Πέμπτη 19 Μαΐου 2005

Γυφτοπούλα στο χαμάμ

Έστρωσε ένα πάπλωμα πάνω στο αχαμνό γρασίδι, δίπλα στον δρόμο, και ξάπλωσε
εκεί με το μωρό της. Έχει παρκάρει δίπλα το αυτοκίνητο και έχει αφήσει τις
πόρτες ανοιχτές. Είναι τρομερά νέα, κοριτσάκι, με μια κοτσίδα που αρχίζει να
πλέκεται από ψηλά. Ανασηκώνεται καθιστή, φτιάχνει τη φούστα, ρίχνει ανάσκελα
το μωρό, το γαργαλάει. Γελάνε και οι δύο. Ησυχία δεν έχει, ξαπλώνει πάλι, το
κουνάει δυνατά και αυτό αφήνεται, σαν κούκλα από κουρέλια. Στριφογυρίζουν λίγο
και οι δύο στο πάπλωμα. Για λίγες στιγμές σκέφτομαι μήπως είναι αδερφή του,
αλλά βέβαια, έτσι μικρές παντρεύονται οι γυφτοπούλες. Μέσα από το σταματημένο
λεωφορείο την κοιτάμε όλοι σοκαρισμένοι. Είναι μια τρυφερή σκηνή, βεβαίως,
αλλά σε λάθος τόπο, σε λάθος ώρα, σε λάθος ηλικία. Είναι πρωί, κάνει ζέστη, ο
κόσμος πάει στη δουλειά του, τα νήπια βρίσκονται προφυλαγμένα από τα βλέμματα
και από τα καυσαέρια της λεωφόρου στα σπίτια ή σε μέρη ειδικά, καθαρά, με
ειδικευμένο προσωπικό, όχι έτσι. Ξανασηκώνεται, φτιάχνει πάλι τη φούστα,
σκεπάζει τα γόνατα σεμνά, αλλά τόσες κινήσεις, τόσα χάδια με το μωρό, η ξάπλα
κυρίως και τα γαργαλητά και τα χαχανητά δεν το αφήνουν το σώμα να κρυφτεί.
Αυτό είναι που σοκάρει και κάνει όλα τα κεφάλια να γυρίσουν και να κοιτάνε.
Κάτι βάρυνε στον αέρα του λεωφορείου, που ήταν και πριν βαρύς, ενώ εκεί έξω
σαν να φυσάει αεράκι. Κάτι σαν να ετοιμάζεται να ειπωθεί, κάτι κακό και
απαξιωτικό. Τι θα βρούνε να πουν; Για να δούμε. Κάτι για τη βρωμιά λένε
συνήθως, αλλά τελικά κανείς δεν μίλησε. Γυφτοπούλα είναι, ίσως σκέφτηκαν,
μπορεί να έρχεται από το χαμάμ.
https://www.tanea.gr/2005/05/19/opinions/analwsima-gyftopoyla-sto-xamam/

