Μια μέρα στην Ερμού συνάντησα τον Ζητιάνο. Δεν ήταν ο πρώτος
βέβαια, σε πολλές παραλλαγές τον συναντώ συχνά, από τότε που διάβασα το βιβλίο
του Καρκαβίτσα. Το είχα διαβάσει στην εφηβεία μου, δηλαδή πάνω από μισό αιώνα
πριν, κι είναι από τα βιβλία που δεν ξέχασα ποτέ, επειδή δεν αφήνει να το
ξεχάσεις, ούτε οι ζητιάνοι ούτε το βιβλίο. Η ιστορία του «Ζητιάνου» είναι σαν
την πίσω όψι των αληθινών ζητιάνων, μάλλον σαν την εικόνα που αντικρίζεις αν
πλησιάσεις ένα μεγεθυντικό φακό σε κάποιο σημείο του σώματος τους, αν
υποθέσουμε ότι μπορείς να κάνεις κάτι τέτοιο.
Θυμάμαι ακόμα τους ζητιάνους της παιδικής μου ηλικίας. Ήταν
ένας απλωμένος στο πεζοδρόμιο στα Χαυτεία, με πόδια που χάνονταν σε δυο
μεταλλικούς κόλουρους κώνους. Πάθαινα σοκ όταν τον έβλεπα, κι αυτόν κι όλους
τους άλλους που ήταν λιγότερο εντυπωσιακοί. Πάθαινα ακριβώς το σοκ που επεδίωκαν
οι ζητιάνοι. Ήθελα να μαλακώσω αυτό το
σοκ δίνοντας τους κάτι, μια δραχμη τότε, ή ένα πενηνταράκι, αλλά ο πατέρας μου
δεν άφηνε. Έλεγε, «δεν θέλουμε να ενισχύσουμε αυτή την κατάσταση» και με
τραβούσε να φύγουμε. Ήταν κάτι που με πλήγωνε πολύ, να μη μπορώ να αντιδράσω σε
αυτή την εκτεθειμένη δυστυχία. Επιπλέον, δεν καταλάβαινα τι σήμαινε «δεν
θέλουμε να ενισχύσουμε αυτή την κατάσταση».
Χρειάστηκε να διαβάσω Καρκαβίτσα.
Να σας θυμίσω ότι μεγάλωσα σε μια δεκαετία που ήταν λογικό
να βλέπεις κανείς πολλούς ανάπηρους στο δρόμο, από τους πολέμους που είχαν
τελειώσει πριν λίγα χρόνια. Κυκλοφορούσαν τότε στην Αθήνα πάρα πολλοί άνθρωποι
χωρίς πόδια ή χωρίς χέρια, έπιαναν με μια παραμάνα το ένα μανίκι, ή μάθαιναν να
περπατούν με ξύλινο πόδι, ή απλώς πατερίτσες. Ήταν πολύς κόσμος, όπως πολύς
κόσμος ήταν και οι φτωχοί, τα ξυπόλητα παιδιά και τα μπαλωμένα ρούχα. Με τα
χρόνια, τα μπαλώματα στα ρούχα ήταν τα πρώτα που χάθηκαν, αργότερα βέβαια
βγήκαν σε μόδα, αλλά καμία σχέση. Με τα χρόνια όλα άλλαξαν, αραίωσαν πολύ τα
μανίκια τα πιασμένα με παραμάνες και τα ξύλινα πόδια. Όλα άλλαξαν, εκτός από
τους ζητιάνους. Οι ζητιάνοι συνέχισαν να περιφέρουν στο δημόσιο χώρο την
αθλιότητά τους όλο και πιο ξεχωριστή. Καθώς η Αθήνα είναι πόλη που δυσκολεύει
πάρα πολύ ανθρώπους που δεν σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν την αναπηρία τους
ζητιανεύοντας, και δεν θα δεις εύκολα άνθρωπο σε καροτσάκι, εκτός αν
κυκλοφορείς στην Αγίας Ζώνης, κοντά στο Άσυλο Ανιάτων, οι ζητιάνοι μπορούν πιο
εύκολα να συνεχίζουν να σοκάρουν τους άμαθους, όπως έχουμε απομείνει, σε
παραμορφώσεις και αναπηρίες πολίτες της πρωτεύουσας.
