Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Τα γενέθλια του Μπετόβεν

 Η χρονιά που τελειώνει σε λίγες μέρες θα ήταν κανονικά η χρονιά του Μπετόβεν. Κι ο Δεκέμβρης, ο μήνας των γενεθλίων του. 250 χρόνια συμπληρώθηκαν από τη γέννησή του κι ετοιμάζονταν σε όλο τον κόσμο συναυλίες, εκδηλώσεις, φλας μομπ, παραστάσεις, εκδόσεις, συζητήσεις, αναλύσεις, ταινίες και θεατρικά έργα. Ηταν όμως άτυχη η μνήμη του κι εμείς κυρίως, αντί να αναλύουμε τις σχέσεις του με τους ευγενείς και πώς κατάφερνε να τις συντηρεί ενώ ταυτόχρονα έλπιζε πολλά από τη Γαλλική Επανάσταση, και πώς τους άντεχε ενώ τους περιφρονούσε, αλλά και ερωτευόταν διάφορες ευγενείς γυναίκες, όλα αυτά τα περίπλοκα και εξόχως ενδιαφέροντα, ακούγοντας ξανά τα χιτάκια του και για πρώτη φορά τα λιγότερο γνωστά του έργα, αντί για όλα αυτά λοιπόν τα θαυμάσια και μουσικά και εξυψωτικά, μας έλαχε ο Covid-19 και επιδοθήκαμε στη μικροβιολογία.

Τους πρώτες μήνες πρόλαβε το Μέγαρο μια καλή εισαγωγή και το Τρίτο Πρόγραμμα όλο και κάτι θυμόταν στη διάρκεια του χρόνου, αλλά η καταβύθιση που είχα ονειρευτεί όταν ξεκινούσε αυτή η χρονιά δεν συνέβη σίγουρα. Βρήκα στο διαδίκτυο ταινίες για τη ζωή του, πολλές συναυλίες επίσης, αλλά δεν έγινε η προσωπικότητά του θέμα συζήτησης, να τον βάλουμε και λίγο στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή, να μας πει γιατί έβριζε τους υπηρέτες και τις υπηρέτριες με τέτοιο πάθος (π.χ. μήπως εκεί κρυβόταν η απογοήτευσή του από τα συγκεκριμένα πρόσωπα του προλεταριάτου που δεν αποδεικνύονταν ίσως ικανά να σηκώσουν το βάρος του ανθρωπιστικού προσώπου όπως το είχαν σχεδιάσει οι φιλόσοφοι;). Μπετόβεν και Γαλλική Επανάσταση, δεν θα ήταν τέλειο θέμα συζήτησης στο Μέγαρο, υπό τους ήχους της Ενάτης; Κι εκείνο το απόσπασμα που μελοποίησε, «όλοι οι άνθρωποι θα γίνουν αδέρφια», τι πολιτικές προεκτάσεις έχει;

Αμ εκείνο το γράμμα στην αθάνατη αγαπημένη; Ποια να ήταν από όλες, κανείς δεν έλυσε το μυστήριο τόσα χρόνια, κι ήταν η ευκαιρία φέτος να πέσουν με τα μούτρα όλοι οι λύτες μυστηρίων και να τη βρουν. Είδα και την ταινία, προτείνει τη νύφη του ως αθάνατη αγαπημένη, τη μητέρα του ανιψιού που υιοθέτησε και μάλλον κατέστρεψε, μια γυναίκα που μισούσε. Αλλο θέμα, η σχέση με τον ανιψιό. Πολλά ζητήματα να εντρυφήσουμε ακούγοντας μουσική, δοκιμάζοντας τη δεδομένη λατρεία μας, προσπαθώντας να αποστασιοποιηθούμε, λατρεύοντας ξανά. Και η κωφότης; Το πώς γράφει μουσική κάποιος που δεν ακούει…

Κρίμα. Και δεν θα ζήσω να προλάβω τα 300στά του γενέθλια.

