Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

Συνάντηση με τον Φ.

Εχτές σε μια από τις γιορτές για την Παγκόσμια μέρα κατά του ρατσισμού, συνάντησα τον παλιό μου μαθητή από τη Σενεγάλη. Ήταν ένα πρόσωπο που δεν θα μπορούσε να ξεχαστεί, γιατί είχε εντυπωσιακή αντίληψη, είχε μάθει να διαβάζει γρήγορα, καταλάβαινε τους κανόνες της γραμματικής και τους χρησιμοποιούσε σωστά. Η ευτυχία του δασκάλου.
 Κάποια στιγμή είχε χαθεί από την τάξη και μετά εμφανίστηκε πάλι. Μου είπε ότι είχε μείνει λίγο καιρό στη φυλακή με τη απειλή απέλασης, αλλά τον είχαν τελικά αφήσει. Μόνο τότε πρόσεξα ότι ήταν κουτσός, το ένα πόδι κοντύτερο από το άλλο. Πώς μου είχε διαφύγει νωρίτερα; Ήταν μια γενικότερη αλλαγή που του συνέβη μετά τη φυλακή και τον έκανε να σέρνει το βήμα;
Από τότε δεν ξαναέγινε τακτικός στα μαθήματα. Το ύφος του άλλαξε, δεν συγκεντρωνόταν, το βλέμμα του συνέχεια είχε μια συγκατάβαση, ναι ξέρω ότι κάνεις ότι μπορείς, αλλά δεν μπορείς τίποτε για μένα, αυτό μου έλεγε βουβά. Κάποια στιγμή μου είπε ότι ψάχνει δουλειά, κάποια άλλη ότι ήταν άρρωστος. Ερχόταν χωρίς βιβλία και τετράδια. Τελικά εξαφανίστηκε τελείως.
Τον ξανάδα χτες και άρχισα πάλι εγώ το τροπάριο, έλα στο Σχολείο να μάθεις ελληνικά, θα σε βοηθήσουν, θα δεις, μην τα παρατάς. Με κοίταξε πάλι με το συγκαταβατικό χαμόγελό του, το «δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για μένα κι ας έχεις καλές προθέσεις» έσουρε το πόδι του κι έφυγε. Πέτυχε να τον τσακίσει αυτόν η περιρρέουσα εχθρική ατμόσφαιρα, σκέφτηκα, τον ξεδόντιασαν και δεν έχει πια διάθεση να αγωνιστεί πέρα από την επιβίωση. Ίσως κι οι παρέες του δεν τον κρατάνε όσο χρειάζεται, βλέπεις οι μετανάστες είναι τόσο ευάλωτοι, αν δεν είναι πολλοί μαζί πρέπει να είναι πολύ ισχυροί ψυχικά για να μην παραιτηθούν εντελώς από κάθε προσπάθεια.
Ίσως είναι μάταιο αυτό που κάνουμε, αυτή η τόσο μικρή προσφορά σε τόσο ελάχιστους από όσους και το κράτος με τους απαράδεκτους νόμους και οι άνθρωποι με την ρατσιστική νοοτροπία ταλαιπωρούν καθημερινά και προσπαθούν να διώξουν. Ίσως προσφέρουμε ένα μικρό άλλοθι σε κράτος και κοινωνία, ορίστε δεν είμαστε ρατσιστές όλοι, τους μαθαίνουμε ελληνικά! Ύστερα ποιος περιμαζεύει τα ψυχικά ερείπια που δημιουργεί η έχθρα και η καταδίωξη;
Ωστόσο άγγιξα τον ώμο του πριν τον αφήσω να φύγει, του ξαναείπα, έλα λοιπόν, θα δεις, με τα ελληνικά κάτι θα γίνει, πριν με χαιρετήσει με το πικρό του χαμόγελο. Μπορεί κάποια μέρα να ξυπνήσει πιο μαχητικός, να ψάξει να θυμηθεί τι μπορεί να του προσφέρει αυτή η άσχημη πόλη, και να έρθει ξανά στα μαθήματα ελληνικών. Πρέπει να ελπίζει κανείς, τι άλλο να κάνει;

Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

Ταξίδι με το τραίνο


Κάθε φορά που ταξιδεύω με τρένο θυμάμαι ταξίδια παλιότερα. Λες και το τρένο δεν είναι μέσο μετακίνησης στον χώρο αλλά στον χρόνο, παιχνίδι αναμνήσεων που παρέχονται με έξτρα κρατικές δαπάνες. Αυτό πια το λένε κάθε μέρα σε πρώτους, δεύτερους και τελευταίους τίτλους, και είναι κρίμα που ενώ το κράτος έχει ξοδέψει τόσα λεφτά για να συντηρεί τα τρένα, εμείς τα χρησιμοποιούμε τόσο σπάνια. Θα έπρεπε να εκτιμάμε περισσότερο την πολυτέλεια που πληρώνουμε ούτως ή άλλως αδρά. Για φανταστείτε να θεωρηθεί δαπάνη απαράδεκτη για μια χώρα που την κατοικούν άνθρωποι τόσο προσηλωμένοι στα γιωταχί τους, και να προταθεί η διακοπή της λειτουργίας τους... Ένα σωρό μικρές γραμμές έχουν καταργηθεί τις τελευταίες δεκαετίες.
Ίσως να ορίσουμε μια μέρα χρήσης τρένου και να τρέχουμε όλοι μαζί να τα ενισχύσουμε, για να μη μας τα κλείσουν καταπολεμώντας τα σκάνδαλα και χάσουμε αυτήν τη θαυμάσια ευκαιρία. Ταξίδι στον χώρο, που είναι γύρω από τις γραμμές διαφορετικός από τον χώρο γύρω από τις οδικές αρτηρίες, και ταξίδι στον χρόνο, για λόγους που ακόμα δεν έχω καταφέρει να τους εξηγήσω. Ίσως να έχει κάποια σχέση με τη συχνότητα της παραίτησης από την προσωπική ευθύνη μετακίνησης, (που έχει γίνει πλέον αραιότητα), η οποία αλλάζει και τους βιολογικούς ρυθμούς. Αντί να μετράς στο σώμα σου κάθε δευτερόλεπτο που χάνεις ή που κερδίζεις με το τιμόνι στο χέρι, την αναμέτρηση με τις νταλίκες ας πούμε, ή με το γκάζι και την επιτάχυνση, το αφήνεις να χαλαρώσει, το εμπιστεύεσαι σε οδηγούς που δεν τους βλέπεις καν, που κι αυτοί ακολουθούν την παντοδύναμη γραμμή.
Και τις κερδισμένες ώρες, όσο και να τις έχει πληρώσει παραπανίσια ο ΟΣΕ, τις απολαμβάνεις κι εσύ σαν απρόσμενο μπόνους.

