Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Παιδιά στο τρόλεϊ χρονιάρα μέρα



Στο τρόλεϊ υπήρχαν παιδιά χτες το απόγευμα, ελληνόπουλα μάλιστα, με έλληνες γονείς! Πολύ σπάνιο φαινόμενο, δυο ελληνόπουλα ταυτόχρονα σε τρόλεϊ. Να σημειώσω την ημερομηνία. Το ένα δύσκολα θα το ξαναβάλουν οι γονείς του σε δημόσιο μέσο συγκοινωνίας, πάντως, αν κρίνω απο τον τρόπο που το αγκάλιασε ο πατέρας του καθώς προχώρησαν και στάθηκαν όρθιοι οι δυο τους δίπλα σε δυο μετανάστες ασιάτες πολύ ταλαιπωρημένους. Ήταν ένα κοριτσάκι γύρω στα έντεκα, ο μπαμπάς του το τύλιξε κυριολεκτικά για να μην κινδυνέψει να έρθει σε επαφή με τα φθαρμένα ρούχα των ξένων, να τους κρύψει κι απο τη θέα της, να την κρύψει κι αυτήν από τη δική τους θέα. Ήταν πολύ φανερή η αποστροφή του, με έκανε να ντραπώ, και πλησίασα εγώ κοντά τους επίτηδες, να παρεμβληθώ κατά κάποιο τρόπο ανάμεσα στο σοκαρισμένο γονέα με το ωραίο του μοντγκόμερι και τους τρεις ταλαίπωρους ανθρώπους που δεν είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν ρούχα που να τους πηγαίνουν. Και δεν είχαν καθόλου σκεφτεί να μην στέκονται έτσι κοντά- κοντά ο ένας στον άλλον, να τονίζεται η μιζέρια τους. Αν ο καθένας είχε πιάσει απο μια γωνία δεν θα φαίνονταν τόσο τρομαχτικοί, και δεν θα έκαναν τον έλληνα πατέρα να σκεφτεί ότι δεν θα ξαναπάρει ποτέ τρόλεϊ με την κόρη του, όπως θα σκεφτόταν σίγουρα τώρα. 
Ωστόσο, δεν είναι και τόσο φριχτοί αν τους καλοκοιτάξεις. Ο ένας είναι αφρικάνος, σχετικά ηλικιωμένος, πολύ αδύνατος, πολύ ταλαίπωρος. Πώς να βρέθηκε εδώ άραγε, συνήθως είναι νέοι αυτοί που κατορθώνουν να φτάσουν στην Ελλάδα. Φοράει πολύ φθαρμένα σκούρα ρούχα, το πρόσωπό του είναι ταλαιπωρημένο, τα φρύδια του ζορίζονται να κρατήσουν τα μάτια του ανοιχτά κι αυτό του δίνει μια όψη δυσάρεστη. Αν ντυνόταν με κάτι ανοιχτόχρωμο, καθαρό και καινούργιο, αν ηρεμούσε το πρόσωπό του, θα φαινόταν πόσο γέρος και ανήμπορος είναι και δεν θα προκαλούσε φόβο, αν μη τι άλλο. 
