Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020

Τα πολυβολεία

Έχουν απομείνει στο Λιμάνι Πασά στο Λαύριο, στις δυο εισόδους του κόλπου, δυο παλιά πολυβολεία από τον καιρό της Κατοχής. Το ένα είναι στη στροφή ενός πολυσύχναστου πλέον μονοπατιού, χρήσιμο πολύ στους περιπατητές. Μπορούν να ανεβαίνουν επάνω, να ξεκουράζονται και να αγναντεύουν την ανατολή της Πανσελήνου όταν έχει Πανσέληνο, το ναό του Ποσειδώνα, τη Μακρόνησο και την Κύθνο, ακούγοντας τα κύματα να σκάνε στο βράχο. Κάποιοι έχουν μπει στον κόπο να γράψουν τα δικά τους στο μισογκρεμισμένο εσωτερικό του. Γενικά είναι πολύ πρακτικό για ραντεβού και στάσεις σε μια περιοχή που δεν έχει και πολλά δημόσια σημεία.

Το άλλο, στην απέναντι πλευρά, δεν είναι τόσο προσβάσιμο, χτισμένο ανάμεσα σε δυο μικρές παραλιούλες μοιάζει ακόμα κάτι να προστατεύει επιθετικά, γιατί κάποιος έχει γράψει από την έξω πλευρά, «Γυμνιστές». Κάποια μέρα με συννεφιά που περπάτησα ως εκεί, προσπάθησα να φανταστώ αυτό τον κλειστό κόλπο που τώρα γεμίζει παραθεριστές, την εποχή που τα γερμανικά πολυβολεία προστάτευαν ποιος ξέρει τι στρατιωτικά οχυρά στα μέρη με τις ομπρέλες και τις ξαπλώστρες, όπου μάλιστα ήταν κάποτε το αρχαίο λιμάνι Λαυρίου, κι ακόμα φαίνονται τείχη στη θάλασσα και στη στεριά. Τους στρατιώτες με τα βαριά τους όπλα, τα βαριά τους ρούχα χωμένους στα κτίσματα αυτά, να κοιτάζουν τη θάλασσα ατέλειωτες ώρες, περιμένοντας να δουν καΐκια με φυγάδες για την Αίγυπτο; Άγγλους κατασκόπους;  Ποιος ξέρει τι περίμεναν εκεί μέσα, στην άκρη του ωραίου γιαλού. Να λαχταρούσαν άραγε τη θάλασσα με το κυματάκι που στραφταλίζει τα καλοκαίρια; Να πέταξε κανείς τα ρούχα του για να κολυμπήσει στα δροσερά νερά, να έβγαλε τις μπότες για να περπατήσει ξυπόλητος στα βράχια; Τι παράξενοι που μοιάζουν οι περασμένοι πόλεμοι, τι τρελά τα πολυβολεία τους, και να πεις ότι πέρασαν αιώνες; Η μάνα μου τα έζησα όλ’ αυτά ως έφηβη, ο πατέρας μου στρατευμένος. Κι εμείς με τα ωραία μας λινά να ανεμίζουν βγάζουμε φωτογραφίες ηλιοκαμένοι μέσα στο φθινόπωρο και γκρινιάζουμε για την κακή μας μοίρα. Αρχαίους πολέμους έζησαν οι καημένοι οι γονείς μας.

Κάποτε όλα αυτά τα σιδερικά και τα συστήματα και τα τρομερά και φοβερά και πανάκριβα όπλα που θα πληρώνουμε κολλημένοι σε παλιές νοοτροπίες, για καιρό ακόμα, ακριβότερα απ’ όλους τους Ευρωπαίους, δεν θα γίνουν ίσως ούτε καν βολικά παγκάκια για περιπατητές.

Κάποτε όλα θα γραφτούν

 Κάποτε όλα θα γραφτούν, κι όλα θα τα μάθουμε. Και οι πρόσφυγες, και οι μετανάστες, δεν ήρθαν για να ζήσουν σε στρατόπεδα. Θα φύγουν, ό,τι κι αν αποφασίσουμε, κι ό,τι κι αν λέμε, θα έρθουν στις πόλεις της Ευρώπης. Θα βρουν το δικό τους δρόμο. Θα ζήσουν μαζί μας. Θα γίνουν εργάτες, κοπτοράπτριες, φοιτήτριες, γιατροί, συγγραφείς, θα μάθουν τις γλώσσες μας και θα τις αλλάξουν. Τα παιδιά τους θα είναι στα σχολεία μας. Θα δουλέψουν για τις συντάξεις μας, και για τις δικές τους. Και θα θυμούνται τη Μόρια, το Καρά Τεπέ, την πλατεία Βικτωρίας, και θα γράφουν γι αυτά, και θα γυρίζουν ταινίες, και θα τα λένε στις ψυχοθεραπείες. Έχουν πολύ μέλλον οι πράξεις μας εναντίον τους.

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020

Πανδημίες

Πόσο διαφορετικά βλέπουμε τώρα τις φωτογραφίες από την πανδημία του 1918, τη λεγόμενη ισπανική γρίππη. Και τώρα κατάλαβα ότι είχε ονομαστεί ισπανική όχι επειδή εκεί ξεκίνησε, αλλά γιατί μόνο στην Ισπανία γράφονταν ειδήσεις γι αυτήν και γίνονταν έρευνες, διότι ήταν ουδέτερη χώρα στον πόλεμο και δεν είχε λογοκρισία. Φωτογραφίες ασπρόμαυρες που δείχνουν παιδιά με μάσκες, ομάδες νοσοκόμων που χαμογελούν αγωνιστικά και αισιόδοξα, τα τσουλούφια τους φευγάτα από το σκουφάκι μετά από ώρες δουλειάς, μαθήματα σε πάρκα, ή κομψές κυρίες με τα καπέλα, και με βέλα, και με μάσκα, όλα ταυτόχρονα. Είναι συγκινητικοί οι άνθρωποι όταν αγωνίζονται όλοι μαζί έτσι σιωπηλά, αποφασισμένα, καθημερινά, θυμίζοντας για λίγο τον πανάρχαιο δεσμό που τους έκανε ανθρώπους. Τις βλέπαμε εξ αποστάσεως όλες αυτές τις εικόνες, με το αφ’ υψηλού ύφος του σύγχρονου αγέρωχου ανθρώπου που κρατά την ιατρική στο χέρι, τώρα όμως τις βλέπουμε αλλιώς. Καταλαβαίνουμε την αδυναμία τους και την προσπάθεια που έκαναν, είναι οι παππούδες κι οι γιαγιάδες μας που επέζησαν συσσωρεύοντας γνώση χρήσιμη για τις επόμενες γενιές, εμάς δηλαδή. Ξέρουμε τώρα πολλά, έχουμε κοινωνική ασφάλιση, εθνικά συστήματα υγείας, κι όμως το αίσθημα αδυναμίας ξαναγεννήθηκε, και ξαναπήρε μορφή, νέα και εξελιγμένη, ο πανάρχαιος δεσμός που μας κάνει ανθρώπους.

Έτσι κι εμείς είμαστε σήμερα, κι ας το ξεχνάμε. Για λίγο δεν το νοιώσαμε όταν ξεκίνησε το Μάρτιο ο υποχρεωτικός εγκλεισμός και κάθε απόγευμα ο Σωτήρης Τσιόδρας μας ενημέρωνε για την πορεία της πανδημίας, ότι είμαστε το μετρημένο πλήρωμα ενός πλοίου που κινδυνεύει και δεν θέλει να χάσει ούτε μια ψυχή; Τώρα βέβαια έχουν λίγο περιπλεχθεί τα πράγματα, υπάρχουν κι αυτοί που δεν θέλουν να φορέσουν μάσκα, γκρινιάζουν, διαδηλώνουν, ποδοπατάνε μάσκες, δεν πιστεύουν, βρίζουν τους γιατρούς, βρίζουν τις κυβερνήσεις, φοβούνται το τσιπάκι και δεν ξέρω τι άλλο, αλλά νομίζω κατά βάθος ξέρουν ότι αν αρρωστήσουν δεν θα τους αφήσουν στο δρόμο, με τον τρόπο τους έχουν κι αυτοί ενσωματώσει την αφθονία της εποχής μας, σαν τα παιδιά που έχουν παράλογες απαιτήσεις και σπρώχνουν τα ωραία πράγματα που τους προσφέρονται, ξέροντας ότι αυτά θα μείνουν εκεί, ή επειδή δεν έχουν νοιώσει την έλλειψη τους. Τόσο προστατευτική είναι η οικογένεια και η κοινωνία προς πολλά μέλη, που τα δυσκολεύει να ωριμάσουν. Δεν πειράζει μικρό το κακό, ήπια επιδημία κακομαθαίματος, θα αντιμετωπιστεί κι αυτή εν καιρώ, πού θα πάει;

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

Το Αιγαίο ανήκει στα πλαστικά του

Ο νοτιάς έφερε στην παραλία σκουπίδια και φύκια, ως συνήθως. Δεν κράτησε πολύ, ποτέ δεν κρατάει. Αυτός ήταν μάλιστα πιο ήρεμος, δεν είχε την τραγουδισμένη του τρέλα, δεν ανακάτεψε με μανία τα νερά για μέρες. Εφυγε την επομένη και στις λακκουβίτσες που μένει και ξεραίνεται το αλάτι, έμεινε πάλι αλάτι. Παράξενο αλάτι αυτό ωστόσο, εκτός από το λευκό και λαμπερό που ξέρουμε, ήταν πολύχρωμο.

Χρώματα να δουν τα μάτια μας, σε μια τόση δα λακκουβίτσα. Εντονα, ματ χρώματα, σαν ένα πολύ ψιλό μωσαϊκό αφηρημένης τέχνης, σε μικρούτσικα, ακανόνιστα σχήματα. Κάτι σαν παιχνίδι, σαν φάρσα, κάτι χαρούμενο και παράξενο, κάτι εντυπωσιακό και μακάβριο.

Είχε ξαναμαζευτεί τέτοιο υλικό στη θέση του αλατιού και δεν το είχα προσέξει ή πρώτη φορά συνέβη; Μήπως τώρα που έχω διαβάσει διάφορα άρθρα για το ακατάλυτο πλαστικό που ψιλοκόβεται κι όλο ψιλοκόβεται κι απλώνεται και χώνεται παντού, σε σχισμές, σε στόματα ψαριών και θολάμια χταποδιών και σάρκες οστράκων και κοιλιές χελωνών, μήπως τώρα τράβηξε την προσοχή μου; Ή ήρθε ο καιρός του απλώς, προχώρησε η φθορά του τόσο πολύ ώστε να γίνει πια πολύχρωμη άμμος και να το βλέπουμε να το ξεβράζει ο νοτιάς όταν φέρνει στις ακτές τα σκουπίδια της θάλασσας;

Ως τώρα τα σκουπίδια ήταν αρκετά απωθητικά μεν, πλην όμως μπορούσες να τα πιάσεις, είχες αυτή την παρηγόρια της ατομικής ευθύνης, με μια σακούλα στην παραλία καθάριζες τον χώρο που σου αναλογούσε, μπορούσες να νιώσεις αυτή τη μικρή ικανοποίηση. Για τα λίγα σου βήματα το κομμάτι της φύσης σού παραδινόταν παρθένο και καθαρό όπως το έπλασε ο καλός θεούλης και η Πλειόκαινος εποχή, χάρη στις κινήσεις ατομικής συλλογής απορριμμάτων.

Τούτα εδώ όμως δεν συλλέγονται, δεν μαζεύονται, δεν περιορίζονται, έχουν γνωρίσει την ελευθερία εδώ και πολύ καιρό, έχουν αυτονομηθεί για πάντα. Είναι η εναπόθεση των ευκολιών μιας χρήσης που μας υπόσχεται ανεμελιά και ασφάλεια. Είναι η επιβεβαίωση του πόσο καταπληκτικό πράγμα είναι το πλαστικό, ακόμα και διαλυμένο, κομματιασμένο, τριμμένο παραμένει πλαστικό, τα χρώματά του πάντα ζωηρά, και ποιος ξέρει πού αλλού θα το συναντάμε στο μέλλον; Στο δικό μας φαγητό, στους κόκκους της άμμου, στο νερό που μοιραζόμαστε με τα άλλα πλάσματα, στο χώμα, στον αέρα που ανασαίνουμε;

Και πόσο απαίσια τα χαρούμενα αυτά χρώματά του μέσα στο γκρίζο των βράχων…


 https://www.efsyn.gr/stiles/triti-matia/258909_aspra-kokkina-kitrina-mple

Απομάγευση

 Είχα πάει στις Μυκήνες πριν από δυο χρόνια, με λαχτάρα να ξαναδώ τον αρχαιολογικό αυτό χώρο που πρωτόδα μαθήτρια Γυμνασίου και μαγεύτηκα και τον έδειχνα μετά στους ξένους φίλους, και τους σύστηνα να πάνε να τον δουν. Αυτή η τελευταία φορά κάπου έπασχε. Θες ότι είχε πολύ κόσμο, θες ότι έκανε πολλή ζέστη, θες ότι για να περάσουμε μέσα οι φύλακες μας υπόδειξαν να αγνοήσουμε τα μηχανήματα που θα έλεγχαν ηλεκτρονικά τα εισιτήριά μας, τα οποία τα είχαν ζώσει με ασπροκόκκινη πλαστική ταινία σαν αυτή που βάζει η Τροχαία, η οποία κρεμόταν δεμένη πρόχειρα;

Μα τι συνέβαινε ακριβώς; Τα μηχανήματα αναβόσβηναν τα κόκκινα φωτάκια τους μάταια περιμένοντάς μας, σαν αιχμάλωτοι που κραυγάζουν αβοήθητοι. Οι φύλακες μας χαμογέλασαν πονηρά, ή έτσι μου φάνηκε, και άπλωσαν τα χέρια να μας εμποδίσουν να τα πλησιάσουμε. Από κει χαλάστηκα μάλλον, όλα μου φαίνονταν στραβά μετά, οι ταμπελίτσες που έλειπαν, αυτά που άκουγα γύρω μου, πάει, γέρασα, παραξένεψα, σκέφτηκα, καλύτερα να αποφεύγω πια τα μέρη που με μάγεψαν κάποτε.

Το είχα πάθει και στην Κνωσό, εκεί είχα βρεθεί άλλη μια φορά ως φοιτήτρια, κι ήθελα να ’χα χίλια μάτια τα ερείπια να κοιτάζω, δεν χόρταινα, δεν ήξερα πώς να τακτοποιήσω μέσα στο μυαλό μου αυτό που έβλεπα, κι ύστερα, σαράντα χρόνια μετά, η απομάγευση με κατέθλιψε. Τότε με είχαν όλα ενοχλήσει, τα σκονισμένα τζάμια μπροστά στις τοιχογραφίες, το άδειο πωλητήριο που μας έδωσε για απόδειξη, όταν ψωνίσαμε, ένα χαρτάκι, το ύφος των ξεναγών κι ο τρόπος που μας ρωτούσαν αν τις χρειαζόμαστε.

Αλλά στις Μυκήνες ήταν ακόμα χειρότερα, τίποτε δεν μπορούσε να με αγγίξει πια από το δέος που ένιωθα κάποτε, έβλεπα συνέχεια γύρω μου χαλασμένα πράγματα, καλαθάκια, ταμπελίτσες, πεταμένα πλαστικά, ασυμμάζευτα αντικείμενα, αλλά κυρίως εκείνη την ασπροκόκκινη κορδέλα στα μηχανήματα, που δεν ήθελα να σκεφτώ ότι την έβαζαν οι φύλακες επειδή δεν ήθελαν να ελέγχονται τα εισιτήρια που εκδίδουν.

Μήπως παραγνωρίστηκα με τα αρχαία μέρη; Μάλλον γέρασα, γιατί το ίδιο ενοχλητικό αίσθημα αφροντισιάς ένιωσα και στο Μουσείο των Φηρών Σαντορίνης όπου πήγαινα πρώτη φορά, πάλι με ασπροκόκκινη ταινία στα μηχανήματα που μάταια σφύριζαν, χαλασμένα πόμολα στις τουαλέτες, άδειο πωλητήριο… Λεπτομέρειες που μόνο οι γέροι προσέχουν κι ενοχλούνται. Αυτό θα είναι. Ισως πρέπει να αναζητήσουν εθελοντές τρίτης ηλικίας να νοικοκυρεύουν τις λεπτομέρειες αυτές στους αρχαιολογικούς χώρους, ίσως θέλει πράγματι μακροχρόνια πείρα αυτή η δουλειά.

https://www.efsyn.gr/stiles/triti-matia/257943_apomageysi

Ανακυκλώσεις

 Ενα ήσυχο απόγευμα πάω να πετάξω τα σκουπίδια στους κάδους που έχει βάλει ο δήμος στη σειρά, τρεις γκρίζοι και τρεις μπλε, ανάμεσα σε κάμποσα συγκροτήματα εξοχικών κατοικιών. Πίσω τους υπάρχει ένας χώρος ασαφής, πολλές φορές γεμάτος σκουπίδια. Εκείνο το απόγευμα είναι σαν να έχει αδειάσει εκεί πέρα ο εξοπλισμός ολόκληρου σπιτιού.

Πολυθρόνες μπαμπού, τραπέζια ξύλινα, σπασμένα ράφια, στρώματα κι ένα καρότσι για δίδυμα ίδιο μ’ αυτό που είχα πριν από ένα τέταρτο του αιώνα για τα δικά μου. Δυο νεαροί το κρατούν όρθιο και το εξετάζουν απ’ όλες τις μεριές με πολύ σοβαρό ύφος, γυρίζουν και με κοιτάζουν για μισό δευτερόλεπτο μόλις ακούνε τον γδούπο της σακούλας στον κάδο. Υστερα ξανά στρέφονται στο καροτσάκι διδύμων. Να δω μήπως είναι το δικό μου, μου έρχεται κι εμένα να φωνάξω, τόσο προσηλωμένοι που μοιάζουν, αλλά σκέφτομαι λογικά ότι αποκλείεται να είναι το δικό μου.

Για λίγο τους χαζεύω, έχουν έρθει προφανώς να ξεδιαλέξουν αντικείμενα προς πώληση, την πολυθρόνα μπαμπού θα την αγόραζα ευχαρίστως σε κάποιο παζάρι κι ελόγου μου.

Είναι καλοβαλμένοι, κοιτάζουν τα σκουπίδια με ύφος εμπειρογνωμόνων σε μουσείο, τι αξίζει να συνεχίσει να ζει απ’ όλα αυτά τα περιφρονημένα πράγματα. Ανακύκλωση στην πηγή, όχι σαν αυτή που νομίζω ότι κάνω εγώ πλένοντας κεσεδάκια. Πού πάνε αυτά τα κεσεδάκια; Τι μυστήριο καλύπτει τις διαδικασίες ανακύκλωσης; Πριν από λίγες μέρες πήρε φωτιά ένα εργοστάσιο ανακύκλωσης στη Μεταμόρφωση, κι ήταν η δεύτερη φορά ή η τρίτη που κάηκαν έτσι πλαστικά ανακύκλωσης. Τι γίνεται μ’ αυτή την ιστορία;

Θα ήθελα να δω ένα ρεπορτάζ, γιατί συμβαίνει τόσο πολύ να καίγονται τα εργοστάσια ανακύκλωσης. Τι δεν πάει καλά. Αλλά πιο πριν θα ήθελα να δω ένα ρεπορτάζ για το πού βρίσκεται εκείνο το ξεχασμένο θέμα με τους χώρους υγειονομικής ταφής. Πώς το είπα;

Σίγουρα λάθος θα το λέω. Να διορθωθεί παρακαλώ γλωσσικά, γιατί μόνο γλωσσικά μάλλον θα διορθωθεί. Από την επανάσταση της Κερατέας κι ύστερα (ιστορική βέβαια, αλλά ξέχασα τη χρονολογία, συμπαθάτε με) δεν ξέρουμε τι έχει απογίνει αυτή η ταφή. Εστω λάθος η διατύπωση. Οχι ταφή, κάτι άλλο. Τι άλλο; Τι κάνει η χωματερή; Πού δεν τη λένε χωματερή, αλλά είναι. Πληρώνουμε ακόμα πρόστιμα και πόσο; Προγραμματίζουμε κάτι άλλο; Εχει γίνει θέμα ταμπού πλέον αυτό και για ποιο λόγο;

Προς το παρόν ευλογώ τους νεαρούς που ξεχωρίζουν ανεπίσημα τα σκουπίδια. Παράλληλες δραστηριότητες μας σώζουν πάντα.


https://www.efsyn.gr/stiles/triti-matia/256992_anakykloseis

Ιπτάμενες γιαγιάδες

  Σηκώνω το εγγόνι μου αγκαλιά να πάμε στην αλλαξιέρα και καθώς το μικρό του βάρος πλημμυρίζει το σώμα μου, προφέρω ασυναίσθητα τις χαϊδευτι...