Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

Η Femme Fatale του φεμινισμού


Ανάμεσα στη φήμη και στη διαστρέβλωση, στα βιβλία που έχουμε διαβάσει και στη θεοποίηση, η πυκνή αφήγηση της ζωής της Σιμόν ντε Μπωβουάρ από την Υγκέτ Μπουσαρντώ πλέκει ένα νήμα που δίνει νόημα, θέση και ερμηνεία στα φεμινιστικά και στα πολιτικά ζητήματα της εποχής της και στις επιλογές της. Σχεδιάζει έτσι μια πολύπλευρη πραγματική προσωπικότητα στις πραγματικές διαστάσεις της. [ΤΒJ]

Από το  Books' journal
Παρουσίαση του βιβλίου της 
Huguette Bouchardeau, Σιμόν ντε Μπωβουάρ, μετάφραση: Μήνα Πατεράκη – Γαρέφη, Κίχλη, Αθήνα 2010, 480 σελ.


Μια Κυριακή του 1921, η Σιμόν ντε Μπωβουάρ, δεκατεσσάρων χρονών, κόρη καλής οικογενείας, αρνήθηκε να πάει στην εκκλησία με τους γονείς της. «Έχασα την πίστη», τους δήλωσε. Δεν ήταν περήφανη  για το γεγονός και δεν μίλησε με αναίδεια. Ήταν λυπημένη που είχε χάσει κάτι πολύτιμο, κάτι με το οποίο είχε μεγαλώσει. Επιπλέον ήταν αποφασισμένη να είναι ειλικρινής με τους δικούς της. Θα της ήταν εύκολο να πει ψέματα, ότι πάει στην εκκλησία, και να κάνει κοπάνα, όπως ήδη είχε κάνει μια φορά. Τότε, είχε πάει σε μια γέφυρα του Σηκουάνα, χάζεψε πολύ, στοχάστηκε πολύ και πήρε μια απόφαση που θα τηρούσε σε όλη της τη ζωή: να λέει την αλήθεια για τα πράγματα που της συνέβαιναν, να εξηγεί, να προσπαθεί να διατυπώσει τις ιδέες της, να διεκδικεί την αποδοχή της αληθινής προσωπικότητάς της.
Υπήρξε συνεπής. Όλη η ζωή της ήταν η περιπέτεια της ειλικρίνειας  απέναντι στον κόσμο και στον εαυτό της, η περιπέτεια ενός ανθρώπου που αποφασίζει να ζήσει ελεύθερα, σε αρμονία με τις επιθυμίες και τις φιλοδοξίες του, διεκδικώντας επιπλέον το δικαίωμα αυτό πολιτικά και φιλοσοφικά. Θα μπορούσε, εκείνη την Κυριακή της εφηβείας της, να κάνει κάτι πιο απλό: να προσποιηθεί πονοκέφαλο, να συμβιβαστεί με λίγη υποκρισία. Κάτι που θα έκαναν πολλοί άνθρωποι στη θέση της. Αλλά επέλεξε άλλο δρόμο.
Με την αφήγηση αυτής της μέρας αρχίζει η Υγκέτ Μπουσαρντώ τη βιογραφία της Σιμόν ντε Μπωβουάρ. Μια ακόμα βιογραφία της. Πώς το σκέφτηκε να γράψει αυτό το βιβλίο; Δεν έχουν ειπωθεί τα πάντα για τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ; Η ίδια πρώτα απ’ όλα κατέγραψε εξονυχιστικά τη ζωή της, όχι μόνο στα μυθιστορήματα, που ήταν αυτοβιογραφικά τα περισσότερα, αλλά και στα ημερολόγια, τις σημειώσεις, τις επιστολές της. Όταν ακόμα ζούσε είχαν εκδοθεί τόμοι επί τόμων, η ζωή της ήταν πασίγνωστη στα πέρατα του κόσμου, πολύ περισσότερο κι από το έργο της. Στα γεράματά της γνώρισε δυο βιογράφους της, ή μάλλον τρεις, δυο που αποτελούσαν ομάδα και μία ακόμα ξεχωριστά, με τις οποίες πέρασε λίγο καιρό καθώς γράφονταν ταυτόχρονα δυο βιογραφίες. Χώρια οι άλλες, οι ανεπίσημες, χώρια οι συνεντεύξεις, οι αφηγήσεις, τα άρθρα, τα ρεπορτάζ, οι φωτογραφίες, οι αναφορές στον Τύπο σε όλη τη διάρκεια της ζωής της. Τι έμενε να ειπωθεί και να γραφτεί ακόμα;
Η Υγκέτ Μπουσαρντώ, πολιτικός της Αριστεράς, του τροτσκιστικού χώρου, υποψήφια πρόεδρος το 1981, ύστερα υπουργός Περιβάλλοντος στην κυβέρνηση του Μιττεράν, εκδότρια, ακτιβίστρια του φεμινιστικού κινήματος, βιογράφος πολλών ξεχωριστών γυναικών, από τη Γεωργία Σάνδη ώς τη φιλόσοφο Σιμόν Βέηλ και τη Σιμόν Σινιορέ, δηλώνει και τις δικές της επιφυλάξεις, θυμίζοντας στην εισαγωγή πόσο πολύ αυτοβιογραφήθηκε η Σιμόν ντε Μπωβουάρ, και στα μυθιστορήματά της και στα Απομνημονεύματά της. Τα χρόνια του φεμινιστικού κινήματος την είχε γνωρίσει, είχαν συνεργαστεί σε γυναικείες ομάδες, αλλά η συστολή την εμπόδιζε να προσπαθήσει να την πλησιάσει περισσότερο. Αποφάσισε να γράψει τη βιογραφία με όλη τη «δέουσα περίσκεψη», όπως λέει, η οποία ευτυχώς δεν την εμποδίζει να είναι ολοζώντανη και ενδιαφέρουσα. Στις σελίδες της ξαναβρίσκουμε τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ με ανθρώπινες διαστάσεις, παρακολουθούμε τις δυσκολίες και τα διλήμματά της, διασχίζουμε μαζί την εποχή της και καταλαβαίνουμε περισσότερο τη στάση της σε διάφορα ζητήματα, φεμινιστικά και πολιτικά. Καταλαβαίνουμε και τη μεταμόρφωσή της σε ένα είδος ειδώλου που αλλοίωνε το αληθινό της πρόσωπο. Ανάμεσα στη φήμη και στη διαστρέβλωση, στα βιβλία που έχουμε διαβάσει και στη θεοποίηση, η πυκνή αυτή αφήγηση της πραγματικής ζωής ενός ανθρώπου πλέκει ένα νήμα που δίνει νόημα, θέση και ερμηνεία σε όλ’ αυτά, και σχεδιάζει μια πολύπλευρη προσωπικότητα.


