Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Ασπρόμαυρες περιπλανήσεις



Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη δεκαοχτάχρονες το 1971, για σπουδές στη Νομική, τρισευτυχισμένες που θα ζούσαμε επιτέλους μακριά από τους γονείς μας. Με δυο αγαπημένες συμμαθήτριες νοικιάσαμε διαμέρισμα στην οδό Μπιζανίου, στη συνοικία Αγία Τριάδα. Από τη βεράντα φαινόταν ένα ωραίο παλιό σπίτι ανάμεσα σε πολυκατοικίες, με πολυγωνικά εξογκώματα στις δυο πλευρές, παράθυρα πλαισιωμένα με γύψινα στολίδια. Είχε ταμπέλα, θα κατεδαφιζόταν σύντομα. Είχα δει πολλά ωραία σπίτια να κατεδαφίζονται στην Αθήνα, αλλά πρώτη φορά σκέφτηκα να φωτογραφίσω εκείνο, να φυλάξω την εικόνα του πριν χαθεί τελείως. Πιο κάτω, προς την παραλία, ένα άλλο μεγάλο σπίτι με γαλάζια στολίδια στους τοίχους θύμιζε βορειοευρωπαϊκή βίλα. Το φωτογράφισα κι αυτό. Τσιγκουνευόμουν λίγο το φιλμ, ήταν ακριβή η αγορά και η εμφάνιση για το φοιτητικό βαλάντιο, αλλά τελικά ενέδιδα στην παρόρμηση.
Η φοιτητική ζωή δεν απεδείχθη συναρπαστική. Η πόλη έμοιαζε κλεισμένη στον εαυτό της. Δεν υπήρχαν φοιτητικά στέκια, κάποιοι φοιτητές σύχναζαν σε καφενεία με παρέες αντρών που παίζαν χαρτιά. Πηγαίναμε και σε ωραία φτηνά ρεστωράν, ξένοι και παραξενεμένοι. Πόλη και Πανεπιστήμιο ήταν σα να ανήκαν σε παράλληλα σύμπαντα. Ο φόβος της δικτατορίας βάραινε στην καθημερινότητα, στη συμπεριφορά των ανθρώπων, έπρεπε να μην εκτίθεσαι, να προσέχεις σε ποιον μιλάς, μη σου ξεφύγει τίποτε. Τα μαθήματα ήταν καταθλιπτικά, δεν μπορούσε να θιγεί το βασικό καυτό θέμα, η νομιμότητα του πολιτεύματος.
Έπληττα πολύ. Τριγυρνούσα στους δρόμους με την Kodak instamatic μου και φωτογράφιζα τα παλιά σπίτια, που έμοιαζαν καταδικασμένα, μοναχικά, παρατημένα. Δυο στενά πέρα απο την Μπιζανίου, υπήρχε ένα τζαμί, έγραφε πάνω «Αρχαιολογικό Μουσείο». Κλειστό. Χτισμένο λοξά προς το δρόμο, έμοιαζε απομεινάρι κάποιας άλλης πόλης που έπρεπε να εξαφανιστεί. Στην Εγνατία έβλεπες χορταριασμένους θόλους πάνω από κάποιες βιτρίνες στο δρόμο. Ανέβηκα στην Ανω Πόλη, φωτογράφησα τα σπιτάκια που νόμιζες ότι θα καταρρεύσουν ομαδικά. Τι πόλη ήταν αυτή; Δεν είχαμε ιδέα. Ξέραμε βέβαια ότι οι Εβραίοι της είχαν εξοντωθεί στην Κατοχή, αλλά δεν συλλαμβάναμε τότε την έκταση της καταστροφής εκείνης. Δεν ξέραμε ότι ζούσαν πολλοί στη γειτονιά μας, ότι πολλά από τα ωραία εκείνα παλιά σπίτια ήταν δικά τους, ότι τα είχαν κατοικήσει ντόπιοι και πρόσφυγες αμέσως μόλις τους μάζεψαν για το Άουσβιτς, κι ότι όσοι γύρισαν, οι 2.000 που γύρισαν από τις 50.000 που είχαν φύγει, δεν έβρισκαν να μείνουν. Έσβηναν οι ιστορίες αυτές μέσα στη σιωπή της χούντας, δεν τις άκουγες πουθενά. Δεν ξέραμε ότι η Ανω Πόλη ήταν κυρίως φτωχή τουρκογειτονιά, ότι οι θόλοι πίσω από τις βιτρίνες ήταν τζαμιά και χαμάμ, ότι το «Αρχαιολογικό Μουσείο» ήταν το τζαμί των Ντονμέδων, των παράξενων εκείνων  μουσουλμάνων που είχαν μεταστραφεί από  Εβραίοι τον 17ο αιώνα ακολουθώντας τον Σαμπεθάι Ζέβι. Κομμάτια της πόλης μας έγνεφαν. Πώς συνδυάζονταν εκείνες οι καταπληκτικές παλιές βίλες μέσα σε κήπους στην Βασιλίσσης Όλγας με τα χαγιάτια που είχαν τα σπίτια στα στενά λίγα τετράγωνα πιο πέρα; Τα μέγαρα στην Τσιμισκή, οι καταπληκτικές πολυκατοικίες αρ νουβώ στην Αγίου Δημητρίου, η Αριστοτέλους με τα ολόιδια σχεδιασμένα μέγαρα, πώς συνυπήρχαν με τις άθλιες κατασκευές ακριβώς δίπλα; Υπήρχε εκεί πόλη με ιστορία, την αγνοούσαμε, και δεν είχαμε δυνατότητα να τη γνωρίσουμε. Δεν ήταν όπως η Αθήνα, χωριό που με απόφαση του νέου κράτους έγινε πρωτεύουσα και μεγάλωσε προς κάθε κατεύθυνση. Ήταν αληθινή πόλη με συνέχεια, αλλά μας έδειχνε μόνο αποσπάσματα, αρχαία, ρωμαϊκά, βυζαντινά. Χωρίς εικόνα του κοντινού παρελθόντος, θόλωνε και το παλιότερο, απωθούνταν.
Όταν ήμουν τεταρτοετής, έπεσε η χούντα. Έμενε μια χρονιά να μάθουμε, να δούμε, να καταλάβουμε, να ζήσουμε  τη συναρπαστική φάση που μας αναλογούσε. Γέμισαν κόσμο οι Χορτοφαγίες και οι ταβέρνες, άνθισε η Θεσσαλονίκη, άρχισε να γίνεται η πόλη που ξέρουμε, γεμάτη ζωή, γεμάτη στέκια.
Μετά το σεισμό,  γειτονιές ολόκληρες κατεδαφίστηκαν, όπως εκείνη απέναντι από τη Φιλοσοφική, στην οδό Αρμενοπούλου, αλλά ανακαινίστηκαν  βίλες στην Όλγας, έγιναν μουσεία. Το παρελθόν της πόλης ξεκαθαρίζει, πέρασε η φάση που έπρεπε να καλύπτεται και να ξεχνιέται. Μέχρι τη χρονιά που έγινε Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης άλλαξαν πολλά, τα ωραία μέγαρα στο κέντρο αναδείχτηκαν, τα τζαμιά φανερώθηκαν, το Μπεζεστένι ανακαινίστηκε, τα χαμάμ έγιναν μουσεία, ίσως κάποτε ξαναγίνουν χαμάμ, η Άνω Πόλη διατηρήθηκε σχεδόν ολόκληρη, το λιμάνι, που κάποτε φοβόμασταν να πλησιάσουμε, έγινε χώρος καλλιτεχνικών περιπάτων. Όποιος θέλει μπορεί να μάθει την ιστορία της, τα βιβλιοπωλεία είναι πια γεμάτα, υπάρχουν  ταμπελίτσες στα μνημεία. Κάθε φορά που την επισκέπτομαι, ζηλεύω το παρόν της, κι ας μην υπάρχουν πια πολλά από τα σπίτια που είχα φωτογραφήσει.


Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

Ξένοι


Ξένοι
Μπαίνουν στο τρόλεϊ οικογενειακώς, μάνα νεαρή με μαντίλα, πατέρας εύσωμος με κελεμπία ή κάτι τέτοιο, εκείνη με μωρό στην αγκαλιά, ο άλλος με ένα διπλό καρότσι κι ένα παιδάκι μόνο, κάπως μεγαλύτερο. Η γυναίκα κάθεται λοξά απέναντι μου, κάπως βλοσυρή, το μωρό της, κοριτσάκι με ροζ φόρμα και χρυσό σκουλαρικάκι, είναι πολύ νευρικό, συστρέφεται στα χέρια της ακατάπαυστα. Γεμίζει κόσμο το τρόλεϊ, γκρινιάζει το μωρό, κάποια στιγμή αποφασίζει να το θηλάσει. Ανοίγει κουμπιά, σπρώχνει το στόμα του προς το στήθος καλύπτοντας αμέσως ό,τι θα μπορούσε να αποκαλυφθεί, βρίσκει τελικά στήθος το στόμα πίσω από τα ρούχα που αμέσως κλείνουν γύρω τους. Οι επιβάτες δεν πολυκοιτούν, ρίχνουν μια ματιά, την αποσύρουν σεμνά. Η μάνα μένει να κοιτάζει μακριά, τα φρύδια σουφρωμένα, είναι δοκιμασία να πρέπει να θηλάζεις το μωρό στο τρόλεϊ μιας ξένης χώρας, όπως και να το κάνουμε.
Αντιπαθώ τις μαντίλες, τις κελεμπίες ακόμα περισσότερο. Εκνευρίστηκα με την εμφάνιση της οικογένειας, λυπάμαι το κοριτσάκι που θηλάζει, θα του βάλει κι αυτουνού μαντίλα όταν μεγαλώσει; Τώρα είναι σαν οποιοδήποτε παιδί, με το φορμάκι του, θα παίξει, θα διαβάσει, θα πάει σχολείο, ίσως εδώ, ίσως αλλού, κι ύστερα μια ωραία μέρα θα πρέπει να κρύβει μπράτσα, μαλλιά, αστραγάλους. Κι αυτό το τρόλεϊ που φιλοξενεί το θηλασμό, κάτι σαν το γαϊδουράκι της μετανάστευσης, γεμάτο γυναίκες ασκεπείς, κι η πόλη μας, κι η χώρα κι η ήπειρός μας, δεν θα έχει κάνει τίποτε για να αλλάξει τη μοίρα της μικρής;
Τέτοια φιλοσοφώ, ρίχνω κλεφτές ματιές στη νεαρή μητέρα, είναι κι αυστηρή, τι να κάνει βέβαια εδώ που βρέθηκε.  Προστατεύει την αξιοπρέπεια της όσο μπορεί, δεν ξέρει καν ότι εδώ όχι μόνο δεν θηλάζουμε δημόσια εδώ και χρόνια, όχι μόνο δεν κυκλοφορούμε με τα παιδιά μας στις συγκοινωνίες, αλλά κοιτάμε με μισό μάτι κι όσους το κάνουν. Θα μείνει άραγε στην Ελλάδα, θα μάθει σιγά -σιγά τα χούγια μας, ή θα πάει στη Γερμανία;
Κατεβαίνουμε στην ίδια στάση. Το μωρό κλαίει μόλις το βγάζει από το στήθος, αλλά τουλάχιστον γλίτωσαν από το στενό χώρο του τρόλεϊ. Πάλι με ξενίζει η κελεμπία του πατέρα, πού πας άνθρωπε στην Ευρώπη με τέτοια περιβολή; Να σέβεσαι λίγο τα ήθη και τα ρούχα του τόπου που σε υποδέχεται. Μπορεί να είναι φανατικός μουσουλμάνος, να σκοπεύει να περάσει τη ζωή του σοκάροντας δυτικούς. Ωστόσο  τα μάτια μου βουρκώνουν ανεξέλεγκτα. Μια οικογένεια εν κινήσει, ξένοι, τόσο πολύ ξένοι, ταξιδιώτες τη στιγμή που θα ήθελαν να βρίσκονται σε χώρο ιδιωτικό. Η μαντίλα που αντιπαθώ κι η κελεμπία που φοβάμαι είναι που με κάνει να νιώθω βαθιά πόσο ξένοι είναι. Τι στο καλό με πιάνει και με τραντάζουν λυγμοί στη μέση του δρόμου;


Τα ρομάντζα των προγόνων μας


Κατεβαίνοντας την Πανεπιστημίου προς Ομόνοια, προσέχω πάντα, περπατώντας στο αριστερό πεζοδρόμιο, μια επιγραφή στο μαρμάρινο τοίχο ενός μοντέρνου μεγάρου: «Εδώ απέθανεν ο Ραγκαβής» Δεν έχει χρονολογία, ούτε εξηγεί ποιος ήταν ο Ραγκαβής, κι αναρωτιέμαι σε πόσους να θυμίζει κάτι αυτό το όνομα.
Δεν θυμόμαστε πια τους ρομαντικούς συγγραφείς που μάγεψαν και διέπλασαν τις ψυχές και τις αξίες των προγόνων μας,  όμως είναι ακόμα ζωντανοί στη νοοτροπία και στα κλισέ μας. Το συνειδητοποίησα διαβάζοντας το βιβλίο του Αλέξη Πολίτη «Η ρομαντική λογοτεχνία στο εθνικό κράτος 1830- 1880» σαν καταβύθιση στα συμπλέγματα και τα δράματα της κοινής ελληνικής ψυχής, αν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Νομίζω υπάρχει, δοθέντος του αβάσταχτου καημού που κυκλοφορεί γύρω μας και που δεν μπορεί κανείς να καταλάβει τελικά την προέλευση του αν δεν αναζητήσει τα κείμενα που τον δημιούργησαν. Δεν είναι μόνο οι παράγραφοι που διδάσκονται στο σχολείο, ούτε καν η επανάληψη των εθνικών γιορτών με τα ίδια και τα ίδια κλισέ, όχι αποκλειστικά. Βιβλία που αγαπήθηκαν και  πια δεν κυκλοφορούν,  δεν εκδίδονται, κανείς δεν τα θυμάται, τα έχουμε κατά κάποιον τρόπο αφομοιώσει, κι έτσι ασυνείδητα το παράπονό τους ζει μέσα μας ισχυρό και βρίσκει συνέχεια καινούργιους τρόπους έκφρασης..
Μια ολόκληρη ζωή να προσπαθείς να καταλάβεις αυτή την περίφημη ελληνική ψυχή (ψυχή βαθιά,  βαθύτατη) με όρους ιστορίας και οικονομίας, δεν αρκεί. Πρέπει να ξέρεις τι αγαπούσαν οι άνθρωποι, τι τους συγκινούσε, τι τους διέπλαθε,  τότε που ήταν στο λίκνο ακόμα της εθνικής κατασκευής, καινούργιο κράτος, καινούργια γλώσσα και λογοτεχνία, όλα έπρεπε να στηθούν από την αρχή. Την εποχή που η λογοτεχνία είχε αναλογικά μεγάλο κοινό, τι ήρωες και τι ηρωίδες άφησαν το αποτύπωμα τους σε λέξεις, σε ονόματα, σε εκφράσεις που ακούγονται πια με μυστηριώδη καταγωγή, αλλά τόσο ξεκάθαρο νόημα. Πόσο βασανισμένοι, πόσο σπουδαίοι, πόσο αδικημένοι, πόσο ρομαντικοί υπήρξαν και  πόσο καλλιέργησαν το διαρκές παράπονο, το ριζωμένο αίσθημα αδικίας που ακόμα μας βασανίζει. Πόσο παραδοσιακό υπήρξε το μοντέρνο, πόσο συντηρητικό το ριζοσπαστικό, πόσο εναρμονισμένο με τα δυτικά πρότυπα, τι ζητούσε από τη Δύση και τι εισέπραττε, πώς συνομιλούσε μαζί της η λογοτεχνία.
Στην αναζήτηση ταυτότητας που έχουμε επιδοθεί,  διαβάζονται οι αναγνώσεις των πρώτων νεοελλήνων σαν ψυχανάλυση.


Το μικρό μαύρο φόρεμα


Πάντα με εξέπληττε η έκφραση «το μικρό μαύρο φόρεμα» Δεν καταλάβαινα πώς θα μπορούσε ένα μαύρο φόρεμα, για την ακρίβεια οποιουδήποτε χρώματος φόρεμα, πώς θα μπορούσε να είναι μικρό, αν το φορούσε μια μεγαλόσωμη; Ένοιωθα πολύ μεγαλόσωμη όταν ήμουν μικρή, και αγωνιούσα ότι δεν θα έμπαινα ποτέ σε μικρό μαύρο φόρεμα, το οποίο όσο μικρό κι αν ήταν, έμοιαζε κάτι πολύ μεγάλης σημασίας. Τα γυναικεία περιοδικά που με γαλούχησαν, έγραφαν διαρκώς γι αυτό: Πώς να φοράτε το μικρό μαύρο φόρεμα. Τι να μην φοράτε με το μικρό μαύρο φόρεμα. Πώς να είστε για να μπορείτε να φοράτε το μικρό μαύρο φόρεμα. Τι δεν ταιριάζει καθόλου με το μικρό μαύρο φόρεμα.
Κάποια στιγμή, στην προσπάθεια μου ν’ αποτινάξω την τυραννία του μικρού μαύρου φορέματος, αποφάσισα να εμβαθύνω στις γαλλικές λέξεις. Το μικρό μαύρο φόρεμα είναι μετάφραση του «la petite robe noire». Χα, στα γαλλικά το petite δεν σημαίνει απαραιτήτως «μικρό». Σημαίνει και κοντό, ειδικά για τους ανθρώπους. Άρα δεν εννοούσε ο Ζιβανσύ μικρό μαύρο φόρεμα όταν το πρωτολανσάρησε το βασανάκι αυτό, αλλά κοντό μαύρο φόρεμα. Απλούστατο. Δεν χρειάζεται να είσαι συλφίδα, να έχεις σώμα εφήβου, να είσαι μικρόσωμη για να το φορέσεις. Αρκεί να αποφασίσεις να επιδείξεις τα πόδια σου, τα οποία μπορεί να είναι και κοντά, και χοντρά, κι ό,τι θέλουν, όπως είχα ήδη διδαχθεί από τις τολμηρές μου συμπατριώτισσες στην ένδοξη εποχή που η μίνι φούστα άνοιγε δρόμους.
Οπλισμένη με αυτό το συμπέρασμα αποφάσισα να αντιμετωπίζω στο εξής ειρωνικά τη λατρεία για το μικρό μαύρο φόρεμα. Αυτό το πράγμα δεν υπήρχε, ήταν χαμένο στη μετάφραση, είχα καταλήξει! Αμ δε… Η σοφία μου δεν με παρηγόρησε για πολύν καιρό, αφού σύντομα διαπίστωσα ότι στ’ αγγλικά το petite  δεν είχε γίνει short, αλλά little, ή/ και  small. Το μεταφραστικό λάθος είχε απλωθεί με την κυρίαρχη γλώσσα και είχε κατακτήσει την υφήλιο. Ήθελα δεν ήθελα, έπρεπε να προσαρμοστώ στην αμείλικτη πραγματικότητα των μικρών μαύρων φορεμάτων.
Το αμετάκλητα μικρό μαύρο φόρεμα έχει στόχο να σε μικρύνει αν το φοράς.  Αν δεν ήταν τόσο μικρό, θα μπορούσε και να σε αδυνατίζει, όμως αφού είναι μικρό, αφήνει να φαίνονται τα μπράτσα, τα γόνατα, τα πόδια, οι μηροί ίσως. Κι ό,τι δεν καλύπτει από τη μικρή μαυρίλα θα πρέπει να είναι τέλειο, αρμονικό, διακριτικό, να μην εξέχει, να μη φουσκώνει, να μη στραβώνει, να μην κρεμάει, να μη ζαρώνει, να μην ασπρίζει με μια λέξη. Ό,τι περισσεύει να είναι κι αυτό μικρούλι και χαριτωμένο, αυστηρά. Θα πρέπει να στέκεσαι σωστά όταν φοράς μικρό μαύρο φόρεμα, να μην καμπουριάζεις, να έχεις ωραία σιλουέτα, εξυπακούεται, να μην είσαι όμως αλύγιστη αλλά λυγερή, να κινείσαι με χάρη. Δύσκολα όλ’ αυτά,  δικαίως τόσες συμβουλές και προφυλάξεις πριν επιχειρηθεί να φορεθεί.
Δεν φόρεσα ποτέ μου μικρό μαύρο φόρεμα.  Αντιπαθούσα τα μαύρα. Αν μπορούσα θα ντυνόμουν πάντα με τη μόδα που αγάπησα όταν μεγάλωνα, τα χίπικα φορέματα με τις φαρδιές λουλουδάτες φούστες. Αυτά όμως δεν είναι πια καθόλου της μόδας, ενώ το μικρό μαύρο φόρεμα έχει γίνει όραμα και ιδανικό, έχει ανέβει ψηλά στις αξίες της εμφάνισης, και δεν το γλυτώνουμε με τίποτα. 