Καμιά φορά στην Ομόνοια νομίζω ότι βλέπω εκείνον τον ίδιο
ζητιάνο με τους μεταλλικούς κώνους στα πόδια. Είναι αδύνατον, σκέφτομαι μετά,
να είναι ο ίδιος. Θα έπρεπε να είναι αθάνατος. Μήπως κληρονομεί τα πόδια του;
Εννοώ, μήπως τα αφήνει κληροδότημα στο
τρομερό χωριό των ζητιάνων και τα φορούν σε μικρά παιδιά και παίρνουν σχήμα
κατάλληλο τα πόδια τους εκεί μέσα, παραμορφώνονται όπως τα πόδια των γυναικών
στην Κίνα παλιά;
Τώρα τελευταία
συνειδητοποιώ ότι πάει καιρός που έχω να δω αυτά τα μεταλλικά άκρα ποδιών. Μπορεί
να σκούριασαν και να τα απέσυραν από την κυκλοφορία. Είναι κάποια πρόοδος αυτό.
Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι το χωριό του «Ζητιάνου», τα
Κράβαρα, υπάρχει. Μπορεί να μην είναι εύκολο να το βρεις στο χάρτη, να είναι
διάσπαρτο σε μέρη αχαρτογράφητα, να είναι κινητό χωριό, αλλά έχει πάντα τους
ίδιους νόμους και τις ίδιες συνήθειες,
βασισμένες στο δικό μας τρόμο της παραμόρφωσης, της ασχήμιας, της σκληρότητας,
της φτώχειας. Κάπου, σε κάποιο μέρος που δεν θα μάθουμε εύκολα το όνομα του,
αλλά σίγουρα έχει όνομα, η παραγωγή φρίκης συνεχίζεται κανονικά, και εκβάλει
διαρκώς στο στενό δημόσιο χώρο της πόλης, όπου συντηρείται από τον οίκτο και το
φόβο μας. Εκείνος που είδα στην Ερμού, ήταν ο επιζήσας από τη φωτιά
τελωνειακός, ο Βαλαχάς, εχθρός του ακαταμάχητου μεγαλοζητιάνου Τζιριτόκωστα από
την πρώτη σελίδα, που τόσο καλά τον εκδικείται ώστε στην τελευταία, αφού τον
έχει κάψει, να τον παίρνει μαζί του σαν απολειφάδι πυρκαγιάς για να τον
περιφέρει στις πόλεις και στα χωριά και να ζητιανεύει. Είναι το πιο προωθημένα
άσχημο, παραμορφωμένο πλάσμα, το πιο ανατριχιαστικό. Και νάτος. Τον πρωτόδα στο
συρμό του ηλεκτρικού, ήταν δυο μαζί, κάποιοι τους σήκωναν και τους τοποθετούσαν
στα καθίσματα. Δεν κατάλαβα ότι ασκούν το συγκεκριμένο επάγγελμα. Τα βαγόνια του ΗΣΑΠ μοιάζουν πολύ με την Αυλή
των θαυμάτων. Είχα απλώς αποστρέψει το πρόσωπο μη αντέχοντας να κοιτάζω, και
νιώθοντας ταυτόχρονα ενοχές για την αποστροφή. Δεν έμπαιναν καν εκεί στον κόπο να
ζητιανέψουν. Ο προορισμός τους ήταν το Σύνταγμα
Είναι ο ίδιος
αυτοπροσώπως, γιατί είναι ένας άνθρωπος καμένος. Είναι ό,τι περίσσεψε από
άνθρωπο μετά από κάποια πυρκαγιά, μισό χέρι, μισό πρόσωπο, μισό πόδι, από την
άλλη μεριά του χεριού, μισό κρανίο μωβ μισό ροζ, ένα απίστευτο πλάσμα, λες και
συνεργάστηκαν για να το φτιάξουν ο Καρκαβίτσας, ο Βικτόρ Ουγκώ, ο Γκύντερ
Γκρας, και ποιος άλλος; Πολλοί, σίγουρα, η λογοτεχνία έχει αδυναμία στα τέρατα,
μπορεί και βλέπει καλύτερα τον κόσμο όταν βάζει ένα τέρας να περιφέρεται. Άλλο
η λογοτεχνία όμως κι άλλο η Ερμού. Βλέπω τον καμένο άνθρωπο μόνο του στη μέση
της Ερμού, και πηγαίνω γραμμή στους αστυνομικούς που στέκονται στη γωνία και
πίνουν καφέ. Δεν σκέφτομαι πολύ φιλοσοφικά, μετά τις σκέφτηκα τις φιλοσοφίες.