Ελευθερία και αντιφάσεις
Υπάρχει ένα παράδοξο στη ζωή και στο έργο της Σιμόν ντε Μπωβουάρ: στο ξεκίνημά της υπήρξε το παιδί - θαύμα μιας αστικής οικογένειας που αποφάσισε να αποτινάξει τα δεσμά της τάξης του και να ζήσει όσο πιο ελεύθερα και πιο έντονα γινόταν. Στη συνέχεια, όμως, βρέθηκε στρατευμένη σε κινήματα, στο κίνημα της Απελευθέρωσης των Γυναικών κυρίως, αλλά όχι μόνο σ’ αυτό, καθώς ο δεσμός της με τον Σαρτρ την οδηγούσε και σε αριστερές πολιτικές δεσμεύσεις. Συχνά ο τρόπος ζωής της ήταν απολύτως αντίθετος με τα καθεστώτα που βρέθηκε να υποστηρίζει. Είχε σκανδαλίσει τη μοντέρνα Γαλλία, ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, όταν, ενώ διεκδικούσε απόλυτη ατομική ελευθερία, από την άλλη βρισκόταν να συντρώγει με τον Φιντέλ Κάστρο στην Κούβα ή να υπερασπίζεται τους λεγόμενους κινεζόφιλους στο Παρίσι, να ενισχύει δηλαδή καθεστώτα ανελεύθερα. Αν προσπαθεί κανείς να καταλάβει εκ των υστέρων την εποχή και τις παρεξηγήσεις της, τις ουτοπίες και τις ψευδαισθήσεις της, η πυκνή και απολαυστικά γραμμένη αυτή βιογραφία είναι ένα θαυμάσιο βοήθημα αναστοχασμού. Σε μια εποχή που μπαίνει θέμα ελευθερίας να φορούν οι γυναίκες μπούργκα στους δρόμους των ευρωπαϊκών πόλεων, η ιστορία της ζωής μιας γυναίκας που ξεκίνησε χειραφετώντας τη ζωή της και, εν συνεχεία, γράφοντας το Δεύτερο φύλο, το βιβλίο που υπήρξε η βίβλος του φεμινισμού, μας βοηθά να τα ξανασκεφτούμε όλα από την αρχή.
Η Υγκέτ Μπουσαρντώ εξηγεί ότι επειδή είχε πάρα πολύ υλικό επέλεξε να χτίσει κάθε κεφάλαιο γύρω από μια ημερομηνία της ζωής της Μπωβουάρ, τεχνική που είχε ακολουθήσει και στη βιογραφία της Γεωργίας Σάνδη, περιγράφοντας επάλληλους κύκλους γύρω από αυτό το γεγονός. Η πρώτη τέτοια ημερομηνία είναι η Κυριακή εκείνη κατά την οποία η Μπωβουάρ, στα δεκατέσσερα χρόνια της, δήλωσε ότι είχε χάσει την πίστη. Η δεύτερη είναι η ημερομηνία που βρίσκεται γραμμένη στο πρώτο γράμμα της πλούσιας αλληλογραφίας της με τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Τον γνώρισε στο Πανεπιστήμιο μαζί με άλλους νεαρούς διανοούμενους και πέρασαν μαζί τις εξετάσεις του εθνικού διαγωνισμού πρόσληψης καθηγητών μέσης εκπαίδευσης, την περίφημη Agrégation. Πρώτος πέρασε ο Σαρτρ, ένα χρόνο μεγαλύτερος, που είχε ξαναδώσει, δεύτερη η Μπωβουάρ. Ο Σαρτρ ήταν απόφοιτος των πιο περιζήτητων Λυκείων και της Εκόλ Νορμάλ, ενώ η Μπωβουάρ είχε φτάσει ως εκεί από πολύ πιο άσημους δρόμους, από σχολές σχεδόν περιθωριακές, όπως ήταν η μοίρα των περισσότερων γυναικών που ήθελαν εκείνα τα χρόνια να σπουδάσουν.
Η φοιτητική της ζωή υπήρξε συναρπαστική. Από τη μία συσσώρευε τα διπλώματα, από την άλλη έκανε την επανάστασή της με διάφορους τρόπους: από το να ξενυχτάει σε κακόφημα μέρη, να πίνει και να κάνει τρέλες, μέχρι να στρατευτεί σε μια ομάδα επιμόρφωσης εργατών και να παραδίδει μαθήματα γαλλικής λογοτεχνίας σε εργάτριες. Ταυτόχρονα, από τη στιγμή που είχε αποφασίσει να γίνει συγγραφέας, έκανε διάφορες απόπειρες συγγραφής μυθιστορημάτων με ηρωίδες που της έμοιαζαν. Ο εαυτός της υπήρξε πάντα ο αγαπημένος της ήρωας, και πρέπει να παραδεχτούμε ότι η ριψοκίνδυνη στάση της ειλικρίνειας που είχε υιοθετήσει την έκανε εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ακόμα και στα ίδια της τα μάτια. Παρατηρούσε τη ζωή της ενώ τη ζούσε, και η παρατήρηση τη βοηθούσε να στέκεται στο ύψος των δύσκολων περιστάσεων.
Τη χρονιά που γνώρισε τον Σαρτρ και συνδέθηκε μαζί του έχασε τη φίλη των σχολικών της χρόνων, τη Ζαζά, η οποία είχε στα μάτια της όλα όσα εκείνη νόμιζε ότι στερούνταν. Είχε φυσική γοητεία, ανεμελιά και χάρη, ήταν έξυπνη, ήταν πρόσχαρη, τολμηρή, γοητευτική, και διέπρεπε χωρίς κόπο στα μαθήματα, εκεί που η Σιμόν έπρεπε να μελετήσει πολύ για να διακριθεί,. Τα είχε όλα δηλαδή, ακόμα και χρήματα, ανήκε σε μια μεγάλη, πλούσια οικογένεια με πολλά παιδιά που απολάμβαναν ελευθερίες αδιανόητες για τη Σιμόν και την αδελφή της, την Πουπέτ. Η Σιμόν και η Ζαζά είχαν περάσει τη σχολική ζωή τους μέσα στις χαρές, τιςλύπες και τις συγκινήσεις της άμιλλας για τις επιδόσεις στα μαθήματα. Σε όλη τη ζωή της η Σιμόν είχε να αναμετριέται με τέτοιες ακαταμάχητες γυναίκες, ιδίως για τον έρωτα του Σαρτρ, και χρησιμοποιούσε τα ίδια όπλα που είχε στην άμιλλα με τη Ζαζά. Ήταν εργατική, απίστευτα έως ψυχαναγκαστικά οργανωμένη, αφοσιωμένη σε στόχους, γεμάτη επιθυμίες και ανοιχτή σε ιδέες και εμπειρίες.
Ο ερωτικός δεσμός της Μπωβουάρ με τον Σαρτρ σφραγίστηκε με ένα μυστικό συμβόλαιο μη δεσμού, που περιλάμβανε ωστόσο πολύ σοβαρές δεσμεύσεις. Μια από αυτές ήταν η συμφωνία για πλήρη ειλικρίνεια μεταξύ τους. Η Σιμόν είναι για τον Σαρτρ η βασική σχέση, κατά δήλωσή του. Την ονομάζει «αναγκαία σχέση» και διατηρεί το δικαίωμα να έχει κι άλλες σχέσεις που δεν είναι αναγκαίες – για την ακρίβεια το διατηρούν και οι δυο, αλλά ο Σαρτρ έκανε πολύ περισσότερη χρήση. Βεβαίως, και η Μπωβουάρ έζησε παράλληλα έναν ή δύο μεγάλους έρωτες και μερικούς μικρότερους, για τους οποίους τον ενημέρωνε ανελλιπώς, αλλά κυρίως εκείνος ήταν ο μέγας γόης. Τον ενδιέφεραν δε μόνο οι γυναίκες – και δεν είχε προβλήματα σαν εκείνα της Μπωβουάρ, που ενέπνεε έρωτα σε γυναίκες και δυσκολευόταν να ανταποκριθεί.
Η καθημερινότητα της επιλογής αυτής, το 1929, έστω κι αν έγινε στο Παρίσι, μια πόλη με παράδοση ελευθερίας, δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε ένας αγώνας που κράτησε ως το θάνατο του Σαρτρ. Αγώνας ισορροπίας των προσωπικοτήτων τους, δικαιοσύνης στη σχέση, κατανόησης και σύμπλευσης. Το ζευγάρι θα γίνει διάσημο σιγά σιγά, το μυστικό του συμβόλαιο θα γίνει πασίγνωστο, ο τρόπος ζωής του θα δημιουργήσει σκάνδαλο που θα το κάνει ακόμα πιο διάσημο, προπαγανδίζοντας την ελευθερία στις ερωτικές σχέσεις. Εννοείται ότι, όπως με όλους τους νεωτεριστές, το ζεύγος Μπωβουάρ-Σαρτρ θα εμπνεύσει τρομερές αντιπάθειες, θα συκοφαντηθεί και θα κατηγορηθεί για τα πάντα και τα αντίθετά τους – καθώς μάλιστα, σαν ζεύγος φιλοσόφων, δεν προτείνει απλά έναν τρόπο ζωής αλλά ένα πρότυπο. Όσες αντιρρήσεις κι αν έχει κανείς, όσο κι αν σκανδαλίζεται, δεν μπορεί να μην παραδεχτεί ότι η αντοχή του σε όλ’ αυτά και η μακροημέρευση της σχέσης ταρακούνησαν τους παραδοσιακούς θεσμούς όσο χρειαζόταν η εποχή με τις τεράστιες αλλαγές της.
Τα χρόνια πριν από τον πόλεμο Μπωβουάρ και Σαρτρ ήταν καθηγητές σε Λύκεια. Φρόντιζαν να συναντιούνται κάθε τόσο, απέκτησαν τη συνήθεια να κάνουν μεγάλες διακοπές μαζί. Όχι όμως πάντα μόνοι τους. Υπήρχαν στην παρέα, συχνά, οι παλιές αγαπημένες του Σαρτρ, γυναίκες ξεχωριστές, με τους νέους εραστές τους, κι όταν εξαντλήθηκε το πάνθεον των παλιών εγκαινιάστηκε το πολύ μεγαλύτερο των καινούργιων. Γύρω τους σχηματίστηκαν κύκλοι φίλων, κάποιες εκ των οποίων ήταν ερωμένες του Σαρτρ και σπανιότερα, και διακριτικότερα, κάποιοι εραστές της Μπωβουάρ. Με τα χρόνια, όσες σχέσεις από αυτές αποδειχτούν ανθεκτικές θα δημιουργήσουν μια μικρή, ή μάλλον μια μεγάλη, οικογένεια. Μπορεί κανείς να σκεφτεί, διαβάζοντας την ιστορία αυτής της ζωής, ότι και με ανθρώπους που επιλέγουν οι μεν τους δε και προσπαθούν όλοι μαζί να επινοήσουν νέες σχέσεις, έξω από τα στερεότυπα της φιλίας, του ζευγαριού, της οικογένειας, γεννιούνται τα ίδια πάνω-κάτω προβλήματα ανταγωνισμού, ζήλειας, ευθιξίας, εγωισμών που υπάρχουν και στα στερεότυπα. Πάντως, οι φιλόσοφοι το πάλεψαν.  Η Μπωβουάρ προσπαθούσε να περιγράψει και να αναλύσει τα πάντα, και στον Σαρτρ και στα ημερολόγια και στα βιβλία της, εξημερώνοντας τα πάθη με το λόγο. Ως το τέλος της ζωής της θα γράφει ημερολόγια και επιστολές, αναλύοντας και τακτοποιώντας τα συναισθήματά της, τις σχέσεις με τους ανθρώπους και τις ιδέες της. Δύσκολη δουλειά η απόφαση να ζήσει κανείς με απόλυτη ειλικρίνεια, με ελευθερία στον έρωτα και σεβασμό στην ελευθερία του άλλου. Δύσκολη και χειρωνακτική. Ένας λόγος που η Μπωβουάρ την έβγαλε πέρα ήταν, προφανώς, η εργατικότητά της, αυτό το συνεχές γράψιμο.
Η τρίτη ημερομηνία που διάλεξε η βιογράφος είναι πάλι από ένα γράμμα που στέλνει η Μπωβουάρ στον Σαρτρ από την εξοχή. Ήταν δεινή οδοιπόρος, περπατούσε μόνη της ή με παρέα που συχνά εξοντωνόταν να την ακολουθεί, χωρίς ειδικό εξοπλισμό αλλά με αυστηρό πρόγραμμα, και εκεί. Θυμίζει τον οδοιπόρο Ζαν-Ζακ Ρουσώ, που επίσης διέσχισε την Ευρώπη με τα πόδια. Ο Σαρτρ την ακολουθούσε μερικές φορές, όπως όταν είχαν περπατήσει στην Αλσατία την οποία θεωρούσε χώρα των προγόνων του. Η Μπωβουάρ λάτρευε τη φύση από παιδί, την είχε αγαπήσει τα καλοκαίρια που πήγαινε στο κτήμα του παππού της. Μόλις πλησίαζε η άνοιξη έπρεπε οπωσδήποτε να φύγει για μεγάλες φυσιολατρικές εξορμήσεις.
Ξεκινώντας την καριέρα της ως καθηγήτρια διορίστηκε στη Μασσαλία, την οποία περπάτησε εξαντλητικά τις ελεύθερες ώρες της για να τη γνωρίσει καλά. Όταν εξάντλησε την πόλη, πήρε τα βουνά. Περπατούσε μόνη της, χωρίς ιδιαίτερο ορειβατικό εξοπλισμό αλλά με τέλεια οργανωμένο πρόγραμμα. Η πειθαρχία τής χάριζε ελευθερία. Συνέχισε να πεζοπορεί σε όλη της τη ζωή, όσο την κρατούσαν τα πόδια της.
Στις προπολεμικές  εκείνες διακοπές ταξίδευαν με τον Σαρτρ. Επισκέφθηκαν την Ιταλία, ύστερα την Ισπανία, τέλος το Βερολίνο. Ενοχλήθηκαν από την παρουσία των φασιστών στην Ιταλία και των ναζί στη Γερμανία, αλλά γενικά δεν ήθελαν να ασχολούνται με την πολιτική. Για την Μπωβουάρ, που άρχισαν να τη φωνάζουν όλοι Κάστορα, επειδή υποτίθεται ότι το όνομα Μπωβουάρ θυμίζει την αγγλική λέξη beaver, αλλά κι επειδή «σαν κάστορας χτίζει και διαρκώς δουλεύει μεθοδικά», η πολιτική θα μπορούσε να τους εμποδίσει να είναι παραγωγικοί. Κι εκείνοι είχαν συγγραφικές φιλοδοξίες. Ο Σαρτρ ξεκίνησε να γράφει τη Ναυτία και ο Κάστορας δούλευε ξανά και ξανά τα δικά του μυθιστορήματα. Γοητευτικές γυναίκες από το παρελθόν του Σαρτρ διασταυρώνονται στη ζωή τους, κι εμφανίζεται και μια «καλεσμένη» για το μέλλον: η Όλγα Κοζάκιεβιτς που ήταν δική της μαθήτρια, η οποία θα συνδεθεί με τον Σαρτρ. Και ο Κάστορας θα συνδεθεί με τον Μποστ, έναν μαθητή του Σαρτρ, ο οποίος αργότερα θα παντρευτεί την Όλγα. Γράφει η Υγκέτ Μπουσαρντώ:



Στο διάστημα των ετών 1935-1939, η Μπωβουάρ και ο Σαρτρ εξακολούθησαν να υφαίνουν ένα δίκτυο περιορισμένων αλλά έντονων σχέσεων. Δεν είναι ακόμη τα δημόσια πρόσωπα που θα γίνουν στο μέλλον, αλλά δεν έχουν εγκλωβιστεί στη ζωή του παραδοσιακού ζευγαριού. Αυτά ακριβώς τα χρόνια συγκροτείται η «οικογένεια», όπως θέλουν να την αποκαλούν μεταξύ τους. Όρος ακριβής, αν λάβουμε υπ’ όψη ότι παίζουν ρόλο «γονέων» στους κατά δέκα και δεκαπέντε χρόνια νεώτερούς τους, ότι, σαν γονείς, μεριμνούν σε μεγάλο βαθμό για τις υλικές ανάγκες των «παιδιών» που έχουν οι ίδιοι επιλέξει· όρος ανακριβής φυσικά αν λάβουμε υπ’ όψη ότι κανένας δεσμός, κανένα αίσθημα δεν θεωρείται ταμπού για τα μέλη της ομάδας, πλην της αποκλειστικότητας.

Μετά τη Μασσαλία η Μπωβουάρ πήγε στη Ρουέν, ενώ ο Σαρτρ εργαζόταν στη Χάβρη. Λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος είχαν επιστρέψει και οι δυο στο Παρίσι.



Drôle de guerre
Η Γαλλία βίωσε παράξενα την είσοδό της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο φόρος αίματος στον Α’ Παγκόσμιο ήταν πολύ μεγάλος και στη συνείδηση του πληθυσμού δεν είχε δικαιωθεί. Η απόφαση για ειρηνική ζωή, για την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών ήταν σχετικά πρόσφατη. Το θυμίζω, εκφέροντας την αντίρρησή μου για τον όρο «αστείος πόλεμος» που έχει επιλέξει η μετάφραση του βιβλίου. Η γαλλική έκφραση drôle de guerre θα μεταφραζόταν, νομίζω, πιο λογικά, σε κάτι σαν «δήθεν πόλεμος», επειδή οι Γάλλοι κατά κάποιον τρόπο άργησαν να συνειδητοποιήσουν σε τι πόλεμο είχαν μπλέξει – ή, έστω, «παράξενος πόλεμος», επειδή τον βίωσαν όντως έτσι.
Η εμπειρία του πολέμου και της αιχμαλωσίας σημάδεψαν τον Σαρτρ και τον άλλαξαν. Η προσωπική πορεία δεν είναι πια το παν γι’ αυτόν, θέλει να συμμετέχει στην πολιτική, στο συλλογικό γίγνεσθαι. Όταν επέστρεψε στο Παρίσι άρχισε, μαζί με την Μπωβουάρ, μερικές προσπάθειες να συγκροτήσουν ένα αντιστασιακό δίκτυο διανοουμένων.  Η ημερομηνία της επιστροφής του είναι ο τέταρτος σταθμός της βιογραφίας. 1941.  Οι δυο τους με ανύπαρκτα μέσα, με ποδήλατα κυρίως, ταξίδεψαν σε πολλές πόλεις, συνάντησαν πολλούς ανθρώπους, προσπάθησαν να στήσουν μια οργάνωση, δεν κατάφεραν όμως και σπουδαία πράγματα. Δεν μπόρεσαν να μεταμορφωθούν σε ανθρώπους της δράσης. Στο εξής, όμως, έχουν συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν να αγνοούν την πολιτική. Η ανάγκη της στράτευσης, με όλες τις έννοιες, άλλαξε τους χαρακτήρες τους, τη δουλειά και τη ζωή τους.
Ο επόμενος σταθμός της αφήγησης, τον Ιανουάριο του 1945, είναι η συνάντηση της Σιμόν με τον υπουργό που είναι αρμόδιος να αποδεσμεύσει μια ποσότητα από τα αποθέματα χαρτιού για να μπορέσουν να εκδώσουν το πολιτικό περιοδικό τους Μοντέρνοι καιροί (Les temps modernes). Τον τίτλο τον εμπνεύστηκαν από την ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν, και είναι ό,τι πρέπει. Τι άλλο είναι η ομάδα του περιοδικού παρά απόστολοι και ερευνητές, πιστοί και εξερευνητές των μοντέρνων καιρών; Καιροί της απελευθέρωσης όχι μόνο της Ευρώπης από το ναζισμό αλλά και των ατόμων από τα δεσμά της συμβατικότητας, των προκαταλήψεων, της άγνοιας και της ευπιστίας. Η σύνταξη του περιοδικού τούς απασχολεί πολύ, δέχονται πολιτικές επιθέσεις εκ δεξιών αλλά και εξ αριστερών. Οι ευθύνες όμως δεν τους εμποδίζουν να κάνουν και οι δυο παράλληλα ταξίδια στην Αμερική, να πιουν νερό στην πηγή των μοντέρνων καιρών. Η Μπωβουάρ συναντά και ερωτεύεται εκεί τον συγγραφέα Νέλσον Άλγκρεν, ζει μαζί του μια συγκλονιστική σχέση. Αλλά ο Άλγκρεν δεν ήταν ο άνθρωπος που θα μπορούσε να δεχτεί τις απόψεις του Κάστορα για τον έρωτα.
Στο ίδιο αυτό μεγάλο ταξίδι αρχίζει να κρατά σημειώσεις παρατηρώντας τις γυναίκες, οι οποίες θα οδηγήσουν αργότερα στη συγγραφή του Δεύτερου φύλου. Για τον εργατικό και μεθοδικό Κάστορα, το Δεύτερο φύλο αντιπροσώπευε εργασία μόνο δυο χρόνων. Συγκέντρωσε στοιχεία ξεκινώντας από την εντύπωση που της έκαναν οι Αμερικανίδες. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα γινόταν το εμβληματικό έργο της. Ήταν η στιγμή που ο δυτικός κόσμος περίμενε ένα τέτοιο βιβλίο να αμφισβητήσει τον παραδοσιακό ρόλο των γυναικών.  Την πρώτη εβδομάδα πούλησε 220.000 αντίτυπα. Ωστόσο, δεν είναι ακριβώς το βιβλίο στο οποίο είχε επενδύσει τις φιλοδοξίες της η συγγραφέας, αλλά μάλλον ένα δοκίμιο παράπλευρο στην κυρίως συγγραφική δραστηριότητά της, το οποίο οφείλεται στην εργατικότητά της. Αμέσως ξεκινά μια πολεμική που θα κρατήσει πολύ καιρό, που κατά κάποιον τρόπο συνεχίζεται ώς τις μέρες μας. Δεν είναι απλό πράγμα το 1949 να καταγγέλλεις το γάμο, να υπερασπίζεσαι την έκτρωση, να αναδεικνύεις κάθε θεσμό που θεωρεί αυτονόητη την κατωτερότητα των γυναικών. Όλα αυτά που μας φαίνονται σήμερα από αυτονόητα μέχρι ξεπερασμένα, τότε ξεσήκωσαν θυελλώδεις πολεμικές και, ταυτόχρονα, ενθουσιασμό και επαναστατικότητα. Το βιβλίο άνοιξε δρόμους στους οποίους ακόμα βαδίζουμε.
Από κει και πέρα πια, θέλοντας και μη, η Μπωβουάρ θα γίνει η άτυπη ηγέτιδα του φεμινιστικού κινήματος, ενός κινήματος που ξεκίνησε όταν οι πρώτες αναγνώστριες του Δεύτερου φύλου ωρίμασαν, τη δεκαετία του 1970.
Εκείνη βέβαια συνέχιζε να γράφει, να ταξιδεύει και να ερωτεύεται. Πήρε το βραβείο Γκονκούρ για το μυθιστόρημα Οι Μανδαρίνοι, όπου εύκολα ανιχνεύει κανείς στις ερωτικές περιπέτειες των ηρώων τη σχέση της με τον Άλγκρεν. Από το 1958 ετοιμάζει ένα καθαρά αυτοβιογραφικό έργο, τις Αναμνήσεις καθωσπρέπει κόρης, ένα από τα πιο πετυχημένα και αγαπητά βιβλία της, όπου περιγράφει το γεμάτο προκαταλήψεις και μειωτικές για τις γυναίκες αντιλήψεις και συνήθειες αστικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε.
Για να μπορεί να ζει απελευθερωμένη από τις φροντίδες του σπιτιού έζησε πολλά χρόνια της ζωής της σε ξενοδοχείο. Τα μέλη της «οικογένειας» έμεναν για ένα διάστημα σε ανεξάρτητα δωμάτια γύρω της. Ευφυής και πρωτότυπος διακανονισμός που εξασφάλιζε ταυτόχρονα συνάφεια και ανεξαρτησία. Μόνο για το χατίρι του Άλγκρεν η Σιμόν βρήκε ένα σπίτι, αλλά θα έπρεπε επιπλέον να θυσιάσει και τη σχέση της με τον Σαρτρ – κι αυτό της ήταν αδύνατον.
Ένας από τους ανθρώπους που επηρέασε ο φεμινισμός της Μπωβουάρ πρέπει να ήταν η ίδια η μητέρα της, η οποία, ως χήρα, καθόλου δεν υπέκυψε στην απραξία ή την κατάθλιψη, αλλά έζησε όσο μποέμικα της επέτρεπε η ηλικία της, αλλάζοντας σπίτι και συνήθειες. Η Σιμόν βρέθηκε πολύ κοντά στη μητέρα της στο τέλος της ζωής της – και στο βιβλίο Ένας γλυκός θάνατος, το οποίο ο Σαρτρ θεωρούσε το καλύτερό της, περιγράφει την ανήμπορη αγανάκτηση του ανθρώπου μπροστά στο θάνατο, αυτό το συμβιβασμό που δεν μπορεί να κάνει. Στο πένθος της συμπαραστάθηκε η καινούργια της φίλη Συλβί λε Μπον, την οποία αργότερα θα υιοθετήσει και θα ορίσει κληρονόμο της. Ο Σαρτρ έχει κι αυτός υιοθετήσει τη νεαρή Αρλέτ, με την οποία η Μπωβουάρ δεν θα τα πάει ποτέ καλά.

Γιατί η Μπωβουάρ ήταν σημαντική
Η δεκαετία του 1970 τη βρίσκει ξανά να στρατεύεται, στο γυναικείο κίνημα αυτή τη φορά, και στις παρέες των γυναικών που μαζεύονται συχνά σπίτι της για να συντάξουν μανιφέστα ή περιοδικά, να οργανώσουν πορείες και παρεμβάσεις – όπως η δήλωση των 343 διάσημων γυναικών ότι έχουν κάνει έκτρωση. Ξαναβρίσκει έτσι τη συντροφικότητα που παρηγόρησε τα νεανικά της χρόνια σε δύσκολες καταστάσεις. Το κίνημα κερδίζει την απελευθέρωση των εκτρώσεων κι ένα σωρό άλλους νόμους που καταργούν τη θεσπισμένη ανισότητα των γυναικών. Ακαταμάχητο, απλώνεται σε όλη την Ευρώπη και στην Αμερική. Μένει να νικηθούν η αδικία και η προκατάληψη στη δουλειά και σε ένα σωρό άλλους τομείς, μένει να κατακτηθεί η ισότητα στην καθημερινότητα… Πράγμα που ακόμα μένει, μαζί με πολλά άλλα τα οποία ανέκυψαν στο μεταξύ σε βάρος των γυναικών, ανισότητες που αγνοούνταν εκείνες τις δεκαετίες, σε άλλες πλευρές του κόσμου…
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του Σαρτρ, η Σιμόν του παίρνει μια σειρά συνεντεύξεις προσπαθώντας να ξεκαθαρίσει ακόμα μια φορά τις ιδέες του, ιδέες που κι εκείνη επεξεργάστηκε μαζί του. Ο Σαρτρ πεθαίνει το 1980, η Μπωβουάρ το 1986. Η κηδεία της μαζεύει περισσότερο κόσμο κι από του Σαρτρ, ανθρώπους απ’ όλο τον κόσμο. «Γυναίκες της χρωστάτε τα πάντα!», λένε πως φώναξε η Ελιζαμπέτ Μπατιντέρ, την ώρα που κατέβαζαν το φέρετρο στον τάφο.
Της χρωστάμε τα πάντα; Ήταν η στιγμή πολύ φορτισμένη και ώθησε την τόσο σοβαρή αυτή φεμινίστρια που είχε αγωνιστεί μαζί της για την αλλαγή των νόμων να ξεσπάσει έτσι; Της χρωστάμε πάντως αυτή την αναστάτωση που τόσο μεθοδικά προετοίμασε με το Δεύτερο φύλο και με την ίδια τη ζωή της. Της χρωστάμε την τόλμη και την επιμονή, την αντοχή στις επιθέσεις που στιγμή δεν έλειψαν από τους κάθε είδους συντηρητικούς, την επιβίωση τέλος των ιδεών, και των συνηθειών της (που ήταν κατά κάποιον τρόπο έμπρακτη εφαρμογή των ιδεών της), από όλες τις προσπάθειες να χρησιμοποιηθούν πολιτικά από αυταρχικά καθεστώτα. Η Μπωβουάρ μπορεί να πήγε στην Κούβα, αλλά λίγο μετά δήλωσε την πίκρα της από τον Κάστρο. Μπορεί να υπερασπίστηκε κινεζόφιλους στο Παρίσι αλλά ήταν επειδή την εποχή του Ψυχρού Πολέμου οι δυτικοί κομμουνιστές υφίσταντο διάφορες διώξεις και αδικίες. Μπορεί να ήταν συχνά ακραία στα γραπτά της, ακόμα και η περίφημη ρήση: «Γυναίκα δεν γεννιέσαι, γίνεσαι!» είναι μια παραδοξολογία καθεαυτή, αλλά βοήθησε να ταρακουνήσει τη σκέψη. Τι θα μπορούσε τώρα να φέρει τόσες αλλαγές εκεί όπου χρειάζονται, στα μέρη όπου οι γυναίκες είναι ακόμα θύματα στερεοτύπων πολύ πιο βίαιων και ισχυρών από εκείνα που καταπίεζαν τότε τις Δυτικές; Δεν υπάρχει εύκολη απάντηση, όπως δεν υπάρχει απάντηση και στο ερώτημα κατά πόσον η απελευθέρωση των γυναικών στη Δύση ώθησε το αντρικό κατεστημένο στην Ανατολή σε ακόμα μεγαλύτερη καταπίεση, από φόβο μήπως χάσει τα προνόμιά του. Είναι πολύ σύνθετα αυτά τα ιδεολογικά προβλήματα και δεν μπορείς εύκολα να καταλάβεις τι επιδρά σε τι. Κατά κάποιον τρόπο, η εποχή της Μπωβουάρ είχε το προνόμιο μιας κάποιας απλότητας. Εκείνη, πάντως, δεν βίωσε τίποτε απλά και προβληματιζόταν για το κάθε τι ώς την τελευταία στιγμή που η σκέψη της εργαζόταν.
Η βιογραφία της Μπουσαρντώ μας χαρίζει την ιστορία μιας πολύπλευρης και πλούσιας ζωής, πέρα από αυτά τα ιδεολογικά ερωτήματα. Την ιστορία μιας γυναίκας που, πάνω απ’ όλα, διψούσε για ζωή, είχε μεγάλες φιλοδοξίες, πολέμησε τις προκαταλήψεις μέσα της, εργάστηκε ακούραστα, ήταν εξαιρετικά οργανωμένη, δεν έπαψε ποτέ να αναζητά την επαφή με τη φύση, ήταν ανοιχτή σε όλους τους ορίζοντες.
Έχοντας ξεκινήσει το διάβασμα του βιβλίου, με τις επιφυλάξεις που απέκτησα για τους δογματισμούς της Μπωβουάρ, ομολογώ ότι με βοήθησε τελικά να συμφιλιωθώ με την προσωπικότητα της γυναίκας η οποία, στο κάτω- κάτω, μου έσωσε τη ζωή στα δεκατέσσερα, με κείνο το βιβλίο της, το Δεύτερο φύλο. Ο τρόπος που εργαζόταν και διεκδικούσε στη ζωή της, ο τρόπος που την απολάμβανε, η επιμονή στις αρχές της με όλες τις συναισθηματικές επιπλοκές που επέφερε, η πάλη της για ειλικρίνεια και διαφάνεια, είναι πράγματα που ακόμα μπορούν να εμπνεύσουν.

