Η πατρίδα μου είναι κυρίως οι λάκκοι του πεζοδρομίου. Εκεί που το σώμα μου πρέπει να προφυλάσσεται από την πτώση, εκεί που ουσιαστικά προσαρμόζεται σε απρόσμενες καμπύλες, σε ελλοχεύοντες κινδύνους, και ανάλογα διαμορφώνεται. Πόσες ώρες της μέρας περνώ περπατώντας σε σπασμένα πεζοδρόμια, προσέχοντας να μη σκοντάψω; Δεν υπολογίζονται. Αλλά αυτά είναι ο κόσμος που με τριγυρίζει.
Η γειτονιά ήταν πάντα έτσι. Λένε πολλοί πως κάποτε ήταν καλύτερη. Ζούσαν εδώ αστοί και μικροαστοί, σε μονοκατοικίες. Όντως, το θυμάμαι αυτό, είμαι πια μεγάλος άνθρωπος, σε ηλικία. Υπήρχαν κήποι και μονοκατοικίες, όμως τα πεζοδρόμια ήταν πάντα το ίδιο στενά. Μάλιστα τότε ήταν και στενότερα. Από ένα σημείο κι έπειτα οι πολυκατοικίες παραχωρούσαν αναγκαστικά χώρο στο πεζοδρόμιο, την περίφημη στοά.
Γιατί ήταν τόσο στενά τα πεζοδρόμια, γιατί ήταν τόσο στενοί οι δρόμοι; Η Κυψέλη δεν ήταν πόλη της Τουρκοκρατίας, να έχει φτιαχτεί από την αρχή με δρόμους όπου χωράνε να διασταυρωθούν μόνο δυο μουλάρια. Δεν ήταν ορεινή, να μη μπορείς να χαράξεις δρόμους φαρδύτερους. Για ποιο λόγο σχεδιάστηκε έτσι αυτή η γειτονιά; Αυτό ήταν κάτι που προσπαθούσα να καταλάβω από την εποχή που συνειδητοποίησα ότι οι άνθρωποι σχεδιάζουν τις πόλεις και θα μπορούσαν θεωρητικά να έχουν σχεδιάσει ακόμα και την Κυψέλη. Ή τις άλλες γειτονιές της Αθήνας.
Όμως βέβαια το μυστικό είναι ότι οι γειτονιές της Αθήνας δεν σχεδιάστηκαν ποτέ. Το κέντρο, το περίφημο τρίγωνο με την Ακρόπολη στην άκρη, αυτό ναι, σχεδιάστηκε κάποτε, κι όσο κι αν το σχέδιο αλλοιώθηκε, αισθάνεται κανείς ακόμα και σήμερα ότι οι άνθρωποι είχαν δεχτεί την ανάγκη, χτίζοντας μια πόλη, να έχει πλατείες και λεωφόρους, ανοίγματα, κήπους, ανάσες. Όμως οι γειτονιές δεν έγιναν έτσι. Χτίστηκαν πριν προλάβουν να σχεδιαστούν, και δεν ήταν θέμα χρόνου. Υπήρχε κάτι εκεί που ίσως τώρα μόνο μπορούμε να καταλάβουμε, τώρα που υφιστάμεθα τις συνέπειες της αδυναμίας – και ίσως και αδιαφορίας- των πολιτικών να ρυθμίσουν βασικούς κανόνες.
|
Πάνω στη χυμένη μπογιά κόλλησαν σπασμένα τζάμια |
Οι γειτονιές χτίστηκαν πάνω σε χτήματα. Υπάρχουν ακόμα μερικά ονόματα ιδιοκτητών, Ζωγράφου, Γουδί, Κυπριάδου, κλπ, που θυμίζουν ότι οι γειτονιές ήταν στην αρχή ιδιοκτησίες. Μεγάλα χτήματα που είχαν πουληθεί όσο- όσο από τους Τούρκους που έφυγαν βιαστικά το 1830. Αυτοί που τα αγόρασαν τότε με ελάχιστα σχετικά χρήματα, εννοούσαν να βγάλουν από αυτά το μέγιστο δυνατό κέρδος.
