Κλινικά νεκρός. Το «κλινικά» το κάνει να ακούγεται ελαφρύτερο, διότι καταλαβαίνετε, νεκρός ένας νεαρός 20 ετών, είναι βαρύ. Αν και στο μονόστηλο ο θάνατός του αναφέρεται ως θάνατος αλλοδαπού, κι ελαφραίνει ακόμα περισσότερο από το «κλινικά». Καθ΄ ότι αλλοδαπούς λέμε εμείς τους ανεπιθύμητους, που έρχονται με τα πλοία παράνομα από την Τουρκία και στοιβάζονται στα νησιά, οπότε ένας λιγότερος, δύο λιγότεροι, είναι συνηθισμένο. Χάνονται στον δρόμο μερικοί, είναι στο πρόγραμμα η φύρα. Αλλά αυτός ο αλλοδαπός είναι Αυστραλός, δυστυχώς. Και μάλλον δεν ήρθε από την Τουρκία παράνομα, το δε νησί όπου έπεσε κλινικά νεκρός δεν είναι η Σάμος με το στρατόπεδο προσφύγων, ούτε η Λέρος, ούτε καν η Λέσβος, αλλά η Μύκονος, αν είναι δυνατόν. Φαίνεται ότι ο αλλοδαπός αυτός ήταν τουρίστας, που είχε πάει σε νυχτερινό κέντρο στη Μύκονο, κι απλώς δεν άρεσε η φάτσα του στους μπράβους. Τον λιάνισαν οι σεκιουριτάδες τον μικρό, αστυνομικοί ιδιωτικοί λέγονται επίσης και σχεδιάζεται να οπλοφορούν, διότι καμιά φορά δεν χτυπάνε αρκετά δυνατά με τα ρόπαλα. Τι να σου κάνουν και τα ρόπαλα όταν ανεβοκατεβαίνουν σε στιβαρά κεφάλια εικοσάχρονων; Κινδυνεύουν και να σπάσουν. Πάντως φαίνεται ότι εκεί στην Αυστραλία δεν τους ταΐζουν καλά, διότι το συγκεκριμένο εικοσαετές κεφάλι έσπασε- κλινικά πάντα- και ο θάνατος επήλθε. Τον πέρασαν, λέει, οι μπράβοι για κλέφτη, και μπορεί ο νόμος να λέει ότι για την κλοπή δεν ισχύει ποινή θανάτου, αλλά πού να το ξέρουν οι σεκιουριτάδες; Νομική τελείωσαν; Αυτοί να χειρίζονται όπλα ξέρουν, για τα υπόλοιπα ας βγάλει άκρη το διπλωματικό σώμα με την πρεσβεία της Αυστραλίας. Κρίμα πάντως να μην κάνουν οι άλλοι αλλοδαποί, αυτοί που πρέπει να τρώνε τις ροπαλιές, τουρισμό στη Μύκονο, και να μπλέκεται κανείς έτσι...
Πέμπτη 31 Ιουλίου 2008
Τετάρτη 30 Ιουλίου 2008
Στη γιορτή της Δημοκρατίας
Μερικοί χαρακτήρισαν επικοινωνιακό κόλπο του Τσίπρα την εμφάνιση της νεαρής Καντίτζας στο Προεδρικό Μέγαρο, στη γιορτή για τη Δημοκρατία. Προφανώς, επειδή η παρουσία της απευθύνει στη Δημοκρατία ένα ευθύ μήνυμα. Έχει γεννηθεί και έχει μεγαλώσει στην Ελλάδα, έχει πάει σχολείο στην Αθήνα, έχει τρέξει στους δρόμους της πόλης αυτής, μιλά τη γλώσσα της, δουλεύει, ζει, ερωτεύεται και ονειρεύεται σε αυτή την πόλη, σε αυτή τη χώρα. Και η χώρα αυτή δεν τη θεωρεί πολίτη της. Δεν είναι Αφρικάνα, όπως έγραψαν οι εφημερίδες, είναι Αθηναία. Και στο πρόσωπό της, στο πρόσωπο όλων των συμπολιτών και συνανθρώπων μας που ζουν εδώ και η Πολιτεία αρνείται να τους θεωρήσει υπηκόους της- υπακοή ζητά, υπηκοότητα δεν δίνει- η Δημοκρατία θίγεται και αμφισβητείται. Είναι αντιδημοκρατικός ο ελληνικός νόμος περί ιθαγένειας. Θεωρεί Έλληνες μόνο όσους γεννηθούν από έναν τουλάχιστον Έλληνα γονιό. Χιλιάδες νέους που γεννήθηκαν εδώ δεν τους έχει απλώς ως β΄ κατηγορίας πολίτες, δεν τους έχει καν ως πολίτες. Πάνε σχολείο, ευτυχώς εκεί υπάρχει λογική, πληρώνουν φόρους, αλλά δεν παίρνουν υπηκοότητα. Είναι χειρότερος από αντιδημοκρατικός αυτός ο νόμος, είναι ρατσιστικός. Αναφέρεται καθαρά στην ξεπερασμένη έννοια της ράτσας. Θα έπρεπε ο Δικηγορικός Σύλλογος να έχει κηρύξει απεργία επ΄ αόριστον για να ξεκουνήσει τον συντηρητικό νομοθέτη. Είναι ένας νόμος που μας προσβάλλει όλους. Με αυτή την έννοια, ίσως ήταν έλλειψη τακτ να προσκληθεί στη γιορτή της Δημοκρατίας μία κοπέλα που η Δημοκρατία μας θέλει να αγνοεί. Αλλά, από την άλλη μεριά, ήταν δείγμα εμπιστοσύνης στη Δημοκρατία. Η οποία οφείλει να επανορθώσει τάχιστα αυτό το μεγάλο λάθος που αμαυρώνει την εικόνα της και του χρόνου να γιορτάσει με μερικές χιλιάδες νέους πολίτες της. Στο Σύνταγμα, για να χωρέσουν.