Δημοσιεύτηκε στο  Book's journalνούμερο 17 Μάρτιος 2012

Ανεύρετη αποκριά

Κοκκινοσκουφίτσα άνευ λύκου
Για μένα η Αποκριά υπήρξε ανέκαθεν ευσεβής πόθος. Όσο τη λαχτάρησα δεν την έζησα ποτέ, το γλέντι, τη μεταμφίεση, το χορό, το ξεφάντωμα. Είναι η μοίρα του παιδιού της πόλης βέβαια, μιας πόλης που δυσκολευόταν με τις γιορτές. Βέβαια όταν ήμουν παιδί υπήρχαν ακόμα αυτά που λέγαμε «Γαϊτανάκια», ένας άντρας που φορούσε στη μέση του ένα άλογο από παπιέ μασέ με χάρτινα κρόσια για να κρύβονται τα πόδια του από κάτω, περνούσε στους δρόμους  συντροφιά μ’ άλλον έναν που χτυπούσε ένα ντέφι και μάζευε νομίσματα,  χόρευε, έφερνε γύρους κάνοντας τα κρόσια να κουνιούνται, και μας ξετρέλαινε. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι το άλογο ήταν χάρτινο, κι ας έβλεπα από κάτω  πόδια με παπούτσια, μια φορά είχα πάρει από πίσω έναν από αυτούς τους κενταύρους σέρνοντας το μικρό μου αδερφό μέχρι που κοντέψαμε να χαθούμε. Αυτά τα θαυμάσια πλάσματα όμως εξαφανίστηκαν πολύ πριν τα χορτάσουμε κι έμεινε ανεκπλήρωτο το σχέδιο να ακολουθήσω κάποτε ένα μέχρι να  δω να ξεχωρίζει ο άνθρωπος από το χάρτινο ζώο.
Μας έφτιαχναν βέβαια στολές τις Απόκριες, σατέν στολές με τούλια και πούλιες. Στο σχολείο μας υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός σε τέτοιες φιγούρες, κι η μαμά μου δανειζόταν ή μεταποιούσε κάποια στολή κάθε χρόνο. Μια φορά είχε ράψει μόνη της μια καινούργια Ουγγαρέζα με βάση ένα μικρότερο ίδιο φόρεμα και μια άλλη χρονιά είχε κάνει το ίδιο με μια βασίλισσα της νύχτας, μια τσαχπίνα εκδοχή με κοντό φόρεμα, όχι αυτή με το ποδήρες τούλι. Κάναμε  χορό στο σχολείο,  καμιά βόλτα στο Ζάππειο ίσως, αλλά υπήρχε μέγας τρόμος μη χαλάσουμε τη στολή, και πάλι το γλέντι έμενε υπόσχεση για το μέλλον. Όταν μεγαλώναμε θα γλεντούσαμε αληθινά. Θα πηγαίναμε σε χορούς μεταμφιεσμένων, θα φορούσαμε τη μάσκα ως το τέλος της βραδιάς, θα τρελαινόμασταν με τη μεταμφίεση και την αποκάλυψη.... Βλέπαμε στους δρόμους παρέες μασκαράδων με κέφια τρελά και περιμέναμε ανυπόμονα να μεγαλώσουμε επιτέλους.
Έλα όμως που όταν μεγαλώσαμε για κάποιο λόγο οι Απόκριες δεν ήταν πια της μόδας. Καταρχήν η χούντα τον πρώτο καιρό απαγόρευσε την κυκλοφορία στο δρόμο με μάσκα,. Γενικά ήταν η ίδια τόσο καρναβαλίστικη που δεν γούσταρε άλλα Καρναβάλια, έπεσε και μια ακεφιά, τουλάχιστον στο δικό μου περιβάλλον. Κι έτσι ήρθαν τα πράγματα που μεγαλώνοντας έμπλεξα με παρέες σοβαρές, ή απλώς σνομπ, δεν υπήρχε περίπτωση να ντυθούμε τις Απόκριες. Περάσαμε τα τρία πρώτα άχαρα φοιτητικά χρόνια στη Θεσσαλονίκη χωρίς ούτε ένα πάρτι αποκριάτικο. Την τέταρτη χρονιά είχε πέσει η Χούντα και μας απορρόφησε η πολιτική στην αρκετά ανεόρταστη μορφή της.
Ευτυχώς η ενασχόληση αυτή είχε τη λαογραφική της πλευρά κι έγινε αποδεκτό ακόμα κι από αυστηρούς αριστερούς ότι η Αποκριά έχει την αξία της. Έτσι οργάνωνε χορούς και η εφημερίδα Αυγή όπου εργάστηκα από το 77 κι ένα σωρό άλλοι φορείς και φίλοι, αλλά πάλι δεν μπορώ να πω ότι χόρτασα ποτέ. Δυστυχώς οι φίλοι μου ήταν πάντα λιγότερο τολμηροί στο θέμα της μεταμφίεσης και του χορού από μένα. Αντίθετα με ξεπερνούσαν μονίμως στην αντοχή στο κάπνισμα και το ξενύχτι. Μπορούσαν να φορέσουν το πουλοβεράκι τους και να πάνε στο πάρτι μεταμφιεσμένων, όπου τους είχαν καλέσει με αυστηρές οδηγίες να είναι οπωσδήποτε ντυμένοι κάτι, συνοδεύοντας εμένα που ήμουν πάντα ντυμένη κάτι, να κάθονται σε μια γωνιά αχόρευτοι- πώς να το πούμε αυτό;-  να καπνίζουν και να πίνουν μέχρι πρωίας. Τα πιο ωραία γλέντια μου έτυχαν στο Παρίσι που έμεινα δυο χρόνια και μια φορά που ακολούθησα το Λύκειο Ελληνίδων στην Κοζάνη κι έζησα ένα καταπληκτικό έθιμο, τους  Φανούς. Έχω ζήσει δηλαδή στοιχειωδώς την Αποκριά, αλλά πάντα αισθάνομαι ότι η υπόσχεση δεν  πραγματοποιήθηκε.
Κανονικά δεν χορταίνεις την Αποκριά παρά μόνο αν επαναλαμβάνεις τη διαδικασία κάθε χρόνο. Αφού είναι γιορτή εποχιακή, που συνδέεται με τη γονιμότητα της γης, την οποία δεν κατάφεραν ούτε οι Χριστιανοί να καταργήσουν, πρέπει κάπως να συμμετέχεις. Αλλά μας λείπει πολύ εδώ στην Αθήνα. Νομίζω ότι με πιο οργανωμένες τις γιορτές της τρέλας γλιτώνεις κάπως την ίδια την τρέλα.
Η μεγάλη ευκαιρία ήταν τα παιδικά χρόνια των παιδιών μου. Οργάνωνα κάθε χρόνο ανελλιπώς πάρτι μασκέ, ντυνόμασταν κι οι μεγάλοι. Νομίζω κάπως έβαλα την Αποκριά στη ζωή τους, στους βιορυθμούς τους της χρονιάς. Τουλάχιστον ελπίζω ότι όταν τους καλούν σε μασκέ πάρτι δεν θα πηγαίνουν με το πουλόβερ να κάθονται σε μια γωνιά και να καπνίζουν. Αλλά βέβαια ποτέ δεν ξέρει κανείς. 
Από το Protagonhttp://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=12960

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

Αχ να πουλούσα ελιές...


To φυλλάδιο του μαγαζιού
Αυτές τις μέρες βέβαια είναι ανοιχτά μεχρι
τα μεσάνυχτα

Κρίμα που είμαι άρρωστη ακόμα, αν ήμουν καλά θα πήγαινα να βοηθήσω το Σταμάτη στο μαγαζί. Αυτές τις μέρες θα έχει δουλειά, ελπίζω, αφού πουλάει ταραμά, ταραμόγλωσσες, τουρσιά και άλλα σαρακοστιανά. Όσο κόσμο και να είχε δεν θα παρέλειπα να συστήσω τις ελιές του, που ήταν για μένα η γευστική αποκάλυψη των τελευταίων ετών.
Το ταλέντο πωλήτριας που κρύβω μέσα μου το είχα ανακαλύψει φοιτήτρια ακόμα, όταν είχα βρεθεί στο μαγαζί της μαμάς μιας φίλης μου και το κρατούσαμε για λίγες ώρες περνώντας όλες τις αγωνίες και το σασπένς της προσπάθειας να πουλήσουμε κάτι. Έκτοτε βέβαια παρέμεινε λανθάνον όπως πολλά τέτοια ταλέντα και το ξέθαψα πάλι πριν λίγο καιρό στο μαγαζί του Σταμάτη και της Λουίζας, ένα Σάββατο όπου έμεινα πέντε ώρες. Βασικά θεώρησα πως ήταν κρίμα να περνάνε τόσοι άνθρωποι από κει και να μην έχουν ιδέα για κείνες τις ελιές, που εμένα με είχαν συνεπάρει, οπότε πρότεινα ένα είδος ενημέρωσης σε όσους έριχναν μια ματιά στη βιτρίνα. Οι περισσότεροι είχαν την κλασσική επιφύλαξη των πελατών απέναντι σε μαγαζάτορες, καναδυό έδειξαν διατεθειμένοι να δοκιμάσουν. Αναρωτιέμαι πόσες ώρες και πόσες μέρες θα είχα το κουράγιο να το κάνω αυτό αν ήταν η δουλειά μου.
Κάποια στιγμή πέρασε μια γυναίκα που θαύμαζε την τοιχογραφία με την ελιά. «Ευλογημένο δέντρο» μου λέει. Είναι μια υπέροχη ζωγραφιά- προσφορά της ζωγράφου ξαδέρφης των ιδιοκτητών. Και μου διηγείται την ιστορία της ζωής της, που ήταν από την Καλαμάτα κι είχε μείνει χήρα νέα κι είχε μεγαλώσει τα παιδιά της μόνη της, χάρις στις ελιές της. Μια ωραία γυναίκα, ευγενική φυσιογνωμία, μαυροντυμένη, αλλά πεισματάρα. Επέμενε ότι μόνο οι ελιές Καλαμών αξίζουν. Εντάξει, καταλαβαίνω ότι όταν σε έχουν θρέψει, εσένα και τα παιδιά σου, πρέπει να τις υπερασπίζεσαι, αλλά όχι κι έτσι.
Τμήμα της πανδαισίας βρώσιμης ελιάς 
Θα την πλήγωνα πολύ να επιμείνω ότι οι ελιές Καλαμών έχουν τη φήμη, αλλά άλλες έχουν τη χάρη για αποκαλύψεις νέων γεύσεων; Διότι τις Καλαμών τις ξέρουμε όλοι παιδιόθεν, όπως και να το κάνεις. Όμως εκείνες τις θρούμπες Χαλκιδικής, τις ανάλατες Βόλου, τις διάφορες τσακιστές, ή τις μικρούλες που δεν θυμάμαι από πού είναι, εκείνες τις χιώτικες, ή τις άλλες ζαρωμένες, όλες τις ποικιλίες τέλος πάντων που ανακάλυψα εκεί, και που οι μερακλήδες τις ήξεραν από δεκαετίες, δεν μπορώ να πω ότι τις είχαμε στο καθημερινό τραπέζι. Είναι κρίμα δηλαδή, έπρεπε στην ελιά να είμαστε εξπέρ ως λαός και άνθρωποι, είναι πραγματικά το ευλογημένο μας δέντρο.
Ελπίζω να χρειάζεται βοήθεια το μαγαζί και τις επόμενες μέρες, μόλις σταθώ στα πόδια μου και βγω ξανά στον κόσμο των υγιών, να πάω να συνεχίσω τη σταυροφορία ενημέρωσης του κοινού στη Βαρβάκειο. Βέβαια δίπλα στα κρέατα η ήρεμη ελιά αδικείται, αλλά τι να κάνουμε, αυτή είναι η μοίρα των ήρεμων και πρέπει να συνηθίζουν. 

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

Φόντο ερωτικό η Αθήνα


Η Ντομινίκ Σαντά και η Στεφανία Σαντρέλι θα ταίριαζε να
το γυρίσουν ταινία το βιβλίο
Κρεβατωμένη με γρίπη ή γενική αδυναμία αντίδρασης στην κατάθλιψη, το μόνο που κατάφερα να κάνω ήταν να διαβάσω το βιβλίο της Ντόρας Ρωζέτη «Η ερωμένη της», και να περιπλανηθώ στην καημένη την Αθήνα του 1920. Η παθιασμένη και τυραννισμένη Ντόρα έδινε ραντεβουδάκια με την ερωμένη της στη ρομαντική λεωφόρο Αλεξάνδρας. Πήγαινε εξοχικές βόλτες στη Λιοσίων, περπατούσε κάτω απο τα πεύκα, έβρισκε εκεί μικρά ταβερνάκια. Νοίκιαζε δωμάτια που τα μοιραζόταν, δυο κρεβάτια σε ένα δωμάτιο. Πήγαινε βόλτες στο Ζάππειο, έκανε μπάνια στο Φάληρο. Πήγαινε σε χορούς που γίνονταν σε αίθουσες με θεωρεία γύρω- γύρω. Στα σπίτια πήγαιναν σε απρεμιντί. Έκανε μια μεγάλη, σπάταλη εκδρομή στο Λουτράκι με το τραίνο. Έτρωγε σε μαγειρεία, αγόραζε στραγάλια για να ξεγελάσει την πείνα της, και δεν άντεχε να απομακρυνθεί από την Αθήνα της ελευθερίας, την πόλη όπου μπορούσε ν’ αγαπά την ερωμένη της. Δεν υπήρχε βέβαια και τόση ελευθερία τελικά, το κουτσομπολιό και η κατακραυγή κυνήγησαν τον έρωτά τους, στο τέλος του βιβλίο φεύγουν μαζί για την Ιταλία, για μεγαλύτερη ελευθερία, αλλά και πάλι. Στην Αθήνα είχε γνωρίσει η συγγραφέας την ερωμένη της,  την είχε πλησιάσει, την είχε δει να κάνει την κοσμική ζωή της κατά περιόδους, που  την απομάκρυνε από κοντά της.
Η φρασεολογία και ο τρόπος που χρησιμοποιεί στο κείμενο μερικές λέξεις μου θύμισε τον πατέρα μου τις σπάνιες φορές που μιλούσε για τα νεανικά του χρόνια. Πήγαινε κι εκείνος σε απρεμιντί, σε θέατρα, σε χορούς, και έλεγε το πεσιμιστικό πεσιμίστικο, το περισσότερο πιότερο, και διάφορα άλλα που θεωρούνταν τότε μοντέρνα και σιγά- σιγά ξέφτισαν ή υποχώρησαν στη διαρκή αντεπίθεση των συντηρητικών. Η μοντέρνα ΑΘήνα του μεσοπολέμου ξεχάστηκε με την πολεμική ισοπέδωση. 
Η γλώσσα και το στυλ του βιβλίου, το άμεσο, κοφτό στυλ ήταν το όπλο του αγώνα που έδινε σε όλα τα επίπεδα  η συγγραφέας και ηρωίδα του. Έρωτας, συμβάσεις, επιστήμη, ανισότητες, απολαύσεις, δικαιώματα, ειλικρίνεια, δυνατότητες έκφρασης, όλα έπρεπε να κατακτηθούν με κόπο και τόλμη. Βγάζεις το καπέλο στη γυναίκα αυτή που κάθισε κι έγραψε κάτι τόσο άμεσο και τολμηρό στην Αθήνα του 1920- 30, και δεν μπορεί ο νους να μην ξαναγυρίσει στο αντικείμενο της θλίψης αυτών των ημερών, την ίδια την απαρνημένη Αθήνα. 
Και μια λεπτομέρεια: η συγγραφέας και ηρωίδα είναι φοιτήτρια. Τότε πλήρωναν δίδακτρα στο Πανεπιστήμιο και φυσικά αγόραζαν τα βιβλία. Γι αυτό όταν οι γονείς έμαθαν τα νέα της κόρης τους έκοψαν  το επίδομα, και τότε ήταν που χρειάστηκε να πεινάσει και να δουλέψει.