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Γλωσσικές μοναξιές

 Μου κάνει εντύπωση που οι αστέρες υπερασπιστές της γλώσσας, εντάξει δεν έχουμε και πολλούς, τον κ. Μπαμπινιώτη μόνο, αλλά μακάρι να υπήρχαν κι άλλοι, οι αστέρες λοιπόν δεν ασχολούνται με αυτά που καθημερινά ταλανίζουν τη γλωσσική επικοινωνία μας, ου μην αλλά και τα αυτιά μας με εμμονικά λάθη, αγγλισμούς κατά ριπάς, επίμονες ελληνικούρες, μόδες λαθών που δεν συγχωρούν τη μη αποδοχή και προσχώρηση, και άλλα επινοητικά μαρτύρια. Εχω μια φίλη που βλέπει τηλεόραση, κάθε μέρα βγάζει ένα δελτίο στο facebook με τα μαργαριτάρια που ακούει σε σοβαρά κανάλια, ακόμα και στα δελτία ειδήσεων, ίσως μάλιστα κυρίως εκεί. Κανονικά θα έπρεπε να πληρώνεται αδρά, αλλά το κάνει ανιδιοτελώς. Γιατί περνούν τόσα λάθη ανενόχλητα, τόσες ελληνικούρες χωρίς καμία αντίδραση;

Την υποδοχή ξένων λέξεων και την ενσωμάτωσή τους την βιώνω σαν εμπλουτισμό της γλώσσας και των οριζόντων. Αισθάνομαι όπως όταν χορεύουν σε γιορτή κυκλωτικούς χορούς –που δεν είναι το φόρτε μου– και κάποια στιγμή με τραβούν κι εμένα και καταφέρνω, παρά την πρώτη δυσκολία, να συντονίσω το βήμα μου με των άλλων. Αυτό δεν κάναμε με το λοκντάουν; Συντονιστήκαμε με όλο τον υπόλοιπο κόσμο, με τους Ευρωπαίους κυρίως, και διαλέξαμε την καλύτερη λέξη για να συνεννοούμαστε με ακρίβεια και ταχύτητα.

Ομως τα γλωσσικά λάθη που κάθε μέρα υφιστάμεθα από πολιτικούς, ομιλητές, δημοσιογράφους, ανθρώπους που θα έπρεπε να ξέρουν να μιλάνε σωστά, δεν χρησιμεύουν σε τίποτε. Και οι αγγλισμοί ή τα λανθασμένα αντιδάνεια που πυκνώνουν ολοένα στραμπουλάνε το μυαλό. Γιατί κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να τους αποδομήσει αυτούς, να προτείνει κάτι άλλο για τη «δολοφονία χαρακτήρων» ή τη «δραματική άνοδο» (όπου το δράμα έχει την έννοια του θεάτρου, σημαίνει απλώς εντυπωσιακή) και άλλα παρόμοια; Μάλιστα οι άνθρωποι των επιστημών τα χρησιμοποιούν κατά κόρον και μας αφήνουν με ένα αίσθημα περιθωρίου, εμάς, που υπήρξαμε απλώς καλές μαθήτριες, που μας έχει μείνει η συνήθεια να ανοίγουμε πού και πού κάνα βιβλίο γραμματικής όταν χρειάζεται ή κάνα λεξικό. Εχουμε ξεμείνει πραγματικά από άλλον αιώνα, συντηρούμε ευαισθησίες ακατανόητες, αφού δεν στεκόμαστε με το δόρυ να διώχνουμε μακριά τις ξένες λέξεις, αλλά ούτε και αντέχουμε την κακοποίηση των παλιών καλών (και κακών μαζί) δικών μας.

Μας δολοφονούν τον χαρακτήρα και δεν έχουμε κανέναν υπερασπιστή στο καθημερινό μας δράμα.

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

Πεθύμησα τα μαγαζιά

Το πόσο αγαπώ τα μαγαζιά το κατάλαβα στην οικονομική κρίση, όταν οι δρόμοι της Αθήνας έγιναν πεδίο τιμωρίας καταναλωτισμού. Χρόνια ολόκληρα γεμάτα βόλτες και θαυμασμό αντικειμένων θεωρήθηκαν  αντεπαναστατικές και ανευλαβείς συνήθειες, βιτρίνες έσπασαν και μουτζουρώθηκαν, χάθηκε η νυχτερινή τους λάμψη γιατί όλες έπρεπε να προφυλάσσονται με μεταλλικά ρολά και άλλες απωθητικές κατασκευές. Το αργό μαρτύριο όσων βρίσκονταν σε λάθος τοποθεσία, εκείνη η Σταδίου που αργοπέθαινε με άδεια τα τόσο φωτεινά και περιποιημένα της καταστήματα, σαλόνια που καθημερινά στολίζονταν μάταια, απωθούσε κι άλλο το πέρασμα από το κέντρο της πόλης. Στα προάστεια βέβαια άνθιζαν τα Μολ, αλλά τι να τα κάνω τα προάστεια; Να σηκωθώ να πάω βόλτα στο Χαλάνδρι; Το δοκίμασα κι αυτό ως θεραπεία για τα βίτσια μου, αλλά δεν έπιασε. Κατέφευγα στα λίγα πολυκαταστήματα και στο μικρό ιστορικό κέντρο, φτωχό υλικό για τις ορέξεις μου.

Σχέση ήρεμη δεν αξιωθήκαμε στην πόλη αυτή με το κέντρο της και με τις αγοραστικές της συνήθειες. Σαν κύματα έσκαγαν πάνω της οι ιδεοληψίες και μεταμορφώνονταν τα πάθη. Στα παιδικά μου χρόνια αναζητώ την αθωότητα, όταν πηγαίναμε βόλτα στο κέντρο για να διαπιστώσουμε αν οι βιτρίνες που είχαν πάρει το βραβείο στον χριστουγεννιάτικο διαγωνισμό βιτρίνας του Δήμου Αθηναίων, άξιζαν πραγματικά. Ψωνίζαμε τότε λίγα, αλλά λαχταρούσαμε πολλά.  Το κέντρο ήταν παράδεισος για βόλτες, αλλά τότε δεν το ήξερα, πρέπει να χάσεις αυτά που έχεις για να τα εκτιμήσεις.

Τους Άγγλους που στριμώχτηκαν στα Χάροντς ξεμάσκωτοι τους καταλαβαίνω. Δεν θα το έκανα ποτέ, και υπόσχομαι να μη στριμωχτώ πουθενά πριν κάνω το εμβόλιο. Ούτε και μετά, όσο περνά από το χέρι μου. Θα περιμένω υπομονετικά να ηρεμήσουν όλα, να ξαναπάω ήσυχα στα ωραία καταστήματα, που τα βλέπω κάπως σαν μουσεία σύγχρονου πολιτισμού, προτάσεις του φιλόδοξου παρόντος όπως είναι τα αληθινά μουσεία προτάσεις του παρελθόντος. Υπόσχομαι στον εαυτό μου να φερθώ, όταν φτάσει εκείνη η στιγμή, όπως όταν ήμουν φοιτήτρια στο Παρίσι, που περνούσα ώρες να επισκέπτομαι τα μαγαζιά χωρίς ποτέ να ψωνίζω. Είχα όμως τέλεια ενημέρωση, αντανακλούσα την τελευταία λέξη της μόδας από το πολύ χάζεμα. Το αγαπημένο μου ήταν οι Γκαλερί Λαφαγιέτ, γεμάτο Έλληνες πάντα, που προσελκύονταν προφανώς από την επαναστατική αναφορά του ονόματος Λαφαγιέτ.

Προς το παρόν μετακινήσεις νο 6 στο πάρκο και σχέδια για ένα μέλλον γεμάτο συμβιβασμούς με  ταπεινές επιθυμίες.

 

 

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Οικοδέσποινες

Κάποτε οι άνθρωποι δεν είχαν τζάμια, ούτε καν συρόμενες πόρτες να τις τραβήξουν να αφήνουν τον τρελό νοτιά απέξω. Τουλάχιστον εμείς έχουμε. Τον αφήνουμε να λυσσομανάει και να ξεσπάει πάνω τους, σαν εκδίκηση του γκρι απέναντι στα τραγουδισμένα χρώματα του φθινοπώρου. Από την πολλή παρατήρηση των καιρικών φαινομένων τους τελευταίους μήνες, ειδικά πίσω από τα προστατευτικά τζάμια, έχουν αρχίσει παράξενες ιδέες να μου έρχονται απρόσκλητες. Ίσως να είναι όλοι οι φόβοι που κρατούσα επιμελώς έξω από τη ζωή μου και τις σκέψεις μου με διαρκή δράση, ή κάτι που της έμοιαζε. Τώρα που αναγκαστικά η δράση σταμάτησε, ή έστω το σούρτα- φέρτα που έμοιαζε με δράση, ο νοτιάς νοτίζει. Σα να με ξέβρασε σε άγνωστες ακτές μαζί με τα εξαιρετικής ακριβείας όργανα μου που αποδείχτηκαν μη ανθεκτικά σ’ αυτόν τον παράλογο άνεμο.

