Ο γιος μου ο Ντίνος μου έστειλε ένα μήνυμα καθώς ταξίδευε με το τραίνο για το αεροδρόμιο του Λονδίνου, για να έρθει στην κηδεία της γιαγιάς του. Θα το φυλάξω εδώ:
«Πήγες στη γιαγιά για πιάνο;» η πιο συχνή ερώτηση της μαμάς όταν κατάφερνε κάποια στιγμή να αφήσει τα γραψίματα και να δει πως περνάμε τη μέρα μας. Το ρώταγε πιο συχνά απ ότι ρώταγε για τα μαθήματα του σχολείου και εγώ τότε δεν καταλάβαινα πόσο τυχερός ήμουν που γιαγιά και μαμά ήθελαν να μάθω μουσική από μικρός. Είχα μπει για τα καλά στην εφηβεία και η όλη φάση με το ωδείο μου φαινόταν πολύ καταπιεστική. Αλλά πάντα «πήγαινα στη γιαγιά για πιάνο». Πολλές φορές η μελέτη του πιάνου δεν ήταν παρά μόνο ένα εικοσάλεπτο αφου είχα αράξει στην τηλεόραση να δω μπάλα, είχα φάει ωραία πράγματα απ τα χεράκια της γιαγιάς και φυσικά είχα πάρει τη δόση μου σε σοκολάτα/κόκα κόλα (που ποτέ δεν έβρισκε κανείς στο σπίτι μας). Το σπίτι της γιαγιάς ήταν το μαγικό μέρος όπου σαν παιδί μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα που στο σπίτι δεν συνηθίζονταν ή για τα οποία έπεφτε σκληρή κριτική και χρειαζόντουσαν πολλές διαπραγματεύσεις. Όταν ήθελα να δω τσαμπιονς λιγκ, εντελώς τυχαία αποφάσιζα να πάω για πιάνο κοντά στις 9:45 για να προλάβω τη σέντρα και αν μου χαν λείψει τα λίγο λιγότερο υγιεινά πιάτα ανακοίνωνα πως θα έπαιρνα το δείπνο στη γιαγιά απόψε σαν μικρός κακομαθημένος λόρδος. Η γιαγιά Αριστέα-Τέα ήταν πάντα με κάποιο τρόπο εκεί, όσο μεγάλωνα· στα πιάνα και τα ωδεία, στις βόλτες και τα σινεμά, τα καλοκαίρια στο Πήλιο και το Σούνιο. Διακριτική στα δικά μου μάτια και άνθρωπος-παρηγοριά όταν όλοι οι άλλοι έμοιαζαν αδίστακτοι απέναντί σου. Άργησα να καταλάβω πόσο ιδιαίτερη ήταν η σχέση και η επαφή μας με τη γιαγιά, κι εμένα ειδικότερα. Μεγαλώσαμε στη διπλανή πολυκατοικία οπότε περάσαμε πάρα πολύ χρόνο μαζί της, περισσότερο απ ότι οι περισσότεροι γνωστοί και φίλοι μου με τις δικές τους γιαγιάδες. Καμιά φορά ερχόταν απροειδοποίητα, κι εγώ άκουγα τα κλειδιά στην πόρτα και κάνοντας την πιο γρήγορη επαγωγική μέθοδο για να βρω ποιός είναι, έτρεχα με σιγουριά να της ανοίξω και να εισπράξω τις γλύκες και το καμάρι της, που ποτέ δεν τσιγκουνευόταν στα εγγόνια. Αν καμιά φορά έκανα κάτι καλό, σαν μαμα παλιάς κοπής με γιούς, καμάρωνε λες και ήμουν παιδί-θαύμα. Ο μόνος και ο καλύτερος, όλο κάτι τέτοιες υπερβολές που τις έλεγε σε όλα της τα εγγόνια. Μέχρι και το 2015 που έφυγα τελικά απ την Ελλάδα, με τη γιαγιά μου είχα την πιο συχνή τηλεφωνική επαφή απ ότι με οποιονδήποτε άλλο συγγενή. Μέρα παρά μέρα το λιγότερο με έπαιρνε στο κινητό να δει που είμαι τι κάνω πως περνάω και πότε θα με δει. Ήμουνα καμιά φορά με φίλους και με ρώταγαν, μα καλά πως γίνεται να μιλάς πιο πολύ με τη γιαγιά παρά με τους γονείς σου; «Έλα ντε» έλεγα και αμέσως μετά ένιωθα πολύ όμορφα που οι γονείς δεν ειχαν την ανάγκη να τους δίνω αναφορά συνέχεια, για τη γιαγιά δεν με πείραζε, πότε δεν θα ήταν αυστηρή και μου ήταν δύσκολο να της κρατήσω κακία για τα τόσο συχνα τηλεφωνήματα. Τα τελευταία χρόνια δεν μπορούσε πια να παίρνει ούτε τηλέφωνα. Κι εγώ στο τρέξιμο της ζωής στο Λονδίνο