Στηρίζομαι στο στύλο των καθισμάτων πίσω απο την πλάτη του κι αισθάνομαι το μπράτσο του μέσα απο το μανίκι του, ή μάλλον δεν το αισθάνομαι καν. Τόσο λεπτό πρέπει να είναι αυτό το μπράτσο, σα να έχει περάσει ένα καλάμι μέσα στο μανίκι για να το κρατάει όρθιο. Θα ήθελα να ανοίξω γραφείο στυλίστα στη γειτονιά μου, να παρέχω συμβουλές εμφάνισης σε μετανάστες μελαχρινούς που ντύνονται με σκούρα, σε χοντρές γυναίκες που φορούν εφαρμοστά. Κρίμα που δεν συνηθίζονται τέτοιες δουλειές, θα άλλαζα το τοπίο της Κυψέλης. Ένα είδος γραμματείας σε λουτρό- χαμάμ σαν αυτά που δεν υπάρχουν πια στην Αθήνα. Το νεαρό δίπλα, που έχει κάνει τον πατέρα να μετατραπεί σε παραβάν, θα τον συμβούλευα να φορέσει κάτι σε πράσινο, αλλά κυρίως θα τον συμβούλευα να μην έχει αυτό το πανικόβλητο ύφος, να προσπαθήσει να δείχνει ήρεμος. Είναι όμορφος στην πραγματικότητα, θα ήθελα να πω στον πατέρα (θα χρειαζόμουν ένα άλλο γραφείο γι αυτή τη δουλειά) απλώς είναι πολύ μαύρος, θα έρχεται μάλλον από τη νότια Ασία καλέ μου κύριε, ανοίξτε το χάρτη με την κορούλα σας. Είναι σαν τον Τζαφάρ στο φιλμάκι που κυκλοφορεί σήμερα στο διαδίκτυο, πριν ξυριστεί και φορέσει ανοιχτόχρωμα ρούχα. 
"Είμαι μαύρη, μα είμαι ωραία, θυγατέρες της Ιερουσαλήμ", θυμάστε;
Δεν χαλάρωσε το παραβάν που είχε φτιάξει με το σώμα του ο έλληνας πατέρας, μέχρι που κατέβηκαν στη Μαυροματαίων. Μπήκε μέσα πολύς κόσμος, πάντα γεμίζει το τρόλεϊ όσο ανεβαίνει προς Κυψέλη. Στριμώχτηκα δίπλα στα πίσω καθίσματα, όπου το άλλο παιδί του τρόλεϊ, κοριτσάκι γύρω στα πέντε, συζητούμε με τον πατέρα του, κι άκουσα τον εξής διάλογο:
-Κοίτα, τώρα θα περάσουμε απο την Κυψέλη. Εδώ μένει τώρα η μαμά με την Κάτια. 
-Μπαμπάααα, εεε, δεν θα έρθει ξανά στο σπίτι;
-Σου λείπει η μαμά σου;
-Μου λείπει πολύ η μαμά μου, πολύ...
-Θέλεις να είσαι μαζί της;
-Θέλω πολύ να είμαι με τη μαμά μου, μωρέ μπαμπά....
-Θέλεις να είσαι μαζί της, ή με μένα;
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να έχω γίνει κουφή, να μην ακούω άλλο. Να ήμουν εγώ ασιάτισσα μετανάστρια ή κάτι τέτοιο, να μην καταλαβαίνω αυτόν τον σπαραξικάρδιο διάλογο δίπλα στ' αυτί μου. Τρόλεϊ ήταν αυτό ή φεστιβάλ δραμάτων, πρώτα το κοινότυπο 'καθημερινός ρατσισμός χωρίς λόγια', τώρα το ατομικό, 'παιδί χωρισμένων γονιών που ζει με τον πατέρα και του λείπει η μάνα'; Πόσα ν' αντέξει ο όρθιος επιβάτης; Θα ήθελα κυρίως, να μην ακούσω την απάντηση του παιδιού στην εκβιαστική ερώτηση του πατέρα, 'θέλεις εμένα, ή εκείνη;' Τι να πει το παιδί; Πώς να σκεφτεί τη σωστή απάντηση; 
Μου φαίνεται ότι βουίζουν τ' αυτιά μου. Σωματική άμυνα να μην ακούσω άλλο.
-Έχω μια ιδέα, λέει ο μπαμπάς λίγο μετά, όταν έχει περάσει το βουητό. 
-Τι ιδέα, μπαμπά; λέει το κοριτσάκι με προσδοκία.
-Λέω να κατεβούμε λίγο παρακάτω...
Να κατεβούμε λίγο παρακάτω, να πάμε στη μαμά επίσκεψη να της κάνουμε έκπληξη, αυτό θα πει, περιμένω ν' ακούσω, ταυτισμένη πια με τη μικρή, έτοιμη να χειροκροτήσω την απόφαση του. 
-... να πάμε στην πλατεία και να φάμε οι δυο μας σουβλάκια, θέλεις;
-Τι σουβλάκια, ρωτάει άχρωμα το κοριτσάκι.
Αντί για μαμά, σουβλάκια. Δεν το ρισκάρει το σενάριο που φαντάστηκα ο συμπαθής αυτός νεαρός. Να πάει επίσκεψη στη μαμά εκτός προγράμματος, να δώσει νόημα γιορτινό στη βόλτα, στη χρονιάρα μέρα, στα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Θα είναι πολύ τσακωμένος με τη μάνα, ή ποιος ξέρει τι άλλο. Κι η Κάτια ποια να είναι, η άλλη κόρη του ζευγαριού; 
Ψυχοπλακώθηκα. Έτσι μούρχεται να γυρίσω να τον αρπάξω απ' το σακάκι, 'βρε άσε τα σουβλάκια και πήγαινε το παιδί στη μάνα του, να χωθεί στην αγκαλιά της, να της κάνετε έκπληξη, δώσε τόπο στην οργή χρονιάρα μέρα!' 
Αυτός κι αν δεν θα ξανάπαιρνε τρόλεϊ ποτέ στη ζωή του, αν έκανα κάτι τέτοιο! Δεν είναι ο τύπος μου να φέρομαι έτσι, νομίζω, αν και έτοιμη είμαι ν' αλλάξω τύπο, ανοίγει το στόμα μου μόνο του, ετοιμάζονται οι φράσεις και κουδουνίζουν στο κεφάλι μου, δεν υπάρχει τίποτε να με συγκρατήσει...
Τελικά δεν λέω λέξη, πλησιάζει κι η στάση που θα κατέβω. Σουβλάκι αντί για τη μαμά, κι αν γίνει το παιδί παχύσαρκο μεγαλώνοντας, θα είναι επειδή το φαγητό προτάθηκε ως λύση στις συναισθηματικές ανάγκες. Προς το παρόν μάλλον από ανορεξία κινδυνεύει, έτσι που το βλέπω, χαμένο στο μπουφάν του, σαν εγγόνι του παρακείμενου υποσιτισμένου αφρικανού. Ο οποίος του χαμογελά κιόλας σαν παππούς του, μακάρια, αλλά κόρη και πατέρας είναι αφοσιωμένοι στο αδιέξοδό τους, οπότε δεν τους ενοχλεί αυτό το χαμόγελο, χαμπάρι δεν παίρνουν.
Αμάν, να κατέβω. Τι διαδρομή ήταν αυτή! Καλύτερα τα καθημερινά children free τρόλεϊ, με τους συνηθισμένους τσακωμούς και το συνηθισμένο στρίμωγμα. Δεν ταιριάζουν τα παιδιά μας σε τέτοιους χώρους. Πρέπει να γίνεται κάτι σαν τελετή ενηλικίωσης, μετά τα 18, με σαμπάνιες. 