Είναι που μοιάζουν με τιμωρία για τις αμαρτίες μας οι επιδημίες. Το έιτζ λες και τιμωρούσε την ερωτική απελευθέρωση της γενιάς μου, ο κόβιντ λες και τιμωρεί ξανά την ίδια γενιά για τις απολαύσεις της εκτός οικίας, τις γυναίκες κυρίως. Λες και βάλθηκε να εκδικηθεί όλες τις γυναικοπαρέες που γέμιζαν τις ταβέρνες, τα πούλμαν ημερήσιων εκδρομών, τις διαλέξεις περί παντός επιστητού, τις ερασιτεχνικές θεατρικές ομάδες, τα μαθήματα χορού και ξένων γλωσσών, τις αίθουσες συναυλιών και παραστάσεων, τις εθελοντικές πρωτοβουλίες. Να γυρίσετε στις κουζίνες σας κυρίες μου, να μάθετε να μαγειρεύετε, να ξαναγίνετε οικοδέσποινες. Μάλιστα. Το κάναμε με το παραπάνω, τι πίτες, τι ψωμιά, τι συνταγές μαγειρικής εκτελέστηκαν, τι σπίτια καθαρίστηκαν εκ βάθρων, μπαούλα άνοιξαν, προίκες ξεδιπλώθηκαν και ξαναδιπλώθηκαν, κιλίμια αερίστηκαν, ασημικά γυαλίστηκαν και ξαναμαυρίσανε, γράμματα διαβάστηκαν από τα περασμένα χρόνια που γράφαμε γράμματα, και ξαναμπήκαν στα κουτιά τους. Μαζεύτηκαν τα χειμωνιάτικα σχολαστικά και τα ξαναβρίσκουμε μπροστά μας άφθονα, υπερβολικές ποσότητες ρούχων για βόλτες, για εμφανίσεις, για συγχρωτισμούς. Κάπως μας κοιτάνε περίεργα όλες αυτές οι ανενεργές εκδοχές του εαυτού μας.  Από παντού, από τα γράμματα, τα ασημικά, τη ντουλάπα, το νεροχύτη. Η αναμέτρηση με τον οίκο φτάνει στα όρια της και κάνει γκελ σε απολογισμούς.

Ευτυχώς η επιστήμη κοιτάζει μπροστά όσο εμείς τραβιόμαστε με τ’ αγκάθια του παρελθόντος.

Ήρθε ο μήνας της γιορτής, ετοιμάζονται πυρετωδώς τα εμβόλια, δεν θα έχουμε ποιο να πρωτοδιαλέξουμε. Κι η Ε. Ε. Αγιοβασίλης, θα πάρει για όλους.  Δεν ήμασταν καλά παιδιά, αλλά δεν πειράζει.  

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

To κοριτσάκι στον παγετώνα

 Στην αρχή νόμιζε πως ήταν ψυχρή, ύστερα πως ήταν άρρωστη, το σώμα της φερόταν παράξενα εξαντλώντας και απελπίζοντάς την. Η Αντελαΐντ Μπον δεν χρησιμοποίησε τη φαντασία της για να καταγράψει την περιπέτεια της προσέγγισής της στο τραύμα που τη βασάνιζε. Κατέγραψε όσα της συνέβαιναν σαν μέρος της έρευνάς της, σαν ημερολόγιο καταστρώματος ενός επικίνδυνου και απολύτως αναγκαίου ταξιδιού. Το αφήγημά της προχωρά ακριβώς σαν παγοθραυστικό μέσα στη συσσωρευμένη σιωπή. Φανταστείτε ένα ανθρώπινο σκάφος που προσπαθεί να ανοίξει δρόμο ανάμεσα σε παγόβουνα. Το κοριτσάκι στο φράγμα των πάγων που ζώνουν την Ανταρκτική, ολομόναχο, βρίσκει τον δρόμο να βυθιστεί στο παρελθόν της, να ανακαλύψει την πηγή της δυστυχίας της. Και είναι ένας βιασμός που υπέστη στα εννιά της χρόνια, ένα περιστατικό που δεν είχε καν ξεχάσει, που πίστευε ότι το θυμόταν και ότι το είχε ξεπεράσει. Χρόνια παιδεύτηκε για την αναπαράσταση της ανάμνησης, για την αποκατάσταση της αλήθειας και είχε την τόλμη, πλέοντας σαν υποψήφιο ναυάγιο ανάμεσα σε τρομερά παγόβουνα, να αναζητήσει και επίσημη δικαιοσύνη. Πιστεύω ότι είναι μεγάλο βήμα για όσα υφίστανται τα ανήλικα θύματα σεξουαλικής βίας.

