Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019

Η κουζίνα της μανούλας μου

Πιάνω να ξεκαθαρίσω κάπως την αποθήκη στο εξοχικό, πράγματα χρόνια αχρησιμοποίητα στα ράφια. Παλιά κουτιά από τσάι που σκούριασαν, αλουμινένιες φόρμες για γλυκά, το ξύλινο γουδί. Η κουζίνα της μαμάς μου είναι μάλλον κληρονομιά της από την κουζίνα της γιαγιάς, αυτά τα πράγματα ήταν παλιά αφότου ήμουν παιδί. Στο γουδί έχει γίνει συγκόλληση του ξύλου, ένα τέτοιο κομμάτι δεν πετιέται φυσικά, αλλά πρέπει να το γυαλίσουμε και να το στολίσουμε κάπου στο σαλόνι, και δεν είμαι σίγουρη αν έχουμε σαλόνι.
Στο εξοχικό αυτό που έφτιαξαν οι γονείς μου τη δεκαετία του 70, έφεραν τις παλιτσαρίες του αθηναϊκού διαμερίσματος για να το εξοπλίσουν, αυτό το γουδί ας πούμε έχει να χρησιμοποιηθεί από τότε που βγήκαν τα μίξερ. Έφτιαχναν σ' αυτό τη μαγιονέζα, θυμάμαι να προσπαθώ πολύ μικρή να βοηθήσω τη μαμά μου στάζοντας το λάδι σαν κλωστή, δεν έπρεπε να πέσει παραπάνω ούτε λιγότερο. Πώς το κατάφερνα κι εγώ δεν ξέρω, αλλά το έκανα, με χαρά με ενθουσιασμό, και είχαμε φτιάξει μαγιονέζα, εκείνη χτυπούσε το γουδοχέρι με το σωστό ρυθμό. Πόσες φορές έγινε αυτό; Ελάχιστες, η μαμά μας δεν ήταν της μαγειρικης, όπως φρόντιζε να μας τονίζει ακόμα κι όταν δεν της είχε μείνει άλλη ασχολία από το να μαγειρεύει για μας θέλαμε δεν θελαμε.
Τότε, την εποχή του γουδιού, η δουλειά της δεν της άφηνε χρόνο ν' ασχοληθεί. Λίγες φορές μόνο είχε γίνει αυτό, ίσως μετρημένες στα δάχτυλα. Είχαμε κάποτε πλάσει κουλουράκια σε μια ανοιχτή πήλινη λεκάνη. Με είχε αφήσει να φτιάξω κι εγώ μερικά, και τα είχε ψήσει δίπλα στα δικά της. Ύστερα είχε εκνευριστεί για κάποιο λόγο, θα είχα πασαλείψει μάλλον παραπάνω απ' όσο χρειαζόταν την κουζίνα. Δεν είχε χρόνο για τέτοια, δούλευε στην Τράπεζα το πρωί, και συχνά ξαναπήγαινε το απόγευμα για υπερωρίες, να εξοφληθεί το σπίτι. Λίγες ακριβές αναμνήσεις έχω μαζί της στην κουζίνα.  Είχαμε φτιάξει αυτή τη μαγιονέζα, και στο άλλο γουδί, το γαβάνι, (ή μήπως αυτό είναι το γαβάνι;) με είχε βάλει να κοπανήσω καρύδια για το χαλβά της Ρήνας. Έφτιαχνε στις γιορτές αυτό τον χαλβά για πολλά χρόνια, μέχρι πριν μια πενταετία νομίζω, ένα γλυκό εξαιρετικό, δεν έχω φάει καλύτερο και δεν με συγκίνησε ποτέ κανένα άλλο τέτοιου είδους, ραβανί, πορτοκαλόπιτες, καρυδόπιτες κλπ. Τίποτε, πάντα από ευγένεια τα έτρωγα όλα τούτα. Τώρα που το σκέφτομαι, μπορώ άνετα και να τα κόψω. Ο οποίος χαλβάς έμπαινε σ' αυτή τη φόρμα με το μάνταλο, για να γίνεται σφιχτός, πολύ περίπλοκη διαδικασία που ποτέ δεν συμμετείχα αφότου το μπλέντερ αντικατέστησε το γαβάνι. Ή το γουδί. Μάλλον, και τα δυο.
Ποτέ της δεν μαγείρεψε αργά και περιγραφικά, όπως ο μπαμπάς μας που ανέλυε τα υλικά και τη διαδικασία χαμογελώντας, σα να μας παρουσίαζε κάποιο θίασο ποικιλιών. Όχι ότι έμαθα τίποτε κι απ' αυτόν, τα εξωτικά του φαγητά χάθηκαν δια παντός μαζί του. Η μαμά πάντα βιαζόταν, όλο κάτι καλύτερο είχε να κάνει, ουσιαστικά ασχολήθηκε με τη μαγειρική ως γιαγιά. Τότε καθιέρωσε τη στολισμένη σφυρίδα με μαγιονέζα που έκανε πάταγο σε κάθε της εμφάνιση.
Πρέπει να πετάξω τα σκουριασμένα κουτιά με τις Κινέζες. Θα ήθελα να έχω ένα παραπάνω διαμέρισμα για μουσείο της οικογένειας, θα άρεσε πολύ στα παιδιά μου, θυμώνουν όταν πετάω το παραμικρό. Ελπίζω να συμβιβαστούν με τη φωτογραφία. Το ξύλινο γαβάνι ή γουδί, θα το κρατήσω μάλλον.

Τρίτη 20 Αυγούστου 2019

Κατι που μου άρεσε



Υπήρχαν ακόμα στη δεκαετία του 70 στην Αθήνα ένα σωρό παλιά μεγάλα σπίτια, όπου η ζωή θα έπρεπε να είναι εντελώς διαφορετική από ό,τι στα διαμερίσματα.  Μερικά είχαν εκτός από την κυρίως τους είσοδο, πάνω στο δρόμο, μια ακόμα δίπλα, απ’ όπου έμπαινες στην αυλή και τον πίσω κήπο τους. Αυτή η εξωτερική διαρρύθμιση ήταν αδιανόητη για κάποιον που ζούσε σε διαμέρισμα, άσε δε και την εσωτερική διαρρύθμιση με την εσωτερική σκάλα και την κουζίνα που είχε ίσως κάποια άλλη δική της σκάλα η οποία έβγαζε στο υπόγειο. Κάποια μέρα λοιπόν ο Γιώργος Μπράμος που ήταν καινούργιος φίλος, τον είχα γνωρίσει από μια παλιά φίλη, αλλά με κάποιο τρόπο δημιουργούσε ευχάριστη οικειότητα αμέσως μόλις τον γνώριζες, μου πρότεινε να κάνουμε βόλτα στα Εξάρχεια, στις παρυφές του Λυκαβηττού, θα σου δείξω κάτι που θα σου αρέσει, είπε. Τι, τι, ρωτούσα εγώ καθώς πηγαίναμε, κι εκείνος έλεγε, μα περίμενε λίγο! Ήμουνα πολύ περίεργη τι είχε σκεφτεί ότι θα μου άρεσε, ακόμα και για την ίδια την ιδέα να μου το δείξει, ποιος νοιαζόταν με τέτοια τη στιγμή που είχαμε πάντα πολύ μεγάλα, τεράστια και σοβαρά θέματα να μας απασχολούν; Το τι αρέσει στον καθένα και να του το δείξουμε κιόλας; Γι αυτό τον αγάπησα νομίζω, από εκείνη την πρόταση και μόνο, πολλά χρόνια πριν. Κάτι που μου άρεσε πράγματι, ήταν ένα παλιό σπίτι στο οποίο δεν μπήκαμε από την κυρίως πόρτα αλλά από την πλαϊνή, εκείνη της αυλής, και στο πίσω μέρος υπήρχε ένα άλλο μικρό σπιτάκι               όπου έμεναν ίσως κάποτε οι υπηρέτες του μεγάλου σπιτιού, ποιος ξέρει, και μας υποδέχτηκε εκεί χαμογελαστή μια φίλη του, μια γοητευτική κοπέλα η οποία έγινε αμέσως δική μου, από τις πιο αγαπημένες μου. Το ήξερα, έλεγε μετά, χαμογελώντας ευχαριστημένος. Μα τι ήξερες, ότι θα μου άρεσε το σπιτάκι, ότι θα μου άρεσε η Αλίκη; Είναι δυνατόν να ήταν δημιουργία σου δηλαδή η φιλία μας, επειδή μας σκέφτηκες μαζί, να ήσουν κάτι σαν τους μάγους του Μπόρχες ξέρω γω για μας, να μας φαντάστηκες και να υπήρξαμε; Όπως το σούπερ μάρκετ που έλεγε ότι διαλέγει πριν από μας για μας, αλλά κάτι πολύ πιο δύσκολο και ειδικό;
Τον πίστεψα πάντως, εξάλλου το επιβεβαίωσε κι άλλες φορές αργότερα.  Φανταζόμουν ως πριν λίγες μέρες που πέθανε ο Γιώργος ξαφνικά, ότι πάντα ήξερε κάτι που θα μου άρεσε κι εγώ ακόμα δεν υποπτευόμουν καν ότι υπάρχει, και θα μου το αποκάλυπτε κάποια στιγμή για να  χαμογελάσει.