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Ευρωπαϊκό τανγκό

Μόλις νυχτώσει φέρνουν τ' αυτοκίνητα και παρκάρουν δίπλα στο εστιατόριο  εκεί, στο καφέ, ό,τι είναι. Πολύ μου τη δίνει. Μην κάνουν ένα βήμα. Θυμώνω κάθε βράδυ που περνάω, κι εκείνο το βράδυ ήταν πολυ περισσότερα τ' αυτοκίνητα και θύμωσα περισσότερο. Περνάνε τη μπάρα, βγάζουν την αλυσίδα, τι ατιμία σκαρώνουν; Εκεί μπροστά στη Σχολή Ευελπίδων, που την ημέρα παίζουν τα παιδιά, μεταμορφώνουν το χώρο σε κανονικό πάρκινγκ. Υπάρχει ένα κέντρο, πολύ δροσερό το καλοκαίρι, αλλά το χειμώνα μου φαίνεται μάλλον απωθητικό, ωστόσο ήταν γεμάτο κόσμο. Ήταν μεσάνυχτα, περασμένη η ώρα του χορού της Σταχτοπούτας, κι έπρεπε να κάνω σλάλομ ανάμεσα στ' αυτοκίνητα για να περάσω. Έτσι παρασύρθηκα προς τη τζαμαρία, να δω τι γινόταν τέλος πάντων εκεί μέσα κι είχε τόση προσέλευση. Ακουγόταν και μουσική παράξενη, κάτι σαν ταγκό. Το τανγκό της Αθήνας; Το πιο παράξενο, ήταν ταγκό. Στάθηκα και χάζευα ξεχνώντας ότι ήμουν θυμωμένη κι ότι κρύωνα και βιαζόμουν. Κάμποσα ζευγάρια, όχι όλα νεαρά, χόρευαν με τις μικρές, προσεκτικές κινήσεις του ευρωπαϊκού τάνγκο, όπως έμαθα να τα ξεχωρίζω. Άλλο το ευρωπαϊκό, άλλο το αργεντίνικο με τις τολμηρές περιπτύξεις. Έκαναν βήματα μετρημένα, προσηλωμένοι οι καβαλιέροι στις ντάμες και τούμπαλιν, με κάτι σαν ευλάβεια στο βλέμμα όλοι τους, οι άντρες κυρίως. Έτσι είναι το ταγκό, αν δεν προσέχεις τον άλλον και χάσεις το ρυθμό θα ρεζιλευτείτε και οι δυο. Οι άνδρες υποτίθεται οδηγούν, οπότε πρέπει να είναι διπλά συγκεντρωμένοι. Λέω 'υποτίθεται' γιατί ούτως ή άλλως τα βήματα είναι δεδομένα, και δίνουν αυτή τη θεατρική υπεροχή στον καβαλιέρο, τον επενδύουν με το ρόλο του καθοδηγητή.  Αφού μάθεις τα βήματα λοιπόν, πρέπει να συντονιστείς με τον παρτενέρ σου. Διαδικασίες που δεν περάσαμε ποτέ εμείς, η γενιά του Πολυτεχνείου, δηλαδη του σέικ. Να κάτι που θα χαρακτήριζε τη γενιά με μεγαλύτερη ακρίβεια. Κι όσο νάναι δεν είναι και πολύ του τανγκό οι Έλληνες, οπότε ήταν φυσιολογική και απαραίτητη η προσήλωση, η οποία έδινε ένα ξεχωριστό ύφος στο χορό, που τον  κοιτούσα εγώ έξω από το τζάμι.   
Το σέικ που χόρεψε μετά μανίας η γενιά μου ήταν απελευθερωμένο απο βήματα και κανόνες, ήταν ο θρίαμβος του αυθορμητισμού και της αμεσότητας. Κουνιόμασταν τρελά σα μανιασμένοι πίθηκοι, μόνοι ο καθένας και παρέα όλοι, πολυ περήφανοι για το κατόρθωμα μας. Μήπως η επιστροφή στο τανγκό των γονιών μας είναι επιστροφή στο συντηρητισμό, όπως η επιστροφή στη θρησκεία και σε άλλα οπισθοδρομικά πράγματα; Πόσο θα ήθελα όμως, πόσο λαχτάρησα και ζήλεψα εκείνο το βράδυ, να μπορούσα να μπω κι εγώ να χορέψω! Αν είχα μάθει τανγκό, ίσως ακόμα να συνήθιζα να βγαίνω έξω για χορό, αλλά σέικ δεν χορεύεις όταν μεγαλώνεις. Είναι έκφραση νεότητας που χάνει το νόημα της όταν τα χρόνια περνάνε. 
Ηθικόν δίδαγμα πρώτον: χορέψτε όσο είστε νέοι, αλλά  μάθετε και βήματα για τα γεράματα, να βρίσκονται.  Και δεύτερον: λίγο τανγκό σε κάνει να ξεχνάς ακόμα και τις αυστηρές αρχές σου εναντίον του παράνομου παρκαρίσματος. Πράγμα που δεν ξέρω πια αν είναι καλό ή κακό, χρονιάρα μέρα. 

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

Ελα να μάθεις, στην πλατεία Βάθης

Τι μπορείς να μάθεις τώρα πια στην πλατεία Βάθης; Πολλά πράγματα, ας πούμε τις φθηνότερες τιμές σε δωμάτια ξενοδοχείου καθώς περιμένεις τα φαλάφελ σου στο γωνιακό μαγαζάκι, που δεν έχει ουρά όπως εκείνο στην Αιόλου. Και τι άλλο; Τη φιλολογική λεπτομέρεια ότι το όνομα του κτηματία κυρίου Βάθη κοντεύει να αντικαταστήσει τη μυστηριώδη και σκοτεινή θηλυκή λέξη "η Βάθη, της Βάθης" που πάντα κάτι θα είχε να μας διδάξει στα βάθη της. Ή μάλλον στη διαρκή και αενάως ματαιωμένη προσπάθεια να φτάσουμε τα βάθη αυτά της Βάθης, κι όλο να μην το κατορθώνουμε, κι όλο να νιώθουμε ρηχοί. 
Πάνε αυτά τα ωραία τώρα και τα τραγουδισμένα, διότι οι κληρονόμοι των παλιών κτηματιών διεκδίκησαν και πέτυχαν την αποκατάσταση του ονόματος του προπάππου τους, πράγμα που φαίνεται στα λεωφορεία. Η απύθμενη κι απίθανη Βάθη (γενική, της Βάθης) έγινε κ. Βάθης, όπως το πολυσήμαντο Γουδί που θα μας κοπανάει στον αιώνα τον άπαντα την ανάμνηση μιας φριχτής εκτέλεσης, έγινε ο κ. Γουδής, τουλάχιστον για τα λεωφορεία που αμέσως συμμορφώθηκαν στις επιταγές αυτές, ενώ δυσκολεύονται τόσο να συμμορφωθούν στα ωράρια τους, πχ. Τέλος πάντων. 
Και τι σπουδαίο έκαναν αυτοί οι κτηματίες για να πρέπει να τους θυμόμαστε με το σωστό επίθετο τους, καταστρέφοντας αυθόρμητες αλλοιώσεις που δίνανε  κάποιο νόημα σε γειτονιές; Είχαν τα κτήματα απλώς, τα οποία αν δεν τα βρήκαν κληρονομιά, τα είχαν ίσως αγοράσει, όπως είχαν κάνει πολλοί στην περιοχή που θα χτιζόταν η πρωτεύουσα, κοψοχρονιά απο τους Τούρκους κατοίκους που έφευγαν βιαστικά μετά την απελευθέρωση. Πολύ έξυπνη κίνηση για πλουτισμό, αφού τα φτηνά κτήματα, όσα δεν ανήκαν στο μικρό, ένδοξο και θρυλικό, πρώτο και μοναδικό, σχέδιο πόλης των Κλεάνθη- Σάουμπερτ, μοσχοπουλήθηκαν σαν ζεστοί μπακλαβάδες σε ταψί, και με παρόμοιο τεμαχισμό. Ούτε πλατείες, ούτε νησίδες, ούτε παρκάκια, ούτε εσοχές, ούτε πεζοδρόμια της προκοπής χαλάλισαν εκείνοι οι κτηματίες στα σχέδια που υπέβαλαν για έγκριση, αφού πρώτα πουλούσαν τα κομμάτια. Γιατί λοιπόν να τους θυμόμαστε; Ακριβώς γι αυτό, θα μου πείτε ίσως, για να βάλουμε ανάμεσα στον Σωκράτη, όστις διασχίζει υπό μορφήν στενής και βρωμεράς οδού την εν λόγω πλατεία, και σε μας, ένα κομμάτι σύγχρονης Ιστορίας γεμάτο κυνισμό. Θα ήταν χρήσιμο αν ξέραμε, αλλά δεν ξέρουμε, ούτε την ιστορία του Βάθη, ούτε την ιστορία του ποταμού Μάρνη, που είναι κι αυτός παρακείμενη οδός, κι έχει γίνει δια παντός θηλυκός, η Μάρνη της Μάρνης (μια Μάρνη. Μα ποια Μάρνη; Αυτή που μάρναται για πάρτη μας; Δεν θα μάθουμε ποτέ)  
Να μάθαινες λοιπόν τέτοια πράγματα στην πλατεία Βάθης, καλά θα ήταν. Φοβάμαι όμως ότι η άμεση αποκατάσταση των ονομάτων των κτηματιών έγινε απο κάποιο βαθύ σεβασμό στους θεσμούς που συνόδευαν και προωθούσαν την γεωκτησία στον ευρωπαϊκό μεσαίωνα, και οι οποίοι σα να έλειψαν υποσυνείδητα απο το σύγχρονο φιλελεύθερο κράτος που ξεκίνησε το 1821. Βρε θες να πρέπει να περάσουμε όλη τη διαδικασία, απο τη φεουδαρχία μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο για να πειστούμε ψυχικά ότι αξίζει η δημοκρατία κι ο εκσυγχρονισμός; Φτου, δεν προλαβαίνω να το ζήσω!
Και μην νομίζετε ότι αργούσαν τα φαλάφελ και τα σκεφτόμουν ολ' αυτά. Κάθε άλλο.
 