http://www.tanea.gr/gnomes/?aid=4565496

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

Aποδείξεις πονηριάς


Καθήσαμε στο καφενείο της Αδριανού, δίπλα στις γραμμές του Ηλεκτρικού, Κυριακή μεσημέρι με το κρύο. Στην απέναντι πλευρά είχε εκείνες τις σόμπες υγραερίου που σου ψήνουν το κεφάλι («έχε τους πόδας σου ζεστούς, την κεφαλήν σου κρύαν ίνα ποτέ σου ιατρού μην έχεις χρείαν» έλεγαν οι μαμάδες μας που δεν πήγαιναν τότε σε καφετέριες). Στην αποδώ πλευρά δεν είχε σόμπες και δεν είχε ελπίδες για πελατεία, μέχρι που πήγαμε εμείς. Μεγάλη παρέα, δεν χωρούσε αλλού, λουκούμι τους ήρθε στο μαγαζί. Τόσο μεγάλη παρέα, που με κάτι ψευτοκαφέδες πλήρωσε πάνω από 120 ευρώ. Πλήρωσε κι απόδειξη δεν πήρε.
«Απόδειξη παρακαλώ;» είπε ο αποφασισμένος να διεκδικήσει τα δικαιώματά του φίλος, και το αφεντικό κατέβασε τα μούτρα, εξαφανίστηκε, και μας άφησε στο κρύο. Περιμέναμε ωστόσο, δύσθυμα, μέχρι που ξαναφάνηκε με ένα μάτσο αποδείξεις. «Για να τις μοιραστείτε» μας είπε, και προς στιγμήν εντυπωσιαστήκαμε. Μήπως τον είχαμε παρεξηγήσει;
Ήταν εντάξει ο άνθρωπος, μας τις έκοψε και χωριστά για να μας εξυπηρετήσει όλους. Φύγαμε ευχαριστώντας, και καθώς περπατούσαμε εκείνος ο ίδιος ο ψείρας φίλος ρίχνει μια ματιά στα χαρτιά που είχε πάρει και λέει, «αυτά δεν είναι σημερινά!».
Κοιτάζουμε, ήταν όντως παλιές αποδείξεις, με ημερομηνίες ακόμα και του Φλεβάρη. Μετράμε τα ποσά, όλα μαζί ήταν λιγότερα από 30 ευρώ. Μικροποσά όλες, αποδείξεις ξεχασμένες στα τραπέζια από ξένους πελάτες προφανώς, που τις μάζευε για να τις δώσει σε κάποιον παράξενο σαν εμάς όταν θα της ζητούσε.
Δεν γυρίσαμε πίσω να κάνουμε καβγά, είχαμε πια απομακρυνθεί πολύ, αυτό εξάλλου περίμενε κι εκείνος. Γλίτωσε λοιπόν την απόδειξη για τα 120 ευρώ, μέρα μεσημέρι με τόσους πελάτες, με την αστυνομία να κυνηγά μετανάστες ως ατραξιόν μπροστά στους θαμώνες, κι απλώς μας χάλασε το κέφι  .[ ΑΝΑΛΩΣΙΜΑ ] ΤΑ ΝΕΑ 16-3-2010http://www.tanea.gr/gnomes/?aid=4565295

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

Ενα μακρινο ταξίδι

Την Κυριακή έκανε κρύο, αλλά την κάναμε τη βόλτα στην Ακρόπολη με τους μαθητές μας μετανάστες. Συναντηθήκαμε στις 11.00 το πρωί στο σταθμό της Ακρόπολης και ανεβήκαμε παρέα στο βράχο. Ήταν τόσο ευχαριστημένοι όλοι, που αντέξαμε να παγώσουμε εκεί πάνω στον αέρα για δυο γεμάτες ώρες, κι άλλες τόσες το πηγαινέλα.
Είχαμε ένα κέφι, τόση χαρά, δασκάλες και μαθητές. Ανάμεσα στους τουρίστες επιτέλους οι μετανάστες. Ανάμεσα στους ανθρώπους που ταξίδεψαν από μακριά μόνο και μόνο για να δουν την Ακρόπολη και να περάσουν καλά σε μια χώρα διαφορετική. Ανάμεσα στους ανθρώπους με ενδιαφέροντα, στους ανθρώπους με την πολυτέλεια της περιέργειας. Μερικοί ζουν χρόνια εδώ και ποτέ δεν σκέφτηκαν ότι δικαιούνται να αναρωτηθούν τι είναι αυτό το άσπρο πράγμα εκεί πάνω με τις κολόνες.
Οι μαθητές μας αυτή την Κυριακή ταξίδεψαν πολύ μακρύτερα από αυτούς που είχαν έρθει από την Αμερική ή από την Αυστραλία. Ταξίδεψαν σε μια άλλη κοινωνική τάξη, σε ένα άλλο κοινωνικό πρόσωπο. Διάβηκαν αόρατα σύνορα που τους περιζώνουν κάθε μέρα και ρίξανε μια ματιά σε έναν άλλον κόσμο. Εκεί όπου πας για ευχαρίστηση και μόρφωση, για ψυχαγωγία. Κι εμείς ήμασταν κάτι σαν μάγισσες που είχαμε κάνει αυτή τη μεταμόρφωση με το μαγικό μας ραβδί, και απολαμβάναμε την τεράστια δύναμή μας.
Δεν ξέρω αν κατάλαβαν την ξενάγησή μου, ανησυχούσε η Ελένη. Δεν πειράζει, και τίποτε να μην κατάλαβαν. Κατάλαβαν ότι μπορεί να πάει κάποιος τζάμπα στην Ακρόπολη τις Κυριακές του χειμώνα. Κατάλαβαν ότι έχει το δικαίωμα να ρωτά και να μαθαίνει, κατάλαβαν ότι υπάρχει κάποιο μονοπάτι που σε βγάζει έξω από τα υπόγεια για τα οποία προορίζεσαι, τη ρουτίνα που δέχεσαι όταν φτάνεις εδώ, τα χαμηλά μεροκάματα, την πλήξη, το μόχθο και τη δυστυχία. Κάτι σαν εκείνο το μυθικό μονοπάτι που από την Ακρόπολη οδηγεί στη θάλασσα.
Αξέχαστη μέρα. Κι όταν βρήκαν τα αγόρια μας αυτή την κούκλα Ρωσίδα, την έπεισαν να φωτογραφηθεί μαζί τους

