μικρό χώρο που το έθιμο τους προσφέρει. Είναι αφιερώματα στη θεότητα ελπίδα όλα αυτά τα λουκέτα. Ο Σηκουάνας και το Παρίσι καλούνται μάρτυρες των ερώτων. Μάρτυρες και συμπαραστάτες, να διαρκέσει η αγάπη και να βρίσκει πάντα το βλέμμα όμορφα μέρη και θρυλικά. Μέρη κεντρικά και ειρηνικά, μέρη γεμάτα κόσμο και γαλήνη μαζί, μέρη σε παλιές πόλεις με ανοιχτό ορίζοντα, αποδεκτά και σταθερά, λατρεμένα, τοπία που τα κοιτάς και βγαίνει από μέσα σου ό,τι καλό υπάρχει. Δένουν το βλέμμα τους συμβολικά μαζί με τον έρωτά τους τα ζευγάρια. Να έχουν κι ένα σπίτι με ωραία θέα στο μέλλον, παρακαλούν, να μπορούν πάντα να κοιτάνε κάτι όμορφο και ανοιχτό, κάτι με νερό που κυλάει χωρίς να απειλεί, κάτι ρευστό και ταυτόχρονα σταθερό. Να σηκώνουν τα μάτια ψηλά και να μένουν γεμάτοι θαυμασμό. Να μη χρειαστεί να συμβιβαστούν με την ασχήμια.
Θέλω να βάλω κι εγώ ένα λουκέτο εδώ. Να μείνει κι ένα δικό μου κομμάτι, να τυπωθεί στο μυαλό μου η εικόνα σα να είναι σε οθόνη υπολογιστή. Να σκέφτομαι ό,τι είναι να σκεφτώ, να βλέπω ό,τι είναι να δω, κι ύστερα να ξαναβγαίνει ετούτη εδώ απαράλλαχτη.
Aπό το Protagon http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.dolce&id=14327

Σάββατο 14 Απριλίου 2012

Μια τόσο ρωμαϊκή θρησκεία

Η πρόσοψη του St Gervais στο Παρίσι
Επιστροφή απο το Παρίσι, όπου επισκέφτηκα περισσότερες εκκλησίες απο ποτέ, έμπαινα  μέσα όπως μπαίνει κανείς σε μέρη που μπορούν να αποκαλύψουν μυστικά ξεχασμένα στην τύρβη των οδών.  Και πράγματι,  τα αποκαλύπτουν αν ξέρεις να διαβάζεις τη γλώσσα τους, λατινικά, μυστήρια σύμβολα, λίγα ελληνικά, συντομογραφίες. Χωρίς οδηγό δεν γίνεται τίποτε.
 Την Μεγάλη εβδομάδα των Καθολικών παρακολούθησα τις δικές τους ετοιμασίες, είδα και τη σεμνή τους Ανάσταση, ενδιάμεσα πήγα στο Λούβρο, στα Αιγυπτιακά, διάβασα πάλι για τις ελπίδες των αιγυπτίων να αναστηθούν στο μουμιοποιημένο τους σώμα. Την τελευταία μέρα πριν φύγω αξιώθηκα να πάω στο νέο ανθρωπολογικό μουσείο Μπρανλύ, όπου είδα λίγο από όλου του κόσμου τις λατρείες που ελπίζουν σε αναστάσεις. Γενικά έπεσε πολλή θρησκειολογία, τυχαία ή λόγω γενικότερης τάσης αναζητήσεων, δεν ξέρω.
Κι έτσι τριγυρνώντας στις παρισινές λεωφόρους και προσέχοντας όσο ποτέ δεν είχα προσέξει τα μεσαιωνικά ίχνη που δεν έσβησε η αυστηρή και μεγαλόπρεπη πολεοδομία, μπαίνοντας ξανά στις ρωμαϊκές θέρμες του Κλυνύ και στην Αρένα της Λουτεκίας, περιδιαβάζοντας στα μουσεία και στους κήπους, δημιουργώντας και λύνοντας απορίες του στυλ "Μπα έχουν κι αυτόν τον άγιο;" ή "Μπα, έχουν κι αυτή τη συνήθεια;" φωτογραφίζοντας διαρκώς κολώνες διαφόρων ρυθμών, σκέφτηκα πόσο ρωμαϊκή είναι αυτή η θρησκεία που θέλουμε να μας διαχωρίζει από τους άλλους Ευρωπαίους, κι ό,τι και να κάνουμε δεν σβήνει η αληθινή της 'ρωμαϊκότητα'. Πόσο δεμένες είναι η Ευρώπη και η Ανατολή μέσα στις χριστιανικές ιστορίες και στην τέχνη που τις ντύνει, αυτό σου αποκαλύπτουν διαρκώς στο βάθος. Μια θρησκεία που διαδόθηκε σε εποχή οικουμενικότητας, που αφομοίωσε τελετές από κάθε προηγούμενο δημοφιλή θεό, που θέλησε να γίνει οικουμενική, που το προσπάθησε με πολέμους και τυραννίες, συνδέθηκε με την εξουσία σε Δύση και Ανατολή, κι ακόμα βασανίζεται απο τη νοσταλγία αυτή της οικουμενικότητας.
Τέλος πάντων. Πάω να φάω μαγειρίτσα. Καλό Πάσχα!

Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Περισσότερη λογική και ειλικρίνεια

Μετανάστες και μετανάστριες βόλτα στο πάρκο
Εχουμε παράξενη και αντιφατική αντιμετώπιση σε πολλά θέματα και η μετανάστευση είναι ένα απ' αυτά. Κατηγορούμε τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες για ένα σωρό πράγματα για τα οποία δεν είναι υπεύθυνες, όπως ας πούμε το ελληνικό χρέος, και δεν τις κατηγορούμε για πράγματα που θα άξιζε στ' αλήθεια.
Τα ευρωπαϊκά κράτη φέρονται υποκριτικά στο θέμα της μετανάστευσης. Υποτίθεται ότι δεν χρειάζονται μετανάστες, πολλοί μετανάστες όμως καταφέρνουν να φθάνουν στην Ευρώπη και να βρίσκουν δουλειές. Με δική τους ευθύνη. Αν πνιγούν στον δρόμο, δεν θα φταίνε παρά οι ίδιοι. Είναι το τέλειο προλεταριάτο. Με κάθε τρόπο οι νόμοι τους κηρύσσουν ανεπιθύμητους και εφόσον συνεχίζουν να έρχονται αναγκαστικά κινούνται από μαφίες, όπως καθετί παράνομο.
Στην Ελλάδα οι μετανάστες έρχονται για να προχωρήσουν παραμέσα στην Ευρώπη και εγκλωβίζονται λόγω των συμφωνιών επαναπροώθησης που έχει υπογράψει η χώρα. Γιατί τις δέχθηκε αυτές τις συμφωνίες, γιατί δεν αντιδρά σε αυτές, γιατί οι ευρωβουλευτές και οι άλλοι στα ευρωπαϊκά όργανα δεν τους κάνουν κάποια κριτική; Να πεις ότι σεβόμαστε καθετί ευρωπαϊκό; Από το πρωί ως το βράδυ κατηγορούμε την Ευρώπη για τα μύρια όσα, αλλά σ' αυτό δείχνουμε σεβασμό και κατανόηση. Κατά βάθος συμμεριζόμαστε αυτή την υποκρισία και τον ρατσισμό που κρύβει.
Ας σκεφθούμε την πιθανότητα όταν δεν θα υπάρχουν πια δουλειές για μετανάστες στην Ευρώπη, με κάποιον τρόπο, και μάλλον γρηγορότερα από όσο φανταζόμαστε, το μήνυμα να φτάνει στις οικογένειες που μαζεύουν λεφτά για να μπορέσουν να στείλουν μετανάστη το ένα από τα αγόρια τους ή περισσότερα. Δεν είναι άτακτος στρατός ή περιφερόμενοι αλήτες, είναι παιδιά από σπίτια με ανάγκες. Στην περίπτωση αυτή δεν θα στρεφόταν αλλού το ρεύμα, στις χώρες υπό ανάπτυξη ας πούμε;
Στην πραγματικότητα, όμως, η Ευρώπη συνεχίζει να χρειάζεται μετανάστες για τις βαριές σκληρές δουλειές, παρά την ανεργία. Φαίνεται ότι δεν είναι μόνο οι Ελληνες που μεγαλώνουν τα παιδιά τους με την πεποίθηση ότι τους αξίζει κάτι καλύτερο από το να γίνουν υπηρέτριες σε σπίτια ή εργάτες σε διαλυτήρια πλοίων. Με διάφορους τρόπους αυτό το χάσμα ανάμεσα στις ανάγκες της κοινωνίας και στις επιθυμίες των ανθρώπων υπάρχει παντού και καλύπτεται όπως-όπως από τη μετανάστευση. Προτιμάται η μαύρη εργασία, εν τέλει, ανασφάλιστη, ενώ τόσο χρειάζεται εισφορές το ασφαλιστικό σύστημα, ενώ τόσος λόγος γίνεται για υπογεννητικότητα.
Η υπογεννητικότητα! Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σπάνε το κεφάλι τους πώς να πείσουν τις γυναίκες να κάνουν περισσότερα παιδιά, ενώ οι ασιατικές κυβερνήσεις πώς να κάνουν λιγότερα. Οσο και να δίνουν κίνητρα οι κυβερνήσεις, οι Ευρωπαίες δεν κάνουν παιδιά ή τα κάνουν μετά τα 40. Η Ευρώπη γερνάει, χωρίς μάλιστα να υπάρχουν αρκετές γυναίκες από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες να φροντίζουν την τρίτη ηλικία της...
Καημένη Ευρώπη! Πώς να συμμαζέψει από λύκεια, πανεπιστήμια, καριέρες και φιλοδοξίες τις χειραφετημένες νεαρές, να τις στρώσει στην τεκνοποίηση; Δεν υπάρχει τρόπος, οι Ευρωπαίες δεν ξαναμπαίνουν στον ζυγό. Ολο και μεγαλύτερες κάνουν παιδιά, όλο και λιγότερα. Η Ευρώπη πρέπει να συμβιβαστεί με τα μαυριδερά, μαυρομάτικα, μαυρομάλλικα, σχιστομάτικα παιδάκια, όλες τις παραλλαγές του σκούρου και του παράξενου, που συνεχίζουν να παράγονται σε αφθονία, μέχρι να μορφωθούν όλες οι μαυριδερές κτλ. κτλ. γυναίκες του κόσμου, να αραιώσουν την παραγωγή. Λυπηρό, αλλά ξέρουμε από τον καιρό του Μέντελ πως η ανθρωπότητα σκουραίνει.
Ιδανικά βέβαια θα έπρεπε κάθε χώρα να μπορεί να θρέψει τον πληθυσμό της και κάθε γενιά να δίνει συντάξεις στην προηγούμενη. Αλλά δεν ζούμε σε ιδανικό κόσμο. Νοσταλγούμε εποχές που δεν υπήρχε τόση μετανάστευση και ξεχνάμε ότι υπήρχαν άλλου τύπου μετακινήσεις πληθυσμών, υπήρχαν πόλεμοι, γίνονταν εισβολές, λεηλασίες, οργανώνονταν αποικισμοί.
Ζητάμε ευρωπαϊκή φύλαξη των ελληνικών συνόρων. Δηλαδή, τι να κάνει η Ευρώπη, να βάλει συρματόπλεγμα σε όλες τις ακτές; Μπορούμε να ζητήσουμε όμως περισσότερη λογική στην αντιμετώπιση των ίδιων των αναγκών της, περισσότερη ειλικρίνεια. Να εκθέσουμε καθαρά την κατάσταση, το πώς εντάσσουμε τους μετανάστες, πώς εργάζονται οι ανθρωπιστικές οργανώσεις εδώ, ποιοι είναι, υπάρχουν τόσοι πρόσφυγες ας πούμε, να ζητήσουμε από τις άλλες χώρες στοιχεία που να δικαιολογούν την ως τώρα πολιτική των κλειστών συνόρων, να αναγκάσουμε την Ευρώπη γενικά να αντιληφθεί ότι δεν είναι νησί στο Διάστημα αλλά ήπειρος του πλανήτη Γη, κομμάτι αυτού του κόσμου. Ηπειρος της δημοκρατίας, μάλιστα, και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εχουμε τη θέση και τη δυνατότητα να κάνουμε μια τέτοια προσπάθεια. Θα μπορούσαμε να είμαστε πρωτοπορία στο θέμα της μετανάστευσης αντί να ανοίγουμε στρατόπεδα που θυμίζουν ναζισμό.