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

Το σπίτι και το παράσπιτο

Ισορροπώντας πάνω σε τάβλες και τουρτουρίζοντας από το κρύο είδαμε τις εργασίες αναστήλωσης στο αρχοντικό της Πούλκως, στη συνοικία Γεράνεια της Σιάτιστας. Μεγάλη τύχη να μας στείλουν συστημένους εκεί, σε μία από τις συντηρήτριες. Αμύθητος καλλιτεχνικός πλούτος σε ντουλάπες, τοίχους, πόρτες και παράθυρα, σε τζάκια, ταβάνια, σε κάθε γωνιά που μπορεί να βρεθεί σ” ένα σπίτι. Αργότερα, στην πλατεία, δίπλα στην επιγραφή που έδειχνε τη θέση του αρχοντικού για τους μελλοντικούς επισκέπτες, πρόσεξα άλλη μια με τηλέφωνο, «επισκέψιμο παλιό σπίτι». Πήρα το νούμερο και μας οδήγησαν ξανά στο ίδιο μέρος, από την άλλη πλευρά του αρχοντικού που ανακαινίζεται, εκεί που ήταν το παράσπιτο, για τους υπηρέτες της οικογένειας.

 

Ωστόσο θα μπορούσε να είναι από μόνο του ένα αρχοντικό κι αυτό το παράσπιτο, δίπατο, με πολλά δωμάτια. Το οποίο δεν ανήκει στο υπουργείο Πολιτισμού, το αγόρασε πριν από καιρό ένα ζευγάρι που το ανακαίνισε μόνο του. Μέσα συγκέντρωσε αντικείμενα που συνέλεγε χρόνια -παλιά κρεβάτια, κούνιες, φορεσιές, καθρέφτες, φωτογραφίες, μπακίρια κάθε λογής, έπιπλα και λευκά είδη, προίκες ολόκληρες για πολυτελή ζωή πριν από εκατό χρόνια.