και λίγο με την σιγουριά ότι πάντα θα ναι εκεί όταν γυρνάω, σταμάτησα να παίρνω επίσης. Ούτε κατάλαβα ακριβώς πότε χτύπησε η άνοια και τα γεράματα με τέτοιο σκληρό τρόπο. Πότε το όνομα μου έγινε μια λεπτομέρεια και το που ζω και τι κάνω μια επανάληψη που χανόταν σε δευτερόλεπτα. Ακόμα και προς το τέλος όμως ήξερε πως είμαι κάποιος πολύ αγαπημένος άνθρωπος και ποτέ μα ποτέ δεν ξέχασε το πιάνο. Το πιάνο που μας έμαθε στα εγγόνια της με κόπο που μόνο τώρα μεγαλώνοντας μπορώ να συνειδητοποιήσω, το πιάνο που μας έλεγε ξανά και ξανά πόσο αγαπούσε και πως θα το έκανε επάγγελμα αν δεν ήταν ο πόλεμος στη μέση. Το πιάνο που έπαιζε στον αγαπημένο της Σπυράκο, που ποτέ δεν γνώρισα μα πάντα φαντάζομαι να στέκεται δίπλα της ενώ παίζει και να καμαρώνει, όπως σε μια φωτογραφία που έχει σπίτι της, πάνω στο πιάνο της. Η μαμά, γιαγιά, Τεούλα, θεία-Τέα, Αριστέα δεν θα μας ξαναπαίξει τα αγαπημένα τραγούδια της, ούτε θα κάτσει να ακόυσει πια τα δικά μας. Κατάφερε να μας μάθει πολλά από αυτά οπότε νομίζω πως θα αντηχούν σε σαλόνια οικογενειακών γιορτών για καιρό ακόμα- και πάντα θα μπορούμε να λέμε ότι τα μάθαμε απ τη γιαγιά μας την Αριστέα. Θα είμαι ευγνώμων για πάντα γιαγιάκα μου για όλα. Σ ευχαριστώ πρώτα απ όλα για τα υπέροχα παιδιά που μεγάλωσες, που με τη σειρά τους μεγάλωσαν εμάς με τόση αγάπη και με τόση αφθονία συναισθημάτων και εμπειριών. Για τα καλοκαίρια και τους χειμώνες, τα ολοήμερα και τα ξενύχτια, τα φαγητά, τα γλυκά, τις ιστορίες απ το Αγρίνιο και τον Άη Βλάσση. Και τέλος ευχαριστώ για τη μουσική, που θα με συνοδεύει πάντα και παντού. Σ ευχαριστώ γιαγιά, αντίο.
«Πήγες στη γιαγιά για πιάνο;» η πιο συχνή ερώτηση της μαμάς όταν κατάφερνε κάποια στιγμή να αφήσει τα γραψίματα και να δει πως περνάμε τη μέρα μας. Το ρώταγε πιο συχνά απ ότι ρώταγε για τα μαθήματα του σχολείου και εγώ τότε δεν καταλάβαινα πόσο τυχερός ήμουν που γιαγιά και μαμά ήθελαν να μάθω μουσική από μικρός. Είχα μπει για τα καλά στην εφηβεία και η όλη φάση με το ωδείο μου φαινόταν πολύ καταπιεστική. Αλλά πάντα «πήγαινα στη γιαγιά για πιάνο». Πολλές φορές η μελέτη του πιάνου δεν ήταν παρά μόνο ένα εικοσάλεπτο αφου είχα αράξει στην τηλεόραση να δω μπάλα, είχα φάει ωραία πράγματα απ τα χεράκια της γιαγιάς και φυσικά είχα πάρει τη δόση μου σε σοκολάτα/κόκα κόλα (που ποτέ δεν έβρισκε κανείς στο σπίτι μας). Το σπίτι της γιαγιάς ήταν το μαγικό μέρος όπου σαν παιδί μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα που στο σπίτι δεν συνηθίζονταν ή για τα οποία έπεφτε σκληρή κριτική και χρειαζόντουσαν πολλές διαπραγματεύσεις. Όταν ήθελα να δω τσαμπιονς λιγκ, εντελώς τυχαία αποφάσιζα να πάω για πιάνο κοντά στις 9:45 για να προλάβω τη σέντρα και αν μου χαν λείψει τα λίγο λιγότερο υγιεινά πιάτα ανακοίνωνα πως θα έπαιρνα το δείπνο στη γιαγιά απόψε σαν μικρός κακομαθημένος λόρδος. Η γιαγιά Αριστέα-Τέα ήταν πάντα με κάποιο τρόπο εκεί, όσο μεγάλωνα· στα πιάνα και τα ωδεία, στις βόλτες και τα σινεμά, τα καλοκαίρια στο Πήλιο και το Σούνιο. Διακριτική στα δικά μου μάτια και άνθρωπος-παρηγοριά όταν όλοι οι άλλοι έμοιαζαν αδίστακτοι απέναντί σου. Άργησα να