Eρμού η σιχαμένη |
Χτες έκανα κάτι που δεν φανταζόμουνα ότι θα κάνω ποτέ. Μόλις είχα βγει από τον Χόντο και είδα ξανά στην Ερμού αυτούς τους δυο παραμορφωμένους ζητιάνους, με τα πόδια καμένα, γυμνά, στραμπουληγμένα, μέσα στη μέση του δρόμου, στηριγμένους σε ένα σκέιτ ο καθένας. Υπάρχει κι ένας που δεν έχει καθόλου πόδια, κι επίσης στηρίζεται σε σκέιτ. Νορμάλ άνθρωποι δεν εμφανίζονται να κάνουν σκέιτ στην Αθήνα ποτέ. Αλλά αυτοί οι απευθείας απόγονοι του ενδόξου Ζητιάνου του Καρκαβίτσα είναι εκεί κάθε μέρα. Μια παρέα μπάτσων τους πλησίασε, μια τετράδα νεαρότατων ευσταλών κρατικών λειτουργών. Είπα, θα κάνουν κάτι. Θα τους διώξουν. Θα τους συλλάβουν. Θα τους απομακρύνουν. Μπα, απλώς τους προσπέρασαν, ούτε που τους κοίταξαν, συνέχισαν αμέριμνοι τον περίπατό τους.
Πλησίασα τους μπάτσους, καθώς στάθηκαν και τους ψιθύρισα πολύ σιγά, πολύ φιλικά, αυτό που δεν περίμενα ποτέ να πω:
-Δεν υπάρχει καμιά ελπίδα να μαζέψετε αυτούς τους σιχαμένους ζητιάνους;
Μίλησα σε δυο έως τρία ζευγάρια σκούρα γυαλιά. Πίσω τους πρόσωπα ξυρισμένα, περιποιημένα, λεπτά. Επίσης, μια κοπέλα.
-Να τους μαζέψουμε όχι, μου είπε ένας νεαρός. Μόνο να τους διώξουμε, αλλά θα ξανάρθουν.
Κούνησα το κεφάλι κι έφυγα με ελαφρύ βρασμό. Είχε μια λογική η φυγοπονία του. Δεν είπα, γιατί δεν τους διώχνετε για λίγο, να φχαριστηθεί ο κόσμος τα ψώνια του μέχρι να ξανάρθουν;
Σήμερα πήγα πάλι στην Ερμού, φτάνοντας στο Σύνταγμα ένοιωσα πως δεν άντεχα να την ξανακατέβω. Δεν άντεχα να ξαναδώ αυτούς τους ζητιάνους, ούτε κανέναν άλλον από το μπουκέτο που κυκλοφορεί διαρκώς εκεί. Πρόπερσι ήταν εκείνοι οι δυο με τα εγκαύματα στο πρόσωπο. Τους απέσυραν, θα τους συνήθισε ο κόσμος, κι έριξαν τα συστραμμένα πόδια. Γιατί πρέπει πάντα να ποικίλουμε τη βόλτα μας με τέτοια θεάματα; Σαν άσχετοι με τον ανθρώπινο πόνο. Οι αληθινοί ανάπηροι εξόριστοι, και τα ακρωτηριασμένα σώματα προσφορά ως θέαμα.
Ένοιωσα ανακούφιση αφού τουλάχιστον μπόρεσα να εντοπίσω τι είναι αυτό που με διώχνει από την Ερμού. Ναι, είναι η βρώμα οπωσδήποτε, είναι οι άβολοι αυτοί κυβόλιθοι που έχουν στρώσει και δυσκολεύουν τα βήματα, αλλά όλα αυτά δεν ενοχλούν στην πραγματικότητα έναν πραγματικό εραστή των βιτρίνων, όπως είμαι εγώ. Θα μπορούσα να αφοσιώνομαι στα μαγαζιά και να αγνοώ διάφορα δυσάρεστα, να με απορροφά η χαρά του χαζέματος. Όμως αυτούς δεν είναι εύκολο να τους αγνοήσεις. Ο δρόμος είναι στενός, έχει κόσμο, σκοντάφτεις πάνω τους, σου παίρνουν όλη τη χαρά με την επίμονη υπενθύμιση της ύπαρξης τους. Η πελατεία τους δεν θα μάθει ποτέ ότι επίτηδες τους παραμορφώνουν, ότι τους εκμεταλλεύονται, δεν διάβασε Καρκαβίτσα, δεν τον πιστεύει. Δεν είδε ούτε την ταινία Slumdog millionaire.