 

Ηταν σαν να συνάντησα εκεί πέρα χαμένα κι απαρνημένα μεράκια μου, κι ακόμα χαμένες αλλά αξέχαστες φίλες. Συλλογές είχα κι εγώ ξεκινήσει στη νεανική μου λαογραφική περίοδο, πάσχοντας από αγιάτρευτη νοσταλγία για τρόπους ζωής που δεν γνώρισα, και που σίγουρα δεν έμοιαζαν τόσο ρομαντικοί παρά επειδή είχαν εξαφανιστεί. Καταλαβαίνω τους συλλέκτες, ειδικά αντικειμένων που συνθέτουν έναν ολοκληρωμένο πίνακα. Θαύμασα και ζήλεψα την Τατιάνα Ντέρου που μας ξενάγησε στο στημένο με τα χεράκια, τα δικά της και του συζύγου της, αυτό «παράσπιτο». Μας διηγήθηκε την ιστορία της προσπάθειάς τους, η οποία περιλάμβανε κι έναν οκταετή αγώνα άγονο να πείσουν το ΥΠΠΟ να αναλάβουν να ανακαινίσουν και να χρησιμοποιήσουν ένα από τα σπίτια που του ανήκουν. Αλίμονο, οι άνθρωποι με μεράκι προφανώς δημιουργούν αμηχανία στα υπουργεία. Αλλες συμπεριφορές εκτιμά απ’ όσο ξέρω. Ας πούμε, ένα αρχοντικό στο χωριό της γιαγιάς μου, τη Δράκεια Πηλίου, έχει ανακαινιστεί με υπουργική επιδότηση για να επιδεικνύεται σαν μουσείο στους επισκέπτες, πλην όμως ουδέποτε οι ιδιοκτήτες του άνοιξαν την πόρτα ή δέχτηκαν να ξεναγήσουν άνθρωπο, προφασιζόμενοι διάφορα, μέχρι να ξεχαστεί και να πάψει να γράφεται στους τουριστικούς οδηγούς η ύπαρξή του.

Φύγαμε με την ευχή, σπίτι και παράσπιτο όταν τελειώσει η ανακαίνιση να καταφέρουν να έρθουν σε επαφή, να μη γυρίζει την πλάτη το αρχοντικό σε κείνο που υπήρξε κάποτε κατοικία των υπηρετών του, να συνεργαστούν σε νέα βάση. Να βρουν τρόπους να ξεπεράσουν τα γραφειοκρατικά εμπόδια και τη δυσπιστία τους οι… υπουργικοί, να αξιοποιήσουν τα σπάνια μεράκια των ανθρώπων, όπου τα συναντούν. Αλλιώς πώς θα επιζήσουν σε όλα τα μέρη όπου συντηρήθηκαν παραδοσιακά σπίτια και κομμάτια πόλεων, αν δεν αναγνωριστεί η αφοσίωση όσων τ” αγαπούν; Την εποχή της ένδειας αυτά τα πράγματα θεωρούνται πολυτέλεια και χωρίς το δικό τους πάθος είναι καταδικασμένα.


Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Οι Κινέζοι είναι παράξενοι άνθρωποι