Σάββατο 17 Αυγούστου 2019

Μνήμη Γιώργου Μπράμου

 Θυμάμαι βόλτες με τον Γιώργο Μπράμο.

Τι δουλειά είχαμε εμείς να κυνηγάμε τους καημούς των πατεράδων μας, να ζητάμε τα ρέστα; Να ζητάμε να βγάλουμε άκρη και θετικό συμπέρασμα από τα αποτυχημενα ήδη συστήματα, να τα επενδύουμε με όλη την ανατρεπτική διάθεση της νιότης μας;
Λάθος όλα, παρεξήγηση από την αρχή, όμως τουλάχιστον συναντηθήκαμε στη συλλογική αυτή αυταπάτη, κι αν την κρίνεις εκ των υστέρων με μετρο τη συγκίνηση της επαφής μας, τις προσπάθειες να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας, την αποκάλυψη της προσωπικότητας μερικών από τους παλιούς φίλους, αυτή την πάντα τόσο δυνατή, τόσο απρόσμενη, τόσο ολόσωμη να το πω έτσι, συγκίνηση, αυτή η συγκίνηση, η κοινή πίστη στον ουτοπικό στόχο υπό το φως των συναντήσεων μαζί τους αξίζει όσο κάθε άλλη.

Toυρίστας αμετανόητος

 Αδειοι είμαστε φέτος –γκρινιάζει ο φούρναρης στο μαγαζί που μπήκαμε για μια τυρόπιτα–, όλος ο κόσμος πάει στην Τουρκία! Εδώ έρχονται και παίρνουνε πακέτο ημιδιατροφή στα ξενοδοχεία, δεν βγαίνουν καθόλου να πάνε στα μαγαζιά!

Κουνάω το κεφάλι με κατανόηση. Οσο θυμάμαι τους εμπόρους πάσης φύσεως, γκρινιάζουν για πτώση στις δουλειές. Ομως για να παρκάρω στο «άδειο» θέρετρο, έπρεπε να περιμένω να φύγει κάποιος, να ελευθερωθεί θέση στο πάρκινγκ. Μπορεί και να έχει δίκιο.

Ποιος ξέρει; Μέχρι να βρει χαρτοσακούλα και να κόψει απόδειξη έχει αποφανθεί ότι με το ζόρι γέμισαν για μια βδομάδα μόνο τα καταλύματα, και πάει, είμαστε χαμένοι, δεν έχει μέλλον η χώρα. Είχα σκοπό να φύγω μετά, αλλά σχεδόν ενοχικά πήγα και κάθισα στο καφενείο της πλατείας. Είχε κόσμο, είχε δροσιά, ήταν ωραία, πήρα ένα χυμό, πήγα και στην τουαλέτα.

Αυτό το τελευταίο απεδείχθη κακή ιδέα. Οχι ότι πρώτη φορά έβλεπα τουαλέτα βρόμικη, γεμάτη χαρτιά, με καζανάκι που δεν έβρισκες πώς δουλεύει και μυρωδιά απλυσιάς ημερών, αλλά μετά τις δυσοίωνες προβλέψεις του φούρναρη, κάπως μου κακοφάνηκε. Το είδα κι εγώ γενικά, και πατριωτικά.