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

Τα τραγούδια δεν ξεχνιούνται

Ενα βράδυ στο Βερολίνο λίγα χρόνια πριν, μας υποδέχτηκαν στο αεροδρόμιο οι φίλοι φίλων που θα μας φιλοξενούσαν και μας πήγαν στο σπίτι τους με μια πράσινη παλιά Μερσεντές. Δεν μου αρέσουν οι Μερσεντές, αυτή ήταν η τρίτη της ζωής μου που κατεγράφη σαν αγαπημένη. Και από τις πρώτες δύο, η μία ήταν εξίσου παλιά. Πήγαμε λοιπόν στο σπίτι εκείνο, όπου μας περίμενε η γυναίκα του, η οποία είχε μαγειρέψει και ο αχνός της κουζίνας έβγαινε από την εξώπορτα όταν την άνοιξε να μας υποδεχτεί.

Και απεδείχθη ότι για μέσα στο σπίτι τα ρούχα μας ήταν πολύ ζεστά και κοκκινίσαμε από τη ζέστη. Μετά το φαγητό έπαιξαν μουσική.

Ήταν μουσικοί και οι δύο, ο ένας έπαιζε πιάνο και η άλλη διάφορα όργανα, βιολί, βιόλα, κιθάρα...

Έπαιξαν ελληνικά τραγούδια. Τα είχαν με τα λόγια τους στα ελληνικά και τα ήξεραν απέξω. Τα τραγουδήσαμε μαζί. Εκείνοι τα θυμόνταν από την εποχή της χούντας, που θα πρέπει να ήταν πολύ νέοι, θα τα έλεγαν και αργότερα.

Είχαν τόμους ολόκληρους με ελληνικά τραγούδια, Θεοδωράκη και Χατζιδάκι και Λοΐζο και Μαρκόπουλο και διάφορους άλλους. Τα έπαιζαν όλα με τρομερή ευκολία. Εγώ τα θυμάμαι πάντα. Ακόμα κι αν ποτέ πάθω αμνησία, νομίζω θα τα θυμάμαι. Τραγουδήσαμε με τις ώρες, μέχρι που εξαντληθήκαμε. Είχα χρόνια να εξαντληθώ τραγουδώντας. Μου ερχόταν λίγο περίεργο να τραγουδάω Θεοδωράκη τόσο, όλα εκείνα τα αγωνιστικά τραγούδια που πια δεν τα λέω, άσχετα αν δεν τα ξεχνάω. Εκείνοι όμως τα ήθελαν και δεν έχασα την ευκαιρία.

Η κάθε παρτιτούρα ήταν μια έκπληξη, μια συνάντηση στις νότες και τους στίχους. Φοβάμαι μη μετανιώσουν κάποια μέρα για τόσα τραγούδια που έμαθαν, γιατί κι εκείνοι δεν θα μπορούν να τα ξεχάσουν.


https://www.tanea.gr/2010/03/11/opinions/analwsima-ta-tragoydia-den-ksexnioyntai/

