Την άνοιξη του 2007 αρχίσαμε τα μαθήματα ελληνικών στην Αγορά της Κυψέλης. Είχαμε φτιάξει μια ομάδα που ήθελε με κάποιο τρόπο να ασχοληθεί με τους μετανάστες της γειτονιάς μας, τα μαθήματα ελληνικών ήταν ο πρακτικός τρόπος που βρήκαμε. Ξεκίνησε ένα τμήμα, έγινε αμέσως το δεύτερο και πολύ γρήγορα το τρίτο. Το επόμενο φθινόπωρο τα τμήματα έγιναν 15 και το μεθεπόμενο δεκαεννιά. Στο μπλογκ συντακτών της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ, στην οποία εργάζομαι, δημοσίευσα ορισμένα περιστατικά απο αυτή την εμπειρία. Τα μαθήματα συνεχίζονται και αυτό το φθινόπωρο.
Μαθήματα Ελληνικών : Σείσε Σισέ τα σείστρα
Άκουσα το όνομα Σισέ πρώτη φορά πρόπερσι, όταν ξεκινήσαμε τα μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες στην Αγορά της Κυψέλης. Δυσκολεύτηκα να το απομνημονεύσω, γιατί δεν έβρισκα κάποια λέξη παλιά να το συνδέσω.
Tο ρήμα σείω κάπως με ικανοποιούσε, κι έτσι το όνομα Σισέ το συνέδεσα με το σείστρο, κατά κάποιο τρόπο, για να μην το ξεχνώ. Σείσε Σισέ τα σείστρα, σκέφτηκα για να εντυπώσω το όνομα στο μυαλό μου. Αυτά παθαίνω που δεν ξέρω από αθλητικά.
Στο μεταξύ, μόλις είχα κατορθώσει να μάθω τον ένα Σισέ, εμφανίστηκε δεύτερος Σισέ και αμέσως τρίτος. Τώρα δεν είχα πια πρόβλημα να θυμάμαι το όνομα, αλλά μπερδευόμουν με τους πολλούς Σισέ. Χρειάζονταν παραλλαγές, έτσι ζήτησα να μου πουν ένα όνομα ακόμα ο καθένας. Μου είπαν, ο ένας το Πρινς, ο άλλος το Πάπα, ο τρίτος το Άλφα.
Να είναι ο Πρινς πρίγκιπας της φυλής του, ή απλώς να του έδωσαν το όνομα προς τιμήν του τραγουδιστή; Πόσα δεν ξέρουμε από τη ζωή που αφήνουν οι γείτονες μας πίσω τους. Να είναι ο Πάπα πατέρας, μεγάλος αδερφός με ευθύνες πατρικές; Να είναι ο Άλφα βαθμός δασκάλου, ή βαθμός επιδόσεων μαθητή; Κάτι σημαντικό πάντως προδίνουν τα ονόματα, εντελώς διαφορετικό από την κατάσταση που βιώνουν καθημερινά οι τρεις Σισέ μαθητές μου.
Νέοι, φτωχοί και μόνοι, δηλαδή μακριά από την οικογένεια, πουλάνε τσάντες στην Αθήνα κι ονειρεύονται μια οποιαδήποτε δουλειά, ένα οποιοδήποτε μεροκάματο θα μπορούσε να τους βγάλει από αυτό το καθημερινό κυνηγητό.
Κάθε μέρα με το μπόγο των αντικειμένων για πούλημα τριγυρνούν εκεί που υποτίθεται ότι γίνεται αυτό το εμπόριο, και προσπαθούν να μετατρέψουν τον ταλαιπωρημένο μπόγο σε έκθεση εμπορευμάτων επί του πεζοδρομίου, έτοιμοι να τον μαζέψουν και να αρχίσουν να τρέχουν στο παραμικρό σήμα για σύρμα. Μέσα στην καθημερινή αυτή τρεχάλα ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες για τις ελληνικές λέξεις, που νομίζουν ότι ξέρουν, και για τη σημασία τους.
Έτσι, πριν από κάθε μάθημα μου φέρνουν τις ελληνικές λέξεις της δικής τους πιάτσας και κάνω ώρες να τις αναγνωρίσω, παραμορφωμένες όπως είναι από το χαλασμένο τηλέφωνο.
Γελάμε μαζί κάθε φορά, κουνάνε εκείνοι το κεφάλι τους, ε ρε σε τι σκοτάδι ζούνε οι καημένοι οι φίλοι μας, λένε. Ίσως σε μερικά χρόνια, αν μερικοί ριζώσουν εδώ, να υπάρχουν ελληνικά Αφρικής, όπως υπάρχουν ήδη πιθανότατα, αλλά δεν τα μελέτησε κανείς, ελληνικά Αλβανίας, Πολωνίας, Ρωσίας, Ρουμανίας, κλπ.
Δεν έχω δει τον διάσημο Σισέ που θα κερδίζει στην Ελλάδα εκατομμύρια παίζοντας μπάλα, αλλά αυτοί οι δικοί μου τρεις Σισέ είναι πολύ όμορφοι.
Άργησα να το καταλάβω, επειδή όταν τους βλέπω κι εγώ στο δρόμο δεν μπορώ να τους απομονώσω από την εικόνα της ταλαιπωρίας και της ταπείνωσης που τους καπελώνει. Στα μαθήματα ελληνικών που κάνουμε έρχονται καθαροί και καλοντυμένοι, επιπλέον χαμογελούν και όταν κοιταζόμαστε το πρόσωπο τους ξεζαρώνει και αλλάζει.
Μεταμορφώνονται οι άνθρωποι επειδή κερδίζουν την αξιοπρέπειά τους, κι εμείς οι εθελοντές δάσκαλοι έχουμε το προνόμιο να συνειδητοποιούμε νωρίς κάτι που χωρίς αυτό τον εθελοντισμό δεν θα το είχαμε αντιληφθεί.
Οι νεαροί αυτοί μετανάστες είναι όμορφοι, και μάλιστα με ξεχωριστή ομορφιά ο καθένας, που δεν θυμίζει κάτι γνωστό, που ανοίγει αισθητικούς ορίζοντες. Σα να ξετυλίγεται μια λινάτσα από πάνω τους καθώς τους γνωρίζουμε σιγά- σιγά, και βλέπουμε το ανθρώπινο σχήμα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθενός.
Οι τρεις Σισέ δεν έχουν άλλο κοινό από το όνομά τους, ο καθένας έχει το δικό του χαρακτήρα και τη δική του ικανότητα μάθησης. Αυτονόητα πράγματα δηλαδή, αλλά με τον περιρρέοντα ρατσισμό αυτό παθαίνουμε, ξεχνάμε τα αυτονόητα.
Τώρα πια περπατώντας στην Αθήνα και βλέποντας τους μετανάστες που πουλάνε σιντί και τσάντες έχω μάθει να ξεχωρίζω την ομορφιά τους κάτω από την κοινωνική απαξίωση που τους φοράμε κάθε πρωί πριν βγουν στο δρόμο, μπαίνοντας αόρατοι μέσα στα υπόγεια που ζουν, περνώντας στο μικρό μπάνιο που ετοιμάζονται.
Δεν κουβέντιασα με τους μαθητές μου για τον Σισέ που πήρε μεταγραφή σε ελληνική ομάδα, αν τους κάνει να νοιώθουν περήφανοι. Είναι δύσκολη κουβέντα για το λεξιλόγιο μας. Ίσως αργότερα. http://akawww.tanea.gr/blogs/blogger/post/?aid=4525502
Tο ρήμα σείω κάπως με ικανοποιούσε, κι έτσι το όνομα Σισέ το συνέδεσα με το σείστρο, κατά κάποιο τρόπο, για να μην το ξεχνώ. Σείσε Σισέ τα σείστρα, σκέφτηκα για να εντυπώσω το όνομα στο μυαλό μου. Αυτά παθαίνω που δεν ξέρω από αθλητικά.
Στο μεταξύ, μόλις είχα κατορθώσει να μάθω τον ένα Σισέ, εμφανίστηκε δεύτερος Σισέ και αμέσως τρίτος. Τώρα δεν είχα πια πρόβλημα να θυμάμαι το όνομα, αλλά μπερδευόμουν με τους πολλούς Σισέ. Χρειάζονταν παραλλαγές, έτσι ζήτησα να μου πουν ένα όνομα ακόμα ο καθένας. Μου είπαν, ο ένας το Πρινς, ο άλλος το Πάπα, ο τρίτος το Άλφα.
Να είναι ο Πρινς πρίγκιπας της φυλής του, ή απλώς να του έδωσαν το όνομα προς τιμήν του τραγουδιστή; Πόσα δεν ξέρουμε από τη ζωή που αφήνουν οι γείτονες μας πίσω τους. Να είναι ο Πάπα πατέρας, μεγάλος αδερφός με ευθύνες πατρικές; Να είναι ο Άλφα βαθμός δασκάλου, ή βαθμός επιδόσεων μαθητή; Κάτι σημαντικό πάντως προδίνουν τα ονόματα, εντελώς διαφορετικό από την κατάσταση που βιώνουν καθημερινά οι τρεις Σισέ μαθητές μου.
Νέοι, φτωχοί και μόνοι, δηλαδή μακριά από την οικογένεια, πουλάνε τσάντες στην Αθήνα κι ονειρεύονται μια οποιαδήποτε δουλειά, ένα οποιοδήποτε μεροκάματο θα μπορούσε να τους βγάλει από αυτό το καθημερινό κυνηγητό.
Κάθε μέρα με το μπόγο των αντικειμένων για πούλημα τριγυρνούν εκεί που υποτίθεται ότι γίνεται αυτό το εμπόριο, και προσπαθούν να μετατρέψουν τον ταλαιπωρημένο μπόγο σε έκθεση εμπορευμάτων επί του πεζοδρομίου, έτοιμοι να τον μαζέψουν και να αρχίσουν να τρέχουν στο παραμικρό σήμα για σύρμα. Μέσα στην καθημερινή αυτή τρεχάλα ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες για τις ελληνικές λέξεις, που νομίζουν ότι ξέρουν, και για τη σημασία τους.
Έτσι, πριν από κάθε μάθημα μου φέρνουν τις ελληνικές λέξεις της δικής τους πιάτσας και κάνω ώρες να τις αναγνωρίσω, παραμορφωμένες όπως είναι από το χαλασμένο τηλέφωνο.
Γελάμε μαζί κάθε φορά, κουνάνε εκείνοι το κεφάλι τους, ε ρε σε τι σκοτάδι ζούνε οι καημένοι οι φίλοι μας, λένε. Ίσως σε μερικά χρόνια, αν μερικοί ριζώσουν εδώ, να υπάρχουν ελληνικά Αφρικής, όπως υπάρχουν ήδη πιθανότατα, αλλά δεν τα μελέτησε κανείς, ελληνικά Αλβανίας, Πολωνίας, Ρωσίας, Ρουμανίας, κλπ.
Δεν έχω δει τον διάσημο Σισέ που θα κερδίζει στην Ελλάδα εκατομμύρια παίζοντας μπάλα, αλλά αυτοί οι δικοί μου τρεις Σισέ είναι πολύ όμορφοι.
Άργησα να το καταλάβω, επειδή όταν τους βλέπω κι εγώ στο δρόμο δεν μπορώ να τους απομονώσω από την εικόνα της ταλαιπωρίας και της ταπείνωσης που τους καπελώνει. Στα μαθήματα ελληνικών που κάνουμε έρχονται καθαροί και καλοντυμένοι, επιπλέον χαμογελούν και όταν κοιταζόμαστε το πρόσωπο τους ξεζαρώνει και αλλάζει.