Δεν ξέρω ποιοι ακριβώς άνθρωποι είχαν ποια ακριβώς χτήματα και πώς συμπεριφέρθηκε πολεοδομικά ο καθένας, αλλά η γενική εικόνα δεν επιτρέπει να φανταστούμε πολλές εξαιρέσεις. Στην Κυψέλη ας πούμε είχε το σπίτι του ο Κανάρης, άρα μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα είχε κάποιο μεγάλο χτήμα εδώ το οποίο έκοψε και πούλησε ακριβώς όπως έκαναν όλοι, αυτός ή οι κληρονόμοι του. Δηλαδή, με βάση ένα σχέδιο του ίδιου του κτηματία πουλιόνταν τα οικόπεδα, κι όταν μαζεύονταν αρκετοί αγοραστές γίνονταν μια μικρή πολιτική δύναμη που μπορούσε να πιέσει για να αποσπάσει την έγκριση. Έτσι απέκτησε ‘σχέδιο’ η Αθήνα.
Και φυσικά ήταν ένα σχέδιο με πολλούς δρόμους, για να μπορούν να κοπούν πολλά οικόπεδα που θα πουλιόνταν εύκολα, στενούς δρόμους, για να μη χάνει γη ο ιδιοκτήτης, χωρίς πλατείες και λεωφόρους για τον ίδιο λόγο, με στενά πεζοδρόμια για να μη χάνουν χώρο τα οικόπεδα, κοκ.
Οι ιδιοκτήτες λοιπόν έκαναν τη δουλειά τους. Οι πολιτικοί όμως, οι κυβερνήσεις, οι πολεοδομίες, όλοι όσοι το επέτρεπαν αυτό, δεν έκαναν καλά τη δική τους. Εκείνη την πρώτη στιγμή δεν αντιστάθηκαν σε αυτή την απαίτηση, κανένας, ποτέ. Μπήκαν οι βάσεις στραβά. Κι άντε μετά να το διορθώσεις.
Βέβαια, τα πρώτα σπίτια ήταν μικρά, και η κατάσταση ήταν πιο υποφερτή. Όμως από τότε τα πεζοδρόμια ήταν στενά, δεν υπήρχαν χώροι, ασφυκτιούσε ο διαβάτης. Εγώ ας πούμε, θυμάμαι πολύ καλά ότι ακόμα και πριν σαράντα χρόνια δεν μπορούσαμε να παίξουμε στην Κυψέλη, ακόμα και τότε υπήρχαν μόνο οι αυλές μερικών σπιτιών, και το πάρκο. Το Πεδίο του Άρεως. (Πάρκο το λέγαμε. Πολύ μεγάλη έμαθα ότι λέγεται Πεδίο του Άρεως).
Από τότε λοιπόν το συμφέρον του μεγάλου, ας πούμε έτσι τον πρώτο ιδιοκτήτη γης, σε συνδυασμό με το συμφέρον του μικρού, του αγοραστή οικοπέδου που ο μεγάλος είχε σχεδιάσει, κατάφεραν να υπερισχύουν μιας λογικής σχεδίου πόλεως. Τους δρόμους τους χάραζαν ‘γεωμέτρες’, άνθρωποι εμπειρικοί που ήξεραν την πιάτσα και κυρίως τα όρια των ιδιοκτησιών, και έχαιραν σεβασμού εκατέρωθεν: από τους ιδιοκτήτες κι από τις Υπηρεσίες όπου μάλλον οι υπάλληλοι θα βαριούνταν να πολυασχοληθούν. Ή δεν θα τους άφηναν.
