Τα παλιά καλντερίμια πάνω στο βουνό, χτισμένοι με πέτρα δρόμοι που περνούν δάση και λαγκάδια, τι μόχθος και τι πάθος για επικοινωνία. Έτσι ενώνονταν τα χωριά, από τέτοιους δρόμους έφευγαν οι Πηλιορείτες για μικρά και μεγάλα ταξίδια, για μεταφορές και εμπόριο, για μετανάστευση. Κι εμείς ως τέκνα πολυτελούς εποχής θέλαμε μόνο να γευόμαστε τις χαρές της φύσης, να κάνουμε μεγάλους περιπάτους, αλλά δεν ήταν πάντα απλό.
Ρωτούσα από τη μέρα που πρωτοέμαθα πως υπάρχει, πού βρίσκεται το μονοπάτι για τα Χάνια. Τι το θέλεις; μου απαντούσαν οι Δρακειώτες, πάει τώρα αμαξιτός εκεί. ΄Έλα όμως που εγώ ήθελα το καλντερίμι, την ομορφιά και την πρόκληση. Και δώστου ξεκινούσα από την πλατεία κι ανέβαινα, και δώστου χανόμουν στις κορδέλες του αμαξιτού, και δώστου ξανάρχιζα. Οι οδηγίες ήταν ασαφείς, οι γνώμες διίσταντο.
Όταν βγήκε το βιβλίο του Χαρατσή, είπα, τέλειωσαν τα ψέμματα, τώρα θα το βρω. Πήρα και τα παιδιά μαζί. Μια φορά χαθήκαμε σε ένα ρέμα, κάτι νόστιμα γαντάκια που φορούσαν, γιατί ήταν και χειμώνας, τα σπείραμε σε κάποια λακούβα, ολοκαίνουργια. Μια άλλη φορά βουλιάξαμε στο χιόνι, αλλά καταφέραμε να βρούμε μερικά κομμάτια καλντεριμιού ανάμεσα στις κορδέλες του δρόμου. Τελικά όμως φτάναμε στα Χάνια από το χωματόδρομο, το μονοπάτι, κατέληξα, έχει χαθεί οριστικά στις διανοίξεις του δρόμου.
'Μα πού τα τραβολογάς τα παιδιά;' μου έλεγαν όσοι μας έβλεπαν. Πράγματι τα τραβολογούσα. Ειδικά τα τελευταία χιλιόμετρα τα έκαναν με δέλεαρ τα παιχνιδάκια που θα αγοράζαμε στα Χάνια. Ανεβαίναμε μέσα στα γλυκύτατα χάδια της φύσης και κατεβαίναμε κραδαίνοντας εκείνα τα χαρτόνια με πλαστικά σετ αστυνόμου, περίστροφα, χειροπέδες και δεν ξέρω τι άλλο. Αλλά ο κόπος και τα έξοδα, ακόμα και η πλαστικούρα, άξιζαν νομίζω. Θα φτιάχτηκαν και αναμνήσεις καλοχτισμένες σαν καλντερίμια, άφθαρτες σαν πλαστικό, με κείνους τους μεγάλους περιπάτους.
Ρωτούσα από τη μέρα που πρωτοέμαθα πως υπάρχει, πού βρίσκεται το μονοπάτι για τα Χάνια. Τι το θέλεις; μου απαντούσαν οι Δρακειώτες, πάει τώρα αμαξιτός εκεί. ΄Έλα όμως που εγώ ήθελα το καλντερίμι, την ομορφιά και την πρόκληση. Και δώστου ξεκινούσα από την πλατεία κι ανέβαινα, και δώστου χανόμουν στις κορδέλες του αμαξιτού, και δώστου ξανάρχιζα. Οι οδηγίες ήταν ασαφείς, οι γνώμες διίσταντο.
Όταν βγήκε το βιβλίο του Χαρατσή, είπα, τέλειωσαν τα ψέμματα, τώρα θα το βρω. Πήρα και τα παιδιά μαζί. Μια φορά χαθήκαμε σε ένα ρέμα, κάτι νόστιμα γαντάκια που φορούσαν, γιατί ήταν και χειμώνας, τα σπείραμε σε κάποια λακούβα, ολοκαίνουργια. Μια άλλη φορά βουλιάξαμε στο χιόνι, αλλά καταφέραμε να βρούμε μερικά κομμάτια καλντεριμιού ανάμεσα στις κορδέλες του δρόμου. Τελικά όμως φτάναμε στα Χάνια από το χωματόδρομο, το μονοπάτι, κατέληξα, έχει χαθεί οριστικά στις διανοίξεις του δρόμου.
'Μα πού τα τραβολογάς τα παιδιά;' μου έλεγαν όσοι μας έβλεπαν. Πράγματι τα τραβολογούσα. Ειδικά τα τελευταία χιλιόμετρα τα έκαναν με δέλεαρ τα παιχνιδάκια που θα αγοράζαμε στα Χάνια. Ανεβαίναμε μέσα στα γλυκύτατα χάδια της φύσης και κατεβαίναμε κραδαίνοντας εκείνα τα χαρτόνια με πλαστικά σετ αστυνόμου, περίστροφα, χειροπέδες και δεν ξέρω τι άλλο. Αλλά ο κόπος και τα έξοδα, ακόμα και η πλαστικούρα, άξιζαν νομίζω. Θα φτιάχτηκαν και αναμνήσεις καλοχτισμένες σαν καλντερίμια, άφθαρτες σαν πλαστικό, με κείνους τους μεγάλους περιπάτους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου