Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

Φως στην άκρη του τούνελ


Έπρεπε να το ψυλλιαστώ όταν μπήκα στο βαγόνι βιαστικά, και το τραίνο δεν ξεκινούσε. Κόσμος, πήχτρα, μέσα κι έξω στο σταθμό της Βικτώριας. Περνάνε δυο λεπτά, περνάνε τρία, έμπαινε συνέχεια κι άλλος κόσμος. Κάτι τρέχει, ας βγω καλύτερα, σκέφτηκα, αλλά είχε ήδη πήξει ο χώρος μπροστά στην πόρτα, και τέλος πάντων ακούστηκε το σφύριγμα, έκλεισαν οι πόρτες βογγώντας, ξεκίνησε βαρύς και βασανισμένος ο συρμός. Πήγε λίγο, σταμάτησε, έσβησαν τα φώτα. Και τότε οι καθισμένοι επιβάτες μπροστά μου, επιβάτιδες μάλλον όλες, άρχισαν τις αποκαλύψεις:
-Έτσι μας πάει από τη Νέα Ιωνία, μιάμιση ώρα είμαστε μέσα!
-Μία ώρα και σαράντα λεπτά!
-Μα πώς είναι δυνατόν;
Θα είχα βγει εγώ, θα είχα ξεκινήσει με τα πόδια! Μπήκα επειδή ήταν σαρδέλες οι άνθρωποι στο τρόλεϊ, κλειστό και το κέντρο, αλλά πού να φανταστώ τι με περίμενε. Πώς μπορούν και δείχνουν τόση καρτερία, νέες γυναίκες;
Ξεκίνησε πάλι το τραίνο, πήγαινε αργά αλλά προχώρησε πολύ. Ήμουν στο τελευταίο βαγόνι, είχα σκεφτεί να πάω εκεί για να βρεθώ στο σωστό σημείο στο Μοναστηράκι για την αλλαγή. Τώρα το μετάνιωνα. Λίγο πριν την Ομόνοια στάματησε πάλι. Την υπομονή σας παρακαλώ, είπαν τα μεγάφωνα, υπάρχει διακοπή ρεύματος. Γίνονται εργασίες επιδιόρθωσης.  Έσβησαν και τα φώτα. Δυο λάμπες μόνο, μια μπρος, μια πίσω. Οι άνθρωποι όλοι σα σκιές, έμειναν ακίνητοι. Ένα μωρό κλαψούρισε στη μακρινή άλλη άκρη. Στο σκοτάδι τα πρόσωπα των καθιστών γυναικών γυάλιζαν από ιδρώτα.
Δεν έχω πάθει ποτέ κρίση πανικού, δεν έχω φοβίες απ’ όσο ξέρω, φοβιτσιάρα σε πλαίσια ελεγχόμενα όσο γίνεται, ναι. Αλλά ιστορίες φρίκης σε τούνελ έχουμε όλοι δει και διαβάσει, άσε πια το υποσυνείδητο που τις φτιάχνει μόνο του. Ίσως γι αυτό μείναμε όλοι σιωπηλοί, καμία φωνή, καμία διαμαρτυρία. Ψιθυριστά μιλούσαν οι γυναίκες:
-Θέλετε λίγο μανταρινάκι; Θα σας κάνει καλό η μυρωδιά, θα σας συνεφέρει!
-Ευχαριστώ, θα πάρω. Πόσο μακριά είμαστε απ’ το σταθμό;
Πέρασα ανάμεσα απ’ τα πόδια τους και πήγα στο παράθυρο, έβγαλα έξω το κεφάλι μου. Φαινόταν στο βάθος ο σταθμός της Ομόνοιας, πορτοκαλής.
-Κοντά είναι. Πάμε και με τα πόδια αν χρειαστεί.
-Έχει φως;
-Έχει!
-Α, ευτυχώς!
-Εγώ έχω καραμελίτσα, αν θέλετε.
-Ευχαριστώ! Μου θυμίζετε μια ελληνική ταινία με τη Δέσποινα Στυλιανοπούλου που είχε ένα καλάθι και μοίραζε στο τραίνο...
-Τα θυμάμαι τα καλάθια εκείνα, με το ραμμένο πανί...
Ξανανάβει το φως, αναστεναγμός ανακούφισης, ξανασβήνει. Πάλι και πάλι, τρεις φορές. Η κουβέντα αλλάζει τόνο, τα κακά της Ελλάδας αραδιάζονται σαν σε συνεδρία ομοιοπαθητικής, η ευθύνη των πολιτικών ζυγίζεται και υπάρχουν κάποιες διαφωνίες ως προς την κατανομή τους ανά κόμμα. Αναρωτιέμαι αν όντως είμαι άνθρωπος που μόνο φοβάται αλλά δεν έχει φοβίες, πλησιάζω πάλι στο παράθυρο να δω το φως στην άκρη του τούνελ, μετράω το χώρο δίπλα στο συρμό, χωράει να περπατήσουμε; Δύσκολο. Τα πρόσωπα γυαλίζουν όλο και πιο έντονα, βγάζουμε κασκόλ και μπουφάν στα μισότυφλα. Η έννοια της κυκλοφορίας του αίματος ταυτίζεται με τη δυνατότητα κυκλοφορίας των συρμών. Αν φτάσει στην Ομόνοια και ανοίξει τις πόρτες, δεν θα ξανακατέβω ποτέ σε τούνελ. Έχουν εγκαταλειφθεί οι φλέβες της πόλης αυτής, κάθε στιγμή μπορεί να συμβεί θρόμβωση, να γίνουμε πηγμένο αίμα. Δεν χρειάζονται τρομοκράτες καν, η απάθεια θα μας σκοτώσει.
Αφού ακούσουμε την ιστορία της ακριανής, που ζούσε στη Γαλλία κι ήρθε στην Ελλάδα το 1986, εποχή της πλαστής ευημερίας, όπως τη χαρακτήρισε η απέναντι, ξεκίνησε πάλι βογκώντας ο συρμός. Πετάχτηκα έξω στην Ομόνοια, φαινόταν όλα να πηγαίνουν καλά, αλλά δεν ήθελα να αντικρίσω την αλήθεια σχετικά με τη δυνατότητα μου να αποκτήσω φοβίες.
Ανέβηκα στην πόλη, περπάτησα ως την Ακαδημία, μπήκα σε ένα μοναδικό και πηγμένο λεωφορείο, το επόμενο θα περνούσε σε 24 λεπτά, και πήγαμε ως τη Βουκουρεστίου. Εκεί, αφού περιμέναμε τέσσερα φανάρια, μας ανακοίνωσαν ότι γίνεται πορεία στην Αμερικανική πρεσβεία και μπλοκαριστήκαμε. Κατεβήκαμε, πήγα με το πόδια τον υπόλοιπο δρόμο, ανασαίνοντας με απόλαυση τον βαρύ αέρα. Τουλάχιστον ήμουν έξω απ’ το τούνελ. Ποιοι έκαναν πορεία; Οι συνταξιούχοι. Άραγε να απήλαυσαν την επίγνωση των συνεπειών της πορείας τους; Ελπίζω ναι, γιατί να εμποδίσουν την περικοπή των συντάξεων ξέρουμε όλοι καλά ότι δεν υπάρχει περίπτωση.
http://www.athensvoice.gr/life/urban-culture/athens/408484_fos-stin-akri-toy-toynel


Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

Του 60 η Ομόνοια

Δεν ξέρω πώς ξεκίνησε η συζήτηση για τη δεκαετία του 60, αλλά πολύ μου αρέσει. Ήμουν τότε παιδίσκη, καταλαβαίνετε. Στην Αθήνα, στο κέντρο, με πήγαινε βόλτα ο μπαμπάς μου κάθε Χριστούγεννα, στο τοπίο που θαυμάζουμε τώρα μόνο από τη φωτογραφία του Μπαλάφα. Ήταν όντως γεμάτη φώτα η Σταδίου και η Πατησίων και η Αιόλου, η οποία δεν ήταν πεζόδρομος, αλλά πεζοδρομούνταν από τους πάγκους που στήνονταν εκεί για τη χριστουγεννιάτικη αγορά. Τα φώτα νικούσαν τρόπον τινα το κρύο, είτε με τη λιγοστή τους θερμότητα,  είτε ζεσταίνοντας τις λαχτάρες και τις αισθήσεις μας. Νομίζαμε ότι μπαίναμε στην καρδιά της πόλης, που δεν ήταν φιλική γενικά για ένα παιδί, ούτε και τότε. Εκείνες τις μέρες όμως σα να γλύκαινε και να άνοιγε χαμογελαστή, σα να μας υποσχόταν ότι θα την είχαμε κάποτε δική μας, ότι θα ήταν ο τόπος όπου θα κινούμασταν κι εμείς με άνεση και θα κατακτούσαμε τα μυστικά και τους θησαυρούς της.  Με τη διαφορά ότι τότε τα παιδιά κυκλοφορούσαμε ακόμα, άρα κι οι γονείς μας θα πίστευαν ότι όσο κι αν ήταν επικίνδυνη και χαοτική, άξιζε τουλάχιστον τον κόπο να τη δει κανείς.
Δεν μπορώ να νοσταλγήσω εκείνα τα Χριστούγεννα, δεν αντέχω ουτε καν να αναλογιστώ την προσδοκία. Δεν μας άρεσε η πολυκοσμία στα λεγόμενα Χαυτεία τότε, πού να φανταστούμε την ερημιά που θα έφερνε η κάποιου είδους γκρίνια. Ποιος γκρίνιαξε, ποιος κατηγόρησε τα χαμηλά καταναλωτικά ένστικτα του λαουτζίκου, κι είκοσι χρόνια μετά βρέθηκε ο εμπρηστής του Μινιόν και του Κατράντζου και των άλλων θεωρούμενων μεγάλων μαγαζιών να τιμωρήσει τις επιθυμίες και τις ψευδαισθήσεις; Κι άλλα σαράντα κοντεύουν να περάσουν κι η περιοχή αντί να συνέλθει, αντί να βρει κουράγιο να στολιστεί, όλο και χειρότερα μιζερεύει. Ποιος θα το φανταζόταν τότε από τα παιδιά που χαζεύαμε την έστω φτηνή της λάμψη, ότι ήταν τόσο εύθραυστη, η θεωρούμενη σκληρή Ομόνοια; Λες και κάθε κουβέντα που είπαμε, κάθε κριτική, κάθε γκρίνια, κάθε εχθρική σκέψη για το δημόσιο χώρο, κάθε πίκρα και κάθε μυστική κατάρα, κάθε στιγμή θυμού, πραγματώθηκε στους τοίχους και τα μαγαζιά της, ενώ δεν μπορεί να πραγματωθεί η μετάνοιά μας, όση έχουμε, αν έχουμε.

Μόνο τσιγγανάκια και μεταναστόπουλα βλέπω πια στα μέρη αυτά, τα μαύρα κι άραχλα, που τους γυρίσαμε την πλάτη. Να ξεγελιούνται άραγε λίγο από τα εναπομείναντα φώτα, να επενδύουν κάποια επιθυμία εδώ, ανάμεσά μας; https://www.efsyn.gr/arthro/toy-60-i-omonoia

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017

Όλα σέξι κι όποιος αντέξει



Πρέπει να είμαστε πολύ απελπισμένοι, βαθιά μέσα στην κουλτούρα μας, για να αποφασίζει μια διάσημη τραγουδίστρια να δηλώσει ότι θέλει να βγει στο βουνό αντάρτισσα για να πολεμήσει τον καπιταλισμό και τις παραφυάδες του. Πρέπει να είμαστε πολύ καθηλωμένοι σε γούστα και αισθητικούς κάλυκες, πώς να το πω αλλιώς, δεκαετίες μετά την Αλίκη Βουγιουκλάκη που δήλωνε η έρμη ότι είναι αναρχική, στον κολωφώνα της καριέρας της, για να δώσει μια νότα μοντέρνα στο πρόσωπό της, κάτι σαν πρόσθετο λίφτινγκ τότε που ακόμα οι μέθοδοι κατά των ρυτίδων δεν είχαν προχωρήσει. Με τις ρυτίδες των μυαλών τα πηγαίναμε από τότε καλύτερα, δεν ρυτιδώνουν, δεν ωριμάζουν, ολόιδιες συγκινήσεις από τότε μέχρι τώρα, αντίσταση, αντάρτισες, ληστές τραπεζών αναζητά η άλλη για το κόμμα της, πρόεδρος της Βουλής κάποτε, από τις πιο αυταρχικές παρουσίες που πέρασαν στο θέατρο της πολιτικής. Γοητεία μας ασκεί λοιπόν ακαταμάχητη το ίδιο πάντα πρότυπο του ατόμου που τίποτε δεν σέβεται, κι ας έχουμε γεμίσει υπερήλικες -κατά τις στατιστικές- που χρειάζονται σεβασμό για να επιβιώσουν, κι ας περιμένουμε σωτηρία από τη νέα γενιά που χωρίς σεβασμό και φροντίδα και στοργή, χωρίς προστασία σε κόσμο χωρίς επιθέσεις δεν μεγαλώνει και δεν ολοκληρώνεται. Εκτός κι αν αυτή η προστασία που προσφέρουν οι γονείς στα παιδιά τους είναι τόσο ολοκληρωτική, που πήζουν πια μέχρι να ενηλικιωθούν, κι η ανάγκη επίδειξης νεανικής επιθετικότητας με την οποία τους προικίζει η φύση στην εφηβεία, αγκυλώνεται πάνω τους και δεν τη χάνουν μέχρι το βαθύ γήρας. Δεν ξέρω τι άλλη εξήγηση υπάρχει γι αυτή τη μόνιμη καθήλωση σε πρότυπα βίας, γιατί άλλο δεν προβάλλεται σ’ όλ’ αυτά περισσότερο από τη βία, η ανατροπή θα μπορούσε να έχει κι άλλες μεθόδους, να γεννά κάπως πιο ποικίλες εικόνες. Αλλά η βία, έτσι γυμνή όπως την πλασάρει η ανυπόμονη λησταρχίνα, εγγυάται ότι δεν θα υπάρχει έλεος για τον αντίπαλο όταν έλθει εν τη βασιλεία της, οπότε να ελπίζουν όσοι την ακολουθήσουν πως θα πάρουν εκδίκηση άμεση και αιματηρή για τα πάντα και δια πάντα. Κι αυτό έχει πέραση, είναι σέξι, τέλος. Αρχέγονοι φόβοι, ανεξέλεγκτες γοητείες. Βοήθειά μας.

Συνεχείς πτώσεις

Οι δρόμοι της Αθήνας, τα όποια πεζοδρόμια της, είναι επικίνδυνα σε κάθε χιλιοστό τους. Η άσφαλτος της είναι γεμάτη σφάλματα. 
Έχει πλάκα που μόλις σκοντάψουμε σε κάποια σπασμένη πλάκα του πεζοδρομίου, εμείς οι Αθηναίοι, ο εμπειρότερος λαός του κόσμου σε σκοντάμματα επί σπασμένων πλακών, και κρίμα που δεν είναι ολυμπιακό άθλημα, εμείς λοιπόν οι Αθηναίοι γυρίζουμε και την κοιτάμε τη σπασμένη πλάκα, να μας πει συγνώμη ξερωγώ, ή να τη δείρουμε όπως κάνουν τα παιδιά, την κοιτάμε επιτιμητικά και ξαφνιαζόμαστε που ουδόλως συγκινείται. Το βλέμμα πάει νοερά στον εργολάβο βέβαια, στους δημάρχους που τόσα χρόνια δεν έκαναν τη μικρή επανάσταση να πουν 'τέρμα οι πλάκες, δεν ξαναστρώνουμε πεζοδρόμιο παρά μόνο με την ειδική ενιαία άσφαλτο ή ό,τι υλικό είναι, κι ας μην μπορούμε έτσι να δίνουμε λεφτά σε εργολάβους κάθε τόσο', ίσως ακόμα και στους περιπατητές που κατάφεραν να περάσουν σώοι τις ίδιες περιοχές και θα θέλαμε να δείξουν κατανόηση.
Τέλος πάντων, κατάφερα να μείνω όρθια, χάρις στον έξυπνο ελιγμό του σώματος μου, χάρις στη γιόγκα όπου μαθαίνω να ισορροπώ -λέγεται γιόγκα- χαθήνα, ειδική για χαθηναίους- και σίγουρα όχι χάρις στα αυτοκίνητα που σπάνε τις πλάκες, τις ρίζες των δέντρων που δεν πειθαρχούν και τους δημάρχους που επιμένουν σε κακές συνήθειες.


Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017

Γιόγκα Χαθήνα

Έχει πλάκα που μόλις σκοντάψουμε σε κάποια σπασμένη πλάκα του πεζοδρομίου, εμείς οι Αθηναίοι, ο εμπειρότερος λαός του κόσμου σε σκοντάμματα επί σπασμένων πλακών, και κρίμα που δεν είναι ολυμπιακό άθλημα, εμείς λοιπόν οι Αθηναίοι γυρίζουμε και την κοιτάμε τη σπασμένη πλάκα, να μας πει συγνώμη ξερωγώ, ή να τη δείρουμε όπως κάνουν τα παιδιά, την κοιτάμε επιτιμητικά και ξαφνιαζόμαστε που ουδόλως συγκινείται. Το βλέμμα πάει νοερά στον εργολάβο βέβαια, στους δημάρχους που τόσα χρόνια δεν έκαναν τη μικρή επανάσταση να πουν 'τέρμα οι πλάκες, δεν ξαναστρώνουμε πεζοδρόμιο παρά μόνο με την ειδική ενιαία άσφαλτο ή ό,τι υλικό είναι, κι ας μην μπορούμε έτσι να δίνουμε λεφτά σε εργολάβους κάθε τόσο', ίσως ακόμα και στους περιπατητές που κατάφεραν να περάσουν σώοι τις ίδιες περιοχές και θα θέλαμε να δείξουν κατανόηση.
Τέλος πάντων, κατάφερα να μείνω όρθια, χάρις στον έξυπνο ελιγμό του σώματος μου, χάρις στη γιόγκα όπου μαθαίνω να ισορροπώ -λέγεται γιόγκα- χαθήνα, ειδική για χαθηναίους- και σίγουρα όχι χάρις στα αυτοκίνητα που σπάνε τις πλάκες, τις ρίζες των δέντρων που δεν πειθαρχούν και τους δημάρχους που επιμένουν σε κακές συνήθειες.

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

Κήποι βασιλικοί, κήποι του λαού

Περνώντας από τον Εθνικό κήπο θυμάμαι πως ήταν βασιλικός. Τόση ομορφιά και φροντίδα είχε γίνει για βασιλιάδες από βασιλιάδες, για την ακρίβεια η Αμαλία τον έφτιαξε, κόντρα στα γούστα των Αθηναίων, των όποιων Αθηναίων τότε. Κι ως εθνικός είναι πια του καθενός, είμαστε όλοι βασιλιαδες και πρίγκιπες ως προς την πρόσβαση στον κήπο. 
Το ίδιο έχει γίνει στο Παρίσι και σε πολλές άλλες πόλεις, οι βασιλικοί κήποι έχουν γίνει κήποι του λαού. Και στους κήπους αυτούς ο λαός συμπεριφέρεται σαν βασιλιάς, γιατί τι νόημα έχει να απολαμβάνεις βασιλικό κήπο και να μην ανεβαίνει ο αυτοσεβασμός σου; Σ αυτό χρησιμεψαν οι βασιλιάδες και λοιποί ευγενείς απανταχού, να ανεβάσουν τα στάνταρ σε φυσιολατρεία, αισθητική, τέχνες και μαγειρική παντού τέλος πάντων. Και οι τίτλοι που κάποτε δίνονταν μόνο σε διαπιστωμένους ευγενείς, τώρα είναι για όλους. Ladies and gentlemen.
Κάποτε ένιωθα σαν πριγκίπισσα κάθε πρωί, περνώντας από το πάρκο μας, το Πεδίο του Άρεως. Τώρα είμαι σε φάση πτώσης από το θρόνο και το αποφεύγω. Μετά από τόσες προσπάθειες και δράματα που πέρασε, τόσες ανακαινίσεις, τόση πολιτική χρήση και πολιτική εγκατάλειψη, το πήρα απόφαση, δεν θέλει ο λαός να συμμεριστεί τα βασιλικά αισθήματα απέναντι του. 
Μένει ο κήπος. Δεν είναι κοντά, παίρνω το λεωφορείο και τον διασχίζω για να βρεθώ στο κέντρο. Ανασαίνω βαθιά.
Φυσικά τον θυμάμαι  με παπάκια, καρέκλες, νερό στις βρύσες, και διάφορα άλλα ωραία, αλλά όλα είναι σχετικά.

Δίπλα στο Λιβυκό


Νέα από τις άθλιες όψεις της ανθρωπότητας έφτασαν στη φωτογραφική επικαιρότητα το σαββατοκύριακο, από τη Λιβύη. Άνθρωποι δεμένοι όλοι μαζί, κρεμασμένοι ανάποδα, νεαροί άντρες κακοποιημένοι, πουλιούνται κι αγοράζονται σκλάβοι, χάνουν τη ζωή τους σε μεταφορές, ακριβώς όπως γινόταν στα σκλαβοπάζαρα του 18ου αιώνα, κι αυτό το εμπόριο δεν γίνεται κρυφά, αλλά φανερά και άφοβα.
Είναι από τις φωτογραφίες που τις βλέπεις και εύχεσαι να διαβάσεις  γρήγορα, στην επόμενη ανάρτηση, ότι είναι λάθος η είδηση, ότι είναι στημένη η φωτογραφία, ότι πρόκειται για γυρίσματα κάποιας ταινίας, αλλά δυστυχώς επιβεβαιώνεται η αυθεντικότητά της, και μαζί κάποιες πολύ δυσάρεστες λεπτομέρειες. Μετανάστες από την Αφρική, προσπαθώντας να ξεφύγουν πολέμους στη χώρα τους, να πάνε στην Ευρώπη, εγκλωβίζονται, και μαζεύονται σαν κάποια παράξενη σοδειά, κάποιο κυνήγι,  καταλήγουν αντικείμενο εμπορίου, res που έλεγαν οι ρωμαίοι πρόγονοι. Πάλι βρίσκεται η Ευρώπη αναμεμιγμένη εκεί, η Ευρώπη ως όραμα και πειρασμός, για δω ξεκίνησαν οι μετανάστες, αλλά εδώ είναι ανεπιθύμητοι. Η Γερμανία που τους δέχτηκε, το πληρώνει τώρα με πολιτικό αδιέξοδο, κι ο φόβος τους  παντού ενισχύει κόμματα ξενοφοβικά. Να μπορούσε να σταματήσει η πληροφόρηση, να μη μάθαιναν πια οι φτωχοί χωρικοί των αφρικανικών χωρών, που από παιδιά υφίστανται όλων των ειδών τις τυρανίες, ότι στην Ευρώπη υπάρχει ειρήνη και πλούτος, δουλειές και κάτι ακόμα πιο παράξενο κι απο το χαβιάρι που το λένε ανθρώπινα δικαιώματα. Να μην ονειρεύονται διαφυγές, να μείνει η Ευρώπη με τους Ευρωπαίους και τους καημούς τους, να είναι οι Έλληνες οι πιο φτωχοί και να ενισχύονται από τους πλούσιους, να μην περνιέται το Λιβυκό με καράβια. Είναι τόσο απαράδεκτα κοντά μας αυτά όλα.

Αδιέξοδη κατάσταση, κι άρχισαν κιόλας στις ευρωπαϊκές πόλεις τα συλλαλητήρια. Να σταματήσουν τα σκλαβοπάζαρα της Λιβύης, ζητούν οι διαδηλωτές. Από ποιον το ζητούν;  Η Λιβύη είναι πια χώρα παράξενη,  δεν έχει πια εκεί Τζαμαχιρία, κάποια λαϊκή, ισλαμική, σοσιαλιστική ή άλλη δημοκρατία. Διάφορες φατρίες μάχονται μεταξύ τους, ελέγχουν η καθεμιά ό,τι μπορεί, προσπαθώντας  να μεγαλώσουν  την ακτίνα ελέγχου. Η αραβική άνοιξη έφερε βαρύ χειμώνα στη θερμή ήπειρο. Αντι να λύσει τα προβλήματα η επανάσταση έφερε χάος, όπου καμιά χαρά δεν άνθισε, όπως ελπίζουν οι ρομαντικοί. Σα να ξαναρχίζει από την αρχή η ανθρώπινη ιστορία, φυλές, σκλάβοι, βία ανεξέλεγκτη, να πρέπει να παιχτεί το έργο όλο, και να μην ξέρεις καν αν θα έχει κάποτε το χάπυ εντ, που εμείς τελικά γνωρίσαμε, ίσως από καθαρή τύχη.

Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

Μέγα κόστος

Φωτογραφία: Βασίλης Μαθιουδάκης

Δεν μπορώ να πιστέψω ότι υπάρχει στον κόσμο αυτό έστω κι ένας άνθρωπος που αποφασίζει μια ωραία πρωία να πάει να χτίσει μόνος του ένα σπίτι μέσα σ’ ένα ρέμα, επειδή είναι φτωχός, επειδή δεν ξέρει, επειδή δεν του είπε κανείς τίποτε.
Αντίθετα, έχω λόγους να πιστεύω ότι συνήθως η δουλειά αυτή γίνεται μέσω κάποιου είδους συλλογικότητας. Πουλάει ένας κτηματίας κομμάτια κάποιας ιδιοκτησίας εκτός σχεδίου, πακέτο το αγροτεμάχιο με την υπόσχεση ότι θα μπει στο σχέδιο πόλεως και θα ανέβει η αξία του, ότι θα αποκτήσει ο αγοραστής φτηνό σπίτι που μετά θα ακριβαίνει, ότι όλα θα τακτοποιηθούν στο μέλλον.
Μαζί με το κομμάτι γης ο νέος αγοραστής αποκτά δυο πράγματα: την υπόσχεση και το τηλέφωνο του τοπικού άρχοντα, ή παράγοντα, ή δικηγόρου, που πρέπει να πληρώνει τακτικά για πολύ καιρό, ώσπου να γίνει η ιδιοκτησία του αποδεκτή από το κράτος. Αν δεν πληρώνει, ψηφίζει, πρέπει πάντα να υποστηρίζει τον βουλευτή, ή τον σύμβουλο που του υποσχέθηκε νομιμοποίηση. Μπορεί να είναι φτηνό το οικόπεδο, η σχέση εξάρτησης όμως κοστίζει πολλά, έστω κι αν δεν καταβάλλονται εφάπαξ, ούτε πάντα σε νόμισμα. Ουσιαστικά, η εξάρτηση του πολίτη από τον πολιτικό δεν σταματά ποτέ. Ακόμα κι αν κάποτε το σπίτι περιληφθεί σε οικισμό και μπει στο σχέδιο, η ανορθόδοξη πορεία το καθιστά μονίμως υποτελές σε μικρές πολιτικές παρεμβάσεις, αποφάσεις, ελπίδες. Όταν η πόλη δεν έχει σχεδιαστεί πριν τη χτίσουν, σημαίνει ότι δεν έχει πλατείες, δεν έχεις καλούς δρόμους, δεν έχει πράσινο, δεν έχει χώρο για σχολεία, δημόσιους χώρους, δεν έχει συγκοινωνίες, δίκτυο, αποχέτευση, τίποτε. Για το κάθετι απ’ αυτά ο ιδιοκτήτης -πολίτης είναι αναγκασμένος να προσπέφτει στον πολιτικό που θα καθαρίσει, υποτίθεται, αλλά υποχρεωτικά δια της πλαγίας οδού, αφού έτσι άρχισε το πράγμα. Κι η υποτέλεια, η εξάρτηση, συνεχίζονται, ο πολίτης παραμένει ανήλικος μονίμως, ζει με υποβαθμισμένη ποιότητα ζωής και δεν χειραφετείται ποτέ από τους ανθρώπους που υποθήκευσαν την πολιτική του συνείδηση για να αποκτήσει ένα σπίτι δήθεν φθηνότερα.

Είναι τεράστιο το κόστος, σε όλα τα επίπεδα. Έχουμε τώρα είκοσι νεκρούς. Για σκεφτείτε όμως, ποιος πολιτικός θα έχει τα κότσια να σπάσει αυτό τον φαύλο κύκλο της εξάρτησης, να αποφασίσει να αρνηθεί κάθε μελλοντική πελατεία και προστασία, να προάγει την τρομερή ιδέα του σχεδιασμού των πόλεων πριν χτιστούν; Ακούτε τίποτε γύρω σας, πέρα από τη βροχή που πέφτει;

Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2017

Η πόλη των χιλίων ποταμών


Αργήσαμε να πάρουμε μπρος, ομολογούσε στο ραδιόφωνο ο δημοσιογράφος που ασχολούνταν με τις πλημμύρες. Λογικό, αφού υπήρχαν τόσα συγκλονιστικά να ασχοληθούν, οι εκλογές της Κεντροαριστεράς, το διάγγελμα του πρωθυπουργού, ο δεύτερος γύρος των εκλογών της Κ/Α, οι ειδήσεις του ΑΠΕ για την υποδοχή πθ στη Θράκη κλπ. Και καθώς συνδεόταν με το ρεπορτάζ στη Μάντρα και τη Μαγούλα, και καθώς αυξανόταν ο αριθμός των νεκρών στις ειδήσεις, τα μονίμως καυτά πολιτικά θέματα συνεχίζονταν: τι είπε ο Δανέλης για το δεύτερο γύρο, ως τι εκφράζει απόψεις η Ξαφά; Είμαστε συνδεδεμένοι με ομφάλιο λώρο με τα πρόσωπα της πολιτικής, αν σταματήσει η ροή τροφής θα κινδυνέψουμε. Έχουμε ξεχάσει τι ακριβώς δουλειά κάνουν, τους παρακολουθούμε προσηλωμένοι σα να βρίσκονται στη γυάλα του Τρούμαν σώου. Πώς να απαγγιστρωθείς για να ασχοληθείς με τις πλημμύρες κάτι αυθαίρετων συνοικισμών τέρμα Θεού, κάτι δήθεν πόλεων που χτίστηκαν χωρίς να το πάρει χαμπάρι κανείς, χωρίς σχέδιο εννοείται, αυτό δα έλειπε. Εδώ ολόκληρη πρωτεύουσα χτίστηκε χωρίς σχέδιο, θα φτιαχνόταν σχέδιο για τη Μάνδρα και τη Μαγούλα;
Αν και σαν πρωτεύουσα που ήταν είχε το καλό το ποτάμι, το μεγάλο, τον Κηφισσό, είχε και τον Ιλισσό, τον τραγουδισμένο, να τους κάνει αγωγούς ομβρίων και αποχετεύσεων και να πορεύεται. Την ευνόησε η εποχή, τότε που χτιζόταν ακόμα τα ρέματα δεν μπαζώνονταν, δεν το είχαν σκεφτεί αυτό οι κτηματίες, είναι μέθοδος που εφαρμόστηκε αργότερα, όταν ξεθάρρεψαν πια οι πόλεις κι ανοίχτηκαν σε βουνά και λαγκάδια, κι εντάξει με τα βουνά, κανένα πρόβλημα, αλλά ίσως έπρεπε να συγκρατηθούν στα λαγκάδια;
Ποιος ξέρει; Λέω τώρα εγώ, υποθέσεις κάνω. Κάτι ρεπορτάζ, κάτι έρευνες, κάτι τέτοια βαρετά που γίνονταν στον προηγούμενο αιώνα, τότε που ακόμα νομίζαμε ότι η δημοσιογραφία είναι να βρίσκεις πράγματα, να τα καταλαβαίνεις και να τα αποκαλύπτεις, να αφυπνίζεται η κοινωνία και να αντιδρά, όχι να παρακολουθείς μέρα -νύχτα τις διασημότητες. Να μαθαίνουν ας πούμε οι κάτοικοι του λεκανοπεδίου ότι δεν έχουν γίνει με σχέδιο οι πόλεις τους, να αγανακτούν και να αντιδρούν. Να αναγκάζονται οι πολιτικοί να φτιάχνουν σχέδιο πόλεως πριν τις πόλεις. Τέτοιες αφελείς ιδέες είχαμε, γιατί τι νόημα θα είχε αλλιώς να καταγγέλεις τις παραλείψεις; Θα γεννούσαν οι καταγγελίες γνώση, θα γεννούσε η γνώση απαίτηση, τέτοια διαλεκτικά ονειρευόμασταν.
Το περαιτέρω ρεπορτάζ και οι επαναλαμβανόμενες μπόρες, πλημμύρες και συμφορές, απέδειξαν πολλαπλώς ότι αυτή δεν είναι η σωστή σειρά των πραγμάτων όπως συμβαίνουν. Δεν φτιάχνεται πολεοδομικό σχέδιο για να γίνει πόλη, χωριό, οτιδήποτε, όχι στην Ελλάδα. Ξεκινούν απλώς κάποιοι που έχουν κτήματα να τα πουλούν, κάποιοι που θέλουν σπίτια να τα χτίζουν, κι όταν χτιστούν πολλά, τότε οι ιδιοκτήτες γίνονται πολιτική δύναμη του βουλευτή τους, ή του δημάρχου τους, τους κρατά στο χέρι και ταυτοχρόνως τον κρατούν κι εκείνοι, κι όλοι μαζί κρατιούνται κόντρα στη λογική, που δεν τη θέλουμε γιατί είναι δυτική κι αντίθετη με τις παραδόσεις μας. Η οποία λέει ότι αν μπαζώσεις ρέμα, θα πλημμυρίσεις το φθινόπωρο. Αν δεν φτιάξεις σχέδιο πόλης, αν δεν λάβεις υπόψιν τα βουνά και τα λαγκάδια, αν δεν προβλέψεις αγωγούς, και άλλα ασύμφορα είδη, πεζοδρόμια, πλατείες, θα ζήσεις μαύρη ζωή σαν τους μαύρους κλέφτες. Ε, δεν πειράζει, οι μαύροι κλέφτες ήταν οι ένδοξοι μας πρόγονοι. Μαύρη μαυρίλα κι εμείς, μαύρη σαν καλιακούδα. Γιατί να δυσαρεστήσει τους φηφοφόρους του κάθε δήμαρχος κι ο κάθε βουλευτής, υποχρεώνοντας τους να προσαρμοστούν στις ανάγκες ενός πράγματος τόσο αφηρημένου όλες τις ημέρες του χρόνου εκτός από τις βροχερές, ενώ μπορεί να τους έχει ευχαριστημένους και ταυτόχρονα να τους έχει και στο χέρι, αφήνοντας τους να κάνουν ό,τι θέλουν; Θα εμφανιστεί σαν ευεργέτης μια μέρα, βάζοντας τα απίθανα σπίτια τους στο σχέδιο πόλης, ύστερα θα πουλήσει διάφορες άλλες εξυπηρετήσεις που θα μπαλώνουν πρόχειρα τις ελλείψεις που ποτέ δεν θέλησαν να δουν, ούτε οι εκείνοι, ούτε αυτός. Μια χαρά όλα.
Δεκαέξι νεκροί λοιπόν από τη μπόρα αυτή τη φορά. Και να μην υπάρχει ελπίδα ότι μπορεί κάτι να ξεκουνηθεί, ότι θα καταλάβουμε με πόνο το τι έχει συμβεί, το πώς στηρίξαμε την ίδια τη ζωή μας και τη ζωή των παιδιών μας σε τραπουλόχαρτα που βάψαμε σα σκηνικό αστικού περιβάλλοντος, ότι θα αποφασίσει κάποιος να χαλάσει τη ζαχαρένια του μελετώντας σε βάθος τις αιτίες, σίγουρος ότι θα δεχτεί η κοινωνία μεγάλες αλλαγές στον τρόπο που εκμεταλλεύεται τα ακίνητά της και χτίζει τις πόλεις της, ή ότι θα βρεθεί πολιτικός που θα αντισταθεί στην πορεία των πραγμάτων και στις συνήθειες των ψηφοφόρων του. Όχι, αυτά δεν γίνονται.

Πριν λίγους μήνες είχε κυκλοφορήσει στο ιντερνετ χάρτης της Αττικής με τα ποτάμια της. Είναι σοκ να βλέπεις το δίκτυο αυτό, πυκνό δίκτυο ρεμάτων, τι πιο φυσικό σε ένα χώρο που περιβάλλεται από βουνά, τη στιγμή που ζεις σε μια πόλη που δεν διαθέτει ως ποτάμι παρά ένα ρυάκι με αρχαίο όνομα μέσα σ’ έναν αρχαιολογικό χώρο.

Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017

Συν Αθηνά και πόδα κίνει


Από τις ουρές, προτιμώ τις ίδιες τις καμήλες, ειδικά σε μορφή παστουρμά, γι αυτό όταν είναι να πάω να στηθώ, οργανώνομαι -νικώ, παίρνω μαζί μου ξηρά τροφή, πνευματική κυρίως, έξυπνο κινητό με απεριόριστη σύνδεση, τέτοια πράγματα. Αλλά εκείνη την ουρά για την κάρτα Αθηνά, όχι, είπα, η θεά να με προστατεύει, δεν πάω να στηθώ. Θα υπάρχει κι άλλος τρόπος για  αυτοματοποιημένη κάρτα, απ’ αυτόν τον ξεπερασμένο, αυτό το στήσιμο, αυτή την ξορκισμένη ανάμνηση του υπαρκτού που πέρασε στην ανυπαρξία λόγω μεγάλων ουρών και άλλων παρενεργειών. Και πράγματι, λίγες μέρες μετά ανακοινώθηκε ότι μπορούν οι οπαδοί της τεχνολογίας όπως εγώ να συμπληρώσουν μια φόρμα ηλεκτρονικά και να πάρουν έναν κωδικό απ’ αυτούς του διαβόλου με το 666 μέσα, εγγυημένα πράγματα δηλαδή, να πάνε σ’ένα απλό γκισέ ενός απλού σταθμού όπως η Βικτώρια, κι απο κει να περιμένουν να τους έρθει η κάρτα της θεάς με το ταχυδρομείο.
Κι έτσι προσπέρασα πολλές ουρές στους κεντρικούς σταθμούς, μάζεψα τα χαρτάκια μου, φωτοτύπησα το ΑΜΚΑ μου, την ταυτότητα μου, βρήκα και μια ωραία φωτογραφία με καλοκαιρινά, τιράντες και μαυρισμένους ώμους, να μου ανεβάζει το ηθικό, κι ήμουν έτοιμη για κατάθεση. Τόσο απλό. Γιατί γκρινιάζει ο κόσμος; Ούτε καν ακτινογραφία θώρακος δεν μας ζήτησαν, να ξέρουν αν μπαίνει κανείς στο μετρό με προφυματίωση (δίνω ιδέες τώρα;)
Πήραμε και παράταση για το μηνιαίο του Οκτώβρη. Τι κατανόηση εκ μέρους της εταιρίας! Της συγχωρείς και τις ουρές, και το κομφούζιο, και τη σαρδελοποίηση στα λεωφορεία και τρόλεϊ που χειροτερεύει μέρα με τη μέρα ανεξήγητα. Μήπως μοιάζουμε εμείς περισσότερο με σαρδέλες και προκαλούμε τρόπον τινα τη μοίρα μας; Τι να υποθέσει κανείς; Και τα γιωταχί στο μεταξύ σαρδελοποιούνται εξίσου κολασμένα στους δρόμους, κάτι περίεργο συμβαίνει. Κάθε μέρα όμως, τόσο που γίνεται ρουτίνα.
Άρχισαν οι κάρτες να φτάνουν ταχυδρομικώς σε φίλους και γνωστούς οπαδούς της τεχνολογίας, όλα ρολόι, άντε μωρέ γκρινιάρηδες. Σε μένα ήρθε Σάββατο μεσημέρι, βρήκα ειδοποίηση των ΕΛΤΑ κολημμένη στην εξώπορτα της πολυκατοικίας. Τι γύρευα στους δρόμους Σάββατο μεσημέρι, αντί να περιμένω τον ταχυδρόμο σπίτι μου; Αυτά παθαίνουν όσες σουρτουκεύουν. Πρέπει τώρα να πάω στην οδό Κωνσταντινουπόλεως εργάσιμες ώρες, να παραλάβω την κάρτα μου. Δεν ξέρω τι είναι εκεί, ευκαιρία να διευρύνω τις γνώσεις μου. Μέρος δεύτερον της διαδικασίας, ξεκινά αύριο, ή την Τετάρτη, όποτε προλάβω. Αθηνά μου βοήθα.


Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2017

Απληστία

Τι θέλουν τώρα να μας μιλούν για νησιά και παραδείσους, να μας θυμίζουν καλοκαίρι ενώ το Φθινόπωρο δείχνει τα δόντια του. Επιπλέον μας θυμίζουν ποια είναι η δουλειά που οφείλουν να κάνουν οι δημοσιογράφοι αντί να λένε το κοντό και το μακρύ τους, καληώρα. Έρευνες πρέπει να κάνουν, και μάλιστα κόντρα σε πολύ καλά οργανωμένη μυστικότητα που καλύπτει κινήσεις περιουσιών με όλα τα μέσα, περιουσιών που είναι τόσο μεγάλες ώστε δεν αντέχουν να φορολογούνται. Τα χαρτιά του Παραδείσου αρχίζουν να αποκαλύπτονται ως σήριαλ σε εφημερίδες όπως η Μοντ, και ελπίζουμε όλοι ότι θα κάνουν τόσο κακό στη φήμη ανθρώπων που πλουτίζουν από τη φήμη τους, ώστε να τους αναγκάσουν να αλλάξουν τακτική. Γιατί, τι άλλο να ελπίσει κανείς; Ότι ο ΟΗΕ θα αναγκάσει τους φορολογικούς παραδείσους να αλλάξουν νομοθεσία; Δύσκολο. Η εθνική κυριαρχία όλων των κρατών ζει και βασιλεύει, κι αν κάποια θέλουν να βγάλουν το κατιτίς τους περιθάλποντας αναξιοπαθείς δισεκατομμυριούχους, ποιος μπορεί να τους  εξαναγκάσει να το κόψουν; Αυτό είναι το ζήτημα. 
Υπάρχουν λοιπόν ονόματα στο Πάνθεο των εξωτικώς αυτών φοροδιαφευγόντων που θα πρέπει να ταρακουνηθούν, να μεταμεληθούν, να δοκιμαστούν, να ζητήσουν συγγνώμη. Η σύγκρουση του νόμιμου και ηθικού. Υπάρχουν καλλιτέχνες, που όσο κι αν αρέσουν, όσο κι αν φαίνονται ακαταμάχητοι, αποκτούν μια πινελιά  κυνισμού στην πολύτιμη εικόνα τους, όταν μαθαίνουμε  ότι αποφεύγουν τόσο συστηματικά και για τέτοια ποσά να πληρώνουν φόρους. Υπάρχει η βασίλισσα της Αγγλίας. Υποτίθεται ότι στο πρόσωπό της συμπυκνώνει συμβολικά την ίδια τη χώρ της. Πώς είναι δυνατόν να φοροδιαφεύγει λοιπόν το πρόσωπο αυτό; Τι να κερδίσει παραπάνω αυτή που απολαμβάνει όλα όσα υπάρχουν επί της γης της Αγγλίας και της Κοινοπολιτείας; Μια τέτοια αποκάλυψη καταργεί την ίδια την ουσία του θεσμού. Είναι κρίμα, γιατί έχουν τόσο χάζι οι βασιλείς της Αγγλίας, προσφέρουν θέαμα σε όλη την υφήλιο, με την προϋπόθεση όμως ότι εκφράζουν αυτό για το οποίο υπάρχουν, μαζί με την παράδοση, τη συνέχεια της δημοφιλούς ιστορίας. Αν αποδεικνύονται απλοί άνθρωποι στις αδυναμίες τους, που προσπαθούν να γλιτώσουν κανα φράγκο σε φορολογικούς παραδείσους, τι νόημα έχουν πια οι πύργοι και τα άλογά τους, τα καπέλα τους και τα κάγκελα του ανακτόρου τους; Να δούμε τι δικαιολογία θα σκεφτεί η ανθεκτική γραία. Εκτός κι αν θεωρεί ότι είναι υπεράνω αμφισβήτησης και του ίδιου της του ρόλου λόγω ηλικίας, ότι τόσο πολύ έχουμε συνηθίσει να τη βλέπουμε που έγινε ένα είδος γιαγιάς υπεράνω βασιλείας, την υπομένουμε αγόγγυστα και της συγχωρούμε τα πάντα.

Οι αποκαλύψεις αυτές σημασία έχει να μην μας κάνουν  πιο μοιρολάτρες και πιο κυνικούς. Εντάξει, έχουμε παραδεχτεί ότι οι άνθρωποι είναι άπληστοι κι αχόρταγοι σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Έκανε λάθος ο Ρουσώ που πίστευε ότι είναι καλοί εκ φύσεως όταν δεν απομακρύνονται από τη φύση, κι η φιλοσοφική διαπίστωση έχει την αξία της. Το θέμα είναι, έχοντας δεχτεί την αλήθεια για την απληστία,  μπορεί η κοινωνία και οι νόμοι να την χαλιναγωγούν; Όταν οι πάμπλουτοι έχουν τη δυνατότητα να κινούνται έξω από τα πλαίσια της πατρίδας τους, ακόμα κι όταν υποτίθεται ότι είναι η ίδια η πατρίδα τους, όπως η βασίλισσα της Αγγλίας,  πώς ελέγχονται τα μικρά αχαλίνωτα κράτη που τους προσφέρουν ελευθερία χρήματος;  Οι κανόνες και το πώς μπορούν να τηρηθούν είναι το μυστικό. Πώς μπορεί να γίνει ο ΟΗΕ κάτι σαν παγκόσμια ανθρώπινη πατρίδα, μια πατρίδα που θα  λειαίνει τις αδικίες   τις οποίες γεννά η ανθρώπινη φύση;

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

Σκηνικό ημιτελούς παράστασης


Φωτογραφίζω καμιά φορά στην Αθήνα προσόψεις σπιτιών που από μέσα δεν έχουν τίποτε, χάσκουν τα παράθυρα, φαίνεται ο ουρανός πίσω από τις ξεχαρβαλωμένες περσίδες. Αλλά τα σπίτια δεν γκρεμίζονται, θα είναι φαίνεται χαρακτηρισμένα νεοκλασικά από το υπουργείο ΠΠΟ και άρα διατηρητέα, και άρα οφείλουν να διατηρηθούν, αλλά τα άτιμα δεν διατηρούνται, καταρρέουν από μέσα προς τα έξω. Πόσο θ’ αντέξουν να μένουν έτσι, πότε θα πέσουν πάνω στα στηρίγματα που περιμένουν από κάτω υπομονετικά, να κουραστούν οι τοίχοι, να νικήσουν αυτόν τον παράξενο νόμο για τα διατηρητέα; Ήρεμη πάλη σοβεί στα ερείπια, κι όπως τα βλέπω απομονωμένα στο κάδρο, σα να σαρκάζουν κι αυτούς που τα έφτιαξαν κάποτε για να στεγαστούν σε φιλόδοξο πλαίσιο, κι αυτούς που τα παράτησαν και περιμένουν τώρα την πτώση τους.
Μοιάζουν  με σκηνικό, έτσι όπως στέκονται μπροστά στο κενό, έτσι όπως επικίνδυνα ισορροπούν, σκηνικό ενός έργου που δεν ανέβηκε ποτέ, ή που όταν παιζόταν κανένας δεν πρόλαβε να το θαυμάσει, κανένας που να θυμάται. Κάποιοι αποφάσισαν να χτίσουν μια χώρα φιλόδοξη, ένα καινούργιο κράτος με σπουδαίες αρχαίες περγαμηνές, οραματίστηκαν αγνότητα, αναβίωση, γύψινες καρυάτιδες σε ιδιωτικές κατοικίες, γλάστρες υπό τύπον υδρίας και δεν ξέρω τι άλλη παραξενιά, τι άλλη μεταφορά σβησμένων σχεδίων, πολύ οργανωμένο πάντως, μόνο κάτι λεπτομέρειες τεχνικές είχαν ξεχαστεί, αποχέτευση ξέρω γω, ή πεζοδρόμια, τέτοια άχαρα πράγματα που κανένας δεν γουστάρει ν’ ασχολείται. Και στηνόταν το σκηνικό από τη μια και ξηλωνόταν ήδη από την άλλη, πριν προλάβει να ολοκληρωθεί. Το ξεφορτώνονταν οι απόγονοι, ακόμα κι οι ίδιοι που το είχαν πρωτοστήσει το ξεφορτώνονταν, μέχρι που τρόμαξε το κοινό, ο θιασάρχης είπε στοπ, διατηρητέο ό,τι ξέμεινε. Να μας κοιτάει όσο αντέχει, να θυμόμαστε τα μεγαλεία.
 Θέλουμε να ζήσουμε αλλιώς, λαϊκά, τσαμπουκαλήδικα, με σκληρότητα και περιφρόνηση προς το τι βλέπει ο περαστικός, αδιάφορα, μάγκικα, κι έχουμε αυτό το σκηνικό να μας ξεβολεύει, να θυμίζει εκλεπτυσμένα όνειρα παραστρατημένων προγόνων.



Ωραία ερείπια, και άσχημα ερείπια

Απέναντι από το ναό του Ποσειδώνα, στο Σούνιο, ο λόφος πάνω από το δρόμο μοιάζει με πόλη φάντασμα. Καθώς πέφτει ο ήλιος του φθινοπώρου τα χρώματα γλυκαίνουν, κάτι ροζ και ώχρες σε τοίχους που έχουν απομείνει από κάτι που θα ήταν ίσως βίλα. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Στο αέτωμα υπάρχουν γράμματα, αλλά είναι τελείως σβησμένα. Δίπλα μερικά ακόμα παλιά κτίρια, και στο βάθος ένα εκκλησάκι με χρονολογία, 1909, το πιο γερό κτίριο. Μπαίνουμε μέσα, κάποιος έχει ανάψει ένα κερί, έχει ωραίο εσωτερικό, κάτι εικόνες μικρές, κομψοτεχνήματα ερασιτέχνη, ακουμπισμένα στο περβάζι, και μια ρωγμή πάνω από την πόρτα. Άρα γερό δεν είναι. Να έγινε σεισμός εδώ;
Περπατάμε λίγο στο χωματόδρομο που προχωρά στο βουνό, να δούμε τι γράφει η μεγάλη ταμπέλα στο βάθος. Στα δεξιά, ανάμεσα στα πεύκα που τα φωτίζει ο δύων ήλιος με πορτοκαλιές αποχρώσεις, άλλα ερείπια, από κάποιο μοντέρνο ξενοδοχείο που απλώνεται μέσα στο δάσος. Αυτά τα ερείπια είναι άχαρα όπως όλα από μπετόν, δυσκολεύονται να επιστρέψουν στη φύση.
Επιστρέφοντας στο σπίτι διαβάζω ότι ανήκουν σε κάποιο πολυτελές ξενοδοχείο που ονομαζόταν Belvedere και ήταν στις δόξες του στη δεκαετία του 60. Κάποιος έχει φωτογραφίσει με drone τα μπανγκαλό και τα δωμάτια, τους πρώην πολυτελείς χώρους βανδαλισμένους και ξεκοιλιασμένους. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει η δυνατότητα σε άλλες χώρες να παρατά κανείς έτσι τα κτίρια εκτεθειμένα σε κάθε λογής επιθέσεις και τη φθορά, χωρίς καμία υποχρέωση να καθαρίζει κάπως, να συμμαζεύει. Κι αν δεν μπορεί κανείς, σε ποιον πέφτει η υποχρέωση να το κάνει;
Και τα ερείπια βέβαια χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: στα ωραία ερείπια, που τα αφήνουμε να ερειπώνονται θαυμάζοντας τα, και στα άλλα, που πρέπει να τα ξεφορτωνόμαστε με κάποιο τρόπο. Θεωρητικά τουλάχιστον.
Στεκόμαστε στο λόγο και βλέπουμε μπροστά μας το παρατημένο ξενοδοχείο, τα κτίρια των αρχών του αιώνα, και πέρα μακριά τις κολώνες από το ναό του Ποσειδώνα. Ερείπια τριών εποχών απλώνονται μπροστά μας. Κι αυτά των αρχών του αιώνα έχουν περισσότερα κοινά με τα αρχαία, που τα χωρίζουν εικοσιπέντε αιώνες, από άποψη υλικών, παρά με τα μοντέρνα από μπετόν, που τα χωρίζουν κάτι παραπάνω από εικοσιπέντε χρόνια.




Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Δεν έχουν όλα χαθεί

Στο τρόλεϊ δεν είχε πολύ κόσμο, αλλά ήταν κατειλημμένα όλα τα καθίσματα. Μπήκα στην Ακαδημία, στάθηκα όρθια κοντά στο παράθυρο, είχα άνεση να παρατηρώ μέσα κι έξω. Δίπλα μου, σε κάθισμα απ’ αυτά που οι κατασκευαστές των οχημάτων προορίζουν για γέρους, εγκύους, αναπήρους κλπ, καθόταν μια ωραιότατη νεαρή ύπαρξη. Όρθιος κοντά της ένας ηλικιωμένος στηριζόταν τρέμοντας σ΄ένα καρότσι λαϊκής. Μπορεί να είχε πάρκινσον, ή κάτι τέτοιο, κάθε του μέλος έτρεμε χωριστά, κι όλος μαζί επίσης, κεφάλι, πόδια, πρόσωπο, τα πάντα. Ήταν δοκιμασία μόνο να τον βλέπεις, αλλά η ωραία μικρή δεν τον έβλεπε. Ίσιαζε το μαλλάκι της, έφτιαχνε τ’ ακουστικά της, κοιτούσε τα γόνατά της, ή έξω. Καρφώθηκα πάνω της, έσκυψα πάνω από το σωλήνα που μας χώριζε, δεν ήταν δυνατόν να είναι τόσο αδιάφορη. Φορούσε από δυο λεπτές αλυσιδίτσες στους καρπούς, είχε ροζ βαμμένα νύχια. Δέρμα απαλό, πρόσωπο γλυκό, όλα τέλεια. Και καμία επαφή με το περιβάλλον.
Τι να κάνω; Να της μιλήσω, να τη σκουντήσω, να πω κάτι; Περνούσαν οι στάσεις, ο ψηλός τρεμάμενος γέρος άλλαζε κάθε τόσο χέρι στο καρρότσι, τον τράνταζαν τα φρεναρίσματα μετακινιόταν λίγο τρέμοντας ασταμάτητα, στο πρόσωπο φαινόταν ότι υποφέρει αλλά δεν έλεγε τίποτε, δεν κοίταζε κανέναν. Τι με νοιάζει; Άρχισα να κοιτάζω τη νεαρή, το στομάχι μου σφίχτηκε, δεν μπορώ ακόμα να μην αναστατώνομαι με τη γαϊδουριά. Να την πληροφορήσω ότι τα καθίσματα αυτά είναι ειδικά, λέγονται θέσεις προτεραιότητας, επίτηδες χαμηλά για τους ανθρώπους με προβλήματα; Από τα περισσότερα οχήματα έχουν βγάλει και τις ταμπελίτσες. Δεν μπαίνει κανείς στον κόπο να εκπαιδεύσει το κοινό. Κάποτε ο οδηγός έλεγε, «μια θέση για την κυρία με το παιδάκι, ή για την κυρία που είναι σε ενδιαφέρουσα». Εχω χρόνια να τ’ ακούσω. Ίσως είναι συνδικαλιστική πρόοδος, να μη χρειάζεται ο οδηγός να ασχολείται με τους επιβάτες.  
Οι γονείς όχι. Δεν μαθαίνουν τα παιδιά τους να δίνουν θέση. Τα θεωρούν πάντα πιο σπουδαία πρόσωπα από κάθε άλλον, επίσης μπορεί να ελπίζουν ότι δεν θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσουν στη ζωή τους τρόλεϊ και λεωφορεία. Οπότε χρειάζεται πληροφόρηση. Και γιατί πρέπει να την κάνω εγώ; Υπομονή, σε λίγο θα κατέβω.
Προχωρά αργά το όχημα, έχουμε φτάσει στη Μαυροματαίων, ακόμα ο γέρος τρέμει δίπλα στη νεαρή, κι εκείνη τίποτε. Κάποια στιγμή σήκωσε το αθώο βλέμμα της κι είδε το δικό μου, θα πρέπει να πετούσε κεραυνούς, αμέσως κοίταξε αλλού. Περνά κανα πεντάλεπτο, τελικά δεν αντέχω, σκύβω κι αγγίζω ελάχιστα τον σφριγηλό πήχη δίπλα στο βραχιολάκι, «κοίταξε τον!» της ψιθυρίζω. Πολύ σιγά, χωρίς ήχο σχεδόν. Γύρισε επιτέλους το κεφαλάκι, κατάλαβε αμέσως ποιον εννοούσα. «Τον είδες;» Το κούνησε  καταφατικά. «Σήκω λοιπόν!»