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Συνύπαρξη στη Μασσαλίας

Τα δειλινά της άνοιξης που φτάνει πόσο ωραία θα μπορούσαν να είναι! Να απολαμβάνεις, ας πούμε, τις μυρωδιές των δέντρων σε έναν γραφικό πεζόδρομο. Λέμε τώρα. Στην πραγματικότητα τον περνάμε με την ψυχή στο στόμα, εκείνο το κομμάτι ας πούμε της Μασσαλίας δίπλα στη Νομική.
Ενα βανάκι έχει παρκάρει δίπλα στην πόρτα της σχολής και κάτι ξεφορτώνει. Μαζεύονται γύρω του οι συνήθεις θαμώνες, κάποιος πολύ δοκιμασμένος άντρας απροσδιόριστης ηλικίας, διπλωμένος στα δυο, κουνάει πολύ βίαια τα χέρια: «Είμαι πολύ τσαμπουκάς εγώ, πολύ τσαμπουκάς!», λέει τραυλίζοντας σ’ αυτούς που πλησιάζουν.
Από τη Νομική βγαίνουν σμάρι οι φοιτητές, η δροσιά των προσώπων τους αστράφτει περισσότερο δίπλα στα άλλα πρόσωπα, τα ταλαίπωρα, που βρίσκονται σε απόσταση ενάμισι μέτρου, γύρω από το βαν. Δεν κοιτάζουν οι μεν τους δε. Οι νέοι αποχωρούν φωτεινοί προς την Ακαδημίας, οι άλλοι περιμένουν τον διπλωμένο τύπο να τελειώσει το σόου του.
Είναι να θαυμάζεις πώς τα καταφέρνουν, και οι μεν και οι δε. Οι φοιτητές που έχουν περάσει σε μια από τις πιο περιζήτητες σχολές της χώρας, μπαίνουν, βγαίνουν, σκοντάφτουν πάνω σε θύματα και θύτες της πρέζας, τι σκέφτονται, πώς το αντιμετωπίζουν; Εγώ μια μέρα χρειάστηκε να πάω στο Πνευματικό Κέντρο του δήμου κι έπρεπε να περάσω πάνω από μια νεαρή που με τη σύριγγα ακόμα στο χέρι είχε χυθεί μπροστά στα σκαλιά, τα μέλη της γεμάτα σημάδια, έκανα ώρα να συνέλθω.
Οι φοιτητές, οι καθηγητές, οι άνθρωποι της Νομικής, πώς το διαχειρίζονται; Θα είναι πιο ανθεκτικά τα παιδιά στο θέαμα σημαδεμένων σωμάτων. Ονειρεύονται λύσεις απαλλαγής των εξαρτημένων από την εξάρτηση ή πείθουν τον εαυτό τους ότι δεν τους αφορά; Ξέρουν σε βάθος τα δικαιώματα, όπως το δικαίωμα αυτοκαταστροφής;
Η αναγκαστική αποδοχή της καθημερινότητάς τους, η παραίτηση από κάθε δυνατότητα παρέμβασης, πώς τους διαμορφώνει ως μελλοντικούς δικηγόρους, δικαστές, λειτουργούς του νόμου, της οργανωμένης κοινωνίας;
Κι οι άλλοι, αυτοί που μοιράζονται τη δόση και την αθλιότητα στα παγκάκια και τα λερωμένα πλακάκια, τι βλέπουν στο νεανικό πλήθος που μπαινοβγαίνει στη σχολή; Μισούν, ζηλεύουν, αδιαφορούν, επιβουλεύονται;
Θα ήθελα να μη χρειαζόταν να περνάω απ’ αυτόν τον δρόμο.