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Μπαράκι στο σταθμό


Παρατημενος σταθμός στο Νιοχωρι
Ταξίδι στα Λεχαινά για εργασία. Το βράδυ μετά την ταβέρνα πάμε στο μπαρ του σταθμού. Δεν υπάρχει πια τρένο, έφτιαξαν ένα μπαρ στο μισό από το κτίριο του σταθμού. Το έφτιαξαν πολύ ωραίο, αναδείχθηκε το πέτρινο κτίσμα. Μέσα έχει μια γιγαντοοθόνη και βλέπουν ειδήσεις. Η παρέα πίνει ουίσκι και συζητά πολιτικά. Ρωτάω αν είναι αλήθεια ότι το τρένο δεν περνά. Ναι, λένε, κρίμα, η διαδρομή σταμάτησε πια.
Κάποτε το τρένο έφτανε ως την Καλαμάτα. Υπήρχαν επίσης διακλαδώσεις, όπως είναι ο Οδοντωτός. Τώρα δεν πάει ούτε στην Πάτρα. Από το Κιάτο που τερματίζει ο Προαστιακός παίρνεις λεωφορείο.
Όταν είχα πρωτοέρθει εδώ, πριν είκοσι χρόνια και βάλε, υπήρχε ακόμα και η διαδρομή από τα Καβάσιλα στην Κυλλήνη, διακλάδωση της γραμμής Πάτρα- Καλαμάτα. Μπορούσες να πας για μπάνιο στη θάλασσα με το τρένο, κι αυτό έκαναν οι γριές από τα χωριά της περιοχής. Οι περισσότεροι είχαν δικό τους αυτοκίνητο, δεν χρειάζονταν τρένο. Ήταν ελλειμματικό φυσικά, αλλά δεν ξέραμε τότε πόσα λεφτά πετιόνταν από το παράθυρο. Νομίζαμε ότι δεν υπάρχει αρκετή χρηματοδότηση. Και γράφαμε, γράφαμε ρομαντικές προτροπές… Βοηθήσαμε ίσως να δίνονται τα κονδύλια που ξοδεύονταν για την πολυτελή ζωή των στελεχών, τα οποία άφηναν το δίκτυο να ρημάζει και τον εκσυγχρονισμό να γίνει έννοια που αποτελεί στίγμα για όποιον τον οραματίστηκε, για όποιον  εργάστηκε να εκσυγχρονίσει οτιδήποτε.
Λίγο αργότερα καταργήθηκε η γραμμή για την Κυλλήνη και γρήγορα καταπατήθηκε. Ωστόσο η κεντρική γραμμή, που περνούσε από τα Λεχαινά, νομίζαμε θα ζούσε, υπήρχαν τουρίστες που τη χρησιμοποιούσαν το καλοκαίρι, ευρωπαίοι συνηθισμένοι να παίρνουν τρένο. Αν και θα πρέπει να σκέφτονταν ότι ταξιδεύουν και στο χρόνο έτσι που έβλεπαν αυτούς τους σταθμούς παρατημένους από τον καιρό του Τρικούπη, αυτά τα παμπάλαια συστήματα και τους αδιάφορους υπαλλήλους.
Το τρένο δεν περνάει πια. Οι άχρηστες γραμμές του έξω από το μπαρ είναι σαν ουλές  από πληγές που δεν κλείνουν. Οι προσπάθειες των ανθρώπων που θεωρούσαν ότι έπρεπε να έχει τρένο η Πελοπόννησος. Ο Τρικούπης κι άλλοι που πίστευαν ότι αξίζει στην Ελλάδα να γίνει ευρωπαϊκή. Βέβαια τα τρένα δεν είναι μόνο ευρωπαϊκά, η οθωμανική αυτοκρατορία είχε τότε επίσης τρένα, η Ινδία και η Αφρική, η Κίνα και η Αμερική, όλες οι χώρες είχαν γεμίσει την ίδια εποχή σιδηροδρομικές γραμμές. Άραγε πώς να είναι αλλού οι σιδηρόδρομοι; Έχει συμβεί αλλού τέτοια εγκατάλειψη μετά από τόσα σκάνδαλα και απάτες; Έχει περιφρονηθεί αλλού τόσο πολύ και τόσο καταστροφικά το κοινό μέσο συγκοινωνίας, η κοινή περιουσία που εξυπηρετούσε τους φτωχούς πιο πολύ, τους νέους, τον καθένα, έχει αφεθεί αλλού τόσο ανέμελα να σκουριάσει, να χρεοκοπήσει, να κλείσει;
Βγαίνω έξω και περπατώ στις παρατημένες γραμμές, κάθε τόσο κοιτάω μήπως έρχεται τρένο. Το κεφάλι, το κορμί, συνδυάζει τις γραμμές με το πέρασμα τρένου. Ας ξέρω ότι δεν περνά, δεν θα περάσει πια, δεν υπάρχει περίπτωση. Είναι σαν φλέβες οι σιδηροδρομικές γραμμές, δεν συνηθίζεις εύκολα την ιδέα πως δεν περνάει τίποτε πια. Τσαφ- τσουφ, το τρένο δεν περνά, τσαφ τσουφ δεν περνά και δε σφυρά.

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Ένα κερί αφτούμενο εκράτουν κι έσβησε μου


Γύρω- γύρω την πηγαίνω τη Σταδίου και την Κοραή, δεν αντέχω ακόμα να τα’ αντικρίσω. Είναι μερικά χρονάκια πια που η απειλή για καταστροφή φωνάζει από τους τοίχους, αλλά δεν θέλαμε να την ακούσουμε. Οι άνθρωποι δεν περπατάνε, δεν κοιτάνε γύρω τους, δεν διαβάζουν τα γκράφιτι στους τοίχους. Ή κι αν το κάνουν είναι ανίσχυροι. Τι να κάνουν δηλαδή, να φτιάχνουν ανθρώπινες ασπίδες στις διαδηλώσεις της ΓΣΕΕ ΑΔΕΔΥ;
Είναι καιρός που έχει γίνει δύσκολη η βόλτα στην Αθήνα. Ειδικά η Σταδίου είναι σκοτεινή δεκαετίες τώρα, ο δρόμος που θα πήγαινε στο Στάδιο. Η Πανεπιστημίου είναι φωτεινή αλλά έρημη. Τα μεγάλα πεζοδρόμια της δεν ξέρει τι να τα κάνει. Δεν έχει καφενεία πια, δεν έχει ούτε παγκάκια, ο κόσμος κρυώνει, δε σηκώνει το κεφάλι στον ανοιχτό ορίζοντα. Περνάω μπροστά από την Τράπεζα της Ελλάδος χωρίς συγκίνηση και καμάρι, όπως ένιωθα παλιά για τη δουλειά της μαμάς μου. Η μαμά μου ανήκε στο επιβλητικό αυτό κτίριο που συμβολίζει την ελληνική οικονομική ύπαρξη.
Στη Σταδίου ήταν το γραφείο του μπαμπά μου. Σταδίου- Πανεπιστημίου είναι ο τόπος μου, είναι η πατρίδα μου. Ο πατέρας μου με πήγαινε βόλτα στην Αθήνα, να μου τη δείξει. Δεν ήταν ένα μέρος για να παίξεις βέβαια, δεν είχε πολύ καιρό για χάζεμα. Πιο πολύ ήταν μια υπόσχεση για το μέλλον, η πόλη όπου θα ζούσα. Σταθήκαμε πολλές φορές μπροστά στη Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο, την Ακαδημία, να με ρωτήσει τι είναι αυτά τα κτίρια. Πήγα κι εγώ τα παιδιά μου αργότερα, κι έκανα την ίδια δουλειά, τα ρωτούσα μέχρι να μάθουν τι ήταν το καθένα.
Το πρώτο γραφείο του μπαμπά μου ήταν στο μέγαρο της Λαίδης Λω. Είχε τεράστιους διαδρόμους, πάτωμα από αγυάλιστο ξύλο,  και τα πιο ψηλά ταβάνια που είχα δει στη ζωή μου. Από το παράθυρο του γραφείου του φαινόταν ένα άλλο κτίριο με μωσαϊκά στην πρόσοψη. Υπήρχε μια εικόνα του Οιδίποδα με τη σφίγγα, εκείνη η κλασσική που ο Οιδίποδας ακουμπά χαλαρά στο γόνατο του.
Γκρεμίστηκαν όλα. Ο πατέρας μου μετακόμισε το γραφείο του σε ένα τεράστιο κτίριο, πάλι στη Σταδίου, απ’ αυτά που είχαν δικηγορικά γραφεία στη σειρά. Ήθελα να μου έχει δείξει κι άλλα μέρη πριν γκρεμιστούν. Αλλά ίσως καλύτερα που δεν μου τα έδειξε, καλύτερα να μη  μου είχε δείξει τίποτε, να μη με νοιάζει τώρα που καίγεται η Αθήνα.
Ήταν για κείνους η πρωτεύουσα, η Αθήνα ήταν ο πόθος τους. Να έρθουν εδώ, να χαθούν στο πλήθος, να ελευθερωθούν. Εδώ βρίσκονταν τα Πανεπιστήμια που ονειρευόταν η μαμά μου. Εδώ ήταν το κέντρο, οι δυνατότητες, οι δουλειές, η τύχη τους. Έρχονταν στην Αθήνα με κάθε τρόπο.
Προλάβαμε να φάμε γλυκό στο Ρωσικόν, κάτω προς Ομόνοια, να δώσουμε ραντεβού στο Πικαντίλυ, στο Σύνταγμα σε ένα καφενείο που το λέγαμε "Οι πορτοκαλιές καρέκλες". Τόσο μικρή πόλη, κι ας έχει εκατομμύρια κατοίκους.
Χρόνια τώρα ερημώνει το κέντρο. Τα καφενεία κλείσανε, τα μαγαζιά αραίωσαν, ο κόσμος δεν έρχεται βόλτα στους δρόμους αυτούς. Προτιμά τα στενά, Μοναστηράκι, Ψυρρή, λες και δεν μας αξίζουν ανοιχτοί ορίζοντες. Καμιά φορά νιώθω σα να ήταν η Αθήνα ένα όραμα που δεν έγινε πραγματικότητα ποτέ. Μου  καρφώνεται ο στίχος του Ερωτόκριτου καθώς κατεβαίνω την ασυνάρτητη πια Σταδίου:
Τάξω πως δεν σε γνώρισα μητ’ είδα σε ποτέ μου
Μα ένα κερί αφτούμενο εκράτουν κι έσβησέ μου

