Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

Η φυγή και το ψέμα

Την περασμένη βδομάδα είδα στο Τριανόν την ταινία Φυγή, (Flee του Δανού Γιόνας, Πόερ Ράσμουσνσεν) κινούμενα σχέδια πάνω σε μια πραγματική ιστορία, ενός πρόσφυγα από το Αφγανιστάν που έφτασε στη Νορβηγία ως ασυνόδευτος ανήλικος. Ήταν το μικρότερο παιδί μιας μεγάλης οικογένειας, της οποίας ο πατέρας εξαφανίστηκε όταν κατάφεραν οι μουτζαχεντίν να ρίξουν την σοβιετόφιλη τότε κυβέρνηση, θα τα θυμάστε χοντρικά. Ο πατέρας ήταν δημόσιος υπάλληλος, οπότε όλη η οικογένεια κυνηγήθηκε. Με κάθε τρόπο προσπάθησαν, η μάνα και τα παιδιά, να φύγουν από τη χώρα. Πρώτα πήγαν στη Μόσχα, δεν μπορούσαν να πάνε αλλού, με τουριστική βίζα. Εκεί ζούσαν κλεισμένοι στο σπίτι, χωρίς δυνατότητες για δουλειά και μόρφωση, ετοιμάζοντας τη φυγή τους για τη Δανία όπου ζούσε ο μεγάλος αδερφός. Η αστυνομία τους αιφνιδίαζε άσχημα κάθε τόσο, η τουριστική τους βίζα είχε λήξει, έπρεπε να φύγουν. Ο αδερφός από τη Δανία μάζευε λεφτά για να πληρώσει διακινητές. Έφυγαν πρώτα οι αδερφές, ταξίδεψαν σε κοντέινερ, κόντεψαν να πεθάνουν. Ύστερα η μάνα με τα μικρότερα παιδιά, με φορτηγό και ύστερα ένα αλιευτικό άθλιο σκάφος, τους μάζεψαν σαν ναυαγούς στη θάλασσα, τους γύρισαν πίσω. Τότε αποφάσισαν να βρουν καλύτερο διακινητή, δηλαδή ακριβότερο, οπότε τα λεφτά έφταναν μόνο για τον μικρότερο, τον ήρωα της ιστορίας. Ταξίδεψε με αεροπλάνο, με ψεύτικο διαβατήριο, έφηβος πια, έφτασε μόνος του στη Νορβηγία, κι εκεί, του είχε πει ο διακινητής, οπωσδήποτε καταστρέφεις το διαβατήριο και λες ότι από  όλη σου την οικογένεια δεν ζει κανείς.

Κι έτσι φτάνει ο νεαρός στη Νορβηγία, ολομόναχος, και λέει ό,τι του είπαν, κι επί είκοσι χρόνια δεν αποκαλύπτει σε κανέναν ότι έχει αδέρφια που ζουν, τα οποία συναντά κρυφά. Τελικά λέει την αλήθεια στον άντρα της ζωής του, (είναι και ομοφυλόφιλος).

Βγαίνοντας από το σινεμά σκεφτόμουν την ιστορία με το παιδάκι στον Έβρο κι όλο τον άγριο και κακότροπο διάλογο, υπήρχε, δεν υπήρχε, ήταν αλήθεια, ήταν ψέματα, ήταν σε ελληνικό έδαφος, ήταν σε τουρκικό, το έγραψε ο Σπήγκελ, το πήρε πίσω ο Σπήγκελ, ήταν προδότες οι ΜΚΟ που το κατήγγειλαν, όλες τις απίθανες χοντράδες που διάβασα επί μήνες στα κοινωνικά δίκτυα για το θέμα αυτό. Θα έπρεπε να ξέρουμε ότι οι πρόσφυγες είναι αναγκασμένοι να λένε ψέματα πολύ συχνά, για να μπορέσει η περίπτωση τους να μπει στο κλισέ που έχει διαμορφωθεί γι αυτούς και να φερθούμε ανθρώπινα, εμείς οι Ευρωπαίοι. Στο βιβλίο «Μόρια», που μετέφρασε η Σάντρα Βρέττα για τον Ποταμό, οι πρόσφυγες διηγούνταν στην  Μαρί Ντουτρεπόν, που έκανε την έρευνα, τρομερές ιστορίες, όπου εκτός από τα πάθη του σώματος, στα κοντέινερ, στ’ αμπάρια, στα βουνά και στα κύματα, υπήρχαν και τα πάθη της ψυχής, τα ψέματα που είναι αναγκαία για να μπορέσουν να βρουν έναν τρόπο να μείνουν σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα, να μην τους γυρίσουν πίσω από εκεί που έφυγαν. Ναι, λένε ψέματα οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, λες και δεν φτάνει που πληρώνουν το φριχτό τους ταξίδι σα να κάνουν κρουαζιέρα με χρυσά γιοτ, δεν φτάνει που κινδυνεύει η ζωή τους. Πρέπει να λένε και ψέματα, δηλητηριάζοντας τον ίδιο τους τον εαυτό σε τρυφερή ηλικία. Και για τον λόγο που φεύγουν κυνηγημένοι από τις πατρίδες τους, τις πολιτικές ταραχές και τη φτώχεια, δεν φταίνε οι ευρωπαϊκές πολιτικές. Η ευθύνη τους αρχίζει από τη μορφή του ταξιδιού, πάντα παράνομο, κι από τα κλισέ που τους υποδέχονται, πάντα παραμορφωτικά. Γιατί πρέπει να φαίνονται απόλυτα εξοντωμένοι για να απλώσουμε το χέρι βοήθειας, απόλυτα εξαρτημένοι από τη βοήθεια αυτή.

Μιλάμε για τους διακινητές σα να είναι υπεύθυνοι αυτοί για τους κινδύνους και την αθλιότητα των ταξιδιών που κάνουν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες για να έρθουν στην Ευρώπη, κι όχι η δική μας πολιτική που δεν δέχεται μετανάστες και πρόσφυγες παρά με περίπλοκες διαδικασίες που σκοπό έχουν να κατευνάσουν τους φόβους των πολιτών, τους οποίους η ίδια η πολιτική αγνόησε, όταν δεν τους έθρεψε και δεν τους χρησιμοποίησε. Σε όλη την Ευρώπη πήραν οι πολιτικοί το μάθημα από την Μέρκελ που κόντεψε να χάσει την εξουσία τότε που δήλωσε ότι θα πάρει η Γερμανία πρόσφυγες. Κι έκτοτε κανείς δεν μπήκε ξανά στον κόπο να εξηγήσει σοβαρά τα υπέρ και τα κατά, τις δυνατότητες πλήρους άρνησης, ή κάποιας αποδοχής. Και τα ξενοφοβικά κόμματα αυξάνονται και πληθύνονται και υπόσχονται πλήρη στεγανοποίηση, λες και μπορούν να το κάνουν. Αυτό είναι το μεγαλύτερο ψέμα.

 Η νέα τάση στην Ελλάδα δε, είναι να κατηγορούνται για τα πάντα οι ΜΚΟ, σε λίγο θα ακούσουμε ότι προκαλούν και τους πολέμους. Ό,τι να’ ναι, φτάνει να μην αποδεχτούμε την αλήθεια.

https://www.athensvoice.gr/epikairotita/diethni/780015/i-fugi-kai-to-psema/

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2022

"Πάρτε να διαβάστε!"

100 χρόνια πριν, σαν σήμερα.
"Πάρτε να διαβάστε! Καταδίκη Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη, πάρτε να διαβάστε"!
Αυτές, μου έλεγε ο πατέρας μου, ήταν οι πρώτες φράσεις που άκουσε μόλις έπιασε στον Πειραιά το καράβι με τους πρόσφυγες από τα Σπάρτα, που είχε ξεκινήσει από την Αττάλεια στις 6 Νοεμβρίου. Οι φωνές των εφημεριδοπωλών.
Η καταδικαστική απόφαση για τους έξι είχε βγει το πρωί, οι εκτελέσεις έγιναν λίγες ώρες μετά.
Η δίκη είχε αρχίσει όταν οι πρόσφυγες ήταν στο δρόμο, είχαν φύγει από την πατρίδα τους στις 14 Οκτωβρίου. Το δεκάχρονο αγόρι που ήταν τότε ο πατέρας μου, δεν είχε ιδέα για τον Γούναρη και τον Πρωτοπαπαδάκη. Ήταν με τις τέσσερεις αδερφές του και τη μητέρα τους, ο πατέρας και ο μεγαλύτερος αδερφός είχαν εξοριστεί από το 1921, μαζί με όλους τους άντρες της ελληνικής μειονότητας από τα 14 ως τα 60. (Τη λέω τώρα ελληνική μειονότητα, φυσικά δεν λεγόταν έτσι και δεν ήταν αυτό, Χριστιανοί ορθόδοξοι, υπήκοοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά βαθιά δεμένοι με την ελληνική υπόθεση, τη μεγάλη της ιδέα και τη μεγάλη της καταστροφή).
Ένας μήνας ταξίδι για τόσο μικρή απόσταση, που πίστευα παλιά ότι ήταν και ταξίδι στο χρόνο, από την καθυστερημένη και ανελεύθερη αυτοκρατορία στη σύγχρονη, φιλόδοξη, ευρωπαϊκή Ελλάδα. Αλλά τα πράγματα ήταν πιο περίπλοκα.
Λέμε για ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες που ήρθαν, αλλά ο καθένας, το κάθε καραβάνι, το κάθε φορτίο καραβιού, είχε τη δική του περιπέτεια, τη δική του περίπτωση, τις δικές του στιγμές. Και το κάθε παιδί που έφτανε στην άγνωστη πατρίδα, τη δική του πρώτη στιγμή, τα δικά του πρώτα ακούσματα.
"Πάρτε να διαβάστε, καταδίκη!..." αυτά άκουσα πριν πατήσω το πόδι μου στον Πειραιά, έλεγε ο πατέρας μου.
Η φωτογραφία του είναι λίγα χρόνια μετά, στην Ξάνθη, στα χρόνια του Γυμνασίου. Όταν ο παππούς γύρισε από την εξορία, διορίστηκε γιατρός εκεί, στο Νοσοκομείο Αμερικανίδων Κυριών. Ακούγοντας το αυτό μικρή, φανταζόμουν ένα νοσοκομείο για Αμερικανίδες κυρίες, κι αναρωτιόμουν πώς γινόταν να έχουν βρεθεί τόσο πολλές Αμερικανίδες κυρίες στην Ξάνθη που να χρειάζεται και νοσοκομείο, αλλά όταν μεγάλωσα κατάλαβα ότι ήταν ένα νοσοκομείο που είχε ιδρύσει ο σύλλογος με αυτό το όνομα για τους πρόσφυγες εκατέρωθεν και τα θύματα του πολέμου.
Μου αρέσει αυτή η φωτογραφία. Όταν την κοιτάζω βρίσκω ότι του μοιάζουν οι γιοί μου, αν και είναι τόσο διαφορετικοί.


Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

Ο Ζητιάνος

 Μια μέρα στην Ερμού συνάντησα τον Ζητιάνο. Δεν ήταν ο πρώτος βέβαια, σε πολλές παραλλαγές τον συναντώ συχνά, από τότε που διάβασα το βιβλίο του Καρκαβίτσα. Το είχα διαβάσει στην εφηβεία μου, δηλαδή πάνω από μισό αιώνα πριν, κι είναι από τα βιβλία που δεν ξέχασα ποτέ, επειδή δεν αφήνει να το ξεχάσεις, ούτε οι ζητιάνοι ούτε το βιβλίο. Η ιστορία του «Ζητιάνου» είναι σαν την πίσω όψι των αληθινών ζητιάνων, μάλλον σαν την εικόνα που αντικρίζεις αν πλησιάσεις ένα μεγεθυντικό φακό σε κάποιο σημείο του σώματος τους, αν υποθέσουμε ότι μπορείς να κάνεις κάτι τέτοιο.

Θυμάμαι ακόμα τους ζητιάνους της παιδικής μου ηλικίας. Ήταν ένας απλωμένος στο πεζοδρόμιο στα Χαυτεία, με πόδια που χάνονταν σε δυο μεταλλικούς κόλουρους κώνους. Πάθαινα σοκ όταν τον έβλεπα, κι αυτόν κι όλους τους άλλους που ήταν λιγότερο εντυπωσιακοί. Πάθαινα ακριβώς το σοκ που επεδίωκαν οι ζητιάνοι. Ήθελα  να μαλακώσω αυτό το σοκ δίνοντας τους κάτι, μια δραχμη τότε, ή ένα πενηνταράκι, αλλά ο πατέρας μου δεν άφηνε. Έλεγε, «δεν θέλουμε να ενισχύσουμε αυτή την κατάσταση» και με τραβούσε να φύγουμε. Ήταν κάτι που με πλήγωνε πολύ, να μη μπορώ να αντιδράσω σε αυτή την εκτεθειμένη δυστυχία. Επιπλέον, δεν καταλάβαινα τι σήμαινε «δεν θέλουμε να ενισχύσουμε αυτή την κατάσταση».  

Χρειάστηκε να διαβάσω Καρκαβίτσα.

Να σας θυμίσω ότι μεγάλωσα σε μια δεκαετία που ήταν λογικό να βλέπεις κανείς πολλούς ανάπηρους στο δρόμο, από τους πολέμους που είχαν τελειώσει πριν λίγα χρόνια. Κυκλοφορούσαν τότε στην Αθήνα πάρα πολλοί άνθρωποι χωρίς πόδια ή χωρίς χέρια, έπιαναν με μια παραμάνα το ένα μανίκι, ή μάθαιναν να περπατούν με ξύλινο πόδι, ή απλώς πατερίτσες. Ήταν πολύς κόσμος, όπως πολύς κόσμος ήταν και οι φτωχοί, τα ξυπόλητα παιδιά και τα μπαλωμένα ρούχα. Με τα χρόνια, τα μπαλώματα στα ρούχα ήταν τα πρώτα που χάθηκαν, αργότερα βέβαια βγήκαν σε μόδα, αλλά καμία σχέση. Με τα χρόνια όλα άλλαξαν, αραίωσαν πολύ τα μανίκια τα πιασμένα με παραμάνες και τα ξύλινα πόδια. Όλα άλλαξαν, εκτός από τους ζητιάνους. Οι ζητιάνοι συνέχισαν να περιφέρουν στο δημόσιο χώρο την αθλιότητά τους όλο και πιο ξεχωριστή. Καθώς η Αθήνα είναι πόλη που δυσκολεύει πάρα πολύ ανθρώπους που δεν σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν την αναπηρία τους ζητιανεύοντας, και δεν θα δεις εύκολα άνθρωπο σε καροτσάκι, εκτός αν κυκλοφορείς στην Αγίας Ζώνης, κοντά στο Άσυλο Ανιάτων, οι ζητιάνοι μπορούν πιο εύκολα να συνεχίζουν να σοκάρουν τους άμαθους, όπως έχουμε απομείνει, σε παραμορφώσεις και αναπηρίες πολίτες της πρωτεύουσας.