Τρίτη 29 Ιουλίου 2008
Ευτυχώς ξεχνάμε
Πώς τα καταφέρνει η Σερβία; Γιατί εμείς εδώ, δυσκολευόμαστε. Ως σύμμαχοι και αδερφοί ορθόδοξοι, που κάποτε αφεθήκαμε να πάρουμε θέση με ενθουσιασμό σε έναν εμφύλιο τον οποίο δεν καταλαβαίναμε. Θυμάμαι ακόμα μια φωτογραφία του Σαββόπουλου με τον Κάρατζιτς αγκαλιά, τη θυμάμαι ακριβώς επειδή δεν την είχα καταλάβει. Η λεζάντα δεν εξηγούσε τι δουλειά είχε ο Σαββόπουλος με έναν πολέμαρχο, ούτε γιατί χαμογελούσε πλατιά. Ίσως ήθελε να πει ότι στους πολέμους παίρνουμε μέρος, δεν καθόμαστε να κοιτάμε ουδέτερα, κι οι Έλληνες ανεπισήμως σε εκείνον τον πόλεμο είχαν πάρει το μέρος των Σέρβων χωρίς να εξετάζουν λεπτομέρειες. Αγαπούσαν τους Σέρβους γι΄ αυτό που ήσαν, ή που νόμιζαν ότι ήσαν, όχι για όσα έκαναν. Επισήμως η Ελλάδα είχε άλλη πολιτική, κι αυτό έκανε πολλούς Έλληνες να νιώθουν πικραμένοι. Κι η επίσημη Ελλάδα δεν εξηγούσε γιατί είχε άλλη πολιτική, όπως απέφευγε να εξηγεί τόσα.
Χρειάζονται ενέργεια οι εξηγήσεις, που δεν είχε, χρειάζονται εκπαίδευση.
Τώρα που συνελήφθη ο Κάρατζιτς, δεν είναι ότι επικρατεί το δίκαιο και διώκονται στ΄ αλήθεια τα εγκλήματα πολέμου, γράφουν ορισμένοι αρθρογράφοι, αλλά ότι νικήθηκε και υφίσταται τις συνέπειες της ήττας. Δεν έχουν άδικο. Αλλά αν η πλευρά Κάρατζιτς και οι Έλληνες που την υποστήριζαν θεωρούν ότι οι σφαγές αμάχων και οι εθνοκαθάρσεις είναι κάτι αποδεκτό στον πόλεμο, ενώ η άλλη πλευρά το θεωρεί απαράδεκτο, το έχει ονομάσει έγκλημα, ίσως αξίζει τον κόπο να ξανασκεφτούν και οι Έλληνες υποστηρικτές του με ποιου το μέρος είναι. Μήπως τελικά έχει σημασία το ότι η πολιτισμένη ανθρωπότητα ορίζει κάποια πράγματα ως «εγκλήματα πολέμου» και δεν πιστεύει ότι ο πόλεμος επιτρέπει τα πάντα. Οι Σέρβοι πάντως αυτό αποφάσισαν, φαίνεται.
https://www.tanea.gr/2008/07/29/opinions/analwsima-eytyxws-ksexname/
Χρειάζονται ενέργεια οι εξηγήσεις, που δεν είχε, χρειάζονται εκπαίδευση.
Τώρα που συνελήφθη ο Κάρατζιτς, δεν είναι ότι επικρατεί το δίκαιο και διώκονται στ΄ αλήθεια τα εγκλήματα πολέμου, γράφουν ορισμένοι αρθρογράφοι, αλλά ότι νικήθηκε και υφίσταται τις συνέπειες της ήττας. Δεν έχουν άδικο. Αλλά αν η πλευρά Κάρατζιτς και οι Έλληνες που την υποστήριζαν θεωρούν ότι οι σφαγές αμάχων και οι εθνοκαθάρσεις είναι κάτι αποδεκτό στον πόλεμο, ενώ η άλλη πλευρά το θεωρεί απαράδεκτο, το έχει ονομάσει έγκλημα, ίσως αξίζει τον κόπο να ξανασκεφτούν και οι Έλληνες υποστηρικτές του με ποιου το μέρος είναι. Μήπως τελικά έχει σημασία το ότι η πολιτισμένη ανθρωπότητα ορίζει κάποια πράγματα ως «εγκλήματα πολέμου» και δεν πιστεύει ότι ο πόλεμος επιτρέπει τα πάντα. Οι Σέρβοι πάντως αυτό αποφάσισαν, φαίνεται.