καταλάβω πόσο ιδιαίτερη ήταν η σχέση και η επαφή μας με τη γιαγιά, κι εμένα ειδικότερα. Μεγαλώσαμε στη διπλανή πολυκατοικία οπότε περάσαμε πάρα πολύ χρόνο μαζί της, περισσότερο απ ότι οι περισσότεροι γνωστοί και φίλοι μου με τις δικές τους γιαγιάδες. Καμιά φορά ερχόταν απροειδοποίητα, κι εγώ άκουγα τα κλειδιά στην πόρτα και κάνοντας την πιο γρήγορη επαγωγική μέθοδο για να βρω ποιός είναι, έτρεχα με σιγουριά να της ανοίξω και να εισπράξω τις γλύκες και το καμάρι της, που ποτέ δεν τσιγκουνευόταν στα εγγόνια. Αν καμιά φορά έκανα κάτι καλό, σαν μαμα παλιάς κοπής με γιούς, καμάρωνε λες και ήμουν παιδί-θαύμα. Ο μόνος και ο καλύτερος, όλο κάτι τέτοιες υπερβολές που τις έλεγε σε όλα της τα εγγόνια. Μέχρι και το 2015 που έφυγα τελικά απ την Ελλάδα, με τη γιαγιά μου είχα την πιο συχνή τηλεφωνική επαφή απ ότι με οποιονδήποτε άλλο συγγενή. Μέρα παρά μέρα το λιγότερο με έπαιρνε στο κινητό να δει που είμαι τι κάνω πως περνάω και πότε θα με δει. Ήμουνα καμιά φορά με φίλους και με ρώταγαν, μα καλά πως γίνεται να μιλάς πιο πολύ με τη γιαγιά παρά με τους γονείς σου; «Έλα ντε» έλεγα και αμέσως μετά ένιωθα πολύ όμορφα που οι γονείς δεν ειχαν την ανάγκη να τους δίνω αναφορά συνέχεια, για τη γιαγιά δεν με πείραζε, πότε δεν θα ήταν αυστηρή και μου ήταν δύσκολο να της κρατήσω κακία για τα τόσο συχνα τηλεφωνήματα. Τα τελευταία χρόνια δεν μπορούσε πια να παίρνει ούτε τηλέφωνα. Κι εγώ στο τρέξιμο της ζωής στο Λονδίνο και λίγο με την σιγουριά ότι πάντα θα ναι εκεί όταν γυρνάω, σταμάτησα να παίρνω επίσης. Ούτε κατάλαβα ακριβώς πότε χτύπησε η άνοια και τα γεράματα με τέτοιο σκληρό τρόπο. Πότε το όνομα μου έγινε μια λεπτομέρεια και το που ζω και τι κάνω μια επανάληψη που χανόταν σε δευτερόλεπτα. Ακόμα και προς το τέλος όμως ήξερε πως είμαι κάποιος πολύ αγαπημένος άνθρωπος και ποτέ μα ποτέ δεν ξέχασε το πιάνο. Το πιάνο που μας έμαθε στα εγγόνια της με κόπο που μόνο τώρα μεγαλώνοντας μπορώ να συνειδητοποιήσω, το πιάνο που μας έλεγε ξανά και ξανά πόσο αγαπούσε και πως θα το έκανε επάγγελμα αν δεν ήταν ο πόλεμος στη μέση. Το πιάνο που έπαιζε στον αγαπημένο της Σπυράκο, που ποτέ δεν γνώρισα μα πάντα φαντάζομαι να στέκεται δίπλα της ενώ παίζει και να καμαρώνει, όπως σε μια φωτογραφία που έχει σπίτι της, πάνω στο πιάνο της. Η μαμά, γιαγιά, Τεούλα, θεία-Τέα, Αριστέα δεν θα μας ξαναπαίξει τα αγαπημένα τραγούδια της, ούτε θα κάτσει να ακόυσει πια τα δικά μας. Κατάφερε να μας μάθει πολλά από αυτά οπότε νομίζω πως θα αντηχούν σε σαλόνια οικογενειακών γιορτών για καιρό ακόμα- και πάντα θα μπορούμε να λέμε ότι τα μάθαμε απ τη γιαγιά μας την Αριστέα. Θα είμαι ευγνώμων για πάντα γιαγιάκα μου για όλα. Σ ευχαριστώ πρώτα απ όλα για τα υπέροχα παιδιά που μεγάλωσες, που με τη σειρά τους μεγάλωσαν εμάς με τόση αγάπη και με τόση αφθονία συναισθημάτων και εμπειριών. Για τα καλοκαίρια και τους χειμώνες, τα ολοήμερα και τα ξενύχτια, τα φαγητά, τα γλυκά, τις ιστορίες απ το Αγρίνιο και τον Άη Βλάσση. Και τέλος ευχαριστώ για τη μουσική, που θα με συνοδεύει πάντα και παντού. Σ ευχαριστώ γιαγιά, αντίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου