Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Σαράντα χρόνια μαθητεία

Η αλήθεια είναι ότι συμπαθώ ιδιαίτερα την εικοσάχρονη που ξεκινά τις διακοπές της πριν σαράντα χρόνια χωρίς να υποψιάζεται ούτε τι θα ζήσει, ούτε από τι θα απαλλαγεί. Το τελευταίο που περιμένει είναι ότι μέχρι το φθινόπωρο η Χούντα θα έχει πέσει, ότι θα τρέχει μέσα στη ζέστη στο Ελληνικό να υποδεχτεί τον Μίκη Θεοδωράκη, θα στριμωχτεί για να του σφίξει το χέρι και θα το καταφέρει, ότι θα περάσει το φθινόπωρο μήνες και μήνες σε αμφιθέατρα με ατελείωτες πολιτικές συζητήσεις χωρίς τον κίνδυνο να μπουκάρουν από μια πόρτα ομάδες τραμπούκων και να σπάσουν κεφάλια, όπως είχε γίνει την τελευταία φορά στο Χημείο της Θεσσαλονίκης, ότι θ' ανοίξει επιτέλους η πόλη αυτή στα μάτια της, η Θεσσαλονίκη, που μέχρι τώρα ήταν σαν ταφόπλακα από πολυκατοικίες με αγριόχορτα παλιών ανεξήγητων σπιτιών γύρω τους.
Παίρνει το πλοίο παρέα με την κολλητή της από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης για τη Σκύρο με ένα μικρό σακκίδιο κι ένα σλίπιν μπαγκ. Οι στίχοι του Ελύτη περί των νησιών με όλες τις μουσικές τους επενδύσεις είναι στο μυαλό της ολόφρεσκοι και τη συνοδεύουν ακατάπαυστα. Φαντάζεται την ελευθερία, τη δημοκρατία που δεν ελπίζει να δει σύντομα, κάπως σαν τον εαυτό της στο νησιώτικο τοπίο, ξένοιαστη, λιτή, χαρούμενη, ηλιόλουστη, με το σώμα ελεύθερο να δοκιμάζει χαρές, την ψυχή ελεύθερη να δοκιμάζει έρωτες, το μυαλό οπλισμένο με δυο ξένες γλώσσες να συνεννοείται με κάθε νεαρό ρομαντικό τουρίστα που αναζητά την ίδια απόλυτη ελυτική αλήθεια στο υπέρλαμπρο τοπίο (έστω κι αν δεν ξέρει τον Ελύτη). Είναι η εποχή που οι Χίππις έχουν αρχίσει να κουράζονται, να δυσφημούνται επίσης, τα κοινωνικά κινήματα να προβληματίζονται, αλλά τίποτε περί καμπής δεν έχει περάσει στη στερημένη ντόπια φοιτήτρια που παρακολουθούσε υποχρεωτικά τις εορτές περί πολεμικής αρετής των Ελλήνων στο Στάδιο όταν οι τόσο όμοιες στην όψη φίλες που κάνει στο καράβι και τα νησιά, έτρεχαν στο Μάη του 68, έστηναν κοινόβια ακραίου κοινωνικού πειραματισμού, έκαιγαν τα σουτιέν τους, κλπ κλπ.