Απαλά. Τα είπα όλα απαλά, τελοσπάντων από το να σκάσω έκανα μια προσπάθεια παρέμβασης. Περιμένω, κουνιέται λίγο, δεν σηκώνεται αμέσως, πλησιάζουμε στη στάση του Πανελλήνιου, στηρίζει την τσάντα στον ώμο και τελικά το παίρνει απόφαση. Ο έρμος ο άνθρωπος σχεδόν σωριάζεται στο κάθισμα κι εγώ γυρίζω από την άλλη να πάρω μια βαθιά ανάσα. Μπορεί να της είπε ευχαριστώ, δεν ξέρω. Μπορεί να κατέβηκε, μπορεί να περίμενε όρθια, δεν θέλω να δω περισσότερα, αλλά ουφ, ξαλάφρωσα. Θα μου καθόταν στο στομάχι αν το κατάπινα αμάσητο. Μπορεί το κορίτσι να με βρίζει από μέσα του, τουλάχιστον δεν έβρισε απ’ έξω. Κάπως το δέχτηκε, σηκώθηκε τελικά. Είναι μια αντικειμενική αλήθεια, ο γέρος χρειαζόταν το κάθισμα, και οφείλουμε να το καταλαβαίνουμε. Και κάπως το δέχτηκε. Δεν έχουν όλα χαθεί.

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Πάντα ποθείς τα λεωφορεία


Είναι νόμος απαράβατος του Μέρφυ, να φεύγει το πολυπόθητο λεωφορείο τη στιγμή που πλησιάζεις. Η θετική σου ματιά στον κόσμο εξαρτάται από τη διάθεση του οδηγού, αν είναι στις καλές του και σταθεί για δέκα δευτερόλεπτα, σου ανοίξει και την πόρτα, τότε μπορείς να δεις με άλλα μάτια τον κόσμο, τους ανθρώπους γύρω σου και τη ζωή σου ολόκληρη. Το λεωφορείο είναι πάντα «ο πόθος», μπορεί να υπάρχουν πόθοι χωρίς λεωφορεία, αλλά όχι λεωφορεία που δεν τα έχουμε ποθήσει. Ακόμα κι όταν έχεις περάσει δεκάλεπτα ή και μισάωρα που σιχαίνεσαι τον εαυτό σου και τη βαλκάνια μοίρα σου σε μερικά από δαύτα, στριμωγμένος, με ξένους αγκώνες να χώνονται στα πλευρά, με πόρτες να ανοίγουν στα μούτρα σου και να σου φέρνουν τα γυαλιά μέσα στο πρόσωπο, σα να οφείλεις να γίνεις κάποιο νέο είδος ζώου με ενσωματωμένους φακούς, ακόμα και αυτά όπου έχεις υποφέρει, συμβαίνει να τα δεις μια μέρα μπροστά σου ξαφνικά, να καταφθάνουν πλησίστια σε μια στάση όπου δεν θα σταματήσεις, να μην τα χρειάζεσαι καθόλου, κι όμως αυτόματα, σαν τον σκύλο του Παβλώφ, να γεμίζει η ψυχή σου πόθο, και μάλιστα ανάμικτο με χαρά, μην πω και κάτι σαν εθνική περηφάνεια και παρεξηγηθώ μέρες πούρχονται.
Συμβαίνει, ενώ μπορεί να επιστρέφεις στο σπίτι μετά από μια κουραστική μέρα στην πόλη, και δεν θες τίποτε άλλο παρά να γυρίσεις στην πόρτα το κλειδί και να πετάξεις τα παπούτσια σου, με το που βλέπεις το λεωφορείο, αυτό το ίδιο που σε βασάνισε στον πηγαιμό μέχρι να εμφανιστεί, και τώρα που δεν το χρειάζεσαι πλησιάζει καμαρωτό και θορυβώδες, να νομίζεις ότι είσαι άξιος να ξαναρχίσεις τη μέρα σου από την αρχή, να κάνεις τη διαδρομή ανάποδα, και βέβαια όλα να πάνε καλύτερα, να ζυγίσεις πιο σωστά τις αντιδράσεις σου, να πεις σωστές ατάκες εκεί που είπες τις μπαρούφες, κλπ. κλπ. Σα να φεύγει η κούραση μόνο που αντικρίζεις την ταμπέλα του.

Ευτυχώς, αυτά συμβαίνουν μόνο στον ξύπνιο σου. Στον ύπνο σου οι τάσεις φυγής είναι πιο κλασικές, κι όσο πρέπει λογοτεχνικές. Πάντα τραίνα σε παίρνουν για τα μακρινά ταξίδια, το υποσυνείδητο αντιστέκεται στην ευτελή καθημερινότητα. 

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

Μου έρχεται να ουρλιάξω


Ναι, εντάξει, να κάνεις κατάληψη. Όμως έτσι, άντε- άντε; Εύκολο να το λες... Αν θέλεις να την κάνεις στ’ αλήθεια, πρέπει να βρεις  έναν σοβαρό λόγο...
Κρατημένη από τη χειρολαβή ακούω δυο γυναίκες δίπλα. Τις κοιτάζω κλεφτά, δεν είναι μαθήτριες, ούτε μοιάζουν φοιτήτριες. Είναι μεγάλες, κουρασμένες, κουβαλούν σακκούλες ψώνια.  Σε  λίγο καταλαβαίνω, μιλούν για το σχολείο των παιδιών τους. Ταυτισμένες, όπως άλλοτε  ακούς μανάδες για τα μαθήματα. Στα Λατινικά είμαστε καλά, λένε την εποχή των εξετάσεων, αρχαία δυσκολευόμαστε...  Πληθυντικός μεγαλοπρεπείας, περιλαμβάνει τους νεαρούς βλαστούς. Τώρα τα μαθήματα είναι ντεμοντέ, Οκτώβρη μήνα είμαστε σε ντεμί σεζόν, δεν φοράμε παλτά και μιλάμε για καταλήψεις.
Περιμένω να εκφράσουν ανησυχία, αγανάκτηση. Η σχολική χρονιά είναι ούτως ή άλλως απελπιστικά μικρή, η ύλη δεν προλαβαίνει ποτέ να τελειώσει, χάνονται μέρες άδικα. Πότε συνελεύσεις καθηγητών, πότε απεργίες, εορτές και πανηγύρεις, πρόβες παρελάσεων, για την 28η,  για την 25η Μαρτίου, μανία σπατάλης καταδιώκει τις λίγες ώρες μαθημάτων. Για καταλήψεις δεν περισσεύει χρόνος, θα έπρεπε οι γονείς να αγρυπνούν, να είναι έξω από τα σχολεία, να φρουρούν τον πολύτιμο χρόνο. Αλλά προφανώς δεν ξέρουν, δεν καταλαβαίνουν όσοι δεν μπορούν να ξεφύγουν από το δημόσιο σχολείο, δεν νιώθουν την αδικία που υφίστανται. Δεν είναι μόνο που αν δεν έχουν χρήματα για φροντιστήριο θα αποκλειστούν τα παιδιά τους από τις ανώτερες σπουδές, είναι όλες οι λεπτομέρειες που θα χάσουν ανεπιστρεπτί. Ακόμα και την πλήξη των μαθημάτων, το καθημερινό βάλε- βγάλε των βιβλίων, τον πιθανό αγώνα κάποιων νέων καθηγητών να ξυπνήσουν το ενδιαφέρον, την πιθανή κρυφή επιθυμία κάποιων μαθητών να διαβάσουν κάτι. Μια παράγραφο που θα διαβαστεί με την άκρη του ματιού, μια εικόνα που θα μείνει αποτυπωμένη. Χρόνια μάθησης που δεν θα ξαναρθούν. Πώς είναι τόσο ψύχραιμες οι μανάδες; Ξέρουν κάποιο μυστικό που δεν υποπτεύομαι;
Δεν υπάρχει σοβαρός λόγος να γίνει κατάληψη, μου έρχεται να ουρλιάξω. Αντισταθείτε στην αδικία που υφίστανται τα παιδιά σας! Κάντε κάτι, σώστε τα, σταματήστε τα! Δεν θα τους ξαναχαρίσει κανένας αυτά που τώρα υποχρεωτικά τους δίνουν και τα πετάνε!
Φυσικά συγκρατούμαι, πλησιάζουμε στη στάση, λίγο ακόμα κουράγιο, λίγο ακόμα σιωπή!



Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

Νεοκλασικές εκκλησίες της Αθήνας 3

Το καλύτερο σημείο για να βγάλει κανείς φωτογραφία την Αγία Ειρήνη στην Αιόλου πρέπει να είναι κάποια κοντινή ταράτσα. Να φαίνεται από ψηλά πόσο μεγάλη είναι, γιατί πνιγμένη κι αυτή στα στενά, δεν φαίνεται. Υπήρχε μια μικρή παλιά εκκλησία εκεί, που γκρεμίστηκε στις μάχες της επανάστασης, στη θέση της χτίστηκε η νέα, σε σχέδια Λύσανδρου Καυταντζόγλου, άρα έχει κατά κάποιον τρόπο τη σφραγίδα του νεοκλασικού. Αλλά οι δρόμοι έμειναν στενοί, βρισκόταν εδώ η παλιά πόλη.
Ήταν η πρώτη μητρόπολη της Αθήνας, μέχρι να χτιστεί η οριστική, και διαβάζω στη Βικιπαίδεια ότι έγιναν σ' αυτήν η τελετή ενηλικίωσης του Όθωνα, που δεν είχατε ίσως ποτέ φανταστεί ότι θα ήταν τελετή θρησκευτική, η κηδεία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, και η δοξολογία για το πρώτο ελληνικό Σύνταγμα, πράγμα που επίσης δεν θα φανταζόταν εύκολα κανείς. Σε κάθε ευκαιρία δηλαδή η εκκλησία έβαζε την πινελιά της, την ευλογία της, την παρουσία της, ή το καπέλο της, όπως το βλέπει κανείς. Πάντως σίγουρα διέθετε μεγάλη γκάμα τελετών, που μπορούσαν, και ακόμα μπορούν, να καλύπτουν κάθε ανάγκη.
Στη οροφή της εισόδου τα τετράγωνα αυτά φατνώματα είναι ίδια με ό,τι έχει σωθεί στην Αθήνα από τον 5ο αιώνα.
Μην έχοντας τη δυνατότητα ν' ανέβω σε κάποιο ψηλό κτίριο και να τη φωτογραφίσω, έβγαλα τη πιο κοντινή σε γενική άποψη που μπορεί να έχουν οι πεζοί, λοξά από την οδό Αγίας Ειρήνη στη γωνία με Αιόλου.

Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

Nεοκλασικές εκκλησίες της Αθήνας, 2

 Ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης στη Σκουφά δεν είναι της νεοκλασικής περιόδου, χτίστηκε από το 1925 ως το 1931.  Αλλά βέβαια στην Αθήνα κράτησε πολύν καιρό η νεοκλασική περίοδος. Όπως γράφει το σάιτ της Αρχιεπισκοπής, είναι σταυροειδής με τρούλο, σε ρυθμό νεομπαρόκ με νεοκλασικά στοιχεία, απλώς. Έστω κι έτσι, είναι σπάνια περίπτωση όμορφης εκκλησίας, με το ίδιο πρόβλημα που έχουν και οι άσχημες όμως: δεν έχεις χώρο να σταθείς να την κοιτάξεις. Έπρεπε να έχει μπροστά άλλη τόση πλατεία τουλάχιστον,ή ένα φαρδύ πεζοδρόμιο,  όχι το θεόστενο της Σκουφά και τον ψηλό τοίχο του Πειραματικού. Μόνο από τις δυο γωνίες για μια στιγμή κάτι φαίνεται, από κει που τη φωτογράφισα κι εγώ.
 Οι λεπτομέρειες της ιστορίας είναι ότι νωρίτερα, το 1880 είχε αρχίσει να χτίζεται άλλη εκκλησία εκεί, μικρότερη, που ίσως θα ταίριαζε περισσότερο στο χώρο. Αλλά την γκρέμισαν για να φτιάξουν τη μεγάλη. Από τότε μεγαλοπιασμένοι οι Κολωνακιώτες. Αλλά πώς να ανταποκριθεί στις προσδοκίες τους η συνοικία που, όπως όλες, είχε ήδη οικοπεδοποιηθεί, πουληθεί, είχε δώσει στον κτηματία όσα είχε να δώσει, κι έπρεπε στους στενούς ήδη δρόμους με τα στενότερα πεζοδρόμια να χωρέσει το μεγαλείο της;
Τα σχέδια έκανε ο Αναστάσιος Ορλάνδος με τη συμβολή του Δημητρίου Φιλιππάκη, και την αγιογράφησε ο Σπύρος Βασιλείου, μεταξύ άλλων. Εμένα με συγκινούν τα νεοκλασικά της στοιχεία που  θυμίζουν μεγάλες πόλεις της Ευρώπης, τα αετώματα, τα κιονόκρανα, ο συνδυασμός τους με τα βυζαντινά, και κυρίως ο πράσινος τρούλος, που όταν τον διακρίνω από ψηλά πάντα ξαφνιάζομαι, σα να έχω μεταφερθεί ξαφνικά στη Βιέννη.


Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2017

Νεοκλασικές εκκλησίες της Αθήνας

 Πριν η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίσει πως πρέπει να έχουν όλες οι καινούργιες εκκλησίες την ίδια ασχήμια, ώστε να μην αδικείται καμία, είχαν χτιστεί μερικές ωραίες στην Αθήνα.
Μια από τις νεοκλασικές εκκλησίες της Αθήνας είναι ο Άγιος Κωνσταντίνος, απέναντι από το Εθνικό θέατρο. Είχε χτιστεί το 1869, σε σχέδια του Λύσανδρου Καυταντζόγλου, με απόφαση του Σημοτικού συμβουλίου της ΑΘήνας, για να γιορταστεί η γέννηση του βασιλιά Κωνσταντίνου. Η μητέρα του, η Ολγα, ενίσχυσε την ανέγερση, όπως γράφει στην πρόσοψη. 

Δεκαπέντε χρόνια τον ανακαίνιζαν και ήταν σκεπασμένος με λινάτσες, να που κάτι γινόταν πίσω τους: εμφανίστηκε καθαρός και λευκός. Δεν φαντάζομαι να μείνει έτσι για πολύ καιρό. Σπεύσατε να τον απαθανατίστε με κάτι καλύτερο απο φωτογραφίες κινητού, όπως αυτές. 
Το πρόβλημα με αυτόν, όπως και με τις άλλες ωραίες εκκλησίες της Αθήνας που αποφάσισα να φωτογραφίσω, είναι ο χώρος. Είναι όλες χτισμένες σε δρόμους στενούς, σε μέρη που θα χρειάζονταν άλλη μια πλατεία μπροστά τους για ν' αναδειχθούν. Ετούτη εδώ τουλάχιστον διαθέτει κάποιο σχετικό άνοιγμα στο πλάι, της έχουν αφήσει λίγο χώρο. Θα μου πείτε τι νόημα έχει αυτό σε ένα τόσο υποβαθμισμένο μέρος όπως οι δρόμοι κάτω από την Ομόνοια; Κι αυτή η εκκλησία και το Εθνικό θέατρο απέναντι είναι σα χαμένα κτίρια, νησιά αστικής φιλοδοξίας που απέτυχε στην παραδομένη σε τριτοκοσμική πραγματικότητα ζωή της περιοχής. Ε, δεν πειράζει, ας ανακατευόμαστε ενίοτε  με τα περασμένα μεγαλεία, ή τις περασμένες προσδοκίες. Κι όσο για την επίδραση της παρουσίας αυτών των δυο αριστουργημάτων της αρχιτεκτονικής στην καρδιά της αθλιότητας και στις καρδιές των αθλίων, αυτήν ποιος μπορεί να την ανιχνεύσει και να τη μετρήσει; 


Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

Αh, ça ira, ça ira, ça ira...

Φωτογραφίες στην παράσταση απαγορεύονται, οπότε έβγαλα εμάς
Δεν γινόταν να μη θυμηθώ τις φιλοσοφίες που διάβαζα πριν λίγες μέρες για την ισότητα, καθώς παρακολουθούσα το τετραωρο έργο του Ζοέλ Πομερά Ça ira στη Στέγη. Κάτι είχε πει ο Μητσοτάκης, ότι οι άνθρωποι δεν είναι όλοι ίσοι, ή ότι δεν γεννιούνται ίσοι, δεν θυμάμαι ακριβώς, δεν τους παρακολουθώ τους πολιτικούς στην τηλεόραση, κι είχε ξεχυθεί με πάθος η κουβέντα. Πόσο ίσοι είμαστε, πόσο δεν είμαστε, κι αν δεν είμαστε γιατί, κλπ. Στην παράσταση του Ça ira λοιπόν ήταν σα να είχαμε βρεθεί στην πηγή της έννοιας, κατά κάποιον τρόπο. Κι εγώ που δεν παρακολουθώ πολιτικούς στην τηλεόραση, βρέθηκα σε θέση περικυκλωμένη από τους ηθοποιούς που έπαιζαν τους βουλευτές της αριστεράς, καθισμένοι αριστερά, και φώναζαν, ζητωκραύγαζαν, ή γιουχάιζαν τόσο δυνατά που έμοιαζε να παίρνω μέρος στη συνέλευση της Τρίτης τάξης που έγινε Εθνοσυνέλευση.
Πρωτότυπη παράσταση, χωρίς άλλο δράμα από το γνωστό, πώς ο Λουδοβίκος συγκάλεσε τις τρεις τάξεις με αρχικό στόχο να μειώσει τα φορολογικά προνόμια των δυο προνομιούχων τάξεων, αφού δεν συμφωνούσαν με τίποτε να χάσουν μερικά, κι ας ‘χανόταν η πατρίδα’, βασισμένη σε ιστορικά κείμενα και γεγονότα, πώς οι  συνελεύσεις των δυο κυρίαρχων τάξεων με την άρνηση τους να συνεργαστούν, ενίσχυσαν την ανάγκη της τρίτης συνέλευσης να πάρει τον εαυτό της και το ρόλο της στα σοβαρά, πώς επιχειρηματολογούσαν εκατέρωθεν οι μαχητικοί -αυτοί που κάθονταν γύρω μου και με ξεκούφαιναν- και οι συμβιβαστικοί, οι οποίοι προσπαθούσαν να προλάβουν τις συγκρούσεις και γίνονταν τα πρώτα τους θύματα. Πρώτα στο υπουργικό συμβούλιο, ύστερα στις Γενικές τάξεις και στην Εθνοσυνέλευση, συζητιούνταν θέματα που θύμιζαν με κάποιο τρόπο συζητήσεις σημερινές, αν και η εποχή ήταν τόσο διαφορετική. Δηλαδή ήταν ακριβώς η εποχή που η ισότητα δεν ήταν στους νόμους, η ανισότητα ήταν το δεδομένο, όχι απλώς η πραγματικότητα, όπως τώρα ας πούμε, αλλά ο νόμος ο ίδιος. Όσοι δεν ανήκαν στις δυο κυρίαρχες τάξεις, των κληρικών και των ευγενών δηλαδή, δεν μπορούσαν να καταλάβουν δημόσια θέση. Φορολογούνταν διαφορετικά, ή μάλλον φορολογούνταν, τελεία. Ενώ οι άλλοι εισέπρατταν. Ήταν οι κυβερνώντες και οι κυβερνούμενοι, απλά πράγματα. Το ζητούμενο λοιπόν ήταν η νομική ισότητα, κάποια ελάχιστη νομική ισότητα τέλος πάντων, κάποια πολιτικά δικαιώματα, κι όμως οι συζητήσεις έμοιαζαν σύγχρονες. Κυρίως επειδή παιζόταν πάντα το παιχνίδι της εξουσίας, οι δυνατότητες των συγκρούσεων, ποιος θα νικούσε, τι θα κέρδιζε. Πράγματα αιώνια βεβαίως, αλλά μοναδικά στη συγκυρία εκείνη που η σύγκρουση δεν έγινε απλώς ανάμεσα σε τάξεις και ηγέτες, αλλά περιλάμβανε τις ιδέες εκείνες, την ελευθερία, την ισότητα, τα δικαιώματα, που διατυπώνονταν τόσο ξεκάθαρα κι από τότε ως τώρα είναι παρόντα στις πολιτικές μάχες ως μονίμως ζητούμενα και μονίμως ανεύρετα. Όμως τότε ήταν η στιγμή που μπορούσαν να βρεθούν, βρέθηκαν, διατυπώθηκαν με λέξεις. Δεν επινοήθηκαν βέβαια εκείνη τη στιγμή, υπήρχαν ήδη στα βιβλία, στις φιλοσοφικές συζητήσεις, για όλα έφταιγε ο Ρουσώ έλεγαν.
Ας διατυπώσουμε τα βασικά δικαιώματα του ανθρώπου πάνω από το Σύνταγμα, πρότεινε ένα βουλευτής. Μα τι λες τώρα, έξω ο όχλος σφάζει κόσμο, εμείς θα καθόμαστε να διατυπώνουμε τα δικαιώματα; Δεν θα λύσουμε έτσι τα προβλήματα της Γαλλίας. Η πατρίδα μας χάνεται κι εμείς φιλοσοφούμε. Σας νοιάζει να δοξαστείτε στις επόμενες γενιές, όχι να βρείτε λύση στα προβλήματα. Ο όχλος έχει δίκιο που λυντσάρει, τόσους αιώνες καταπιέζεται! Ωραία, να τον αφήσουμε λοιπόν να σκοτώνει χωρίς νόμο και χωρίς αρχή; Κι εσείς κυρία που κατηγορείτε τους ιδιοκτήτες ότι καταπιέζουν το λαό, δεν έχετε μια ιδιοκτησία στο κέντρο του Παρισιού; Δωρεάν την παρέχετε, δεν ζητάτε νοίκι;
Τα διλήμματα όλα ζωντανά. Η εξουσία και ό,τι τη στηρίζει, κι ό,τι την αφήνει ξαφνικά έκθετη, οι άνθρωποι γυμνοί από τα αξιώματα, από το σεβασμό στο βασιλιά που κάποτε τους ένωνε, έτοιμοι για όλα. Το τραύμα που από τότε επουλώνεται, η αρχή που από τότε αναλύεται. Καμιά πλευρά δεν μπορείς να συμπαθήσεις, κι ενώ τόσο σημερινά ακούγονται όλα, αναγκάζεσαι να παραδεχτείς ότι είναι ιστορία, κι όσα ακόμα ζούμε και αντιμετωπίζουμε μοιάζουν κάποια στιγμή σαν απόνερα της ιστορίας εκείνης που πέταξε πολλά πυροτεχνήματα στον αέρα κι ακόμα μας τυφλώνουν.


Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

Ζήτω η αυτόνομη Kypseli


Λέω να δημιουργήσω ένα κίνημα για την αυτονομία της Κυψέλης. Δεν αντέχεται πια η πρωτεύουσα, μας αγνοεί συστηματικά. Ο θεός να την κάνει πρωτεύουσα δηλαδή.  Είμαστε ένα χαρούμενο, πολύχρωμο, πολυπολιτισμικό κράτος εμείς εδώ , που σφύζει από τον δυναμισμό των νέων κατοίκων του, το μόνο μέρος της Ελλάδας που τα παιδιά είναι όσα κι οι γέροι, και μιλάμε για πολλούς γέρους, διότι οι νυν σαραντάρηδες τους άφησαν εδώ όταν μετακόμισαν στα προάστεια. Το κράτος των Αθηνών αγνοεί επιδεικτικά όχι μόνο αυτή τη νεολαία, την οποία βασανίζει με νομικά τερτίπια για την καταγωγή της, αλλά κυρίως τη συνύπαρξη που έχουμε πετύχει εμείς εδώ με όλα τα ποικίλα έθνη Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής. Λίγο πιο κάτω, στον Άγιο Παντελεήμονα, έχει κράτος κι εξουσία η χρυσοαποτέτοια, η ατμόσφαιρα είναι πολύ συγκρουσιακή. Λίγο πιο πάνω, μετά το πάρκο, αρχίζει το άλλο κράτος, των Εξαρχείων, οι μετανάστες εκεί είναι υλικό συγκρούσεων από την άλλη μπάντα. Εμείς εδώ όμως έχουμε πετύχει ειρήνη και αποδοχή, συνύπαρξη και σεβασμό, πράγματα που ακόμα κι ολόκληρη η Ευρώπη παλεύει να τα αποκτήσει. Είμαστε η Ελβετία της Αθήνας, μπροστά από τους νόμους και πέρα από τα ρηχά έως ηλίθια ρεπορτάζ που μας τρίβουν στα μούτρα κάθε μέρα οι πάσης φύσεως φυλλάδες. Μια ιδέα είναι να ξεκινήσουμε το κίνημα με μηνύσεις για συκοφαντική δυσφήμιση ως Κυψελιώτες.
Αν αποσχιστούμε θα μπορέσουμε επιτέλους να επιδείξουμε την ταυτότητά μας καθαρή, να διεκδικήσουμε την αναγνώριση που μας αξίζει και να βιώσουμε την ανάπτυξη που ήδη βράζει και ασφυκτιά στα μίζερα, αλλοίθωρα, φοβισμένα πλαίσια της παρηκμασμένης Αθήνας.

Νομίζω ότι η πρόταση μου είναι πολύ γλυκούλα, και θα συσπειρώσει γύρω μου φιλόδοξους και χαρούμενους νέους. Θα διαβάζουμε αποφθέγματα του Βακαλόπουλου περί Κυψέλης και θα τραγουδάμε Κηλαηδόνη. Θα οργανώσουμε ένα δημοψήφισμα με χρονοδιάγραμμα και θα γνωριστούμε μεταξύ μας. Θα μπορούμε να δανειζόμαστε ένα κρεμμύδι βρε αδερφέ μια Κυριακή βράδυ, αν και ποτέ δεν κοιμάται η γειτονιά μας, έχει μαγαζιά πάντα ανοιχτά. Θα εκδώσουμε διαβατήρια, θα δίνουμε συνεντεύξεις, θα φτιάξουμε μια ομάδα μελέτης της γλώσσας μας, που κι αν δεν υπάρχει αυτοτελώς ακόμα, σίγουρα βρίσκεται σε εξέλιξη, και γενικά θα περάσουμε συναρπαστικά. Μας περιμένουν αξιώματα, εξουσία, στιγμές μεθυστικές. Τρέμε κόσμε, τρέμε Αθήνα! 

Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

Φύλακας στη βρώμη

Προλάβαμε  λιακάδες το σαββατοκύριακο στην Άνδρο, γλυκό καιρό που κολυμπάς και περπατάς με άνεση, κρίμα να μην μπορείς να τον παραγγέλνεις όποτε θέλεις. Στην προκυμαία του μικρού λιμανιού χαζεύαμε ομάδες οδοιπόρων, ξένοι φαίνονταν, με γερές γάμπες, σωστό εξοπλισμό, καπέλα, αρβύλες. Ιταλοί ήταν, μια βδομάδα περπατούσαν στα μονοπάτια, που συνέχεια αναδεικνύονται και επισκευάζονται και τα ζηλεύουν οδοιπόροι από τα πέρατα της γης με τις μεγάλες σχιστολιθικές πέτρες τους και τους παράξενους τοίχους που τα ζώνουν. Τους γνωρίσαμε, γιατί αναγκαστήκαμε να ζητήσουμε φιλοξενία στο πούλμαν τους, άλλο τρόπο δεν βρίσκαμε να μετακινηθούμε εκείνη την ώρα. Μας δέχτηκαν μετά χαράς, μας είπαν πόσο τους αρέσει η Ανδρος, ζηλέψαμε εμείς την εβδομάδα στα μονοπάτια. Σε ποια ζωή θα αφιερώσουμε μια ολόκληρη εβδομάδα μόνο σε νησιώτικα μονοπάτια;
Τρία νησιά επισκέφτηκα φέτος, για λίγες μέρες το καθένα, κι όλα έλαμπαν σα να πλάστηκαν χτες. Σαν να χρησιμοποιούν καινούργιο στιλβωτικό, κι αν δεν είναι η δική μου εντύπωση μετά από έναν μακρύ χειμώνα στη μιζέρια της Αθήνας, πρέπει να είναι το βλέμμα που τα αγκαλιάζει από παντού και τα αναδεικνύει έτσι. Σα να κατάλαβε πια ο κάθε επίδοξος ταξιδιώτης του κόσμου ότι αν υπάρχει ένα μέρος που μπορεί να κάνει την ομορφιά αίσθηση απτική και γευστική και να την απολαύσει με αξιοπρέπεια, αυτό είναι οι Κυκλάδες, και τα Δωδεκάνησα, και τα Επτάνησα, και οι Βόρειες Σποράδες, και τα νησιά του Β.Α. Αιγαίου. Ξέχασα κανένα; Συγγνώμη, οι καλοί στη Γεωγραφία συμπληρώνουν.
Εκτός από τα μονοπάτια υπάρχουν και οι ξερολιθιές, οι πεζούλες, οι αιμασιές όπως τις λένε στην Άνδρο. Δεν πρέπει κι αυτές να διατηρηθούν και να αγαπηθούν και να φωτογραφηθούν; Γιατί όχι και να καλλιεργηθούν; Δεν θα υπάρχουν Ιταλοί που λαχταράνε να φυτέψουν με τα χέρια τους σε χώρο τόσο περιορισμένο όσο μια ζώνη ανάμεσα σε χτισμένο έδαφος, σε μικρά κλιμακωτά κηπάκια; Και σουηδοί, και δανοί και άλλοι ευρωπαίοι, ακόμα και αμερικάνοι ή κινέζοι; Θα πρέπει να μπει ένα κριτήριο βέβαια, όχι να έρχεται ο κάθε άσχετος να προσκυνάει τις ωραίες πέτρες. Θα γίνεται αξιολόγηση.
Εγώ θα είμαι φύλακας στη σίκαλη, μάλλον στη βρώμη της ξερολιθιάς, να κόβω εισιτήρια για πετρόχτιστα περάσματα, να εξασκώ τις ξένες γλώσσες.


Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

Η φίλη μου η Μαργαρίτα

 Εισαγωγή στην ταινία που είχε γράψει η Μαργαρίτα τα κείμενα, στο Πόκετ Φέστιβαλ που γινόταν στο βιβλιοπωλείο του Γαβριηλίδη

H εισαγωγή που θα κάνω δεν θα γινόταν αν δεν είχε μεσολαβήσει το πάντα απρόβλεπτο γεγονός. Η Μαργαρίτα Κoυλεντιανού που έγραψε το κείμενο της ταινίας, θα ήταν εδώ και ίσως έκανε εκείνη μια εισαγωγή, ίσως και όχι, ίσως καθόταν στο μπαρ και κάπνιζε γιατί δεν άντεχε πολλή ώρα χωρίς να καπνίζει. Εγώ σίγουρα δεν θα ήμουν εδώ, γιατί τέτοια ώρα δεν συνηθίζω να βγαίνω, το έχω αφήσει αυτό στη νεώτερη γενιά, δεν μπορεί να μην έχετε παρατηρήσει ότι οι νέοι τώρα πια ζουν τη νύχτα, ίσως είναι η μόνη ελεύθερη ζώνη του 24ωρου, έχουμε πιασμένες εμείς όλες τις υπόλοιπες, οπότε το θεωρώ δίκαιο να τους παραχωρώ τις νυχτερινές ώρες. Αλλά το πάντα απρόβλεπτο γεγονός σε κάνει να τα ξεχνάς όλα αυτά, τις αρχές και τις συνήθειες και τα προγράμματα, κι έτσι εγώ βρίσκομαι εδώ να σας μιλήσω λίγο εκτός προγράμματος για τη Μαργαρίτα Κουλεντιανού που έγραψε το κείμενο της ταινίας. Θα μπορούσε αντί να έχει γράψει το κείμενο, να εμφανίζεται στην ταινία και να μιλάει, αυτό ήταν κάτι  που έκανε με εξαιρετικά γοητευτικό τρόπο, ο τρόπος που μιλούσε ήταν το μεγάλο της ταλέντο. Ένα ταλέντο που δυστυχώς δεν αποτυπώνεται, ακόμα κι αν το βάλεις σε ταινία, ή σε θεατρικό έργο, ή το περιγράψεις, ή το αφηγηθείς, δεν μπορείς να το αναπαράγεις. Ειδικά κάποιον άνθρωπο που δεν φωνάζει, δεν μιλάει σε κοινό, μιλάει σε μικρές παρέες, χαμηλόφωνα, πώς να τον καταγράψεις; Το απολαμβάνεις δια ζώσης, δεν μεταφέρεται, μόνο αν είσαι τυχερός και συναντήσεις έναν τέτοιον καλλιτέχνη θα τη γνωρίσεις. Η Μαργαρίτα ήταν ένας τέτοιος καλλιτέχνης, κι εγώ ήμουν μια τέτοια τυχερή. Εφόσον όμως έγραψε απλώς το κείμενο της ταινίας, θα σας μιλήσω για τα κείμενα. Ευχαριστώ το πόκετ φέστιβαλ που οργάνωσε για δεύτερη φορά η Αθηνά Κεφαλά, για την ευκαιρία που μου δίνει. 

Ως κειμενογράφοι  ήμασταν συνάδελφοι για μερικές δεκαετίες στις εφημερίδες. Ασκούσαμε μια τέχνη ξεχασμένη, με την έννοια ότι διαδόθηκε πια τόσο πολύ που μπορεί να έχει ξεχαστει η καταγωγή της. Νομίζω ότι έχει ξεχαστεί και η ίδια η λέξη, κανείς δεν τη χρησιμοποιεί πια. Γράφαμε χρονογραφήματα. Να θυμίσω τι εστί χρονογράφημα. Είναι ένα κείμενο που δημοσιεύεται σε ειδική θέση στις εφημερίδες και ασχολείται με την καθημερινότητα, με διάφορα φαινόμενα της ζωής στην πόλη κυρίως, με ασήμαντα εκ πρώτης όψεως περιστατικά, ή μπορεί βέβαια και να σχολιάζει τις ειδήσεις, αλλά κατ' αρχήν όχι τις πολιτικές. Οφείλει να έχει προσωπικό στυλ, αλλιώς δεν γίνεται. Στην καταγωγή του το χρονογράφημα είναι υποχρεωμένο να βρει κάτι άλλο να ασχοληθεί, πλην πολιτικής. Σιγά σιγά αυτό άλλαξε, το ζήσαμε ν’ αλλάζει, η Μαργαρίτα κι εγώ, μεταξύ λίγων άλλων βέβαια, αντισταθήκαμε πιστεύω, αλλά πόσο ν’ αντισταθείς; Για χρόνια γράφαμε παράλληλα, πολύ συχνά είχαμε διάλογο για διάφορα θέματα, εκείνη έγραφε στην Ελευθεροτυπία, εγώ στην Αυγή, σε διάφορα περιοδικά, ανταλλάσαμε απόψεις, διαφωνούσαμε, συμφωνούσαμε, προσπαθούσαμε να καταπλήξουμε η μία την άλλη. Είχαμε τα αγαπημένα μας θέματα, τις γυναίκες και τα παιδιά, κατεξοχήν, αν μπορούσαμε να μετρήσουμε πόσες φορές γράψαμε για τις γυναίκες και για τα παιδιά, δεν ξέρω ποια θα κέρδιζε. Διαβάζοντας τα τελευταία της κείμενα διαπίστωσα πως ήταν όλα με θέμα τα παιδιά, μικρά παιδιά, έναν παιδί ηθοποιό που είχε δει στο θέατρο, μεγάλα παιδιά, φίλες των θυγατέρων της που έψαχναν για δουλειά.  Η προστατευτική αυτή στάση, η μητρική θα έλεγα, ήταν πολύ χαρακτηριστική της, αλλά δεν έμοιαζε καθόλου με την κλασσική προστατευτική στάση των γονιών ή των μεγάλων φίλων που ξέρουμε. Ήταν ένα χαρμάνι εντελώς ιδιαίτερο, που έχει να κάνει με την εποχή που μεγαλώσαμε, τα ιδανικά που είχαμε την εποχή που συναντηθήκαμε με τη Μαργαρίτα, στα 18 μας χρόνια.

 

Ήταν το 1971, τέτοια εποχή, φθινόπωρο. Είχαμε περάσει στη Νομική Θεσσαλονίκης, η κολλητή μου κι εγώ, εκείνη την είχε βάλει πρώτη προτίμηση κρυφά, εγώ ευτυχώς είχα μόλις γλυτώσει την Αθήνα, και το λέω γιατί για μας είχε τεράστια σημασία να φύγουμε από το σπίτι των γονιών μας, και δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Ήμασταν λοιπόν πανευτυχείς έξω από τη γραμματεία της Σχολής, είχαμε πάει πρώτη μέρα, κι είχαμε σταθεί στην ουρά για εγγραφές όλο χαρά και κέφι, κι εκεί ήρθε μια παρέα νεαρών και άρχισε να μας κολλάει. Βρεθήκαμε να κουβεντιάζουμε, μάλλον να ανταλλάσσουμε πειράγματα. Πού μένετε, πάρτε μας για συγκάτοικους, σιγά μη σας πάρουμε, μήπως μια φίλη μας που ψάχνει σπίτι; Έχετε φίλη ή μας δουλεύετε; Περιμένετε να τη φωνάξουμε! Φύγανε, περνούσε η ώρα και δεν εμφανίζονταν, ψέμματα έλεγαν για τη φίλη σκεφτήκαμε εμείς. Όμως εμφανίστηκαν μετά από κάμποση ώρα κουβαλώντας τη Μαργαρίτα στους ώμους όπως σηκώνουν τους παίκτες που βάζουν γκολ στο ποδόσφαιρο και κάνουν το γύρο του θριάμβου. Αξέχαστη εμφάνιση ανάμεσα στο πλήθος από πρωτάκια.

Ήρθε να μείνει στο σπίτι μας, είχαμε μια κρεβατοκάμαρα που περίσσευε, έφερε μια βαλίτσα, κι άπειρες παρέες αγοριών που γνώριζε από την Αθήνα. Εμείς μπροστά της ήμασταν σα χαζές, άβγαλτες, αδέξιες, φοβισμένες, αν και γεμάτες επιθυμίες και φιλοδοξίες. Βυθιστήκαμε στο πλήθος που εκείνη προσέλκυε, και στις συζητήσεις που εκείνης της άρεσαν. Αν και τόσο πλούσια σε πείρα και γνωριμίες, δεν ήταν δεσποτική καθόλου, ανάμεσα μας κυριαρχούσε ένα είδος καθημερινού διαγωνισμού ελαφρότητας. Αστειευόμασταν με τα πάντα, χωρίς να χάνουμε το σεβασμό για ό,τι άξιζε να σέβεται κανείς, ισορροπούσαμε τη στάση μας ανάμεσα στην κριτική και την αναζήτηση εκείνου που άξιζε. Δεν μπορώ πια να μεταφέρω εύκολα το κλίμα της εποχής εκείνης, την καθημερινότητα της φοιτητικής ζωής επί χούντας. Κάναμε πολλές φιλοσοφικές συζητήσεις, Ένα απ’ τα αγαπημένα θέματα της Μαργαρίτας ήταν η ελευθερία. Μπορούσε να διατηρήσει το άτομο την εσωτερική του ελευθερία ζώντας σε δικτατορικό καθεστώς; Περνούσαμε νύχτες άυπνες να συζητάμε, να αναλύουμε. Η Μαργαρίτα ήταν σα λαγωνικό ιδεών περί ελευθερίας. Μάθαινε πρώτη τις συγκλονιστικές ιδέες που κυκλοφορούσαν τότε στην Ευρώπη, στο Παρίσι κυρίως, ανέλυε τον Σάρτρ, μιλούσε για τη σκέψη του Φουκώ πχ, πριν εμείς πληροφορηθούμε καν την ύπαρξη του.

Στο σπίτι μας ήταν σπάνιο να συναντήσεις λιγότερους από δέκα ανθρώπους ανά πάσα στιγμή. Η Μαργαρίτα ενορχήστρωνε όλο εκείνο το πλήθος με απέραντη ηρεμία, σιγουριά και χάρη. Ήταν το εντελώς αντίθετο μου, εγώ έκανα φασαρία ενώ ήμουν δειλή, ανασφαλής, και νευρική. Μιλούσα πολύ, άνοιγα την καρδιά μου πανεύκολα, ζητούσα βοήθεια όποτε κάτι μου συνέβαινε, κυρίως από κείνη. Εκείνη άκουγε, όχι μόνο εμένα φυσικά, άκουγε τους πάντες. Είχε άπειρη ώρα και υπομονή ν’ ακούει τον καθένα. Με ύφος ανάλαφρο, μ’ ένα κούνημα του χεριού της, έδιωχνε τα προβλήματα, πρότεινε τις λύσεις.

-Μη δίνεις σημασία μου έλεγε για όσα με πλήγωναν, με βασάνιζαν και με ταλαιπωρούσαν. Μη δίνεις σημασία, έγινε η φράση φυλαχτό.

 Ήθελα να μάθω να μη δίνω σημασία σε ό,τι δεν άξιζε.  Επιπλέον, ήθελα να γίνω σαν εκείνη. Να μπορώ να μιλώ ήρεμα, να ακούω προσεχτικά, να αντιμετωπίζω ψύχραιμα και με χιούμορ τις δυσκολίες. Την έφερνα στο νου όταν δυσκολευόμουν, εδώ τι θα έκανε προσπαθούσα να σκεφτώ. Κι είχα τη φιλοδοξία κάποτε  να μου ανοίξει κι εκείνη την καρδιά της, να μπορέσω κι εγώ μια φορά να της φανώ χρήσιμη. Αλλά αυτή την πολυτέλεια δεν την πρόσφερε η Μαργαρίτα εύκολα.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ήταν μάλλον καταπληκτικό που μπορούσε να είναι και εξαιρετική φοιτήτρια, αλλά συνέβαινε και αυτό. Θα μπορούσε να είχε γίνει καθηγήτρια στη Νομική, κάτι τέτοιο φανταζόμουν εγώ όταν έφυγε για μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία, αλλά δεν έγινε. Η αγάπη της για την ελευθερία κάτι άλλο της υπαγόρευσε, και στράφηκε σταδιακά σε δουλειές που είχαν περισσότερη σχέση με το γράψιμο, έτσι που βρεθήκαμε ξανά μαζί στις εφημερίδες. Περίπου την ίδια εποχή δεσμευτήκαμε στο ρόλο της μητέρας, κι εκεί είδα τη Μαργαρίτα να συνδυάζει όλη εκείνη την αναζήτηση περί ελευθερίας με τις ανάγκες της αγάπης και της προστασίας. Ήταν βέβαια κάτι που έζησε έντονα η γενιά μου, πώς οι ακραίες και ασυμβίβαστες φεμινίστριες που υπήρξαμε, φιλοσοφικά τουλάχιστον, έγιναν οι πιο προσεκτικές, ενίοτε κι οι πιο προστατευτικές μητέρες, οι πιο αφοσιωμένες σύντροφοι. Θα μπορούσε να είναι μυθιστόρημα ποταμός η απάντηση στο ερώτημα αυτό, και το αφήνω ανοιχτό για να το βρει όποιος ενδιαφέρεται και μπορεί να ρωτήσει και να μάθει.

Η φιλία μας, από τα 18 μας χρόνια, μέχρι τα 63 μας, φέτος το Φεβρουάριο που πέθανε, έμεινε ζωντανή, και πάντα εγώ έβρισκα σοφία κι ανακούφιση κοντά της, και πάντα ήθελα να την κάνω να μου μιλάει περισσότερο για την ίδια, να μη μ’ αφήνει συνέχεια εμένα να λέω, να μου ανοίγει κι εκείνη την καρδιά της.

Την τελευταία φορά που την είδα μου έκανε ένα δώρο, κάθισε και μου διηγήθηκε με το νι και με το σίγμα τα τελευταία τηλεφωνήματα που είχε με την κόρη της από το Λονδίνο, όλες τις λεπτομέρειες, πώς είχε βρει δουλειά, τι της είχε πει, τι είχε συμβεί, όλα. Με τις ώρες. Είχα βουρκώσει από χαρά, ήταν σα να γιορτάζαμε. Κάτι που συνέβαινε κατά κάποιον τρόπο, αλλά δεν το ξέραμε. Ήταν η τελευταία φορά που την είδα.

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017

Πώς μένουν λεπτές οι Γαλλίδες;


Βλέποντας την Μπριζίτ Μακρόν στην Αθήνα αναρωτήθηκα γι άλλη μια φορά, όπως νομίζω, πολλές και πολλοί, ποιο να είναι το μυστικό της και μένει έτσι λεπτή σε μια ήλικία που πολύ δύσκολα το πετυχαίνει κανείς; Συνομήλικες είμαστε, το πώς συσσωρεύονται τα περιττά κιλά μετά τα πενήντα το ζω στο πετσί μου με κόπο και πείνα. Τι κάνουν αυτές οι γυναίκες και παραμένουν λεπτές;
Το πώς και γιατί είναι λεπτές οι Γαλλίδες, με απασχολούσε πολύ την εποχή που έζησα στο Παρίσι, και προσπαθούσα να το καταλάβω παρατηρώντας τις συστηματικά, πριν οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι και συγγραφείς πιάσουν δουλειά για ν' ανακαλύψουν το μέγα  μυστικό. Με μια έρευνα που είδα τις προάλλες σε αμερικανικό κανάλι, έβαλα τα γέλια: σταματούσαν με το ματσούκι διάφορες Παριζιάνες στο δρόμο και τις ρωτούσαν τι κάνουν για να μένουν λεπτές. Τρώμε λαχανικά, έλεγαν μερικές.  Ψωνίζω μόνη μου  και μαγειρεύω σπίτι, έλεγαν  άλλες. Και στην Ελλάδα ψωνίζουμε μόνες μας και μαγειρεύουμε σπίτι, τρώμε και λαχανικά, αλλά δείτε το αποτέλεσμα. Καλό θα κάνει βέβαια στους Αμερικανούς λίγο μαγείρεμα και λίγες φυτικές ίνες, αλλά δεν είναι τόσο απλό, κορίτσια.
Υπάρχει κάτι άλλο πίσω απ' όλ' αυτά, κάτι που δυσκολεύτηκα να αποδεχτώ τότε που ήμουν νέα στο Παρίσι. Αναγκάζομαι όμως να το δω καθώς περνούν τα χρόνια, κάτι που έχει να κάνει με την κουλτούρα και ξεκινάει από τα πρώτα χρόνια και τις πρώτες μπουκιές. Κι αν δυσκολευόμουν να το αποδεχτώ, είναι επειδή έχει να κάνει με την επιτήδευση. Σαν πρωτοποριακό παιδί του καιρού μου, υπήρξα φυσικά οπαδός του αυθορμητισμού, της απλότητας και της αμεσότητας. Κι όσο προσπαθούσα να καταλάβω το μυστικό της κομψότητας των Γαλλίδων,  αυτό από νωρίς με ενδιέφερε, τόσο διαπίστωνα ότι είχε να κάνει με διαφορετικό τρόπο ζωής, ριζωμένο βαθιά στην παιδική ηλικία, τρόπο περίπλοκο, επίμονα καλλιεργημένο και εντέλει άκρως επιτηδευμένο. Όχι όμως ψεύτικο, έτσι που να ανιχνεύεται από το είδος της δικής μου φανατικής προσήλωσης στη γνησιότητα. Τόσο καλλιεργημένο κι ενσωματωμένο στη ζωή που γίνεται εντέλει ένα με την ανθρώπινηη φύση.
Φάτε με μαχαιροπήρουνο, μας έλεγε ο καημένος ο πατέρας μου όταν ήμασταν μικρά. Στο δεξί το μαχαίρι, στο αριστερό το πηρούνι. Δυσφορούσαμε, αφού έπρεπε ταυτόχρονα να τρώμε γρήγορα, και να τρώμε πολύ, γιατί υπήρχε το τραύμα της Κατοχής πρόσφατο ακόμα. Η μητέρα έβαζε στο πιάτο μας πρόσθετα κομμάτια. Ενίοτε τα έχωνε κατευθείαν στο στόμα μας, ακόμα κι όταν είχαμε κάμποσο μεγαλώσει. Στο τέλος και οι δυο γονείς σκούπιζαν το πιάτο με μπουκίτσες ψωμιού, διευκρινίζοντας ότι κάτι τέτοιο δεν πρέπει να το κάνεις σε επίσημο τραπέζι. Οπότε, η απλή προτροπή για το μαχαιροπήρουνο, δεν είχε αποτέλεσμα. Καλύτερα να έτρωγες λαίμαργα, αυτό ήταν πιο ειλικρινές, στο βάθος. Τέτοιο μήνυμα παίρναμε τελικά.
Μεγαλώσαμε πιστεύοντας ότι είμαστε λιγόφαγοι, ότι πάντα κάποια άλλα καλύτερα παιδάκια από μας τρώνε όλο το φαί τους πιο εύκολα και πρόθυμα, χωρίς να τυραννούν τους γονείς τους, κλπ. Κι ακόμα και τώρα, ενώ η Κατοχή έχει πια απομακρυνθεί, δεν είναι στις αναμνήσεις των σημερινών γονιών, βλέπεις μαμάδες να κυνηγάνε τα παιδιά με τη μπουκιά στο πηρούνι, να τη χώσουν στο στόμα του. Λάθος ξεκίνημα για να γίνουμε λεπτές σαν Γαλλίδες.
Θα έχετε δει τα μικρά των Γάλλων στο τραπέζι, είναι σα να ανήκουν σε άλλο είδος. Τρώνε όντως με μαχαιροπήρουνο, μόνα τους, αργά, σοβαρά, σε βαθμό που σε ελληνική ταβέρνα να προκαλούν πολιτιστικό σοκ και να απειλούνται οι γονείς από μηνύσεις για κακοποίηση παιδιών. Απλώς εξασφαλίζουν τη μελλοντική κομψότητα των βλαστών τους, διατηρώντας και τη δική τους φυσικά. Κοιτάζουν το πιάτο προσεχτικά, κόβουν μικρά κομματάκια. Παρατηρώντας τους σκέφτηκα κάποτε ότι ίσως ζυγίζουν την επιθυμία τους σε κάθε μπουκιά, μήπως χόρτασα; αναρωτιούνται. Προσπάθησα να τους μιμηθώ, κατάφερα να εξυγειάνω κάπως τη σχέση μου με το φαγητό. Γαλλίδα δεν έγινα, ορμάω ακόμα στην κατσαρόλα μ' ένα κουτάλι, όταν πεινάω, αλλά ο αγώνας συνεχίζεται.
Διότι, ναι, οι Γάλλοι μάλλον δεν τρώνε πάνω από τις κατσαρόλες. Κάθονται στο τραπέζι, εμφανίζουν διάφορα τζάντζαλα- μάντζαλα, κάνουν περίπλοκη τη διαδικασία. Πιατάκια, μπολάκια, αξεσουάρ. Το φαγητό είναι κι αυτό περίπλοκο στη γαλλική κουζίνα. Κάθε Γάλλος έχει παραστάσεις και εμπειρίες απίστευτων επινοήσεων και κατασκευών ακόμα και στο φτωχότερο σπίτι. Η μαγειρική είναι τέχνη, είτε υψηλή, είτε λαϊκή, σε κάθε επίπεδο είναι τέχνη.
Και φυσικά δεν είναι η μόνη. Οι Γαλλίδες δεν ξέρουν μόνο να μαγειρεύουν εξ απαλών ονύχων. Μαθαίνουν και να ντύνονται, να μακιγιάρονται, να περπατάνε, να μιλάνε και να γελάνε κομψά, η επιτήδευση δεν είναι επιτήδευση, περνάει στο σώμα τους, είναι η φύση τους πια, ο εαυτός τους. Όπως εμείς μαθαίνουμε από μωρά να λέμε τον άλλο μαλάκα, Γαλλίδες και Γάλλοι μαθαίνουν να μιλάνε στον πληθυντικό σε όλον τον κόσμο πλην των πολύ οικείων. Δυστυχώς, έτσι έχουν τα πράγματα. Στην εφηβεία οι Γάλλοι βέβαια αντιδρούν, κάνουν τους μάγκες, αντιστρέφουν τις λέξεις, προσπαθούν να προκαλέσουν όπως όλοι οι έφηβοι. Οι δικοί μας δυσκολεύονται περισσότερο, ξανά από το

 Μπορεί να το θεωρείτε καταπίεση και δυστυχία όλο αυτό, και να προσέχετε μόνο το σνομπάρισμα που, όντως, ρίχνουν ειδικά οι Παριζιάνοι σε κάθε επισκέπτη της πόλης τους, και μπορεί να έχετε δίκιο. Μπορεί να είναι όντως δυστυχία, δεν ξέρω. Το βέβαιο είναι ότι εξασφαλίζει κομψότητα. 

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

Κεφάτη στη Ρόδο

Το μεγάλο ταξίδι μου του καλοκαιριού ήταν στη Ρόδο, μια μέρα κράτησε, αλλά άξιζε πολλές. Ντροπή μου τόσα χρόνια να μην έχω πάει στη μεσαιωνική της πόλη, στο Παλάτι του Μαγίστρου, να μην έχω περπατήσει την Οδό των Ιπποτών, αλλά επανόρθωσα τον Ιούλιο με όλες τις δυνάμεις μου. Οι οποίες δεν ήταν πολλές μέσα στη ζέστη και δεν τις βοηθούσαν τα ακατάλληλα για τα βοτσαλωτά δρομάκια της παπούτσια, αλλά δεν τους χαρίστηκα.
Περπάτησα μέχρι τελικής πτώσεως (κυριολεκτικά), πήγα στα δύο σημαντικότερα μουσεία, έφαγα βλακείες για να μη χάνω χρόνο αναζητώντας κάτι καλό, την ίδρωσα τη φανέλα του τουρίστα. Κι ακόμα δεν καταλαβαίνω γιατί δεν είχα κάνει νεότερη αυτή την περιήγηση, κι ας είχα πάει στο νησί. Εβλεπα τη Ρόδο ως νησί, έψαχνα παραλίες. Τα νιάτα είναι λίγο άσχετα, όπως διαρκώς διαπιστώνω.
Εκτός κι αν μάντευα ενστικτωδώς την κούραση που με περίμενε ή τις κακουχίες που παραμόνευαν στο καταπληκτικό εκείνο κτίριο που στεγάζει το Αρχαιολογικό Μουσείο. Νοσοκομείο των Ιπποτών υπήρξε κι εκείνοι οι ιππότες ήταν ακριβώς αυτό, δηλαδή νοσοκομειακοί ιππότες.
Μεγάλες αίθουσες, ωραίες αυλές, επίπεδα, κρήνες, προσθήκες μεταγενέστερες, ένα αριστούργημα χωρίς τέλος. Και χωρίς καφενείο, κι ας είχε ταμπελίτσες που σε οδηγούσαν στο πουθενά. Και χωρίς μαγαζάκι για σουβενίρ. Υπεράνω τέτοιων ευτελών συνηθειών πάντα τα ελληνικά μουσεία. Και με τουαλέτες πολύ βρόμικες, γιατί τι να σου κάνουν κι αυτές με τόσο κόσμο; Δεν αυτοκαθαρίζονταν. Κακώς. Δηλαδή ο πληθυντικός είναι μεγαλοπρεπείας, μόνο μία λειτουργούσε.
Ωστόσο θα έπρεπε να είμαι ευγνώμων, γιατί στο Παλάτι του Μαγίστρου, το δεύτερο μουσείο, δεν λειτουργούσε καμία. Είχε όμως μαγαζάκι εκεί που πουλούσε βιβλία. Οχι μαντίλια και ξύστρες και θήκες γυαλιών ή ομπρέλες που παίρνουμε στο Λούβρο, είμαστε σοβαροί εμείς. Και είχε και ηλεκτρονικό εισιτήριο, το οποίο όμως δεν ελεγχόταν ηλεκτρονικά, περνούσες δίπλα από τις μπάρες. Ε, να μην μπερδεύονται οι άνθρωποι με τα μηχανήματα του διαβόλου.
Αν κι έφυγα χωρίς τα χαζά σουβενίρ που πάντα με παρηγορούν στα μουσεία για το τέλος της επίσκεψης, δεν μου χάλασε το κέφι. Προσπάθησα λίγο και ταυτίστηκα κάπως με τους ντόπιους που θα πρέπει να νιώθουν ένα είδος ανωτερότητας απέναντι στους ξένους, αφού δεν θαμπώνονται από τα μνημεία τους και την ιστορία τους και δεν χολοσκάνε να τα περιποιούνται με πάθος. Τους έτυχε ένας υπέροχος τόπος, συρρέουν μιλιούνια να τον θαυμάσουν, ε, με λίγη συγκατάβαση τους ανέχονται.

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...