Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

Ανεμος Μέρκελ να ήταν;

Σύνταγµα, ώρα καθηµερινή, πρωί µε απεργία και διαδήλωση, τα συνηθισµένα. Οι αστυνοµικοί κλείνουν τον δρόµο µε τη γνωστή κορδέλα, οι τελευταίοι εποχούµενοι προσπαθούν να ξεφύγουν. Φυσάει, διάφορα χαρτιά σε πετυχαίνουν στο πρόσωπο καθώς προσπαθείς να περάσεις ανάµεσα στην απερίγραπτη λαµαρινοσαλάτα. Ενα µηχανάκι καβαλάει το πεζοδρόµιο και τότε συµβαίνει το αναπάντεχο. Ενας αστυνόµος του φωνάζει να γυρίσει πίσω.

Βρισκόµαστε στο πεζοδρόµιο πέντε - έξι άνθρωποι και γυρίζουµε µηχανικά να δούµε. Ακούµε την απίστευτη φράση από τα αστυνοµικά χείλη, να προφέρεται καθαρά, µε δυνατή φωνή. «Γιατί ανέβηκες στο πεζοδρόµιο;».

Το γράφω και σχεδόν δεν το πιστεύω, ας έγινε µπροστά στα µάτια µου. Ο οδηγός στο µηχανάκι έµεινε άφωνος. Προφανώς δεν το περίµενε, πόσες φορές θα έχει ξαναχρησιµοποιήσει το πεζοδρόµιο κι ούτε πεζοί δεν θα έχουν πει κιχ; Και µέσα στον χαµό της απεργίας και της διακοπής κυκλοφορίας ο αστυνοµικός να θυµηθεί κάτι τόσο ασήµαντο; Λες και βρισκόταν στη Γερµανία ξαφνικά και έπρεπε όλοι να τηρούµε τον νόµο βρέχει χιονίσει.

Ανεµος Μέρκελ σα να φυσούσε µπροστά στη Βουλή κι έπαιρναν τα µυαλά µας αέρα. Οτι λέει γίναµε Γερµανία κι εµείς, σεβόµαστε τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. «Να πας από τον δρόµο», είπε ο αστυνοµικός κι ακούστηκαν αµέσως πέντε µπράβο από τους πεζούς. Κοιταχτήκαµε και χαµογελάσαµε συγκινηµένοι, σαν άνθρωποι που ζουν αναπάντεχα µια σπάνια εµπειρία. Μήπως να ανταλλάσσαµε τηλέφωνα, να µαζευόµαστε και να θυµόµαστε πώς ακριβώς είχε γίνει;

Για µια στιγµή µας χτύπησε ο αέρας µε την ψευδαίσθηση ότι θα ζητήσει η «γερµανίδα νοικοκυρά» κι άλλες προδιαγραφές για να µας δώσει δάνειο, δεν τη νοιάζει µόνο για τα λεφτά, θέλει γενικότερες αλλαγές στη ζωή µας, κι ήρθε η ώρα να τις κάνουµε, δεν πάει άλλο.

Υστερα αποµακρυνθήκαµε και τα ξεχάσαµε όλα.

Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

Τι είναι η πατρίδα μου; Τα πεζοδρόμια της Κυψέλης

Η πατρίδα μου είναι κυρίως οι λάκκοι του πεζοδρομίου. Εκεί που το σώμα μου πρέπει να προφυλάσσεται από την πτώση, εκεί που ουσιαστικά προσαρμόζεται σε απρόσμενες καμπύλες, σε ελλοχεύοντες κινδύνους, και ανάλογα διαμορφώνεται. Πόσες ώρες της μέρας περνώ περπατώντας σε σπασμένα πεζοδρόμια, προσέχοντας να μη σκοντάψω; Δεν υπολογίζονται. Αλλά αυτά είναι ο κόσμος που με τριγυρίζει.
Η γειτονιά ήταν πάντα έτσι. Λένε πολλοί πως κάποτε ήταν καλύτερη. Ζούσαν εδώ αστοί και μικροαστοί, σε μονοκατοικίες. Όντως, το θυμάμαι αυτό, είμαι πια μεγάλος άνθρωπος, σε ηλικία. Υπήρχαν κήποι και μονοκατοικίες, όμως τα πεζοδρόμια ήταν πάντα το ίδιο στενά. Μάλιστα τότε ήταν και στενότερα. Από ένα σημείο κι έπειτα οι πολυκατοικίες παραχωρούσαν αναγκαστικά χώρο στο πεζοδρόμιο, την περίφημη στοά.
Γιατί ήταν τόσο στενά τα πεζοδρόμια, γιατί ήταν τόσο στενοί οι δρόμοι; Η Κυψέλη δεν ήταν πόλη της Τουρκοκρατίας, να έχει φτιαχτεί από την αρχή με δρόμους όπου χωράνε να διασταυρωθούν μόνο δυο μουλάρια. Δεν ήταν ορεινή, να μη μπορείς να χαράξεις δρόμους φαρδύτερους. Για ποιο λόγο σχεδιάστηκε έτσι αυτή η γειτονιά; Αυτό ήταν κάτι που προσπαθούσα να καταλάβω από την εποχή που συνειδητοποίησα ότι οι άνθρωποι σχεδιάζουν τις πόλεις και θα μπορούσαν θεωρητικά να έχουν σχεδιάσει ακόμα και την Κυψέλη. Ή τις άλλες γειτονιές της Αθήνας.
Όμως βέβαια το μυστικό είναι ότι οι γειτονιές της Αθήνας δεν σχεδιάστηκαν ποτέ. Το κέντρο, το περίφημο τρίγωνο με την Ακρόπολη στην άκρη, αυτό ναι, σχεδιάστηκε κάποτε, κι όσο κι αν το σχέδιο αλλοιώθηκε, αισθάνεται κανείς ακόμα και σήμερα ότι οι άνθρωποι είχαν δεχτεί την ανάγκη, χτίζοντας μια πόλη, να έχει πλατείες και λεωφόρους, ανοίγματα, κήπους, ανάσες. Όμως οι γειτονιές δεν έγιναν έτσι. Χτίστηκαν πριν προλάβουν να σχεδιαστούν, και δεν ήταν θέμα χρόνου. Υπήρχε κάτι εκεί που ίσως τώρα μόνο μπορούμε να καταλάβουμε, τώρα που υφιστάμεθα τις συνέπειες της αδυναμίας – και ίσως και αδιαφορίας- των πολιτικών να ρυθμίσουν βασικούς κανόνες.
Πάνω στη χυμένη μπογιά κόλλησαν σπασμένα τζάμια
Οι γειτονιές χτίστηκαν πάνω σε χτήματα. Υπάρχουν ακόμα μερικά ονόματα ιδιοκτητών, Ζωγράφου, Γουδί, Κυπριάδου, κλπ, που θυμίζουν ότι οι γειτονιές ήταν στην αρχή ιδιοκτησίες. Μεγάλα χτήματα που είχαν πουληθεί όσο- όσο από τους Τούρκους που έφυγαν βιαστικά το 1830. Αυτοί που τα αγόρασαν τότε με ελάχιστα σχετικά χρήματα, εννοούσαν να βγάλουν από αυτά το μέγιστο δυνατό κέρδος.
Δεν ξέρω ποιοι ακριβώς άνθρωποι είχαν ποια ακριβώς χτήματα και πώς συμπεριφέρθηκε πολεοδομικά ο καθένας, αλλά η γενική εικόνα δεν επιτρέπει να φανταστούμε πολλές εξαιρέσεις. Στην Κυψέλη ας πούμε είχε το σπίτι του ο Κανάρης, άρα μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα είχε κάποιο μεγάλο χτήμα εδώ το οποίο έκοψε και πούλησε ακριβώς όπως έκαναν όλοι, αυτός ή οι κληρονόμοι του. Δηλαδή, με βάση ένα σχέδιο του ίδιου του κτηματία πουλιόνταν τα οικόπεδα, κι όταν μαζεύονταν αρκετοί αγοραστές γίνονταν μια μικρή πολιτική δύναμη που μπορούσε να πιέσει για να αποσπάσει την έγκριση. Έτσι απέκτησε ‘σχέδιο’ η Αθήνα.
Και φυσικά ήταν ένα σχέδιο με πολλούς δρόμους, για να μπορούν να κοπούν πολλά οικόπεδα που θα πουλιόνταν εύκολα, στενούς δρόμους, για να μη χάνει γη ο ιδιοκτήτης, χωρίς πλατείες και λεωφόρους για τον ίδιο λόγο, με στενά πεζοδρόμια για να μη χάνουν χώρο τα οικόπεδα, κοκ.
Οι ιδιοκτήτες λοιπόν έκαναν τη δουλειά τους. Οι πολιτικοί όμως, οι κυβερνήσεις, οι πολεοδομίες, όλοι όσοι το επέτρεπαν αυτό, δεν έκαναν καλά τη δική τους. Εκείνη την πρώτη στιγμή δεν αντιστάθηκαν σε αυτή την απαίτηση, κανένας, ποτέ. Μπήκαν οι βάσεις στραβά. Κι άντε μετά να το διορθώσεις.
Βέβαια, τα πρώτα σπίτια ήταν μικρά, και η κατάσταση ήταν πιο υποφερτή. Όμως από τότε τα πεζοδρόμια ήταν στενά, δεν υπήρχαν χώροι, ασφυκτιούσε ο διαβάτης. Εγώ ας πούμε, θυμάμαι πολύ καλά ότι ακόμα και πριν σαράντα χρόνια δεν μπορούσαμε να παίξουμε στην Κυψέλη, ακόμα και τότε υπήρχαν μόνο οι αυλές μερικών σπιτιών, και το πάρκο. Το Πεδίο του Άρεως. (Πάρκο το λέγαμε. Πολύ μεγάλη έμαθα ότι λέγεται Πεδίο του Άρεως).
Από τότε λοιπόν το συμφέρον του μεγάλου, ας πούμε έτσι τον πρώτο ιδιοκτήτη γης, σε συνδυασμό με το συμφέρον του μικρού, του αγοραστή οικοπέδου που ο μεγάλος είχε σχεδιάσει, κατάφεραν να υπερισχύουν μιας λογικής σχεδίου πόλεως. Τους δρόμους τους χάραζαν ‘γεωμέτρες’, άνθρωποι εμπειρικοί που ήξεραν την πιάτσα και κυρίως τα όρια των ιδιοκτησιών, και έχαιραν σεβασμού εκατέρωθεν: από τους ιδιοκτήτες κι από τις Υπηρεσίες όπου μάλλον οι υπάλληλοι θα βαριούνταν να πολυασχοληθούν. Ή δεν θα τους άφηναν.
Έτσι έγινε η Κυψέλη, κι όλα τα υπόλοιπα. Αν και η Κυψέλη παράγινε. Αν ήταν του Κανάρη δηλαδή τα χτήματα, τι να πω; Πρέπει να το ψάξω, αλλά ο ναύαρχος θα μας έχει κληροδοτήσει μεγάλο βάσανο, αν ήταν αυτός λέμε. Δεν ξέρω πώς να το ανακαλύψω, θα θέλει μεγάλη δουλειά φαντάζομαι, και δε με βλέπω να την κάνω. Αλλά θα μου πεις, ήταν στρατηγός, ναύαρχος, πολέμαρχος και πυρπολητής, δεν ήξερε να χτίζει συνοικίες. Σωστό. Άλλοι έπρεπε να αναλάβουν τη δουλειά, κι αυτοί οι άλλοι μάλλον έσπασαν τα μούτρα τους, όσοι νοιάστηκαν, στη μανία των ιδιοκτητών να θησαυρίσουν γρήγορα.
Στενά λοιπόν ήταν πάντα τα πεζοδρόμια, αλλά και από την εποχή του μεσοπολέμου που άρχισαν να χτίζονται οι πρώτες πολυκατοικίες, μέχρι τώρα που γράφουν διάφορες εξυπνάδες του στυλ ‘η Κυψέλη είναι η πιο πυκνοκατοικημένη του κόσμου μετά το Χονγκ Κονγκ’ (οπότε, αφού υπάρχει το Χονγκ Κονγκ έχουμε περιθώρια) δεν έγινε και καμιά εξαίρεση στους πολεοδομικούς κανόνες. Όχι. Η ζήτηση ήταν πάντα για πιο πολύ χτίσιμο, αξιοποίηση, εκμετάλλευση. Κανείς δεν είχε ζωτικό (ζωτικό;) συμφέρον για λιγότερο. Θα έπρεπε δηλαδή ο ΓΟΚ να βάλει από την αρχή όρια, αυστηρά όρια, αφού όλοι έσπρωχναν να στενέψουν, τα όρια. Αλλά γιατί να το κάνει; Αφού από την αρχή η πίεση ήταν για λιγότερα;
Ήρθαν και μένουν στην Κυψέλη χιλιάδες άνθρωποι, αλλα είναι σαν μην κυκλοφορούν στα πεζοδρόμια, να μην τα βλέπουν, να μην υπάρχουν. Ζουν υπεράνω, δεν νοιάζονται, είναι περαστικοί, μέχρι να πεδικλωθούν και να σπάσουν τα μούτρα τους.
Ακόμα και τώρα χτίζονται στην Κυψέλη πολυκατοικίες χωρίς θέσεις πάρκινγκ, χωρίς ουσιαστικά να παραδίνουν πεζοδρόμιο, όπως υποτίθεται ότι δεσμεύονται να κάνουν, και με τη δυνατότητα μεγαλύτερης κάλυψης αν το οικόπεδο είναι γωνιακό. Αυτό πάλι βάσει ποιας λογικής θεσπίστηκε; Μα είπαμε, της λογικής των πιέσεων. Δεν υπήρχε άλλη. Θα έπρεπε να είχαν σιδερένιο χαρακτήρα ακόμα κι εκείνοι οι γεωμέτρες, για να καταφέρουν να χαράξουν δρόμους με τη μανία των ιδιοκτητών να τους καταδιώκει.
Έτσι, με την έχθρα του ιδιωτικού προς το δημόσιο χτίστηκε η γειτονιά αυτή και χτίστηκε ολόκληρη η πόλη. Κάθε μέτρο πεζοδρομίου θεωρείται κλεμμένο από κάποιον ιδιοκτήτη. Λες και θα μπορούσαμε να πετάμε από πάνω, από σπίτι σε σπίτι κι από μπαλκόνι σε μπαλκόνι για να κυκλοφορούμε. Τα υπόγεια των πρώτων πολυκατοικιών, δηλωμένα για αποθήκες, τα έκαναν κατοικίες. Ύστερα οι κατοικίες νομιμοποιήθηκαν και πουλήθηκαν, κι έβγαλαν παράθυρα στα πεζοδρόμια. Οι σκάλες βγήκαν κι αυτές στα πεζοδρόμια. Η ποιότητα ζωής τσαλαπατήθηκε μαζί με την έννοια της πολεοδομίας.
Μίσος και στο δημόσιο και στο ιδιωτικό
 Aκόμα τώρα η έχθρα ανάμεσα στο δημόσιο και στο ιδιωτικό υπάρχει και τη βλέπεις κάθε μέρα. Μια γυναίκα πετά από το μπαλκόνι της μια σακούλα σκουπίδια στο δρόμο. Ένας άντρας δένει τη μηχανή του στο πεζοδρόμιο και το κλείνει τελείως. Αυτοκίνητα χτυπάνε τα δέντρα, σπάνε τις τσιμεντόπλακες, καβαλάνε πεζοδρόμια.
Αν το καλοσκεφτούμε, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα. Να μην υπάρχουν οι ακάλυπτοι ας πούμε. Θα πρέπει να δόθηκε μεγάλη μάχη για τους ακάλυπτους..
Σε αυτά τα στενά πεζοδρόμια υπάρχουν και φρεάτια, ΕΥΔΑΠ, ΔΕΠΑ, κουτιά του ΟΤΕ και δε συμμαζεύεται. Ο δημόσιος χώρος φαγώθηκε από τον ιδιωτικό, με τη συνεργασία και την κατανόηση των δημόσιων οργανισμών. Οι κάδοι των σκουπιδιών είναι άλλη μια νίκη του ιδιωτικού στο δημόσιο, και μάλιστα από τις τελευταίες. Ο πόλεμος συνεχίζεται.
Είναι αξιοθαύμαστο το πώς μπόρεσαν τόσο μαζικά οι ιδιοκτήτες των μονοκατοικιών να ανταλλάξουν τα σπίτια τους με διαμερίσματα και να σηκωθούν μετά να φύγουν, αφού έγινε η κατάσταση αφόρητη. Διευκόλυνε και ο νόμος της αντιπαροχής, απλώς όμως διευκόλυνε. Υπήρχε ζήτηση, αυτή η τάση για γκρέμισμα και χτίσιμο, και χωρίς το νόμο θα έβρισκαν τρόπο οι ορμητικοί εργολάβοι και οι βιαστικοί να αλλάξουν τη ζωή τους ιδιοκτήτες. Για είκοσι χρόνια χτιζόταν η γειτονιά πυρετωδώς, άκουγες σε κάθε γωνιά τις μπετονιέρες να δουλεύουν, μπορούσες να τρελαθείς από το θόρυβο.
Οι ιδιοκτήτες έδιναν το σπίτι τους και να αποκτήσουν ένα ή δυο διαμερίσματα που θα νοίκιαζαν και θα μπορούσαν να φύγουν για καλύτερες γειτονιές. Αυτό έκαναν, έριχναν πίσω τους μαύρη πέτρα. Δεν τους ένοιαζε αν αυτά τα διαμερίσματα, που αποκτούσαν χωρίς να χρειάζεται να δώσουν μετρητά, δεν είχαν χώρο για ένα ποδήλατο, δεν είχαν φως, δεν είχαν αέρα. Είχαν ζήτηση, αυτό μετρούσε.
Έφυγαν όλοι οι παλιοί ιδιοκτήτες. Ύστερα έφυγαν και οι νέοι, εκείνοι που είχαν κάποτε αγοράσει ωραία διαμερίσματα, κι ύστερα κλείστηκαν οι βεράντες τους γύρω- γύρω. Έφυγα κι εγώ, αλλά ξαναγύρισα σε μερικά χρόνια για οικογενειακούς λόγους. Τα πρώτα χρόνια είχα μοτοσικλέτα. Ανέβαινα πάνω κι έφευγα τρέχοντας από την Κυψέλη, να μη τη βλέπω.
 Όπως κάνουν όλοι. Ακόμα και τώρα αυτό κάνουμε, φεύγουμε τρέχοντας. Φεύγουμε, όσο μπορούμε, όσοι μπορούμε. Φεύγουμε, ή ελπίζουμε ότι θα φύγουμε, μέχρι να καταλάβουμε ότι διαφυγή δεν υπάρχει.
Δεν πάμε πουθενά. Εδώ μένουμε. Στα ταλαίπωρα, στα στενά και περιφρονημένα, βρώμικα και σπασμένα, σκατωμένα και σκαμμένα πεζοδρόμια της Κυψέλης.