Συμπαθώ τη νεαρή επειδή είναι νέα και αφελής. Δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς συμβαίνει με την επιστράτευση για την Κύπρο, αν και παρακολούθησε τα νέα για το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Φοβάται πολύ όταν μπαίνει σε άλλο καράβι από άλλο νησί για να γυρίσει πίσω στην Αθήνα. Τι περιμένει τη χώρα αυτή σ' έναν πόλεμο που δεν είχε καμιά δικαιολογία να ξεκινήσει;  Αποφάσισε να παίξει την "πολεμική της αρετή" έξω από το Καλλιμάρμαρο, με αληθινές ζωές ανθρώπων. Επτά χρόνια έβλεπε τη χούντα σαν χούντα, δεν πίστεψε το 'πείραμα Μαρκεζίνη', κανείς δεν το είχε πιστέψει. Τώρα η χούντα έχει σκληρύνει περισσότερο, αλλά δεν μπορεί να το συνδυάσει με τα προηγούμενα, με τις προθέσεις της χούντας, με το τι επιδιώκει ανατρέποντας τον Μακάριο. Είναι όπως οι συνομήλικοί της – και λίγο μεγαλύτεροι- που επιστρατεύονται και φέρονται στο στρατό ακριβώς όπως στην ταινία του Περράκη, σαν από άλλο κόσμο. Είναι από άλλο κόσμο.  Ίσως όλοι τους να πιστεύουν εξίσου ρομαντικά ότι δεν έχει παρά να ξεκουμπιστεί η χούντα, τόσο ηλίθια, τόσο οπισθοδρομική, τόσο ακαλαίσθητη και αυταρχική, για να εγκατασταθεί η ελευθερία ακριβώς όπως την υμνεί, όχι ο Σολωμός αλλά ο Ελύτης. Μοντέρνα και τολμηρή, ευρωπαϊκή πιο πολύ από την Ευρώπη, σάμπως δεν είναι εδώ η κοιτίδα της Ευρώπης; πάνδημη και ενθουσιώδης.
Σαράντα χρόνια μετά βέβαια η αφέλεια έχει γίνει επίγνωση, χαμογελώ επιεικώς μ' αυτή την εικοσάχρονη. Διαπίστωσε στο μεταξύ πως ούτε η Ελλάδα, ούτε οι Έλληνες, ούτε η ελευθερία και η δημοκρατία, ούτε καν η χούντα ήταν όπως νόμιζε. Μάλιστα οι ιδέες της, οι γοητευτικές εκείνες -ως απαγορευμένες και ηττημένες κομμουνιστικές ιδέες- μπορεί να ήταν κι επικίνδυνες αν εφαρμόζονταν, το χώνεψε κι αυτό. Άλλο τα νησιά στις διακοπές, άλλο οι πόλεις το χειμώνα. 
 Ωστόσο, παρά τις δυσκολίες, παρά την πολυπλοκότητα της Δημοκρατίας, παρά την κρίση, παρά τις απογοητεύσεις και τις πικρές διαπιστώσεις, τη νύχτα της επετείου της Μεταπολίτευσης θα ήθελα να πάω σε μια γιορτή για τη Δημοκρατία, σε κήπο κατά προτίμηση, όπως έκανε παλιά ο πρόεδρος της, και να γιορτάσω με τον ενθουσιασμό, με τη χαρά εκείνης της νύχτας που την υποδεχτήκαμε σαν ανέλπιστο δώρο, αυτό το πολύτιμο απόκτημα, τη Δημοκρατία.