Μεταμορφώνονται οι άνθρωποι επειδή κερδίζουν την αξιοπρέπειά τους, κι εμείς οι εθελοντές δάσκαλοι έχουμε το προνόμιο να συνειδητοποιούμε νωρίς κάτι που χωρίς αυτό τον εθελοντισμό δεν θα το είχαμε αντιληφθεί.
Οι νεαροί αυτοί μετανάστες είναι όμορφοι, και μάλιστα με ξεχωριστή ομορφιά ο καθένας, που δεν θυμίζει κάτι γνωστό, που ανοίγει αισθητικούς ορίζοντες. Σα να ξετυλίγεται μια λινάτσα από πάνω τους καθώς τους γνωρίζουμε σιγά- σιγά, και βλέπουμε το ανθρώπινο σχήμα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθενός.
Οι τρεις Σισέ δεν έχουν άλλο κοινό από το όνομά τους, ο καθένας έχει το δικό του χαρακτήρα και τη δική του ικανότητα μάθησης. Αυτονόητα πράγματα δηλαδή, αλλά με τον περιρρέοντα ρατσισμό αυτό παθαίνουμε, ξεχνάμε τα αυτονόητα.
Τώρα πια περπατώντας στην Αθήνα και βλέποντας τους μετανάστες που πουλάνε σιντί και τσάντες έχω μάθει να ξεχωρίζω την ομορφιά τους κάτω από την κοινωνική απαξίωση που τους φοράμε κάθε πρωί πριν βγουν στο δρόμο, μπαίνοντας αόρατοι μέσα στα υπόγεια που ζουν, περνώντας στο μικρό μπάνιο που ετοιμάζονται.
Δεν κουβέντιασα με τους μαθητές μου για τον Σισέ που πήρε μεταγραφή σε ελληνική ομάδα, αν τους κάνει να νοιώθουν περήφανοι. Είναι δύσκολη κουβέντα για το λεξιλόγιο μας. Ίσως αργότερα. http://akawww.tanea.gr/blogs/blogger/post/?aid=4525502
Μαθήματα Ελληνικών: Ψευδόποδα
Το αλφάβητο το διδάσκουμε φωνητικά. Δεν ξέρω τι γνώμη έχουν γι αυτό οι γλωσσολόγοι. Σίγουρα θα υπάρχουν καλύτεροι τρόποι, αλλά εμείς μέχρι αυτό το νεωτερισμό έχουμε φτάσει: δείχνουμε τα γράμματα, προφέρουμε τους ήχους και βιαζόμαστε να περάσουμε στις συλλαβές για να δούμε αν κατάλαβαν οι μαθητές το μηχανισμό της ανάγνωσης.
Κι εκεί με τους ήχους αμέσως φαίνονται τα προβλήματα, διότι υπάρχουν μερικοί ήχοι που δεν συνηθίζονται σε άλλες γλώσσες.
Το δέλτα ας πούμε δημιουργεί πολλές δυσκολίες, το θήτα φυσικά, το γάμα ενίοτε.
Το ψι και το ξι είναι αδύνατον να τα προφέρουν οι ασιάτες αν δεν βάλουν μπροστά κάποιο φωνήεν. Γι αυτό και τον Αλέξανδρο τον έβγαλαν Ισκεντέρ, ως γνωστόν.
Όμως πιο εύκολα τα καταφέρνεις με νεκρούς κατακτητές, παρά με σημερινούς ταξιτζήδες ας πούμε… Φαντάζεστε κάποιον να φωνάζει: ¨Τασκί, τασκί!
Με τους Αφρικανούς τα προβλήματα προφοράς είναι λιγότερα.
Αλλά αυτά τα διπλά σύμφωνα, ψι και ξι, δεν παραλείπουν να τους εκπλήσσουν. Εδώ που τα λέμε, είναι λίγο παράξενα. Γιατί υπάρχουν αυτά, και όχι ας πούμε το μπι, το ντι, που έχουν άλλες γλώσσες; Μερικοί ρωτάνε.
Ο Αμπί δεν ρωτάει. Ψι, ψι, μάλιστα. Όπως ψυχολόγος, του λέω στα γαλλικά, γιατί είναι γαλλόφωνος, σαν πολλούς από τους αφρικανούς, και ξέρω ότι γνωρίζουν αυτή τη λέξη.
-Ναι, μου λέει, κατάλαβα. Όπως ψυχολόγος. Όπως ψευδόποδα…
Δεν καταλαβαίνω αμέσως τι μου λέει. Δεν θα άκουσα καλά. Τι είπε; Μια ελληνική λέξη, στα γαλλικά, από αφρικανικά χείλη, μου διέφυγε όσο νάναι.
-Συγγνώμη, δεν άκουσα;
-Ψευδόποδα. Αυτά που έχει η αμοιβάδα, αυτοί οι σχηματισμοί που δημιουργεί και μοιάζουνε με πόδια…
-Η ποια;
-Η αμοιβάδα, ένας μονοκύτταρος οργανισμός…
Όλα αυτά στα γαλλικά, από έναν τύπο στον οποίο προσπαθώ να διδάξω το ελληνικό αλφάβητο, μου δημιουργούν ολιγόλεπτη σύγχυση. Η αμοιβάδα. Οι μονοκύτταροι οργανισμοί. Τα ψευδόποδα. Έχουμε ξεφύγει από το θέμα.
-Μια στιγμή, λέω, μια στιγμή. Η αμοιβάδα, βεβαίως. Το ξέρω αυτό, το έχουμε κάνει στο σχολείο. Μονοκύτταρος. Κατάλαβα. Κι έχει πόδια; Δηλαδή θέλω να πω, ψευδόποδα; Για να επανέλθουμε στο ψι, με κάποιο τρόπο…
Με κοιτάζει χαμογελώντας δειλά, ίσως αναρωτιέται αν το παράκανε με την επιστημονική ορολογία. Αλλά στο κάτω- κάτω μιλάει σε ελληνίδα, και υποτίθεται ότι αυτές οι λέξεις είναι ελληνικές. Θα έπρεπε να τις ξέρω, κάτι να μου θυμίζουν.
Κάτι αναδύεται από τα βάθη της μνήμης. Βέβαια, η αμοιβάδα, διάολε, ψευδόποδα, βεβαίως, κάτι προεξοχές που απλώνονται τραβώντας το κύτταρο της. Κι ύστερα τι κάνει, περπατάει; Ταξιδεύει μήπως, μεταναστεύει, όπως αυτός ο άνθρωπος εδώ δίπλα μου που περιμένει υπομονετικά, με το δειλό του χαμόγελο;
-Γιατρός είστε; του λέω τελικά.
-Έχω σπουδάσει Βιολογία…
-Α μάλιστα. Βιολογία. Και πως αποφάσισες να φύγεις; Πώς δεν έμεινες στην πατρίδα σου, να δουλέψεις;
-Δεν μπορούσα, λέει χωρίς να σκοτεινιάζει το πρόσωπό του. Έχει πάντα αυτό το γλυκό χαμόγελο. Πώς να σας εξηγήσω…
-Α, λέω μόνο. Δεν μπορούσε να μείνει στη χώρα του, ποιος ξέρει γιατί. Πόλεμος; Προσφυγιά; Διώξεις; Φτώχεια; Σωπαίνουμε κι οι δυο καθώς το δάχτυλό μου έχει κολλήσει στο ψι, κοιτάμε την αλφάβητο. Πρέπει να την τελειώσουμε, να φτάσουμε στο Ωμέγα.
Θα ήθελα να ρωτήσω, αλλά δεν πρέπει να καθυστερήσουμε άλλοι. Κατά βάθος ξέρω γιατί δεν μπορούν να μείνουν στον τόπο τους οι μετανάστες. Είναι που είναι άνθρωποι, έχουν πόδια. Όχι ψευδόποδα, σαν την αμοιβάδα.
Πόδια αληθινά που μπορούν να τα κινούν και να φεύγουν, να ταξιδεύουν, να οργώνουν τη γη, τη θάλασσα. Πάντα είχαν πόδια και πάντα θα φεύγουν, κι όσα σύνορα και νόμους να βάλεις για να σταματήσεις τους οδοιπόρους, επειδή εγκαταστάθηκες ωραία εσύ σε έναν τόπο και δεν θέλεις επισκέψεις, ματαιοπονείς.
Θα περπατούν και θα φεύγουν οι άνθρωποι με τα αληθινά τους πόδια, θα αναζητούν πάντα νέες εγκαταστάσεις, καλύτερη μοίρα, θα υποφέρουν, θα ξεριζώνονται, αλλά τι να κάνουμε; Δεν έχουμε ρίζες, δεν είμαστε δέντρα. Πόδια έχουμε. Αληθινά πόδια…
-Προχωράμε λοιπόν παρακάτω…
Κι εκεί με τους ήχους αμέσως φαίνονται τα προβλήματα, διότι υπάρχουν μερικοί ήχοι που δεν συνηθίζονται σε άλλες γλώσσες.
Το δέλτα ας πούμε δημιουργεί πολλές δυσκολίες, το θήτα φυσικά, το γάμα ενίοτε.
Το ψι και το ξι είναι αδύνατον να τα προφέρουν οι ασιάτες αν δεν βάλουν μπροστά κάποιο φωνήεν. Γι αυτό και τον Αλέξανδρο τον έβγαλαν Ισκεντέρ, ως γνωστόν.
Όμως πιο εύκολα τα καταφέρνεις με νεκρούς κατακτητές, παρά με σημερινούς ταξιτζήδες ας πούμε… Φαντάζεστε κάποιον να φωνάζει: ¨Τασκί, τασκί!
Με τους Αφρικανούς τα προβλήματα προφοράς είναι λιγότερα.
Αλλά αυτά τα διπλά σύμφωνα, ψι και ξι, δεν παραλείπουν να τους εκπλήσσουν. Εδώ που τα λέμε, είναι λίγο παράξενα. Γιατί υπάρχουν αυτά, και όχι ας πούμε το μπι, το ντι, που έχουν άλλες γλώσσες; Μερικοί ρωτάνε.
Ο Αμπί δεν ρωτάει. Ψι, ψι, μάλιστα. Όπως ψυχολόγος, του λέω στα γαλλικά, γιατί είναι γαλλόφωνος, σαν πολλούς από τους αφρικανούς, και ξέρω ότι γνωρίζουν αυτή τη λέξη.
-Ναι, μου λέει, κατάλαβα. Όπως ψυχολόγος. Όπως ψευδόποδα…
Δεν καταλαβαίνω αμέσως τι μου λέει. Δεν θα άκουσα καλά. Τι είπε; Μια ελληνική λέξη, στα γαλλικά, από αφρικανικά χείλη, μου διέφυγε όσο νάναι.
-Συγγνώμη, δεν άκουσα;
-Ψευδόποδα. Αυτά που έχει η αμοιβάδα, αυτοί οι σχηματισμοί που δημιουργεί και μοιάζουνε με πόδια…
-Η ποια;
-Η αμοιβάδα, ένας μονοκύτταρος οργανισμός…
Όλα αυτά στα γαλλικά, από έναν τύπο στον οποίο προσπαθώ να διδάξω το ελληνικό αλφάβητο, μου δημιουργούν ολιγόλεπτη σύγχυση. Η αμοιβάδα. Οι μονοκύτταροι οργανισμοί. Τα ψευδόποδα. Έχουμε ξεφύγει από το θέμα.
-Μια στιγμή, λέω, μια στιγμή. Η αμοιβάδα, βεβαίως. Το ξέρω αυτό, το έχουμε κάνει στο σχολείο. Μονοκύτταρος. Κατάλαβα. Κι έχει πόδια; Δηλαδή θέλω να πω, ψευδόποδα; Για να επανέλθουμε στο ψι, με κάποιο τρόπο…
Με κοιτάζει χαμογελώντας δειλά, ίσως αναρωτιέται αν το παράκανε με την επιστημονική ορολογία. Αλλά στο κάτω- κάτω μιλάει σε ελληνίδα, και υποτίθεται ότι αυτές οι λέξεις είναι ελληνικές. Θα έπρεπε να τις ξέρω, κάτι να μου θυμίζουν.