Καμιά φορά στην Ομόνοια νομίζω ότι βλέπω εκείνον τον ίδιο ζητιάνο με τους μεταλλικούς κώνους στα πόδια. Είναι αδύνατον, σκέφτομαι μετά, να είναι ο ίδιος. Θα έπρεπε να είναι αθάνατος. Μήπως κληρονομεί τα πόδια του; Εννοώ,  μήπως τα αφήνει κληροδότημα στο τρομερό χωριό των ζητιάνων και τα φορούν σε μικρά παιδιά και παίρνουν σχήμα κατάλληλο τα πόδια τους εκεί μέσα, παραμορφώνονται όπως τα πόδια των γυναικών στην Κίνα παλιά;

 Τώρα τελευταία συνειδητοποιώ ότι πάει καιρός που έχω να δω αυτά τα μεταλλικά άκρα ποδιών. Μπορεί να σκούριασαν και να τα απέσυραν από την κυκλοφορία. Είναι κάποια πρόοδος αυτό.

Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι το χωριό του «Ζητιάνου», τα Κράβαρα, υπάρχει. Μπορεί να μην είναι εύκολο να το βρεις στο χάρτη, να είναι διάσπαρτο σε μέρη αχαρτογράφητα, να είναι κινητό χωριό, αλλά έχει πάντα τους ίδιους νόμους  και τις ίδιες συνήθειες, βασισμένες στο δικό μας τρόμο της παραμόρφωσης, της ασχήμιας, της σκληρότητας, της φτώχειας. Κάπου, σε κάποιο μέρος που δεν θα μάθουμε εύκολα το όνομα του, αλλά σίγουρα έχει όνομα, η παραγωγή φρίκης συνεχίζεται κανονικά, και εκβάλει διαρκώς στο στενό δημόσιο χώρο της πόλης, όπου συντηρείται από τον οίκτο και το φόβο μας. Εκείνος που είδα στην Ερμού, ήταν ο επιζήσας από τη φωτιά τελωνειακός, ο Βαλαχάς, εχθρός του ακαταμάχητου μεγαλοζητιάνου Τζιριτόκωστα από την πρώτη σελίδα, που τόσο καλά τον εκδικείται ώστε στην τελευταία, αφού τον έχει κάψει, να τον παίρνει μαζί του σαν απολειφάδι πυρκαγιάς για να τον περιφέρει στις πόλεις και στα χωριά και να ζητιανεύει. Είναι το πιο προωθημένα άσχημο, παραμορφωμένο πλάσμα, το πιο ανατριχιαστικό. Και νάτος. Τον πρωτόδα στο συρμό του ηλεκτρικού, ήταν δυο μαζί, κάποιοι τους σήκωναν και τους τοποθετούσαν στα καθίσματα. Δεν κατάλαβα ότι ασκούν το συγκεκριμένο επάγγελμα.  Τα βαγόνια του ΗΣΑΠ μοιάζουν πολύ με την Αυλή των θαυμάτων. Είχα απλώς αποστρέψει το πρόσωπο μη αντέχοντας να κοιτάζω, και νιώθοντας ταυτόχρονα ενοχές για την αποστροφή.  Δεν έμπαιναν καν εκεί στον κόπο να ζητιανέψουν. Ο προορισμός τους ήταν το Σύνταγμα

Είναι  ο ίδιος αυτοπροσώπως, γιατί είναι ένας άνθρωπος καμένος. Είναι ό,τι περίσσεψε από άνθρωπο μετά από κάποια πυρκαγιά, μισό χέρι, μισό πρόσωπο, μισό πόδι, από την άλλη μεριά του χεριού, μισό κρανίο μωβ μισό ροζ, ένα απίστευτο πλάσμα, λες και συνεργάστηκαν για να το φτιάξουν ο Καρκαβίτσας, ο Βικτόρ Ουγκώ, ο Γκύντερ Γκρας, και ποιος άλλος; Πολλοί, σίγουρα, η λογοτεχνία έχει αδυναμία στα τέρατα, μπορεί και βλέπει καλύτερα τον κόσμο όταν βάζει ένα τέρας να περιφέρεται. Άλλο η λογοτεχνία όμως κι άλλο η Ερμού. Βλέπω τον καμένο άνθρωπο μόνο του στη μέση της Ερμού, και πηγαίνω γραμμή στους αστυνομικούς που στέκονται στη γωνία και πίνουν καφέ. Δεν σκέφτομαι πολύ φιλοσοφικά, μετά τις σκέφτηκα τις φιλοσοφίες. Πάω και τους λέω:

-Ξέρω ότι η επαιτεία απαγορεύεται από τον Ποινικό Κώδικα. Γιατί δεν συλλαμβάνετε τον επαίτη;

Εκτός από τα τέρατα υπάρχουν και τα UFO, ένα είδος στο οποίο ανήκω. Οι αστυνομικοί με κοιτάζουν βαριεστημένα και ρουφούν τον καφέ τους.