Παρασκευή 21 Μαΐου 2010

Λεωφορεία της Νέας Υόρκης και λεωφορεία της Αθήνας

Στη Νέα Υόρκη κυκλοφορούν οι περισσότεροι ανάπηροι που έχω δει σε πόλη, αν και συναγωνίζεται το Βερολίνο. Εμείς οι αθηναίοι τα χάνουμε όταν βρεθούμε σε αληθινή πόλη, όπου οι ανάπηροι απλώς δεν κλείνονται στα σπίτια τους, όπως εδώ. Εδώ έχουμε μόνο αναπηρικές συντάξεις, οι ανάπηροι είναι αόρατοι.


Σκεφτείτε λίγο αυτή την ελευθερία που στερούνται. Το περπάτημα στους δρόμους μπορεί να μην είναι ευχάριστο, είναι όμως η πρώτη, η πιο αυτονόητη, η βασική μας ελευθερία. Είναι αυτό που σε οδηγεί παντού, που σε φέρνει σε επαφή με τον κόσμο, με όσα καλά και κακά διαθέτει. Στην Αθήνα το έχουμε κάνει δύσκολο για τους ηλικιωμένους, τους ανθρώπους με κινητικά προβλήματα, για τα παιδιά και τα καρότσια των μωρών, και φυσικά για τα αναπηρικά καροτσάκια.

Τα λεωφορεία της Νέας Υόρκης έχουν ειδικές θέσεις για να στηρίζονται τα αμαξίδια, και ζώνη για να πιάνονται και να μην κυλάνε. Στο χώρο εκείνο υπάρχουν επίσης καθίσματα που ανοίγουν όταν δεν υπάρχουν αναπηρικά καροτσάκια και κλείνουν όταν μπει μέσα κάποιο, για να του κάνουν χώρο. Το οποίο καροτσάκι ανεβαίνει με τη βοήθεια μιας πλατφόρμας στην πόρτα, που κινεί ο οδηγός. Κατεβαίνει η πλατφόρμα, κυλάει πάνω το καρότσι, ύστερα ανεβαίνει η πλατφόρμα και μαζί το καρότσι. Όταν υπάρχει καροτσάκι στη στάση κανείς δεν διανοείται να δείξει ανυπομονησία. Περιμένουν όλοι σιωπηλοί αυτή την εξαιρετικά αργή διαδικασία. Η υπομονή του κόσμου είναι πιο εντυπωσιακή και από την πλατφόρμα και από τη ζώνη για τα καροτσάκια.

Μια μέρα που καθόμασταν σε αυτά τα καθίσματα που κλείνουν, μπήκε μέσα μια μαύρη χοντρή γυναίκα με μπαστούνι, μας έκανε νόημα να σηκωθούμε με μια κίνηση του κεφαλιού σε στυλ ‘στρίβετε μάγκες’ και βέβαια υπακούσαμε. Μπορούσε να το κάνει και πιο ευγενικά, αλλά ήξερε τα δικαιώματά της και τα απολάμβανε. Κάθισε μόνη της στη θέση που καθόμασταν δυο και έβαλε και τη ζώνη. Εμείς στριμωχτήκαμε όρθιοι. Οι ανάπηροι έχουν προτεραιότητα παντού, εφόσον τους έχει αδικήσει η φύση η κοινωνία προσπαθεί να φέρει ισορροπία. Για μας η όλη κατάσταση ήταν πολιτιστικό σοκ.

Στην Αθήνα δεν μπορούμε να τα φανταστούμε αυτά. Κι όμως, για προσέξτε στα νέα λεωφορεία το χώρο των ορθίων: έχει μια ζώνη ασφαλείας που είναι γι αυτό το σκοπό ακριβώς. Δεν έχω δει βέβαια ποτέ να χρησιμοποιείται από αναπήρους, αλλά είναι ένας εξοπλισμός που έχει πληρώσει το ελληνικό κράτος. Και οι πλατφόρμες υπάρχουν, πρέπει να είναι αυτό το κίτρινο κομμάτι σε μερικές πόρτες που φαίνεται ξεχωριστό. Ούτε αυτό έχει ποτέ χρησιμοποιηθεί βέβαια.

Θα πρέπει να έχουν κολλήσει αυτά τα αντικείμενα από την αχρηστία. Αν ποτέ θελήσει κανείς να τα χρησιμοποιήσει, άραγε τι θα συμβεί;

Φυσικά στην Ελλάδα δεν κυκλοφορούν ανάπηροι. Ακόμα και καροτσάκι μωρού είναι δύσκολο να περάσει από τα πεζοδρόμια, τους δρόμους, τις διαβάσεις. Πριν λίγες μέρες γνώρισα μια μητέρα με ένα μωρό που είχε σπάσει το κεφάλι του βγαίνοντας από λεωφορείο, επειδή ο οδηγός βιαζόταν να φύγει κι έκλεισε την πόρτα γρήγορα, κι ούτε πήρε χαμπάρι ότι το μωρό είχε γκρεμοτσακιστεί.
Γενικά το κατέβασμα από λεωφορείο κρύβει κινδύνους, γιατί πάντα βιάζονται οι οδηγοί, για κάποιο μυστήριο λόγο.Τώρα πια που οι οδηγοί μιλάνε και στο κινητό, έχουμε χάσει οι επιβάτες την ελπίδα να μας δίνουν πληροφορίες. Τις οποίες βέβαια τσιγκουνεύονται και οι ταμπέλες και οι στάσεις και οι επιγραφές μέσα κι έξω απο τα λεωφορεία.
 Α, όλα κι όλα. Στην Αθήνα δεν μπορεί ο καθένας να χρησιμοποιήσει λεωφορείο! Πρέπει να είναι γνώστης, να ξέρει πού πηγαίνει, να έχει μάθει απο το σπίτι του τη διαδρομή, όπως πρεπει να έχει βρει και με κάποιο μαγικό τρόπο να αγoράσει εισιτήριο. Διότι  είναι σπάνιο είδος, δεν πουλιούνται παντού. Μάλιστα περιπτεραδες και ψιλικατζήδες για κάποιο λόγο θυμώνουν όταν τους ρωτάς.
Γενικά το λεωφορείο δεν είναι απλή υπόθεση στην Αθήνα.  Ου παντός πλειν ες λεωφορεία, με το συμπαθιο κιόλας.
Μην πείτε τώρα ότι ο κόσμος καίγεται κι εγώ ασχολούμε με λεπτομέρειες. Δεν είναι λεπτομέρειες, αφού θα γίνουμε όλοι φτωχοί! Τώρα πια ισχύει η κλασική ρήση του Μακλούαν: Το μέσο είναι το μήνυμα!

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Λεωφορεία στο Εδιμβούργο και λεωφορεία στην Αθήνα

Μια μέρα στο Εδιμβούργο, που είχαμε πάει το Πάσχα διακοπές, μπήκαμε κατά λάθος σε ένα λεωφορείο εξπρές. Το λάθος ήταν δικό μου δηλαδή, δεν είχα προσέξει το Χ που είχε δίπλα στον αριθμό, κι όταν φτάσαμε μπροστά στο σπίτι που μέναμε, το λεωφορείο δεν σταμάτησε στη στάση. Ήταν η μαμά μου μαζί, κι έβαλε τις φωνές, είναι μεγάλη η μαμά μου, στα 85. Ρωτάω τον οδηγό, μου λέει είναι εξπρές, η επόμενη στάση είναι στα δέκα μίλια! Βρε καλέ μου, του λέω, δεν μας αφήνεις εδώ να, χιονίζει έξω κι έχω εδώ γριά γυναίκα! ‘Α, δεν γίνεται, λέει αυτός, αποκλείεται, θα σας πάω όμως στο τέρμα. Θα σας παραδώσω στο σταθμάρχη, θα σας δείξει το λεωφορείο που γυρίζει πίσω και θα έρθετε πάλι!’


Η μαμά μου έπαθε κάτι σαν υστερία. What are you doing? του φώναζε, Stop! Stop! Αλλά ο τύπος έμεινε απαθής. Τον πίεσα λίγο ακόμα, κι ύστερα το πήρα απόφαση, εξάλλου είχαμε πια απομακρυνθεί από το σπίτι. Ε, τουρισμό κάναμε, δεν είχαμε και κανένα ραντεβού, ας πηγαίναμε στο τέρμα λοιπόν, να δούμε και το χιονισμένο τοπίο. Η μαμά μου όμως είχε πάθει έναν καθαρό ελληνικό πανικό, κι ήταν αδύνατον να την ηρεμήσω. Τελικά, τι να κάνει; Το πήρε απόφαση κι αυτή, αλλά δεν σταματούσε να εκδηλώνει την αγανάκτησή της.

Φτάσαμε στο τέρμα, σε έναν ωραίο χιονισμένο λόφο, σταμάτησε το λεωφορείο, μας είπε να κατέβουμε, φώναξε το σταθμάρχη που ήταν σε ένα θαυμάσιο γυάλινο κουβούκλιο, θερμαινόμενο, με αίθουσα αναμονής, του είπε όλη την ιστορία, μας αποχαιρέτησε κι έφυγε. Η μαμά μου συνέχιζε να παραπονιέται και να διατυπώνει την κατάπληξη της, δεν το πίστευε αυτό που της είχε τύχει. Καθίσαμε και περιμέναμε λίγο, ο σταθμάρχης είχε σηκωθεί να βγει έξω να του εξηγήσει ο οδηγός για μας τις δυο, εν συνεχεία ήταν όρθιος για να βλέπει πότε θα έρθει το λεωφορείο και να μας ειδοποιήσει, και γενικά είχε ξεβολευτεί ο άνθρωπος για να μας εξυπηρετήσει.

‘Πρέπει να το πάρεις απόφαση, λέω στη μάνα μου, ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι έτσι. Τηρούν τους νόμους τους και τους κανονισμούς τους, πάει και τέλειωσε. Δεν χρειάζεται τόση αγανάκτηση, ορίστε, ήρθαμε στην εξοχή κι είδαμε και το χιονισμένο βουνό από κοντά, τώρα φτάνει το άλλο λεωφορείο και θα μας αφήσει κοντά στο σπίτι. Μας φρόντισαν, δεν μας παράτησαν στην ερημιά, σταμάτα να παραπονιέσαι. Αντικανονικά δεν θα σταματούσε πάντως, ο κόσμος να χαλάσει.’

Το σκέφτηκε λίγο και άρχισε να ηρεμεί. Ήρθε και το λεωφορείο, μπήκαμε, σε πέντε λεπτά ήμασταν στο σπίτι. Της διηγήθηκα ένα περιστατικό στις Βρυξέλλες, σε ένα ταξίδι χρόνια πριν. Περπατούσαμε με μία συνάδελφο, και σε ένα φανάρι πάω εγώ να περάσω με κόκκινο για τους πεζούς απέναντι, και η συνάδελφος με τράβηξε να σταθώ. Υπήρχε απέναντι ένας αστυνομικός που μας έκανε νόημα να περιμένουμε. Ήταν μια μεγάλη λεωφόρος άδεια, δεν περνούσε ούτε ποδήλατο, ούτε φαινόταν τίποτα στον ορίζοντα. Δείχνω στον αστυνομικό τον άδειο δρόμο, ‘Το κόκκινο είναι κόκκινο’, μου λέει. Περίμενα και τιναζόμουνα από ανυπομονησία γελώντας νευρικά, τραβούσα το μανίκι της συναδέλφου που είχε περισσότερη πείρα από αστυνομικούς στις Βρυξέλλες και δεν σκόπευε να βρει το μπελά της για να μου κάνει το χατίρι. Είχα δηλαδή την κλασική ελληνική συμπεριφορά του τσαμπουκά που συνδυάζεται με νευρικότητα και υστερία. Αργότερα, υποφέροντας κάθε μέρα και περισσότερο στην Αθήνα σαν πεζή, νοστάλγησα συχνά εκείνον τον αστυνομικό και αναθεώρησα τις απόψεις μου. Σίγουρα κάτι ξέρουν αυτοί που τηρούν τους κανόνες. Ακόμα κι αν ο δρόμος είναι άδειος έχει νόημα να σέβεσαι το κόκκινο, το οποίο σε προστατεύει από το θάνατο σταματώντας τα αυτοκίνητα για να περάσεις. Στην Αθήνα τώρα πια ακόμα και τα αυτοκίνητα περνάνε με κόκκινο, και τα αναίτια δυστυχήματα έχουν γίνει ρουτίνα. Αλλά δεν έχουμε ελπίδες να αλλάξουμε εμείς. Θεωρούμε την τήρηση των κανόνων κοροϊδία. Δεν μπορούμε να φανταστούμε πια ότι η υπακοή στους νόμους σε καθιστά ανεξάρτητο και αξιοπρεπή.

Μια άλλη μέρα, σε άλλο λεωφορείο του Εδιμβούργου, ήμουνα μόνη μου και καθόμουνα σε μπροστινή θέση. Υπήρχε ένα μωρό στο καρότσι του, κι όταν μπήκε μέσα μια άλλη μαμά με μωρό σε καρότσι έπρεπε να σηκώσει το παιδί και να διπλώσει το καρότσι, διότι έτσι ορίζει- το μαντέψατε- ο κανονισμός του λεωφορείου. Σήκωσε λοιπόν το μωρό που ήταν μικρούλι, γύρω στους οκτώ μήνες, και κρατώντας το κοίταξε γύρω της, να δει πού θα το ακουμπούσε. Το βλέμμα της σταμάτησε πάνω μου και της χαμογέλασα, ευτυχώς αυτό είχα μάθει να το κάνω, εξασκήθηκα από το πρώτο μου ταξίδι εδώ, το 1981, να χαμογελάω χωρίς λόγο σε ανθρώπους στους δρόμους και στους διαδρόμους, επειδή έτσι κάνουν κι αυτοί. Με ρώτησε με το βλέμμα, και με το βλέμμα αποδέχθηκα το καθήκον να κρατήσω το μωρό της μέχρι να διπλώσει το καρότσι. Το πήρα αγκαλιά, πόσο πολύ καιρό είχα να πιάσω μωρό στα χέρια μου, το πήρα με τιμή και συγκίνηση, μα την Παναγία, και το κράτησα πάνω στα γόνατά μου, ανατριχιάζοντας από την τρυφερότητα της σωματικής επαφής, το λιγοστό βάρος του, το μικρό μέγεθος του, το πόσο αδύναμο ήταν που είχε ανάγκη μια άγνωστη συνεπιβάτισσα, την υπενθύμιση από το ίδιο μου το δέρμα του καθήκοντος που έχουμε όλοι απέναντι στα μωρά του κόσμου. Αλλά εκείνο ήταν νευρικό, ήθελε τη μαμά του και τραβιόταν, παρόλο που του μιλούσα ευχάριστα, όπως θυμήθηκα ότι μιλάνε στα μωρά. Μόλις δίπλωσε το καρότσι της η νεαρή μαμά το ξαναπήρε στη δική της αγκαλιά και κάθισε μαζί του.

Δεν είναι απαραίτητα βαρετή η ζωή όταν σέβεσαι τους κανόνες. Στο Εδιμβούργο μάλιστα επιτρέπονται και οι σκύλοι μέσα στα λεωφορεία. Οι κανόνες δε σημαίνουν πάντα απαγορεύσεις, συχνότερα σημαίνουν ρυθμίσεις, για να μπορούμε να συμβιώνουμε. Κάθε μεγέθους σκυλιά επιτρέπεται να μπαίνουν στο λεωφορεία, χωρίς φίμωτρο, μόνο με λουρί, κι έχει μεγάλη πλάκα φυσικά.

Τι κάθομαι και γράφω τώρα εδώ που ο κόσμος χάνεται… Αλλά λεωφορεία υπάρχουν ακόμα, κι ελπίζω να μην εξαφανιστούν από τη ζωή μας σύντομα. Και πιστεύω ότι και στην Αθήνα η αυτοοργάνωση των επιβατών λεωφορείων δεν είναι σε κακό επίπεδο, αν δεις τι γίνεται σε άλλα μέρη. Υπάρχουν ακόμα νεαροί και νεαρές που σηκώνονται για να προσφέρουν τη θέση σε ηλικιωμένους, ακόμα και σε μένα έχουν προσφέρει θέση φέτος που άφησα άσπρα τα μαλλιά. (δεν τη πήρα)

Εκείνο που λείπει είναι ο σεβασμός από τους ανθρώπους που εκπροσωπούν την εξουσία. Ας πούμε τους ελεγκτές, που όταν μπαίνουν μέσα έχουν πολύ συχνά απαράδεκτο ύφος, και εξευτελίζουν τους ανθρώπους που βρίσκουν χωρίς εισιτήριο. Άσε που είναι πασίγνωστο ότι μόλις τους κατεβάσουν κάτω, τους προτείνουν να τους δώσουν ένα εικοσάρικο χωρίς απόδειξη και να τους αφήσουν να φύγουν. Μια φορά πριν χρόνια που με είχαν πιάσει χωρίς εισιτήριο θα πρέπει να τους την έσπασα απολύτως, γιατί λέω αμέσως, ‘Α συγγνώμη, δεν έβρισκα να αγοράσω, δώστε μου το πρόστιμο παρακαλώ’ και το πλήρωσα επί τόπου, μέσα στο λεωφορείο, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να βγάλουν κάτι από μένα.

Αυτό λοιπόν το μικρό πράγμα, αυτή η λεπτομέρεια, είναι απαράδεκτη. Μπορεί να είναι μικρά τα κρατικά έσοδα που χάνονται, αλλά τώρα που μαζεύει το κράτος φασούλι το φασούλι, ας το απαιτήσει και αυτό. Οπότε ταυτόχρονα μπορεί να ζητήσει σεβασμό στους επιβάτες από τους ελεγκτές και από τους οδηγούς, που τώρα τελευταία μιλάνε στο κινητό όταν οδηγούν, όλο και συχνότερα. Και με την ευκαιρία ας εκπαιδεύσει και τους επιβάτες να μη στέκονται όλοι μπροστά στην πόρτα και να μη σπρώχνονται. Λέμε τώρα.
Επειδή αναστοχαζόμαστε τα πάντα λόγω κρίσης, και τα πάντα καμιά φορά οδηγούν στο τίποτα, ας αρχίζαμε από τις λεπτομέρειες. Περνάμε ώρες κάθε μέρα στο λεωφορείο, πολλοί από εμάς. Ε, δεν λέω να περιμένουμε ουρά στη στάση  όπως οι Σκωτσέζοι! Ας τους αφήσουμε και καμιά ιδιαιτερότητα τους! Βρετανοί δεν θα γίνουμε. Κάτι ενδιάμεσο ίσως;

Πέμπτη 13 Μαΐου 2010

Αλλάζουν τον κόσμο οι εμπρησμοί;


Για μια στιγμή, καθώς το τρόλει περνούσε στην Πατησίων και κοιτούσα από ψηλά, σκίστηκε η βρωμερή πράσινη λινάτσα που κρύβει το ερείπιο του Μινιόν τόσα χρόνια και φάνηκε από μέσα φως, μια γυμνή λάμπα να κρέμεται σε ένα χώρο όπου φαίνονται μόνο κολώνες από μπετόν. Δεν προχωράνε οι εργασίες, το μαγαζί που θα άνοιγε στα τέλη του 2009, Φολί φολί είχα διαβάσει πως θα ήταν, μάλλον δυσκολεύεται. Πώς η εταιρία να ξαναστήσει το μεγάλο κατάστημα στην υποβαθμισμένη πλέον γειτονιά;
Οι επιχειρηματίες καμιά φορά φαίνεται πως υπερεκτιμούν τις δυνάμεις τους.
Την Κυριακή είχα περάσει από την Ομόνοια, ήταν στρωμένη με σωρούς από πλαστικές σακούλες που τις πετούσαν ανοίγοντας τα εμπορεύματα πλανόδιοι έμποροι και πελάτες τους. Κανείς δεν περνούσε να τις μαζέψει. Διάφοροι νεαροί δημοτικοί αστυνόμοι καμάρωναν μιλώντας μεταξύ τους. Ε, πώς να σκύψουν τα παιδιά να μαζέψουν σκουπίδια; Μετανάστες όλων των χρωμάτων κυκλοφορούσαν ανάμεσα στο σκουπιδαριό, εξοικειωμένοι. Έγιναν κι αυτοί αδιάφοροι σαν εμάς, εκπαιδεύτηκαν καταλλήλως, κι έχουν περισσότερο δίκιο να νιώθουν περαστικοί.
Βέβαια πάντα λαϊκή ήταν η Ομόνοια. Απλώς υπάρχουν διαβαθμίσεις βρώμας και αδιαφορίας. Έχει πάντα καλά μαγαζιά, έχει τώρα το Χόντο, τη Ζάρα, ευτυχώς οι επιχειρηματίες δεν την εγκαταλείπουν. Αλλά το Μινιόν στοιχειώνει τόσα χρόνια και δεν βοηθά την ισορροπία.
Προσπαθώ να το θυμηθώ πώς ήταν πριν καεί, και είναι αδύνατον. Ζώντας σε ένα μέρος που το βλέπεις κάθε μέρα ξεχνάς πώς ήταν κάποτε, όπως γίνεται με τα παιδιά που δεν καταλαβαίνεις ότι μεγαλώνουν. Γι αυτό οι γονείς βγάζουν φωτογραφίες στα παιδιά τους και μετά κάθονται και τις κοιτάνε. Πρέπει να βρω στο Ίντερνετ καμιά παλιά φωτογραφία.Όταν κάηκε το Μινιόν και ο Κατράντζος έλειπα από την Ελλάδα. Το θυμάμαι φυσικά από τις εφημερίδες, αλλά τουλάχιστον απέφυγα να το ζήσω. Δεν είχα πολυκαταλάβει τι είχε συμβεί. Το είχα καταγράψει στο μυαλό μου σαν κάτι τυχαίο.
Ο Κατράντζος πιο πάνω έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης. Το τριγωνάκι οικόπεδο μοιάζει τόσο μικρό, είναι απίστευτο ότι βρισκόταν εκεί πέρα ένα πολυκατάστημα. Το ξέχασα κι αυτό, όπως τα παλιά ωραία κτίρια της Κυψέλης που γκρεμίστηκαν ένα- ένα για να γίνουν πολυκατοικίες.
Όταν δούλευα στην Ομόνοια, στην Αυγή,  περνούσα από το Μινιόν, μου αρέσανε πάντα οι βόλτες στα πολυκαταστήματα. Ήταν όμως κυριολεκτικά η σκιά του εαυτού του. Είχε γίνει κρατικό, για να μπορέσει να ξανανοίξει, με κάτι διακανονισμούς που δεν κατάλαβα ποτέ, κι ενώ θα έλεγε κανείς ότι ήταν ένα κανονικό πολυκατάστημα, μια παράξενη, υποβόσκουσα μιζέρια το κατέτρωγε, δεν μπορούσα να εξηγήσω γιατί. Το είχε περιλάβει ο Παπανδρέου στις προβληματικές με ειδική τροπολογία, διάβασα τώρα. Ψόφια πράγματα δηλαδή, πώς να δουλέψει ένα μαγαζί ματαιότητας ως προβληματική κρατική επιχείρηση; Έκλεισε τελικά, αφού θα χρεώθηκε κάμποσο, υποθέτω.
Μίζερο παρέμεινε και το Ατενέ όλα αυτά τα χρόνια, έκλεινε, άνοιγε, αναρωτιέμαι αν υπάρχουν άνθρωποι να ψωνίζουν ακόμα εκεί, ή είχε γίνει κι αυτό προβληματική κι απλώς πλήρωνε τους υπαλλήλους να πηγαίνουν να το ανοίγουν.
Τώρα με τους εμπρησμούς έπιασα το Google και το έριξα στην παρελθοντολογία. Είχα ξεχάσει ότι οι βόμβες, οι εκρήξεις και οι εμπρησμοί δεν είχαν σταματήσει ποτέ στην Αθήνα. Δεν ήθελα να δίνω βάση, απωθούσα αυτό το πράγμα ως οπαδός της κανονικότητας. Δεν θέλησα να σκεφτώ ποτέ μου και να παραδεχτώ ότι έχουμε αντάρτικο πόλης, που σχηματίστηκε εν μέρει στη χούντα και έπρεπε μετά σώνει και καλά να συνεχίσει τη δράση του, οπότε εμπλουτίστηκε με νέο αίμα.
Ονειρεύτηκα κι εγώ επαναστάσεις κάποτε, διάβαζα τους Αθλίους και φανταζόμουνα τον εαυτό μου στο ηρωικό οδόφραγμα του Ενζολορά, κι ας μην είχα καταλάβει γιατί το είχε κάνει ο Ενζολοράς το οδόφραγμά του. Οι αδικίες εξεγείρουν και τα παραδείγματα εμπνέουν. Θα είχε τους πολιτικούς λόγους του υποθέτω, και πιθανότατα δεν είχε άλλες επιλογές δράσης.
Και το Μάη του 68 ζήλεψα πολύ, στην εφηβεία με χούντα εμείς εδώ.  Πολλοί ονειρευτήκαμε επαναστάσεις, πολλοί ζηλέψαμε το Μάη του 68, και φτάσαμε τώρα κάθε τόσο να τον βλέπουμε να παίζεται στους δρόμους της Αθήνας σαν κακόγουστη παράσταση. Δεν τη χορταίνουμε, ξανά και ξανά η ίδια παραγωγή. Ξανά να παιχτεί ο Μάης του 68, ξανά να παιχτεί το Πολυτεχνείο του 73, να πάρουν μέρος κι όσοι δεν πρόλαβαν, να ξαναπαίξουν κι όσοι δεν το χόρτασαν. Το παρακολουθούμε χρόνια τώρα χωρίς να θέλουμε να συζητήσουμε σοβαρά τι νόημα έχει αυτή η ιστορία, τώρα που  υπάρχουν κι άλλες επιλογές, ακόμα και για τους Ενζολοράδες.


Οι τωρινοί εμπρησμοί με οδηγούν να ξανακοιτάξω τους παλιούς. Εκείνους τους πρώτους, επί κουρασμένης κυβέρνησης Ράλλη. Τότε υπήρχαν ακόμα στον κόσμο δυο υπερδυνάμεις, ψυχρός πόλεμος, θεωρούσαμε τη CIA παντοδύναμη, πιστεύαμε ότι ήταν πίσω από τη 17 Νοέμβρη κι από όλες τις βόμβες που έσκαγαν στην Αθήνα. Όταν κάηκε το Μινιόν, ο Κατράντζος, το Ατενέ, κι ένα σωρό άλλα, είχαν συλλάβει δυο αδερφές οι οποίες αθωώθηκαν ‘πανηγυρικά’ όπως διευκρινίζουν τα δημοσιεύματα, λόγω αμφιβολιών. Η μια ήταν σύζυγος ενός τυπογράφου, ο οποίος επίσης κατηγορήθηκε και αθωώθηκε λόγω ελλείψεως στοιχείων. 

Τι ακριβώς επεδίωκαν αυτοί οι άνθρωποι καταστρέφοντας τα καμάρια της Αθήνας; Να χτυπήσουν το κεφάλαιο, να κηρύξουν την επανάσταση, να τιμωρήσουν τους Αθηναίους για τις καταναλωτικές του συνήθειες, ή να τους γλιτώσουν απ’ αυτές σαν αυτόκλητοι άγγελοι; Θα πρέπει να είχαν αποφασίσει ότι ο λαός, αυτό που θεωρούσαν λαό και γνήσιες εργατικές μάζες, κινδύνευαν να αλλοτριωθούν από τα αγαθά του μικροαστισμού και να χάσουν τις υποτιθέμενες επαναστατικές τους αρετές. Περνούσαν καλά εν ολίγοις, αγοράζοντας με δόσεις οικιακό εξοπλισμό από το Μινιόν και αθλητικά είδη από τον Κατράντζο, άρα η επανάσταση κινδύνευε! Πώς θα ξεσηκώνονταν αν άρχιζαν να είναι ευτυχισμένοι;

Όλα αυτά μαζί και κάμποσα ακόμα ήταν ο στόχος των εμπρηστών, αλλά κυρίως να εντυπωσιάσουν ο ένας τον άλλον, η μία ομάδα την άλλη, κάνοντας επίδειξη ικανοτήτων και αποτελεσματικότητας. Τόσα χρόνια μετά εκείνο που κατάφεραν είναι να συντελέσουν στη μοιραία υποβάθμιση του κέντρου από την Κλαυθμώνος και κάτω, χωρίζοντας την Αθήνα στα δύο. Στο πάνω μέρος προς το Σύνταγμα έχουν μαζευτεί τα καλά μαγαζιά, το κάτω έχει μείνει στη μοίρα του. Κι επίσης δεν υπάρχει πια ούτε ένα από τα μεγάλα καταστήματα με το παλιό όνομά του.

Δεν της έφταναν δηλαδή της Αθήνας τα μικρά οικόπεδα, οι στενοί δρόμοι, η αστυφιλία, η έλλειψη σχεδίου πέρα από το κέντρο, δεν της έφτανε ο πόλεμος και ο εμφύλιος που την άλλαξαν βίαια, η ανάγκη στέγασης, οι πολυκατοικίες, η αντιπαροχή, η μανία να ξεζουμιστεί η γη σαν οικονομική αξία, οι παρανομίες των εργολάβων, όλα αυτά που σε κάνουν να μη μπορείς να βρεις μια συνέχεια στην πόλη, πέρα από το ότι δεν μπορείς να περπατήσεις και ούτε να αναπνεύσεις, είχε και τους επαναστάτες της συμφοράς που κατέστρεψαν τόσο αποτελεσματικά τα δικά της μαγαζιά σβήνοντας κι άλλα χαρακτηριστικά της, κόβοντας κι άλλη συνέχεια.


Ο άνθρωπος που είχε κατηγορηθεί για τον εμπρησμό και πανηγυρικά αθωωθεί, αυτοκτόνησε λιγα χρόνια μετά.
Κι ύστερα, τι έγινε με τους επιχειρηματίες που είχαν καταστραφεί οικονομικά; Κάποια ρεπορτάζ δημοσιεύονταν κάθε τόσο, κυρίως σε σχέση με τον Γεωργακά του Μινιόν που ήταν αυτοδημιούργητος και ως πρώην φτωχόπαιδο μπορούσε να συγκινήσει ακόμα το κοινό. Αλλά ακόμα και αυτό το στόρι ήταν στο όριο του κιτς, δεν έβγαζε τα πρώτης ποιότητας κείμενα. Κατά κάποιο τρόπο έπεσε και ο ίδιος θύμα της ξανθοπουλικής αυτής εικόνας, πιστεύοντας ότι θα τον βοηθούσε ο Αντρέας και το ΠαΣοκ. Του έγινε στενός κορσές του Αντρέα, μέχρι να κηρύξει προβληματική το ΜΙΝΙΟΝ και να τον ορίσει διευθυντή του ως υπάλληλο, για να αργοπεθάνει. Αν δεν είχε την αυταπάτη αυτή και αγωνιζόταν με όρους της αγοράς, της τότε- μπορεί και να τα κατάφερνε.

Τους υπόλοιπους επιχειρηματίες τους έφαγε η μαρμάγκα. Η φαιά ουσία των καλύτερων γραφιάδων αναλώθηκε στο να αθωώσει αυτούς που είχαν συλλάβει ως εμπρηστές. Γράφτηκαν αναλύσεις περί προβοκατόρων, ξένων δυνάμεων, συνομωσιών, τα γνωστά. Οι επιχειρηματίες που καταστράφηκαν ήταν αυτονόητο ότι ανήκαν στο μεγάλο κεφάλαιο, άρα καλά να πάθουν, υπήρχε ένα τέτοιο πνεύμα στο πέπλο σιωπής που κάλυψε τον πόνο τους. Ε, κανένα άρθρο σε περιοδικό θα μπήκε, το πολύ- πολύ. Έχουν δίκιο λοιπόν αυτοί που λένε ότι δεν ευνοούμε καθόλου την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα, ότι ψυχικά είμαστε αντίθετοι με οποιονδήποτε κάνει μια επιχείρηση, ειδικά αν πετύχει.

Συνειδητοποιώ τώρα, σκαλίζοντας πάντα το Google ότι αυτά τα πράγματα τα χωνέψαμε και τα ξεχάσαμε. Όλη αυτή τη βία στην πόλη τότε, την κάναμε στην μπάντα.

Έντεκα χρόνια μετά κάηκε και ο Κάπα Μαρούσης. Ήταν σε διαδήλωση μετά τη δολοφονία του Τεμπονέρα, έγιναν στους δρόμους συγκρούσει με τα ΜΑΤ. Ο εμπρησμός δεν εξιχνιάστηκε ποτέ. Υπάρχει η άποψη ότι ένας αστυνομικός έριξε κάτι μέσα, αυτό διάβασα σε σάιτ και δημοσιεύματα της εποχής εκείνης. Τώρα πια, σοφότερη και πεπειραμένη, εκ των υστέρων τείνω να πιστέψω ότι κάτι τέτοιο δεν στέκει. Οι αστυνομικοί δεν ρίχνουν κάτι μέσα σε μαγαζιά για να τα κάψουν, οι ‘αντάρτες πόλης’ το κάνουν. Ρίχνουν μολότοφ κι αρπάζουν αμέσως τα εύφλεκτα υλικά. Τέσσερις άνθρωποι πέθαναν τότε εκεί. Ένοχος κανένας.

Διάβασα συνέντευξη του ιδιοκτήτη του μαγαζιού πριν λίγες μέρες. Τον θυμήθηκαν λόγω των νέων εμπρησμών. Είχε ένα ανασφαλές, απολογητικό ύφος. Μέχρι φυλακή πήγε για τα χρέη του. Ζει τώρα με ένα μικρό μαγαζί. Ίσως να αναρωτιέται κάποιες στιγμές αν είναι απόβρασμα της κοινωνίας.

Άλλαξε λοιπόν ο κόσμος με τους εμπρησμούς και τις βόμβες, όπως ονειρεύονται οι επαναστάτες; Μα και βέβαια! Τα μαγαζιά γέμισαν σεκιούριτι, μάλιστα μια από αυτές τις εταιρίες την έκανε ο ίδιος ο Κατράντζος. Katrantzos Security. Το Μινιόν δεν ορθοπόδησε ποτέ. Το Ατενέ παρομοίως. Τα ελληνικά πολυκαταστήματα ξεχάστηκαν, μια κάποια συνέχεια αναμνήσεων σε σχέση με αυτά εξαφανίστηκε, το κέντρο υποβαθμίστηκε, η Πατησίων έχει μια μόνιμη τεράστια πληγή που ζέχνει. Ο κόσμος δεν πάει πια για ψώνια στα μέρη αυτά, μόνο όσοι μένουν εκεί κοντά ή είναι στο δρόμο τους. Οι βόλτες μετατοπίστηκαν βόρεια, κι από κει όπως φαίνεται θα μετατοπιστούν ξανά κάπου αλλού, γιατί πια το κέντρο της Αθήνας έχει γίνει επικίνδυνη περιοχή και τα μαγαζιά του στόχος. Η παράδοση των εμπρησμών ξαναρχίζει εκεί που είχε σταματήσει, κρίση πάλι, λόγια πάλι, η διαφορά είναι ότι τώρα δύσκολα δεχόμαστε ότι οι μπάτσοι τα κάνουν όλα. Τουλάχιστον μερικοί από μας δύσκολα το δεχόμαστε. Μετά τους 3 νεκρούς στη Μάρφιν ίσως μερικοί προβληματίζονται. Αν και αμέσως άρχισαν οι δικαιολογίες και οι ερμηνείες και οι εξηγήσεις.

Δεν ξέρω αν η Αθήνα θα γίνει ποτέ κανονική πόλη. Στο βάθος της καρδιάς μας όλοι ελπίζουμε, όσο ζούμε, κάτι καλύτερο. Αυτή τη στιγμή πάντως το κέντρο της υποβαθμίζεται ξανά, και όχι από την κρίση μόνο και την αδιαφορία του δημάρχου. Βοηθάνε κι οι εμπρηστές, πρέπει να τους το αναγνωρίσουμε.

Τρίτη 11 Μαΐου 2010

Δικαίωµα σε µη απεργία υπάρχει;

Το πρώτο µέιλ που µε βεβαίωνε ότι οι εργαζόµενοι στη Μαρφίν είχαν πιεστεί από την εργοδοσία να πάνε στη δουλειά τους, ήρθε την επόµενη µέρα του θανάτου τους.
Ακολούθησαν δηλώσεις των εργαζοµένων στην Τράπεζα που διευκρίνιζαν ότι δεν συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά τα µέιλ συνέχιζαν να έρχονται.
Πολλοί φίλοι µου αισθάνονταν την ανάγκη να µοιραστούν αυτή την πληροφορία που ελάφρωνε την αριστερή συνείδηση.
Απάντησα σε µερικούς µε τις νέες ειδήσεις, ύστερα άρχισαν να λένε ότι η Τράπεζα έφταιγε ούτως ή άλλως που ήταν ανοιχτή εκείνη τη µέρα. Η επιµονή τους µε ανάγκασε να θυµηθώ τη δική µου συµµετοχή στην απεργία που είχε κηρύξει η ΕΣΗΕΑ. Λοιπόν δεν ξέρω αν στη Μαρφίν τους υποχρεώνουν να δουλεύουν ενώ θέλουν να απεργήσουν. Εµάς πάντως µας υποχρεώνουν να απεργήσουµε ενώ θέλουµε να δουλέψουµε. Υπάρχει και αυτή η όψη της απεργίας, το λέω επειδή συζητάµε τόσες µέρες για το πόσο δικαιούσαι να απεργείς. Να µην απεργείς δικαιούσαι; Η µη απεργία είναι δικαίωµα;
Εµείς βέβαια, την απόφαση του σωµατείου τη σεβόµαστε εκ των πραγµάτων. Αφού η εφηµερίδα δεν βγαίνει δεν δουλεύουµε, οπότε µπορείς να πεις ότι µας υποχρεώνει σε απεργία η φύση της δουλειάς. Επιπλέον, έχουµε συνηθίσει να ακολουθούµε τις αποφάσεις του σωµατείου µας ευλαβικά, τηρώντας µια παράδοση που ίσως πρέπει να ξανασκεφτούµε.
Πώς λέει και το ΚΚΕ;
Ανυπακοή! Για να το λέει αυτό, που ήταν πάντα οπαδός της υπακοής στο κόµµα σε δύσκολους καιρούς, µε κάθε κόστος, κάτι θα ξέρει. Ανυπακοή στο σωµατείο, πώς µπορούµε να το κάνουµε; Είναι ευκαιρία, τώρα που όλοι µιλάνε για επαναστάσεις, υπακοές και ανυπακοές, ελευθερίες και θανάτους, να ρίξουµε µερικές ιδέες στο τραπέζι.
(Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ στις 10 Μαΐου 2010)http://www.tanea.gr/gnomes/?aid=4574048

Eπιπόλαιοι γείτονες


Εβλεπα ξένα κανάλια την προηγούµενη Τετάρτη. Τα δικά µας απεργούσαν, από ξένα µάθαινες τι γινόταν στην Ελλάδα. Υπήρχαν στην Αθήνα αρκετοί ανταποκριτές, είχαν νον στοπ ειδήσεις. Κάνανε µόνο διακοπή για διαφηµίσεις, κι έδειχναν ωραίους καλοκαιρινούς προορισµούς. Λογικό, Μάη µήνα οι άνθρωποι ετοιµάζουν τις διακοπές τους. Φωτιές, λοιπόν, αστυνοµία, οδοµαχίες από τη µια, ύστερα διάλειµµα µε ωραία µεσογειακή θάλασσα και υπέροχες παραλίες. Την Ελλάδα διαφήµιζαν την ίδια ώρα που έδειχναν να καίγεται; Οχι, η Κροατία ήταν, ειδυλλιακή και πλησιέστερη, µέσα στην απαλή µουσική, να ξεχάσουµε ότι πριν από µερικά χρόνια κι εκείνη καιγόταν. Θέλει τώρα ειρήνη και ανάπτυξη, γιατί να µην την προτιµήσουν οι τουρίστες;

Υστερα πάλι ειδήσεις, νεκροί, πανό, τρεχάλες, πέτρες να εκσφενδονίζονται, κάτι σαν βαρετή παραγωγή του σινεµά. Αλλο διάλειµµα, βυζαντινές εικόνες, τρούλοι, ο άνεµος λυγίζει το καλαµπόκι, χαµογελαστά κορίτσια, τώρα βάλανε τη διαφήµιση για την Ελλάδα; Ε όχι, ήταν η ΠΓΔ Μακεδονίας.