Κάτι αναδύεται από τα βάθη της μνήμης. Βέβαια, η αμοιβάδα, διάολε, ψευδόποδα, βεβαίως, κάτι προεξοχές που απλώνονται τραβώντας το κύτταρο της. Κι ύστερα τι κάνει, περπατάει; Ταξιδεύει μήπως, μεταναστεύει, όπως αυτός ο άνθρωπος εδώ δίπλα μου που περιμένει υπομονετικά, με το δειλό του χαμόγελο;
-Γιατρός είστε; του λέω τελικά.
-Έχω σπουδάσει Βιολογία…
-Α μάλιστα. Βιολογία. Και πως αποφάσισες να φύγεις; Πώς δεν έμεινες στην πατρίδα σου, να δουλέψεις;
-Δεν μπορούσα, λέει χωρίς να σκοτεινιάζει το πρόσωπό του. Έχει πάντα αυτό το γλυκό χαμόγελο. Πώς να σας εξηγήσω…
-Α, λέω μόνο. Δεν μπορούσε να μείνει στη χώρα του, ποιος ξέρει γιατί. Πόλεμος; Προσφυγιά; Διώξεις; Φτώχεια; Σωπαίνουμε κι οι δυο καθώς το δάχτυλό μου έχει κολλήσει στο ψι, κοιτάμε την αλφάβητο. Πρέπει να την τελειώσουμε, να φτάσουμε στο Ωμέγα.
Θα ήθελα να ρωτήσω, αλλά δεν πρέπει να καθυστερήσουμε άλλοι. Κατά βάθος ξέρω γιατί δεν μπορούν να μείνουν στον τόπο τους οι μετανάστες. Είναι που είναι άνθρωποι, έχουν πόδια. Όχι ψευδόποδα, σαν την αμοιβάδα.
Πόδια αληθινά που μπορούν να τα κινούν και να φεύγουν, να ταξιδεύουν, να οργώνουν τη γη, τη θάλασσα. Πάντα είχαν πόδια και πάντα θα φεύγουν, κι όσα σύνορα και νόμους να βάλεις για να σταματήσεις τους οδοιπόρους, επειδή εγκαταστάθηκες ωραία εσύ σε έναν τόπο και δεν θέλεις επισκέψεις, ματαιοπονείς.
Θα περπατούν και θα φεύγουν οι άνθρωποι με τα αληθινά τους πόδια, θα αναζητούν πάντα νέες εγκαταστάσεις, καλύτερη μοίρα, θα υποφέρουν, θα ξεριζώνονται, αλλά τι να κάνουμε; Δεν έχουμε ρίζες, δεν είμαστε δέντρα. Πόδια έχουμε. Αληθινά πόδια…
-Προχωράμε λοιπόν παρακάτω…
http://www.tanea.gr/blogs/blogger/post/?aid=4527578
Μαθήματα ελληνικών : Λέγε με Ισμαήλ
Όταν πρωτοείδα τον Ισμαήλ τρόμαξα λίγο. Έχει ένα κεφάλι πολύ μεγάλο, είναι μαύρος με ευρωπαϊκά, όπως λένε, χαρακτηριστικά, και φοράει σκούρα ρούχα. Και μου φάνηκε βλοσυρός. Και δεν είναι νέος. Κάθισε σε πίσω θρανίο, δεν μιλούσε και δεν ρωτούσε όπως οι άλλοι. Ο πάγος έσπασε όταν άρχισε να διαβάζει. Τα κατάφερε πιο γρήγορα από όλους, κι έτσι άλλαξαν όλα γρήγορα.
Κάνοντας απλούς διαλόγους και ασκήσεις μέσα στην τάξη, για εξάσκηση της ομιλίας, μάθαμε λίγα πράγματα γι αυτόν. Στο κεφάλαιο: ‘τι τρώμε το πρωί’ μάθαμε ότι τρώει φρούτα.
-Δεν πίνεις καφέ, τον ρώτησε εντυπωσιασμένη η Ισαβέλα.
-Όχι. Ποτέ καφέ, ποτέ αλκοόλ!
-Ούτε τσάι;
-Όχι, μόνο φρούτα!
-Μα τι ώρα πιάνεις δουλειά, ρώτησα εγώ. Πότε προλαβαίνεις να ετοιμάσεις τα φρούτα;
-Ξυπνάω πεντέμισι το πρωί και τα ετοιμάζω, είπε με κάτι που έμοιαζε σα χαμόγελο και σίγουρα πρόδιδε κάποια περηφάνια.
Στο κεφάλαιο: ‘τι δουλειά κάνεις;’ μάθαμε ότι δουλεύει σε πλυντήριο αυτοκινήτων δώδεκα ώρες την ημέρα.( αλλά πληρώνεται για οκτώ) Έτσι μας είπε ότι θα έρχεται πάντα μισή ώρα αργότερα για να προλαβαίνει να αλλάζει ρούχα. Ήθελε να είναι παρουσιάσιμος στην τάξη.
Ύστερα μάθαμε πως είναι από το Σουδάν, και πως δεν πίνει αλκοόλ ποτέ του. Αλλά αυτό το κάνουν και πολλοί άλλοι μουσουλμάνοι, όπως ξέρουμε πια.
Ερχόταν τακτικά στο μάθημα μέχρι τη μέση της χρονιάς περίπου, κι ύστερα άρχισε να αραιώνει ώσπου δεν ξανάρθε. Δεν με τρόμαζε πια το πρόσωπό του, αντίθετα χαιρόμουν κάθε φορά που τον έβλεπα, γιατί ήξερα ότι η παρουσία του θα ανέβαζε το επίπεδο του μαθήματος. Κι όταν πέρασαν τρεις εβδομάδες και δεν τον ξαναείδα, συνειδητοποίησα ότι δεν είχα τηλέφωνό του και δεν μπορούσα να τον ψάξω, να μάθω τι έγινε, και να του πω να ξανάρθει, κι ας είχε χάσει μαθήματα.
