Ανάμεσα στη φήμη και στη διαστρέβλωση, στα βιβλία
που έχουμε διαβάσει και στη θεοποίηση, η πυκνή αφήγηση της ζωής της Σιμόν ντε
Μπωβουάρ από την Υγκέτ Μπουσαρντώ πλέκει ένα νήμα που δίνει νόημα, θέση και
ερμηνεία στα φεμινιστικά και στα πολιτικά ζητήματα της εποχής της και στις
επιλογές της. Σχεδιάζει έτσι μια πολύπλευρη πραγματική προσωπικότητα στις
πραγματικές διαστάσεις της. [ΤΒJ]
Παρουσίαση του βιβλίου της
Huguette Bouchardeau, Σιμόν ντε Μπωβουάρ, μετάφραση: Μήνα Πατεράκη – Γαρέφη, Κίχλη,
Αθήνα 2010, 480 σελ.
Μια Κυριακή του
1921, η Σιμόν ντε Μπωβουάρ, δεκατεσσάρων χρονών, κόρη καλής οικογενείας,
αρνήθηκε να πάει στην εκκλησία με τους γονείς της. «Έχασα την πίστη», τους
δήλωσε. Δεν ήταν περήφανη για το γεγονός
και δεν μίλησε με αναίδεια. Ήταν λυπημένη που είχε χάσει κάτι πολύτιμο, κάτι με
το οποίο είχε μεγαλώσει. Επιπλέον ήταν αποφασισμένη να είναι ειλικρινής με τους
δικούς της. Θα της ήταν εύκολο να πει ψέματα, ότι πάει στην εκκλησία, και να
κάνει κοπάνα, όπως ήδη είχε κάνει μια φορά. Τότε, είχε πάει σε μια γέφυρα του
Σηκουάνα, χάζεψε πολύ, στοχάστηκε πολύ και πήρε μια απόφαση που θα τηρούσε σε
όλη της τη ζωή: να λέει την αλήθεια για τα πράγματα που της συνέβαιναν, να
εξηγεί, να προσπαθεί να διατυπώσει τις ιδέες της, να διεκδικεί την αποδοχή της
αληθινής προσωπικότητάς της.
Υπήρξε συνεπής.
Όλη η ζωή της ήταν η περιπέτεια της ειλικρίνειας απέναντι στον κόσμο και στον εαυτό της, η
περιπέτεια ενός ανθρώπου που αποφασίζει να ζήσει ελεύθερα, σε αρμονία με τις
επιθυμίες και τις φιλοδοξίες του, διεκδικώντας επιπλέον το δικαίωμα αυτό
πολιτικά και φιλοσοφικά. Θα μπορούσε, εκείνη την Κυριακή της εφηβείας της, να
κάνει κάτι πιο απλό: να προσποιηθεί πονοκέφαλο, να συμβιβαστεί με λίγη
υποκρισία. Κάτι που θα έκαναν πολλοί άνθρωποι στη θέση της. Αλλά επέλεξε άλλο
δρόμο.
Με την αφήγηση
αυτής της μέρας αρχίζει η Υγκέτ Μπουσαρντώ τη βιογραφία της Σιμόν ντε Μπωβουάρ.
Μια ακόμα βιογραφία της. Πώς το σκέφτηκε να γράψει αυτό το βιβλίο; Δεν έχουν
ειπωθεί τα πάντα για τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ; Η ίδια πρώτα απ’ όλα κατέγραψε
εξονυχιστικά τη ζωή της, όχι μόνο στα μυθιστορήματα, που ήταν αυτοβιογραφικά τα
περισσότερα, αλλά και στα ημερολόγια, τις σημειώσεις, τις επιστολές της. Όταν
ακόμα ζούσε είχαν εκδοθεί τόμοι επί τόμων, η ζωή της ήταν πασίγνωστη στα πέρατα
του κόσμου, πολύ περισσότερο κι από το έργο της. Στα γεράματά της γνώρισε δυο
βιογράφους της, ή μάλλον τρεις, δυο που αποτελούσαν ομάδα και μία ακόμα
ξεχωριστά, με τις οποίες πέρασε λίγο καιρό καθώς γράφονταν ταυτόχρονα δυο
βιογραφίες. Χώρια οι άλλες, οι ανεπίσημες, χώρια οι συνεντεύξεις, οι αφηγήσεις,
τα άρθρα, τα ρεπορτάζ, οι φωτογραφίες, οι αναφορές στον Τύπο σε όλη τη διάρκεια
της ζωής της. Τι έμενε να ειπωθεί και να γραφτεί ακόμα;
Η Υγκέτ
Μπουσαρντώ, πολιτικός της Αριστεράς, του τροτσκιστικού χώρου, υποψήφια πρόεδρος
το 1981, ύστερα υπουργός Περιβάλλοντος στην κυβέρνηση του Μιττεράν, εκδότρια, ακτιβίστρια
του φεμινιστικού κινήματος, βιογράφος πολλών ξεχωριστών γυναικών, από τη
Γεωργία Σάνδη ώς τη φιλόσοφο Σιμόν Βέηλ και τη Σιμόν Σινιορέ, δηλώνει και τις δικές
της επιφυλάξεις, θυμίζοντας στην εισαγωγή πόσο πολύ αυτοβιογραφήθηκε η Σιμόν
ντε Μπωβουάρ, και στα μυθιστορήματά της και στα Απομνημονεύματά της. Τα χρόνια
του φεμινιστικού κινήματος την είχε γνωρίσει, είχαν συνεργαστεί σε γυναικείες
ομάδες, αλλά η συστολή την εμπόδιζε να προσπαθήσει να την πλησιάσει
περισσότερο. Αποφάσισε να γράψει τη βιογραφία με όλη τη «δέουσα περίσκεψη», όπως
λέει, η οποία ευτυχώς δεν την εμποδίζει να είναι ολοζώντανη και ενδιαφέρουσα. Στις
σελίδες της ξαναβρίσκουμε τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ με ανθρώπινες διαστάσεις,
παρακολουθούμε τις δυσκολίες και τα διλήμματά της, διασχίζουμε μαζί την εποχή
της και καταλαβαίνουμε περισσότερο τη στάση της σε διάφορα ζητήματα,
φεμινιστικά και πολιτικά. Καταλαβαίνουμε και τη μεταμόρφωσή της σε ένα είδος
ειδώλου που αλλοίωνε το αληθινό της πρόσωπο. Ανάμεσα στη φήμη και στη
διαστρέβλωση, στα βιβλία που έχουμε διαβάσει και στη θεοποίηση, η πυκνή αυτή
αφήγηση της πραγματικής ζωής ενός ανθρώπου πλέκει ένα νήμα που δίνει νόημα, θέση
και ερμηνεία σε όλ’ αυτά, και σχεδιάζει μια πολύπλευρη προσωπικότητα.
Ελευθερία και αντιφάσεις
Υπάρχει ένα
παράδοξο στη ζωή και στο έργο της Σιμόν ντε Μπωβουάρ: στο ξεκίνημά της υπήρξε
το παιδί - θαύμα μιας αστικής οικογένειας που αποφάσισε να αποτινάξει τα δεσμά
της τάξης του και να ζήσει όσο πιο ελεύθερα και πιο έντονα γινόταν. Στη
συνέχεια, όμως, βρέθηκε στρατευμένη σε κινήματα, στο κίνημα της Απελευθέρωσης
των Γυναικών κυρίως, αλλά όχι μόνο σ’ αυτό, καθώς ο δεσμός της με τον Σαρτρ την
οδηγούσε και σε αριστερές πολιτικές δεσμεύσεις. Συχνά ο τρόπος ζωής της ήταν
απολύτως αντίθετος με τα καθεστώτα που βρέθηκε να υποστηρίζει. Είχε σκανδαλίσει
τη μοντέρνα Γαλλία, ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, όταν, ενώ διεκδικούσε απόλυτη
ατομική ελευθερία, από την άλλη βρισκόταν να συντρώγει με τον Φιντέλ Κάστρο
στην Κούβα ή να υπερασπίζεται τους λεγόμενους κινεζόφιλους στο Παρίσι, να
ενισχύει δηλαδή καθεστώτα ανελεύθερα. Αν προσπαθεί κανείς να καταλάβει εκ των
υστέρων την εποχή και τις παρεξηγήσεις της, τις ουτοπίες και τις ψευδαισθήσεις
της, η πυκνή και απολαυστικά γραμμένη αυτή βιογραφία είναι ένα θαυμάσιο βοήθημα
αναστοχασμού. Σε μια εποχή που μπαίνει θέμα ελευθερίας να φορούν οι γυναίκες
μπούργκα στους δρόμους των ευρωπαϊκών πόλεων, η ιστορία της ζωής μιας γυναίκας
που ξεκίνησε χειραφετώντας τη ζωή της και, εν συνεχεία, γράφοντας το Δεύτερο φύλο, το βιβλίο που υπήρξε η
βίβλος του φεμινισμού, μας βοηθά να τα ξανασκεφτούμε όλα από την αρχή.
Η Υγκέτ
Μπουσαρντώ εξηγεί ότι επειδή είχε πάρα πολύ υλικό επέλεξε να χτίσει κάθε
κεφάλαιο γύρω από μια ημερομηνία της ζωής της Μπωβουάρ, τεχνική που είχε
ακολουθήσει και στη βιογραφία της Γεωργίας Σάνδη, περιγράφοντας επάλληλους
κύκλους γύρω από αυτό το γεγονός. Η πρώτη τέτοια ημερομηνία είναι η Κυριακή
εκείνη κατά την οποία η Μπωβουάρ, στα δεκατέσσερα χρόνια της, δήλωσε ότι είχε
χάσει την πίστη. Η δεύτερη είναι η ημερομηνία που βρίσκεται γραμμένη στο πρώτο
γράμμα της πλούσιας αλληλογραφίας της με τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Τον γνώρισε στο
Πανεπιστήμιο μαζί με άλλους νεαρούς διανοούμενους και πέρασαν μαζί τις εξετάσεις
του εθνικού διαγωνισμού πρόσληψης καθηγητών μέσης εκπαίδευσης, την περίφημη Agrégation. Πρώτος πέρασε ο Σαρτρ, ένα χρόνο
μεγαλύτερος, που είχε ξαναδώσει, δεύτερη η Μπωβουάρ. Ο Σαρτρ ήταν απόφοιτος των
πιο περιζήτητων Λυκείων και της Εκόλ Νορμάλ, ενώ η Μπωβουάρ είχε φτάσει ως εκεί
από πολύ πιο άσημους δρόμους, από σχολές σχεδόν περιθωριακές, όπως ήταν η μοίρα
των περισσότερων γυναικών που ήθελαν εκείνα τα χρόνια να σπουδάσουν.