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Αντικατοπτρισμοί


Χαζεύοντας στο εντυπωσιακό εσωτερικό της Όπερας Γκαρνιέ, της παλιάς Όπερας δηλαδή, του επιβλητικού αυτού κτιρίου που δεσπόζει στη δική του λεωφόρο, (Avenue de lOpera), στο Παρίσι, προσέχω ανάμεσα στις πλούσιες τοιχογραφίες τέσσερις θυρεούς με ελληνικές επιγραφές: ΑΙΓΥΠΤΟΣ, ΕΛΛΑΣ, ΙΤΑΛΙΑ, ΓΑΛΛΙΑ. Γύρω παριστάνονται σκηνές της Μυθολογίας σε ψηφιδωτό, η  αίθουσα σε θαμπώνει με αφθονία εικόνων, χρωμάτων, γλυπτών. Είναι η αρχιτεκτονική μπαρόκ, φορτωμένη όσο δεν παίρνει. Πάντα οι Όπερες είναι μνημειακά κτίρια, όποιος θέλει να αφήσει εποχή φτιάχνει μια Όπερα, συνήθως είναι βασιλιάς, αυτοκράτορας, ή απλά μια φιλόδοξη κυβέρνηση. Αυτή εδώ φτιάχτηκε τον καιρό του Ναπολέοντα του Τρίτου.  Έχει χρυσοποίκιλτο φουαγιέ, ένα θαύμα ανακτορικής αισθητικής για τους θεατές της. Έχει γλυπτά, μωσαϊκά, τοιχογραφίες, ξυλόγλυπτα, τεράστια σκηνή, απέραντα παρασκήνια. Έχει, και τι δεν έχει. Δεν θα έφτανε το πλήρες λεξικό αρχιτεκτονικών όρων για να τα περιγράψει κανείς. Μέχρι κι ένα φάντασμα έχει στην υπόγεια λίμνη της, γιατί πραγματικά κτίστηκε σε έδαφος υγρό, έως και λιμνίσιο. Έτσι κι αλλιώς η γοητεία της σαν υγρασία διεισδύει μέσα μας, το μελό μας κατακτά με όπλα τις ανυπέρβλητες συνθέσεις των κλασσικών.
Μέσα σ’ όλα αποδίδει φόρο τιμής στις εμπνέουσες χώρες,  ή  φτιάχνει μια συνέχεια ο αρχιτέκτονας όπως αυτός την κατανοεί. ΑΙΓΥΠΤΟΣ, ΕΛΛΑΔΑ, ΙΤΑΛΙΑ, ΓΑΛΛΙΑ. Είναι το νήμα της τέχνης που κρατά και πλέκει. Ξεκινά από τις εικόνες της αρχαίας Αιγύπτου, τις μυστηριώδεις και γοητευτικές παραστάσεις σε ναούς και τάφους. Πάει βεβαίως μετά στην κλασσική Ελλάδα, τις απαράμιλλες φόρμες που τιμά δεόντως σε κάθε διάδρομο και γωνιά, προχωρά στην Ιταλία της Αναγέννησης που τα έκανε κτήμα όλ’ αυτά των νέων εποχών και τα επινόησε ξανά, καταλήγει στη Γαλλία θριαμβευτικά που τα υιοθέτησε και τα ανέπτυξε. Ωραία σειρά, αποκαλυπτική των ιδεών και των συναισθημάτων του καλλιτέχνη, κι όχι μόνο. Αυτονόητη, πώς αλλιώς θα μπορούσε κανείς να τη σχεδιάσει; Πού καλύτερα να ριζώσει, πού να βρει συνέχεια;
Η Ελλάδα είναι βεβαίως η πηγή. Η μυθολογία είναι γεμάτη δράματα που προσφέρονται για όπερες, στο ταβάνι υπάρχουν αρκετές προτάσεις. Το μπαρόκ κτίριο είναι γεμάτο κλασικά γλυπτά ή έστω κλασικίζοντα, κολώνες, αετώματα, μετώπες, συμπληρώνουν τις νεώτερες αρχιτεκτονικές επινοήσεις. Και το να βλέπεις ξαφνικά λέξεις στο ελληνικό αλφάβητο, ως ελληνίδα κάτι σου κάνει. Σε μια φρίζα είναι γραμμένη όλη την ιστορία της Όπερας, πάλι ελληνικά, αλλά κεφαλαία και κολλημένα, ακριβώς όπως έγραφαν οι αρχαίοι δηλαδή. Η απατηλή αίσθηση της οικειότητας διαλύεται, αλλά όχι τελείως. Μπορεί να μην το διαβάζω εύκολα σαν τίτλο εφημερίδας, αλλά πιο καλά μπορώ να το διαβάσω από όλους τους άλλους που βρίσκονται εδώ μέσα, σκέφτομαι και στραβολαιμιάζω για να το αποδείξω στον εαυτό μου. Έχω πέσει στην παγίδα της ταύτισης που στήνει σε κάθε βήμα το Παρίσι, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη πόλη, καθώς θέλει να είναι αληθινή συνέχεια της αρχαίας Αθήνας, μια πόλη φιλοσοφίας και δημοκρατίας γεμάτη τέχνες που επιβάλλεται στον περίγυρο χάρις στο πνεύμα και το κάλλος της. Συνέχεια της φανταστικής Αθήνας που η Δύση αποφάσισε να λατρέψει σμιλεύοντας τη δική της εικόνα κατ’ εικόνα και ομοίωση, και παγιδεύοντας μας, τους φτωχούς νέους κατοίκους της μέσα σ’ αυτό τον μοιραίο αντικατοπτρισμό.
Στην περίπτωση της Ελλάδας το κλασσικό και το ρομαντικό δέθηκαν αρμονικά, ή έστω δυσαρμονικά, Η κλασική Ελλάδα έμενε για αιώνες μια δύσκολη σε επισκέψεις χώρα, κι όταν ξεκίνησε η ελληνική επανάσταση η ρομαντική εποχή έβαλε τη σφραγίδα της στο κίνημα του Φιλελληνισμού. Το καινούργιο κράτος διάλεξε για πρωτεύουσα την πόλη –μύθο του δυτικού πολιτισμού, χάρις στην επιμονή του ρομαντικότερου από τους κλασικούς ή του κλασικότερου από τους ρομαντικούς, του Λουδοβίκου της Βαυαρίας, πατέρα του Όθωνα. Θα μπορούσαν όλα να πάνε θαυμάσια στο καινούργιο αυτό ευρωπαϊκό απόκτημα, αν δεν υπήρχαν αρκετές πολιτικές διαφωνίες ως προς το τι ήταν πιο καθαρόαιμο ελληνικό. Το οποίο ελληνικό ξεκινούσε από την Ευρώπη, αντικατοπτριζόταν στην Ελλάδα, κι εν συνεχεία, για όσους ενδιαφέρονταν να συνεχίσουν τη σχέση τους μαζί της, επέστρεφε κάπως αλλοιωμένο, αλλά αναγνωρίσιμο.