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2005

Πάσχα στο Αγρίνιο


Παιδικός παράδεισος.
Αν μπορούσα να διαλέξω πού θα μεγάλωνα, θα είχα προτιμήσει ασυζητητί το Αγρίνιο, αλλά δεν με ρώτησαν. Δεν ρωτούν ποτέ κανέναν. Μεγάλωνα στην Αθήνα και το Αγρίνιο ήταν για μένα ο παράδεισος των διακοπών του Πάσχα, ένας δύσκολος παράδεισος, στο τέρμα οκτάωρου ταξιδιού με αυτοκίνητο από την παλιά εθνική οδό, η οποία διέσχιζε ένα ένα τα παραθαλάσσια χωριά της Πελοποννήσου. Δρόμοι με στροφές, με ζαλάδες, φέρι μποτ, πέρασμα από την Κλεισούρα που φοβόμουν  μήπως κλείσει γύρω μας τελείως… Ξεκινούσαμε νωρίς το πρωί και βράδιαζε πια όταν βλέπαμε τα πρώτα γκρίζα σπίτια του Αγρινίου, τα πέτρινα δίπατα σπίτια με το μικρό μπαλκόνι. Ήταν αληθινά σπίτια, απλά και στιβαρά, όχι τα ανεξήγητα στριμωγμένα της Αθήνας. Και ωραιότερο απ΄όλα μου φαινόταν εκείνο που με φιλοξενούσε, το σπίτι της θείας μου της Στέλλας της Σκαλτσά, πάνω στην οδό Παπαστράτου. Είχε κήπο, είχε σκάλα ξύλινη εσωτερική με ένα χαλάκι πιασμένο στα σκαλοπάτια με μπρούτζινες βέργες, είχε υπόγειο, είχε ένα μεγάλο χωλ με σόμπα, όλα πράγματα μυθικά για παιδί που μεγάλωνε σε διαμέρισμα. Κι ήταν κι ο παππούς μου εκεί, ο ακριβοθώρητος, ένα πρόσωπο λατρεμένο, καθισμένος στην πολυθρόνα του, ο οποίος ήταν απλούστατα ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου. Μας χαρτζηλίκωνε αδιάκοπα, διηγόταν υπέροχα παραμύθια και καλαμπούρια που μας έκαναν να τον εκλιπαρούμε να σταματήσει γιατί πονούσαμε απ’ τα γέλια και τραγουδούσε εκείνα τα παράξενα τραγούδια που δεν τα ξανάκουσα ποτέ, δημοτικά γραμμένα για όπερες, όπως ήταν ο Γερο Δήμος ας πούμε, γεμάτα γοητευτική μελαγχολία.
Όσο μπορούσε ο παππούς μου φρόντιζε και τη θρησκευτική παιδεία μου, με αποκορύφωμα τα ευαγγέλια της Μεγάλης Πέμπτης, ένα μαρτύριο που περνούσα στωικά, ως ελάχιστο αντίτιμο για τις άλλες απολάυσεις που μου προσέφερε.  Από τη Μεγάλη Παρασκευή άρχιζε η ευτυχία της αδιατάραχτης γιορτής με όλη την τελετουργία, πρώτα του θρήνου, ύστερα της χαράς. Θα ήθελα να στολίζω το Επιτάφιο, αλλά ήμουν ξένη και δεν ήξερα πώς γίνεται. Βολτάριζα και λίγο έπληττα και μελαγχολούσα με τις πένθιμες καμπάνες, έβλεπα το φως να πλημμυρίζει τους δρόμους χωρίς να το εμποδίζουν τα μεγάλα κτίρια και νόμιζα ότι όλ’  αυτά τα θα ήταν αιώνια. Έχω στα μάτια μου ακόμα εκείνο το καινούργιο ανοιχτό πράσινο της φύσης που φούντωνε και τη μυρωδιά από τις πασχαλιές. Στα ωραία μου όνειρα βλέπω ακόμα εκείνο το σπίτι, το χώλ με τη σκάλα που καθόμασταν και διαβάζαμε παλιούς «Θησαυρούς» δεμένους σε τόμους.
Ήμουν παιδί, δεν είχα να νοιαστώ για τίποτα, ήμουν σε διακοπές, με χαϊδολογούσαν πολύ γιατί με έβλεπαν σπάνια, φυσικό ήταν να μου φαίνονται όλα εξαιρετικά και παραδεισένια. Σίγουρα για τους ίδιους τους Αγρινιώτες η πόλη τους τότε δεν ήταν παράδεισος, γι’ αυτό και την άλλαξαν συστηματικά. Έχει μείνει μόνο το σπίτι της θείας μου, χάρις στο πείσμα του ξαδέρφου μου, τριγυρισμένο από υπερβολικά μεγάλες πολυκατοικίες.  Το Ρουμελιώτικο Πάσχα παραμένει φημισμένο βέβαια, και το ταξίδι έχει γίνει πολύ εύκολο, με αυτοκινητοδρόμους και γέφυρες, αλλά δεν έχει πια παράδεισο στο τέρμα του να πάω.

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2005

Φάλαγγα

Οι νεώτεροι δεν ξέρουν. Οι μεγαλύτεροι έχουν αρχίσει να ξεχνούν, αλλά αυτό δεν
είναι από τα πράγματα που ξεχνιούνται ολότελα, μένουν καταχωνιασμένα στο
ντουλάπι με την ετικέτα: «τρομερά που μας συνέβησαν και δεν θα ξανασυμβούν
ποτέ». Φάλαγγα ήταν το βασανιστήριο που συνήθιζαν να κάνουν στη χουντική
Ασφάλεια. Ήταν, όπως κυκλοφορούσε τότε, το χτύπημα που δεν άφηνε σημάδια ενώ
πονούσε πολύ. Εφαρμοζόταν σε υπόπτους για πολιτική δράση. Τα πασίγνωστα πρέπει
εδώ να τα ξαναλέμε. Σε νεαρούς που ίσως στους φοιτητικούς συλλόγους τους
συζητούσαν πολιτική. Ήταν η λέξη που συμπύκνωνε τη σοφία και τη δράση της
χουντικής Αστυνομίας. «Φάλαγγα», στρατιωτική πειθαρχημένη, τακτική και
ταυτόχρονα σαδιστική, αδίστακτη, παράνομη, βίαιη και άνανδρη. Δύσκολο να το
θυμηθούμε καλά; Έμοιαζαν όλα αυτά τόσο εξαφανισμένα από την πολιτική μας ζωή.
Κι όμως, να τα ξανά, σαν σκουλήκια έζησαν κάπου καταχωνιασμένα, και
ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια, σε μια εποχή Δημοκρατίας, ελευθεριών, σαν να
βρήκαν επιτέλους τον σωστό τους δρόμο. Μα βέβαια, στους Αφγανούς μετανάστες,
στους ξένους, τους φτωχούς, τους ρακένδυτους, τους ανεπιθύμητους, η φάλαγγα
αλλιώς ακούγεται, δεν είναι δα και τόσο τρομερή, έτσι; Μπορεί από τη μία να
έχεις τον γελαστό αστυνομικό της διαφήμισης, που βοηθάει τις γυναίκες και τα
παιδιά, φτάνει να έχουν το σωστό διαβατήριο, από την άλλη τούς συνεχιστές των
χουντικών παραδόσεων που βρήκαν επιτέλους τα κατάλληλα θύματα. Σαν να είναι ο
σαδισμός και η εκλεπτυσμένη βία φυσιολογική της ανάγκη, της Αστυνομίας; Και
δεν θα βγει κανείς αγανακτισμένος στους δρόμους γι' αυτό το πράγμα, δεν θα
σοκαριστούν οι χρηστοί πολίτες; Χρηστοί, χριστιανοί, από τους πιο θρήσκους
λαούς στην Ευρώπη; Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών, καθολικώς ικανοποιημένων;
https://www.tanea.gr/2005/01/19/opinions/analwsima-falagga/

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2005

Sexy lady

H εφημερίδα είχε έναν χάρτη χρωματιστό με τη Λέσβο και τα τουρκικά παράλια κι
έδειχνε ένα καραβάκι με βελάκια γύρω γύρω. Τόσο πολλά βελάκια, γιατί; Μήπως
επειδή λεγόταν «Lady Ο» το καραβάκι; Κάτι σεξουαλικό μου θυμίζει αυτό το όνομα
- την Ιστορία της Όμικρον; Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα εδώ, κάτι σαν τουρκικές
παραβιάσεις μοιάζει να είναι το θέμα. Όχι ακριβώς αυτό. Παρεμβάσεις Τούρκων
στην επιχείρηση διάσωσης. Θέμα με γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο, γράφει μια άλλη
εφημερίδα. Ο Ρουσόπουλος αναλύει, η Διαμαντοπούλου επιτίθεται, οι Τούρκοι, ως
συνήθως, προκαλούν. Τα γνωστά. Τι σήμα δόθηκε, τι απάντησε το τουρκικό
επιτελείο... Αν διαβάσει κανείς ώς το τέλος το ρεπορτάζ, ανακαλύπτει, σχεδόν
κάτω από τις γραμμές, ότι είχε οκτώ νεκρούς το ναυάγιο. Δεν ήταν Έλληνες όμως
οι έρμοι, ήταν Αιγύπτιοι ή Λιβανέζοι. Αν ήταν Έλληνες, άραγε θα μας συγκινούσε
περισσότερο η τύχη τους από το αν τους έσωσαν ελληνικά ή τουρκικά ελικόπτερα,
πλοία, διασώστες; Αν ήταν Έλληνες θα γινόταν θέμα η δυνατότητα συνεργασίας
Ελλήνων και Τούρκων για τις επεμβάσεις διάσωσης; Είναι απέναντι οι παραλίες,
πώς να το κάνουμε; Αν κάποιος πνίγεται, θα κοιτάμε πρωτόκολλα και άδειες; Αν
ήταν αρκούδες της Πίνδου, αν ήταν αδέσποτα γατάκια ή σκυλάκια της Αθήνας,
όρνια στο δάσος της Δαδιάς, τότε θα αναγνωρίζαμε ότι προτεραιότητα ήταν να
σωθούν οι ζωές, κι ας ήταν από τουρκικά πλοία, κι ας ήταν και στις γκρίζες
ζώνες; Και θα χαιρόμασταν αν είχαν καταφέρει οι Τούρκοι να σώσουν μερικές;
Μπορεί, ποιος ξέρει... Αλλά με Αιγυπτίους και Λιβανέζους νεκρούς, απλώς η
«Lady Ο», ως όνομα πλοίου γεμάτο νοήματα, γίνεται λίγο πιο σέξι.
https://www.tanea.gr/2005/01/20/opinions/analwsima-sexy-lady/

