Τρίτη 24 Ιουλίου 2001

Αφθονο νερό



Ωραίο νεράκι, ποταμίσιο, νερό του Ευήνου ποταμού, θα ρέει στο εξής από τις βρύσες μας. Άφθονο νερό, όπως τόνισαν όλοι εγκαινιάζοντας το φράγμα. Νερό εξαιρετικής ποιότητας το λέει η ΕΥΔΑΠ σε ολοσέλιδες διαφημίσεις, εντούτοις μας παρακαλεί να μην το ξοδεύουμε. Πώς να μην το ξοδεύουμε, έτσι άφθονο που θα το έχουμε, πώς να μην κάνουμε τρία μπάνια την ημέρα σ’ αυτό το γλυκό, πολύτιμο νερό που παραχωρείται στην πρωτεύουσα, πώς να μη βάζουμε σωλήνες αυτόματου ποτίσματος σ’ όλες τις νησίδες των λεωφόρων με λεύκες κι άλλα φυτά ταχείας αναπτύξεως, πώς να μην ονειρευόμαστε πισίνες ως ύψιστο σύμβολο κοινωνικής ανόδου;
Κολιέ με πέρλες, πολύ πρωτότυπη σύνθεση, σταγόνες στη θέση μαργαριταριών φωτογραφίζει η ΕΥΔΑΠ στις αφίσες της. Ωστόσο το λάστιχο στην κάνουλα που ανοίγει από το πεζοδρόμιο ρίχνει το νερό σε άλλη μορφή, κρουνηδόν, οι σταγόνες δεν προλαβαίνουν να αποκτήσουν προσωπικότητα. Ίσα που αχνίζουν οι τσιμεντόπλακες με το κατάβρεγμα, το νερό ρουφιέται σαν από χωράφι στα αφιλόξενα υλικά αυτής της πόλης. Έχει να πιεί ποτάμια ακόμα μπόλικα, χωρίς ποτέ να δροσίζεται, η αξεδίψαστη.
Στην Αθήνα και στα πολυάριθμα της περίχωρα εκβάλει λοιπόν ο Εύηνος. Δεν ήταν δα και κανένας ιστορικός ποταμός. Δεν είχε γίνει εκεί και καμιά μάχη με τους Πέρσες να τον κλάψουν οι εγγράμματοι. Δεν υπήρξε καν θεός, σαν τον Αχελώο, ο οποίος κατά κάποιον τρόπο αντιστέκεται λόγω θεϊκής καταγωγής. Αναβαθμίστηκε ο Εύηνος, μπορείς να πεις, μ’ αυτό το φράγμα. Τα περιδέραια της ΕΥΔΑπ ας δοκιμάσουν να βασανίσουν τις ευαίσθητες ψυχές. Τα σώματα δεν θα μπορέσουν ν’ αντισταθούν στο παραπανίσιο ντους, μέρες που είναι.

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2001

Ενα τσιγγανάκι κλαίει



Συνήθως δεν κλαίνε τα τσιγγανάκια, ακολουθούν ήσυχα τους γονείς τους. Ίσως η ζωή που κάνουν, χωρίς τη βασανιστική πειθαρχεία της τάξης και της καθαριότητας, να είναι εύκολη για την ηλικία τους. Κι η ζητιανιά ακόμα να έρχεται εύκολη σε τόσο μικρά ανθρωπάκια. Εκ φύσεως τα παιδιά απαιτούν. Το σίγουρο είναι ότι τα παιδιά φαίνονται ανέμελα στους δρόμους που ξεροσταλιάζουν, γι αυτό κι όλοι γύρισαν και κοίταζαν εκείνο το τρίχρονο που ούρλιαζε στην αγκαλιά της μάνας του, στα σκαλιά της Καθολικής Μητρόπολης του Αγίου Διονυσίου. Με το άλλο μωρό στην αγκαλιά η μάνα, θα ήταν δεν θα ήταν δεκαεξάχρονη, προσπαθούσε αμήχανα να το ησυχάσει, να το καθήσει στη στάση ζητιανιάς, υποταγμένο, πλαγιασμένο στα πόδια της, κι εκείνο κατόρθωνε και σηκωνόταν, γεμίζοντας ολόκληρη την Πανεπιστημίου με τη διαμαρτυρία του. Δεν στρωνόταν στη δουλειά το νήπιο. Ήθελε να παίξει στο πεζοδρόμιο. Ήθελα να πάει σχολείο, βόλτα στον Εθνικό Κήπο, να ρίξει κουλούρι στα παπάκια, να γραφτεί στο φροντιστήριο ξένων γλωσσών της γειτονιάς του, να διαβάσει τον Χάρι Πότερ, ακόμα κι αν θα χρειαζόταν για όλ’ αυτά να πλένεται κάθε πρωί και να φοράει παπούτσια χειμώνα- καλοκαίρι. Ολόκληρη τη μοίρα του την τίναζε στο πεζοδρόμιο. Δεν ήθελε τσιγγάνα καρδιά, ήθελε ζωή ανθρώπινη.
Έσκυψε το κορίτσι- μάνα ταραγμένο στις τσέπες του, το σκέπασαν τα μακριά μαλλιά της, νεανικό ξανθό χρώμα, βρήκε κάτι εκεί μέσα, το έδωσε στο γιο της να σωπάσει. Τον ξεγέλασε. Η τάξη επανήλθε. Μάζεψε τα μαλλιά της πίσω από τ’ αυτί, φάνηκε το χρυσό της σκουλαρίκι, ζούπηξε στην ποδιά της το παιδί, άπλωσε και το χέρι.