Πήγα στο Πεκίνο ταξίδι πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια και τους είδα. Αντί να είναι με ποδήλατα στους δρόμους, όπως στις φωτογραφίες που έβλεπα απο μικρό παιδάκι, είχαν αυτοκίνητα και ανέπνεαν καυσαέριο. Τα ποδήλατα στην άκρη, σα να ήσουν στην Αθήνα, στο πιο φαρδύ. Σα να μην είχαν καθόλου εκτιμήσει την πολιτιστική επανάσταση που πέρασαν, έχτιζαν με μανία ουρανοξύστες, με τους εργάτες ανεβασμένους σε σκαλωσιές από μπαμπού. Άπληστοι, σαν αμερικάνοι, σαν ευρωπαίοι, σαν όλους τους ανθρώπους, χωρίς καμιά έγνοια να αποδείξουν την πολιτιστική τους ιδιαιτερότητα, βιάζονταν να αποκτήσουν όλοι ντουσιέρες, μπουφάν, κινητά. Κι είχαν ριχτεί με τα μούτρα στις παλιές τους θρησκείες, ξαναχτίζανε παγόδες. Πλούσιες γυναίκες στο ξενοδοχείο έκαναν σκηνές σε εργαζόμενους με υστερικές φωνές. Ίδιοι, ίδιοι κι απαράλλαχτοι με όλους. Μεγάλη απογοήτευση. Διάβαζα και για τον Μπαρτ που είχε πάει ταξίδι επι Μάο μαζί με άλλους διανοούμενους, προβληματιζόταν κι αυτός. Στην καρδιά της επανάστασης. Αν ζούσε τώρα θα του φαίνονταν όλα πολύ θλιβερά στην απλότητά τους.
Ύστερα, σ' ένα άλλο ταξίδι, πολύ αργότερα, στη Βενετία αυτό, παρατήρησα μαγαζιά με πολύ φτηνά πράγματα ιταλικού ντιζάιν και πωλητές Κινέζους. Τι στο καλό, τόσο τέλειες μαϊμούδες πώς τις έφτιαχναν; Κάποια στιγμή διάβασα ότι υπάρχουν στην Ιταλία ολόκληρες αποικίες μεταναστών χωρίς χαρτιά που δουλεύουν σε άθλιες συνθήκες. Έτσι λύθηκε το μυστήριο. Είδα και μια ταινία πέρσι, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Με την ιστορία μιας Κινέζας που φτάνει στην Ιταλία μετανάστρια, τα έλεγε όλα: για την ανασφάλιστη και μαύρη, κατάμαυρη δουλειά, τις κινέζικες μαφίες και τις συνήθειες τους. Μαφίες φυσικά υπάρχουν όπου υπάρχει η σκληρότερη παρανομία. Στην Ευρώπη που η μετανάστευση απαγορεύεται ενώ συμβαίνει, οι μαφίες βασιλεύουν, πώς αλλιώς θα γινόταν;   
Και να η ατυχία με την πυρκαγιά που αποκαλύπτει πια πολύ ενοχλητικά την ύπαρξη αυτών των εργοστασίων. Μα γιατί δεν τους φτάνει η ανάπτυξη της Κίνας κι έρχονται οι Κινέζοι να ζήσουν σα σκλάβοι στην Ευρώπη; Μυστήριο. Κι οι Ιταλοί γιατί κάνουν τα στραβά μάτια τόσον καιρό; Άλλο μυστήριο. Γιατί τα συνδικάτα δεν ασχολούνται με τους εργαζόμενους αυτού του τύπου; Επίσης μυστήριο. Γιατί οι ευρωπαίοι δεν παραδέχονται την κατάσταση για να μπορέσουν να την αντιμετωπίσουν με άλλο τρόπο; Και γιατί να μην είναι πυρίμαχοι εν τέλει αυτοί οι εργάτες, αφού παριστάνουν τους διαφορετικούς; Δεν θα ώφειλαν;
Οι Κινέζοι είναι παράξενοι άνθρωποι. Φημισμένοι για την αντοχή τους και τη συνήθεια να υπακούουν, θα μπορούσαν να περιμένουν το κόμμα, τον άγριο καπιταλισμό, την ιλιγγιώδη ανάπτυξη της χώρας τους, αντί να έρχονται εδώ σε μας και να μας μπερδεύουν. Δεν φτάνει που κατασκευάζουν στην Κίνα τα φτηνά αντικείμενα, καθώς και τα ακριβά αλλά με φτηνά μεροκάματα; Τι κακό κι αυτό να μην τους συγκρατεί η κουλτούρα τους, οι οικογενειακοί δεσμοί, η σκέψη του Μάο,  τίποτε, να ταξιδεύουν και για τα μέρη μας. Και θα θέλουν σε λίγο ασφάλιση, κρατήσεις, συντάξεις, όλ' αυτά τα τρομερά, να μου το δείτε. Παράξενοι, αλλά όχι αρκετά, ίδιοι με μας εν τέλει.

Ιπτάμενες γιαγιάδες

  Σηκώνω το εγγόνι μου αγκαλιά να πάμε στην αλλαξιέρα και καθώς το μικρό του βάρος πλημμυρίζει το σώμα μου, προφέρω ασυναίσθητα τις χαϊδευτι...