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

Ηρακλής αντιήρωας


Υπήρχε πάντα κάτι παράξενο στις ιστορίες με τον Ηρακλή, κάτι πολύ σκοτεινό. Γιατί είχε σκοτώσει τα παιδιά του; Τον κυνηγούσε η Ήρα, λέει η Μυθολογία, εξάλλου για να ξεπληρώσει εκείνους τους φόνους έκανε τους 12 άθλους. Ο Καλλιφατίδης έγραψε την ιστορία του Ηρακλή σαν ένα παραμύθι για μεγάλους χωρίς να καταφεύγει στην εξήγηση αυτή της κακιάς μάγισσας. Σίγουρα η Ήρα τον καταδίωξε πριν γεννηθεί κι όταν ήταν μωρό, αλλά όταν μεγάλωσε είχε μέσα στην ίδια την ψυχή του την απειλή της καταστροφής. Ήταν υπερβολικά δυνατός, δεν μπορούσε να ελέγξει το σώμα του και τη δύναμή του, η ζήλεια του κι οι φόβοι του κατάφερναν να τον οδηγούν σε εγκλήματα,δεν χρειαζόταν η παρέμβαση των θεών.
Η σωματική ρώμη του Ηρακλή δεν έχει τίποτε το ηρωικό σ’αυτή την αφήγηση. Είναι μια βαριά μοίρα που τον οδηγεί στα όρια της ανθρώπινης υπόστασης. Πάει να αγγίξει κάποιον και τον χτυπάει. Αν σηκώσει χέρι να χτυπήσει μπορεί να σκοτώσει, όπως σκότωσε τον δάσκαλό του όταν ήταν νέος. Νικάει τα τέρατα, αλλά αυτό το σκοτεινό πράγμα που έχει μέσα του δεν μπορεί να το νικήσει, είναι διαρκώς νικημένος. Δεν έχει τη δύναμη να καταλάβει τι του συμβαίνει. Είναι το γενετήσιο ένστικτο που τον καταστρέφει, η ηδονή του φόνου, δεν ξέρει. Δεν μαθαίνει ποτέ. Γύρω του οι άνθρωποι μπορούν να ζουν με κάποιο μέτρο, εκείνος που το έχει ξεπεράσει συνέχεια βρίσκει μπροστά του τη δυστυχία και δεν τη νικάει.
Ωστόσο περνάει μερικά ωραία χρόνια οργώνοντας τα χωράφια του και ζώντας δίπλα στη γυναίκα του. Πριν τον πιάσει η μανία αυτά, πριν αναγκαστεί να γίνει ένα είδος περιφερόμενου τσίρκου. Ενα μικρό διάλειμμα σε μια ταραγμένη ζωή. Από φόνο σε φόνο κι από τιμωρία σε τιμωρία, από άθλο σε άθλο κι από ήπειρο σε ήπειρο, αναζητούσε το μυστικό της καταγωγής του και το νόημα των παθών της ζωής. Δεν βρήκε τίποτε από τα δύο. Σκότωσε πολλούς, υπέφερε πολύ, δοξάστηκε πολύ από μια κούφια δόξα. Ο Kαλλιφατίδης τον έχρισε άγιο εξαιτίας των παθών του. Δεν τον προτείνει για σωτήρα της κατάστασης με τίποτε. Μάλλον σαν παράδειγμα προς αποφυγή. Δεν είναι ο ήρωας που θα έρθει να μας σώσει. Μάλλον σαν τους εξοπλισμούς ένα πράγμα, ένα βαρίδι δύναμης που μας τραβά στον πάτο, αν θέλουμε να διαβαστεί 'εθνικά'.
Το καλοκαίρι συζητούσα για τον Καλλιφατίδη με τους Σουηδούς που είχα γνωρίσει. Τον αγαπούν πολύ στη Σουηδία, όπου ζει, με διαβεβαίωσαν. Κι εκείνος γράφει τα εξής για τη χώρα των Υπερβορείων, τη Σουηδία δηλαδή, την οποία επισκέφτηκε ο Ηρακλής όταν κυνηγούσε την έλαφο:
»Σ’ εκείνη τη μακρινή χώρα με τις πολλές λίμνες, ο ήλιος ήταν απαλός σα μάγουλο μικρού παιδιού, οι άνεμοι σαν χάδι, τα δέντρα κι οι θάμνοι θέριευαν, οι αγροί έδιναν σοδειά δυο φορές το χρόνο, στα ποτάμια και στις λίμνες έπαιζαν μεγάλα ψάρια με σφιχτή σάρκα, τα κορίτσια ήταν ψηλά, λιγνά και τολμηρά. Του μιλούσαν χωρίς φόβο, απαντούσαν στις ερωτήσεις του, τον καλούσαν σπίτι τους να τον γνωρίσουν οι γονείς τους, που ήταν ευγενικοί και γενναιόδωροι. Ο έρωτας ήταν ελεύθερος αλλά όχι ελευθέριος. Βασιζόταν σε αμοιβαία αισθήματα που έτσι έβαζαν ένα όριο στην ελευθερία. Κανείς δεν ήταν φτωχός, κανείς δεν ήταν πλούσιος, οι περισσότεροι ήταν μακρόβιοι κί όταν ερχόταν η ώρα τους να πεθάνουν πήγαιναν σε ένα ψηλό βράχο και στεφανωμένοι με λουλούδια ρίχονταν στη μεγάλη θάλασσα, που είχε ένα σπάνιο γκριζοπράσινο χρώμα από όλους τους ευτυχισμένους ανθρώπους που πέθαναν εκεί..

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

Mε ποιους θα πήγαινε ο Γαβριάς;

Αν ήταν εδώ ο Γαβριάς, θα πήγαινε με τους κουκουλοφόρους, δήλωσε ο Αλαβάνος, όχι με τα μπλοκ των κομματικών νεολαιών. Ο μέγας  διαστρεβλωτής δεν αρκείται να ξεφτιλίζει τις ιδεολογίες, ανέλαβε να τσακίσει  και τους λογοτεχνικούς μύθους. Βέβαια, είναι πιο ανυπεράσπιστοι. Τι ξέρουμε για τον Γαβριά;  Μόνο μια εικόνα μπορεί να έχει μείνει στο μυαλό μας.
Ο Γαβριάς των Αθλίων του Ουγκώ ήταν παιδί των άθλιων Θεναρδιέρων. Ο πατέρας του ανήκε στον υπόκοσμο, η μάνα του ήταν  μέγαιρα, οι αδερφές του πόρνες, ο ίδιος αλητάκι. Δεδομένα άθλια λοιπόν, αλλά το παιδί ήταν ένα κεφάτο σπουργίτι, τριγυρνούσε και τραγουδούσε, ζούσε όπου έβρισκε, όπως μπορούσε. Κάποια στιγμή περιμάζεψε δυο παιδάκια χαμένα στην πόλη κι έγινε προστάτης τους. Ήταν τα μικρά αδέρφια του, αλλά δεν το ήξερε. Μιλάμε για μυθιστόρημα. Στο οδόφραγμα του 1830 όπου πήγε μαζί με τους επαναστάτες φίλους του, σκοτώθηκε τραγουδώντας. Ήταν δηλαδή ένα παιδί- υπόδειγμα για τον Ουγκώ της τάξης των εξαθλιωμένων που αποκτά συνείδηση και διεκδικεί πολιτικά καλύτερη θέση και δικαιώματα. Αυτό το παιδί θα πήγαινε λέει να κάψει την Αθήνα. Ε όχι, δεν θα πήγαινε. Γιατί έτσι θα ξαναγυρνούσε στον υπόκοσμο από όπου προερχόταν, κι αυτό δεν ενδιέφερε ούτε το Γαβριά, ούτε τον Ουγκώ. Ο Γαβριάς πάλευε να γίνει καλύτερος ο ίδιος, εκτιμούσε τα καλά πράγματα που συναντούσε στη ζωή του και στην πόλη του. Στο βιβλίο υπάρχουν άλλα πρόσωπα  που δεν ενδιαφέρονται να ξεφύγουν απο τη μοίρα τους, πρόσωπα που έχουν ξεχαστεί. Ο Γαβριάς δεν ήταν τέτοιος ήρωας, γι αυτό τον θυμόμαστε. 
Με ανθρώπους σαν αυτούς που περιγράφει ο Αλαβάνος ο Ουγκώ δεν θα είχε γράψει μυθιστόρημα ή θα ήταν κάποιο της σειράς. Οι ήρωες του αγαπήθηκαν επειδή είχαν προσωπικότητα και δεν αφέθηκαν στη μοίρα του στερεότυπου της τάξης τους. Ο κατεργίτης Γιάννης Αγιάννης ο αδικημένος συνάντησε έναν επίσκοπο, ναι επίσκοπο, ο οποίος τον άλλαξε. Τον έκανε να μετανιώσει και να παλέψει σε όλη του τη ζωή να εξαγοράσει τις μικρές κλοπές του. Έγινε ευεργέτης, αλλά η κοινωνία στο πρόσωπο του Ιαβέρη συνέχισε να τον κυνηγά, μέχρι που ο Ιαβέρης συνειδητοποίησε ποιον κυνηγούσε και αυτοκτόνησε. 
Οι ήρωες του Ουγκώ δεν είναι τα ταξικά στερεότυπα που προσπαθεί να δείξει ο Αλαβάνος. Είναι πρόσωπα που παλεύουν με τη μοίρα τους, προσπαθούν να την αλλάξουν. Ο Ουγκώ καταγγέλει τις αδικίες, αλλά μέσα απο πρόσωπα που περνάνε κρίσεις συνείδησης και μεταμορφώνονται.Σ' αυτό πίστευε ο Ουγκώ, στη δυνατότητα των ανθρώπων να αλλάζουν, και ζητούσε ίσες ευκαιρίες. Δεν ζητά επιείκια για τον μικροεγκληματία Γιάννη Αγιάννη αλλά επανένταξη, αποδοχή, ανθρωπιστικούς νόμους και καλύτερο σωφρονιστικό σύστημα. 

Ξέρετε τι θα του έλεγε ο Γαβριάς του Αλαβάνου;
Η Αθήνα χάλια μέρος
Σ' αυτό φταίει ο Βολταίρος
Δεν θα βρεις τον Ιλισό
Γράψε λάθος του Ρουσώ
Ο Αλαβάνος είναι γέρος
Σ' αυτό φταίει ο Βολταίρος
Παριστάνει τον μικρό
Γράψε λάθος του Ρουσώ


Σημ. Το τραγουδάκι του Γαβριά στο οδόφραγμα λίγο πριν σκοτωθεί, σε μετάφραση Μανώλη Σκουλούδη
Αν δεν έγινα νοταίρος
σ’ αυτό φταίει ο Βολταίρος
ειμ’ ένα στρουθί μικρό
γράψε λάθος του Ρουσώ

Τραγουδώ χειμώνα-θέρος
Σ’ αυτό φταίει ο Βολταίρος
φτώχεια έχω για προικιό
γράψε λάθος του Ρουσσώ


Χάμου αν στρώθηκα τα υστέρου
γράψε λάθος του Βολταίρου
λάσπη τώρα κι αν μασώ
γράψε λάθος του Ρου…











Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Το ανθοπωλείο της γωνίας


Για τον άγιο Βαλεντίνο ήθελα να γράψω και βρέθηκα να περνάω ένα βράδυ πένθους άγρυπνο. Για τον Άγιο Βαλεντίνο που όλο τον κατηγορούν για κιτς κι όμως προσπαθεί να μας διδάξει κάτι βασικό, ότι υπάρχουν τρόποι προσέγγισης του αγαπημένου προσώπου, κι αν δεν μπορείς να τους επινοήσεις μόνος μπορείς να καταφύγεις σε όσους έχουν επινοηθεί εδώ και αιώνες. Στην ουσία ο άγιος προσφέρει λίστες από επιλογές, λουλούδια, κοσμήματα, αρκουδάκια, βιβλία, έξοδοι για δείπνο ή απλώς φιλιά και χάδια, ή ποιήματα και αφιερώσεις. Σημασία έχει όχι μόνο ν’ αγαπάς, αυτό σου συμβαίνει θες δε θες στο μάταιο τούτο κόσμο, σημασία έχει να βρίσκεις τρόπους να το εκδηλώσεις. Κι αν οι τρόποι αυτοί καταφέρουν να κάνουν και τον άλλον να σε αγαπήσει, τότε  γιορτάζεις το θρίαμβο του έρωτα.
Διότι ξέρετε, ο έρωτας δεν είναι πάντα με την πρώτη ματιά. Πολλές φορές χρειάζεται καλλιέργεια, επιμονή, και προσπάθεια. Ο Σουάν ας πούμε, ο ήρωας του Προυστ στο πιο διαβασμένο από τα βιβλία της ‘Αναζήτησης του χαμένου χρόνου’ στην αρχή περιφρονούσε την Οντέτ, κι ύστερα που του έλειψε η θέρμη και οι φροντίδες της, την ερωτεύτηκε μέχρι τρέλας.
Και για τους μακροχρόνιους δεσμούς ο άγιος προσφέρει την ευκαιρία να ασχοληθείς για λίγο με το μακροχρόνιο έτερο ήμισυ, να του χαρίσεις ένα έξτρα χαμόγελο, να του φτιάξεις ένα τσάι, κάτι παραπανίσιο τέλος πάντων. Δεν υπάρχει άνθρωπος στον πλανήτη που δεν εκτιμά το κάτι παραπάνω, και το μυστικό που σας αποκαλύπτω είναι ότι όσο μεγαλώνει ο κάθε άνθρωπος επί του πλανήτη χάνει και όποιο σνομπισμό είχε στα νιάτα του για το κάτι παραπάνω.
Τέτοια ήθελα να γράψω από προχτές. Αλλά φαίνεται πως δεν μας επιτρέπει πια η ζωή να ασχολούμαστε με τέτοια. Πρώτον έκλεισε το ανθοπωλείο της γωνίας που είκοσι τόσα χρόνια μου υπενθύμιζε όλες τις γιορτές. Μέσα σε μια μέρα, πότε πέρασα τελευταία φορά; Τίποτε δεν είπε ο νεαρός, το είχε σενιαρισμένο όπως πάντα, πέρασα δίπλα του ανυποψίαστη, κι αυτός είχε πάρει κιόλας την απόφασή του. Ούτε ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι, μια κουβέντα, κάτι. Να μάθουμε πού πάει.
Το μαγαζί το ήξερα αφότου το είχε ο πατέρας του βουλκανιζατέρ. Πάνε τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Είχα τότε μοτοσικλέτα και με βοηθούσε ο άνθρωπος κάθε τρεις και λίγο, όχι μόνο όταν έσκαγε λάστιχο. Ένας ευγενικός, όμορφος άντρας. Μια μέρα μου λέει, έχω κουραστεί πολύ μ’ αυτή τη δουλειά, ονειρεύομαι ν’ ανοίξω ανθοπωλείο. Ωχ, του είχα πει, αν ανοίξετε εσείς ανθοπωλείο, εμένα ποιος θα με βοηθάει με τη μηχανή;
Το’ πε και το’ κανε. Άνοιξε ανθοπωλείο. Περίπου την ίδια εποχή που παράτησα κι εγώ τη μοτοσικλέτα. Ακριβώς τη στιγμή που χρειαζόμουνα λουλούδια στη ζωή μου, τη στιγμή που η οικογένεια μεταφράζεται σε χιλιάδες μικρές καθημερινές ανάγκες λουλουδιών. Είχε πάντα ωραία και φτηνά λουλούδια το μαγαζί, το τιμούσα δεόντως. Και μόνο να βλέπω τον ευχαριστημένο ιδιοκτήτη που είχε κάνει πραγματικότητα το όνειρό του, μου έφτιαχνε κάθε φορά τη διάθεση.
Τα τελευταία χρόνια είχε αποσυρθεί, είχαν έρθει στη δουλειά τα παιδιά του. Καμιά φορά τον έβλεπα με το εγγόνι του. Κάθε φορά απολάμβανα την υπενθύμιση της γιορτής της μητέρας, του αγίου Βαλεντίνου, κάθε γιορτής που είναι ευκαιρία να αγοράσεις λουλούδια. Και ξαφνικά ν’ αδειάσει το μαγαζί χωρίς λέξη. Όπως εξαφανίζονται κάθε μέρα μικρές επιχειρήσεις προς άγνωστη κατεύθυνση, φεύγουν οι άνθρωποι από γύρω μας χωρίς να πουν τίποτε, αξιοπρεπείς ως την τελευταία στιγμή.
Κι ενώ έλεγα θα επιμείνω, θα γράψω για τον άγιο Βαλεντίνο παρόλη τη θλίψη μου, ήρθε η καταστροφή της Αθήνας. Τώρα έχω να λύσω το θέμα, πώς βγαίνουν έξω και περπατάνε στη Σταδίου.
 Και δικαιολογούν τους εμπρησμούς με την ανεργία, να δεις. Δεν φτάνει το έγκλημα, μας ειρωνεύονται που πονέσαμε κιόλας.

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Δεν είναι προβοκάτορες οι άνθρωποι

Το ταβάνι του Αττικού 


Όταν κάψανε το Μινιόν και τον Κατράντζο πριν τριάντα χρόνια, λέγαμε πως ήταν προβοκάτσια. Στο μεταξύ κάηκαν μερικά ακόμα μαγαζιά, το Πολυτεχνείο, ύστερα η Αθήνα ολόκληρη, αλλά εκείνο ήταν εξέγερση, και τώρα τα υπέροχα αυτά κτίρια του κέντρου, τα μοναδικά, διαλεγμένα ένα ένα σε μια πόλη άσχημη, και πάλι μας λένε ότι είναι προβοκάτσια.
Λοιπόν, κάνετε λάθος όσοι το πιστεύετε αυτό. Δεν είναι προβοκάτσια, είναι η επανάσταση. Περπατήσατε καμιά φορά στους δρόμους; Βλέπετε τι γράφουν οι αφίσες; Διαβάζετε τα συνθήματα που στάζουν μίσος και προτροπές για φωτιές και κρεμάλες και σφαγές; Αυτό έχουν στο νου τους οι εμπρηστές και καταστροφείς της Αθήνας. Κάνουν επανάσταση όταν σπάνε βιτρίνες, όταν ρίχνουν μολότοφ, όταν καίνε το Αττικόν, το Άστυ, τα Στάρμπακς, τα νεοκλασσικά κτίρια. Συνεχίζουν την επανάσταση που άρχισαν πρόπερσι και σκοπεύουν να την ολοκληρώσουν. Αρκεί μια βόλτα στο κέντρο της πόλης για να βεβαιωθείτε. Το γράφουν στις αφίσες. Γιατί δεν τους πιστεύετε τους ανθρώπους; Το λένε με χίλιους τρόπους, με ποιήματα, με συνθήματα, με εικόνες, με σκιτσάκια. Δεν το κρύβουν καθόλου. Τι μου λέτε για προβοκάτορες; Είπαμε να μη διαβάζετε το μνημόνιο, ούτε μια αφίσα δεν μπορείτε να διαβάστε;
Είναι εξάλλου διαρκής επανάσταση. Είναι χρόνια τώρα, κάθε φορά που καλεί η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ διαδηλώσεις, κάθε φορά οι επαναστάτες καταστρέφουν ένα κτίριο, μια πρόσοψη, ένα μαγαζί, μια είσοδο μετρό. Στις μεγαλειώδεις στιγμές τους βάζουν φωτιά σε τετράγωνα. Μην περιμένετε να συγκινηθούν, δεν πάνε σινεμά. Χαίρονται με τη θλίψη και την ανημπόρια μας. Κι έχουν κερδίσει τις καρδιές. Άντε να πεις ότι πας σινεμά και σ’ αρέσει. Άντε να μιλήσεις για μπαρ, για θέατρα, για βόλτες. Πρέπει να κλαίγεσαι συνέχεια, να μιζερεύεις, να οικτίρεις τα παιδιά σου, να βρίζεις κάθε θεσμό. Έχουν ιδρύσει το βασίλειο της μιζέριας μέσα μας.
Μην ξεγελάτε άλλο τους εαυτούς σας, δεν θα μείνει όρθιο τίποτε. Μπορεί να τη μισείτε αυτή την πόλη κι εσείς, εξάλλου από το μίσος μέχρι την αδιαφορία και την περιφρόνηση κυμαίνονται τα συναισθήματα απέναντι της. Αλλά θα πρέπει να μισείτε και τον εαυτό σας αν συνεχίστε να τον κοροϊδεύετε. Δεν είναι προβοκάτορες οι άνθρωποι. Είναι επαναστάτες. Ονειρεύονται κρεμάλες, φωτιές, καρμανιόλες, αυτό συγκράτησαν από τη γαλλική επανάσταση, την καρμανιόλα. Τη βία. Τι καθεστώς θέλουν να ιδρύσουν; Μπορείτε να το φανταστείτε. Εξάλλου το έχουν ήδη ιδρύσει μέσα μας, έχουν σπείρει το φόβο και την ισοπέδωση. Έχουν διαβεί νικηφόροι. Σκύβουμε το κεφάλι και κλαιγόμαστε σεμνά. Μέσα μας ένα μικρό μαύρο ζώο μπορεί και να ηδονίζεται με τις καταστροφές. Οι άνθρωποι είναι άγρια πλάσματα αν αποφασίσουν να αρνηθούν τον πολιτισμό. Κι εμείς είμαστε στο κατώφλι της άρνησης, στεκόμαστε και τον πετροβολάμε. 

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

Δεν κλαίω για τους νέους

Τα παιδιά μου ως παιδιά


Ένας κλαυθμός πλανιέται πάνω από την Ελλάδα, όχι μόνο πάνω, και κάτω και παντού. Ένας σχεδόν υποχρεωτικός θρήνος, για τη νέα γενιά που βρίσκεται σε αδιέξοδο. Σα χορός αρχαίας τραγωδίας με βραχνές φωνές μας καλούν ομιλίες και άρθρα να βγούμε να κλαίμε, να οικτίρουμε και να στηθοδερνόμαστε για τα καημένα τα παιδιά μας που δεν έχουν καμία προοπτική. Έχω τρία παιδιά κι αισθάνομαι περίεργα. Πρέπει να νιώθω τύψεις που τα γέννησα; Καλά, αυτό εννοείται, κάθε μάνα νιώθει τύψεις που έκανε παιδιά στο δύσκολο αυτό κόσμο, ούτως ή άλλως. Σε κρίση ή σε ανάπτυξη, κάθε μάνα είναι ένοχη και προσπαθεί να εξαγοράσει το σφάλμα της, γιατί δεν μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά σε όλη τη ζωή τους. Αλλά πόσο πια να δείχνει την ενοχή; Και με τι τρόπο να τη δείχνει;
Για σταθείτε δηλαδή, τα παιδιά είναι νέα, είναι δυνατά, είναι γερά, αντέχουν στο κρύο και στην αγρύπνια. Θα δουλέψουν, κι αν δεν βρουν τη δουλειά που θέλουν, θα βρουν άλλη. Ελπίζω ότι τα δίδαξα να μη φοβούνται τη δουλειά και την προσπάθεια. Αν δεν βρίσκουν τίποτε, θα πάνε μετανάστες. Είναι ήδη χιλιάδες στην Ευρώπη, μετανάστες κανονικοί, με χαρτιά, νόμιμοι, σε χώρες με καλύτερη ζωή, με ωραίες δουλειές, όχι κυνηγημένοι όπως οι ασιάτες που έρχονται εδώ με κίνδυνο της ζωής τους. Είναι σκληρό να πρέπει να φεύγεις από τη χώρα σου, αλλά και σ’ αυτούς που μένουν η χώρα είναι σκληρή με τρόπο που εμείς οι μεγάλοι τον έχουμε ξεχάσει, ή τον θεωρούμε αυτονόητο. Είναι σκληρό να έχεις σπουδάσει και διδαχτεί πόσο σπουδαία είναι η αξιοκρατία κι ύστερα, όταν φτάνει η ώρα να εργαστείς, να πρέπει να δεχτείς άλλα. Να πρέπει να δεχτείς άγραφους νόμους κυκλωμάτων που έχουν φτιάξει παλιές, αγράμματες, ανίκανες συμμορίες. Να πρέπει να δεχτείς τη διαφθορά, την οικογενειοκρατία, το κάθε είδους νταβατζηλίκι, κι αυτό να θεωρείται εξασφάλιση και εγγύηση εισοδήματος.
Πολύ πριν την κρίση έφευγαν οι νέοι από την Ελλάδα ακριβώς επειδή είχαν σπουδάσει και δεν μπορούσαν να ανεχτούν το άρρωστο κλίμα αναξιοκρατίας σε πολλά επαγγέλματα. Ίσως να είναι και πολλοί αυτοί που σπουδάζουν και θέλουν καλύτερη ζωή, περισσότεροι από όσους μπορεί να θρέψει η χώρα, αλλά ίσως και να μην μπορούσαν οι διαμορφωμένες ιεραρχίες να αντέξουν τους καλύτερους.
Τα νιάτα είναι μια ηλικία δύσκολη ούτως ή άλλως. Δύσκολο να βρεις δουλειά, δύσκολο να βρεις ταίρι. Αλλά δεν γίνεται να θρηνούμε για τα παιδιά. Είναι αντιπαιδαγωγικό. Έχουν να ζήσουν μια ζωή και τους χρειάζονται όλα τα κουράγια. Δεν ενδιαφέρονται για την κλάψα μας. Η δική μας κλάψα τα ευνουχίζει και τα φοβίζει. Πώς θα αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις και τις δυσκολίες μετά; Πώς θα κάνουν τα λάθη τους; Μόνο δικό μας προνόμιο ήταν τα λάθη;
Πιστεύω πως η ελληνική υπερπροστατευτική οικογένεια καταστρέφει όχι μόνο τα παιδιά της αλλά και τα πάντα γύρω της. Στην απελπισμένη, την υστερική προσπάθεια εξασφάλισης των παιδιών οι γονείς τα συνηθίζουν να μην υπολογίζουν τίποτε, να μη χαίρονται το κοινωνικό περιβάλλον και να μην το σέβονται, να μην εκτιμούν αυτά που έχουν και συνέχεια να αγχώνονται από τη ζήλια για διάφορους που τα καταφέρνουν καλύτερα επειδή είναι πιο καπάτσοι, δηλαδή ξέρουν καλύτερα τους κώδικες κάποιας μαφίας που εκείνοι αγνοούν.
Αντί να θρηνούμε καλύτερα να δημιουργούσαμε συνθήκες σαν αυτές που μαθαίνουν τα παιδιά ότι αξίζουν, συνθήκες ζωής βασισμένες στο σεβασμό σε γνωστούς νόμους, όχι σε κάποιους μυστήριους κώδικες πιάτσας, συνθήκες ισότητας ευκαιριών και αξιοκρατίας, όχι κόλπα και απάτες και μέσα και δόντια και βολέματα, συνθήκες που θα τους επέτρεπαν να ελπίζουν ότι μπορούν να συνεννοηθούν με τον κόσμο στη γλώσσα που μαθαίνουν. Αυτό θα ήταν η μεγαλύτερη εξυπηρέτηση. 