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Ταξιδεύουμε πάντα στο παρελθόν

Κάθε ταξίδι είναι ταξίδι στο χρόνο, ταξίδι στο παρελθόν. Βλέπουμε τις ξένες χώρες όπως βλέπουμε αστέρια στον ουρανό που μπορεί να έχουν σβήσει.
Ξέρουμε από παιδιά τα ονόματα των πόλεων, τα μνημεία και τα μεγάλα αξιοθέατα, Υπομονετικά περιμένουμε σε ουρές για να τα δούμε με τα μάτια μας. Λες κι αμφιβάλουμε αν βρίσκονται στη θέση τους. Ιερή στιγμή της τρισδιάστατης διαπίστωσης, τίποτε δεν την αντικαθιστά, ούτε το σινεμά, ούτε η φαντασία.
Τα ταξίδια στην Ευρώπη είναι κατ' εξοχήν ταξίδια στην Ιστορία, οι ευρωπαίοι φροντίζουν και αναδεικνύουν το παρελθόν τους. Όσο το αντέχουν βέβαια, ας πούμε στο Παρίσι δεν υπάρχει οδός Ροβεσπιέρου, είναι απόφαση του συμβουλίου της πόλης. Η μνήμη του ναι, οδός όχι.
Το Εδιμβούργο δεν είναι γνωστό ακριβώς για τα μνημεία του, είναι ολόκληρη η πόλη που προσφέρει γνήσιο μεσαιωνικό περιβάλλον για καθημερινή χρήση. Οι φοιτητές του ζουν ανάμεσα σε κτίρια στυλ Χόγκουαρτς, του σχολείου του Χάρυ Πότερ, σαν αληθινοί μαθητευόμενοι μάγοι. Κι η Ρόουλινγκ εδώ έγραψε το βιβλίο της, χαζεύοντας το κάστρο από το παράθυρο του καφενείου το οποίο τώρα έχει ουρά πελατών που θέλουν να καθήσουν λίγο στο τραπέζι της.
Αιματηρά γεγονότα του παρελθόντος, πολλές θρησκευτικές διαμάχες, πολλοί πόλεμοι ανεξαρτησίας, αναφέρονται ανελλιπώς σε εντοιχισμένες πλάκες, επιγραφές, αγάλματα, μνημεία. Ίσως η συνήθεια αυτή να είναι το φυλαχτό της Ευρώπης από τους πολέμους του μέλλοντος. Ίσως όμως να φτιάχτηκαν στην αρχή για τον αντίθετο λόγο, να εξάπτουν τα πάθη. Ποιος μπορεί να ξέρει; Πάντως τώρα οι ευρωπαίοι είναι τόσο απομακρυσμένοι από τα πάθη που μνημονεύονται στις πόλεις τους, ώστε λειτουργεί αποτρεπτικά η μνήμη.
Είμαι περίεργη για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος περί απόσχισης από το Ηνωμένο Βασίλειο που θα γίνει στη Σκωτία το Σεπτέμβριο. Θέλω να μην αποσχιστεί. Όπως το βλέπω εγώ, αν αποφασίσουν να παραμείνουν στο Η.Β. οι Σκωτσέζοι θα αποδείξουν ότι έχουν ξεπεράσει τα πάθη του παρελθόντος, τον εθνικισμό που πια δεν προσφέρει τίποτε. Κι αυτό μου φαίνεται μεγάλη πρόοδος, για όλη την Ευρώπη.

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Μια ήσυχη φωνή, μια περήφανη δασκάλα