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2018

Η Ευρώπη ποτέ δεν πεθαίνει

Ιταλικές εκλογές. Οι λαϊκιστές θριαμβεύουν στο νότο, οι αποσχιστικοί στο Βορρά. 
Απονομή Όσκαρ: Οι δύο πολεμικές ταινίες, η «Δουνκέρκη» και «Η πιο σκοτεινή ώρα» που ήταν υποψήφιες για Οσκαρ, δεν το πήραν, οι ειρηνικές κέρδισαν.
Από μια άποψη είναι αισιόδοξο αυτό για την ειρήνη, στο βάθος βλέπετε οι άνθρωποι έχουμε την τάση να στρεφόμαστε στο μέλλον, στο ψαρόμορφο τέρας (ή μήπως τερατόμορφο ψάρι;) που θα αγαπήσει κάποια κοπέλα σε φουτουριστικό κέντρο, κι όχι στον πατριωτισμό των Αγγλων που έστειλαν τα καραβάκια τους να παραλάβουν στρατιώτες ή που συγκινήθηκαν από τον δραματικό λόγο ενός παράξενου πολιτικού.
Μπορεί και να μη χρειαζόμαστε καν την υπενθύμιση οικείων κακών που δεν είναι πια οικεία, ήταν των παππούδων μας. Εκείνη η παράξενη Ευρώπη του Μεσοπολέμου, κουρασμένη, ζαλισμένη, να μη θέλει να πολεμήσει ξανά ενώ είχε αρχίσει τον προηγούμενο πόλεμο με τόσο ενθουσιασμό, έχουν περάσει εκατό χρόνια πλέον, πού να θυμόμαστε;
Ειρήνη λοιπόν, και ευήκοον ους σε πολιτικούς που υπόσχονται μεγαλύτερη εθνική ανεξαρτησία από την Ευρώπη, που πολύ τους καταπίεσε όλους. Οσο να 'ναι, έχουν δίκιο. Δείτε την Ιταλία, μια μπότα που εξέχει από το κυρίως ευρωπαϊκό σώμα, γιατί να θέλουν οι πολιτικοί της να δεχτούν ντιρεκτίβες, όταν μπορούν να επικαλούνται τη μοναδικότητά της για να αυξάνεται η εξουσία τους;
Σάμπως δεν είναι κληρονόμοι -ιστορικά δηλαδή- της μεγαλύτερης αυτοκρατορίας που υπήρξε ποτέ και δημιουργοί του πολιτισμού που έδωσε τα φώτα, ε, συγγνώμη, εμείς δώσαμε τα φώτα, εκείνοι έβαλαν την άσφαλτο.
Πώς λοιπόν να δεχτούν τώρα τον ρόλο μιας γραφικής μακρουλής χώρας σε κρίση που οφείλει να εφαρμόζει αποφάσεις παρμένες από τυχάρπαστους Ολλανδούς ή Σουηδούς που ήταν στα δέντρα την εποχή που εκείνοι έστρωναν χαλίκι στην Αππία οδό, για να μη μιλήσουμε για τους Ρουμάνους που τους έχουν κλέψει και το όνομα. Εχουν πρόβλημα ταυτότητας οι άνθρωποι, ό,τι καλύτερο δηλαδή για ηγέτες που υπόσχονται ταυτότητες ισχυρές σαν μεταλλικούς θώρακες, να μην μπορείς να σαλέψεις.
Κι εκεί στην τούρλα των προβλημάτων ταυτότητας, να μην έρθουν κι οι βόρειοι να κοιταχτούν στον καθρέφτη και να βρουν τον εαυτό τους ωραιότερο και ψηλότερο και ιταλικότερο και σπουδαιότερο από τους νότιους; Φτάνει να τους γαργαλάει χρόνια τώρα ένας ωραίος ψηλός βόρειος με ενδιαφέρον βιογραφικό και καλοντυμένη γυναίκα.
Τι θέλει ο άνθρωπος για να δώσει την ψήφο του; Μια καλή κουβέντα, μια τρυφερή ταύτιση.
Γιατί να μην τα καλλιεργήσουν αυτά οι ηγέτες; Μόνο κερδισμένοι θα είναι. Κι αν καταφέρουν να αυτονομήσουν την περιοχή τους, εμ θα γίνουν πρόεδροι και πρωθυπουργοί και θα έχουν δικό τους κράτος, εμ θα έχουν δύο ψήφους μετά στη Γιουροβίζιον.
Πράγμα που σημαίνει ότι η Ευρώπη ποτέ δεν πεθαίνει.

Πρότζεκτ

Το σημερινό πρότζεκτ ονομάστηκε επανοικείωση του δημόσιου χώρου εκ μέρους του ιδιωτικού βλέμματος. Ο θεωρούμενος ως ανοίκειος χώρος μέσω διαδικασιών αποξένωσης οφείλει να επανακατακτηθεί, σκέφτεται το άτομο καθώς ετοιμάζεται να διασχίσει οριζοντίως το πάρκο, από τη στενή πλευρά δηλαδή, ώστε να επιτευχθεί οικονομία δυνάμεων, άλλο καθημερινό πρότζεκτ κι αυτό, απολύτως απαραίτητο.
Από τη στενή πλευρά, λοιπόν, κι αμέσως μετά το πρότζεκτ διάσχισης των δυο τετραγώνων με το στενό πεζοδρόμιο- απομεινάρι του πρότζεκτ σχεδιασμού μιας γειτονιάς που όφειλε να ικανοποιήσει πρωτίστως τους ιδιοκτήτες γης, οι οποίοι τόσο ωφελήθηκαν από το πρότζεκτ εκείνο που ίσως δεν μπόρεσαν ποτέ να απολαύσουν τα αποτελέσματα του επιτεύγματός τους, καθώς και τα νέα πρότζεκτ που το παλιό εκείνο πρότζεκτ γεννά στη ζωή των καλλιτεχνικών του νέων κατοίκων.
Πρότζεκτ διάσχιση, πρότζεκτ ψυχραιμία μπροστά στο φούντωμα των δέντρων από τη μια μέρα στην άλλη λόγω βροχής. Ολη τη νύχτα ρουφούσαν τα χρυσά μου, ενώ σφύριζε ο αέρας και νομίζαμε εμείς ότι υποφέρουν, να τα βλέπεις να λυγίζουν, να ξεμαλλιάζονται, κι αντί να είναι μαδημένα την επαύριον να έχουν φουντώσει και να τινάζουν καινούργια πράσινα προς το ακόμα πιο καινούργιο μπλε του ουρανού που έχει κι αυτός το δικό του πρότζεκτ: να μας παρηγορήσει/παραμυθιάσει για κάθε απογοήτευση και πίκρα, τις καθημερινές συγκρίσεις της ατομικής κατάστασης με άλλες ατομικές καταστάσεις επιμόνως προβαλλόμενες από τα μέσα μη αποφυγής. Πρότζεκτ απώθησης αρνητικών συναισθημάτων να δουλεύει καθημερινά, με το ξύπνημα, πριν καν από το πρότζεκτ καφέ.
Ταυτόχρονα το πρότζεκτ αποφυγής δυσάρεστων θεαμάτων στο πάρκο λειτουργεί παράλληλα και πάει πολύ καλά, αφού καταφέρνει το άτομο να αποφύγει σκηνές δημόσιας λύσης της συνέχειας του δέρματος από αιχμηρά αντικείμενα και διάφορα παρεμφερή.
Στην άκρη του πάρκου, όταν πια το πρότζεκτ διάσχισης έχει ολοκληρωθεί κι ετοιμάζεται να δώσει τη θέση του στο πρότζεκτ προσαρμογής σε συνθήκες θορύβου και ταχύτητας μηχανοκίνητης λαμαρίνας εν σειρά, η εκτάκτως αυξημένη κίνηση απαιτεί προσαρμογή σε συνθήκες πανικού. Δεν γίνεται να πηγαίνουν όλα καλά, οπότε το πρότζεκτ έγκαιρης άφιξης στη στάση για επιβίβαση στο ακριβοθώρητο λεωφορείο αποτυγχάνει πανηγυρικά, κι αμέσως τίθεται σε εφαρμογή το επόμενο πρότζεκτ, περπάτημα ώς τον χώρο προορισμού.
Πριν μεσημεριάσει ένα σωρό προτζεκτ έχουν ήδη ολοκληρωθεί, ενώ κάμποσα ακόμα θα γεννηθούν εξ ανάγκης και άλλα θα αποτύχουν εν τη γενέσει τους. Πρότζεκτ για την αντιμετώπιση της δύσκολης καθημερινότητας, που ίσως θα άφηνε χώρο για δουλειά και δημιουργικότητα αν δεν ήταν τόσο προβληματική. Στερεύει η δεξαμενή βαρύγδουπων λέξεων. Ισως να ξεκινήσει ένα πρότζεκτ αναζήτησης και συγκέντρωσης από τα λεξικά.
Το δυσκολότερο πρότζεκτ είναι δυστυχώς και το τελευταίο της ημέρας. Ενώ είσαι ήδη πτώμα και θα ήθελες να βρεθείς στο κρεβάτι σου, έχεις μπροστά σου το πρότζεκτ αντιμετώπιση επιστροφής με μέσα μαζικής. Κι είναι πάντα τίγκα, πάντα σπρώχνεσαι, πάντα φοβάσαι για την τσάντα, πάντα χάνεις χέρια και πόδια μέχρι να φτάσεις στη στάση σου, πάντα βγαίνεις με δυσκολία έξω. Κι άντε να αντιμετωπίσεις μετά το πρότζεκτ ανασυγκρότησης.

