Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Ας φρόντιζαν

-Στρίψε εδώ!
-Δεν πάει, κοίτα την πινακίδα!
-Πάει, αλλά το αυτοκόλλητο έχει μπει έτσι που φαίνεται ανάποδα!
-Σίγουρα πάει;
-Την ξέρω τη γειτονιά, εδώ μένω!
Οκέι λοιπόν, στρίβω, καθότι όντως δίπλα μου κάθεται παγκρατιώτισσα βέρα και είμαστε στο Παγκράτι. Όχι όπως χτες που ήμουνα με ξένη στα Πατήσια, δηλαδή κάτοικο της πλατείας Παπαδιαμάντη, κι εγώ δίπλα κυψελιώτισσα, δεν ξέραμε τους δρόμους και μας κορνάριζαν σε κάθε σταυροδρόμι. Δεν υπήρχε πινακίδα σώα, όλες καλυμμένες με αυτοκόλλητα ή μουτζουρωμένες. Μόνο με ντόπιο δίπλα σου έβρισκες το δρόμο. Κοιτούσαμε τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα για να βγάλουμε συμπέρασμα, όμως κάποιος είχε παρκάρει ανάποδα, στρίψαμε λάθος και κοντέψαμε να πέσουμε στον απέναντι. 
Γιατί τόσο μίσος στις πινακίδες; Εκπροσωπούν κι αυτές το κράτος, την τάξη, τους κανόνες, τέτοια πράγματα εξοβελιστέα προφανώς, οπότε καλύπτονται και καταστρέφονται με επαναστατική ηδονή. Είναι πολλές, είναι παντού, ποιος να τις φροντίσει και να τις καθαρίσει; Μπορεί να μην είναι αρμόδιο το Υπουργείο αλλά ο Δήμος, ποιος να ξεμπλέξει με τις αρμοδιότητες; Δύσκολο πράγμα τα όρια της ευθύνης, ή μάλλον της ανευθυνότητας, οπότε άστα καλύτερα. Δεν έχεις παρά να μη φεύγεις από τη γειτονιά σου. Στρατηγέ, τι γύρευες στο Παγκράτι, εσύ μια κυψελιώτισσα; Αμ στα Πατήσια νυχτιάτικα; Δεν ξέρεις ότι ο κόσμος δεν κυκλοφορεί σ' αυτά τα μέρη; Να θες να νυχτοπερπατάς σε ξένες γειτονιές είναι ύποπτο. Αν δεν ξέρεις πού πας, αν δεν έχεις προορισμό σοβαρό, όψη αξιοσέβαστη. Γι αυτό κι ο οδηγός του λεωφορείου νευρίασε όταν τον ρώτησες "Πού πάει το λεωφορείο;" Γύρισε, σε κοίταξε αυστηρά, είπε κάτι που δεν άκουσες, κι όταν τόλμησες να ζητήσεις διευκρίνηση άκουσες τις βρισιές σου. "Άει παράτα μας πού' χεις όρεξη για κουβέντα!" 
Σωστά, γιατί να έχεις όρεξη για κουβέντα; Μήπως με νοήματα θα μπορούσε να γίνει η δουλειά;  Κι αυτοί οι χορηγοί με τον Καβάφη, δεν μπορούσαν να ρίξουν τα λεφτά τους για μερικούς χάρτες, για μερικές ταμπελίτσες και σχεδιαγράμματα διαδρομών; Να περιμένεις λέει στη στάση και να βλέπεις πού θα πάνε τα λεωφορεία, πού ακριβώς θα πάνε, όχι μόνο μυστηριώδη ονόματα στάσεων αλλά γειτονιές, τοποθεσίες, ονόματα δρόμων, κανονικό σύστημα προσανατολισμού, σαν αυτό που... ΄Οχι, μην το πεις, σαν αυτό που έχουν οι ευρωπαϊκές πόλεις, πάλι θα σε πουν ευρωλιγούρα και δεν θα σε πάρουν στα σοβαρά.
 Σαν αυτό που είχε η Βυζαντινή αυτοκρατορία τότε; 
Μα δεν υπήρχαν λεωφορεία στο Βυζάντιο! 
Σαν αυτό που θα έβαζε η Βυζαντινή αυτοκρατορία αν υπήρχε ακόμα σήμερα; 
Δεν θα ήταν αυτό ποίηση; Δεν θα είχε λυρισμό και συγκίνηση; Χάρτες στις στάσεις. Καθαρές πινακίδες στους δρόμους; Ποιος χορηγός, ποιος αρμόδιος, ποιος ευεργέτης θα μπορούσε ν' ασχοληθεί με κάτι τόσο ταπεινό; Ποιος ποιητής θα μπορούσε να πείσει αυτόν τον τόσο ποιητικό κι εξόχως φιλολογικό λαό να εκτιμήσει τις εξωγλωσσικές πινακίδες της Τροχαίας και να διαδώσει την ανάγκη της πεζής γνώσης των διαδρομών που κάνουν λεωφορεία και λοιπά ΜΜΜ;

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Η μαμή της Ιστορίας είναι στο χρονοντούλαπο

Στην ιστορία της τέχνης μαθαίνουμε τη σημασία της προοπτικής. Αρχίζει να χρησιμοποιείται την εποχή που ονομάζουμε Αναγέννηση, εποχή πραγματικής επανάστασης στη σκέψη και στις πάσης φύσεως απεικονίσεις που πυροδοτούν νέα σκέψη, που επινοεί νέες απεικονίσεις, κοκ. Με την προοπτική οι σκηνές που φαίνονταν επίπεδες, μοιάζουν πια εκ των υστέρων ναΐφ, σαν παιδικά σχέδια. Οι καλλιτέχνες έμαθαν να φτιάχνουν κάναβο, να δίνουν βάθος στην εικόνα. Χωρίς να ξεφύγουν από το επίπεδο, του έδωσαν νέα διάσταση. Αν ξαναφτιάξεις εικόνες χωρίς προοπτική θα είσαι πια συνειδητά ναΐφ. Μπορεί να ζωγραφίζεις πανέμορφα, αλλά θα είσαι στο περιθώριο. 
Μιλάμε για τη βία σα να μην έχουμε ανακαλύψει ακόμα την κάναβο και την προοπτική που βάζει τα πράγματα σε σωστές διαστάσεις. Μα η γαλλική επανάσταση έστηνε αγχόνες! Μα η ρώσικη είχε αίμα, η ελληνική επίσης, όλες τελοσπάντων οι επαναστάσεις ήταν κόκκινες. Το λένε κι οι ποιητές. 
Με την ποίηση πώς να τα βάλεις; Οι μεταφορές γίνονται κυριολεξίες αν κάποιος θέλει να τις προφέρει έτσι, ενώ στην πραγματικότητα κυριολεκτώντας τις ξανακάνει μεταφορές. Η λογική πάντως θα έλεγε ότι η γαλλική επανάσταση δεν επινόησε τις αγχόνες. Ξεκίνησε σε μια εποχή που υπήρχαν αγχόνες, οι εκτελέσεις ήταν δημόσιες και αποτελούσαν μέρος των προσφερομένων θεαμάτων, επειδή οι νόμοι και οι πολίτες, και η εξουσία, και η κοινωνία, όλοι τέλος πάντων πίστευαν ότι ήταν θέαμα εποικοδομητικό, παραδειγματικό και ψυχωφελές. Η θανατική ποινή αποφασιζόταν για ψύλλου πήδημα και εκτελούνταν χωρίς αναβολές. Η περίοδος της τρομοκρατίες στη γαλλική επανάσταση μπορεί να συνετέλεσε μακροπρόθεσμα στην κατάργηση της ποινής αυτής, αφού οι άνθρωποι ξεπέρασαν τα όρια της αντοχής τους να βλέπουν κεφάλια να κόβονται μέχρι να στομώνει η γκιλοτίνα. 
Η ελληνική επανάσταση, και η ρώσικη παρομοίως. Έγιναν σε εποχές βίαιες, το αίμα έρεε άφθονο παντού. Εξάλλου η Ευρώπη υπήρξε βίαιη μέχρι κι όταν μεγάλωνε η γενιά των δικών μου γονιών. Η μητέρα μου, 86 χρονών σήμερα, στην εφηβεία της είχε δει στρατιώτες να ακρωτηριάζονται στο νοσοκομείο, είχε δει κρεμασμένους στην πλατεία του Αγρινίου όπου ζούσε, κι είχε ακούσει πυροβολισμούς εκτελέσεων στη διάρκεια της Κατοχής. Ούτε εφτά δεκαετίες δεν έχει η Ευρώπη που αποφάσισε να ζήσει χωρίς πόλεμο και σχεδόν το κατάφερε, σχεδόν. Ακόμα λιγότερος καιρός έχει περάσει αφότου καταργήθηκε σιγά σιγά, σε μια -μια χώρα, η θανατική ποινή. Φιλοσοφικά η προσπάθεια για την επιβολή αυτών των ιδεών είχε αρχίσει πριν αιώνες, αλλά το να γίνουν πράξη πήρε επίσης αιώνες. 
Ωστόσο οι θιασώτες της βίας θέλουν να αγνοούν αυτή την εξαιρετικά αργή και εύθραυστη, πιθανότατα, εξέλιξη. Σα να ζωγραφίζουν χωρίς προοπτική, μιλάνε για τη γαλλική επανάσταση λες κι έγινε στον αέρα, εκτός τόπου και κυρίως εκτός χρόνου, σα στάμπα με τον Τσε που αιωρείται απο μπλουζάκι σε μπλουζάκι και ξεσηκώνει κορίτσια κι αγόρια. 
Ο οποίος Τσε παρεπιμπτόντως, πίστευε επίσης στη βία και την εφάρμοζε, αλλά είπαμε, ήταν εξίσου αρχαίος με τον Ροβεσπιέρο, κι η πουδραρισμένη περούκα θα του πήγαινε εξίσου με το ελεύθερο μαλλί. 
Το ποτάμι όμως δεν γυρίζει πίσω, κι ο καθένας τους είναι μαρμαρωμένος στον καιρό του. Ενώ το σήμερα κυματίζει κι αναζητά τις δικές του λέξεις και τους δικούς του τρόπους.

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

Λίγη βροχούλα

Με βάζετε σε πειρασμό με τις αναμνήσεις σας από τον Οκτώβριο του '81, να γράψω κι εγώ τις δικές μου. 
Λοιπόν, δούλευα στην Αυγή, και παρακολουθούσα το ΠαΣοΚ στην προεκλογική εκστρατεία. Είχα ένα είδος αφέλειας, καθότι είχα επιστρέψει από το Παρίσι τον Ιούλιο, κι ένα είδος σοφίας, γιατί εκτιμούσα ανά πάσα στιγμή την άνοδο του ΠαΣοΚ, δεν την έβλεπα δηλαδή όπως οι περισσότεροι του ΚΚΕες σαν κάτι αρνητικό. Είχα ταξιδέψει με τον Παπανδρέου και την κουστωδία των δημοσιογράφων στην Κρήτη, στη Θεσσαλονίκη, και σε άλλες πόλεις, δεν θυμάμαι ακριβώς ποιες άλλες, αυτά έχω κρατήσει στη μνήμη. Τη συγκέντρωση της Θεσσαλονίκης την ξαναβλέπω καθαρά, βρισκόμασταν στο ξενοδοχείο Ηλέκτρα  και κοιτούσαμε τον κόσμο από ψηλά να έχει πλημμυρίσει μέχρι τη θάλασσα την Αριστοτέλους, και να δονείται στις αραιές φράσεις του Αντρέα. Έσκυβα σ' ένα διπλανό παράθυρο από εκείνο που μιλούσε. Δεν είχαν τότε καραμούζες και φωτοβολίδες και σημαίες, έβλεπες κυρίως μιλιούνια κεφάλια. Είχα συγκινηθεί, αυτή είναι η λέξη. Τόσος κόσμος, τόση χαρά. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούσα να συμπαθήσω τον Παπανδρέου ζώντας κοντά του όλες εκείνες τις μέρες. Είχε κάτι το ψυχρό επάνω του, δεν μπορούσα να το προσδιορίσω, εξάλλου κανένας μάλλον δεν το συμμεριζόταν σαν άποψη, οι περισσότεροι τον έβρισκαν αντίθετα θερμό και χαρισματικό. Εμένα μου φαινόταν ότι πιο πολύ είχε απορροφήσει την ανάγκη του κόσμου να συντονιστεί σε ένα είδος λατρείας προς έναν ηγέτη, παρά την ενέπνεε. Ώρες ώρες μου φαινόταν σα να πλήττει, σα να ξαφνιάζεται. Τέλος πάντων. Είναι εντελώς προσωπικά όλ' αυτά. Δεν μου άρεσε και εμφανισιακά, δεν λειτουργούσε προσωπικά σε μένα καμία έλξη, γούστα είν' αυτά, ωστόσο είχα απολαύσει το θρίαμβο της περιοδείας του σαν ένδειξη του πόσο πολύ οι άνθρωποι επιθυμούσαν αλλαγές στη ζωή τους, αυτή η λέξη, 'αλλαγή' ήταν και το φετίχ της προεκλογικής του εκστρατείας. 
Στη συγκέντρωση της Αθήνας ήμουν πάλι στο ρεπορτάζ, πάλι σε παράθυρο του ξενοδοχείου κοντά του, πάλι με κόσμο τρομερό στην πλατεία. Ήξερα πολύ καλά ότι θα κέρδιζε τις εκλογές, δεν ξαφνιάστηκα καθόλου, χάρηκα στ' αλήθεια, και το βράδυ των εκλογών στα γραφεία του ΚΚΕ εσωτερικού είχα μάλλον ξαφνιαστεί με την κατήφεια πολλών συντρόφων. Πάμε κι εμείς να γιορτάσουμε, τους είπα, αλλά δεν ήρθε κανείς, όχι αμέσως τουλάχιστον, οπότε πήρα κι εγώ μια σημαία του ΚΚΕ εσωτερικού και βγήκα μόνη μου μέσα στις πράσινες του ΠαΣοΚ και βολτάριζα και την ανέμιζα. 
Ο Λεωνίδας Κύρκος είχε κάνει το ίδιο, έγραψε σήμερα η Βένα Γεωργακοπούλου. Χαίρομαι που συμφωνούσαμε. Η ανακούφιση των μισών τουλάχιστον Ελλήνων, στους οποίους συγκαταλέγονταν ο πατέρας μου και οι φίλοι του, ήταν σα να άνοιγε φρέσκες δυνατότητες αναπνοής στα πνευμόνια μας. Την άλλη μέρα έβρεξε μετά απο μέρες ξηρασίας και είχα γράψει το πρώτο μου χρονογράφημα στην Αυγή με τίτλο "Λίγη βροχούλα", και θέμα αυτή την ανακούφιση. Το είχα πάει στο Σοφιανό Χρυσοστομίδη και το είχε δημοσιεύσει παρότι, σκέφτομαι, δεν συμφωνούσε ίσως και πολύ. Και συνάντησα έναν νεαρό να το διαβάζει στο τρόλεϊ την επόμενη μέρα! Πόση χαρά είχα πάρει!
Όσα και να έγιναν μετά, όσο και να μην κρατήθηκε η σωστή ισορροπία, εκείνη η μέρα ήταν έτσι, λίγη βροχούλα μετά απο παρατεταμένη ξηρασία.