Tελειώνει το διάλειµµα.
Ξανά Αθήνα, δακρυγόνα, γροθιές στη Βουλή, θολούρα, κραυγές, φωτιές, εκρήξεις, καταστροφές. Και ξανά διάλειµµα, µουσική, γαλάζιο, αρχαία ερείπια, παραλίες, καΐκια, ε, αυτό Ελλάδα είναι, δεν υπάρχει άλλο µέρος τέτοιο! Λάθος πάλι. Η Τουρκία ήταν. Και θα µπορούσε να είναι και η Ιταλία, έχει κι αυτή αρχαία, και θάλασσα και ζέστη και υπέροχα χωριά και προσεγµένα τοπία. Αλλά µάλλον δεν χρειάζεται διαφήµιση, τρέχουν οι τουρίστες εκεί και δεν χωράνε. Οποιος δεν αποφασίσει να έρθει στην Ελλάδα αλλά θέλει οπωσδήποτε κάτι σε Μεσόγειο, θέλει µνηµεία της αρχαιότητας, θέλει θάλασσα, λίγο κρασί και το αγόρι του, ακόµα και Βυζάντιο να θέλει, υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις. Βορείως, νοτίως, άνω - κάτω και πλαγίως, οι άνθρωποι θέλουν να πλουτίσουν, περιµένουν τουρισµό. Δεν είδαν από µας ότι το χρήµα δεν φέρνει την ευτυχία, να συγκρατηθούν στην τίµια φτώχεια τους…

Στα μετόπισθεν

Ολος ο καλός ο κόσµος έτρεχε στον Μαραθώνιο χτες, κι έλεγα κι εγώ να πάω να µοιράζω µπουκαλάκια µε νερό, να θαυµάζω την αντοχή των δροµέων και να λιάζοµαι στον ξαφνικό ήλιο. Με την ελπίδα βέβαια ότι οι δροµείς κάτι θα µετέφεραν και προς τους θεατές από το πνεύµα της προσπάθειάς τους, ότι το περιβάλλον κάπως θα ζωντάνευε και θα ράντιζε µε αισιοδοξία όσους θα ήµασταν εκεί. Αντί γι’ αυτό βρέθηκα στο ΚΑΤ µε ελαφρές κακώσεις, να παρακολουθώ εισαγωγές - εξαγωγές θυµάτων άλλων δρόµων, µαραθωνίων της καθηµερινότητας. Είχε κόσµο παντού, κι αντί για τους δροµείς θαύµαζα την υποµονετική κυρία της γραµµατείας που υποδεχόταν τα έκτακτα περιστατικά. Οσες ώρες περίµενα εκεί θα µίλησε σε µερικές εκατοντάδες ανθρώπους και κατάφερνε να δίνει απαντήσεις χωρίς να πελαγώνει, να θυµώνει ή να φωνάζει. 


Δυστυχώς στις ουρές οι ασθενείς δεν ήταν το ίδιο άψογοι, έπαιρνε ο ένας τη σειρά του άλλου και κινδύνευε κανείς να βλαστηµήσει εντός του τη στιγµή που υιοθέτησε ευγενικούς τρόπους στη ζωή και ξέχασε τους άλλους. 

Επιστρέφοντας µε ταξιτζή που έπαιζε µανιωδώς κοµπολόι κι οδηγούσε µόνο µε ένα χέρι, φοβήθηκα πως θα ξαναπηγαίναµε στο ΚΑΤ µε φορείο, αλλά γλιτώσαµε. 


Ακολούθησε ορειβασία για το διηµερεύον φαρµακείο σε µακρινή ανηφοριά. 


Είχε την πόρτα κλειστή και µια στρογγυλή τρύπα στη µέση. «Να µου µιλάτε από το φινιστίρι» έγραφε από κάτω (το µπέρδεψε ίσως µε το finis terrae), και µπροστά είχε κόσµο στην ουρά. Δεν είχε όµως φάρµακα. Από τους πέντε που περίµεναν µόνο του ενός τα φάρµακα βρήκε. Αν ν είχε τα δικά µου θα έλεγα νενικήκαµεν µέσα από την καρδιά µου. Αλλά δυστυχώς χάσαµε. 

Άραγε χρειάζεται ειδική παιδεία για να αντέχεις τέτοιες συνθήκες πίεσης ή είναι θέµα χαρακτήρα και προσωπικών αποφάσεων;

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

Δεν υπήρχε τραγούδι



Το πρωί της Κυριακής προσπαθούσα να σκεφτώ ένα τραγούδι για να πούμε το βράδυ, στη συγκέντρωση μνήμης. Τι θα κάναμε, θα καθόμασταν απλώς με το κερί; Ένα τραγούδι θα γλύκαινε την κατάσταση, θα μας ένωνε, θα τιμούσε τους νεκρούς. Ποιο τραγούδι όμως;

Πρώτο μου ήρθε το Μέρα Μαγιού. Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω. Αλλά δεν πήγαινε. Όχι επειδή μιλάει για έναν γιο, αλλά επειδή οι εικόνες ήταν άλλες. Δεν ταιριάζανε, κι επιπλέον η φόρτιση ήταν άλλου είδους. Ο Θεοδωράκης δεν θα κολλούσε. Χατζιδάκη τότε.

Αθήνα. Το μόνο που μου ερχόταν ήταν η Αθήνα. Αλλά πάλι, χαρά της γης και της αυγής; Κάποια βραδιά στην αμμουδιά; Σαν ειρωνεία ακουγόταν. Κάτι πιο απλό, πιο γενικό, κάτι που να λέει για την αληθινή Αθήνα, αυτήν εδώ με τη φασαρία στους δρόμους, γιατί η Αθήνα δεν έγινε αυτό που προσπάθησε ο καημένος ο Χατζιδάκης να την κάνει. Έγινε κάτι άλλο, κάτι που ώρες- ώρες αναρωτιέται κανείς, εδώ στο κέντρο αν είναι αληθινό ή μια οφθαλμαπάτη, έτσι που το πρωί σφύζει από ζωή και ένταση και το βράδυ ερημώνει και σκοτεινιάζει. Μήπως είναι ένα σκηνικό για μια μεγάλη παράσταση που παίζεται κάθε μέρα μέχρι να νυχτώσει κι ύστερα οι άνθρωποι πάνε στα σπίτια τους και το ξεχνάνε.

Άνοιξα τη λίστα με τα τραγούδια του Χατζιδάκη, τα κοιτούσα ένα- ένα. Δεν μου κολλούσε τίποτε. Ίσως θα χρειαζόταν κάτι πιο καινούργιο, κάποιο σουξέ πιθανότατα που θα άρεσε στους ανθρώπους αυτούς, κάτι ερωτικό και νεανικό, κάτι που δεν ξέρω, που θα το ήξεραν οι δικοί τoυς άνθρωποι. Εμείς ήμασταν αναρμόδιοι να το βρούμε.

Το βράδυ οι οργανωτές της συγκέντρωσης είχαν πακέτα με κεριά και τα μοίραζαν, αλλά ούτε κι αυτοί είχαν σκεφτεί τραγούδι. Να πούμε το ‘Μέρα Μαγιού’; πρότεινε και η Ελένη όταν ήμασταν εκεί μπροστά, αλλά πραγματικά δεν κολλούσε. Κι έμοιαζε και ειρωνεία. Είναι τραγούδι ‘αριστερό’, τι τα θες, θα ακουγόταν πολύ περίεργα, σαν καπηλεία. Έλα όμως που δεν είχαμε κι άλλο. Δεν έχει προβλεφθεί τραγούδι γι αυτούς που πεθαίνουν επειδή θέλουν απλώς να περάσουν μια μέρα κανονική στη δουλειά τους. Μάρτυρες της κανονικότητας, είναι νέο είδος. Τώρα πια χρειαζόμαστε λίγο ηρωισμό για να ξεκινήσουμε να κατέβουμε στο κέντρο, να μπούμε στην Τράπεζα, να χαζέψουμε στα μαγαζιά. Δεν είναι κάτι απλό. Είμαστε θιασώτες ενός τρόπου ζωής που πολλοί μισούν και θέλουν να καταστρέψουν. Αυτά που γράφουν στους τοίχους στάζουν μίσος και απειλές. Κι όταν το βράδυ κλείνουν τα μαγαζιά και κατεβάζουν τα ρολά βλέπεις κι άλλες επιγραφές πάνω τους. Έχουμε πόλεμο, έχουν γράψει στην Ομόνοια, και παντού ‘φωτιά στις τράπεζες’ μίσος ταξικό’, ‘κάψτε, καταστρέψτε’ όλο τέτοια… Αν μπορούσαν λοιπόν θα το κατάστρεφαν το κέντρο της πόλης, και τι θα έκαναν; Πρωτόγονη οικονομία, ανταλλαγές, τροκ. Ίσως και οι μεγάλοι δρόμοι τους σοκάρουν, στις γειτονιές οι δρόμοι είναι στενοί, δεν υπάρχουν πλατείες. Φαντάζομαι μια πόλη με στριμωγμένες πολυκατοικίες που ζουν σε καθεστώς προϊστορίας. Δεν είμαστε για κτίρια νεοκλασσικά και τέτοια. Απαράδεκτη, προκλητική σπατάλη. Με το στανιό τα αποκτήσαμε. Σε πρώτη ευκαιρία τα καταστρέφουν τα εξεγερμένα ‘παιδιά μας’

Δεν είπαμε κανένα τραγούδι. Αφήσαμε τα κεριά εκεί και φύγαμε. Έμεινε κόσμος μέχρι αργά, όλη τη μέρα έχει κόσμο. Η Μαρφίν έχει γίνει ένα μέρος για σιωπηλό λαϊκό προσκύνημα και στοχασμό, με την καμένη πόρτα της. Λυπάμαι και το κτίριο, ένα κόσμημα εκλεκτικιστικό, ήταν για καιρό κλειστό, είχε ανακαινιστεί, ποιος ξέρει πόσο θα μείνει έτσι τώρα. Απέναντι η ΖΑΡΑ, το κτίριο αυτό της Κοραή που έμεινε καμιά δεκαριά χρόνια γιαπί μέχρι να αξιωθεί να φτιαχτεί, κι έχει και αρχαία στο υπόγειο και τζάμι από πάνω για να τα βλέπεις, ένα υπέροχο πράγμα, ένας θησαυρός στην πόλη, έχει βάλει τώρα στα μεγάλα παράθυρα κάτι λαμαρίνες και τις έχει κολλήσει γύρω -γύρω με κάτι σαν ταινία κολλητική. Αυτό είναι το νέο λουκ των λίγων ωραίων παλιών κτιρίων που κατάφεραν να σωθούν με τόσες δυσκολίες στο κέντρο.

Ένα νανούρισμα έπρεπε να λέγαμε ίσως, αλλά θα παρέπεμπε στα διάφορα γλυκερά που ακούστηκαν για το έμβρυο της μιας κοπέλας. Ήταν έγκυος η κακομοίρα, αλλά δεν μπορώ να πω ότι θρηνώ το έμβρυο. Τη δική της ζωή, τη ζωή τριών ολόκληρων ανθρώπων, με ό,τι αυτές είχαν δικό τους, έμβρυα ή οτιδήποτε άλλο. Αλλά ίσως χρειαζόμαστε όλοι ένα νανούρισμα, να κοιμόμαστε για να μη βλέπουμε γύρω μας το χάλι μας, που δεν αντέχεται.

Όχι, δεν βρέθηκε τραγούδι, και φύγαμε βουβοί και αμήχανοι.

Σάββατο 8 Μαΐου 2010

Στους παλιούς αριστερούς μου συντρόφους

Μη μου λέτε πάλι για τους λίγους προβοκάτορες που παρεισφρέουν στην ειρηνική πορεία. Δεν είναι δυνατόν να λέτε τα ίδια πράγματα τόσα χρόνια. Το ξέρετε πολύ καλά ότι σε κάθε διαδήλωση έρχονται αυτοί που ρίχνουν μολότοφ, σε κάθε διαδήλωση καίνε τράπεζες, σπάνε μαγαζιά, λεηλατούν βιβλιοπωλεία και καταστρέφουν ιστορικά κτίρια. Το ξέρατε, λοιπόν, ότι θα γίνουν τέτοια στη διαδήλωση, αλλά πάλι διαδήλωση κάνατε. Κι όσο περνάει ο καιρός πιο βίαια συνθήματα βρίσκετε και διαδίδετε και πιο βίαιη εμφάνιση. Τύμπανα έχετε βάλει, δεν είχαν τύμπανα παλιά.

Αν δεν σταματήστε να κάνετε τα ίδια πράγματα και να βρίσκετε τις ίδιες δικαιολογίες, δεν μπορείτε να ξανακάνετε κριτική στην κυβέρνηση ότι κάνει συνέχεια τα ίδια, ότι βαραίνει συνέχεια τους ίδιους, ότι δεν έχει φαντασία να βρει τρόπους να ανακαλύψει τους φοροφυγάδες, να κυνηγήσει ενόχους, να μην αδικεί τους συνταξιούχους και τους μισθωτούς. Να μην ξανανοίξετε το στόμα σας, γιατί ούτε κι εσείς έχετε φαντασία. Τίποτε δεν έχετε σκεφτεί τόσον καιρό εκτός από πορείες, πορείες, πορείες.

Φωνές, συνθήματα, τύμπανα.

Τα ίδια και τα ίδια.

Δεν άκουσα κουβέντα τόσους μήνες για τις καταστροφές στο κέντρο της Αθήνας. Δεν σας νοιάζει για το αν δεν μπορεί ο κόσμος να περπατήσει ελεύθερα. Εχουμε χάσει τη βασική μας ελευθερία, και δεν έχετε πει τίποτε. Περνάνε οι πορείες και κατεβάζουν ρολά τα μαγαζιά, και δεν σας νοιάζει. Τόσες τράπεζες έχουν κάψει τόσους μήνες ύστερα από πορείες, και δεν έχετε αγανακτήσει. Αυτός είναι, λοιπόν, ο αγώνας σας, να καίγονται τράπεζες; Εσείς πού τα έχετε τα λεφτά σας, κάτω από το στρώμα; Κι όταν δεν έχετε λεφτά, από ποιον παίρνετε πιστωτικές κάρτες; Δεν το ξέρατε ότι κάποιος θα σκοτωνόταν όταν τόσα μαγαζιά καίγονταν κάθε τρεις και λίγο; Εντελώς τυχαία δεν υπήρξαν νεκροί πέρσι στους εμπρησμούς.

Ορίστε, λοιπόν, και οι νεκροί.

Και τι λέτε τώρα; Για προβοκάτορες που παρεισφρέουν στις ειρηνικές πορείες! Να κυνηγήσουμε φαντάσματα πάλι. Μα, δεν ντρέπεστε καθόλου; Πώς καταφέρνετε και ξεγελάτε τους εαυτούς σας ακόμα; Σας θαυμάζω ειλικρινά.

Παρασκευή 7 Μαΐου 2010

Αυτό το φονικό το έβλεπα να έρχεται


Χρόνια τώρα το φοβόμουν και δεν ήξερα ακριβώς τι μορφή θα είχε, τι έγκλημα θα γινόταν ακριβώς. Τώρα απλώς ξέρω το έγκλημα και τα ονόματα των νεκρών, ξέρω ποιοι είναι οι άνθρωποι που πλήρωσαν με τη ζωή τους.

Το έβλεπα το φονικό κάθε μέρα, πολλές φορές τη μέρα. Το άκουγα, το μύριζα, το ήξερα πως θα γινόταν. Σε κάθε στιγμή, σε κάθε ώρα, ο πανικός με ξανάβρισκε.

Το έβλεπα όταν προσπαθούσα να περάσω απέναντι στη διάβαση και τα αυτοκίνητα έρχονταν και την έκλειναν χωρίς να αφήνουν χώρο για τους πεζούς.

Ναι, σε αυτή την απλή βαρβαρότητα. Υπάρχει κάποια στιγμή που καταλαβαίνεις ότι δεν είναι πια κανόνας να μη σταματάνε ποτέ οι οδηγοί στο σωστό σημείο. Καταλαβαίνεις ότι είναι διατεθειμένοι να μη σταματήσουν καθόλου. Αυτή η απλή βαρβαρότητα έδειχνε τη μεγάλη που συνέβη την Τετάρτη. Γιατί οι οδηγοί μου έλεγαν ότι δεν ενδιαφέρονται ούτε για τον κανόνα που καταπατούσαν, το χώρο της διάβασης δηλαδή, ούτε για την ουσία του κανόνα, τη ζωή τη δική μου και των άλλων πεζών που θέλαμε να περάσουμε απέναντι.

Κι οι άνθρωποι που παραβαίνουν τους κανόνες με τέτοιον τρόπο, συνειδητά και αδιάφορα, διαφθείρονται σιγά- σιγά, δεν συνιστούν πια κοινωνικά όντα. Δεν καταλαβαίνουν πια γιατί υπάρχουν οι κανόνες, ότι χρειάζονται για να προστατεύουν τους αδύνατους, ότι το παιδί τους θα κινδυνεύσει αύριο στο ίδιο σημείο, η μάνα τους θα σκοτωθεί που δεν θα προλαβαίνει να τρέξει στη διάβαση.

Το ήξερα, όταν έλεγα ευγενικά στους οδηγούς μοτοσικλετών να κατέβουν από το πεζοδρόμιο και με έβριζαν σεξιστικά αντί για άλλη απάντηση.

Το έβλεπα όταν άκουγα τους ανθρώπους να παινεύονται ότι δεν πληρώνουν φόρο, να συζητούν ανενδοίαστα για τη θέση που ίσως θα κέρδιζαν χάρις σε πολιτικούς τους φίλους, να θεωρούν θεμιτό καθεστώς για τον εαυτό τους το να χτίζουν αυθαίρετο εξοχικό που θα νομιμοποιούσαν μετά, να παραπονιούνται όταν το πρόστιμο νομιμοποίησης έπρεπε να δοθεί εν τέλει.

Το διαισθανόμουν όταν παρακολουθούσα τις μανάδες στις παιδικές χαρές, χρόνια πριν, όταν είχα κι εγώ μικρά παιδιά και πήγαινα σε παιδικές χαρές. Υπήρχαν τόσο λίγες που νοιάζονταν να μάθουν στα παιδιά τους κοινωνικούς κανόνες, τόσο πολλές που χωρίς ντροπή τα μεγάλωναν διδάσκοντας τα συστηματικά να μη δίνουν δεκάρα για κανέναν πέρα από τον εαυτό τους. Για τον οποίο εαυτό τους τα έμαθαν να φοβούνται υπέρμετρα, να προστατεύονται τόσο υπερβολικά που να μην μπορούν να ζήσουν.

Το κατάλαβα με ανατριχιαστικό τρόπο όταν η εφοριακός στην Εφορία Κεφαλαίου μου πρότεινε να τη λαδώσω για να πληρώσω το μισό φόρο κληρονομιάς γι αυτά που μας είχε αφήσει ο πατέρας μου. Το ποσό ήταν μεγάλο, αλλά δεν δέχτηκα. Δεν μπόρεσα όμως και να την καταγγείλω, εξαφάνισε αμέσως τη σημειωμένη με μολύβι πρόταση. Πόσοι άνθρωποι θα έχουν υποκύψει στον πειρασμό κλέβοντας το κράτος και πλουτίζοντας τους εγκληματίες υπαλλήλους του;

Το φοβόμουν όταν άκουγα το τζαμά της γειτονιάς, τον υδραυλικό μου, τον επιπλοποιό που μας έφτιαξε τη βιβλιοθήκη, κι ένα σωρό επαγγελματίες ακόμα, να κοκορεύονται δηλώνοντας με διάφορους τρόπους ότι «δεν βάζουν στην τσέπη τους συνεταίρο το κράτος». Δεν ήταν μόνο τα λεφτά που δεν έδιναν, ήταν και η αντίληψη ότι έπρεπε να είναι περήφανοι γι αυτό που με φόβιζε και με έκανε να μαντεύω τα χειρότερα.

Το ήξερα και διαβάζοντας την πλούσια φιλολογία της κλάψας κάθε μέρα στις εφημερίδες. Μου αρέσει να διαβάζω εφημερίδες, ή έστω το έχω συνηθίσει. Δίπλα σε ενδιαφέροντα άρθρα που συχνά με βοήθησαν να σκέφτομαι, σιχάθηκα να βλέπω το ίδιο τροπάριο περί αδικίας των μεν και των δε και το μοστράρισμα της αναλγησίας τους. Τους αγρότες να έχουν δίκιο που έκλειναν το δρόμο. Τους εκπαιδευτικούς να έχουν δίκιο που έκλειναν τα σχολεία. Τους τελωνειακούς να έχουν δίκιο που έκλειναν τα σύνορα, τους φύλακες να έχουν δίκιο που έκλειναν τους αρχαιολογικούς χώρους, και πάει λέγοντας.

Το περίμενα βλέποντας τα σχολεία να παραμελούνται πρώτα- πρώτα από τους ίδιους τους δασκάλους. Βλέποντας τους επιστάτες να παίρνουν σύνταξη και να μην διορίζονται καινούργιοι. Ακούγοντας τους γονείς να νοιάζονται υστερικά για την επίδοση του παιδιού τους και για τίποτε περισσότερο. Κατάλαβα από την πρώτη μέρα που πήγε ο γιος μου στο Δημόσιο Σχολείο ότι είναι κάτι εύθραυστο και χρειάζεται τεράστια προσοχή για να λειτουργήσει. Αντί γι αυτό όλοι έσπευδαν ανέμελα να το καταστρέφουν. Λίγο μετά άρχισαν κι οι καταλήψεις, για να μην καθυστερεί το πρόγραμμα διάλυσης.