Πάω και τους λέω:
-Ξέρω ότι η επαιτεία απαγορεύεται από τον Ποινικό Κώδικα.
Γιατί δεν συλλαμβάνετε τον επαίτη;
Εκτός από τα τέρατα υπάρχουν και τα UFO, ένα είδος στο οποίο ανήκω. Οι
αστυνομικοί με κοιτάζουν βαριεστημένα και ρουφούν τον καφέ τους.
-Τι να κάνουμε κυρία μου; Τους διώχνουμε και ύστερα από λίγο
ξανάρχονται.
Μετά από αυτό το αποστομωτικό επιχείρημα, τι να κάνω κι εγώ,
συνεχίζω το δρόμο μου πλημμυρισμένη απογοήτευση για τα αποτελέσματα της
λογοτεχνίας και της τυπωμένης αλήθειας γενικότερα. Η ζωή μιμείται την τέχνη και
μάλιστα τις ακραίες όψεις της, αντί η τέχνη να επιφέρει κάθαρση. Γιατί
προσωπικά πίστευα, κι ακόμα το πιστεύω, πως όταν έχεις διαβάσει το Ζητιάνο του
Καρκαβίτσα δεν γίνεται να συνεχίσεις να ανέχεσαι όχι απλώς κορμιά μισοκαμμένα
να ζητιανεύουν στην Ερμού, αλλά κανένα είδος ζητιάνου, εκτός ίσως από εκείνους
τους αρτιμελέστατους νεαρούς που τυλιγμένοι σε μια κουβέρτα με το σκύλο δίπλα
ζητιανεύουν δηλώνοντας ευθαρσώς ότι αισθάνονται ανίκανοι να κάνουν κάτι άλλο.
Τουλάχιστον με κάτι τέτοιους ξέρεις ότι δεν κινδύνεψε κανείς να καεί ολοσχερώς
για να μπορεί μετά να ζητιανεύει. Δεν τον παραμόρφωσαν σε κάποιο μέρος σαν τα
Κράβαρα λίγο μετά τη γέννηση του. Ίσως μάλιστα να μην ανήκει καν σε μαφία ή
ομάδα, ή γραφείο εκμετάλλευσης, να είναι ένας γνήσιος ελεύθερος επαγγελματίας
της ζητιανιάς, να ανήκει σε άλλο είδος, να έχει ξεφύγει από τον τρομερό κύκλο
του Καρκαβίτσα. Εμφανίζονται και τέτοιοι, αλλά επικρατούν οι άλλοι. Μικρά
παιδιά που αναγκάζονται να μένουν ακίνητα επί ώρες, αλλά οι αστυνομικοί έχουν
σοβαρότερες δουλειές και η Πρόνοια προφανώς δεν ασχολείται, ανάπηροι και
παραμορφωμένοι σαν αυτόν που σας περιγράφω κι είμαι σίγουρη πως όλοι όσοι
κυκλοφορείτε στην Αθήνα τον έχετε κάποια στιγμή συναντήσει. Άρα δεν μας έκανε
σοφότερους ο Καρκαβίτσας. Ενώ ξέρουμε, θα έπρεπε να ξέρουμε, ότι η φρίκη που
κρύβεται πίσω από τον εκτεθειμένο ανάπηρο είναι πολύ χειρότερη από αυτή που
αντικρίζουμε, συνεχίζουμε να την ενισχύουμε, όπως πολύ σωστά εν τέλει το
διατύπωνε ο πατέρας μου, τότε που με πλήγωνε ως μικρό παιδί.