Ελλείψεις μαθητών


Πόσο θα ήθελα να είχα ένα παιδάκι πρόχειρο την Καθαρά Δευτέρα, να πετάξουμε μαζί χαρταετό! Οχι πως είμαι ειδική στο πέταγμα, κάθε άλλο, έμαθα μεγάλη, ως μαμά κι εγώ να συμμετέχω, από τον μπαμπά της φαμίλιας που υπήρξε αερομηχανικός στα παιδικά του χρόνια, αλλά είναι τέχνη που εκτίμησα πολύ, τέχνη που ποθούσα να διδαχτώ κι εγώ όταν ήμουν μικρή, αλλά δεν κατάφερα να εισαχθώ στη σχολή την εποχή που περνάς τις εξετάσεις, εκεί γύρω στα τρία νομίζω, ή μπορεί να είναι και τα δύο ή τα τέσσερα, δεν είμαι σίγουρη.
Εχασα τις εξετάσεις εξαιτίας της ανοργανωσιάς μου, κι έκτοτε δεν μπόρεσα να καλύψω τα κενά. Τέλος πάντων, μου έστειλε η καλή νεράιδα τον εν λόγω αερομηχανικό, εκπαιδευμένο να σηκώνει χαρταετούς με υλικά βαρύτερα του αέρα, έναν Ιούλιο Βερν στη ζωή μας την εποχή ακριβώς που χρειάζεται να αναλαμβάνει δράση, προχωρημένο χειμώνα δηλαδή, όταν νιώθεις την εξάντληση του συσσωρευμένου κρύου να σου κόβει τα πόδια και γίνεται βαρύ κάθε βήμα, ζηλεύεις τις αρκούδες που κοιμούνται μήνες και άλλα ζώα παρόμοια κ.λπ.
Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο έρχεται η αεροναυπηγική της Καθαράς Δευτέρας, τα καλαμάκια-ξυλάκια, ειδικά χαρτιά, σουγιάδες, σπάγκοι που μπλέκονται παντού, αλλιώς δεν γίνεται, δεν υπάρχει τάξη σ’ αυτό βέβαια, όλα αναποδογυρίζουν. Και γενικά δεν υπάρχει τάξη στον κόσμο αφότου ο Homo έγινε erectus, κι ύστερα ήθελε να σηκωθεί λίγο ψηλότερα κι έγινε και sapiens κι εκεί που θα άρχιζε να σαπίζει πια από την πολλή σοφία έφτασε η αεροναυπηγική να του χαρίσει φτερά.
Οπότε χρειάζεται πλήρης παραίτηση από τη λογική και την τάξη, πλήρης αποδοχή της ανατροπής κάθε ταχτοποιημένου στον χώρο αντικειμένου από τα στοργικά χέρια της προσγειωμένης μητέρας, για να μπορέσει να πετάξει το μαγικό κατασκεύασμα με υλικά βαρύτερα από τον αέρα.
Πλην όμως χρειάζεται κι ένας μαθητής, ή δυο ή τρεις, να προσηλωθούν στην επιστήμη, αλλιώς δεν έχει πολύ νόημα. Σαν να στήσαμε εδώ εξεταστικό κέντρο αεροναυπηγικής για προσχολικές ηλικίες, τόσες δεξιότητες και ικανότητες μαζεμένες, αλλά δεν έρχονται οι υποψήφιοι. Ουφ, κρίμα, αναγκαστικά στρεφόμαστε στην κατασκευή νηστίσιμων, την επόμενη εναλλαγή, και βαραίνουμε αντί να μας πιάνει από τις μασχάλες ο χαρταετός να μας σηκώνει ψηλά.
http://www.efsyn.gr/arthro/elleipseis-mathiton

 ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΙΚΑ  ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΣΕ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΤΕ  ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ Μεγάλα κ...