-Τι να κάνουμε κυρία μου; Τους διώχνουμε και ύστερα από λίγο ξανάρχονται.

Μετά από αυτό το αποστομωτικό επιχείρημα, τι να κάνω κι εγώ, συνεχίζω το δρόμο μου πλημμυρισμένη απογοήτευση για τα αποτελέσματα της λογοτεχνίας και της τυπωμένης αλήθειας γενικότερα. Η ζωή μιμείται την τέχνη και μάλιστα τις ακραίες όψεις της, αντί η τέχνη να επιφέρει κάθαρση. Γιατί προσωπικά πίστευα, κι ακόμα το πιστεύω, πως όταν έχεις διαβάσει το Ζητιάνο του Καρκαβίτσα δεν γίνεται να συνεχίσεις να ανέχεσαι όχι απλώς κορμιά μισοκαμμένα να ζητιανεύουν στην Ερμού, αλλά κανένα είδος ζητιάνου, εκτός ίσως από εκείνους τους αρτιμελέστατους νεαρούς που τυλιγμένοι σε μια κουβέρτα με το σκύλο δίπλα ζητιανεύουν δηλώνοντας ευθαρσώς ότι αισθάνονται ανίκανοι να κάνουν κάτι άλλο. Τουλάχιστον με κάτι τέτοιους ξέρεις ότι δεν κινδύνεψε κανείς να καεί ολοσχερώς για να μπορεί μετά να ζητιανεύει. Δεν τον παραμόρφωσαν σε κάποιο μέρος σαν τα Κράβαρα λίγο μετά τη γέννηση του. Ίσως μάλιστα να μην ανήκει καν σε μαφία ή ομάδα, ή γραφείο εκμετάλλευσης, να είναι ένας γνήσιος ελεύθερος επαγγελματίας της ζητιανιάς, να ανήκει σε άλλο είδος, να έχει ξεφύγει από τον τρομερό κύκλο του Καρκαβίτσα. Εμφανίζονται και τέτοιοι, αλλά επικρατούν οι άλλοι. Μικρά παιδιά που αναγκάζονται να μένουν ακίνητα επί ώρες, αλλά οι αστυνομικοί έχουν σοβαρότερες δουλειές και η Πρόνοια προφανώς δεν ασχολείται, ανάπηροι και παραμορφωμένοι σαν αυτόν που σας περιγράφω κι είμαι σίγουρη πως όλοι όσοι κυκλοφορείτε στην Αθήνα τον έχετε κάποια στιγμή συναντήσει. Άρα δεν μας έκανε σοφότερους ο Καρκαβίτσας. Ενώ ξέρουμε, θα έπρεπε να ξέρουμε, ότι η φρίκη που κρύβεται πίσω από τον εκτεθειμένο ανάπηρο είναι πολύ χειρότερη από αυτή που αντικρίζουμε, συνεχίζουμε να την ενισχύουμε, όπως πολύ σωστά εν τέλει το διατύπωνε ο πατέρας μου, τότε που με πλήγωνε ως μικρό παιδί.

Περνάμε μια ηλικία, μια φάση, αν όχι όλοι, πάντως πολλοί, που πιστεύουμε ότι η αλήθεια, η αποκάλυψη της αλήθειας, μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Η δημοσιογραφία στηρίζεται σε αυτό, τι νόημα έχει να γράφεις την αλήθεια αν δεν πιστεύεις ότι το σοκ της αποκάλυψης θα φέρει κάθαρση; Διαβάζοντας τον Ζητιάνο στην εφηβεία μου, μου συνέβησαν δυο πράγματα: το πρώτο είναι ότι κατάλαβα τον πατέρα μου. Ίσως το παράκανε να απαιτεί από τα πέντε μου να έχω τόσο σύνθετη σκέψη, αλλά πράγματι, δεν θέλω να ενισχύω αυτή την κατάσταση. Μόνο που δεν είναι εύκολο. Αυτοματικά το χέρι πάει στο πορτοφόλι, με μισό ευρώ να απομακρύνεις από το πεδίο σου την ενόχληση της κραυγαλέας φτώχειας, της μιζέριας, της αναπηρίας, με τον απολύτως δυσάρεστο ήχο της κλάψας που τα συνοδεύει. Δεν σκέφτεσαι ότι συντηρείς την επανάληψη της τελετής, ότι την εξασφαλίζεις. Θέλεις δεύτερες σκέψεις και σκληρές αποφάσεις για να κρατήσεις χαρακτήρα. Ένα παιδάκι σε πλησιάζει, τι πιο απλό να θες να δεις τα ματάκια να χαμογελάνε; Κι αν δεν του δώσεις το μισό ευρώ, μήπως πάθει κάτι χειρότερο; Όταν έχει πίσω του τον κόσμο του Τζιριτόκωστα, υπάρχει περίπτωση να γλιτώσει;

 Το δεύτερο ήταν ότι περίμενα έκτοτε τον κόσμο ολόκληρο να συμπλεύσει μαζί μου. Όλοι θα διάβαζαν τον Ζητιάνο σιγά- σιγά, γιατί όχι δηλαδή; Τι καλύτερο είχαν να κάνουν; Και θα εξαλειφόταν η κραυγαλέα ασχήμια από τους δρόμους μας, τι διάολο, θα βάθαινε η πρόνοια, θα προστατεύονταν τα παιδιά, είναι τρομερό να αφήνεις τα παιδιά σε τέτοια μοίρα. Μπορεί να συνέβαινε την εποχή των Αθλίων του Καρκαβίτσα, όχι στη δική μας. Ήταν θέμα χρόνου, πίστευα.

Τα χρόνια πέρασαν, συνεχίζω να μην ενισχύω την κατάσταση. Όταν τα παιδιά μου ήταν μικρά, βγαίναμε βόλτα με ένα μασούρι εικοσάρικα, να δίνουμε στους ζητιάνους, δεν χρειάζεται να το μαθαίνει πολύ μικρός κανείς αυτό με την ενίσχυση. Ας μεγαλώνει λίγο κι ας ωριμάζει ο άνθρωπος και να το καταλάβει μόνος του.

Μόνο που ζούμε σα να μην μεγαλώνουμε. Η «ενίσχυση της κατάστασης» συνεχίζεται κανονικά στους δρόμους της πόλης. Μάλιστα φαίνεται ότι η ανοχή στη ζητιανιά που επιδεικνύει η Αθήνα την έχει κάνει δημοφιλή τόπο προορισμού και για ξένους ζητιάνους πάσης φύσεως. Είμαστε περίπλοκη πόλη.  Ελεούμε αναπήρους εκεί που ο μη επαίτης ανάπηρος δεν μπορεί να κυκλοφορήσει. Τι από τα δυο φέρνει το άλλο, ο αποκλεισμός της αναπηρίας ενισχύει τη ζητιανιά ή το ανάποδο; Μπορεί να είναι και άσχετα. Πάντως η έλξη -απώθηση της ασχήμιας, παραμόρφωσης, αναπηρίας, γηρατειών, εξαθλίωσης, παιδικής ηλικίας παραμένει ίδια όπως ήταν πριν πενήντα χρόνια. Η ιδέα να συνυπάρξουμε με τους ‘διαφορετικούς’ συνανθρώπους μας δεν ευδοκιμεί, πράγμα που οι ζητιάνοι αντιλαμβάνονται και μας προσφέρουν το διαφορετικό ως εμπόρευμα οίκτου που αγοράζεται θεόφτηνα.