«Θα ήθελα να μου πείτε τι σημαίνει για σας, έναν Αλβανό που γράφει ελληνικά, η λέξη ‘ελληνικότητα’» ρώτησε τον Γκασμέντ Καπλάνι η φίλη μου Νικόλ Λε Μπρι, ελληνίστρια και μεταφράστρια νεοελληνικής λογοτεχνίας, στην παρουσίαση του βιβλίου του που γινόταν στο Ελληνικό Σπίτι λίγες μέρες αργότερα. Η ερώτηση έγινε στα γαλλικά, η ελληνικότητα λέγεται grécité, δεν ήξερα ότι υπήρχε τέτοια λέξη. Ο Καπλάνι μας πληροφόρησε ότι υπάρχει και «αλβανικότητα». Μόλις τέλειωσε η εκδήλωση μια κυρία από το ακροατήριο πλησίασε τη Νικόλ και της είπε κάπως επιθετικά:
-Μα δεν ξέρετε τι είναι η Ρωμιοσύνη; βάζοντας ένα καινούργιο όρο στην κουβέντα, ή μάλλον παλιό και αρκετά διαφορετικό. Η Ρωμιοσύνη θα ήταν το σύνολο των Ρωμηών,  των Ρωμαίων, δηλαδή των χριστιανών, επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ταυτίστηκε με τους Έλληνες στην Ελλάδα. Όμως για μας οι Ρωμιοί, που ενίοτε αγαπούν Ρωμιές (και θεσσαλονικιές) είναι απλώς οι Νεοέλληνες. Μόνο μια φορά άκουσα κάποιον Ρωμιό της Κωνσταντινούπολης να δηλώνει ότι δεν είναι Ρωμαίος, θυμίζοντας την αρχική σημασία της λέξης, ότι είναι Έλληνας. Κι αυτό βέβαια για εκείνον είχε τεράστια διαφορά.
Δεν συζητήσαμε με την κυρία εκείνη τις διαφορές μεταξύ ελληνικότητας και Ρωμιοσύνης, τις οποίες δεν αναγνώριζε καν, ταυτίζοντας τις λέξεις. Κι όμως το Παρίσι είναι ιδανικό μέρος για να διακρίνεις τις δύο έννοιες, γιατί είναι μια πόλη που ξεκίνησε ρωμαϊκή και στη συνέχεια, στη μεγαλύτερη ακμή της, επί βασιλιάδων στην αρχή κι επί δημοκρατίας ακόμα περισσότερο, θέλησε να γίνει ελληνική, με την έννοια ότι αναζήτησε τη βαθύτερη πηγή των παραστάσεων, των συμβολισμών και των έργων τέχνης που ήδη κατείχε και χρησιμοποιούσε, στην Ελλάδα. Χωρίς να πάψει ποτέ όμως να νοσταλγεί τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όπως κάθε ευρωπαίος αν καλοκοιτάξτε την ιστορία της ηπείρου μας, απόδειξη ο Ναπολέοντας με τα ρωμαϊκά του σύμβολα που ήρθε να διαδεχτεί τις  ρωμαϊκές φιλοδοξίες διαφόρων γερμανών, ισπανών, φράγκων και άλλων ηγεμόνων, ακόμα και των Οθωμανών που θεωρούσαν εαυτούς διαδόχους των Ρωμαίων, πριν τον διαδεχτούν κι αυτόν οι τελικοί δικτάτορες της Ιταλίας και της Γερμανίας κι αποφασίσουν πια οι Ευρωπαίοι ότι θα ενωθούν με καινούργιο τρόπο, ισότιμα και εθελούσια σε κάτι που θα είναι καλύτερο κι από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία τον καιρό που ήταν όλοι Ρωμαίοι πολίτες στην επικράτειά της. Αμήν.
Αυτή τη διάσταση, τη ρωμαϊκή, είναι που έχουμε στερηθεί στην Ελλάδα σαν κομμάτι της ευρωπαϊκής συνείδησης μας. Στο σχολείο μαθαίνουμε πως οι Ρωμαίοι δεν ήταν παρά ένας κρίκος στην αλυσίδα των κατακτητών, οι οποίοι είχαν το καλό γούστο να γοητευτούν από την ελληνική κουλτούρα. Πριν μερικές δεκαετίες, την εποχή που  ήμουν μαθήτρια, η ιστορία της Ρώμης υπήρχε στα βιβλία μας και στη διδακτέα ύλη. Από τότε όμως αναρωτιόμασταν, γιατί το κάνουμε αυτό, γιατί να μαθαίνουμε ρωμαϊκή ιστορία; Σε τι χρησιμεύει, αυτή την ακαταμάχητη ερώτηση θέταμε μεταξύ μας, την ευνουχιστική και βλακώδη για κάθε διαδικασία μάθησης αυτή ερώτηση, την οποία λατρεύουν τα παιδιά. Όπως και για τα Λατινικά, σε τι χρησίμευαν; Κανείς δεν έμπαινε στον κόπο να μας εξηγήσει, και το αίτημα μας, η βλακώδης ερώτηση μας κατάφερε να επικρατήσει: η Ρωμαϊκή Ιστορία βγήκε από τα βιβλία και την ύλη, τα δε Λατινικά έχασαν και την ελάχιστη γοητεία που είχαν σαν μάθημα, έγιναν ένα σιχαμένο φάρμακο που πρέπει να καταπιείς για να δώσεις Πανελλήνιες, θεραπεύοντας περισσότερο από ποτέ το ερώτημα: μα σε τι χρησιμεύουν;
Αλήθεια, σε τι να χρησιμεύουν τα λατινικά, αφού ξέρουμε ότι τα ελληνικά κείμενα είναι καλύτερα, είναι παλιότερα, και τα έχουν σε μεγαλύτερη εκτίμηση οι πάντες; Αφού ξέρουμε ότι οι Έλληνες ήταν πολύ πιο μπροστά απ’ όλους; Θυμάμαι το σοκ που είχαν υποστεί, επειδή ως καλή μαθήτρια που υπήρξα είχα αφομοιώσει πλήρως το παραμύθι, όταν είχα δει την έκθεση «Η Ευρώπη στον καιρό του Οδυσσέα» και συνειδητοποίησα ότι οι υπόλοιποι ευρωπαίοι δεν έτρωγαν βαλανίδια τον καιρό που οι Έλληνες επινοούσαν την τραγωδία, ότι βρίσκονταν στο ίδιο πάνω κάτω πολιτιστικό επίπεδο παντού, από την Ιταλία μέχρι τη Σουηδία, διότι οι βασικές ανακαλύψεις ταξίδευαν, κυκλοφορούσαν, μαθαίνονταν, και κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά ποιος τις έκανε πρώτος. Μαθαίνουμε πολλά στο σχολείο για το «ελληνικό θαύμα», κι ήταν βεβαίως θαύμα η φιλοσοφία, η τραγωδία, η δημοκρατία, η ιστορία, η αρχιτεκτονική, αλλά δεν γεννήθηκε από το πουθενά, ούτε χάθηκε στο πουθενά. Η κουβέντα του Σαρτζετάκη περί ανάδερφου έθνους είχε τόση επιτυχία επειδή το εκπαιδευτικό σύστημα την προωθεί συστηματικά. Ίσως επειδή όσο περνάνε τα χρόνια δυσκολεύεται το σχολείο να διδάξει πολλά πράγματα στα παιδιά, οπότε περιορίζεται να τους βάλει στο κεφάλι πως ανήκουν σε ανώτερο και αδικημένο έθνος. (Και τα δυο μαζί, αυτές οι ιδιότητες συνυπάρχουν συχνά στις εθνικές ιστορίες)  
Περπατώ λοιπόν στο Παρίσι, κάνω δεξιά σε μια μεγάλη πόρτα στην οδό Μονζ, και μπαίνω στη Ρωμαϊκή αρένα. Την ανακάλυψαν σχετικά πρόσφατα, και κατάφεραν να ελευθερώσουν το χώρο, έτσι έχουν στην καρδιά της πόλης το ρωμαϊκό τους ερείπιο, ένα ήσυχο χώρο με κήπο τριγύρω. Δεν έχει τουρίστες. Εκεί που άλλοτε οι μονομάχοι έπαιζαν τη ζωή τους τώρα τα γειτονόπουλα παίζουν μπάλα σηκώνοντας σκόνη, κι υπάρχουν παγκάκια όπου πολλοί φοιτητές έρχονται να διαβάσουν ή απλώς να στοχαστούν πάνω στο γνωστό λατινικό ρητό Sic transit gloria mundi. Ένα από τα πολλά που αρέσουν στον κουτσό γερο-πειρατή του Αστερίξ, ο οποίος στα νιάτα του θα είχε περάσει από τις ρωμαϊκές λεγεώνες. 
Σε κανένα από τα εθνικά κράτη της Ευρώπης δεν είναι δημοφιλείς οι Ρωμαίοι, απόδειξη ο Αστερίξ. Μπορεί να εξαιρείται η Ιταλία, αλλά δεν είμαι σίγουρη. Στα μαθήματα της Ιστορίας όλων των κρατών θα έχουν προσπαθήσει αυτό που ξέρουμε καλά για την Ελλάδα, να κοιτάξουν το παρελθόν τους μέσα από τα εθνικά γυαλιά. Στη Γαλλία γίνεται πολλή κριτική τώρα τελευταία σε αυτή την οπτική, η δε παραδοσιακή έκφραση Nos ancêtres les Gaulois,  έχει καταντήσει ειρωνική. Οι Γάλλοι στην προσπάθεια εθνικοποίησης, ας πούμε, της ιστορίας τους, αποφάσισαν ότι οι δικοί τους πρόγονοι ήταν οι Γαλάτες, όχι οι Ρωμαίοι, και για να απαλλαγούν από τη ρωμαϊκή επίδραση προτιμούσαν την αρχαία Ελλάδα, ως γνήσια πηγή των επιστημών κλπ, υπερπηδώντας τη ρωμαϊκή περίοδο.
Αυτή η καθαρότητα, ας την πούμε έτσι, που προσέφερε η εικόνα της αρχαίας Ελλάδας αντικατοπτρίζεται και στη νέα. Όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, ως πεμπτουσία του ελληνικού πνεύματος. απαλλάχτηκε στα γρήγορα από το ενδιάμεσο παρελθόν της. Γκρεμίστηκαν όλα τα φράγκικα, οθωμανικά, και βυζαντινά κτίρια γύρω από την Ακρόπολη. Ευτυχώς γλίτωσαν τα ρωμαϊκά, κυρίως επειδή ήταν δύσκολο να διακρίνεις τις διαφορές από τα κλασικά ελληνικά. Και πάλι ευτυχώς, δεν υπήρχαν αρκετά χρήματα για να απαλλοτριωθεί ολόκληρη η πόλη, κάποιο κομμάτι επέζησε, κάποια μετρημένα σπίτια του προεπαναστατικού ρυθμού, και σιγά- σιγά τώρα τελευταία γίνεται μια προσπάθεια να αναδειχτούν κι άλλα. Ζήσαμε δραματικά, με την αίσθηση μιας πόλης που είχε ένα τεράστιο κενό πίσω της δυο χιλιάδων χρόνων, μέχρι να ιδρυθεί ξανά ως ελληνική. Εν μέρει όλο αυτό το δράμα είναι μια πανευρωπαϊκή τάση, ένας αντικατοπτρισμός των ευρωπαϊκών αναγκών στις οποίες συμμετέχουμε βεβαίως, αλλά διαστρέφοντας  τη δική μας τοπική εικόνα, την εξέλιξη που η γνώση της θα μπορούσε πιθανότητα να μας χαρίσει λίγη ψυχική ηρεμία

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Μεγάλη Παρασκευή στο Παρίσι

Το πρόγραμμα της Μεγάλης εβδομάδας αναγράφεται στο πανό που έχουν κρεμάσει έξω από την εκκλησίαμ για όποιον πιστό ενδιαφέρεται και θέλει να παρακολουθήσει. Κάπως σαν πρόγραμμα πολιτιστικών εκδηλώσεων. Μήπως αυτό δεν είναι;
Σήμερα, Μεγάλη Παρασκευή για τους Καθολικούς, μπήκα σε αρκετές εκκλησίες στα πλαίσια του ακούραστου τουριστικού μου Μαραθώνιου, κι είδα διάφορες φάσεις της προετοιμασίας της λειτουργίας. Οι πιο πολλές είχαν λίγο κόσμο, μερικές καθόλου. Υπήρχε όμως μία, ο 'Αγιος Ιωσήφ των εθνών' που ήταν τίγκα. Δεν έπεφτε καρφίτσα, γεμάτες οι καρέκλες και υπήρχαν και μερικοί όρθιοι, όλοι Ινδοί, ή Πακιστανοί, ή Σινγκαλέζοι, δεν κατάλαβα ακριβώς, άκουγαν τη λειτουργία στη γλώσσα τους με τόση ευλάβεια και συγκίνηση που δεν τόλμησα να ρωτήσω κάποιον τι γλώσσα ήταν αυτή. Αναγνώρισα μόνο το όνομα Ιούδας  Προχώρησα απο κεκτημένη ταχύτητα, επειδή πάντα προχωράω μπροστά στις εκκλησίες, να δω, αλλά ντράπηκα να βγάλω τη φωτογραφική μηχανή, αν και θα ήταν σπουδαία η φωτογραφία. Άκουσα λίγο την άγνωστη γλώσσα, μπορεί να ήταν σινγκάλι, ούρντου, χίντι, ποιος ξέρει; Συγκινήθηκα άθελά μου η άθεη. Aυτά τα πρόσωπα, με το σχήμα και τα χαρακτηριστικά τους όλα σαν να τα είχε πλάσει ο μόχθος αυτοπροσώπως, ήταν τόσο γεμάτα προσμονή και ευλάβεια, τόσο πάθος για τη συμμετοχή στην τελετή αυτή, τόση συγκίνηση γι αυτά που άκουγαν.
Έφυγα διακριτικά, κι έμεινα με την περιέργεια. 

Παριζιάνικες τουλίπες

Χορταίνεις να βλέπεις παιδιά σ' αυτή την πόλη. Γεμάτος ο τόπος. τα κυκλοφορούν με τα καρότσια, με μάρσιπα τα μωρά, με πατίνια και ποδήλατα, ή απλώς κρατημένα απο το χέρι. Έχουν χώρους για παιχνίδι, πλατείες, βουλεβάρτα με νησίδες πράσινου ανάμεσα, πάρκα, ό,τι θες. Τη μια μέρα παρατηρώ μια χαλάρωση στην περίφημη γαλλική διαπαιδαγώγηση, σαν πιο ξαμολημένα μου φαίνονται τα πιτσιρίκια από την εικόνα που έχω κρατήσει, των ευγενικών, συγκρατημένων μικρών Γάλλων. Χάλασαν και τα γαλλάκια, σκέφτομαι τη στιγμή που μπροστά στα μάτια μου ένα ζωηρό αγόρι κυνηγά το αδερφάκι του και το κάνει να κουτουλήσει πάνω σε ένα στύλο. Το πήραν αμέσως τα αίματα και τρέχανε στο πρόσωπο του. Η μαμά έπαθε πανικό, έπαθα κι εγώ, ευτυχώς όλα έγιναν μπροστά σε ένα φαρμακείο, και μπήκαν κι οι τρεις μέσα.
Κάθισα σε ένα παγκάκι να συνέλθω απο το σοκ, δίπλα σε ένα παρτέρι με τουλίπες. Είναι απίστευτο πόσες τουλίπες έχουν τα παρτέρια, και γενικά πόσο λουλουδικό έχει ανθίσει σε δρόμους και πλατείες. Δέντρα ολόκληρα ανθισμένα, ροζ, μωβ, να τρελαίνεσαι. Παντού, όπου σταθείς κι όπου βρεθείς η άνοιξη οργιάζει.
Ένα αγοράκι ήρθε κι έπαιζε μπροστά μου. Τράβηξε μια τουλίπα μαζί με τα φύλλα της, την πέταξε κάτω, ύστερα συνέχισε να παίζει. Ήρθαν κι οι φίλοι του, χοροπηδούσαν όλο χαρά, ήρθε κι η μαμά. Ήταν μαμά, ήταν νταντά του, δεν κατάλαβα. Μια νέα γυναίκα με μουσουλμανική μαντίλα. Τον παίρνει απο το χέρι, όχι πολύ θυμωμένη αλλά επικριτική, του λέει, "Τι έκανες εκεί;" Πιάνει την τουλίπα και του τη δείχνει. Ο μικρός κατέβασε το κεφάλι. "Γιατί ξερίζωσες το λουλούδι; Τα λουλούδια είναι για να τα βλέπουν όλοι. Δεν πρέπει να τα πειράζεις. Δεν πρέπει να το ξανακάνεις ποτέ!"
Πήρε το λουλούδι και προσπάθησε να το ξαναχώσει στο χώμα όπως ήταν ολόκληρο. Λέρωσε τα χέρια της, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο μικρός παρακολουθούσε με σκυμμένο κεφάλι. Τόση πίκρα πια για ένα λουλούδι; Μάλιστα, η γυναίκα μάθαινε στο παιδί το σεβασμό στο δημόσιο χώρο. Αυτό που μας λείπει τραγικά στην Ελλάδα.
'Να μου υποσχεθείς ότι δεν θα το ξανακάνεις!' του είπε τελικά, κι εκείνο κούνησε το κεφάλι. Έφυγαν προς το μέρος που κάθονταν κι οι άλλες μαμάδες και νταντάδες. Προχώρησα κι εγώ ξέροντας πλέον το μυστικό της παριζιάνικης τουλίπας.

Κυριακή 1 Απριλίου 2012

Λαθροζωή, λαθρόκοσμε και λαθροκοινωνία


Τι καριέρα έχει κάνει κι αυτή η λέξη, λάθρα. Από την επικούρεια επιταγή, το λάθρα βιώσας, έχει γίνει κάτι σαν άσκηση γλωσσοδέτη κολλημένη πριν από τη λέξη μετανάστες. Συνήθως στον πληθυντικό. Ο ενικός δεν ταιριάζει. Κάτι ακούγεται παράξενο, η αρνητική χροιά του προθέματος αποκτά αφόρητο βάρος.
Για να έχει νόημα η λέξη λαθρομετανάστης θα πρέπει να υπάρχουν και μετανάστες σκέτοι. Μετανάστες που έχουν έρθει νόμιμα στην Ελλάδα. Ποιοι να είναι; Η μετανάστευση κανονικά απαγορεύεται σε όλη την Ευρώπη. Μόνο με πρόκληση κατοίκου της ΕΕ μπορούν να μεταναστεύσουν κάτοικοι άλλων χωρών. Τέτοιες προσκλήσεις έκαναν κάποτε στην Ελλάδα όσοι ήθελαν Φιλιππινέζες υπηρέτριες. Πρέπει να είναι οι μόνες μετανάστριες που ήρθαν νόμιμα. Υπάρχουν και οι ομάδες ομογενών από την Αλβανία και την πρώην ΕΣΣΔ, αλλά δεν είμαι σίγουρη αν στην αρχή δεν είχαν κι αυτοί το στίγμα του λάθρα, μέχρι να κινηθούν οι διαδικασίες της αναγνώρισης κοινής καταγωγής. Άρα κάθε μετανάστης έχει υπάρξει λαθρομετανάστης, ακόμα κι αν στη συνέχεια κατάφερε να πάρει άδεια παραμονής και να ξεφύγει από την παρανομία.
Τα καραβάνια των Αλβανών που κατέβαιναν επί χρόνια με τα πόδια, οι Πολωνοί που είχαν έρθει πολύ πριν η χώρα τους μπει στην ΕΕ, εν συνεχεία οι Ρουμάνοι, οι Βούλγαροι, οι καραβιές των Ασιατών, των αφρικανών, όλοι αυτοί οι άνθρωποι που δούλεψαν την πέτρα χτίζονταν απαράμιλλα εξοχικά στην ελληνική ύπαιθρο, μάζεψαν τα πορτοκάλια και τις φράουλες, κι ακόμα μαζεύουν, μεγάλωσαν τα ελληνόπουλα και περιποιήθηκαν γιαγιάδες και παππούδες, μετατρέποντας τους μικροαστούς σε αφεντικά, όλοι λαθρο ήταν. Αλλά τι να κάνουμε, πέρασαν τα χρόνια, έτυχε να μείνουν πολλοί εδώ, να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά κι αυτοί, νομιμοποιήθηκαν, μονιμοποιήθηκαν. Πότε άραγε, σε ποια φάση της ζωής τους, δικαιούνται να μην αποκαλούνται πια λαθρομετανάστες αυτοί που όταν έφτασαν εδώ ήταν; Πότε γίνεται κανείς σκέτα μετανάστης, πότε φεύγει το στίγμα; Πόσα χρόνια πρέπει να μείνει; Φεύγει με το χρόνο όπως οι λεκέδες από αίμα, ή μένει για πάντα σαν τατουάζ; Φεύγει με την άδεια παραμονής που δίνεται μετά από πέντε χρόνια που έχεις καταφέρει να δουλέψεις αν και λαθραία, να πληρώνεις εφορία, αν και είσαι λαθραίος, να έχεις ΙΚΑ αν και λαθραίος, φεύγει αν μάθεις καλά τη γλώσσα; Αν παντρευτείς ελληνίδα/έλληνα; Αν τα παιδιά σου πάνε σχολείο; Υπάρχει κάποιο στάδιο που μπορείς να περάσεις και να φτάσεις να γίνεις κανονικός μετανάστης, σκέτος; Ασαφή όλ’ αυτά στη χώρα της ασάφειας.
Ως λαθρομετανάστες πάντως οι μετανάστες ορίστηκαν ως η αιτία της αθηναϊκής υποβάθμισης, το κλειδί που αν το γυρίσεις θα λυθεί το πρόβλημα. Διώξτε τους λαθρομετανάστες από το κέντρο κι όλα θα γίνουν ωραία όπως πριν. Τόσο απλό φαίνεται. Κανείς δεν θυμάται ότι το κέντρο είχε γίνει πολύ ακριβό όταν άρχισαν να κλείνουν τα καφενεία, ήταν στόχος των επαναστατών από παλιά, όταν άρχισαν να βάζουν φωτιά στα πολυκαταστήματα, περιτριγυριζόταν από γειτονιές παρατημένες από τους κατοίκους της, γιατί τις είχαν χτίσει τόσο άσχημα που οι άνθρωποι πήγαιναν να μείνουν αλλού μόλις το άντεχε η τσέπη τους. Είναι ανθρώπινο. Δεν μπορείς να τους φέρεις πίσω με το ζόρι. Ούτε τα μαγαζιά, ούτε τα καφενεία μπορείς να φέρεις πίσω με το ζόρι. Όμως όλ’ αυτά ξεχάστηκαν. Τώρα η μαγική λέξη είναι οι λαθρομετανάστες. Κυρίως το πρώτο συνθετικό.
Μα στ’ αλήθεια, αν φύγουν, πιστεύετε ότι θα επιστρέψουν στην Αθήνα οι παλιοί της κάτοικοι; Μήπως προτιμούν κι αυτοί το ‘λάθρα βιώσας’ με την αρχαία φιλοσοφική έννοια, να ζουν στα προάστια ήσυχα κι ωραία, μακριά απ’ το αγριεμένο πλήθος, τα περίεργα μάτια, τη μιζέρια που ματιάζει κάθε ιδιωτικό πλούτο που τόσο παιδεύτηκαν να αποκτήσουν; Μήπως η χρήση του προθέματος λάθρα είναι υποσυνείδητα μια επιλογή ζωής που αντί να δηλώνεται για όσους την επιλέγουν, κολλάει σα βρισιά στους ξένους και προσπαθεί να τους φορτώσει με όλες τις αιτίες του κακού;
Protagonhttp://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=13927

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...