Έτσι έγινε η Κυψέλη, κι όλα τα υπόλοιπα. Αν και η Κυψέλη παράγινε. Αν ήταν του Κανάρη δηλαδή τα χτήματα, τι να πω; Πρέπει να το ψάξω, αλλά ο ναύαρχος θα μας έχει κληροδοτήσει μεγάλο βάσανο, αν ήταν αυτός λέμε. Δεν ξέρω πώς να το ανακαλύψω, θα θέλει μεγάλη δουλειά φαντάζομαι, και δε με βλέπω να την κάνω. Αλλά θα μου πεις, ήταν στρατηγός, ναύαρχος, πολέμαρχος και πυρπολητής, δεν ήξερε να χτίζει συνοικίες. Σωστό. Άλλοι έπρεπε να αναλάβουν τη δουλειά, κι αυτοί οι άλλοι μάλλον έσπασαν τα μούτρα τους, όσοι νοιάστηκαν, στη μανία των ιδιοκτητών να θησαυρίσουν γρήγορα.
Στενά λοιπόν ήταν πάντα τα πεζοδρόμια, αλλά και από την εποχή του μεσοπολέμου που άρχισαν να χτίζονται οι πρώτες πολυκατοικίες, μέχρι τώρα που γράφουν διάφορες εξυπνάδες του στυλ ‘η Κυψέλη είναι η πιο πυκνοκατοικημένη του κόσμου μετά το Χονγκ Κονγκ’ (οπότε, αφού υπάρχει το Χονγκ Κονγκ έχουμε περιθώρια) δεν έγινε και καμιά εξαίρεση στους πολεοδομικούς κανόνες. Όχι. Η ζήτηση ήταν πάντα για πιο πολύ χτίσιμο, αξιοποίηση, εκμετάλλευση. Κανείς δεν είχε ζωτικό (ζωτικό;) συμφέρον για λιγότερο. Θα έπρεπε δηλαδή ο ΓΟΚ να βάλει από την αρχή όρια, αυστηρά όρια, αφού όλοι έσπρωχναν να στενέψουν, τα όρια. Αλλά γιατί να το κάνει; Αφού από την αρχή η πίεση ήταν για λιγότερα;
Ήρθαν και μένουν στην Κυψέλη χιλιάδες άνθρωποι, αλλα είναι σαν μην κυκλοφορούν στα πεζοδρόμια, να μην τα βλέπουν, να μην υπάρχουν. Ζουν υπεράνω, δεν νοιάζονται, είναι περαστικοί, μέχρι να πεδικλωθούν και να σπάσουν τα μούτρα τους.
Ακόμα και τώρα χτίζονται στην Κυψέλη πολυκατοικίες χωρίς θέσεις πάρκινγκ, χωρίς ουσιαστικά να παραδίνουν πεζοδρόμιο, όπως υποτίθεται ότι δεσμεύονται να κάνουν, και με τη δυνατότητα μεγαλύτερης κάλυψης αν το οικόπεδο είναι γωνιακό. Αυτό πάλι βάσει ποιας λογικής θεσπίστηκε; Μα είπαμε, της λογικής των πιέσεων. Δεν υπήρχε άλλη. Θα έπρεπε να είχαν σιδερένιο χαρακτήρα ακόμα κι εκείνοι οι γεωμέτρες, για να καταφέρουν να χαράξουν δρόμους με τη μανία των ιδιοκτητών να τους καταδιώκει.
Έτσι, με την έχθρα του ιδιωτικού προς το δημόσιο χτίστηκε η γειτονιά αυτή και χτίστηκε ολόκληρη η πόλη. Κάθε μέτρο πεζοδρομίου θεωρείται κλεμμένο από κάποιον ιδιοκτήτη. Λες και θα μπορούσαμε να πετάμε από πάνω, από σπίτι σε σπίτι κι από μπαλκόνι σε μπαλκόνι για να κυκλοφορούμε. Τα υπόγεια των πρώτων πολυκατοικιών, δηλωμένα για αποθήκες, τα έκαναν κατοικίες. Ύστερα οι κατοικίες νομιμοποιήθηκαν και πουλήθηκαν, κι έβγαλαν παράθυρα στα πεζοδρόμια. Οι σκάλες βγήκαν κι αυτές στα πεζοδρόμια. Η ποιότητα ζωής τσαλαπατήθηκε μαζί με την έννοια της πολεοδομίας.
|
Μίσος και στο δημόσιο και στο ιδιωτικό |
Aκόμα τώρα η έχθρα ανάμεσα στο δημόσιο και στο ιδιωτικό υπάρχει και τη βλέπεις κάθε μέρα. Μια γυναίκα πετά από το μπαλκόνι της μια σακούλα σκουπίδια στο δρόμο. Ένας άντρας δένει τη μηχανή του στο πεζοδρόμιο και το κλείνει τελείως. Αυτοκίνητα χτυπάνε τα δέντρα, σπάνε τις τσιμεντόπλακες, καβαλάνε πεζοδρόμια.