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

Έρημη ή ρημαγμένη θα ναι πάντα στριμωγμένη

Ανεβαίνω τη Μπενάκη με σκυμμένο το κεφάλι να κόβει τ’ αγιάζι. Πάω από το πεζοδρόμιο, προσπαθώ στη γωνία να βρω τόπο ανάμεσα σε μοτοσικλέτες και λοιπά εμπόδια, να περάσω απέναντι, αντικρίζω ένα παλιό σπιτάκι, μικρούτσικο, ερειπωμένο, να το έχουν βάψει και σενιάρει, να περιμένει να εμφανιστεί ενδεδυμένο με σεμνό πέπλο. Πριν προλάβω να χαρώ, κοιτάζω παραπάνω, ανεβαίνουν πίσω από την ειδυλλιακή πρόσοψη οι όροφοι από μπετόν και ξεπερνάνε ελαφρώς σε ύψος τις παραδίπλα πολυκατοικίες. Μια φλούδα είναι το σπιτάκι, η αξιοποίηση του οικοπέδου από πίσω εξαντλήθηκε κανονικά. Πόσο κανονικά; Πόσο μπορείς να χτίσεις σε τόσο στενό δρόμο; Ένα λοξό σοκκάκι είναι, δε χωράνε ούτε δυο μηχανές να διασταυρωθούν. Πολύ, με βεβαιώνει η ώχρα πρόσοψη, που μοιάζει να σηκώνει στα αδύνατα κολωνάκια της πρώην ταράτσας της το βάρος ολόκληρου του κόσμου.
Δε χόρτασε ορόφους η Αθήνα, δε γνώρισε εμπόδια, διατηρητέα και άλλα παρεμφερή. Η κρίση δε σταμάτησε την εφευρετικότητα  Ελπίζουν οι άνθρωποι, σου λέει κρίση είναι, τι θα κάνει; Θα περάσει. Κι όταν περάσει πάλι θα έρθει ο φτωχός ή και ο ολίγον πλούσιος να στριμώξει το βλέμμα του σε πέντε μέτρα απόσταση από τον απέναντι τοίχο, να στριμώξει τη μοτοσικλέτα του στο ελάχιστο κενό που έχει απομείνει για να περνάει απέναντι, να στριμώξει και τον πισινό του πλαγίως για να χωρέσει στη γωνία, Μπενάκη και Γραβιάς, της ηρωικής. Δεν θα τ’ αλλάξει η κρίση τα γούστα του στριμώγματος, εδώ σας έχω.
Οκτώ όροφοι λοιπόν στο οικόπεδο που ήταν για ένα σπιτάκι με κηπάκι, χωρίς πεζοδρόμιο βεβαίως, χωρίς πάρκινγκ και χωρίς ανάσα. Όταν είχαμε ανάπτυξη χτίζαμε μέχρι εκεί που έφτανε το σχέδιο του οικοπέδου και λίγο παραπάνω. Τώρα που δεν έχουμε ανάπτυξη χτίζουμε μέχρι κει που φτάνει το σχέδιο του οικοπέδου και λίγο παραπάνω. Δεν θα μας κάνει η κρίση να θέλουμε καλύτερη ζωή. Δεν θα αμφισβητήσουμε τα πρότυπα μας.
Φωτογραφίζω το ενδιαφέρον οικοδομικό φαινόμενο, την ανακαινισμένη προσοψούλα του νέου πολυόροφου και συνεχίζω ποδαράτο. Στο σπίτι ανοίγω το ραδιόφωνο. «Η Αθήνα θα ερημώσει»,  λέει κάποιος ειδικός. Τι ήταν αυτός, δεν άκουσα, κοινωνιολόγος, πολεοδόμος; Κάτι τέτοιο. «Η Αθήνα θα ερημώσει και θα ρημάξει» συνεχίζει.
 Μάλιστα. Είναι καλεσμένος στο σταθμό του Δήμου Αθηναίων. Πάνω που κάθισα να φάω, δεν μου αρέσει ν’ ακούω προφητείες καταστροφής. Σηκώνομαι και το κλείνω. Προλαβαίνω ν’ ακούσω ότι αυτό θα συμβεί επειδή ο κόσμος θα γυρίσει στις επαρχίες του. Αναρωτιέμαι πού να μένει αυτός, στην Αθήνα, ή κάπου βόρεια; Ή κάπου νότια; Αν μένει στην Αθήνα θα ξέρει ότι η Αθήνα θα είχε ερημώσει προ πολλού αν δεν έρχονταν νέοι φτωχοί να την κατοικήσουν. Κανένας άνθρωπος που θέλει καλύτερη ζωή δεν κάθεται σε πόλη τόσο στριμωγμένη αν μπορεί να φύγει. Η Αθήνα θα ερημώσει ούτως ή άλλως αν οι καινούργιοι της κάτοικοι βρουν κάπου καλύτερα να πάνε, όπως βρήκαν οι παλιοί. Αλλά τώρα που σκουραίνουν τα πράγματα μπορεί ν’ αργήσουν.
Θα έχουν την Αθήνα στο μυαλό τους βεβαίως όλοι, είτε φύγουν είτε όχι Πάντα. Η Αθήνα είναι ιδέα, είναι μύθος, είναι δόξα. Μια ιδέα σα σκισμένο κάλυμμα, τραβηγμένο απ' όλες τις μπάντες, σαν αυτή τη φλούδα της πρόσοψης από το παλιό σπιτάκι που μάταια προσπαθεί να σκεπάσει το πολυόροφο πίσω της.  

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

Μουσική στο δρόμο

Καμιά φορά όταν περπατάς στο δρόμο κι ακούγεται μια μουσική σαν αλλιώτικος αέρας που βρίσκει διέξοδο στα στενά και φεύγει γι αλλού (Πού πάει η μουσική όταν δεν την ακούμε; ρωτούσε μια εκπομπή στο Τρίτο) νομίζεις ότι είσαι πρόσωπο κάποιας ταινίας και μπορεί να σου τύχουν την επόμενη στιγμή πράγματα θαυμάσια και πολύ ποιητικά.
Δϊνω πάντα ψιλά σε μουσικούς, αν και ξέρω πως είναι περαστικοί, δεν θα μείνουν καιρό σ' αυτή την αφιλόξενη πόλη.
Ωστόσο τις τελευταίες μέρες βλέπω έναν βιολιστή μέσα στο κρύο κάθε μέρα, και το παράξενο είναι ότι τον βλέπω στις διαφορετικές μου διαδρομές. Λες και ξέρει απο πού θα περάσω και πηγαίνει εκεί να με περιμένει, να συνοδεύσει για λίγο με τη μουσική του το πέρασμα μου απο τους δρόμους της Αθήνας.
 Κάθε φορά βρίσκω κάτι στην τσέπη να του δώσω, γυμνώνω τα δάχτυλα μέσα στην τσέπη κι όλο βρίσκω ψιλά. Ρίχνω τα νομίσματα στη θήκη του βιολιού του, και σκέφτομαι ότι με κάθε σέντσι ενισχύω την προσπάθεια του να φύγει γι αλλού, γιατί είμαι σίγουρη πως μαζεύει λεφτά για εισιτήριο.
Στάσου λίγο, του λέω βουβά, κράτα ακόμα λίγο, μείνε μαζί μας με λίγη συμπάθεια, μπορεί να είσαι αυτός που λείπει από τη ζωή μας, να σε επιδοτήσουμε, να σε κρατήσουμε με κάποιο τρόπο.
Αλλά βέβαια ξέρει ότι δεν επιδοτούμε τους αναγκαίους, κι αν μαζεύει λεφτά για εισιτήριο, έχει δίκιο να το κάνει. 

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

Σιδερένιο κλουβί ή παγκάκι;

Πώς σας φαίνεται αυτό το προσκυνητάρι στην Πατησίων; Νέο απόκτημα, σιδερόφραχτο κουτί ιδιωτικής αφιέρωσης κολλημμένο στο δέντρο στο στύλο, στο κάγκελο, στη στενή γωνία με τη Σολωμού.
Φαίνεται ότι είμαι άπονος άνθρωπος, γιατί μόλις το ειδα, αντί να νιώσω συμπόνοια γι αυτόν που το έστησε, αγανάκτησα για την κατάληψη δημοσίου χώρου. Παραπάνω, στα Εξάρχεια, έχει στηθεί κι άλλο ιδιωτικό μνημείο, το όνομα ενός αγνώστου επάνω, χωρίς ούτε καν τη θρησκευτική επένδυση.
Ετούτο εδώ μπορεί να έχει εικονίτσα μέσα, καντηλάκι, και με λίγη προσπάθεια να το φανταστεί κανεις σαν εξοχικό. Έλα όμως που δεν είναι εξοχικό. Βρίσκεται στο κέντρο της πόλης και προσθέτει μια ακόμα πινελιά στην ασυναρτησία και την αυθαιρεσία.
Εναλλακτικά υπάρχουν τα παγκάκια. Στη Βρετανία τα συνηθίζουν πολύ, προσφέρεις ένα παγκάκι στην πόλη με το όνομα του αγαπημένου σου που θέλεις να θυμάσαι. In beloved memory, κάτι τέτοιο. Το προσφέρεις στην πόλη. Να κάθονται οι συμπολίτες σου επάνω και να ευγνωμονούν. Αν θέλεις σώνει και καλά να τιμάς τη μνήμη του χαμένου δημόσια, ας κάνεις κάτι τέτοιο.
Οι μουσουλμάνοι φτιάχνουν μια βρύση στις εξοχές. Το βρίσκω πιο συμπαθητικό απο το προσκυνητάρι. Ανάμεσα στη βρύση της Ανατολής και στο παγκάκι της Δύσης, τι άλλο θα μπορούσε κανείς να χρηματοδοτεί για να θυμίζει κάποιον με τρόπο πιο κοινωνικό απο τα προσκυνητάρια;


Ποιος είναι είπαμε;

Στο πόδι έχει δεμένο ένα πανό. Ποιος είναι είπαμε;
Δεν ξέρω, την άλλη φορά  θα πλησιάσω να δω. Θα πλησιάσω σα να είμαι σε  ξένη πόλη, στη δική σου  ποτέ δεν πας κοντά στ' αγάλματα, νομίζεις ότι τα ξέρεις.
Πλησίασα μια μέρα, κοίταξα, δεν έβλεπα τίποτε. Με κοίταζαν κι οι περαστικοί, παραξενεμένοι, να δρασκελίζω το πεζούλι, να πατάω το βρωμερό υγρό γρασίδι. Δεν είχε όνομα ο ανδριάντας. Στο πλάι έγραφε κάτι καθαρευουσιάνικα, τα διάβασα τα ξέχασα. ΄
Ποιος είναι λοιπόν; Αποφάσισα να ξαναδρασκελίσω το πεζούλι, να το σημειώσω κάπου. Ο Γλάδστων είναι μπροστά στο Πανεπιστήμιο. Αν γινόταν κουίζ στους περαστικούς αναρωτιέμαι πόσοι θα περνούσαν μέχρι να βρεθεί κάποιος να το ξέρει. Άγγλος πολιτικός που συνετέλεσε στην προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Επτανήσου. (Άρα το πανό στο πόδι του δεν το λέμε δεμένο, το λέμε προσαρτημένο).
Υπάρχουν μερικοί μυστήριοι εκεί προς Ομόνοια. Στην Κάνιγγος υπάρχει ανδριάντας του Κάνινγκ με χλαμύδα. Άγγλος πολιτικός επίσης. Μπορεί να ντυνόταν τις Απόκριες αρχαίος έλληνας ή ρωμαίος. Παρακάτω έχει ονόματα δρόμων όπως Σατωβριάνδου ή Βερανζέρου. Γάλλοι ποιητές που έγραψαν φλογερά ποιήματα για τον αγώνα των Ελλήνων στην Επανάσταση. Όπως κι ο Ουγκώ με το "Ελληνόπουλο" Γιατί δεν έχουμε οδό Ουγκώ; Μήπως δεν μπορούσαν να ελληνοποιήσουν το όνομα του; Εύκολο είναι, Βίκτωρ Ούγος, όπως  Ούγος Φώσκολος. Τα ονόματα των άλλων δύο ήταν κανονικά Σατωμπριάν και Μπερανζέ.
Θα μου άρεσε να ελληνοποιούμε ακόμα τα ονόματα, αλλά τώρα πια αφήνουμε αμετάφραστες στα κείμενα ακόμα και  λέξεις  όπως 'σταθμός τρένου΄ όταν είναι δίπλα σε ονόματα. Διαβάζεις ας πούμε "Πάω στο γκαρ ντι Νορ" κι άντε να καταλάβεις.
Τώρα γιατί είναι τόσο δύσκολο να δει κανείς το όνομα του ανθρώπου που εικονίζει ο ανδριάντας, το καταλαβαίνετε. Είναι άγγλος, κι εμείς είμαστε περήφανοι πια να πιστεύουμε ότι ποτέ κανείς δεν μας βοήθησε για την ανεξαρτησία και την προσάρτηση Θεσσαλίας και λοιπών επαρχιών, ειδικά αυτοί οι αποικιοκράτες. Αντίθετα ήμασταν ανάδελφοι και κανείς δεν μας αγαπούσε. Εδώ που τα λέμε πάλι καλά που δεν τα έχουν κατεβάσει αυτά τα αγάλματα στα πλαίσια της παραπονιάρικης κυρίαρχης εθνικής στάσης. Και δεν άλλαξαν τα ονόματα των δρόμων. Αλλά εντάξει, ποιος θυμάται τους Σατωβριάνδους και τους Βερανζέρους;

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...