https://www.tanea.gr/2008/07/29/opinions/analwsima-eytyxws-ksexname/
Δευτέρα 28 Ιουλίου 2008
Περασμένα κτήματα
Σαν υπόκωφος βρασμός στα σωθικά της τυραννισμένης πόλης, η δουλειά για το Κτηματολόγιο συνεχίζεται. Γέροι και άλλοι αναξιοπαθούντες στήνονται καρτερικά στην ουρά των τραπεζών, μετά στα γραφεία του Κτηματολογίου, ακόμα και τα φωτοτυπάδικα έχουν δουλειές με φούντες στο κατακαλόκαιρο. Ε, να μην αρνηθούμε τις κτήσεις και τις κατακτήσεις μας, με ιδρώτα τις αποκτή- σαμε, με ιδρώτα τις καταγράφου- με. Μπορεί γι΄ αυτό να το όρισαν στην περίοδο της ζέστης, συμβολικά. Πολύ ψυχολόγοι οι γραφειοκράτες μας. Υπάρχουν μερικοί που ζητάνε κατανόηση και κάθονται να περιμένουν στις καρέκλες, όσοι έχουν άσπρα μαλλιά έχουν κατακτήσει το προνόμιο, έστω κι αν τους το παραχωρούν οι άλλοι με μεγάλο ζόρι. Οι γυναίκες παραδέχονται πιο δύσκολα την ηλικία τους, αλλά αν το κάνουν, όπως αυτή η ασπρομάλλα με τα λαμπερά μάτια που βρέθηκε σε μια καθιστή παρέα συνομήλικων ανδρών, αφήνονται στην ευχαρίστηση αυτή με πάθος. Τα μάτια της λάμπουν επειδή θυμάται την ίδια αυτή γειτονιά, που βασανιστικά καταγράφεται, όπως ήταν χρόνια πριν, αλλά τότε κανείς δεν είχε την πρόνοια να την καταγράψει. Θυμάται σπίτια με κήπους και αυλές, όπου κατάβρεχαν το απόγευμα και δρόσιζε, περιγράφει κεραμικά στολίδια σε στέγες και ζωγραφισμένα αετώματα σε σπίτια μικροαστικά που παρίσταναν κάτι άλλο, αλλά όχι για καιρό: γρήγορα χρειάστηκε να γκρεμιστούν, να γίνουν πολυκατοικίες, να πάρει κάθε παιδί ένα κομμάτι περιουσίας. Δεν ήταν μόνο η ασπρομάλλα νέα τότε και ωραιότερη, ήταν και η γειτονιά καλύτερη, πιο δροσερή, πιο ανεβασμένη κοινωνικά, πιο αγαπημένη από τους κατοίκους της. Αλλά όλα αυτά δεν καταγράφηκαν ποτέ, σε κανένα κτηματολόγιο. Πάνε καλιά τους, από το φτενό χώμα της Αττικής είναι σαν να ξεφύτρωσαν απευθείας οι πυκνές πολυκατοικίες που τους έλαχε η τιμή να καταγράφονται, λες και δεν υπήρξε πριν από αυτές τίποτα να κατοικήσει κανείς.
https://www.tanea.gr/2008/07/28/opinions/analwsima-perasmena-ktimata/
https://www.tanea.gr/2008/07/28/opinions/analwsima-perasmena-ktimata/
Παρασκευή 25 Ιουλίου 2008
Καλοκαιρνό διάβασμα
Φταίνε οι κακές συνήθειες, το καλοκαιρινό διάβασμα. Πώς μου ήρθε και άπλωσα το χέρι σε ένα βιβλίο του Γιώργου Ιωάννου, τι παράξενη καλοκαιρινή επιθυμία ήταν κι αυτή; Όπως σε πιάνει καμιά φορά λιγούρα για παστό ή για κάτι πολύ γλυκό με σοκολάτα, το απόγευμα, κάτι ανεξήγητο τέλος πάντων. Κι εκεί που διάβαζα προσπαθώ- ντας να νυστάξω κάτω από το αεράκι του ανεμιστήρα και να χαλαρώσει λίγο το βασανισμένο μου κορμί, πέφτω στην εξής φράση:
«Έμενε στη γειτονιά και μια Σλαβομακεδόνισσα...».
Μπα, από τη νύστα θα είναι λέω, κάνουν τα μάτια μου πουλάκια. Κοιτάζω το ταβάνι, ο ανεμιστήρας ανακατεύει τη ζεστή ατμόσφαιρα του δωματίου. Ξανακοιτάω το βιβλίο, η φράση είναι ακόμα εκεί. Κάτσε, λέω, πώς την έπαθε έτσι ο μακαρίτης; Δεν το ήξερε ότι δεν υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι οι λεγόμενοι «Σλαβομακεδόνες» και νυν πλέον «Μacedonians» παγκοσμίως, χάρη στις άοκνες ελληνικές προσπάθειες, για απλοποίηση όλων των γλωσσών (εκτός από τη δική μας που την στραμπουλάμε όλο και περισσότερο με Πουγουδουμού, ψευδοκράτη, ψευδομουφτήδες και άλλα περίπλοκα, αλλά εμάς αυτά δεν μας φοβίζουν, είμαστε λαός των μεγάλων λέξεων, των ωραίων και των αληθινών, έστω κι αν έχουν συνθετικό το ψεύδος); Αλλά, πάλι, ο Ιωάννου πέθανε τον χειμώνα του ΄85, ίσως τότε να υπήρχαν ακόμα, να είχαν ξεμείνει μερικοί στη Θεσσαλονίκη, ένα είδος υπό εξαφάνιση, κάτι σαν τα πάντα στην Κίνα...
ποιος ξέρει; Ανακατωσούρας ο καημένος κι είχε τόση φιλοπατρία, πού να ήξερε ότι χρησιμοποιούσε μερικά χρόνια πριν λέξεις που επρόκειτο να εκλείψουν μαζί με ανθρώπους που δεν υπάρχουν, η λογοτεχνική φαντασία δεν φτάνει τις περιπλοκές τής πραγματικότητας. Ας διαβάσω καλύτερα κανένα αστυνομικό, ίσως ονειρεύομαι, σαν τη κυρά αυτή, τη Σ.......σα, η οποία έβλεπε όνειρα στο συγκεκριμένο διήγημα.
https://www.tanea.gr/2008/07/25/opinions/analwsima-kalokairino-diabasma/
«Έμενε στη γειτονιά και μια Σλαβομακεδόνισσα...».
Μπα, από τη νύστα θα είναι λέω, κάνουν τα μάτια μου πουλάκια. Κοιτάζω το ταβάνι, ο ανεμιστήρας ανακατεύει τη ζεστή ατμόσφαιρα του δωματίου. Ξανακοιτάω το βιβλίο, η φράση είναι ακόμα εκεί. Κάτσε, λέω, πώς την έπαθε έτσι ο μακαρίτης; Δεν το ήξερε ότι δεν υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι οι λεγόμενοι «Σλαβομακεδόνες» και νυν πλέον «Μacedonians» παγκοσμίως, χάρη στις άοκνες ελληνικές προσπάθειες, για απλοποίηση όλων των γλωσσών (εκτός από τη δική μας που την στραμπουλάμε όλο και περισσότερο με Πουγουδουμού, ψευδοκράτη, ψευδομουφτήδες και άλλα περίπλοκα, αλλά εμάς αυτά δεν μας φοβίζουν, είμαστε λαός των μεγάλων λέξεων, των ωραίων και των αληθινών, έστω κι αν έχουν συνθετικό το ψεύδος); Αλλά, πάλι, ο Ιωάννου πέθανε τον χειμώνα του ΄85, ίσως τότε να υπήρχαν ακόμα, να είχαν ξεμείνει μερικοί στη Θεσσαλονίκη, ένα είδος υπό εξαφάνιση, κάτι σαν τα πάντα στην Κίνα...
ποιος ξέρει; Ανακατωσούρας ο καημένος κι είχε τόση φιλοπατρία, πού να ήξερε ότι χρησιμοποιούσε μερικά χρόνια πριν λέξεις που επρόκειτο να εκλείψουν μαζί με ανθρώπους που δεν υπάρχουν, η λογοτεχνική φαντασία δεν φτάνει τις περιπλοκές τής πραγματικότητας. Ας διαβάσω καλύτερα κανένα αστυνομικό, ίσως ονειρεύομαι, σαν τη κυρά αυτή, τη Σ.......σα, η οποία έβλεπε όνειρα στο συγκεκριμένο διήγημα.
https://www.tanea.gr/2008/07/25/opinions/analwsima-kalokairino-diabasma/
Τετάρτη 23 Ιουλίου 2008
Πέτρα και πανί
Το φεγγάρι μοιάζει να κρέμεται από το ψηλό κατάρτι του ιστιοφόρου στο μικρό νησιώτικο λιμάνι. Όπως κάθε φορά που βλέπουμε όμορφο σκαρί, στεκόμαστε να το θαυμάσουμε και τα αγόρια της παρέας υπολογίζουν μήκος και ύψος. Πάντα θαυμάζω τα αγόρια της παρέας, όταν κάνουν τέτοιους υπολογισμούς. Επιπλέον, βρίσκουν το σωστό αποτέλεσμα, πράγμα που ίσως βοηθάει να ονειρεύεται κανείς ταξίδια εναλλακτικά, με την ενέργεια του αέρα, μέρες ολόκληρες στη θάλασσα με το δέρμα να ψήνεται, τα μαλλιά να ξανθαίνουν... Τι καλέσματα φυγής τα γραφικά λιμανάκια, με τις σημαίες ιστιοφόρων να προκαλούν, με λυγερούς ανθρώπους από μέρη μακρινά να κυκλοφορούν σε στενά καταστρώματα και μαδέρια, να πατάνε το πόδι στο ίδιο μουράγιο που έφτασες κι εσύ με το πλοίο της γραμμής και να κάθονται στο ίδιο ουζερί για μεζεδάκια. Μόνο που η θάλασσα δεν φαίνεται, διπλή σειρά πολυτελών αυτοκινήτων σε θηριώδη μεγέθη έχουν παρκάρει κολλητά και εμποδίζουν το πάντα επίκαιρο θέαμα του φεγγαριού όταν καθρεφτίζεται στα νερά. Ίσως είναι καλύτερα έτσι, να μη γινόμαστε πολύ ρομαντικοί, μετά η επιστροφή δημιουργεί νευρικό κλονισμό. Το νησί έχει γεμίσει πέτρινα εξοχικά, δεν ξεχωρίζουν καθόλου στο τοπίο, ας είναι καλά οι Αλβανοί μαστόροι που δούλευαν ακόμα την πέτρα την εποχή που οι Έλληνες μπορούσαν να αποκτούν μαζικά δεύτερη κατοικία. Τα πανιά και τα κατάρτια σε καλούν σε περιπέτειες, η αρμολογημένη πέτρα σε καλεί σε εγκατάσταση. Υπέροχα νησιά των αντιφάσεων. Δεν προλαβαίνουμε να διαλέξουμε, μπαίνουμε ξανά σειρά στο πλοίο της γραμμής και πίσω στον φούρνο.