Η φοιτητική της
ζωή υπήρξε συναρπαστική. Από τη μία συσσώρευε τα διπλώματα, από την άλλη έκανε
την επανάστασή της με διάφορους τρόπους: από το να ξενυχτάει σε κακόφημα μέρη,
να πίνει και να κάνει τρέλες, μέχρι να στρατευτεί σε μια ομάδα επιμόρφωσης
εργατών και να παραδίδει μαθήματα γαλλικής λογοτεχνίας σε εργάτριες.
Ταυτόχρονα, από τη στιγμή που είχε αποφασίσει να γίνει συγγραφέας, έκανε
διάφορες απόπειρες συγγραφής μυθιστορημάτων με ηρωίδες που της έμοιαζαν. Ο
εαυτός της υπήρξε πάντα ο αγαπημένος της ήρωας, και πρέπει να παραδεχτούμε ότι
η ριψοκίνδυνη στάση της ειλικρίνειας που είχε υιοθετήσει την έκανε εξαιρετικά
ενδιαφέρουσα ακόμα και στα ίδια της τα μάτια. Παρατηρούσε τη ζωή της ενώ τη
ζούσε, και η παρατήρηση τη βοηθούσε να στέκεται στο ύψος των δύσκολων
περιστάσεων.
Τη χρονιά που
γνώρισε τον Σαρτρ και συνδέθηκε μαζί του έχασε τη φίλη των σχολικών της χρόνων,
τη Ζαζά, η οποία είχε στα μάτια της όλα όσα εκείνη νόμιζε ότι στερούνταν. Είχε φυσική
γοητεία, ανεμελιά και χάρη, ήταν έξυπνη, ήταν πρόσχαρη, τολμηρή, γοητευτική,
και διέπρεπε χωρίς κόπο στα μαθήματα, εκεί που η Σιμόν έπρεπε να μελετήσει πολύ
για να διακριθεί,. Τα είχε όλα δηλαδή, ακόμα και χρήματα, ανήκε σε μια μεγάλη,
πλούσια οικογένεια με πολλά παιδιά που απολάμβαναν ελευθερίες αδιανόητες για τη
Σιμόν και την αδελφή της, την Πουπέτ. Η Σιμόν και η Ζαζά είχαν περάσει τη σχολική
ζωή τους μέσα στις χαρές, τιςλύπες και τις συγκινήσεις της άμιλλας για τις
επιδόσεις στα μαθήματα. Σε όλη τη ζωή της η Σιμόν είχε να αναμετριέται με
τέτοιες ακαταμάχητες γυναίκες, ιδίως για τον έρωτα του Σαρτρ, και
χρησιμοποιούσε τα ίδια όπλα που είχε στην άμιλλα με τη Ζαζά. Ήταν εργατική,
απίστευτα έως ψυχαναγκαστικά οργανωμένη, αφοσιωμένη σε στόχους, γεμάτη
επιθυμίες και ανοιχτή σε ιδέες και εμπειρίες.
Ο ερωτικός δεσμός
της Μπωβουάρ με τον Σαρτρ σφραγίστηκε με ένα μυστικό συμβόλαιο μη δεσμού, που
περιλάμβανε ωστόσο πολύ σοβαρές δεσμεύσεις. Μια από αυτές ήταν η συμφωνία για
πλήρη ειλικρίνεια μεταξύ τους. Η Σιμόν είναι για τον Σαρτρ η βασική σχέση, κατά
δήλωσή του. Την ονομάζει «αναγκαία σχέση» και διατηρεί το δικαίωμα να έχει κι
άλλες σχέσεις που δεν είναι αναγκαίες – για την ακρίβεια το διατηρούν και οι
δυο, αλλά ο Σαρτρ έκανε πολύ περισσότερη χρήση. Βεβαίως, και η Μπωβουάρ έζησε
παράλληλα έναν ή δύο μεγάλους έρωτες και μερικούς μικρότερους, για τους οποίους
τον ενημέρωνε ανελλιπώς, αλλά κυρίως εκείνος ήταν ο μέγας γόης. Τον ενδιέφεραν
δε μόνο οι γυναίκες – και δεν είχε προβλήματα σαν εκείνα της Μπωβουάρ, που ενέπνεε
έρωτα σε γυναίκες και δυσκολευόταν να ανταποκριθεί.
Η καθημερινότητα
της επιλογής αυτής, το 1929, έστω κι αν έγινε στο Παρίσι, μια πόλη με παράδοση
ελευθερίας, δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε ένας αγώνας
που κράτησε ως το θάνατο του Σαρτρ. Αγώνας ισορροπίας των προσωπικοτήτων τους,
δικαιοσύνης στη σχέση, κατανόησης και σύμπλευσης. Το ζευγάρι θα γίνει διάσημο
σιγά σιγά, το μυστικό του συμβόλαιο θα γίνει πασίγνωστο, ο τρόπος ζωής του θα
δημιουργήσει σκάνδαλο που θα το κάνει ακόμα πιο διάσημο, προπαγανδίζοντας την
ελευθερία στις ερωτικές σχέσεις. Εννοείται ότι, όπως με όλους τους νεωτεριστές,
το ζεύγος Μπωβουάρ-Σαρτρ θα εμπνεύσει τρομερές αντιπάθειες, θα συκοφαντηθεί και
θα κατηγορηθεί για τα πάντα και τα αντίθετά τους – καθώς μάλιστα, σαν ζεύγος
φιλοσόφων, δεν προτείνει απλά έναν τρόπο ζωής αλλά ένα πρότυπο. Όσες
αντιρρήσεις κι αν έχει κανείς, όσο κι αν σκανδαλίζεται, δεν μπορεί να μην
παραδεχτεί ότι η αντοχή του σε όλ’ αυτά και η μακροημέρευση της σχέσης
ταρακούνησαν τους παραδοσιακούς θεσμούς όσο χρειαζόταν η εποχή με τις τεράστιες
αλλαγές της.
Τα χρόνια πριν
από τον πόλεμο Μπωβουάρ και Σαρτρ ήταν καθηγητές σε Λύκεια. Φρόντιζαν να
συναντιούνται κάθε τόσο, απέκτησαν τη συνήθεια να κάνουν μεγάλες διακοπές μαζί.
Όχι όμως πάντα μόνοι τους. Υπήρχαν στην παρέα, συχνά, οι παλιές αγαπημένες του
Σαρτρ, γυναίκες ξεχωριστές, με τους νέους εραστές τους, κι όταν εξαντλήθηκε το
πάνθεον των παλιών εγκαινιάστηκε το πολύ μεγαλύτερο των καινούργιων. Γύρω τους
σχηματίστηκαν κύκλοι φίλων, κάποιες εκ των οποίων ήταν ερωμένες του Σαρτρ και
σπανιότερα, και διακριτικότερα, κάποιοι εραστές της Μπωβουάρ. Με τα χρόνια,
όσες σχέσεις από αυτές αποδειχτούν ανθεκτικές θα δημιουργήσουν μια μικρή, ή
μάλλον μια μεγάλη, οικογένεια. Μπορεί κανείς να σκεφτεί, διαβάζοντας την
ιστορία αυτής της ζωής, ότι και με ανθρώπους που επιλέγουν οι μεν τους δε και
προσπαθούν όλοι μαζί να επινοήσουν νέες σχέσεις, έξω από τα στερεότυπα της
φιλίας, του ζευγαριού, της οικογένειας, γεννιούνται τα ίδια πάνω-κάτω
προβλήματα ανταγωνισμού, ζήλειας, ευθιξίας, εγωισμών που υπάρχουν και στα
στερεότυπα. Πάντως, οι φιλόσοφοι το πάλεψαν. Η Μπωβουάρ προσπαθούσε να περιγράψει και να
αναλύσει τα πάντα, και στον Σαρτρ και στα ημερολόγια και στα βιβλία της,
εξημερώνοντας τα πάθη με το λόγο. Ως το τέλος της ζωής της θα γράφει ημερολόγια
και επιστολές, αναλύοντας και τακτοποιώντας τα συναισθήματά της, τις σχέσεις με
τους ανθρώπους και τις ιδέες της. Δύσκολη δουλειά η απόφαση να ζήσει κανείς με
απόλυτη ειλικρίνεια, με ελευθερία στον έρωτα και σεβασμό στην ελευθερία του
άλλου. Δύσκολη και χειρωνακτική. Ένας λόγος που η Μπωβουάρ την έβγαλε πέρα ήταν,
προφανώς, η εργατικότητά της, αυτό το συνεχές γράψιμο.
Η τρίτη
ημερομηνία που διάλεξε η βιογράφος είναι πάλι από ένα γράμμα που στέλνει η
Μπωβουάρ στον Σαρτρ από την εξοχή. Ήταν δεινή οδοιπόρος, περπατούσε μόνη της ή
με παρέα που συχνά εξοντωνόταν να την ακολουθεί, χωρίς ειδικό εξοπλισμό αλλά με
αυστηρό πρόγραμμα, και εκεί. Θυμίζει τον οδοιπόρο Ζαν-Ζακ Ρουσώ, που επίσης
διέσχισε την Ευρώπη με τα πόδια. Ο Σαρτρ την ακολουθούσε μερικές φορές, όπως
όταν είχαν περπατήσει στην Αλσατία την οποία θεωρούσε χώρα των προγόνων του. Η
Μπωβουάρ λάτρευε τη φύση από παιδί, την είχε αγαπήσει τα καλοκαίρια που πήγαινε
στο κτήμα του παππού της. Μόλις πλησίαζε η άνοιξη έπρεπε οπωσδήποτε να φύγει για
μεγάλες φυσιολατρικές εξορμήσεις.
Ξεκινώντας την
καριέρα της ως καθηγήτρια διορίστηκε στη Μασσαλία, την οποία περπάτησε
εξαντλητικά τις ελεύθερες ώρες της για να τη γνωρίσει καλά. Όταν εξάντλησε την
πόλη, πήρε τα βουνά. Περπατούσε μόνη της, χωρίς ιδιαίτερο ορειβατικό εξοπλισμό
αλλά με τέλεια οργανωμένο πρόγραμμα. Η πειθαρχία τής χάριζε ελευθερία. Συνέχισε
να πεζοπορεί σε όλη της τη ζωή, όσο την κρατούσαν τα πόδια της.
Στις προπολεμικές εκείνες διακοπές ταξίδευαν με τον Σαρτρ. Επισκέφθηκαν
την Ιταλία, ύστερα την Ισπανία, τέλος το Βερολίνο. Ενοχλήθηκαν από την παρουσία
των φασιστών στην Ιταλία και των ναζί στη Γερμανία, αλλά γενικά δεν ήθελαν να
ασχολούνται με την πολιτική. Για την Μπωβουάρ, που άρχισαν να τη φωνάζουν όλοι
Κάστορα, επειδή υποτίθεται ότι το όνομα Μπωβουάρ θυμίζει την αγγλική λέξη beaver, αλλά κι επειδή «σαν κάστορας χτίζει και διαρκώς
δουλεύει μεθοδικά», η πολιτική θα μπορούσε να τους εμποδίσει να είναι
παραγωγικοί. Κι εκείνοι είχαν συγγραφικές φιλοδοξίες. Ο Σαρτρ ξεκίνησε να
γράφει τη Ναυτία και ο Κάστορας
δούλευε ξανά και ξανά τα δικά του μυθιστορήματα. Γοητευτικές γυναίκες από το
παρελθόν του Σαρτρ διασταυρώνονται στη ζωή τους, κι εμφανίζεται και μια
«καλεσμένη» για το μέλλον: η Όλγα Κοζάκιεβιτς που ήταν δική της μαθήτρια, η
οποία θα συνδεθεί με τον Σαρτρ. Και ο Κάστορας θα συνδεθεί με τον Μποστ, έναν
μαθητή του Σαρτρ, ο οποίος αργότερα θα παντρευτεί την Όλγα. Γράφει η Υγκέτ
Μπουσαρντώ:
Στο διάστημα των
ετών 1935-1939, η Μπωβουάρ και ο Σαρτρ εξακολούθησαν να υφαίνουν ένα δίκτυο
περιορισμένων αλλά έντονων σχέσεων. Δεν είναι ακόμη τα δημόσια πρόσωπα που θα
γίνουν στο μέλλον, αλλά δεν έχουν εγκλωβιστεί στη ζωή του παραδοσιακού
ζευγαριού. Αυτά ακριβώς τα χρόνια συγκροτείται η «οικογένεια», όπως θέλουν να
την αποκαλούν μεταξύ τους. Όρος ακριβής, αν λάβουμε υπ’ όψη ότι παίζουν ρόλο
«γονέων» στους κατά δέκα και δεκαπέντε χρόνια νεώτερούς τους, ότι, σαν γονείς,
μεριμνούν σε μεγάλο βαθμό για τις υλικές ανάγκες των «παιδιών» που έχουν οι
ίδιοι επιλέξει· όρος
ανακριβής φυσικά αν λάβουμε υπ’ όψη ότι κανένας δεσμός, κανένα αίσθημα δεν
θεωρείται ταμπού για τα μέλη της ομάδας, πλην της αποκλειστικότητας.
Μετά τη Μασσαλία
η Μπωβουάρ πήγε στη Ρουέν, ενώ ο Σαρτρ εργαζόταν στη Χάβρη. Λίγο πριν ξεσπάσει
ο πόλεμος είχαν επιστρέψει και οι δυο στο Παρίσι.
Drôle de guerre
Η Γαλλία βίωσε
παράξενα την είσοδό της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο φόρος αίματος στον Α’
Παγκόσμιο ήταν πολύ μεγάλος και στη συνείδηση του πληθυσμού δεν είχε δικαιωθεί.
Η απόφαση για ειρηνική ζωή, για την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών ήταν σχετικά
πρόσφατη. Το θυμίζω, εκφέροντας την αντίρρησή μου για τον όρο «αστείος πόλεμος»
που έχει επιλέξει η μετάφραση του βιβλίου. Η γαλλική έκφραση drôle de guerre θα μεταφραζόταν, νομίζω, πιο λογικά, σε κάτι σαν «δήθεν πόλεμος», επειδή οι
Γάλλοι κατά κάποιον τρόπο άργησαν να συνειδητοποιήσουν σε τι πόλεμο είχαν
μπλέξει – ή, έστω, «παράξενος πόλεμος», επειδή τον βίωσαν όντως έτσι.
Η εμπειρία του
πολέμου και της αιχμαλωσίας σημάδεψαν τον Σαρτρ και τον άλλαξαν. Η προσωπική
πορεία δεν είναι πια το παν γι’ αυτόν, θέλει να συμμετέχει στην πολιτική, στο
συλλογικό γίγνεσθαι. Όταν επέστρεψε στο Παρίσι άρχισε, μαζί με την Μπωβουάρ,
μερικές προσπάθειες να συγκροτήσουν ένα αντιστασιακό δίκτυο διανοουμένων. Η ημερομηνία της επιστροφής του είναι ο
τέταρτος σταθμός της βιογραφίας. 1941.
Οι δυο τους με ανύπαρκτα μέσα, με ποδήλατα κυρίως, ταξίδεψαν σε πολλές
πόλεις, συνάντησαν πολλούς ανθρώπους, προσπάθησαν να στήσουν μια οργάνωση, δεν
κατάφεραν όμως και σπουδαία πράγματα. Δεν μπόρεσαν να μεταμορφωθούν σε ανθρώπους
της δράσης. Στο εξής, όμως, έχουν συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορούν να
συνεχίσουν να αγνοούν την πολιτική. Η ανάγκη της στράτευσης, με όλες τις
έννοιες, άλλαξε τους χαρακτήρες τους, τη δουλειά και τη ζωή τους.
Ο επόμενος
σταθμός της αφήγησης, τον Ιανουάριο του 1945, είναι η συνάντηση της Σιμόν με
τον υπουργό που είναι αρμόδιος να αποδεσμεύσει μια ποσότητα από τα αποθέματα
χαρτιού για να μπορέσουν να εκδώσουν το πολιτικό περιοδικό τους Μοντέρνοι καιροί (Les temps modernes). Τον τίτλο τον εμπνεύστηκαν από την
ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν, και είναι ό,τι πρέπει. Τι άλλο είναι η ομάδα του
περιοδικού παρά απόστολοι και ερευνητές, πιστοί και εξερευνητές των μοντέρνων
καιρών; Καιροί της απελευθέρωσης όχι μόνο της Ευρώπης από το ναζισμό αλλά και
των ατόμων από τα δεσμά της συμβατικότητας, των προκαταλήψεων, της άγνοιας και
της ευπιστίας. Η σύνταξη του περιοδικού τούς απασχολεί πολύ, δέχονται πολιτικές
επιθέσεις εκ δεξιών αλλά και εξ αριστερών. Οι ευθύνες όμως δεν τους εμποδίζουν
να κάνουν και οι δυο παράλληλα ταξίδια στην Αμερική, να πιουν νερό στην πηγή
των μοντέρνων καιρών. Η Μπωβουάρ συναντά και ερωτεύεται εκεί τον συγγραφέα
Νέλσον Άλγκρεν, ζει μαζί του μια συγκλονιστική σχέση. Αλλά ο Άλγκρεν δεν ήταν ο
άνθρωπος που θα μπορούσε να δεχτεί τις απόψεις του Κάστορα για τον έρωτα.
Στο ίδιο αυτό
μεγάλο ταξίδι αρχίζει να κρατά σημειώσεις παρατηρώντας τις γυναίκες, οι οποίες
θα οδηγήσουν αργότερα στη συγγραφή του Δεύτερου
φύλου. Για τον εργατικό και μεθοδικό Κάστορα, το Δεύτερο φύλο αντιπροσώπευε εργασία μόνο δυο χρόνων. Συγκέντρωσε
στοιχεία ξεκινώντας από την εντύπωση που της έκαναν οι Αμερικανίδες. Δεν
μπορούσε να φανταστεί ότι θα γινόταν το εμβληματικό έργο της. Ήταν η στιγμή που
ο δυτικός κόσμος περίμενε ένα τέτοιο βιβλίο να αμφισβητήσει τον παραδοσιακό
ρόλο των γυναικών. Την πρώτη εβδομάδα πούλησε
220.000 αντίτυπα. Ωστόσο, δεν είναι ακριβώς το βιβλίο στο οποίο είχε επενδύσει
τις φιλοδοξίες της η συγγραφέας, αλλά μάλλον ένα δοκίμιο παράπλευρο στην κυρίως
συγγραφική δραστηριότητά της, το οποίο οφείλεται στην εργατικότητά της. Αμέσως
ξεκινά μια πολεμική που θα κρατήσει πολύ καιρό, που κατά κάποιον τρόπο
συνεχίζεται ώς τις μέρες μας. Δεν είναι απλό πράγμα το 1949 να καταγγέλλεις το
γάμο, να υπερασπίζεσαι την έκτρωση, να αναδεικνύεις κάθε θεσμό που θεωρεί
αυτονόητη την κατωτερότητα των γυναικών. Όλα αυτά που μας φαίνονται σήμερα από
αυτονόητα μέχρι ξεπερασμένα, τότε ξεσήκωσαν θυελλώδεις πολεμικές και,
ταυτόχρονα, ενθουσιασμό και επαναστατικότητα. Το βιβλίο άνοιξε δρόμους στους
οποίους ακόμα βαδίζουμε.