Πριν χρόνια, είχα διαβάσει ένα βιβλιαράκι της Ανί Λεκλέρ με το ίδιο θέμα. Δεν ήταν καν βιβλίο, ήταν κείμενα που είχε βρει η φίλη της Νάνσι Χιούστον μέσα στα χαρτιά της, μετά τον θάνατό της. Η Ανί Λεκλέρ είχε υποστεί βιασμό ως παιδί. Δεν είχε μιλήσει ποτέ σε κανέναν. Προσπαθούσε να γράψει μια ολόκληρη ζωή για το θέμα αυτό. Έγραψε για τα πάντα, φιλόσοφος, φεμινίστρια, προσέγγισε από την ανθρωπιστική σκοπιά κάθε όψη της ζωής, αλλά βασανίστηκε και δεν εξέδωσε το βιβλίο για το παιδικό της τραύμα όσο ζούσε, δεν έβρισκε τις λέξεις. Όσες είχε καταφέρει να βάλει στο χαρτί ανασύρθηκαν μετά τον θάνατό της. Και σε μεγάλο βαθμό εκείνο που καταθέτει είναι ακριβώς αυτή η τρομερή δυσκολία με τις λέξεις, όχι να βρεις τις κατάλληλες να εκφράσεις και να περιγράψεις έναν βιασμό, αλλά αυτό που συμβαίνει με τον βιασμό στην ίδια τη γλώσσα, την αναστάτωση στα νοήματα και στην πίστη στον λόγο, που ανατρέπει τη δυνατότητα να εκφράζεις το οτιδήποτε μετά από αυτό.

Η Αντελαΐντ Μπον, λοιπόν, που κάθισε και κατέγραψε την προσπάθεια που έκανε να καταλάβει τι της είχε συμβεί και να ξεπεράσει το δικό της τραύμα του παιδικού βιασμού, ανήκει στην επόμενη γενιά. Είναι αυτή η γενιά που καταφέρνει να μιλήσει. Με πολύ μεγάλη δυσκολία, περνώντας από καταστάσεις ψυχοσωματικές ανεξήγητες για τον ενήλικα ο οποίος έχει ξεχάσει, έχει αλλοιώσει, έχει βάλει στο αρχείο τις μνήμες του. Δοκιμάζει κάθε είδους θεραπεία, βυθίζεται στις αναμνήσεις, βγάζει από μέσα της την ενοχή, ξεπερνά τη σιωπή, λυτρώνεται. Παρακολουθούμε μια πορεία προς το φως με διαρκή πισωγυρίσματα στο σκοτάδι.

Υπάρχει αυτό το τρομερό οξύμωρο στις υποθέσεις βιασμών, ότι το θύμα είναι εξαρχής ύποπτο. Αν είναι παιδί είναι ύποπτο, μπορεί να λέει ψέματα, το έχουν βεβαιώσει και οι ψυχαναλυτές, αν είναι ενήλικας είναι πάλι ύποπτο, μπορεί να προκάλεσε. Μπορεί να «τα ήθελε». Το θύμα πρέπει να αποδείξει την αθωότητά του, σα να είναι εκείνο ένοχο. Δεν πιστεύουμε. Η κοινωνία δεν πιστεύει, η δικαιοσύνη επίσης, δεν πιστεύει. Θυμάστε ένα κορίτσι στη Θήβα, πού ήταν; Μια μαθήτρια γυμνασίου που πήρε την απόφαση να καταγγείλει βιασμό, ομαδικό μάλιστα, στο σχολείο. Κόρη μεταναστών. Αναγκάστηκε να αλλάξει πόλη μαζί με την οικογένειά της. Αυτή η δικαιοσύνη είχε αποδοθεί στη χώρα μας πριν από μερικά χρόνια. Κι ενώ έχουμε από τη μία σχεδόν ιερατικό αποτροπιασμό σαν κοινωνική αντίδραση απέναντι σε κάθε βιαστή παιδιού, στην πραγματικότητα η δικαιοσύνη δυσκολεύεται τόσο να λειτουργήσει ώστε τις περισσότερες φορές, τις συντριπτικά περισσότερες, δεν αποδίδεται.

Το βιβλίο αυτό σε ταρακουνάει. Θα ήθελα να το διαβάσουν πολλοί, θα ήθελα να πάρει τη θέση που του αξίζει στις εμπειρίες μας.

https://diastixo.gr/aprosopo-2/15377-anna-damianidi?utm_source=MailingList&utm_medium=email&utm_content=dimitris.psychoyos%40gmail.com&utm_campaign=Newsletter_9_11_2020_14_29


Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...