Η μακέτα ήταν πολύ βαριά και ογκώδης, δεν χωρούσε στο ασανσέρ. Παραλίγο θα την αφήναμε στο πεζοδρόμιο. Κρίμα θα ήταν, την κατέβασε με τα πόδια ο γιος μου από τον τέταρτο όροφο, αλλά να την ανεβάσει άλλους τέσσερις; Τηλεφώνησα στον άλλο μου γιο, το δημιουργό της μακέτας που έχει ξενιτευτεί και είπε δεν πειράζει, ας την πετάξουμε. Πόσες μακέτες να φυλάξει πια ένας αρχιτέκτονας;
Την έβγαλα από το πορτ μπαγκάζ, σκέφτηκα να την ελαφρώσω βγάζοντας το πλεξιγκλάς από πάνω και τη βαριά βάση με το τζάμι που παρίστανε τη θάλασσα από κάτω. Και όντως, την τραβήξαμε, ξεκόλλησε, κι αντί για τζάμι μπορείς να φανταστείς σαν πράσινη θάλασσα τον καναπέ μας. Σε θάλασσα θα γινόταν η κατασκευή, ήταν η πρόταση για το Τοπόσημο στο Δέλτα Φαλήρου. Δεν ήρθε πρώτη, αλλά εννοείται ότι μου αρέσει περισσότερο απο την πρώτη, είναι τόσο ελαφριά, θυμίζει καράβι, κι επιπλέον την έφτιαξε το δικό μου παιδί!
Τι όμορφες που είναι οι μακέτες και τι παρεξηγημένες, μετά την πολιτική τους απαξίωση απο την εποχή της απόπειρας εκσυγχρονισμού. Ορίστε, δεν είναι μακέτα, είχε πει ο καημένος ο Σημίτης δείχοντας τη γέφυρα του Ρίου, νομίζω, γιατί τον κατηγορούσαν ότι μόνο μακέτες είναι τα έργα του. Κι όμως τι σημαντικό που ήταν να γίνονται σχέδια για κατασκευές που θα άλλαζαν τη ζωή μας, να σκύβουν οι αρχιτέκτονες πάνω απο τα κοπίδια τους και τα υλικά τους, τη μπάλσα και το κόντρα πλακέ, το χρωματισμένο σφουγγάρι για τα δέντρα, να μετράνε, να σχεδιάζουν, να κόβουν, κι απο τα ασυνάρτητα αυτά πράγματα να φτιάχνουν προτάσεις για το μέλλον. Πόση δουλειά, πόσα ξενύχτια, πόσες ώρες ατελείωτες δεν είχε περάσει ο γιος μου και οι συμφοιτητές του για να φτιάξουν αυτά τα εργόχειρα, πρώτα στο Πολυτεχνείο κι ύστερα σαν εργαζόμενοι. Καταπληκτικές ιδέες για σχολές χορού, παιδικούς σταθμούς, πλατείες, ένα σωρό μικρόκοσμους που φιλοδοξούσαν να γίνουν περιβάλλον μας, και που δεν χωρούσαν στα διαμερίσματα και στα γραφεία.
Κοιτάζω τις λεπτομέρειες στη μακέτα που κουβαλήσαμε. Αυτό το δικτυωτό με το παιδάκι να σκαρφαλώνει πάνω, σα μούτσος που μαζεύει τα πανιά, ξέρω πως το εμπνεύστηκε από τον τρίτο της παρέας, το ριψοκίνδυνο αδερφό του ο οποίος πάντα σκαρφάλωνε όπου έβρισκε όταν ήταν παιδί και μας έβαζε σε μπελάδες. Δεν προλαβαίναμε να πάμε κάπου, είχε σκαρφαλώσει όπου υπήρχε τρόπος να ανέβει μια μαϊμού, σε δευτερόλεπτα ακούγαμε φωνές και τρώγαμε κατσάδες: "Δικό σας είναι το παιδάκι αυτό; Πάρτε το γιατί θα τσακιστεί!" Να μεγαλώνεις τέτοιο παιδί στην Ελλάδα των υπερπροστατευτικών γονιών είναι πρόβλημα, πιστέψτε με, στιγματίζεσαι. Μα τι μάνα είσαι εσύ, με είχαν ρωτήσει όχι μια και δυο φορές, θα το αφήσεις να σκοτωθεί; Εγώ που πίστευα στην ανάπτυξη της πρωτοβουλίας κλπ, περνούσα δύσκολα ήδη με τον εαυτό μου καθώς με κόπο κρατιόμουν να μην αρχίσω να ουρλιάζω, αλλά είχα και τους άλλους να με επαναφέρουν στην τάξη. Μια φορά το μαϊμουδάκι είχε σκαρφαλώσει στα βράχια του Λυκαβηττού πριν το πάρω είδηση. Έγινε χαμός, μαζεύτηκε κόσμος, θέλανε να φωνάξουν την Αστυνομία (να με πάει φυλακή μάλλον) τελικά με το λαό στα πόδια του κι αφού γέλασε και κορόιδεψε αρκούντως, ο μικρός κατέβηκε μόλις είδε το μεγάλο να ανεβαίνει να τον πιάσει. Αυτός που έφτιαξε τη μακέτα είναι ο μεγάλος, κι έφτιαξε χάρις στο μικρό αδερφάκι δίχτυα αναρρίχησης για ένα είδος μεγάλης ξύλινης σχεδίας για αναψυχή πάνω στη θάλασσα, γεμάτος κατανόηση για την ανάγκη του ανθρώπου να επιστρέψει στα δέντρα. Εννοείται ότι ο μικρός όταν μεγάλωσε έμαθε κανονική αναρρίχηση, κι έκανε όλα τα ριψοκίνδυνα σπορ που υπάρχουν, ίσως μάλιστα να μη μου τα έχει πει όλα. Αλλά κι εγώ δεν ρωτάω. Ας μην ξέρουμε κι όλες τις λεπτομέρειες εμείς οι μαμάδες, δεν χρειάζεται.
Μελετητές: Μελετητικό γραφείο COUVELAS - KOUVELAS
Αγνή Κουβελά - Παναγιωτάτου, αρχιτέκτων
Οδυσσέας Διακάκης - Δαμιανίδης, αρχιτέκτων
Συνεργάτες:
Νίκος Αγορόπουλος, αρχιτέκτων
Μυρτώ Τσιτσινάκη, πολιτικός μηχανικός
Αντώνης Κουβελάς, μηχανολόγος μηχανικός
Μικέλα Ντετσάβες, τελειόφοιτη φοιτήτρια αρχιτεκτονικής
Κατερίνα Βαρδακούλια, φοιτήτρια αρχιτεκτονικής
Ειδικός σύμβουλος:
YOLKSTUDIO, Μανώλης Ηλιάκης - Μαρία Ρεμούνδου