Δευτέρα 21 Ιουλίου 2008
Αναχωρήσεις
Στην αποβάθρα, κάτω από τον καυτό ήλιο, στεκόμαστε οι ταξιδιώτες μέσα σε ευλαβική σιγή. Οι υποψήφιοι ταξιδιώτες θα έπρεπε να πω. Φυσάει τόσο δυνατά και είναι τόσο γυμνή η προβλήτα, τόσο πολύ κουνιούνται τα υπόστεγα και βροντοχτυπάνε, τόσο αυστηρό ύφος έχουν οι λιμενικοί, να είναι λιμενικοί; Κάτι πολύ σπουδαίο είναι στα σίγουρα, δίνουν παραγγελίες χωρίς να μας κοιτούν, συνοφρυωμένοι, θυμωμένοι σχεδόν που τους ενοχλούμε θέλοντας να χρησιμοποιήσουμε το καράβι τους για να πάμε στα νησιά.
Αλλά μήπως φταίμε εμείς γι΄ αυτό; Μας παρέσυρε παιδιόθεν η ποίηση, Ελύτης, Γκάτσος, βάλε και τον Καζαντζάκη προηγουμένως με τη διαβεβαίωση ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από το να ταξιδεύεις στο Αιγαίο. Θα είχε πει και για το Ιόνιο, δεν μπορεί. Υπάρχει διάχυτος ένας φόβος, θα μας πάρει το καράβι; Θα μας χωρέσει; Πληρώσαμε τα εισιτήρια διπλάσια από όσο είχαμε δώσει την τελευταία φορά, αλλά αυτό δεν είναι εγγύηση. Μάλλον ανασφάλεια μάς προκαλεί, φτάνουν τόσα; Μήπως πρέπει να προσφέρουμε κάτι ακόμα, μια εγγύηση, ένα βιογραφικό, ότι είμαστε καλοί άνθρωποι, δεν έχουμε κακό σκοπό ταξιδεύοντας. Μη μας βλέπετε σαν πειρατές, άλλαξαν οι καιροί και οι αιώνες, σκοπεύουμε να τιμήσουμε τις ταβέρνες, να πληρώσουμε τα μπαρμπούνια στην τιμή που θα μας ορίσουν, ομοίως και τη χωριάτικη. Αφήστε μας να ανέβουμε στο πλοίο. Θα εκτελέσουμε όσο καλύτερα μπορούμε την άσκηση παρκαρίσματος μέσα στην κοιλιά του φεριμπότ με τον άγριο παρκαδόρο να δοκιμάζει τις ικανότητές μας στο απαλό άγγιγμα της λαμαρίνας του διπλανού χωρίς να τη γρατζουνίσουμε. Θα βολευτούμε όπως όπως στα σαλόνια και στα αλώνια του καταστρώματος. Θα είμαστε προσεκτικοί και φρόνιμοι. Και δεν θα το ξανακάνουμε, το υποσχόμαστε. Ίσως αυτό να είναι η μόνη λύση.
Αλλά μήπως φταίμε εμείς γι΄ αυτό; Μας παρέσυρε παιδιόθεν η ποίηση, Ελύτης, Γκάτσος, βάλε και τον Καζαντζάκη προηγουμένως με τη διαβεβαίωση ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από το να ταξιδεύεις στο Αιγαίο. Θα είχε πει και για το Ιόνιο, δεν μπορεί. Υπάρχει διάχυτος ένας φόβος, θα μας πάρει το καράβι; Θα μας χωρέσει; Πληρώσαμε τα εισιτήρια διπλάσια από όσο είχαμε δώσει την τελευταία φορά, αλλά αυτό δεν είναι εγγύηση. Μάλλον ανασφάλεια μάς προκαλεί, φτάνουν τόσα; Μήπως πρέπει να προσφέρουμε κάτι ακόμα, μια εγγύηση, ένα βιογραφικό, ότι είμαστε καλοί άνθρωποι, δεν έχουμε κακό σκοπό ταξιδεύοντας. Μη μας βλέπετε σαν πειρατές, άλλαξαν οι καιροί και οι αιώνες, σκοπεύουμε να τιμήσουμε τις ταβέρνες, να πληρώσουμε τα μπαρμπούνια στην τιμή που θα μας ορίσουν, ομοίως και τη χωριάτικη. Αφήστε μας να ανέβουμε στο πλοίο. Θα εκτελέσουμε όσο καλύτερα μπορούμε την άσκηση παρκαρίσματος μέσα στην κοιλιά του φεριμπότ με τον άγριο παρκαδόρο να δοκιμάζει τις ικανότητές μας στο απαλό άγγιγμα της λαμαρίνας του διπλανού χωρίς να τη γρατζουνίσουμε. Θα βολευτούμε όπως όπως στα σαλόνια και στα αλώνια του καταστρώματος. Θα είμαστε προσεκτικοί και φρόνιμοι. Και δεν θα το ξανακάνουμε, το υποσχόμαστε. Ίσως αυτό να είναι η μόνη λύση.
Δευτέρα 14 Ιουλίου 2008
Στο περιθώριο
Εφόσον όλα τα ναρκωτικά είναι παράνομα, οι άνθρωποι που τα χρησιμοποιούν ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας η οποία ρυθμίζεται από νόμους. Τους βλέπουμε κάθε μέρα δίπλα μας, στον πεζόδρομο της Τοσίτσα, στην πλατεία Θεάτρου, οπουδήποτε. Το βλέμμα μας προσπαθεί να τους αποφύγει, όπως οι νόμοι αποφεύγουν χωρίς προσπάθεια να αντιμετωπίσουν την ύπαρξή τους. Για τους νόμους μας οι άνθρωποι αυτοί δεν υπάρχουν. Στον παράλληλο κόσμο τους φτιάχνουν δικούς τους νόμους. Είναι το προνόμιο της αναρχίας, που σου εξασφαλίζει η πλήρης απαγόρευση. Όπως η Μαφία τον καιρό της ποτοαπαγόρευσης. Έτσι, εμείς έχουμε νόμους που έχουν περάσει χιλιάδες χρόνια επεξεργασίας και επιστήμης, κι ίσως δεν είναι οι καλύτεροι δυνατοί, αλλά όσο να ΄ναι κάποια σοφία, κάποια γνώση παλιά και σύγχρονη, κάποια επιείκεια, κάποια ανθρωπιά έχουν ενσωματώσει. Κι εκείνοι έχουν νόμους που τους φτιάχνουν άνθρωποι σαν αυτόν τον έμπορο ο οποίος έστειλε τους πελάτες του να τιμωρήσουν τον κλέφτη με λιθοβολισμό στην Πάρνηθα. Φτάνει λοιπόν κάποια στιγμή που η βαρβαρότητα πρέπει να μας κάνει να το ξανασκεφτούμε. Οφείλει να μας κάνει. Γιατί, τι αξία έχουν οι επίσημοι, οι τόσο δουλεμένοι κι επικυρωμένοι κι επιστημονικοί μας νόμοι, αν αφήνουν στο περιθώριό τους έναν ολόκληρο κόσμο που ξεκινάει να βάζει τους δικούς του από αρχής της ανθρωπότητας και καθιερώνει τιμωρίες και αμοιβές πιο πρωτόγονες και σκληρές από του Ασουρμπανιπάλ; Κάτι δεν πάει καλά και στο δικό μας σύστημα, κάποια παράλειψη κάνουμε ως έννομη κοινωνία. Αυτό το περιθώριο που δημιουργούν οι απαγορεύσεις μάς κλείνει μάτια κι αυτιά, αλλά ώς πότε; Δεν είναι μόνο η απειλή για όσους μπλέκουν που πρέπει να μας κινητοποιήσει, είναι η ίδια η έννοια των νόμων και της ανάγκης τους που κινδυνεύει από αυτή τη στάση.
Παρασκευή 11 Ιουλίου 2008
Άσπρα φανάρια
Στην οδό Φυλής είναι δύσκολο να περάσεις, πεζός ή εποχούμενος. Ο δρόμος είναι στενός, στα ακόμα πιο στενά πεζοδρόμια παρκάρουν αυτοκίνητα. Τα σπίτια με τη γυμνή λάμπα, μίζερη εξέλιξη του κόκκινου φαναριού, είναι παλιά, παρατημένα, ετοιμόρροπα. Πολλά έχουν αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, αν τα κοιτάξει κάποιος με ψυχραιμία, αλλά το κυριότερο, για τον διερχόμενο, είναι να σιγουρευτεί ότι δεν θα γκρεμιστούν στο κεφάλι του όταν περπατάει από κάτω. Και φυσικά, στο περιβάλλον αυτό τα σκουπίδια ανθούν και συσσωρεύονται, αιώνια παρατημένες σακούλες, βρώμα και δυσωδία. Το όλο ντεκόρ προφανώς συντηρείται για να ενισχυθεί το αίσθημα ενοχής του πελάτη των πορνείων κι ακόμα περισσότερο η κοινωνική απαξίωση απέναντι στις επαγγελματίες που εκδίδονται. Μη τυχόν και ξεχαστούν, και νομίσουν ότι επιτελούν κοινωνικό έργο ή κάτι τέτοιο. Υπάρχουν πολλοί φιλοσοφούντες που αναλύουν την καλλιέργεια αισθημάτων ενοχής στην κουλτούρα των καθολικών και των πουριτανών, αλλά η σύγχρονη αθηναϊκή υποκρισία έχει μείνει πίσω ως αντικείμενο ανάλυσης. Οι ιερόδουλες, όπως το λέμε σε κομψή δημοσιογραφική γλώσσα, βγήκαν προχτές με καύσωνα στους δρόμους της Αθήνας να διαμαρτυρηθούν για τον νόμο που τις περιορίζει ακόμα περισσότερο, φορώντας φερετζέ. Να μην τις γνωρίσουν οι γνωστοί από την τηλεόραση, ίσως και οι συγγενείς τους;
Δύσκολο να διεκδικείς οτιδήποτε με καλυμμένο πρόσωπο, έχοντας ενσωματώσει την καταδίκη που σου απαγγέλλουν. Κινδυνεύεις να τη δικαιώσεις, να δημιουργήσεις αίσθημα ικανοποίησης ανάλογο με το χάλι του δρόμου και το χλευαστικό βάρος των λέξεων. Περνάνε νύχτες με χειροπέδες στα κρατητήρια, αν και νόμιμες, κατήγγειλαν οι γυναίκες που αίρουν την αμαρτία του κόσμου, κι ίσως περισσότεροι συντοπίτες μας ένιωσαν ανακούφιση για τη δική τους δυνατότητα να κοιμούνται κάθε βράδυ στο κρεβάτι τους, παρά συμπαράσταση και συμπόνια, παρά θυμό για την απαράδεκτη συμπεριφορά των «οργάνων της τάξης».
