Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

Χρωματοθεραπεια στη Χαλκιδική

Ξαναπήγα για διακοπές στη Χαλκιδική μετά σχεδόν είκοσι έτη. Τότε είχα σοκαριστεί με τα συγκροτήματα εξοχικών κατοικιών, τώρα μου φάνηκαν σεμνά και ενταγμένα στο τοπίο. Τόσο πολύ ωρίμασα ώστε να βλέπω στην εξάπλωση του προνομίου των εξοχικών σπιτιών μια κρυμμένη δημοκρατική αρμονία, ή απλώς ο καινούργιος δρόμος επιτρέπει να αντιμετωπίζεις έτσι τα πράγματα;
Νομίζω συμβαίνουν και τα δύο. Τότε περνούσαμε με το αυτοκίνητο μέσα από τις καλοκαιρινές κωμοπόλεις για να φτάσουμε στο σπίτι των φίλων μας, περιμένοντας σε ουρές, ακούγοντας βρισιές και κορναρίσματα από τους ανυπόμονους έτσι και καθυστερούσαμε για ένα δευτερόλεπτο, με τα παιδιά σε κατάσταση παροξυσμού και τα λοιπά, τώρα ο νέος αυτοκινητόδρομος περνάει έξω από τα χωριά, προσφέρει αυτό το αφ' υψηλού αίσθημα του επισκέπτη, πέρα από την ταχύτητα και την ευκολία. Τα παιδιά δεν είναι πια παιδιά και δεν είναι μαζί μας, τα συγκροτήματα τα ξέρω και δεν με σοκάρουν, αντίθετα εκτιμώ πόσο μερικά έχουν χτιστεί με τέτοιο τρόπο ώστε κάθε ένοικος να έχει θέα σε βουνό και θάλασσα, κι ας είναι μικρούτσικα τα σπίτια. Κι ύστερα το χρώμα της θάλασσας στις ακτές που κολυμπάμε σε κάνει να τα ξεχνάς όλα και να θυμάσαι μόνο το σλόγκαν των σαλονικιών, ότι σαν τη Χαλκιδική δεν έχει, να διαπιστώνεις ότι έχουν δίκιο και να τους ζηλεύεις εκ βάθους καρδίας.
Υπάρχει άραγε άλλη χώρα στον κόσμο που να διαθέτουν οι πολίτες της τόσα εξοχικά ανά κεφαλή, πέρα από την κύρια κατοικία; Και να μην είναι φτιαγμένα σαν τις πολυκατοικίες της Ισπανίας, αλλά σαν μικρά ανεξάρτητα σπιτάκια, έστω και με ασφυκτική γειτνίαση, που προσφέρουν την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση της ανεξαρτησίας; Θα πρέπει να είναι η Ελλάδα μοναδική περίπτωση τόπου που οι κάτοικοι της ανακάλυψαν την ύπαιθρο από την αρχή, ως τόπο απολαύσεων, αφού την είχαν εγκαταλείψει ως τόπο μόχθου, και την ανέκτησαν τόσο συστηματικά.
Όταν ήμουν παιδί και δεν είχαμε χωριό, ούτε γιαγιάδες και παππούδες να μας περιμένουν, θεωρούσα προνόμιο να πηγαίνω διακοπές για ένα μήνα στην κατασκήνωση των υπαλλήλων Τραπέζης Ελλάδος στην Πάρνηθα, κι ύστερα με τους γονείς σε κάτι νοικιασμένα δωμάτια με τσιμέντο για πάτωμα και άβαφες πόρτες. Τα παιδιά μας όμως είχαν δυο γιαγιάδες και τρία εξοχικά, το δικό τους πρόβλημα ήταν σε ποια θα πρωτοπήγαιναν. Μια φορά τα έστειλα στην κατασκήνωση μου, ως εγγόνια τραπεζικού, κι έφριξαν, πώς είναι δυνατόν να περνούσες καλά εδώ πέρα, μου είπαν, κι έφυγαν σε μια βδομάδα. Το επίπεδο ζωής μας έχει ανέβει απίστευτα, τόσο που δεν προλάβαμε να συντονιστούμε σε ανάλογη παιδεία και ικανότητες διατήρησης του.
Αν ο καινούργιος δρόμος κατέληγε σε πάρκινγκ έξω από τις πόλεις, όπου θα αφήνεις το αυτοκίνητο και θα περπατάς μετά σε πεζόδρομους, θα ζηλεύω αβάσταχτα τους Σαλονικιούς. Οπότε καλύτερα όχι.

http://www.efsyn.gr/arthro/hromatotherapeia-sti-halkidiki

Ενα βότσαλο στη θάλασσα

Πω πω, σκέφτηκα σε ηλικία τεσσάρων ή πέντε χρονών, πιάνοντας στο χέρι μια πολύ στρυγγυλεμένη και πολύ χρωματιστή πέτρα στην ακροθαλασσιά, γιατί ως τώρα ζούσα χωρίς να έχω δει τέτοιο πράγμα; Με έπνιξε το παράπονο για τα περασμένα χρόνια, τα τέσσερα ή πέντε. Χαμένα χρόνια! Γιατί δεν ήξερα ότι στη θάλασσα βρίσκει κανείς αυτά τα εξαίσια πράγματα, τη στιγμή που ζούσα νυχθημερόν με τρομερή λαχτάρα για εξαίσια πράγματα; Παράπονο που το θυμάμαι ζωντανό ακόμα καμιά φορά όταν σηκώνω από την παραλία τέτοιο βότσαλο, και γελάω με τη νηπιακή αναδρομική πλεονεξία. Πώς αλλιώς να την ονομάσω την ανάμνηση αυτού του καημού;
Δεν ήταν καν αλήθεια η σκέψη εκείνη, αφού θα πρέπει ήδη πριν τα τέσσερα και τα πέντε να πηγαίναμε διακοπές στη θάλασσα. Υπάρχουν φωτογραφίες κάθε χρονιάς, εκτός πια κι αν ήταν σε αμμουδιές. Κάπου πρέπει να πηγαίναμε σίγουρα, δεν έβγαινε το καλοκαίρι στην Αθήνα. Από τότε ήταν φοβερή κι αβίωτη, ας λένε οι νοσταλγοί που αλλοιώνουν τις αναμνήσεις τους.
Μπορεί όμως να ήταν η στιγμή που έμαθα τη λέξη. Βότσαλο, ήξερα ξαφνικά το όνομα της πέτρας, κι ίσως αυτό που ήθελα να σκεφτώ ήταν ότι ως τότε, τι κρίμα, δεν ήξερα ότι αυτές οι πέτρες λέγονται βότσαλα. Αυτή η παραλλαγή δίνει ιδιαίτερο βάρος στη γλώσσα και τις λέξεις, και μας βάζει αμέσως ερωτήματα υπαρξιακά, αν τα πράγματα έχουν υπόσταση όταν δεν ονομάζονται, ας πούμε. Μερικοί είναι σίγουροι ότι όχι, δεν γίνεται αυτό. Χωρίς όνομα δεν υπάρχει ούτε βότσαλο, ούτε θάλασσα, ούτε αχινός, ακόμα κι αν τον πατήσεις. Άλλοι δεν είναι σίγουροι. Ούτ' εγώ είμαι σίγουρη αν το παράπονο για τα χαμένα χρόνια, τα τέσσερα ή πέντε πριν το βότσαλο, ήταν επειδή δεν είχα ακόμα μάθει τη λέξη, ή επειδή πηγαίναμε διακοπές σε παραλίες με άμμο. Το προσωπικό μου μυστήριο δεν θα λυθεί ποτέ.
Θα πρέπει τότε να άρχισε η μακρά συλλεκτική περίοδος, που συνεχίστηκε για αρκετές δεκαετίες, κι ας ήταν από την αρχή απογοητευτική, κι ας παρέμεινε απογοητευτική ως την τελευταία θαλασσινή πετρούλα. Το ξέρουν όλοι ότι τα βότσαλα μακριά από τη θάλασσα δεν είναι όμορφα πια, χάνεται η στιλπνότητα που τους δίνει το νερό. Πόσα χρόνια πέρασα να τα περνάω βερνίκι ελπίζοντας ότι κάτι θα διατηρούσαν από τη γοητεία τους; Η ωριμότητα μου ήρθε την ημέρα που αρνήθηκα να σηκώσω από το γυαλό μια πέτρα πρασίνην ωραιοτάτην, ξέροντας πια ότι δεν θα μπορούσα να τη φυλάξω. Καταλάβαινα ωστόσο τη φίλη μου που συνέχισε να τις μαζεύει με το όνειρο να φτιάξει κάποτε βοτσαλωτή αυλή. Μπορεί και βοτσαλωτό σπίτι, ποιος ξέρει;
Καλό μήνα Αύγουστο, και μην το παρακάνετε στη βοτσαλοσυλλεκτική.


Αβολο πράγμα το άσυλο

Μια χαρά ήταν το άσυλο όταν στην Ελλάδα είχε επιβληθεί η δικτατορία και κατάφερναν οι διωκόμενοι να φεύγουν προς Ιταλία και Γαλλία μεριά. Ύψιστη κατάκτηση του πολιτισμού. Τώρα που όλα κάπως μπαγιατεύουν, στους καιρούς αυτούς της παρακμής που ζούμε, έχουμε και τα δικά μας προβλήματα, να πρέπει να ασχοληθούμε με το άσυλο στους στρατιωτικούς που ξέφυγαν από την Τουρκία, είναι πραγματικά τόσο άχαρο μέσα στη ζέστη. Έχουμε τα δικά μας κατ' αρχήν. Ενδιαφέρουσες διαφορές, οικονομική κρίση, φιλολογικές συζητήσεις. Και ξαφνικά χτυπάν την πόρτα.
Σα να μας σταματάει τον καυγά για το πάπλωμα, ή για το σεντόνι, ένας γείτονας που αιμορραγεί στο κατώφλι, και πρέπει να το κάνουμε λουρίδες το σεντονάκι μας, για να του δέσουμε την πληγή. Μα είναι πράγματα αυτά; Πού νομίζει ότι βρίσκεται;
Κι ο πληγωμένος να μην είναι ακριβώς γείτονας. Κάποιο άτακτο αγόρι να είναι, που ξέφυγε από την ανεπιθύμητη αυτή οικογένεια, εδώ δίπλα. Πάντα το λέγαμε πως έχουμε αδικηθεί στην τοποθεσία του σπιτιού. Ωραίο οικόπεδα, ζεστό και γαλάζιο, αλλά προσέχεις πού πας και χτίζεις. Όχι φάτσα φόρα στους μουστακαλήδες απέναντι. Ορίστε τώρα. Κι αυτό το παλιόπαιδο το ατίθασο, για ποιούς μας πέρασε; Για τίποτε Ιταλούς; Τους άρχοντες που έχουνε τη βίλα παρακάτω; Λίγο αριστερότερα δεν ήξερε να το πάει το ελικόπτερο; Άχρηστοι άνθρωποι, μου ήθελαν και πραξικόπημα.
Μα ποιος τη σκέφτηκε αυτή την περίπλοκη φάση, το άσυλο; Μη μου λέτε τώρα για ελληνική λέξη και μπούρδες. Εμείς εδώ με τους γείτονες μια χαρά τα πάμε με τους εξοπλισμούς μας, την διαρκή απειλή, τη διαρκή προμήθεια όπλων, τα 12 μίλια και την υφαλοκρηπίδα μας, τις παραβιάσεις μας και δώστου απ' την αρχή τα νέα μας όπλα, τώρα τι θέλουν αυτοί οι τύποι και μας χαλάνε τη ραστώνη; Μήπως έχουν κάνει κάτι ποινικό, για ψάξε καλά. Έγκλημα κατά της ανθρωπότητας σου λέει ο άλλος. Κάτι τέτοιο θα είναι. Στο μεταξύ κάνε τους τη ζωή δύσκολη, δεμένα χέρια, φυλακές, σπρωξιές, άσυλο ήθελαν. Αξέχαστα θα περάσουν. Να φαίνεται η συμπεριφορά, μην τολμήσουν και πλακώσουν άλλοι. Στην Ιταλία απευθείας, στη Γαλλία, να πληρώσει για τον ιμπεριαλισμό. Εμείς τι φταίμε; Ναι, ελληνική λέξη είναι το άσυλο, την έφτιαξαν οι πρόγονοι για τις ανάγκες τους, όχι για τον κάθε Τούρκο. Κι ήταν και πονηροί, όταν ο Παυσανίας ζήτησε άσυλο στο ναό, ξέρετε τι του έκαναν, ξήλωσαν τη στέγη, και τον άφησαν κλεισμένο.
Άτιμοι αρχαίοι, πώς μας μπλέξατε!
http://www.efsyn.gr/arthro/avolo-prama-asylo

Μην κύπτετε έξω

Καταλαβαίνω από αυταπάτες. Είχα κι εγώ πολλές, καθόρισαν μοιραία τη ζωή μου. Καλύτερα βέβαια να γίνεσαι πρωθυπουργός με τις αυταπάτες σου, παρά, ξερωγώ να είσαι θύμα του εμφυλίου, αλλά το παρελθόν δεν αλλάζει, οι νυν αυταπατημένοι είναι γενιές προνομιούχες, πώς να το κάνουμε.
Μία από τις αυταπάτες που είχα επί σειρά ετών ήταν σχετικά με τα τρένα. Νομίζω έπαιξε ρόλο ένα ταξίδι που είχα κάνει στην εφηβεία μου με Ιnterail, όπου πήρα το τρένο από την Αθήνα, πέρασα δυο μέρες αξέχαστες, και κατέβηκα στο Μόναχο. Κατόπιν αυτού συνέδεσα στο μυαλό μου άρρηκτα την Ελλάδα με την Ευρώπη μέσω Γιουγκοσλαβίας μάλιστα, δηλαδή δεν έβλεπα τι μας εμπόδιζε να τσουλάμε από βελτίωση σε βελτίωση ακριβώς όπως τσουλούσαν τα βαγόνια στις σιδηροτροχιές ομαλά και σίγουρα, και να φτάνουμε στα ευρωπαϊκά στάνταρ παντού, και πρωτίστως σε ό,τι αφορούσε τα τρένα. Θυμάμαι κι εκείνη την επιγραφή: “Μην κύπτετε έξω, έγραφε στα ελληνικά, και μετά e pericoloso sprogersi, nicht hinauslehnen, ne pas se pencher au dehors” Όλα ήταν θέμα μετάφρασης, αφού μαθαίναμε τη γραμματική δεν είχαμε παρά να περιμένουμε και τον εξηλεκτρισμό των τρένων. Βάλε κι ένα ταξίδι που είχα κάνει μικρότερη στην Πελοπόννησο, όλα δένονταν και συνδέονταν.
Η αυταπάτη συνεχίστηκε με την πολιτική μου εκπαίδευση. Οι αναλύσεις μας έλεγαν ότι ο Καραμανλής (ο μεγάλος) προτιμούσε να ενισχύει τους αυτοκινητόδρομους κι όχι τους σιδηρόδρομους, οπότε άφησε τα τρένα να παρακμάσουν. Αυτός έφταιγε για όλα. Οι γραμμές διακόπτονταν, οι σιδηροτροχιές χορτάριαζαν, τα βαγόνια πάλιωναν, διαδρομές κάθε τόσο καταργούνταν. Εκείνο που δεν ήξερα, και που δεν ακουγόταν καθόλου, και που ακόμα και τώρα ακούγεται ψιθυριστά και με ανεξήγητη διακριτικότητα, είναι το πόσο πολύ κόστιζαν όλ' αυτά. Σαν ταξιδιώτης έβλεπα πάντα, κι ακόμα βλέπω, φτώχια και παρακμή, φθορά, αδιαφορία. Σαν πολίτης μαθαίνω ότι ο ΟΣΕ έχει καταπιεί εκατομμύρια τα τελευταία χρόνια πριν την κρίση. Πού πήγαν αυτά τα λεφτά; Μυστήριο, το οποίο ουδείς ενδιαφέρεται να ξεδιαλύνει. Σίγουρα δεν πήγαν για να συντηρηθεί η γραμμή Πάτρα- Καλαμάτα (χα χα, εδώ γελάστε) ή για να ηλεκτροδοτηθεί το τμήμα Αθήνα- Δομοκός, και δεν ξέρω τι άλλο.
Κάποιο είδος σεμνότητας, ίσως ενοχές που δεν χρησιμοποιούμε τρένα πια, μας κρατά μακριά από οποιαδήποτε υποψία έρευνας σχετικά με το έλλειμμα του ΟΣΕ, το οποίο είναι από τα μεγαλύτερα των δημοσίων οργανισμών. Ξέρουμε ότι αγοραστικά δεν αξίζει τίποτε, αλλά δεν σοκάρεται κανείς με τους εργαζόμενους που απεργούν για την ιδιωτικοποίηση του. (Τους καταλαβαίνουμε, οι άνθρωποι θέλουν να παραμείνουν δημόσιοι υπάλληλοι έστω και σε ανύπαρκτο δίκτυο. Το άλλο δίκτυο υπάρχει ακόμα, το ελληνικό κράτος θα πληρώνει υπαλλήλους ως την τελευταία του πνοή). Επενδυτής δεν υπάρχει να τον αγοράσει, ίσως λέει οι Ιταλικοί σιδηρόδρομοι. Απορώ με τους ιταλικούς σιδηρόδρομους, ίσως θέλουν να κάνουν αρχαιολογικές έρευνες, να δουν υπάρχει ακόμα στα βαγόνια εκείνο το e pericoloso sporgersi.
Κι εμείς δεν κύπτουμε έξω γενικώς, ούτε κύπτουμε στα κιτάπια του ΟΣΕ, μη ζαλιστούμε.
http://www.efsyn.gr/arthro/min-kyptete-exo

Το γινάτι βγάζει μάτι

Παρακολουθώντας τις δηλώσεις διάσημων Βρετανών υπέρ της παραμονής της χώρας τους στην Ε.Ε., πριν από το δημοψήφισμα, με έπιανε ώρες ώρες αγωνία. Ολοι αυτοί οι σπουδαίοι ηθοποιοί, συγγραφείς, σκηνοθέτες, καλλιτέχνες γενικώς, αναγνωρισμένοι, πλούσιοι κι αγαπητοί, μήπως τους τσάντιζαν τους άλλους, τους λιγότερο πετυχημένους; Εντάξει, μπορεί στο πανί, στη σκηνή, στο μικρόφωνο, στα σενάρια, να τους αγαπούν, να ταυτίζονται με τα πρόσωπα που παίζουν, να τους θαυμάζουν, όμως ως πρόσωπα έτσι χωριστά από τους ρόλους και τις στιγμές επαφής μαζί τους, έξω από τη λειτουργία που κάνει το κοινό να παραβλέπει τον πλούτο ενός ηθοποιού ο οποίος υποδύεται πετυχημένα τον πάμπτωχο, ας πούμε, δεν θα μπορούσαν να ξυπνήσουν πείσμα και φθόνο, δεν θα μπορούσαν να φέρουν αντίθετο αποτέλεσμα απ' αυτό που ήθελαν;
Το σκεφτόμουν πολύ, σχεδόν έβλεπα μπροστά μου τους πεισμωμένους Αγγλους να μένουν σιωπηλοί κι απολύτως ανεπηρέαστοι από τις εκκλήσεις καλών και σπουδαίων ανθρώπων, ώς την ημέρα που πήγαν στην κάλπη και το μπουμπούνισαν το Οχι τους, ίσως μην πιστεύοντας κι οι ίδιοι ότι θα κέρδιζαν, ασχέτως που τώρα δυσκολεύονται να μετρήσουν τα κέρδη. Τους φανταζόμουν να σαρκάζουν τους κατά τα άλλα ακαταμάχητους αστέρες τους, πριν από την ημέρα της κάλπης: «Ωστε έτσι λοιπόν, μου απευθύνεσαι επιτέλους προσωπικά, αναγνωρίζεις πως έχω τη δύναμη κι εγώ επιτέλους να κάνω κάτι που να σου αλλάξω την ωραία σου πορεία προς τη δόξα και το χρήμα; Κάπως να σου τη σπάσω, να σου πάρω τον αέρα; Δεν με έχεις ικανό, ε; Οχι αρκετά, παλικάρι; Ε, λοιπόν, θα σου δείξω εγώ! Που νομίζεις ότι θα μου πεις εμένα τι να κάνω!»
Πέρσι τέτοιον καιρό δεν περνούσαμε κι εμείς τη δική μας κόλαση, με το χαρούμενο Οχι μας στην Ευρώπη, που δόξα τω θεώ γύρισε σε Ναι, γιατί εδώ είναι Βαλκάνια, δηλαδή παίξε-γέλασε; Και το ξέραμε ότι δεν χωρούσε λογική και νηφάλια συζήτηση στις ορχούμενες παρέες των αντιστασιακών, που περιέλουαν με περιφρόνηση κάθε απόπειρα σοβαρής αντιπαράθεσης. Δεν είναι η λογική που οδηγεί το χέρι του ψηφοφόρου, δεν είναι οι ζυγισμένες αξίες και τα αποτιμημένα συμφέροντα.
Πολύ συχνά ψηφίζει κανείς κατά των συμφερόντων του. Επειδή νιώθει πως τον έχουν ξεγελάσει, του γάνωσαν τ' αυτιά με τη δημοκρατία, και την πρόοδο, και την αδερφοσύνη, και την ειρήνη, κι αυτοί που τα λένε έχουν ωραία σιλουέτα και λιμουζίνες, και κάνουν σούπερ διακοπές κι εκείνοι τίποτε. Γιατί να τα πιστεύει όλα αυτά αν δεν τον βοήθησαν; Δεν έπρεπε να του έχουν λύσει κάθε πρόβλημα ήδη; Το γινάτι, χαρμάνι πίκρας με ζήλια, μίσος, εκδικητικότητα, βγάζει συχνά αποτέλεσμα στην κάλπη. Επίσης βγάζει μάτι. Ενίοτε το δικό του.
 http://www.efsyn.gr/arthro/ginati-vgazei-mati

Ιπτάμενες γιαγιάδες

  Σηκώνω το εγγόνι μου αγκαλιά να πάμε στην αλλαξιέρα και καθώς το μικρό του βάρος πλημμυρίζει το σώμα μου, προφέρω ασυναίσθητα τις χαϊδευτι...