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Το σώμα του Πατρίς Σερώ

Από την παράσταση στην Αθήνα θυμάμαι μόνο την παρουσία του. Το 2006 διάβαζε το Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι στο θέατρο Ιλίσσια, δεν είχα εισιτήριο, πήγα μόνη μου και στήθηκα απ' έξω να βρω κάποιον που δεν ήθελε το δικό του. Έτσι κάνω πάντα όταν δεν έχω εισιτήριο, και πάντα βρίσκω. 
Τι διάβαζε, τι έλεγε, τι λέει το κείμενο, δεν θυμάμαι λέξη. Μόνο το σώμα του Σερώ, μόνο του στη σκηνή με μια φανέλα να ιδρώνει, να περνάει κάθε λέξη μέσα απο τους μυς των ώμων. 
Είχα πρωτοδεί παράστασή του στη Γαλλία, τον Πέερ Γκυντ του Ίψεν. Κρατούσε εφτά ώρες χωρισμένες σε δυο μέρες, Σαββατοκύριακο στη Λυών, κι είχα ταξιδέψει με μια φίλη μου απο το Παρίσι για να το δούμε. Εκείνη την εποχή, 1980, είχαν αρχίσει να κάνουν τέτοιες μαραθώνιες παραστάσεις τολμηροί και γνωστοί σκηνοθέτες. Είχα δει την Ορέστεια του Αισχύλου, ολόκληρη την τριλογία σε οκτώ συνεχόμενες ώρες, σε σκηνοθεσία του Πέτερ Στάιν, γερμανικά δηλαδή που δεν καταλάβαινα λέξη. Λίγα χρόνια μετά είχε έρθει κι εδώ εκείνη η παράσταση.
Ο Πέερ Γκυντ είναι έργο παράξενο, μια αναζήτηση ταυτότητας μέσα απο μυθολογικές περιπέτειες, γεμάτο φιλοσοφικό άγχος και παραδοσιακές πινελιές. Σα να αναζητάς τον πυρήνα του κρεμμυδιού, όπως λέει συνέχεια ο ίδιος, να ξεφλουδίζεις, να ξεφλουδίζεις, και τελικά να τελειώνει το κρεμμύδι χωρίς να βρίσκεις πυρήνα, διότι απλώς το κρεμμύδι είναι έτσι, όλο χιτώνες, δεν έχει άλλο τίποτε μέσα. Αυτή η πικρή και αστεία διαπίστωση του ήρωα επανερχόταν συνεχώς μέσα απο τις ονειρικές εικόνες του έργου όπου κυριαρχούσε το μαύρο χρώμα. Ήταν από τις πιο συγκλονιστικές θεατρικές εμπειρίες που έχω αξιωθεί. Εκείνη τη χρονιά είδα ακόμα και το Μεφιστό του Κλάους Μάν παιγμένο από τη Μνούσκιν. Παραστάσεις που σε γέμιζαν ξέχειλα για μήνες. Νόμιζα ότι είχα αγγίξει το όριο της δύναμης του θεάτρου. Ίσως είχα δίκιο. Δεν μπορώ να βρω κάτι που να μου προξένησε τέτοια αναστάτωση τα επόμενα χρόνια, αλλά βέβαια παίζει ρόλο και η ηλικία. Όταν μεγαλώνει κανείς συγκινείται πιο δύσκολα.
Ξανάδα Σερώ στην τηλεόραση, όλη τη σειρά απο τις όπερες του Βάγκνερ που είχε σκηνοθετήσει, στο Μπαϊρόιτ νομίζω.  Έφτιαχνε πάλι ονειρικό περιβάλλον, αλλά οι ιστορίες του Νιμπελούνγκεν δεν μπόρεσαν να με συγκινήσουν όσο του Πέερ Γκυντ.  Είχα μια χαλασμένη ασπρόμαυρη τηλεόραση που έπρεπε να κρατάς την κεραία για να δουλεύει, με θυμάμαι στο κρεβάτι, στον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης, να κρατάω ένα σύρμα για να δουλεύει η οθόνη και να βλέπω τις Βαλκυρίες με τα πέπλα τους και κάποια παρόμοια απελπισία να παλεύουν με το σκοτάδι του Σερώ. 
Σώματα πάλι θυμάμαι από το κινηματογραφικό του έργο "Βασίλισσα Μαργκό", νεκρά σώματα τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου να γεμίζουν την οθόνη. Το σώμα στον πόνο και στην απόλαυση ήταν σταθερό αντικείμενο της έρευνας του στις εικόνες. Χαίρομαι που πρόλαβα να δω το δικό του σώμα πάνω στη σκηνή σαν ένα υπερευαίσθητο όργανο μέτρησης πανανθρώπινων παθών. Αυτό που κάνει το θέατρο δηλαδή σε κάθε περίπτωση. 
Καθώς πέρασαν τα χρόνια κι οι εικόνες μπερδεύονται, θα μου μείνει το δικό του πρόσωπο σαν Πέερ Γκυντ. Τόσα χρόνια μετά αναρωτιέμαι αν ήταν οι εικόνες που είχε φτιάξει ο σκηνοθέτης γοητευτικές κι υποβλητικές, ή η ίδια η περιπέτεια του ήρωα που κατάφερε να με συγκινήσει τότε, αυτή η διαρκής φιλοσοφική και κάπως μάταιη αναζήτηση. Θα έπρεπε να ξαναδώ τον Πέερ Γκυντ για να καταλάβω, αλλά θα ήταν σα να ξυπνάω από ένα ζωντανό ακόμα όνειρο. 