Αν το καλοσκεφτούμε, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα. Να μην υπάρχουν οι ακάλυπτοι ας πούμε. Θα πρέπει να δόθηκε μεγάλη μάχη για τους ακάλυπτους..
Σε αυτά τα στενά πεζοδρόμια υπάρχουν και φρεάτια, ΕΥΔΑΠ, ΔΕΠΑ, κουτιά του ΟΤΕ και δε συμμαζεύεται. Ο δημόσιος χώρος φαγώθηκε από τον ιδιωτικό, με τη συνεργασία και την κατανόηση των δημόσιων οργανισμών. Οι κάδοι των σκουπιδιών είναι άλλη μια νίκη του ιδιωτικού στο δημόσιο, και μάλιστα από τις τελευταίες. Ο πόλεμος συνεχίζεται.
Είναι αξιοθαύμαστο το πώς μπόρεσαν τόσο μαζικά οι ιδιοκτήτες των μονοκατοικιών να ανταλλάξουν τα σπίτια τους με διαμερίσματα και να σηκωθούν μετά να φύγουν, αφού έγινε η κατάσταση αφόρητη. Διευκόλυνε και ο νόμος της αντιπαροχής, απλώς όμως διευκόλυνε. Υπήρχε ζήτηση, αυτή η τάση για γκρέμισμα και χτίσιμο, και χωρίς το νόμο θα έβρισκαν τρόπο οι ορμητικοί εργολάβοι και οι βιαστικοί να αλλάξουν τη ζωή τους ιδιοκτήτες. Για είκοσι χρόνια χτιζόταν η γειτονιά πυρετωδώς, άκουγες σε κάθε γωνιά τις μπετονιέρες να δουλεύουν, μπορούσες να τρελαθείς από το θόρυβο.
Οι ιδιοκτήτες έδιναν το σπίτι τους και να αποκτήσουν ένα ή δυο διαμερίσματα που θα νοίκιαζαν και θα μπορούσαν να φύγουν για καλύτερες γειτονιές. Αυτό έκαναν, έριχναν πίσω τους μαύρη πέτρα. Δεν τους ένοιαζε αν αυτά τα διαμερίσματα, που αποκτούσαν χωρίς να χρειάζεται να δώσουν μετρητά, δεν είχαν χώρο για ένα ποδήλατο, δεν είχαν φως, δεν είχαν αέρα. Είχαν ζήτηση, αυτό μετρούσε.
Έφυγαν όλοι οι παλιοί ιδιοκτήτες. Ύστερα έφυγαν και οι νέοι, εκείνοι που είχαν κάποτε αγοράσει ωραία διαμερίσματα, κι ύστερα κλείστηκαν οι βεράντες τους γύρω- γύρω. Έφυγα κι εγώ, αλλά ξαναγύρισα σε μερικά χρόνια για οικογενειακούς λόγους. Τα πρώτα χρόνια είχα μοτοσικλέτα. Ανέβαινα πάνω κι έφευγα τρέχοντας από την Κυψέλη, να μη τη βλέπω.
Όπως κάνουν όλοι. Ακόμα και τώρα αυτό κάνουμε, φεύγουμε τρέχοντας. Φεύγουμε, όσο μπορούμε, όσοι μπορούμε. Φεύγουμε, ή ελπίζουμε ότι θα φύγουμε, μέχρι να καταλάβουμε ότι διαφυγή δεν υπάρχει.
Δεν πάμε πουθενά. Εδώ μένουμε. Στα ταλαίπωρα, στα στενά και περιφρονημένα, βρώμικα και σπασμένα, σκατωμένα και σκαμμένα πεζοδρόμια της Κυψέλης.