Από κει και πέρα
πια, θέλοντας και μη, η Μπωβουάρ θα γίνει η άτυπη ηγέτιδα του φεμινιστικού
κινήματος, ενός κινήματος που ξεκίνησε όταν οι πρώτες αναγνώστριες του Δεύτερου φύλου ωρίμασαν, τη δεκαετία του
1970.
Εκείνη βέβαια
συνέχιζε να γράφει, να ταξιδεύει και να ερωτεύεται. Πήρε το βραβείο Γκονκούρ για
το μυθιστόρημα Οι Μανδαρίνοι, όπου
εύκολα ανιχνεύει κανείς στις ερωτικές περιπέτειες των ηρώων τη σχέση της με τον
Άλγκρεν. Από το 1958 ετοιμάζει ένα καθαρά αυτοβιογραφικό έργο, τις Αναμνήσεις καθωσπρέπει κόρης, ένα από τα
πιο πετυχημένα και αγαπητά βιβλία της, όπου περιγράφει το γεμάτο προκαταλήψεις
και μειωτικές για τις γυναίκες αντιλήψεις και συνήθειες αστικό περιβάλλον στο
οποίο μεγάλωσε.
Για να μπορεί να
ζει απελευθερωμένη από τις φροντίδες του σπιτιού έζησε πολλά χρόνια της ζωής της
σε ξενοδοχείο. Τα μέλη της «οικογένειας» έμεναν για ένα διάστημα σε ανεξάρτητα
δωμάτια γύρω της. Ευφυής και πρωτότυπος διακανονισμός που εξασφάλιζε ταυτόχρονα
συνάφεια και ανεξαρτησία. Μόνο για το χατίρι του Άλγκρεν η Σιμόν βρήκε ένα
σπίτι, αλλά θα έπρεπε επιπλέον να θυσιάσει και τη σχέση της με τον Σαρτρ – κι
αυτό της ήταν αδύνατον.
Ένας από τους
ανθρώπους που επηρέασε ο φεμινισμός της Μπωβουάρ πρέπει να ήταν η ίδια η μητέρα
της, η οποία, ως χήρα, καθόλου δεν υπέκυψε στην απραξία ή την κατάθλιψη, αλλά
έζησε όσο μποέμικα της επέτρεπε η ηλικία της, αλλάζοντας σπίτι και συνήθειες. Η
Σιμόν βρέθηκε πολύ κοντά στη μητέρα της στο τέλος της ζωής της – και στο βιβλίο
Ένας γλυκός θάνατος, το οποίο ο Σαρτρ
θεωρούσε το καλύτερό της, περιγράφει την ανήμπορη αγανάκτηση του ανθρώπου
μπροστά στο θάνατο, αυτό το συμβιβασμό που δεν μπορεί να κάνει. Στο πένθος της
συμπαραστάθηκε η καινούργια της φίλη Συλβί λε Μπον, την οποία αργότερα θα
υιοθετήσει και θα ορίσει κληρονόμο της. Ο Σαρτρ έχει κι αυτός υιοθετήσει τη
νεαρή Αρλέτ, με την οποία η Μπωβουάρ δεν θα τα πάει ποτέ καλά.
Γιατί η Μπωβουάρ ήταν σημαντική
Η δεκαετία του 1970
τη βρίσκει ξανά να στρατεύεται, στο γυναικείο κίνημα αυτή τη φορά, και στις
παρέες των γυναικών που μαζεύονται συχνά σπίτι της για να συντάξουν μανιφέστα ή
περιοδικά, να οργανώσουν πορείες και παρεμβάσεις – όπως η δήλωση των 343
διάσημων γυναικών ότι έχουν κάνει έκτρωση. Ξαναβρίσκει έτσι τη συντροφικότητα
που παρηγόρησε τα νεανικά της χρόνια σε δύσκολες καταστάσεις. Το κίνημα
κερδίζει την απελευθέρωση των εκτρώσεων κι ένα σωρό άλλους νόμους που καταργούν
τη θεσπισμένη ανισότητα των γυναικών. Ακαταμάχητο, απλώνεται σε όλη την Ευρώπη
και στην Αμερική. Μένει να νικηθούν η αδικία και η προκατάληψη στη δουλειά και
σε ένα σωρό άλλους τομείς, μένει να κατακτηθεί η ισότητα στην καθημερινότητα… Πράγμα
που ακόμα μένει, μαζί με πολλά άλλα τα οποία ανέκυψαν στο μεταξύ σε βάρος των
γυναικών, ανισότητες που αγνοούνταν εκείνες τις δεκαετίες, σε άλλες πλευρές του
κόσμου…
Τα τελευταία
χρόνια της ζωής του Σαρτρ, η Σιμόν του παίρνει μια σειρά συνεντεύξεις
προσπαθώντας να ξεκαθαρίσει ακόμα μια φορά τις ιδέες του, ιδέες που κι εκείνη
επεξεργάστηκε μαζί του. Ο Σαρτρ πεθαίνει το 1980, η Μπωβουάρ το 1986. Η κηδεία
της μαζεύει περισσότερο κόσμο κι από του Σαρτρ, ανθρώπους απ’ όλο τον κόσμο.