 Στον Ζητιάνο του Καρκαβίτσα η ασχήμια και η σκληρότητα δεν είναι μόνο δική του. Όλοι γύρω του είναι βουτηγμένοι στην αμάθεια και στη δεισιδαιμονία, κι αυτός σαν περιφερόμενος μάγος περισσότερο παρά σαν ζητιάνος με περιορισμένο ρεπερτόριο, καταφέρνει να κάνει τους ανθρώπους να βγάζουν το χειρότερο τους πρόσωπο, να πέφτουν στις παγίδες του, να γίνονται τέρατα. Είναι ο ίδιος ο διάβολος, δεν έχει παρά να ρίξει μια ματιά στο πρόσωπο που του μιλά για να δει όλες τις αδυναμίες του και να τις στρέψει εναντίον του. Κανείς δεν του γλιτώνει, καταστρέφει τους πάντες, μάλλον τους βάζει να καταστρέφονται. Στο ζητιάνο της Ερμού, στο ζητιάνο της Ομόνοιας, σε όλους όσους μου τον φέρνουν ασταμάτητα στο μυαλό, καθημερινά, τόσες δεκαετίες, ας ξέρω ότι δεν έχουν τέτοιες δυνάμεις, βλέπω αμέσως τη διεστραμμένη σχέση που διαιωνίζεται, την προσφορά αθλιότητας είτε με τη μορφή ντρεσαρισμένων παιδιών, είτε με όποια αναπηρία σοφίζονται οι σημερινοί Κραβαρίτες.

Θα μου πείτε, και τι θα ήθελα δηλαδή, να μην υπάρχουν ζητιάνοι; Γίνεται αυτό; Ή μήπως να διαβάσουν όλοι οι Έλληνες τον Ζητιάνο και να επέλθει κάθαρση; Η αλήθεια είναι ότι θα μου άρεσαν και τα δυο. Αν δεν γίνεται να μην υπάρχουν ζητιάνοι, τουλάχιστον κάπως να προστατεύαμε τα παιδιά. Να μαζεύει τα παιδιά η Πρόνοια, έτσι για αλλαγή. Να περιθάλπει η ακριβή γενικά πολιτεία μας όλους όσους χρειάζονται περίθαλψη. Να καταργηθούν οι ζητιάνοι δεν γίνεται, κάποια αρχέγονη συλλογική ανάγκη εξυπηρετούν, έχω πειστεί περί αυτού. Αλλά να μείνουν μόνο αυτοί που στ’ αλήθεια δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο, αρτιμελείς νεαροί με κουβέρτες, με εξαρτήσεις, με ψυχολογικά προβλήματα. Να γραφτούν νέα μυθιστορήματα με τέτοιους προβληματισμούς.

Και να διάβαζαν όλοι οι Έλληνες το Ζητιάνο θα μου άρεσε επίσης. Τουλάχιστον κάπως θα μπορούσε να αλλάξει το ρεπερτόριο του οίκτου. Θα ήταν κάτι πολύ ενδιαφέρον πιστεύω.

Αλλά δυστυχώς οι Έλληνες διαβάζουν ελάχιστα λογοτεχνία. Οπότε έχουμε καθηλωθεί και ως ελεήμονες προς ζητιάνους.  

 (Κείμενο που γράφτηκε για το Συνέδριο στα Λεχαινά για τα 100 χρόνια από το θάνατο του Καρκαβίτσα. Εδώ, σέλφι με τον μικρανηψιό του Αντρέα Καρκαβίτσα, Ντίνο Καρκαβίτσα, γιατρό όπως κι εκείνος)



Ιπτάμενες γιαγιάδες

  Σηκώνω το εγγόνι μου αγκαλιά να πάμε στην αλλαξιέρα και καθώς το μικρό του βάρος πλημμυρίζει το σώμα μου, προφέρω ασυναίσθητα τις χαϊδευτι...