Εχει μέλλον η χώρα; Σίγουρα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να έχει καθαρές τουαλέτες. Ακόμα κι αν δεν έχει μέλλον, όμως, πες ότι τελειώνει σε λίγους αιώνες, σε λίγες δεκαετίες, σε λίγα χρόνια έστω, τι πειράζει αν ώς την έσχατη στιγμή έχει τουλάχιστον καθαρές τουαλέτες;

Βγαίνοντας και παίρνοντας βαθιές ανάσες του ωραίου ελληνικού αέρα, παρατηρώ τη διαφορά του έξω από το μέσα, το πιο μέσα, αυτά τα μικρά δωμάτια που παριστάνουν τις τουαλέτες. Απ’ έξω δροσοστόλιστη ομορφιά, γλυκιάς σκιάς χειροπιαστό το χάδι, και μέσα στην ολόκλειστη μεριά, την τρύπα αυτή που παίρνει κάθε μέρα την όψη τουαλέτας, με χαλασμένο φως πολύ συχνά, τρεμάμενα ψάχνεις το πόμολο να κλείσεις, λίγο χαρτί γυρεύεις και δεν βρίσκεις… κ.λπ. κ.λπ.

Παράπονο δεν έχω, τόσα χρόνια που τριγυρίζω στην Ελλάδα δεν έπαθα τίποτε από ημιακάθαρτες τουαλέτες. Εξαιρείται ένα είδος ενοχής που πάντα με πλημμυρίζει. Τι δουλειά έχεις εδώ; σα να σου λέει η παραμέληση. Γιατί δεν είσαι σπίτι σου, σουρτουκεύεις, αλητεύεις, βάζεις σε κόπο τους ανθρώπους, είσαι εκτός τόπου, ίσως κι εκτός χρόνου; Βγαίνω με την περιηγητική μου διάθεση ψαλιδισμένη, αλλά όποιος νομίζει ότι το βάζουμε κάτω οι τουρίστες με κάτι τέτοια, κάνει λάθος. Εκτός αν δεν κάνει.

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2019

Ο κρυμμένος θησαυρός του Πηλίου

H Δράκια, το χωριό της γιαγιάς μου, είναι το καλύτερα κρυμμένο μυστικό του Πηλίου. Δεν υπάρχει ταμπέλα στην Αγριά να σε οδηγεί να στρίψεις, να βρεις το δρόμο της. Και φυσικά δεν αναφέρεται πουθενά ότι μπορείς να πας εύκολα από εκεί στο Χάνια και στο χιονοδρομικό στις Αγριόλευκες, κι απο τα Χάνια σε όλο το ανατολικό Πήλιο. Ούτε στο χωριό επάνω υπάρχει τέτοια ταμπέλα, ούτε όμως και στα Χάνια ο δρόμος δείχνει από πού να στρίψεις για Δράκια. Λες και γίνεται κάποια συνωμοσία για να μείνει κρυμμένη, άγνωστο για ποιους λόγους.
Όταν φτάσεις τελικώς, και θέλεις να δεις το αρχοντικό της που ανακαινίστηκε με επιδότηση του ΥΠΠΟ, δεν μπορείς διότι οι ιδιοκτήτες λείπουν κι όταν είναι εκεί δεν έχουν όρεξη να το δείχνουν. Κάποια στιγμή εγώ το είδα, όταν γινόταν η ανακαίνιση, και θέλω να σκανάρω τις πολύ πρόχειρες φωτογραφίες που έβγαλα.

Επιπλέον, δεν ήξερα ότι ο Αγιος Σπυρίδωνας, μια εκκλησία πέρα από το ρέμα της, είναι έτσι τοιχογραφημένη. ¨Εβγαλα αυτές τις φωτογραφίες χτες, στο πανηγύρι. Δεν καταφέραμε να μάθουμε χρονολογία, ή ποιος ήταν ο καλλιτέχνης. Σαράντα χρόνια έρχομαι εδώ, κι ακόμα ανακαλύπτω μυστικούς θησαυρούς. 


Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019

Παράταση ζωής


Μέρες στο μαγευτικό χωριό, στο σπιτάκι που έφτιαξαν εδώ οι γονείς μας πριν τέσσερεις δεκαετίες αναζητώντας ρίζες, γνήσιες και υιοθετημένες. Κι όπως κάθε καλοκαίρι, εργασίες αναστήλωσης, να κρατηθεί στο δύσκολο βουνό ένα σπίτι που καλά θα ήταν να είναι απλή ξύλινη καλύβα, όπως κάνουν  οι Σουηδοί τα εξοχικά τους, όμως όχι, εμείς εδώ φτιάχνουμε σπίτια αληθινά, όπως ήταν κάποτε στο χωριό, αλλά με όλα τα κομφόρ.
Στο μεταξύ το χωριό φυτοζωεί, πώς να ξαναβρεί τη ζωντάνια που το έχτισε πέτρα πέτρα, εφαρμοστό εργόχειρο στην πλαγιά, με την παράξενη οικονομική ανάπτυξη του 19ου αιώνα; Όταν αγόρασαν πολλοί Αθηναίοι σπίτια, λέγαμε θα ξαναζωντανέψει, αλλά δεν βρίσκονταν εργάτες για τη συντήρηση τους. Ύστερα ήρθαν μετανάστες, πάνω που μερικοί άρχισαν να τα εγκαταλείπουν κουρασμένοι. Δόθηκε γενική παράταση ζωής, μερικοί μάλιστα εγκαταστάθηκαν εδώ, συνέχισε να λειτουργεί το Δημοτικό σχολείο, άνοιξαν ταβέρνες, τα περβόλια κάρπισαν, κάτι κινήθηκε από τουρισμό. Τα σπίτια βέβαια κοστίζουν ακριβά, και στην κρίση επάνω μερικά ακόμα κόντεψαν να εγκαταλειφθούν, ανάμεσα και το δικό μας. Το έβαλα στο  Airbnb πρώτη και καλύτερη, με κοίταζαν με μισό μάτι οι γείτονες, μα θα βάζεις ξένους στο σπίτι σου; Σε λίγα χρόνια οι περισσότεροι είχαν υιοθετήσει την ίδια μέθοδο σωτηρίας. Τα παιδιά των πρώτων ιδιοκτητών έχουμε γίνει ξενοδόχοι, μαθαίνουμε τρόπους υποδοχής και εξυπηρέτησης, κι εκτός από σαπουνάκια και πετσέτες, μαθαίνουμε επιτέλους να υποδεικνύουμε τις ομορφιές του τόπου. Οπότε μπορεί να τις ανακαλύψουμε κι εμείς, ντόπιοι, μετανάστες και παραθεριστές. Πήραμε νέα παράταση ζωής. Αν και η παράξενη αντίσταση των παλιών του κατοίκων επιβιώνει με αυτοκαταστροφική επιμονή απέναντι σε κάθε τι καινούργιο, ίσως αυτή τη φορά τα καταφέρει.
Βέβαια ο τουρισμός δεν αρκεί αν δεν στεριώσει για τα καλά, να δημιουργήσει δουλειές με βάθος χρόνου, να κρατήσει τα παιδιά των μεταναστών και όσων ακόμα ζουν εδώ σε μια ισορροπημένη καθημερινότητα, με λίγη παραγωγή πρωτογενή, κανα μήλο, κανα ροδάκινο, κανα σύκο, λίγο λάδι, και εργαστήριο ξύλου θα μπορούσε, λέμε τώρα. Αλλά ας μην παρασυρόμαστε.
Οι μετανάστες, που τους κατηγορούν για μύρια όσα οι δεξιοί, η μίσθωση κατοικιών, που την κατηγορούν για μύρια όσα οι αριστεροί, έσωσαν προς το παρόν τον όμορφο τόπο. Να δούμε αν θα τα καταφέρουν στο μέλλον, ή θα τους τσακίσουν ένθεν και ένθεν, δεξιοσύνη,  αριστεροσύνη και συντηρητισμός που δεν συντηρεί τίποτε.

 ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΙΚΑ  ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΣΕ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΤΕ  ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ Μεγάλα κ...