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2005

Καφέ Γκρέκο

Πλημμυρισμένη Έλληνες η Ρώμη τις γιορτινές μέρες. Όπου και να πήγαινες σε
περίμενε αυτή η εκκωφαντική οικειότητα της γλώσσας. Θυμήθηκα έναν Ρωμιό της
Πόλης, που είχε δηλώσει στα «NEA» πριν από λίγες εβδομάδες, «μα εγώ δεν είμαι
Ρωμαίος, είμαι Έλληνας, γιατί να με λένε Ρωμιό;». («Αχ, Ρωμαίε, γιατί να σε
λένε Ρωμαίο;», που έλεγε κι η Ιουλιέτα...) Να που οι Έλληνες είναι γενικώς
αρκετά Ρωμαίοι. Σε κάθε βήμα συναντούν αρχαία ερείπια και γλυπτά, κόπιες
ελληνικών, βυζαντινά ψηφιδωτά, αγάλματα του Κωνσταντίνου, που τον θεωρούμε
Έλληνα, αναγεννησιακά πολύ ελληνοπρεπή, και τα υπέροχα ρωμαϊκά πεύκα, που
είναι σαν ζωγραφισμένα, ίδια με του Σχινιά, και νιώθουν σαν στο σπίτι τους.
Περισσότερο από παντού πλημμυρίζει Έλληνες το περίφημο Καφέ Γκρέκο, στην
καρδιά της πόλης, δίπλα στα καλά μαγαζιά... Εκεί η πολυτέλεια με την πατίνα
του χρόνου μάς κάνει να νιώθουμε ότι κατέχουμε τη θέση που αξίζουμε στη
διευρυμένη και κάπως περίπλοκη πλέον Ευρώπη μας. Βελούδινοι καναπέδες,
κόκκινοι τοίχοι, σκαλιστά πόδια στα τραπέζια, πορτρέτα των διασήμων
καλλιτεχνών που πέρασαν από εκεί τους δυόμισι αιώνες που λειτουργεί το
καφενείο. Να τι θα πει Ελλάδα! Με τιμές Κολωνακίου και εξυπηρέτηση πριγκιπική,
καθόμαστε λίγη ώρα παραπάνω από όσο θέλουμε, να αφομοιώσουν τα κύτταρα την
ευγένεια του περιβάλλοντος, λίγο πριν από την επιστροφή μας στην Αθήνα. E, εδώ
δεν μας πειράζει να είμαστε λίγο Ρωμαίοι και λίγο Γκρέκοι, κάτοικοι της Ατένε,
όχι της Αθίνα, που λέει στο αεροδρόμιο η σπικερίνα σε όλες τις γλώσσες, εδώ
δεν ήρθε ακόμα κανένας να διορθώσει τον τίτλο, να πει πρέπει να το λέτε καφέ
Ελένο, όχι Γκρέκο, είμαστε Έλληνες, όχι Γραικοί. Αν και δεν ξέρεις σίγουρα...
https://www.tanea.gr/2005/01/05/opinions/analwsima-kafe-gkreko/

Ιπτάμενες γιαγιάδες

  Σηκώνω το εγγόνι μου αγκαλιά να πάμε στην αλλαξιέρα και καθώς το μικρό του βάρος πλημμυρίζει το σώμα μου, προφέρω ασυναίσθητα τις χαϊδευτι...