Το έβλεπα να έρχεται το φονικό όταν άκουγα τις λαϊκές γυναίκες της γειτονιάς μου να λένε κάθε τρεις και λίγο ότι όλοι οι πολιτικοί είναι ίδιοι, καθίκια που κοιτάνε το συμφέρον τους. Δεν συμπαθώ τους πολιτικούς, αλλά εκείνη τη στιγμή σφιγγόταν η καρδιά μου, γιατί ένοιωθα ότι πέρα από το αν οι πολιτικοί είναι –όλοι- καθίκια ή όχι, το να το φωνάζεις έτσι αναφανδόν για να αρέσεις στις φίλες σου, αν δεν έχεις στόχο να γίνεις κι εσύ πολιτικός, σημαίνει απλώς ότι είσαι χωρίς ελπίδα απέναντι σε ανθρώπους που αποφασίζουν για τον τόπο σου, ότι αφήνεις το μίσος να σε κυριεύσει κι ότι ενδέχεται να συμπαθήσεις πράξεις βίας, δικτατορίες, φονικά. Σημαίνει ακόμα ότι είσαι τόσο κομπλεξικός που δεν υπάρχει ελπίδα να ωριμάσεις, κι ότι αφέθηκες να λύσεις το πρόβλημα βρίζοντας, ισοπεδώνοντας, απέχοντας. Άρα δεν έχεις ελπίδα για πολιτική αγωγή. Κι ήταν η εποχή που η 17 Νοέμβρη ακόμα σκότωνε.

Το μάντευα όταν έμπαινα στο τρόλεϊ και άκουγα ηλικιωμένες γυναίκες να λένε: πωπώ πήξαμε από ξένους, θα μας διώξουν στο τέλος από δω πέρα…

Γιατί αυτές οι κουβέντες ήταν δολοφονικές; Γιατί είναι ρατσιστικές, και μια κοινωνία σαν τη δική μας, σαν αυτή που νομίζουμε ότι έχουμε, δεν μπορεί να δέχεται το ρατσισμό να εκφράζεται δημόσια με τόση άνεση. Αν δεν μπορεί να μας ενώσει σαν κοινωνία παρά το μίσος προς τους ξένους, σημαίνει ότι μοιραζόμαστε μόνο το μύθο της κοινής καταγωγής. Δηλαδή τίποτε.

Το έβλεπα να έρχεται το φονικό όταν είδα να καταστρέφεται το κέντρο της Αθήνας και κανένας να μην ενοχλείται, κανένας να μη θλίβεται, να μην αγανακτεί. Ένα άρθρο στην Καθημερινή διάβασα μόνο. Διαπίστωσα ότι ζω με ανθρώπους που δεν μοιράζονται μαζί μου το ίδιο περιβάλλον, δεν αναγνωρίζονται στην ίδια εικόνα της πόλης. Πού βρίσκονται; Τι αγαπούν, τι τους χαρίζει αναψυχή, τι αντικρύζουν; Έχουν γυρίσει στα χωριά τους; Τριγύριζα τα βράδια μόνη μου στους δρόμους με τους τοίχους γεμάτους βίαια συνθήματα σα να ήμουν σε ερημωμένη από πόλεμο πόλη. Και τη μέρα τους έβλεπα όλους να τρέχουν σα να μην μπορούσαν να δουν τι συνέβαινε γύρω τους.

Το φονικό ήταν προαναγγελθέν και αναμενόμενο. Είχα δει την παρέα των νεαρών πέρσι το Δεκέμβρη που έβαζε φωτιά στις Τράπεζες, και μου είχαν κοπεί τα πόδια από το φόβο. Με κοίταζαν προκλητικά μέσα από τους φερετζέδες τους. Δεν δίσταζαν, δεν φοβούνταν, δεν ντρέπονταν. Εγώ φοβόμουν, κι έτρεξα να κρυφτώ. Κι όταν βγήκα από την κρυψώνα είδα καμένες τις δυο Εθνικές Τράπεζες στην Πατησίων και σπασμένα τα τζάμια του ΖΑΡΑ και κάμποσων ακόμα μαγαζιών. Και την άλλη μέρα διάβασα εξηγήσεις, πως είναι κοινωνικός ξεσηκωμός των νέων αυτό, που δεν τους υποσχόμαστε ζωή πλήρως εξασφαλισμένη. Και στους τοίχους διάβασα στίχους και συνθήματα γεμάτα απειλή για καταστροφή και θάνατο. Περνούσα από τα Εξάρχεια και έβλεπα προκηρύξεις που αποκήρυσσαν και απειλούσαν ολόκληρο τον τρόπο ζωής μας, όχι μόνο τα λάθη και τις καταχρήσεις, τις αδικίες και τις ανισότητες, αλλά τα πάντα. Τις τράπεζες, αλλά και τα βιβλιοπωλεία, τα μαγαζιά, αλλά και τα θέατρα, την Αστυνομία, αλλά και τη Λυρική. Ό,τι συνιστά τον πολιτισμό μας, φτωχό, κάλπικο, κακό στραβό κι ανάποδο, αυτόν που έχουμε, το μόνο που έχουμε.
Το μύριζα γιατι κι εμείς στα νιάτα μας περάσαμε την εποχή αμφισβήτησης και ισοπεδώσαμε ιδεολογικά πολλές αξίες, αλλά νομίζαμε πως κάναμε τη διάκριση ανάμεσα σε κανόνες και καταχρήσεις, σε ανθρωπισμό και μηδενισμό. Ε, λοιπόν φαίνεται πως δεν την είχαμε κάνει. Αφήσαμε να ξεχειλώσουν τα συνθήματα και το ρομαντισμό μας. Δεν θελήσαμε να δούμε ειλικρινά ούτε γιατί έπεσε ο Σοσιαλισμός ούτε γιατί διαλύθηκε η Γιουγκοσλαβία και το γύρισε στον εμφύλιο, ούτε γιατί ενώθηκε η Γερμανία, ούτε γιατί βομβαρδίστηκε το Βελιγράδι. Τίποτε. Κι ούτε να ξαναπάρουμε ένα- ένα τα γκρεμισμένα είδωλα του αστικού πολιτισμού, να τα ξεσκονίσουμε και να τα κοιτάξουμε μήπως είχαμε βιαστεί να τα πετάξουμε στα σκουπίδια.

Το περίμενα το φονικό. Δεν ξαφνιάστηκα. Πιο πολύ με ξαφνιάζουν άνθρωποι σοβαροί με τους οποίους συνομιλούσα μέχρι πρότινος κι άρχισαν την ίδια μέρα να μου λένε για το δικαίωμα στη διαδήλωση, για την πυρόσβεση, για προβοκάτσια, για τις ευθύνες των μεγάλων κομμάτων, αφού η Αριστερά ποτέ δεν κυβέρνησε για να έχει τις ίδιες ευθύνες…

Ω, οι αριστεροί μου φίλοι. Σκάβουν γρήγορα το λάκκο να χώσουν το κεφάλι τους, να μη δουν το πρόσωπο τους στον καθρέφτη και φρίξουν. Τους θαύμασα, για τελευταία φορά….

Τετάρτη 5 Μαΐου 2010

Υπάλληλοι Τραπέζης

Μπούχτισα τους λυρισμούς των καταστροφολόγων. Έχουνε πάρει μια παραδοξολογία του Μπρεχτ και μας βάζουν φωτιά κάθε τρεις και λίγο. Και δεν υπάρχει ποτέ εμπρηστής, μόνο αναλύσεις, κι ύστερα κι άλλη ποίηση!
Βαρέθηκα να ακούω να διασύρουν την ποίηση, να ξεζουμίζουν κάθε κείμενο απελπισίας και άρνησης άλλων εποχών. Τους παιάνες των μεγάλων στιγμών που αν δεν μας προκύπτουν τις φτιάχνουμε παίζοντας με τις ζωές των άλλων. Θα σιχαθώ την ποίηση με δαύτους. Είναι θανατερή η χρήση που κάνουν. Είναι βάρβαρη, κακόγουστη, ακαλαίσθητη, και τελικά αντικαλλιτεχνική. Υπάρχει και η πεζογραφία, όπως υπάρχει η καθημερινή ζωή με τη δική της λάμψη και τη δική της αξία.

Αν δεν θέλετε να σας απαρνηθώ, ποιητές, βρείτε τον επαναστατικό λυρισμό της ζωής της Παρασκευής Ζούλια, 32 χρόνων, που είχε φορέσει τα αξιοπρεπή της ρούχα και είχε κατέβει στη δουλειά της. Υμνείστε το πρωινό της Αγγελικής Παπαθανασοπούλου που είχε περάσει ώρες και μέρες και χρόνια πίσω από το γκισέ. Ελευθερώστε τη μνήμη του Επαμεινώνδα Τσακάλη, 36 ετών, που την πιάνουν στο στόμα τους οι πραματευτές της δήθεν επανάστασης και τη διασύρουν μέσα στο βρωμερό αφρό της λογοδιάρροιας τους. Να βούλωναν το στόμα τους τουλάχιστον για λίγο, αλλά πού τέτοια τύχη. Ενός λεπτού σιγή, διάολε.

Κάποτε αγαπούσα τους ποιητές. Τώρα τελευταία διαβάζω συνέχεια στίχους που υμνούν το απόλυτο για λεζάντα στα σπασμένα σκαλοπάτια, στα κατεστραμμένα μαγαζιά, στα καμένα αυτοκίνητα, στα κατεβασμένα ρολά. Δεν είναι ποίηση αυτή, είναι τελάληδες του φόβου. Στίχοι έξω από τις καμένες ζωές.

Διεκδικώ το λυρισμό της ζωής της Παρασκευής, της Αγγελικής και του Επαμεινώνδα. Τα χρόνια των σπουδών τους και τα σχέδια για το μέλλον τους. Το μακιγιάζ των κοριτσιών, τους δισταγμούς τους πριν ψωνίσουν ένα ζευγάρι παπούτσια, το γέλιο τους σε κάποιον που τους άρεσε, την κούραση που προσπαθούσαν να διώξουν με ένα καφέ. Αυτοί ήταν οι σκληρά εργαζόμενοι, για τους οποίους υποτίθεται ότι γινόταν η εκατοστή πορεία και το πεντηκοστό μπάχαλο απέξω, κι από μέσα. Αυτό κάνουν οι εργαζόμενοι. Ξυπνάνε πρωί, πίνουν μισό καφέ, τρέχουν με το ένα παπούτσι στο χέρι. Θυμάμαι τη μάνα μου να ξεκινάει έτσι κάθε πρωί, υπάλληλο τραπέζης. Με την ευγνωμοσύνη για τη δουλειά, με τη βαθιά ανάσα που την είχε για άλλη μια μέρα.
Ποιος είναι αυτός που θα πει στον υπάλληλο τραπέζης να μην πάει στη δουλειά του; Ποιος έχει αυτό το δικαίωμα; Τι την κάναμε την ελευθερία μας; Ποιον διορίσαμε να βάζει φωτιά στις τράπεζες μας; Στα βιβλιοπωλεία, στα μαγαζιά στους δρόμους μας; Ποιος διόρισε αυτούς τους νεαρούς τιμωρούς της ζωής μας; Έχουμε τελείως τρελαθεί, όλοι, απολύτως;
Βοηθάτε ποιητές. Ξεκουνηθείτε. Βρείτε λέξεις πολίτες, πεζογράφοι πάρτε τη σκυτάλη, αλλάξτε σκοπό, χτυπήστε άλλους ρυθμούς. Ξυπνήστε. Δεν πάει άλλο.

Ιπτάμενες γιαγιάδες

  Σηκώνω το εγγόνι μου αγκαλιά να πάμε στην αλλαξιέρα και καθώς το μικρό του βάρος πλημμυρίζει το σώμα μου, προφέρω ασυναίσθητα τις χαϊδευτι...