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2001

Ti θα πει δουλέμπορος

Οι λέξεις που χρησιμοποιούμε οι δημοσιογράφοι, τα μικρά λαθάκια με τις μεγάλες
σημασίες, οι επαναλήψεις και οι εμμονές μας, αυτά είναι πλέον το λειτούργημα
που κάνουμε. Ας πάρουμε τη λέξη «δουλέμπορος», που έχει καθιερωθεί για τους
κατηγορουμένους σε υποθέσεις παράνομης εισόδου μεταναστών, τι εικόνα φέρνει
στο μυαλό; Ιστιοφόρα με τ' αμπάρια γεμάτα αλυσοδεμένους μαύρους που ταξιδεύουν
από την Αφρική για τις φυτείες του αμερικανικού Νότου. Δέκατο έβδομο αιώνα, ή
πιο πίσω ακόμα, πειρατές στη Μεσόγειο που κουρσεύουν νησιά, τον Χαϊρεντίν
Μπαρμπαρόσα, τέτοια πράγματα. Όμως αυτοί που βαφτίζονται σήμερα δουλέμποροι,
δεν μεταφέρουν εμπόρευμα για πούλημα. Οι άνθρωποι που ταξιδεύουν στα πλοία ή
στα φορτηγά τους, έχουν πληρώσει οικειοθελώς τα ναύλα. Είναι οικονομικοί
μετανάστες, προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα της Ευρώπης, τα απαγορευμένα, τα
αδιαπέραστα. Η δουλειά των μεταφορέων έχει ρίσκο και μεγάλο κέρδος, γιατί το
εισιτήριο για το παράνομο αυτό ταξίδι είναι πολύ πιο ακριβό από τα κανονικά
εισιτήρια ταξιδιών, κι ας γίνεται με πολύ χειρότερες συνθήκες. Οι
απαγορευτικοί νόμοι είναι που δημιουργούν τη ζήτηση για τέτοια μέσα. Τα κράτη
της Ευρώπης χρειάζονται τους μετανάστες, πολλοί το παραδέχονται, αλλά κανένα
δεν αλλάζει τους νόμους. Κι όταν ονομάζονται δουλέμποροι οι τυχοδιώκτες που
τους μεταφέρουν, τι καλά, παίρνουν αυτοί όλο το ηθικό βάρος για τα μαρτύριά
τους. Η λέξη είναι παραστατική, βαριά από εικόνες, ακαταμάχητη. Πώς να την
αρνηθείς; Δουλέμποροι λοιπόν οι οδηγοί των φορτηγών και οι καπετάνιοι των
πλοίων, διπλά εγκληματίες στην κοινωνία που έχει καταργήσει τη δουλεία. Και οι
κοινωνίες αθωώνονται. Δεν απομένει παρά να καταδικάσουν δούλους και
δουλεμπόρους συλλήβδην, κι ύστερα να πλύνουν τα χέρια τους.
https://www.tanea.gr/2001/07/05/opinions/analwsima-ti-tha-pei-doylemporos/

Ιπτάμενες γιαγιάδες

  Σηκώνω το εγγόνι μου αγκαλιά να πάμε στην αλλαξιέρα και καθώς το μικρό του βάρος πλημμυρίζει το σώμα μου, προφέρω ασυναίσθητα τις χαϊδευτι...