Γιατί οι έμποροι δεν αντιδρούν; Φαγώθηκαν με το παραεμπόριο, κατάφεραν να μην πλησιάζει κανένας μαύρος με τσάντες στην περιοχή, τους κυνήγησαν σε βαθμό επικινδυνότητας για μας τους υπόλοιπους, έτσι που έτρεχαν με τους σάκους στην πλάτη. Γιατί δεν κάνουν κάτι για τους ζητιάνους;
καβάλα κι απροσκύνητοι |
Η κορυφή του δρόμου είναι πήχτρα στον κόσμο. Βγαίνουν από ένα ξενοδοχείο τουρίστες στη σειρά, ακολουθούν τον ξεναγό σαν κοπάδι, όλοι με καρτελάκι κρεμασμένο στο λαιμό. Να μη χαθούν, να μην παρασυρθούν. Μπαίνω λίγο στη θέση τους και βλέπω μια βρώμικη, επικίνδυνη, άσχημη πόλη, αστυνομικούς να καβαλάνε τους πεζόδρομους με μοτοσικλέτες, καμιόνια να κλείνουν το πεζοδρόμιο, φορτικές πωλήτριες να χώνουν διαφημιστικά δωράκια στα πλευρά των περαστικών, δημοτικούς αστυνομικούς να καβαλάνε πεζοδρόμια με μοτοσικλέτες, κι έναν αέρα βαρύ από ζέστη και καυσαέριο για όλους. Τουλάχιστον τους πάνε από την πάνω μεριά, θα γλιτώσουν τους ζητιάνους. Ελπίζω να μην ξέρουν πόσο μεγάλη ιδέα έχουμε για τον εαυτό μας, όλα αυτά τα θεωρούμε γραφικά, μια πινελιά αναρχίας στο αιώνιο μεγαλείο μας, κι όχι πληγή στην πόλη, όχι εμπόδιο στην κοινωνική ζωή, όχι δοκιμασία και βασανιστήριο της βόλτας.
Σιχαίνομαι την Ερμού. Αυτό το δρόμο που τον σχεδίασαν κάποτε για τα μαγαζιά, από τους λίγους που σχεδίασαν για κάτι, κι ύστερα οι οικοπεδούχοι τον στένεψαν, και τον ξαναστένεψαν, κι έγινε αυτό το καταδικασμένο σωληνωειδές πέρασμα, δήθεν εμπορική αρτηρία, με μοναδική ομορφιά τη Βουλή από μακριά όταν ο ήλιος γέρνει. Κάποτε η προοπτική μιας βόλτας εκεί μπορούσε να μου φτιάξει το κέφι, και τώρα έχει γίνει τόσο άσχημη, έχει τόσο ξεχειλίσει από την τσαπατσουλιά, τη βρώμα και την κακογουστιά μας, την αναισθησία και το δήθεν, κάτι παιδάκια που δήθεν παίζουν μουσική, κάτι άλλους ζητιάνους που δήθεν παριστάνουν τα αγάλματα, και την έκθεση των παραμορφωμένων, τους παραβατικούς κι αδιάφορους μπάτσους, μα τι παριστάνουν κι αυτοί; Νομίζουν ότι είναι στολίδια, διακοσμητικά στοιχεία, θεωρούν τον εαυτό τους όμορφο;
Τυχεροί οι τουρίστες, θα φύγουν γρήγορα γι αλλού |
Κατεβαίνω τη Μητροπόλεως, διασχίζω γρήγορα τον δήθεν πεζόδρομο, στρίβω στη γωνία, να μη δω ούτε μια φέτα ξεπεσμένου θεού (Ερμού).