Πριν μερικά χρόνια είχαμε δει ένα πολύ εντυπωσιακό ρεπορτάζ:
οι παλιοί κάτοικοι της Αμμοχώστου πήγαν επίσκεψη στα σπίτια τους. Άνοιγε το
συρματόπλεγμα που έχει ζώσει την πόλη όπως το αγκαθωπό δάσος του παραμυθιού τον
στοιχειωμένο πύργο της βασιλοπούλας, και φαινόταν μια πόλη άδεια, με τους
δρόμους και τις προσόψεις των κτιρίων, παγωμένη στο χρόνο, σαν σύγχρονη
Πομπήια, μια πόλη που έμεινε πίσω σχεδόν ολόκληρη κι ανέγγιχτη- τα ακίνητά της
τουλάχιστον- για σαράντα χρόνια.
Έμοιαζε με σύγχρονο παραμύθι, υπήρχε βέβαια η
ελπίδα πίσω απ’ όλη αυτή την τελετή, ότι κάτι θα άλλαζε, κάτι θα γινόταν για να
ζωντανέψει η πόλη ξανά, να ξαναβρούν τα σπίτια τους οι άνθρωποι που τα
εγκατέλειψαν βίαια τότε, στην εισβολή του 1974. Φαινόταν ότι θα μπορούσε να
βρεθεί ο τρόπος, γίνονταν κάποιες κινήσεις καλής θέλησης από την τουρκοκυπριακή πλευρά,
και είχαμε σκεφτεί ότι η ιστορία που ξεκίνησε τόσο άγρια επί ελληνικής χούντας
θα ξεπερνιόταν επιτέλους, θα βρισκόταν η λύση, είχε ρίξει και ο ΟΗΕ τα ταλέντα
του στην προσπάθεια, άδικα αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος, και στον αιώνα μας
θα βλέπαμε αυτά που είχαν γίνει στο παρελθόν να διορθώνονται. Θα ήταν κάτι
πρωτοφανές, ή όχι και τόσο, δεν ξέρω, δεν έχω στραγγίσει την παγκόσμια Ιστορία,
κάτι τόσο σύγχρονο πάντως, κάτι διαφορετικό, όχι επαναλήψεις μεγαλύτερων
βαρβαροτήτων με χαμένες πατρίδες.
Πέρασε ο καιρός και
οι τελετές έμειναν τελετές. Η πόλη παραμένει παγωμένη, σα να χτίζει στους
σαθρούς της πια τοίχους όλη την παγωμάρα του ΟΗΕ μπροστά στα περιπλεγμένα
ζητήματα. Περιπλεγμένα γιατί πάντα συνάπτονται με τους εγωισμούς των ηγετών,
τους φόβους των πολιτικών, την προκατάληψη που συνοδεύει την έννοια των
συμβιβασμών.
Φαντάζεται κανείς τα άδεια σπίτια να τρίζουν από τον αέρα τις
νύχτες, τέτοιες μέρες, τέτοιον αέρα, τις εικόνες της ακμής τους στα μυαλά των
ανθρώπων που την πρόλαβαν ζωντανή, που την παρακολουθούν τόσο καιρό
μαρμαρωμένη, την ψυχολογία τους που θα άξιζε κάποτε να ερευνηθεί, να
αναδειχθεί, κάπως να γίνει κατανοητή. Πράγματα που γίνονται όταν οι καταστροφές έχουν συντελεστεί πια και δεν μένει παρά η σοφία των ερευνών πάνω στα ερείπια.
Ας μην αποφασίσουμε
ότι αυτό μόνο, τέτοιες έρευνες, τέτοιες καλλιτεχνικές απεικονίσεις, είναι που
μπορεί να περιμένει κανείς από τις πολιτικές εξελίξεις. Περιμένουμε ακόμα.
Το να επιστρέψουν κάποτε οι άνθρωποι στα σπίτια τους, να το δούμε αυτό,
να το ζήσουν εκείνοι, να το ζήσει ο κόσμος, θα είναι πιο σημαντικό για όλες τις
πλευρές, θα έχει περισσότερο ενδιαφέρον.