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

Μερα της γυναίκας

Γιόρτασα την ημέρα της γυναίκας στις διαδρομές. «Δεν γιορτάζουμε, διεκδικούμε,» έγραφε μια αφίσα στα Εξάρχεια, αλλά τα κορίτσια απέναντι, στο λεωφορείο που πήγαινε σημειωτόν, δεν τη διάβαζαν.
-Το πρωί που ξυπνήσαμε του είπα, δε θα μου φέρεις λουλούδια σήμερα; Είναι η μέρα της γυναίκας!
-Και τι έκανε;
-Γκρίνιαξε, είπε κάθε μέρα βρίσκεις κάτι, μέρα της γυναίκας, μέρα του έρωτα, άλλη δουλειά δεν έχουμε!
-Ποια μέρα του έρωτα; Α, του Αγίου Βαλεντίνου!
-Ναι, κι εκείνη τη μέρα το είχε ξεχάσει και του το θύμισα εγώ πρωί- πρωί, οπότε με πήρε το βράδυ τηλέφωνο και με έβγαλε έξω.
-Ε, πάλι καλά. Μπορεί πάλι να σε πάρει το βράδυ…
Στους τοίχους κάτι άλλες γυναίκες σε σκίτσα σηκώνουν γροθιές, απειλούν και θυμώνουν με ποιητικές φράσεις, αλλά οι δυο συνεπιβάτισσές μου δεν ενοχλούνται. Κατεβαίνουν στην Ακαδημίας αφού έχουν αναλύσει διεξοδικά τις τιμές των ηλεκτρικών συσκευών σε όλα τα μαγαζιά της Αθήνας. Ετοιμάζονται να ανοίξουν νοικοκυριό.
Στη Βιβλιοθήκη μπροστά γίνεται χαμός, η Πανεπιστημίου κλειστή για τρίτη μέρα. όλες οι δουλειές και τα πηγαινέλα με τα πόδια για την εορτάζουσα παύλα αγωνιζόμενη γυναίκα της Αθήνας, καθώς και για τον άνδρα. Πάλι καλά που δεν είμαι και 80, σαν τη μάνα μου που πρέπει να πηγαίνει κάθε μέρα σε γιατρούς στο κέντρο και καταβασανίζεται..
Το βράδυ στο λεωφορείο 224 το μποτιλιάρισμα ξεκινά από τη Μπουμπουλίνας. Διασχίζοντας την Πατησίων βλέπουμε ότι την έχουν κλείσει μπροστά στη ΓΣΕΕ για τη μέρα της γυναίκας! Γίνεται ένας απίστευτος χαμός με τα αυτοκίνητα, ακούγονται τραγούδια του Λοΐζου, και το λεωφορείο κάνει μισή ώρα να στρίψει στη Μαυροματαίων. Κάθομαι δίπλα σε μια κοπέλα, όρθιοι κοντά μας δυο δικηγόροι συζητάνε δυνατά. Ο ένας είναι νεαρός, ρωτά τον μεγαλύτερο συνέχεια για το ένα και για το άλλο, αλλά το κάνει πιο πολύ σα να θέλει να ψαρεύει κομπλιμέντα. Η συζήτηση απογειώνεται σε σφαίρες θεωρητικές, κάθε τόσο πετιέται και μια κουβέντα για λεφτά αλλά για δισεκατομμύρια και πάνω, και μετά ξανά αρχίζει η προσέγγιση των νομικών θεμάτων. Γύρω τους ταλαίπωροι Κυψελιώτες περιμένουν να προχωρήσει το λεωφορείο να φτάσουν σπίτια τους, δυο μαύροι με σκουφιά μεταφέρουν τεράστιες τσάντες με εμπορεύματα, αλλά εκείνοι οι δυο λες και βρίσκονται σε καποια λέσχη, συνεχίζουν απτόητοι τη συζήτηση περί νομικών, επιχειρήσεων, κερδών, ερμηνειών και επιδόσεων. Ακούμε αμίλητες με τη διπλανή μου, περνάνε τα λεπτά και τα δεκάλεπτα, το λεωφορείο ακίνητο, η μέρα της γυναίκας κάτω σαδιστικά μας ταλαιπωρεί.
-Ναι, εμένα μου αρέσει να διεισδύω σε βάθος, είναι αλήθεια αυτό, λέει σε μια στιγμή ο νεαρός, κι εκεί πια δεν αντέχουμε, μας πιάνουν κάτι γέλια με τη διπλανή, τόσο ακράτητα και λυτρωτικά, που στο τέλος κλαίμε. Κι όσο οι δικηγόροι συνεχίζουν τη συζήτηση, τόσο γελάμε πια, κάθε τι που λένε μας φαίνεται αστείο, είναι αστείο μέσα σ' εκείνο το περιβάλλον, η επιμονή του νομικίστικου λόγου, η υπομονή ημών των πληβείων επίσης, όλα είναι για γέλια, αφού φαίνεται πως δεν είναι για κλάμματα.
Μισή ώρα μετά το λεωφορείο είναι ακόμα μπροστά στην ΑΣΟΕΕ. Οι δικηγόροι κάθισαν, τα γέλια μας κόπασαν, κουβεντιάσαμε λίγο με τη νεαρή κοπέλα που έβγαλε και μου έδωσε χαρτομάντιλο να σκουπίσω τα δάκρυα. Σε καλό μας, φτιάξαμε συκώτι από το γέλιο. Χρειάζεται τόσο πολύ στον οργανισμό, κι όλο ξεχνάμε τις τεχνικές να το προσφέρουμε στο ταλαίπωρο κορμί μας.
Τη γιορτάσαμε λοιπόν τη μέρα της γυναίκας.
 Μέρα μιας μαροκινής γυναίκας


ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στις 8 Μαρτίου 2010

http://www.tanea.gr/gnomes/?aid=4563933

Μέρα της γυναίκας στην Αθήνα, όπου η Καρίμα και η Χάφσα προσπαθούν να μάθουν ελληνικά και διαρκώς τις πιάνουν τα γέλια επειδή ίσως δεν έχουν δει τον εαυτό τους στον ρόλο μαθήτριας, να σκύβουν πάνω από βιβλία και τετράδια. Η μια είναι γιαγιά στα 34, παντρεύτηκε στα 16 και η κόρη της παντρεύτηκε στα 18.
Είναι πρόοδος, όπως και να το κάνεις.
Μου δείχνει τη φωτογραφία του εγγονιού, νεογέννητο στην αγκαλιά της μάνας του, που φορά σφιχτή λευκή μαντίλα.
Η γιαγιά Καρίμα πάντως βάφει τα μαλλιά της ξανθά και τα έχει ελεύθερα, με το λευκό της δέρμα μοιάζει Ευρωπαία. Έχει αφήσει πίσω της παιδιά και μαντίλες, εδώ στην Ελλάδα είναι μια ακόμα προλετάρια διαθέσιμη για φτηνές εργασίες, αλλά μαζί και χειραφετημένη γυναίκα, έστω μια σταλιά. Μπορεί το γέλιο της να μου βάζει τέτοιες ιδέες. Γελά με τον εαυτό της προφανώς, εγώ είμαι που βάφω τα μαλλιά μου, φοράω τζιν και περπατάω σε μια πόλη όπου κανένας δεν με ξέρει, είμαι γιαγιά εδώ όπου στα 34 πολλές γυναίκες που θέλουν να γίνουν μητέρες δεν το αποφασίζουν ακόμα, θα σκέφτεται και θα της φαίνονται όλα αυτά τόσο εξωφρενικά, τόσο αστεία.
Δεν ξέρω πώς βρέθηκε στην Ελλάδα χωρίς μαντίλα και χωρίς οικογένεια, μου είπε ότι χώρισε, δεν επεκτάθηκε σε λεπτομέρειες. Δεν είναι αξιοζήλευτη η κατάστασή της, μετανάστρια στο άγνωστο και χωρίς δουλειά, να αναζητά μεροκάματα, αλλά μέσα στην ανάγκη και ακολουθώντας δρόμους μεταναστευτικούς πέρασε από έναν κόσμο σε έναν άλλον, και σαν γιαγιά με το εγγόνι μακριά μπορεί να ζήσει μια καινούργια ζωή.
Σκύψε, Καρίμα, στο βιβλίο σου ξανά, μαζί με το εγγόνι μάθε κι εσύ να γράφεις, και γέλα όσο θες, τα γέλια είναι υγεία.

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...