«Γυναίκες της χρωστάτε τα πάντα!», λένε πως φώναξε η Ελιζαμπέτ Μπατιντέρ, την
ώρα που κατέβαζαν το φέρετρο στον τάφο.
Της χρωστάμε τα
πάντα; Ήταν η στιγμή πολύ φορτισμένη και ώθησε την τόσο σοβαρή αυτή φεμινίστρια
που είχε αγωνιστεί μαζί της για την αλλαγή των νόμων να ξεσπάσει έτσι; Της
χρωστάμε πάντως αυτή την αναστάτωση που τόσο μεθοδικά προετοίμασε με το Δεύτερο φύλο και με την ίδια τη ζωή της.
Της χρωστάμε την τόλμη και την επιμονή, την αντοχή στις επιθέσεις που στιγμή
δεν έλειψαν από τους κάθε είδους συντηρητικούς, την επιβίωση τέλος των ιδεών,
και των συνηθειών της (που ήταν κατά κάποιον τρόπο έμπρακτη εφαρμογή των ιδεών
της), από όλες τις προσπάθειες να χρησιμοποιηθούν πολιτικά από αυταρχικά
καθεστώτα. Η Μπωβουάρ μπορεί να πήγε στην Κούβα, αλλά λίγο μετά δήλωσε την
πίκρα της από τον Κάστρο. Μπορεί να υπερασπίστηκε κινεζόφιλους στο Παρίσι αλλά
ήταν επειδή την εποχή του Ψυχρού Πολέμου οι δυτικοί κομμουνιστές υφίσταντο
διάφορες διώξεις και αδικίες. Μπορεί να ήταν συχνά ακραία στα γραπτά της, ακόμα
και η περίφημη ρήση: «Γυναίκα δεν γεννιέσαι, γίνεσαι!» είναι μια παραδοξολογία
καθεαυτή, αλλά βοήθησε να ταρακουνήσει τη σκέψη. Τι θα μπορούσε τώρα να φέρει
τόσες αλλαγές εκεί όπου χρειάζονται, στα μέρη όπου οι γυναίκες είναι ακόμα
θύματα στερεοτύπων πολύ πιο βίαιων και ισχυρών από εκείνα που καταπίεζαν τότε
τις Δυτικές; Δεν υπάρχει εύκολη απάντηση, όπως δεν υπάρχει απάντηση και στο
ερώτημα κατά πόσον η απελευθέρωση των γυναικών στη Δύση ώθησε το αντρικό
κατεστημένο στην Ανατολή σε ακόμα μεγαλύτερη καταπίεση, από φόβο μήπως χάσει τα
προνόμιά του. Είναι πολύ σύνθετα αυτά τα ιδεολογικά προβλήματα και δεν μπορείς
εύκολα να καταλάβεις τι επιδρά σε τι. Κατά κάποιον τρόπο, η εποχή της Μπωβουάρ
είχε το προνόμιο μιας κάποιας απλότητας. Εκείνη, πάντως, δεν βίωσε τίποτε απλά
και προβληματιζόταν για το κάθε τι ώς την τελευταία στιγμή που η σκέψη της
εργαζόταν.
Η βιογραφία της
Μπουσαρντώ μας χαρίζει την ιστορία μιας πολύπλευρης και πλούσιας ζωής, πέρα από
αυτά τα ιδεολογικά ερωτήματα. Την ιστορία μιας γυναίκας που, πάνω απ’ όλα,
διψούσε για ζωή, είχε μεγάλες φιλοδοξίες, πολέμησε τις προκαταλήψεις μέσα της,
εργάστηκε ακούραστα, ήταν εξαιρετικά οργανωμένη, δεν έπαψε ποτέ να αναζητά την
επαφή με τη φύση, ήταν ανοιχτή σε όλους τους ορίζοντες.
Έχοντας ξεκινήσει
το διάβασμα του βιβλίου, με τις επιφυλάξεις που απέκτησα για τους δογματισμούς
της Μπωβουάρ, ομολογώ ότι με βοήθησε τελικά να συμφιλιωθώ με την προσωπικότητα
της γυναίκας η οποία, στο κάτω- κάτω, μου έσωσε τη ζωή στα δεκατέσσερα, με κείνο
το βιβλίο της, το Δεύτερο φύλο. Ο
τρόπος που εργαζόταν και διεκδικούσε στη ζωή της, ο τρόπος που την απολάμβανε,
η επιμονή στις αρχές της με όλες τις συναισθηματικές επιπλοκές που επέφερε, η
πάλη της για ειλικρίνεια και διαφάνεια, είναι πράγματα που ακόμα μπορούν να
εμπνεύσουν.
Δημοσιεύτηκε στο Book's journalνούμερο 17 Μάρτιος 2012