Έτσι ο Ισμαήλ με έμαθε δυο πράγματα στα λίγα μαθήματα που ήρθε. Πρώτον ότι το πρόσωπο στην πρώτη εντύπωση δεν λέει τίποτα, πράγμα που το ήξερα βέβαια, αλλά το είχα ξεχάσει. Είναι κάτι που μαθαίνουμε μεγαλώνοντας, καθώς εξοικειωνόμαστε σιγά- σιγά με την εμφάνιση των ανθρώπων. Την πρώτη φορά που βλέπουμε κάποιον όταν είμαστε μικροί και νέοι και αρχίζουμε να ξανοιγόμαστε σε μέρη ξένα από το στενό περιβάλλον του σπιτιού, επηρεαζόμαστε από πράγματα ασήμαντα, όπως είναι τα χαρακτηριστικά του προσώπου, ή το χρώμα, κι ύστερα μαθαίνουμε να διακρίνουμε καλύτερα.
Έτσι αυτές οι νέες φυλές, ας τις πούμε νέες, που έχουν έρθει στην Ελλάδα μας ξανακάνουν παιδιά, -και μαζί ρατσιστές- γιατί δεν είμαστε εξοικειωμένοι με τα χρώματα και τα σχέδια τους. Χρειάζονται γνωριμίες, να μιλήσεις, να αποκτήσεις μια επικοινωνία, για να βγεις από τα στερεότυπα και τον τρόμο που προκαλούν.
Και το άλλο που με έμαθε ο Ισμαήλ είναι η στεναχώρια του δασκάλου όταν χάνει έναν καλό μαθητή. Για όλους στεναχωριέται ένας δάσκαλος, μόλις τους γνωρίσει ελάχιστα, αλλά πώς να το κάνουμε; Στους καλούς έχει πάντα αδυναμία.
Κι όταν βλέπει σε έναν άνθρωπο που έχει έρθει να μάθει ελληνικά μετά από 12 ώρες δουλειά σε πλυντήριο αυτοκινήτων τέτοια ευκολία στην κατανόηση της δύσκολης αυτής γλώσσας, κάτι μέσα του λιώνει. Και χρειάζεται μεγάλη προσοχή να μη φανερωθεί η προτίμηση του, να μην καταλάβουν οι άλλοι τι ευτυχία σου δίνει ο καλός μαθητής και νοιώσουν απογοήτευση.
Δεν ξέρω αν κατάφερα να μάθω κι εγώ κάτι στον Ισμαήλ. Όταν μπαίνω σε πλυντήριο αυτοκινήτων κοιτάω πάντα μήπως τον δω πουθενά. Δεν το έχω πάρει απόφαση ότι τον έχασα από μαθητή. Τον σκέφτομαι συχνά όταν αρχίζω το μάθημα, ελπίζω ακόμα να τον δω να ξανάρχεται.
Παρηγοριέμαι λίγο ταυτίζοντας τον με τον αφηγητή του Μόμπυ Ντικ, του περιπετειώδους βιβλίου του Χέρμαν Μέλβιλ, που αν θυμάστε ξεκινάει με τη φράση «Λέγε με Ισμαήλ» (Call me Ismael) Μπορεί κι αυτός να κυνηγήσει τη μεγάλη άσπρη φάλαινα, τον ευρωπαϊκό ρατσισμό ας πούμε, και να καταφέρει στην τελική σύγκρουση, να επιζήσει.
http://www.tanea.gr/blogs/blogger/post/?aid=4523510
Μαθήματα ελληνικών: απρόθυμη γλώσσα
Ο Λουν είναι ο πιο γραμματιζούμενος από την παρέα του. Τέσσερις Σενεγαλέζοι που παίρνουν το τρόλει μια φορά τη βδομάδα από το Παγκράτι όπου μένουν, για να έρθουν στην Κυψέλη να κάνουν ένα δίωρο μάθημα ελληνικών. Είναι νέοι όλοι τους και πουλάνε τσάντες στην Αθήνα.
Δεν τους αρέσει καθόλου αυτή η δουλειά, για όλους όσους έρχονται εδώ είναι κάτι προσωρινό, μέχρι να βρουν αυτό που θα θεωρήσουν αληθινή δουλειά, ένα μεροκάματο.
Η αστυνομία τους κυνηγάει όλη μέρα, και ο πιο νέος και ωραίος είναι αυτός που, περιέργως, τρώει το πιο πολύ ξύλο, κι έρχεται συχνά με επιδέσμους, με χαρτιά που τον κατηγορούν ότι ‘προσέκρουσε σε διερχόμενο αυτοκίνητο και προκάλεσε ζημιές’ και με παρακλήσεις να του γράψω σημειώματα για τα πράγματα του που κατασχέθηκαν, το εμπόρευμα του, το τηλέφωνο του…
Aυτός δεν ξέρει καθόλου γαλλικά, όπως οι άλλοι, και προσπαθεί με μεγαλύτερο ζήλο να μάθει να μιλάει, να γράφει και να διαβάζει ελληνικά. Κάνει ωραία στρογγυλά γράμματα και γεμίζει σελίδες επί σελίδων με ό,τι βρίσκει πρόχειρο.
Ο Λουν λοιπόν είναι σχετικά κάτι σαν λόγιος.
Mιλάει γαλλικά με κομψό και κάπως παλιοκαιρίτικο τρόπο, περίπου όπως τα μαθαίναμε εμείς στα παιδικά μας χρόνια, στο InstitutFrançaisd’ Athènes. Το πρόβλημά του όμως είναι ότι αργεί να ξεκινήσει κάθε φράση.
Δεν μπορεί να πει την πρώτη λέξη, τον βλέπεις για μερικά δευτερόλεπτα να πασχίζει, σκέφτεσαι για έναν μετέωρο χρόνο ότι δεν θα μιλήσει ποτέ, αλλά τελικά η φράση ξεκινά και πάει ρολόι μέχρι την άκρη της, μέχρι την τελεία της, ώσπου να αρχίσει η επόμενη.
Όταν κάνουμε το μάθημα ελληνικών κι έρχεται η σειρά του να μιλήσει οι υπόλοιποι συμμαθητές κρατιούνται με δυσκολία. Κι εγώ κρατιέμαι με δυσκολία, αλλά το πολεμάμε. Κάνω νόημα στα κορίτσια, που έχουν διάθεση να τον επιτιμήσουν, κάνω νόημα στα άλλα αγόρια να περιμένουν.
Κρατάμε μερικών δευτερολέπτων σιγή, μέχρι να ξεκινήσει η φράση του Λουν στα ελληνικά, κι ύστερα δικαιωνόμαστε, γιατί ο Λουν λέει πάντα σωστά το μάθημα.
Αν ήταν έλληνας, αν είχε εδώ μια οικογένεια, θα μπορούσε ίσως να κάνει κάποιο μάθημα λογοθεραπείας, ή μερικές συνεδρίες ψυχικής υποστήριξης, γιατί είναι ψυχολογικό το πρόβλημα πιθανότατα.
Έτσι όπως έχουν τα πράγματα όμως δεν μπορεί ούτε να το σκεφτεί αυτό, κι εμείς εκεί στα μαθήματα ελληνικών για μετανάστες από εθελοντές, προσπαθούμε να φτιάξουμε μια ατμόσφαιρα σεβασμού και υπομονής, έστω για δυο ώρες την εβδομάδα. Δεν ξέρω τι πετυχαίνουμε. Πάντως κάτι μαθαίνουμε όλοι μας απο αυτή την προσπάθεια.
Μια μέρα φεύγοντας από το μάθημα πήρα μαζί τους το τρόλει για Παγκράτι και καθίσαμε στις αντικριστές θέσεις. Στο Σύνταγμα μπήκαν μέσα διάφοροι φίλοι τους που τέλειωναν το μεροκάματο- κυνηγητό με τις τσάντες, κι ήταν όλο γέλια και κέφι.
Σα να γυρνούσαμε από σχολική εκδρομή. Φτωχοί, κυνηγημένοι, και τόσο νέοι όλοι, με το μέλλον αβέβαιο, τη ζωή να κρέμεται από μια κλωστή, αλλά όχι χωρίς σχέδια και προγράμματα. Ο Σισέ ας πούμε, που δεν έχει πάει σχολείο άλλη φορά στη ζωή του, γύρισε και μου είπε με μεγάλη σοβαρότητα:
‘Εγώ, πήρα μια μεγάλη απόφαση: όταν κάνω παιδί, θα το στείλω στο σχολείο οπωσδήποτε!
http://www.tanea.gr/blogs/blogger/post/?aid=4522144
Αναζητήσεις
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Τρίτη, 20 Απριλίου 2010 12:13:34 μμ
Όταν ήμασταν παιδιά ακούγαμε κάθε μέρα στο ραδιόφωνο τις Αναζητήσεις του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Στη δεκαετία του 60, του 70, μέχρι τις αρχές του 80 υπήρχαν ακόμα άνθρωποι που έψαχναν τα παιδιά του, τα αδέρφια τους, τους γονείς τους που είχαν χάσει στη μικρασιατική Καταστροφή, στην Κατοχή, στον Εμφύλιο, και συνέχιζαν να ελπίζουν.
Ακούγονταν οι ιστορίες τους σε περίληψη, το νιώθαμε πως είχαν περάσει χρόνια ταραγμένα πριν από τη δική μας γέννηση. Μερικές ιστορίες τις είχα ακούσει τόσες φορές που τις είχα μάθει απέξω. Το κακό είναι ότι ποτέ δεν μας έλεγε ο ΕΕΣ αν είχαν ξαναβρεθεί αυτοί οι άνθρωποι που αναζητούνταν. Ήταν μια από τις πρώτες έρευνες που είχα κάνει όταν στη δεκαετία του 80 άρχισα να δουλεύω στο ραδιόφωνο. Ναι, κάποιοι άνθρωποι ξαναβρίσκονταν…
Τώρα πού το θυμήθηκα; Είναι επειδή έχω αυτά τα κινητά που δεν απαντάνε. Τα κινητά των μαθητών μου στο Ανοιχτό Σχολείο της Αγοράς. Τα σημείωσα στο ξεκίνημα της χρονιάς χωρίς να φανταστώ ότι θα χρειαστούν. Σου δίνουν αυτή τη ψευδαίσθηση τα κινητά, ότι μπορείς να βρεις τους ανθρώπους όποια στιγμή θελήσεις, ότι τους ακολουθούν παντού. Σε έναν κόσμο με κινητά δεν χρειάζεται να αναζητείς κανέναν μέσω ΕΕΣ, έτσι μοιάζει.
Οι μαθητές μου είναι μετανάστες, νέοι κυρίως, άντρες οι περισσότεροι, αφρικανοί. Έχω όμως και γυναίκες, έχω και ασιάτες. Ή μάλλον είχα, γιατί αυτή τη στιγμή αναζητώ τον ασιάτη μαθητή μου, και δεν ξέρω πώς να τον ανακαλύψω, το τηλέφωνο του είναι απενεργοποιημένο.
Διδάσκω στους μαθητές μου την ελληνική γλώσσα, ερασιτέχνης είμαι και εθελόντρια, αλλά ακόμα και οι επαγγελματίες καθηγητές της ομάδας λένε πως είναι μεγάλη ευτυχία να βλέπεις έναν νέο μετανάστη που όταν ήρθε δεν ήξερε τίποτα, να μπορεί μετά από λίγο καιρό να διαβάζει και να γράφει λίγα ελληνικά.
Οι μαθητές μου με διδάσκουν τον κόσμο, τις χώρες, τις πόλεις, τις γλώσσες που υπάρχουν, τις γεύσεις, τις συνήθειες τους, και τον τρόπο να τα ακούς όλα αυτά και να ξεπερνάς τους φόβους και τις προκαταλήψεις σου. Στο σπίτι ανοίγω τον Παγκόσμιο χάρτη και ψάχνω τις χώρες και τις πόλεις τους. Ανοίγω την Εγκυκλοπαίδεια και μαθαίνω ξανά γεωγραφία.
Το πιο δύσκολο είναι να μάθω καλά τα ονόματα τους. Ο Πνα Κρίσνα Σάχα από το Μπάγκλα Ντες το κατάλαβε αμέσως και μου είπε ότι τον φωνάζουν για συντομία Τουτούλ. Ερχόταν πάντα κουρασμένος, με μια θλίψη στο πρόσωπο, που καμιά φορά ωστόσο κατάφερνε να τη διώξει. Όπως τότε που τον ρωτήσαμε για τη χώρα του, και μας είπε μερικές λέξεις στη γλώσσα του, τη Μπενγκάλι. Τα μάτια του έλαμψαν, τα χαρακτηριστικά του μαλάκωσαν, κι εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι είναι όμορφος, αλλά ότι θα πρέπει να ‘βγει από τη μιζέρια και να κάνει την είσοδο του στη ζωή’ για να το καταλάβουν οι γύρω.
Συνήθως οι ασιάτες δυσκολεύονται με το γράψιμο, ο Τουτούλ όμως έμαθε γρήγορα να γράφει και να διαβάζει. Με τα πρόσωπα των ρημάτων συνέχιζε να μπερδεύεται, αλλά αυτή είναι η μεγάλη δυσκολία για όλους. Προόδευε σταθερά, δεν έλειπε ποτέ, κι είχε αρχίσει το πρόσωπο του να μοιάζει με εκείνη τη στιγμή που μας είχε μιλήσει Μπενγκάλι, μέχρι που ξαφνικά έπαψε να έρχεται. Το κινητό του απενεργοποιημένο.
Πού να βρίσκεσαι τώρα Τουτούλ; Να σε απέλασαν πίσω στη χώρα σου και να ξαναβρήκες τουλάχιστον με τους δικούς σου λίγη από τη γαλήνη στο πρόσωπό σου; Και πώς χειρίζεσαι την αποτυχία της επιχείρησης ‘μετανάστευση’;Να είσαι κάπου στην Ελλάδα και να μην μπορείς να πάρεις μονάδες για το κινητό; Να είσαι κάπου στην Ευρώπη; Να κρύβεσαι, να φοβάσαι; Να ταξιδεύεις;
Δεν είναι ο πρώτος μου μαθητής που χάνεται, ίσως είναι ο πρώτος που ερχόταν τόσο μόνος. Έχουμε εκεί στα μαθήματα για λίγες ώρες μια επαφή που σπάει αυτούς τους αόρατους τοίχους των δρόμων της Κυψέλης, όπου μετανάστες όλων των χωρών ζουν βίους παραλλήλους μεταξύ τους και με τους ντόπιους. Για λίγες ώρες με όχημα τη γλώσσα, το άλφα, το έψιλον, τα πέντε ι, τα ρήματα και τις πτώσεις, γινόμαστε άνθρωποι που κάτι έχουμε να μοιράσουμε, κοιταζόμαστε, γνωριζόμαστε, κι ύστερα πάλι βγαίνουμε στο σκληρό ποτάμι της γειτονιάς.
Δεν κάνουμε πια αναζητήσεις μέσω ΕΕΣ. Όχι εμείς οι Έλληνες τουλάχιστον. Αυτοί οι άνθρωποι όμως που ζουν τις περιπέτειες της παρανομίας δίπλα μας, που υφίστανται την επίσημη και θεσμοθετημένη απονιά, τι μέσα έχουν να βρεθούν και να επικοινωνήσουν όταν χάνονται; Κι εμείς οι πείσμονες που τους μαθαίνουμε ελληνικά στο περιθώριο της κοινωνικής μας ζωής, πώς μπορούμε να τους βοηθήσουμε περισσότερο, ή έστω πώς μπορούμε να είμαστε σκέτοι δάσκαλοι και να μη δενόμαστε μαζί τους, να μη νοιαζόμαστε για την τύχη τους;
Όχι αυτό δεν γίνεται. Όταν διδάσκεις κάτι σε κάποιον, του εμπιστεύεσαι μια μικρή περιουσία κάθε φορά, και έχεις μετά αγωνία τι θα κάνει, πού θα την πάει, τι θα κρατήσει μαζί του, τι θα πετάξει, πώς θα σε θυμάται, πώς θα το κυκλοφορήσει το νόμισμα που του έδωσες στα άλλα χέρια. Μεγαλώνεις ανθρώπους, σε όποια ηλικία κι αν τους βρεις, κι ύστερα τους πονάς, γιατί ξέρεις ότι είναι άνθρωποι, ότι υποφέρουν υπερβολικά εδώ που βρέθηκαν,ότι ο κόσμος γύρω σου το αγνοεί.
Θα πρέπει να ιδρύσουμε μια Υπηρεσία Αναζήτησης Μαθητών από τους δασκάλους τους για περιοδικές εξετάσεις στη γλώσσα, όπου και να βρίσκονται. Δια βίου μάθηση. Αναζητήσεις μέσω ελληνικού αλφαβήτου. Οτιδήποτε.
Αναζητείται λοιπόν ο Πνα Κρίσνα Σάχα από το Μπαγκλαντές. Είναι νέος και ομορφαίνει όταν χαμογελά. Ξέρει τον ενεστώτα των ενεργητικών ρημάτων. Τον αναζητεί η δασκάλα του για να του μάθει τον αόριστο.
http://www.tanea.gr/blogs/blogger/post/?aid=4570826
http://www.sgt.gr/gr/multimedia/1,9,397
Ομιλίαστη Στέγη Γραμμάτων και τεχνών http://www.sgt.gr/gr/multimedia/20,16,397