Ήταν πριν πέντε χρόνια που γνωρίσαμε τη Δέσποινα- Σοφία Στάμος, Ελληνοαμερικανίδα χορεύτρια και χορογράφο που ζει στη Νέα Υόρκη και είχε έρθει να στήσει μια παράσταση στη χώρα καταγωγής της. Αναζητούσε χορευτές απ' όλο τον κόσμο, για την ακρίβεια ανθρώπους που θα ήθελαν να χορέψουν, όχι επαγγελματίες απαραίτητα.
Προσφέραμε από τότε μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες στην Αγορά της Κυψέλης, κι αυτό το είχε μάθει, εκεί λοιπόν σκέφτηκε να ρωτήσει αν κάποιος ενδιαφερόταν να χορέψει μαζί της. Μιλήσαμε στους μαθητές και τις μαθήτριές μας, εξήγησε κι η ίδια τι ήθελε, πολλοί θα ήθελαν να δοκιμάσουν, όλοι ντρέπονταν. Παροτρύναμε τους μαθητές να ξεπεράσουν τη συστολή τους, τελικά, μετά από αρκετές προσπάθειες πήγαν αρκετοί στην ομάδα της Δέσποινας- Σοφίας και είδαμε στην Αγορά, λίγους μήνες μετά, μια πολύ ωραία παράσταση με θέμα το πέρασμα από τη χώρα τους στη δική μας. Την ίδια την ιστορία τους δηλαδή, εκφρασμένη από κινήσεις που έμαθαν να κάνουν, ή ανακάλυψαν και εμπιστεύτηκαν μόνοι τους. Ήταν μεγάλη πρόοδος για τα παιδιά αυτά που φοβούνταν ν' ανοίξουν το στόμα τους να μιλήσουν, και βέβαια η σωστότερη προσέγγιση, αφού με τη γλώσσα του σώματος εκφράζονταν πολύ καλύτερα, έχοντας την ευκαιρία να αποταθούν στην ταλαντούχα χορογράφο που ήξερε να καταλαβαίνει και να αναδεικνύει.
Κι ύστερα πολλοί απ' αυτούς συνέχισαν την προσπάθεια να μάθουν χορό και χορευτική έκφραση με διάφορους τρόπους, και μερικοί τα κατάφεραν εξαιρετικά. Και να, που την Τρίτη το βράδυ μπορέσαμε να δούμε δύο απ' αυτούς στην παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών A quiet voice, σε σκηνοθεσία της αλβανίδας χορογράφου Ερμίρα Γκόρο, που είχε θέμα πάλι, κατά κάποιο τρόπο, αυτό το πέρασμα. Αυτή τη σκληρή ιστορία που ζουν προσπαθώντας να φτάσουν, να ζήσουν και να δουλέψουν στην Ελλάδα και στην Ευρώπη οι πρόφυγες και οι μετανάστες, και που τη ζούμε εμείς πεισματικά από την άλλη μπάντα, ως αμυνόμενοι σε εισβολείς.