https://www.tanea.gr/2008/07/11/opinions/analwsima-aspra-fanaria/
Δύσκολο να διεκδικείς οτιδήποτε με καλυμμένο πρόσωπο, έχοντας ενσωματώσει την καταδίκη που σου απαγγέλλουν. Κινδυνεύεις να τη δικαιώσεις, να δημιουργήσεις αίσθημα ικανοποίησης ανάλογο με το χάλι του δρόμου και το χλευαστικό βάρος των λέξεων. Περνάνε νύχτες με χειροπέδες στα κρατητήρια, αν και νόμιμες, κατήγγειλαν οι γυναίκες που αίρουν την αμαρτία του κόσμου, κι ίσως περισσότεροι συντοπίτες μας ένιωσαν ανακούφιση για τη δική τους δυνατότητα να κοιμούνται κάθε βράδυ στο κρεβάτι τους, παρά συμπαράσταση και συμπόνια, παρά θυμό για την απαράδεκτη συμπεριφορά των «οργάνων της τάξης».
https://www.tanea.gr/2008/07/11/opinions/analwsima-aspra-fanaria/
Oι Αθηναίοι δεν μένουν πια εδώ.
Oι Αθηναίοι δεν μένουν πια εδώ. Έφτιαξαν αυτή την πόλη ερήμην τους, αν και ιδιοχείρως. Είναι από τα παράδοξα του σύγχρονου ανθρώπου. Αφού με σχέδια σοφά και δύσκολες Πολεοδομίες έβγαζαν, και βγάζουν ακόμα, τον μεγαλύτερο δυνατό όγκο κέρδους ανά τετραγωνικό, μάζεψαν το βιος τους σε χαρτόκουτα και μετακόμισαν σε σπίτια που είχαν λίγο αέρα, λίγο πράσινο, λίγο χώρο να ανασάνουν. Κι αφού έβγαλαν κι από κει τον μεγαλύτερο δυνατό όγκο κέρδους ανά τετραγωνικό, ξαναμάζεψαν το βιος τους και πήγαν ακόμα μακρύτερα, με περισσότερο αέρα και πράσινο, να ανασαίνουν ακόμα πιο καλά. Περιπλανώμενοι αγωνιστές για μια καλύτερη ζωή, όσοι μπορούν και προλαβαίνουν, το ξανακάνουν. Άλλοι δεν τα καταφέρνουν, ξεμένουν σε μια πόλη που υψώνει γύρω τους τείχη και καγχάζει με την αμηχανία τους. Τα καλοκαίρια δεν ξέρουν πού να κρυφτούν, μπαίνουν κι αυτοί σε ένα γιωταχί, σε ένα λεωφορείο, σε ένα τροχόσπιτο, ξεκινάνε με το καραβάνι. Για λίγο αέρα, λίγο πράσινο, λίγο χώρο να ανασάνουν. Κι όσοι μένουν Σαββατοκύριακα στην πόλη, περπατάνε κι απορούν, τόσα κουτιά, τόσα παράθυρα, τόσοι όροφοι, τόσα συγκροτήματα κατοικιών, σε τι χρησιμεύουν; Αφού δεν κατοικεί κανείς, όλοι λείπουν, έχουν αφήσει τα μπαλκόνια τους βρώμικα να μαζεύουν σκόνη, τις τέντες σκισμένες, τις πλάκες του πεζοδρομίου μαύρες από την κολλημένη γλίτσα. Μα πώς έγιναν όλα αυτά από ανθρώπους- φαντάσματα, που αλλού ζουν κι αλλού περνάνε, πότε πρόλαβαν κι ήρθαν εδώ και έφτιαξαν ό,τι έφτιαξαν; Φυσάει και φέρνει στα πρόσωπά τους χαρτιά μυστηριώδη που τους χαστουκίζουν με τη δύναμη πέντε Μποφόρ, οκτώ, εννέα. Μα τι είναι αυτό το περιστρεφόμενο χαρτομάνι; Α, ναι, τίτλοι ιδιοκτησίας, δικαιώματα, Κτηματολόγιο..
Τετάρτη 9 Ιουλίου 2008
Σαν όνειρο μου φάνηκε
ΕΚΤΟΣ από τα ελληνικά νησιά της «Μάμα μία», υπάρχει και η Αθήνα του «Ονείρου καλοκαιρινής νύχτας». Εκεί που βασιλιάς είναι ο Θησέας και βασίλισσα η Ιππολύτη, και δυο ζευγάρια ερωτευμένων κυνηγιούνται στα δάση όπου τα ξωτικά έχουν δικές τους διαφορές. Η πιο ονειρεμένη Αθήνα, στο πιο ονειρεμένο έργο του Σαίξπηρ, όπερα του Μπρίτεν, παράσταση της Όπερας της Λυών στο Μέγαρο Μουσικής, πρωτοπορία στην αναπαραγωγή ονείρων.
Φαίνεται ότι η τέχνη αρχίζει να το καταφέρνει, έχει φτάσει σε σημείο να σε κάνει να νιώθεις την έκπληξη και τις απολαύσεις, την αίσθηση που σου χαρίζουν τα όνειρα όταν είναι όμορφα, την ανεπανάληπτη γεύση τους. Δεν θα ήταν εύκολο να ειπωθεί η συνταγή, αλλά μάλλον δίνει κάποια ώθηση η πρωτοτυπία.
Κάτι που δεν το περιμένεις δηλαδή, και βλέποντάς το λες, μα πώς δεν το είχε σκεφτεί κανείς, η ιδέα υπήρχε στο βάθος του μυαλού, στο βάθος του κειμένου. Κι ανοίγει η καρδιά σου σιγά σιγά, και αγκαλιάζει πρόθυμα τη μουσική και το τραγούδι, την ιστορία που την ξέρεις, αλλά δεν χάνει τη μαγεία της.
Μάλιστα το ότι την ξέρεις και την αναγνωρίζεις ξανά σού δημιουργεί μια πρόσθετη συγκίνηση, που μεγαλώνει την ευωχία, και δεν χορταίνεις να βλέπεις και να ακούς, δεν βρίσκεις λόγια να μιλήσεις όταν βγεις έξω. Και είναι τότε σαν να ξυπνάς από ένα όμορφο όνειρο: βρίσκεσαι στην αληθινή Αθήνα, τα ξωτικά δεν είναι μέσα στα δάση πια, κυκλοφορούν στην πόλη φρενιασμένα, δεν είναι σε θέση να βοηθήσουν τους ανθρώπους, μόνο να τους τρελάνουν, επειδή τα δάση τους κάηκαν ίσως και οι πηγές τους στέρεψαν. Αλλά έστω και για λίγο, ένα όνειρο χαρίζει κουράγιο να αντέξεις.
Φαίνεται ότι η τέχνη αρχίζει να το καταφέρνει, έχει φτάσει σε σημείο να σε κάνει να νιώθεις την έκπληξη και τις απολαύσεις, την αίσθηση που σου χαρίζουν τα όνειρα όταν είναι όμορφα, την ανεπανάληπτη γεύση τους. Δεν θα ήταν εύκολο να ειπωθεί η συνταγή, αλλά μάλλον δίνει κάποια ώθηση η πρωτοτυπία.
Κάτι που δεν το περιμένεις δηλαδή, και βλέποντάς το λες, μα πώς δεν το είχε σκεφτεί κανείς, η ιδέα υπήρχε στο βάθος του μυαλού, στο βάθος του κειμένου. Κι ανοίγει η καρδιά σου σιγά σιγά, και αγκαλιάζει πρόθυμα τη μουσική και το τραγούδι, την ιστορία που την ξέρεις, αλλά δεν χάνει τη μαγεία της.
Μάλιστα το ότι την ξέρεις και την αναγνωρίζεις ξανά σού δημιουργεί μια πρόσθετη συγκίνηση, που μεγαλώνει την ευωχία, και δεν χορταίνεις να βλέπεις και να ακούς, δεν βρίσκεις λόγια να μιλήσεις όταν βγεις έξω. Και είναι τότε σαν να ξυπνάς από ένα όμορφο όνειρο: βρίσκεσαι στην αληθινή Αθήνα, τα ξωτικά δεν είναι μέσα στα δάση πια, κυκλοφορούν στην πόλη φρενιασμένα, δεν είναι σε θέση να βοηθήσουν τους ανθρώπους, μόνο να τους τρελάνουν, επειδή τα δάση τους κάηκαν ίσως και οι πηγές τους στέρεψαν. Αλλά έστω και για λίγο, ένα όνειρο χαρίζει κουράγιο να αντέξεις.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.
Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...
-
Πήρα χτες το απογευματάκι το μετρό. Είχε κόσμο, έμεινα όρθια κι άκουγα έναν καυγά να εκτυλίσσεται ανάμεσα σε δυο καθημένους σε θέσεις αντι...
-
Από τη δεκαετία του 1970, που τέλειωσα τις δευτεροβάθμιες σπουδές μου, δεν καταλαβαίναμε γιατί μαθαίναμε λατινικά. «Θα σας χρειαστούν στ...