Περνάμε μια ηλικία, μια φάση, αν όχι όλοι, πάντως πολλοί,
που πιστεύουμε ότι η αλήθεια, η αποκάλυψη της αλήθειας, μπορεί να αλλάξει τον
κόσμο. Η δημοσιογραφία στηρίζεται σε αυτό, τι νόημα έχει να γράφεις την αλήθεια
αν δεν πιστεύεις ότι το σοκ της αποκάλυψης θα φέρει κάθαρση; Διαβάζοντας τον
Ζητιάνο στην εφηβεία μου, μου συνέβησαν δυο πράγματα: το πρώτο είναι ότι
κατάλαβα τον πατέρα μου. Ίσως το παράκανε να απαιτεί από τα πέντε μου να έχω
τόσο σύνθετη σκέψη, αλλά πράγματι, δεν θέλω να ενισχύω αυτή την κατάσταση. Μόνο
που δεν είναι εύκολο. Αυτοματικά το χέρι πάει στο πορτοφόλι, με μισό ευρώ να
απομακρύνεις από το πεδίο σου την ενόχληση της κραυγαλέας φτώχειας, της
μιζέριας, της αναπηρίας, με τον απολύτως δυσάρεστο ήχο της κλάψας που τα
συνοδεύει. Δεν σκέφτεσαι ότι συντηρείς την επανάληψη της τελετής, ότι την
εξασφαλίζεις. Θέλεις δεύτερες σκέψεις και σκληρές αποφάσεις για να κρατήσεις
χαρακτήρα. Ένα παιδάκι σε πλησιάζει, τι πιο απλό να θες να δεις τα ματάκια να
χαμογελάνε; Κι αν δεν του δώσεις το μισό ευρώ, μήπως πάθει κάτι χειρότερο; Όταν
έχει πίσω του τον κόσμο του Τζιριτόκωστα, υπάρχει περίπτωση να γλιτώσει;
Το δεύτερο ήταν ότι
περίμενα έκτοτε τον κόσμο ολόκληρο να συμπλεύσει μαζί μου. Όλοι θα διάβαζαν τον
Ζητιάνο σιγά- σιγά, γιατί όχι δηλαδή; Τι καλύτερο είχαν να κάνουν; Και θα
εξαλειφόταν η κραυγαλέα ασχήμια από τους δρόμους μας, τι διάολο, θα βάθαινε η
πρόνοια, θα προστατεύονταν τα παιδιά, είναι τρομερό να αφήνεις τα παιδιά σε
τέτοια μοίρα. Μπορεί να συνέβαινε την εποχή των Αθλίων του Καρκαβίτσα, όχι στη
δική μας. Ήταν θέμα χρόνου, πίστευα.
Τα χρόνια πέρασαν, συνεχίζω να μην ενισχύω την κατάσταση.
Όταν τα παιδιά μου ήταν μικρά, βγαίναμε βόλτα με ένα μασούρι εικοσάρικα, να
δίνουμε στους ζητιάνους, δεν χρειάζεται να το μαθαίνει πολύ μικρός κανείς αυτό
με την ενίσχυση. Ας μεγαλώνει λίγο κι ας ωριμάζει ο άνθρωπος και να το
καταλάβει μόνος του.
Μόνο που ζούμε σα να μην μεγαλώνουμε. Η «ενίσχυση της
κατάστασης» συνεχίζεται κανονικά στους δρόμους της πόλης. Μάλιστα φαίνεται ότι
η ανοχή στη ζητιανιά που επιδεικνύει η Αθήνα την έχει κάνει δημοφιλή τόπο προορισμού
και για ξένους ζητιάνους πάσης φύσεως. Είμαστε περίπλοκη πόλη. Ελεούμε αναπήρους εκεί που ο μη επαίτης
ανάπηρος δεν μπορεί να κυκλοφορήσει. Τι από τα δυο φέρνει το άλλο, ο
αποκλεισμός της αναπηρίας ενισχύει τη ζητιανιά ή το ανάποδο; Μπορεί να είναι και
άσχετα. Πάντως η έλξη -απώθηση της ασχήμιας, παραμόρφωσης, αναπηρίας,
γηρατειών, εξαθλίωσης, παιδικής ηλικίας παραμένει ίδια όπως ήταν πριν πενήντα
χρόνια. Η ιδέα να συνυπάρξουμε με τους ‘διαφορετικούς’ συνανθρώπους μας δεν
ευδοκιμεί, πράγμα που οι ζητιάνοι αντιλαμβάνονται και μας προσφέρουν το
διαφορετικό ως εμπόρευμα οίκτου που αγοράζεται θεόφτηνα.