Ο Πέερ Γκυντ (Ζεράρ Ντεζάρτ) ανοίγει το κρεμμύδι του στην αξέχαστη παράσταση του Πατρίς Σερώ

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Φέρετρα ευρωπαϊκών προδιαγραφών

Φέρετρα στην Λαμπεντούζα. Σειρές από ξύλινα φέρετρα, σαν αυτά που βλέπουμε στις κηδείες στην Ευρώπη. Καφέ φέρετρα για τους μεγάλους, μικρότερα λευκά για τα παιδιά. Αφθονία αξιοπρεπών φερέτρων. Οι πρώτοι τριακόσιοι νεκροί ταξιδιώτες, που δεν ήταν ακριβώς οι πρώτοι, αλλά έχουν την πρωτιά του πλήθους, του μεγάλου αριθμού, του τριψήφιου, που καταφέρνει να ξαναβγεί στα πρωτοσέλιδα, στις οθόνες ημών των προνομιούχων ευρωπαίων. Και οι δεύτεροι μαζί, κάπως λιγότεροι, στο ναυάγιο αμέσως μετά, πριν περάσει μια εβδομάδα, όλοι στη σειρά αξιώνονται τέτοιας ταφής, σα να ήταν πολίτες ευρωπαϊκού κράτους. 
Ενώ δεν ήταν. Ήταν ριψοκίνδυνοι αφρικανοί και ασιάτες, αποφασισμένοι να μεταναστεύσουν, να ρισκάρουν το κυνηγητό και την παρανομία, για να γλιτώσουν απ' τη φτώχεια, ή απ' τον πόλεμο. Είχαν δεχτεί να ταξιδέψουν με πλοία που δεν είναι για ταξίδια, στριμωγμένοι έτσι όπως δεν δέχεται κανένας λογικός ταξιδιώτης να στριμωχτεί. Είχαν δεχτεί να πετάξουν τα διαβατήρια τους, να γίνουν άνθρωποι χωρίς ταυτότητα, να μη δηλώνουν την αληθινή χώρα καταγωγής τους, για να μπορέσουν να φτάσουν στην Ευρώπη και να δουλέψουν παράνομα. Ξέροντας ότι θα τους κυνηγούσε η αστυνομία, αλλά ελπίζοντας ότι στις ευρωπαϊκές χώρες η ζωή τους θα γινόταν σεβαστή. Ξέροντας ότι μπορεί να μην κατάφερναν να φτάσουν, κι ότι τους περίμεναν μεγάλες δοκιμασίες. Προσδοκώντας υπεράνθρωπη, (ή μήπως υπάνθρωπη;) αντοχή από το σώμα τους για το ταξίδι, κι ύστερα χρόνια υγεία και ρώμη για σκληρή δουλειά. Ξέροντας ότι είναι ανεπιθύμητοι. Έχοντας πληρώσει υποχρεωτικές μαφίες, γιατί αλλιώς δεν γίνεται.
Ίσως και τους προηγούμενους νεκρούς που ξέβραζαν οι τρικυμίες στο μικρό αυτό νησί, χαμένο στο χάρτη ανάμεσα στις αφρικανικές ακτές και τη Σικελία, να τους έθαβαν εξίσου αξιοπρεπώς. Όσους έβρισκαν, υπάρχουν κι αυτοί που έμειναν για πάντα στη θάλασσα. "Η Μεσόγειος έχει γίνει ένα απέραντο νεκροταφείο" είπε ο πρωθυπουργός της Μάλτας. Κι εκεί ξεβράζει το κύμα πτώματα και ναυαγούς.  
Ασχολούνται με ταφές οι άνθρωποι παραπάνω απ' όσο τους αναλογεί. Το βγάζουν πέρα το τρομερό έργο μαλτέζοι και λαμπεντουζιανοί. Θάβουν τους ανώνυμους μετανάστες σα να ήταν κανονικοί άνθρωποι, με το όνομά τους, την ιστορία τους, τους συγγενείς να παραστέκουν. 
Αν ζούσαν κι έφταναν ζωντανοί στη Λαμπεντούζα, ή ακόμα καλύτερα στη Σικελία, τη Σάμο ή τη Λακωνία, μάζευαν πορτοκάλια τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο ελιές, ποιος ξέρει πόσα χρόνια θα έπρεπε να περάσουν μέχρι να αποδεχτούν οι ευρωπαίοι την παρουσία τους, να μάθουν το αληθινό τους όνομα, να θεωρήσουν ότι δικαιούνται άδεια παραμονής και διάφορα άλλα χαρτιά. Πέθαναν όμως, πνίγηκαν, στον αιώνα που οι στατιστικές βγάζουν τα θαλασσινά ταξίδια πιο ασφαλή απ' όλα.  Μάλλον δεν θα μετράνε τα σαπιοκάραβα της μετανάστευσης. Και πεθαίνοντας έγιναν ευρωπαίοι διαμιάς στα ξύλινα φέρετρά τους. Ακόμα και στα ελληνικά μέντια, το προσέξατε, ενώ την πρώτη μέρα μιλούσαν για 'λαθρομετανάστες', σιγά -σιγά το πρώτο συνθετικό έφυγε, έγιναν σκέτοι μετανάστες οι νεκροί, σα να ντράπηκαν τα ξύλινα φέρετρα οι δημοσιογράφοι. Είναι μια πρόοδος. Μπορεί κάποτε να προχωρήσει η Ευρώπη, να ανακαλύψει κι άλλους λόγους, εκτός απο το θάνατο, να βλέπει τους ανθρώπους σαν ανθρώπους. 

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

Για μια παιδική χαρά, για δέκα πιτσιρίκια



Πέρασα πέντε μέρες στο Λονδίνο και τη μια απ' αυτές πήγα σε περίπατο οργανωμένο, με πήρανε μαζί τους τα παιδιά μου και τα παιδιά των φίλων μου.  Πέντε φίλες κολλητές ήμασταν και πέντε παιδιά τώρα ζουν μάλλον μόνιμα εκεί πέρα. Αν η φράση θυμίζει παραλογή (τρεις αδερφάδες είμαστε ...κλπ) δεν είναι τυχαίο.
Περπατήσαμε δίπλα σ' ένα κανάλι εφ' ενός ζυγού, περνώντας γειτονιές που υπήρξαν άθλιες κι έχουν αναβαθμιστεί, με σούπερ μοντέρνα σπίτια (μπα, θα έχουν υγρασία, είπα εγώ) και τυχαία τραβήξαμε για ανατολικά, προς τη γειτονιά του Ολυμπιακού σταδίου. Αν θυμάστε έγιναν πέρσι οι Ολυμπιακοί στο Λονδίνο, μου έχει μείνει κυρίως η τελετή λήξης, το πρόσωπο του Τζον Λέννον να σχηματίζεται σαν τεράστιο γλυπτό ενώ ακουγόταν το Imagine. Στο τέρμα της βόλτας διακρίναμε το σχήμα του Σταδίου περιτριγυρισμένο απο μεγάλα κτίρια και γερανούς που συνεχίζουν να χτίζουν. Ολόκληρο το τοπίο φτιάχτηκε απο την αρχή και συνεχίζει να φτιάχνεται. Περάσαμε γέφυρες πάνω απο κανάλια,  πάνω απο σιδηροδρομικές γραμμές.  Είδαμε στο βάθος ένα πάρκο. Προς τα εκεί τραβήξαμε, πλαγιές ανθισμένες και δενδροστοιχίες σα να είχαν τοποθετηθεί μόλις χτες, άστραφταν καινουργίλα, και στην άκρη μια παιδική χαρά ήταν γεμάτη γονείς και πιτσιρίκια.  
Ζηλεύω πολύ τις σύγχρονες παιδικές χαρές τώρα που δεν είμαι παιδί κι ούτε πια γονιός μικρού παιδιού να μπορώ να παίξω. Τα παιδιά σφύζουν απο ζωή, δεν ξέρουν τι να διαλέξουν, ν' αφοσιωθούν στην ανακάλυψη του παιχνιδιού ή στην απόκτηση φίλων; Χύνονται και στα δυο μαζί, ο χώρος που προορίζεται γι αυτά τα κάνει δυνατά και σπουδαία. Στάθηκα και τα χάζευα. Από ένα βουνό παιδικών διαστάσεων κατρακυλούσαν ποταμάκια. Τα παιδιά μπορούσαν να ρυθμίζουν κατά βούληση το νερό και την κατεύθυνση των ρυακιών, κλείνοντας κι ανοίγοντας διόδους, σα μικροί θεοί πάνω απο τον πλανήτη.  Ή απλώς σαν πολεοδόμοι, ακριβώς όπως είχαν κάνει κι οι πολεοδόμοι που έφτιαξαν τη γειτονιά τους. Δίπλα ακριβώς σ' αυτό το ρυθμιζόμενο τοπίο έβρισκαν κάτι τελείως διαφορετικό, δέντρα με ξύλινα σπίτια και κρεμαστές γέφυρες ανάμεσα, σκηνικά περιπετειώδη. Όσα βαριούνται να παριστάνουν τους θεούς δηλαδή, με δυο χοροπηδητά πάνε δίπλα και γίνονται εξερευνητές χαμένοι στη ζούγκλα και στο έλεος των άλλων θεών.
Τά' βλεπες μουσκεμένα απο το πλατσούρισμα να τρεχοβολάνε, παιδιά που ζούσαν σε υποβαθμισμένη γειτονιά μέχρι πριν ένα χρόνο, ή λίγους μήνες, και ξαφνικά, με μια παιδική χαρά είχαν γίνει άρχοντες της γης. 
Κάνοντας το ταξίδι αυτό έχασα τα μεγάλα γεγονότα της Αθήνας με τις συλλήψεις της Χρυσής Αυγής, αλλά δεν πειράζει. Άξιζε και μόνο το χάζι στην παιδική χαρά του Στράτφορντ. Τώρα που γύρισα περιμένω ν' ανοίξει η παιδική χαρά του Αγίου Παντελεήμονα. Μπορεί να μην έχει πολύ πρωτοποριακά παιχνίδια, αλλά το να είναι κλειστή έστω με τις παλιές τσουλήθρες της, την ώρα που τα παιδιά περνάνε δίπλα και χάνουν μέρα με τη μέρα τη μαγική δυνατότητα να  απολαύσουν το μικρό της χώρο, έτσι γρήγορα που μεγαλώνουν, έτσι που βιάζονται να σνομπάρουν, θα έπρεπε να μας αναστατώνει όσο και οι αναφορές στον Χίτλερ και τις ιδέες του. 


Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Το πιο ταξικό εκπαιδευτικό σύστημα του κόσμου

Πήγα στην έκθεση του μεταπτυχιακού του γιου μου στην Πολεοδομία, στο UCL, ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια στην παγκόσμια κατάταξη. Οι περισσότεροι ξένοι φοιτητές είναι Κινέζοι, δεύτερη ξένη ομάδα είναι οι Έλληνες. Στο προπτυχιακό είναι λιγότεροι, αλλά πάλι σε μεγάλη αναλογία, όπως σε όλη τη Βρετανία. Είναι περίεργο πώς προσαρμόζονται σε ρυθμούς εντατικής δουλειάς, και το ευχαριστιούνται κιόλας, παιδιά που οι παλιοί συμμαθητές τους κλείνουν τα πανεπιστήμια στην Ελλάδα "κατά της εντατικοποίησης". Ή μάλλον δεν είναι περίεργο. Στην πραγματικότητα η μεγαλύτερη δυστυχία των νέων είναι η αδράνεια, και ξεφεύγοντας απο το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα τη γλυτώνουν σε μεγάλο βαθμό.
Ναι, θα σας μιλήσω για τα παιδιά μου σήμερα, γιατί βαρέθηκα την υποκρισία. Το μεγαλύτερο παιδί μου τέλειωσε το Μετσόβιο κι έχασε ένα χρόνο λόγω ,καταλήψεων κι άλλον ένα επειδή δεν του αναγνώρισαν τα μαθήματα που έκανε στο Erasmus. Αρκετές φορές βρήκε τις μακέτες του κατεστραμμένες μέσα στην Αρχιτεκτονική, ακόμα και σχέδια στα κομπιούτερ χάθηκαν κάποια στιγμή, μαζί με τα κομπιούτερ. Το θέμα δεν είναι οι μακέτες του γιου μου, ή τα χρόνια που έχασε, είναι αυτά που χάνει το ΕΜΠ. Μαζί τα χάσανε, εν ολίγοις. 
Με το μικρότερο αλλάξαμε τακτική. Από τη Β Λυκείου πήγε στο Διεθνές Απολυτήριο, βρήκε την υγειά  και τη χαρά του. Ήταν δυστυχής στο σχολείο, εκεί τον αλάλιασαν στη δουλειά και δεν παραπονέθηκε ποτέ. Από μέτριος μαθητής έγινε εξαιρετικός, πέρασε στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Μπορεί να κοστίζει κάτι παραπάνω απο την Κομοτινή, ας πούμε, αλλά προσφέρει σοβαρές σπουδές, και κυρίως τη χαρά της δουλειάς, την υπέροχη κούραση της εκπαιδευτικής προόδου.
Όσο και να πιεστεί οικονομικά η μεσαία τάξη, το τελευταίο πράγμα που θα κόψει θα είναι το ιδιωτικό σχολείο των παιδιών. Όλη αυτή την ταλαιπωρία με τις απεργίες και τις καταλήψεις και την ανοργανωσιά την τραβάνε οι φτωχότεροι, που δεν μπορούν να ξεφύγουν. Η αδικία αρχίζει απο το Δημοτικό, με τις ώρες διδασκαλίας και άλλες λεπτομέρειες. Εξαιρετικοί δάσκαλοι, πολύ καλύτεροι απ' του καιρού μου, καταφέρνουν να είναι αναποτελεσματικοί γιατί δουλεύουν σα να βρίσκονται σε παράλληλους διαδρόμους με τα παιδιά, με το σχολείο, με τα ωράρια. Είναι πολύ παράξενο φαινόμενο, το οποίο ομολογώ σήμερα που λέμε αλήθειες, ότι αποφάσισα να μην το ξεδιαλύνω στην καμπούρα των παιδιών μου όταν το είχα αντιληφθεί, πάνε σχεδόν είκοσι χρόνια. Τα πήρα και τα έστειλα σε ιδιωτικό, το οποίο λειτουργούσε τρεις ώρες παραπάνω την ημέρα, δεν έκλεινε όταν οι δάσκαλοι είχαν συνέλευση (στο θέμα αυτό τα σχολεία είναι σαν τα τρόλεϊ) κι είχε θυρωρό και επιστάτη. Διότι το πρόβλημα που συζητείται τώρα με τους σχολικούς φύλακες είχε δημιουργηθεί αφότου οι επιστάτες καταργήθηκαν για οικονομία απο τη δεκαετία του 80. Ακριβοί στα πίτουρα και φτηνοί στ' αλεύρι, από τότε.  Απο κει και πέρα υπήρχαν ένα σωρό σχολικά προβλήματα με τα μαθήματα, με την ύλη, με τα συστήματα, αλλά τουλάχιστον υπήρχε η βάση, το σχολείο. 
Όλο και περισσότερα παιδιά αυτή την τελευταία εικοσαετία έφευγαν έξω για σπουδές όχι επειδή δεν μπορούσαν να περάσουν στις Πανελλήνιες, αλλά επειδή είχε γίνει κατανοητό στη μεσαία τάξη ότι τα Πανεπιστήμια δεν λειτουργούν κανονικά. Η διαφορά της φοιτητικής ζωής στις ευρωπαϊκές και σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες με την ελληνική είναι ακόμα πιο μεγάλη από τη διαφορά ιδιωτικού- δημοσίου σχολείου. Αλλά κι εδώ, με τα διαλυμένα σχολεία και τα διαλυμένα πανεπιστήμια η διαφορά είναι τεράστια ανάμεσα στα παιδιά φτωχών και πλουσίων οικογενειών. Ό,τι δεν καλύπτει το σχολείο ή το πανεπιστήμιο το καλύπτει η οικογένεια, είτε με το δικό της μορφωτικό δυναμικό στις μικρές ηλικίες, είτε με ιδιαίτερα μαθήματα και άλλες μεθόδους που ξέρουν οι ήδη μορφωμένοι γονείς στις μεγαλύτερες. Κάθε απεργία, κλείσιμο, κατάληψη, αδικεί τους ήδη αδικημένους. Εγκλωβίζει τους ήδη εγκλωβισμένους. Δεν πρέπει να υπάρχει στον κόσμο πιο ταξικό σύστημα με τόσο αντιταξικό προπέτασμα. Μεγαλόστομες αριστερές διακηρύξεις καταδικάζουν αυτούς που δεν έχουν τα μέσα να ξεφύγουν απο το δημόσιο σχολείο να παραμείνουν για πάντα κατώτεροι απ' αυτούς που τα έχουν. Το σχολείο, ο θεσμός αυτός που υπάρχει για να δίνει ίσες ευκαιρίες, έχει καταντήσει να τις καταργεί. Και μάλιστα στο όνομά τους, δήθεν για τη δωρεάν παιδεία, δήθεν για το καλό των παιδιών. Σα να μην έχουν γνωρίσει οι δάσκαλοι και οι καθηγητές ούτε έναν πραγματικό μαθητή στη ζωή τους, να μην ξέρουν ποιοί θα είναι τα θύματα των αποφάσεων τους.
Αυτή τη στιγμή ανέβαλαν τις εγγραφές των πρωτοετών στα Πανεπιστήμια. Καλωσύνη τους κιόλας, έδωσανα παράταση ως τις 15 Νοεμβριου. Δεν φτάνουν λέει οι διοικητικοί υπάλληλοι, και ζητάνε συγγνώμη από τα παιδιά, αλλά δεν θα μπορέσουν. Να πάω εγώ να τους βοηθήσω; Προσφέρομαι εθελοντικά. Τα παιδιά μου τα φυγάδευσα, αλλά ξέρω κάτι άλλα που δεν μπορώ να τα φυγαδεύσω. Παιδιά που κατάφεραν να περάσουν με κόπο και στερήσεις, νοίκιασαν σπίτι, τα τρώει η πλήξη και η αμηχανία. Έχουν ενοχές, βράζουν στις αμφιβολίες, μήπως να τα παρατήσουν και να πιάσουν δουλειά; Ξέρω και παιδιά μεταναστών που πέρασαν μετά απο χρόνια προσπαθειών και περιμένουν να πάρουν βίζα για σπουδές ζώντας μακριά από τους γονείς τους. Αυτά τα παιδιά την πληρώνουν την επανάσταση των πρυτάνεων και των υπαλλήλων. 
Το σχολείο καταργεί τον εαυτό του, το Πανεπιστήμιο χλευάζει όσους κατάφεραν να το πάρουν στα σοβαρά. Και την πληρώνουν οι φτωχοί. Ντρέπομαι ν' αντικρίσω  παιδιά που γνωρίζω, που τους έκανα μάθημα, τα ενθάρρυνα να σπουδάσουν, τα έπεισα ότι το αξίζουν, τα είδα να προσπαθούν, νόμιζα ότι θα μπορούσαν να χαρούν την επιτυχία. Ντρέπομαι για λογαριασμό των ξεδιάντροπων ΑΕΙ μας.
  


Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

Ονειρεύομαι τρεις θαρραλέους αφελείς

Αν μπορούσαμε να βγάλουμε από πάνω μας το μίασμα του φόνου όπως βγάζεις ένα βρώμικο πανωφόρι και το πετάς, να βρούμε  το σώμα μας προσεγμένο, αναπτυγμένο σωστά με άσκηση και υγιεινή διατροφή. Καλά θα ήταν. Να μην υπήρχαν επιπλοκές, ανάγκη για αυτοκριτική σε τόσες φιλοπόλεμες, μεγαλόστομες, βίαιες διακηρύξεις, τόσο κατεδαφιστικές κριτικές. Όμως υπάρχει αυτή η ανάγκη. Ακόμα οι χρήστες των λέξεων που ισοπεδώνουν, διαστρεβλώνουν και απορρίπτουν τα πάντα, τις ίδιες χρησιμοποιούν. Την επαύριο μιας μέρας που θα μπορούσε να φέρει κάθαρση, έστω και σαν συναίσθημα, έστω και για λίγες ώρες, ξαναρχίζουν μερικοί το τροπάριο περί συστήματος που είναι ο μεγάλος τους εχθρός, και είχε μακρύ χέρι το ναζισμό, και προσπαθούν με περίπλοκους συλλογισμούς που ουσιαστικά νεκρώνουν τη σκέψη να βγάλουν συμπέρασμα απο γεγονότα που εμείς θεωρούμε δημοκρατικές νίκες κι εκείνοι περιδινίσεις του φιδιού που αποκαλούν σύστημα ή δεν ξέρω τι άλλο. 
Θα ήθελα λοιπόν, κάτι τέτοιες μέρες που παίρνω θάρρος και δειλά ελπίζω πως θα μπορούσαμε ίσως να συζητήσουμε για τον τρόπο που μιλάμε, για τον τρόπο που οραματιζόμαστε το μέλλον και για τον τρόπο που μεγαλώνουμε τα παιδιά μας, θα ήθελα μια γερή δόση αυτοκριτικής και απο τους αριστερούς και απο τους δεξιούς για τη γλώσσα και την αδιαλλαξία τους.  Να βρεθεί κάποιος αφελής τις επόμενες μέρες στις συζητήσεις των μαχητικών αριστερών ας πούμε, και να πει, ας μη βάλουμε πια τη λέξη "θάνατος" στα συνθήματα μας. Ούτε στους τοίχους, πουθενά. Τη λέξη "τσακίστε" τον έναν ή τον άλλον. Τσακίστε τους φασίστες, ακόμα κι αυτό. Ή τη φράση "Κάτω τα ξερά σας..."
Επίσης στις επιτροπές που ετοιμάζουν τη γιορτή της 28ης Οκτωβρίου στα σχολεία, να βρεθεί ένας άλλος αφελής και να πει, ας μην κάνουμε παρέλαση, ας μη μάθουμε στα παιδιά να τραγουδούν εμβατήρια. Ας οργανώσουμε μια βραδιά χωρίς Βέμπο, ή έστω με τη Βέμπο πριν κάνει όλα της τα τραγούδια πολεμικά, κι  ας χορέψουμε σουίνγκ σε μια γιορτή, χόρευαν σουίνγκ τότε, οι άνθρωποι που έζησαν τον πόλεμο είναι πια πολύ γέροι, θα πεθάνουν και δεν θα μας δουν ποτέ να προσπαθούμε να χορέψουμε όπως εκείνοι. 
Χόρευαν επίσης, λέει η μαμά μου, μπούκι- μπούκι και τανγκό, ή φοξ τροτ; Δεν θυμάμαι. Να προτείνει κάποιος μια έρευνα, τι χόρευαν οι άνθρωποι τότε, οι παπούδες κι οι γιαγιάδες μας όταν το αίμα τους έβραζε και ήθελαν έρωτα, όχι πόλεμο, όπως μπορούν να διαβεβαιώσουν.
Κι έναν ακόμα τύπο θα ήθελα, αλλά αυτό πια ξεπερνά τα όνειρά μου, στο ίδιο το υπουργείο Παιδείας να πει, φτάνει πια ο μιλιταρισμός, καταργείται η παρέλαση κι ας βρουν άλλους τρόπους να γιορτάσουν.
Αυτό θα ήθελα μόνο, τρεις  αφελείς σε χώρους ασβεστοποιημένους απο τη συντήρηση, όπως είναι οι διάφορες διεκδικητικές οργανώσεις, τα σχολεία, οι υπουργικοί διάδρομοι, τρεις τέτοιους αφελείς να βρουν το θάρρος να κάνουν τρελές προτάσεις.

Σημείο εξυπηρέτησης του δημότη

 

Ο υπάλληλος του ΣΕΔ βαριέται. Σπάνια μπαίνει κανείς στο γραφείο του. Όταν μπαίνει κάποιος, το παίζει αυστηρός και δύσκολος με όλη του την άνεση χρόνου. Απέναντι στα ΚΕΠ έχει ουρά, αυτός στο ΣΕΔ βαράει μύγες. Σημείο εξυπηρέτησης του δημότη. Βγαίνει έξω και κόβει βόλτες. Μας πιάνει συζήτηση. Σε ένα χρόνο παίρνει σύνταξη, μας πληροφορεί. Μια δυο φορές μας είπε ότι μας θαυμάζει που κάνουμε εθελοντικά μαθήματα στους μετανάστες και χαρά στην υπομονή μας.

Σήμερα είμαι μόνη μου και βαριέμαι κι εγώ. Δεν έρχεται κόσμος. Άρχισα να τρώω μήλα. Ο υπάλληλος του ΣΕΔ βγήκε και κάθισε στο πεζούλι. Του πρόσφερα ένα μήλο, αλλά δεν ήθελε. Έβαλε κι άκουγε μουσική. «Βρέχει στη φτωχογειτονιά»

Καθόλου δεν βρέχει στη φτωχογειτονιά. Έχει να βρέξει μέρες, μήνες. Κάθε λιακάδα κι η φτωχογειτονιά δεν χρειάζεται πετρέλαιο θέρμανσης, ευτυχώς. Αλλά κι όταν βρέξει οι στίχοι δεν θα ταιριάζουν. Η φτωχογειτονιά μας είχε ξεκινήσει για πλουσιογειτονιά. Ειδικά η Φωκίωνος Νέγρη. Χτίζονταν πυρετωδώς οι πολυκατοικίες, ανέβαινε το επίπεδο με ταχύτητα ιλιγγιώδη. Όλοι, όλοι να μπουν σε διαμερίσματα, να περιβληθούν καθαρούς τοίχους. Να έχουν μπάνια με πλακάκια απαστράπτοντα. Όλοι είχαν δικαίωμα σε εξιοπρεπή διαβίωση, πλήρωναν όσο όσο τη λήθη.

Πούλησαν οι εργολάβοι διαμερίσματα με την ψυχή τους. Έχτισαν, έχτισαν, δεν προλάβαιναν να χορταίνουν τον κόσμο με ντουβάρια. Για κάθε μονοκατοικία έβγαζαν τριάντα, σαράντα, πενήντα σπίτια. Τράβαγαν το χάρακα στο σχέδιο πέρα- πέρα στο οικόπεδο, κάθε πόντος ήταν χρήμα. Στριμώχτηκαν η μια δίπλα στην άλλη οι πολυκατοικίες, πήξανε, κι οι κάτοικοι τους φρίξανε. Δεν υπηρχαν πλατείες, χώροι αναψυχής, δεν είχε κανείς σκεφτεί να σχεδιάσει αλσάκια και παρκάκια και τέτοια πράγματα. Τι έφταιγαν οι αγοραστές κι οι πωλητές; Τα σχέδια είχαν γίνει από τους παππούδες τους σε ανύποπτο χρόνο.

Δεν ήταν ωραία η ζωή, ανακάλυψαν, έτσι, ο ένας πάνω στον άλλον. Όσοι μπορούσαν έφυγαν ξανά, πρόσφυγες της ατομικής προόδου. Όλο και πιο φτωχοί έμεναν στα διαμερίσματα, πέφτανε τα νοίκια, έπεφτε το επίπεδο και συνέχιζε να χτίζεται. Έγινε φτωχογειτονιά η Κυψέλη, το πρώην καμάρι της αστικοποίησης. Αλλά για να πεις ότι βρέχει; Δεν βρέχει.

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...