H παράσταση ήταν εξαιρετική, κι ήταν όπως έλεγε ο τίτλος της: Μια ήσυχη φωνή. Χωρίς κραυγές, χωρίς ούτε μια στιγμή ευκολίας ή κοινοτοπίας, τα σώματα των ανθρώπων είπαν όλη την ιστορία τους κι όχι μόνο τη δική τους, χωρίς τη χρήση ούτε μιας κατανοητής λέξης. Ίσως υπήρχαν μαγικά ξόρκια που επένδυαν τη μουσική του Κυπουργού, άλλο μαγικό έργο, θα έπαιρνα όρκο ότι ήταν κάποια βαλκανικά ή αφρικανικά φολκλόρ μπερδεμένα με την αφέλεια τολμηρού παιδιού. Κι όλ' αυτά χωρίς καν ξεκάθαρες αναφορές σε εικόνες μετανάστευσης. Το θέμα είναι τόσο δραματικό που καλλιτεχνικά στήνει παγίδες εύκολης συγκίνησης, κι όμως στην παράσταση αυτή ήταν σα να το αντιμετώπιζες πρώτη φορά, να ανακάλυπτες πρώτη φορά αυτό που ζεις δίπλα του μια ζωή και το αγνοείς.
Δεν ξέρω πού να κατατάξω το έργο, στο μοντέρνο χορό, σε κάτι άλλο; Ίσως οι θεατές που γέμισαν την αίθουσα και τις δυο βραδιές και χειροκρότησαν θερμά για πολλή ώρα, όλοι αυτοί οι νέοι που, αρέσει δεν αρέσει, ήδη διαμορφώνουν την πολυεθνική πρωτεύουσα, να ξέρουν περισσότερα.
Εμένα με πλημμύριζε συγκίνηση, να βλέπω ανάμεσα στους χορευτές τους παλιούς μαθητές μου, να αναπτύσσουν στη μεγάλη σκηνή το ταλέντο της παρουσίας τους, να καμαρώνω τις κινήσεις τους, την έμφυτη και την επίκτητη αρμονία τους, να αναλογίζομαι την πορεία που κατάφεραν να διανύσουν, τόσο διαφορετική από άλλων συντρόφων τους που ακόμα δεν βρίσκουν μέσα έκφρασης, και τόσο ίδια με όλων βέβαια αφού ακόμα δουλεύουν στις πιο βαριές κι ανθυγιεινές δουλειές. Ανήκουν πια στο δυναμικό της (αθηναϊκής; ελληνικής; ευρωπαϊκής; παγκόσμιας;) τέχνης, κι αυτό χάρις στην Ελληνοαμερικανίδα Δέσποινα -Σοφία που τους είχε αναζητήσει πριν πέντε χρόνια, και χάρις στο Σχολείο της Αγοράς όπου μπόρεσε να έρθει να τους συναντήσει. (Και χάρις σ' εμάς τις δασκάλες που πιέζαμε να δοκιμάσουν. Να τα λέμε κι αυτά!)
Κάπου διάβασα ότι το Φεστιβάλ Αθηνών επειδή φέτος προσπαθεί να κάνει οικονομία, στρέφεται περισσότερο προς τις ντόπιες δυνάμεις. Κι έτσι ανακαλύπτουμε πράγματα που μπορεί να χάνουμε ενώ βρίσκονται δίπλα μας, και ζουν ανάμεσά μας, αλλά δεν βρίσκουν τρόπο να μας προσεγγίσουν. Ένα τέτοιο ρόλο αν καταφέρει να παίξει το Φεστιβάλ Αθηνών, με τόλμη και φαντασία, χαλάλι όλα τα διεθνή αστέρια που μπορούμε να τα βλέπουμε και στις οθόνες.

Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

Αλλάζουν οι άνθρωποι


Βρήκα ελεύθερο τραπέζι στο πατάρι με θέα, στο καφενείο του βιβλιοπωλείου Waterstones στο Εδιμβούργο, και χάζευα το κάστρο της πόλης προσπαθώντας ν' απαντήσω στο δύσκολο δίλημμα: τι να προτιμήσει κανείς όταν βρίσκεται σε τόσο σπάνια προνομιακή κατάσταση, το διάβασμα, ή το χάζεμα; Το χάζεμα προφανώς, διότι διάβασμα κάνεις και στο σπίτι σου. Καθώς εντρυφούσα στο βαθύ αυτό φιλοσοφικό ερώτημα, φτάνει μια παρέα ελληνίδες με σακούλες από ψώνια και εγκαθίσταται παραπλεύρως όλο χαρά- όλο ζωή. Σε τρία λεπτά τα έμαθα όλα, τι είχαν ψωνίσει, αν είχαν παζαρέψει σωστά, πότε έφευγαν, πότε είχαν έρθει, κλπ. Παράτησα την προσπάθεια να διαβάσω και αποφάσισα υπέρ του χαζέματος της θέας από το παράθυρο, συνοδεία ελληνικής φλυαρίας. Διασκέδαζα που δεν καταλάβαιναν ότι τις καταλάβαινα, αναρωτιόμουν αν η φασαρία που έκαναν θα εντυπωσίαζε άλλους θαμώνες, και γενικά είχα ένα τρίτο θέμα να απασχολεί τα φιλοσοφικά μου ενδιαφέροντα, όταν ξαφνικά μία από τις τρεις τους σηκώνει τα μάτια στο περιβάλλον, κοιτάζει εμένα και καναδυό άλλους μοναχικούς με βιβλία, και λέει:
“Κορίτσια, δεν πρέπει να φωνάζουμε! Εδώ οι άνθρωποι διαβάζουν!”
Οι άλλες δεν απάντησαν, και το τελευταίο που περίμενα να συμβεί ήταν να χαμηλώσουν λίγο -λίγο τις φωνές μέχρι να φτάσουν να ψιθυρίζουν. Κι όμως αυτό συνέβη. Ανεπαίσθητα στην αρχή, κι ύστερα όλο και πιο εντυπωσιακά, χωρίς σχόλια, τα πληθωρικά κορίτσια κατέβασαν την ένταση τόσο πολύ που ούτε κι εγώ τις άκουγα πια, κι ας καθόμουν δίπλα τους. Έμειναν στη μέση όλες οι ιστορίες τους που είχα αρχίσει να παρακολουθώ, τι έγινε με τον άντρα της μιας που βαριόταν τα αξιοθέατα, τον έπεισαν να πάει στο μουσείο; Κι εκείνο το ακριβό ουίσκι, τι θα έκαναν τελικά, θα συνέχιζαν να το ψάχνουν φτηνότερο, ή θα ενέδιδαν να το πάρουν από τον τουριστικό δρόμο;
Έτσι μου ήρθε να σηκώσω εγώ τη φωνή μου αυτή τη φορά: Κορίτσια μην ανησυχείτε, πατριωτάκι είμαι κι εγώ, αν την κάνετε για μένα την ησυχία, αφείστε την, εκφραστείτε ελεύθερα, μην καταπιέζεστε, μια φωνή την έχουμε, και δεν τα έχουμε και κάθε μέρα τέτοια ταξίδια, δεν τις ζούμε συχνά πια τέτοιες προνομιακές μέρες, αφείστε το γέλιο σας μωρέ ελεύθερο, που ψαρώσατε με μια έκδοση τσέπης που είδατε στα χέρια! Σιγά πια! Κι εγώ χάζι κάνω, και συγγνώμη κιόλας που δεν έδωσα γνωριμία με την πρώτη, αλλά είμαστε τόσο πολλοί παντού, γέμισε ο κόσμος έλληνες, οι νέοι δουλεύουν, οι μεγάλοι συμπαρίστανται και περιηγούνται λιγάκι όπως καλή ώρα, καταλαβαίνετε, δεν ήθελα να το κάνω θέμα που σας άκουσα, ωστόσο σας χαιρόμουν, αλήθεια!
Φυσικά δεν είπα τίποτε, μάλιστα επέστρεψα στο διάβασμα για να μην εκνευρίζομαι από την ησυχία που είχε επικρατήσει. Μια ώρα μείναμε ακόμα, εγώ τέλειωσα το βιβλίο, εκείνες τέλειωσαν τους καφέδες, έφυγαν πρώτες στις μύτες των ποδιών για να μην ενοχλήσουν, κι έμεινα να θαυμάζω τις ικανότητες προσαρμοστικότητας των ανθρώπων που θεωρούνται γενικά αδιόρθωτοι και κολλημμένοι στις συνήθειες τους. Λάθος. Αλλάζουν οι άνθρωποι όταν θεωρήσουν ότι χρειάζεται.

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Θεραπευτικό ποδόσφαιρο

Πριν από πολλά χρόνια είχε προσπαθήσει ένας φίλος να με μυήσει στο ποδόσφαιρο, ανεπιτυχώς. Με είχε λυπηθεί που το συνέδεα με την κατάθλιψη των απογευμάτων της Κυριακής, εκείνη τη φωνή που παθιαζόταν για ακατανόητους λόγους στα ραδιόφωνα της γειτονιάς όταν ήμουν παιδί, σαν μελαγχολικό τροπάριο, και μου προκαλούσε σφίξιμο στο στομάχι. Προσπάθησα κι εγώ να μάθω να παρακολουθώ, να ξεπεράσω εκείνη την αλλεργία. Δεν τα κατάφερα. Αν δεν παίξεις ένα παιχνίδι, ή δεν το μάθεις από παιδί, μετά δύσκολα καταλαβαίνεις τη χαρά του. Ηταν ένα βήμα, πάντως.

Κάποια στιγμή διάβασα και το διάσημο δοκίμιο περί της μετάθεσης του πολέμου σε συμβολικό επίπεδο μέσα στο γήπεδο, κι είχα ελπίσει πολλά για την ανθρωπότητα. Πραγματικά, αν όλος ο κόσμος παίζει μπάλα και ξεθυμαίνει την επιθετικότητά του, δεν θα χρειάζεται να πολεμά κανείς. Μόνο που η θεωρία αυτή προϋποθέτει έθνη κάπως οργανωμένα, σε κράτη κατά προτίμηση, που αναπαράγουν συμβολικά διαμάχες, και δεν πιάνει σε τύπους σαν τους ακραίους τζιχαντιστές που ανακήρυξαν το νέο χαλιφάτο στη Ράκα μια μέρα πριν η Ελλάδα χάσει στα πέναλτι στο Μουντιάλ. Αν και Παγκόσμιο δηλαδή, το Κύπελλο ακόμα αφήνει κάποιες επιθετικότητες απ' έξω, πολλές επιθετικότητες δυστυχώς. Δεν μπορεί να τις καλύψει όλες, στο κάτω κάτω παιχνίδι είναι, πόσα θαύματα να κάνει πια;

Την Κυριακή το βράδυ παρακολούθησα το ματς στο Εδιμβούργο, σε βραζιλιάνικη παμπ, πολύ πιο συμπαθητική από τις γνήσιες βρετανικές όπου γινόταν χαμός. Είχε ωραίους φτηνούς μεζέδες και οι φίλαθλοι της οικογένειας, συντριπτική πλειοψηφία, είχαν σχεδόν απαρτία κι έπιναν μπίρες και φώναζαν και παθιάζονταν κάτω από τα γεμάτα κατανόηση βλέμματα των υπόλοιπων θαμώνων. Στον τοίχο η οθόνη σκέπαζε την τοιχογραφία του προσώπου μιας Βραζιλιάνας ντυμένης όπως στο Καρναβάλι του Ρίο, με χρυσοποίκιλτο στηθόδεσμο. Επωφελήθηκα από μερικές έξτρα αγκαλιές την ώρα του ελληνικού γκολ και έφαγα αρκετές αθέλητες σκουντιές και γεμάτα αγωνία σφιξίματα μπράτσων τις ώρες της έντασης. Εχω μάλιστα την εντύπωση ότι κατάλαβα επιτέλους την περίφημη αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι. Στο τέλος οι Σκοτσέζοι, Αγγλοι, Βρετανοί γενικώς, Βραζιλιάνοι πιθανώς, και δεν ξέρω τι άλλο, μας έσφιξαν το χέρι χαμογελώντας, λες και ήμασταν οι προπονητές της ομάδας.

Ως τώρα ήξερα το ποδόσφαιρο που ενώνει αγνώστους, να όμως που δουλεύει και με γνωστούς. Φτιάχνει εξαιρετικές περιστάσεις προς χρήση των ανιόντων που αναζητούν ευκαιρίες να συναντούν τους κατιόντες. Οχι βέβαια ότι θα μπορώ να ταξιδεύω στα μέρη όπου ζουν τα παιδιά μου σε κάθε ματς της Εθνικής, αλλά ίσως να τηλεφωνιόμαστε, ή να συμφωνήσουμε να ανταλλάσσουμε φωτογραφίες, κάτι τέλος πάντων. Ας πούμε, να κάθομαι να βλέπω τον αγώνα. Ακόμα κι αυτό μπορεί να το κάνω. Γιατί όχι; Είναι ωραίο να αλλάζει κανείς, έστω κι αν αισθάνεται πως χάνει κάτι που έχει υπερασπιστεί και που τον χαρακτηρίζει. Η πατρίδα είναι πιο γλυκιά όταν είσαι μακριά, κι αν καταφέρνω να μεταφέρομαι νοερά κοντά στους ξενιτεμένους μου, κάποια θεραπευτική ιδιότητα θα ανακαλύψω.

Ιπτάμενες γιαγιάδες

  Σηκώνω το εγγόνι μου αγκαλιά να πάμε στην αλλαξιέρα και καθώς το μικρό του βάρος πλημμυρίζει το σώμα μου, προφέρω ασυναίσθητα τις χαϊδευτι...