Στον Ζητιάνο του
Καρκαβίτσα η ασχήμια και η σκληρότητα δεν είναι μόνο δική του. Όλοι γύρω του
είναι βουτηγμένοι στην αμάθεια και στη δεισιδαιμονία, κι αυτός σαν
περιφερόμενος μάγος περισσότερο παρά σαν ζητιάνος με περιορισμένο ρεπερτόριο,
καταφέρνει να κάνει τους ανθρώπους να βγάζουν το χειρότερο τους πρόσωπο, να
πέφτουν στις παγίδες του, να γίνονται τέρατα. Είναι ο ίδιος ο διάβολος, δεν
έχει παρά να ρίξει μια ματιά στο πρόσωπο που του μιλά για να δει όλες τις
αδυναμίες του και να τις στρέψει εναντίον του. Κανείς δεν του γλιτώνει,
καταστρέφει τους πάντες, μάλλον τους βάζει να καταστρέφονται. Στο ζητιάνο της
Ερμού, στο ζητιάνο της Ομόνοιας, σε όλους όσους μου τον φέρνουν ασταμάτητα στο
μυαλό, καθημερινά, τόσες δεκαετίες, ας ξέρω ότι δεν έχουν τέτοιες δυνάμεις,
βλέπω αμέσως τη διεστραμμένη σχέση που διαιωνίζεται, την προσφορά αθλιότητας
είτε με τη μορφή ντρεσαρισμένων παιδιών, είτε με όποια αναπηρία σοφίζονται οι
σημερινοί Κραβαρίτες.
Θα μου πείτε, και τι θα ήθελα δηλαδή, να μην υπάρχουν
ζητιάνοι; Γίνεται αυτό; Ή μήπως να διαβάσουν όλοι οι Έλληνες τον Ζητιάνο και να
επέλθει κάθαρση; Η αλήθεια είναι ότι θα μου άρεσαν και τα δυο. Αν δεν γίνεται
να μην υπάρχουν ζητιάνοι, τουλάχιστον κάπως να προστατεύαμε τα παιδιά. Να
μαζεύει τα παιδιά η Πρόνοια, έτσι για αλλαγή. Να περιθάλπει η ακριβή γενικά
πολιτεία μας όλους όσους χρειάζονται περίθαλψη. Να καταργηθούν οι ζητιάνοι δεν
γίνεται, κάποια αρχέγονη συλλογική ανάγκη εξυπηρετούν, έχω πειστεί περί αυτού.
Αλλά να μείνουν μόνο αυτοί που στ’ αλήθεια δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο,
αρτιμελείς νεαροί με κουβέρτες, με εξαρτήσεις, με ψυχολογικά προβλήματα. Να
γραφτούν νέα μυθιστορήματα με τέτοιους προβληματισμούς.
Και να διάβαζαν όλοι οι Έλληνες το Ζητιάνο θα μου άρεσε
επίσης. Τουλάχιστον κάπως θα μπορούσε να αλλάξει το ρεπερτόριο του οίκτου. Θα
ήταν κάτι πολύ ενδιαφέρον πιστεύω.
Αλλά δυστυχώς οι Έλληνες διαβάζουν ελάχιστα λογοτεχνία. Οπότε
έχουμε καθηλωθεί και ως ελεήμονες προς ζητιάνους.
(Κείμενο που γράφτηκε για το Συνέδριο στα Λεχαινά για τα 100 χρόνια από το θάνατο του Καρκαβίτσα. Εδώ, σέλφι με τον μικρανηψιό του Αντρέα Καρκαβίτσα, Ντίνο Καρκαβίτσα, γιατρό όπως κι εκείνος)