Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020

Το κορίτσι στο Κογκρέσο


Δεν με μεγάλωσαν οι γονείς μου για να με βρίζει ο κάθε κύριος Τεντ… Η φράση αυτή από ένα νέο πρόσωπο στην οθόνη μου, ανάμεσα σε πολλές άλλες, με έκανε να σταματήσω τη γρήγορη παρέλαση εικόνων και ειδήσεων, να σταθώ. Η Αλεξάνδρια Οκάζιο Κορτέζ, μέλος του Κογκρέσου των ΗΠΑ, νέα και ωραία, το νεώτερο μέλος του  την ακρίβεια, απαντά σε κάποιον ρεπουμπλικάνο που την αποκάλεσε σκύλα ή κάτι εξίσου άθλιο. Μιλάει αφήνοντας τη στεναχώρια να διαγράφεται στα όμορφα χαρακτηριστικά της. Αυτό με συγκινεί περισσότερο. Δεν ξέρω ποια ακριβώς σημασία έχει το βήμα αυτό που χρησιμοποιεί για την πολιτική των ΗΠΑ. Είναι κάποιο σημαντικό πολιτικό βήμα πάντως και από εκεί δείχνει σε όλο τον κόσμο, πλέον, το πρόσωπο της πληγωμένης από τα σεξιστικά λόγια γυναίκας, του πληγωμένου ανθρώπου, βρίσκει τις λέξεις να το δείξει, και δεν φοβάται ούτε τις εκφράσεις.

Η φράση με καθηλώνει. Βλάσταινε στο μυαλό μου όταν πριν δεκαετίες πληγωνόμουν αναίτια από τις σεξιστικές επιθέσεις καθημερινών ανθρώπων στα καλά καθούμενα, στο δρόμο, σε μαγαζιά, ή στο Πανεπιστήμιο όπου με είχε υποδεχτεί κάποτε η παρέα του φίλου μου με τη φράση «Με τη γκόμενα ήρθες ρε συ στο Πανεπιστήμιο;» λες κι η γκόμενα δεν είχε περάσει τις δικές της εξετάσεις, περίμενε τον γκόμενο να την πάρει από το χεράκι.  Με είχε πνίξει η προσβολή, είχα προσπαθήσει να μιλήσω, αλλά την επίθεση ακολουθούσε κουφαμάρα, μπορούσες να λες ό,τι ήθελες, δεν σου έδιναν σημασία. Και χωρίς να θέλω σκεφτόμουν τους γονείς μου, την αξιοπρέπεια που μου είχαν δώσει,  και δεν ήθελα ποτέ να μάθουν τι υφίστατο στη δεκαετία του 1970 ένα κορίτσι που απλώς πήγαινε στο Πανεπιστήμιο, ή έμπαινε στο λεωφορείο, ή βολτάριζε στην πόλη. Ήταν πολύ μπερδεμένο το ποιος ήταν ένοχος και ποιος έπρεπε να τιμωρηθεί.

Πόσες ώρες από τα δροσερά μας νιάτα χαμένες στο φόβο και τη στεναχώρια για τις επιθέσεις που υφιστάμεθα μόνο και μόνο επειδή υπήρχαμε κι ήμασταν νέες και ωραίες, με ελεύθερα μαλλιά. Δεν ξέραμε και αρκετή ιστορία των γυναικών, να σκεφτόμαστε ότι όλοι εκείνοι οι χωριάτες που μας περιτριγύριζαν είχαν συνηθίσει μαντιλοδεμένες γυναίκες και μαλλιά πλεγμένα κοτσίδες για τα κορίτσια, να δώσουμε μια ερμηνεία με κάποια αποστασιοποίηση, να καταλάβουμε το σοκ τους. Όπως τώρα, μεγάλες πια και σοφές, καταλαβαίνουμε την αγανάκτηση τους για την πολιτική ορθότητα που τους καταπιέζει τη λίμπιντο και χάνει η ανθρωπότητα τον πλούτο της επιθετικότητάς τους.


Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020

Ιπτάμενες χαρτοπετσέτες



Φυσάει αεράκι στην παραλία, παίρνει τις χαρτοπετσέτες της παραθαλάσσιας ταβέρνας. Στροβιλίζονται  πάνω από τραπέζια, πάνω από βότσαλα, πάνω από το αλμυρό νερό. Εκεί που σκάει το κύμα γίνονται πέτσα χαρτοπολτού. Το ίδιο κάτω από τραπέζια και  καρέκλες, τα γκαρσόνια προσπαθούν να τις στερεώσουν με διάφορους τρόπους, με ψωμιέρες,  πιάτα και ποτήρια, αλλά με την παραμικρή κίνηση ξεφεύγουν κι απογειώνονται σαν τα τρελά πουλιά.
Κόσμος πολύς στην παραλία, πάνε, έρχονται, σε δυο παρέες μόνο μιλούν δυνατά:
-Εδώ παλιά κολυμπούσαμε και πιάναμε με τα χέρια χταπόδια, τώρα δεν έχει μείνει τίποτε. Μόνο αχινοί, πάτησε το παιδί μου έναν και δεν είχε τσιμπιδάκι στην ταβέρνα να βγάλουμε τ’ αγκάθια. Δεν θα έπρεπε να έχουν τσιμπιδάκια, τόσο κοντά στους αχινούς; Έλα επιτέλους παιδί να παραγγείλουμε!
Σηκώνει το χέρι για το γκαρσόνι. Μια χαρτοπετσέτα περνάει δίπλα της με χορευτικές φιγούρες. Θα μπορούσε εύκολα να την πιάσει, μια μικρή κίνηση να έκανε. Εμένα μου προκαλούν άγχος αυτές οι ιπτάμενες χαρτοπετσέτες, έχω ήδη μαζέψει δυο. Πώς καταφέρνουν να τις αγνοούν; Μήπως παραξένεψα γερνώντας;
Από την άλλη πλευρά ακούω άλλον να μιλά δυνατά στο κινητό, σα να οφείλουμε όλοι να τον ακούσουμε.
-Έλα, εδώ ταγματάρχης Ιωάννου… Ετοίμασε ένα τραπέζι για έξι άτομα με όλα τα σέα, γιατί δεν μας βλέπω καλά… Έχω παραγγείλει τα ψάρια. Θα βάλεις επιπλέον χταπόδι και το γόνο που είπαμε, τηγανιτό. Σε τρία τέταρτα μάξιμουμ να υπολογίζεις.
Κλείνει το κινητό και μας κοιτάζει όλους αυστηρά. Με πιάνει ανησυχία, γιατί δεν μας βλέπει καλά; Μια χαρά είμαστε, αν εξαιρέσεις αυτές τις ανυπότακτες χαρτοπετσέτες. Αποφασίζω να βουτήξω στη θάλασσα,  λίγη δροσιά πάντα καθησυχάζει. Περνάω πάνω από κάμποσες πατημένες χαρτοπετσέτες, φτάνω στο νερό. Κοιτάζω και για αχινούς, έχει κάμποσους, σημαίνει ότι είναι καθαρά εδώ πέρα. Βουτάω βαθιά, στο βυθό αιωρούνται όσες χαρτοπετσέτες κατάφεραν να φτάσουν μακρύτερα από τις άλλες και τελικά να προσθαλασσωθούν. Θα λειώσουν, χαρτί είναι, δεν είναι πλαστικό που αντέχει αιώνες. Λίγες μέρες, λίγες εβδομάδες. Κινούνται σε σλόου μόσιον, χορεύουν υποβρύχια σαν παράξενες νέες μορφές ζωής, άσπρες, αργές, λίγο σαν μέδουσες, λίγο σαν κάτι άλλο. Άραγε θα την παρηγορούσε την κυρία να τις δει αντί για τα χταπόδια των παιδικών της χρόνων;


Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020

Διακοπές στην Αίγινα



 Κάποτε στην Αίγινα είχα αρρωστήσει, ήμουν πολύ μικρή, μάλλον ακόμα δεν είχε γεννηθεί ο αδερφός μου. Είχα πυρετό που δεν έλεγε να περάσει, είχα χαλάσει τις διακοπές των γονιών μου, που δεν θυμάμαι αν ήταν για μέρες, ή απλώς ένα σαββατοκύριακο. Δεν είχαν ποτέ μεγάλες διακοπές όταν ήμασταν παιδιά. Μέναμε σε ένα μεγάλο, παλιό σπίτι σε σχήμα πί, τα δωμάτια έβλεπαν όλα σ’ ένα μακρύ μπαλκόνι που το τριγύριζε ολόκληρο, μέσα σ’ ένα κτήμα με φυστικιές. Μας φιλοξενούσαν νομίζω, ή μπορεί και να το νοικιάζαμε, ούτε αυτό  θυμάμαι. Το χρώμα του μόνο, αυτή την ώχρα της παλιάς πέτρας που ξαναβλέπω τώρα στα παλιά κτίρια της Αίγινας και πρέπει να είναι το φυσικό της χρώμα. Τη μια στιγμή έτρεχα χαρούμενη στο μακρύ εκείνο μπαλκόνι χαϊδεύοντας το κοκκινωπό ξύλινο κάγκελο, την άλλη στιγμή ήμουν με πυρετό στο κρεβάτι και οι γονείς μου είχαν απελπιστεί. Όλο το απόγευμα ψηνόμουν και κάμποσοι άνθρωποι είχαν παρελάσει με ματζούνια και συμβουλές και σούπες και ασπιρίνες, αλλά ο πυρετός δεν έπεφτε. Και τη νύχτα πια, εκεί που έτρεμα και τα δόντια μου χτυπούσαν, με πήρε η μαμά μου αγκαλιά κι άρχισε να με κουνάει. Δεν άναψαν φως, είχαν περάσει πολλές βασανιστικές ώρες ώσπου να πάρει απόφαση να κάνει κάτι τέτοιο. Δεν θεωρούνταν τότε σωστό παιδαγωγικά να παίρνεις πολύ αγκαλιά τα παιδιά σου. Κακομαθαίνουν, έλεγαν, κι άφηναν τα μωρά να κλαίνε. Οι γονείς μου ήταν πολύ επιρρεπείς σε τέτοιου είδους θεωρίες, κάποτε μου είχαν κόψει τα Εικονογραφημένα Κλασσικά, που λάτρευα, επειδή κάποιος τους είχε πει ότι δεν είναι καλά για τα παιδιά,  τους προσφέρουν έτοιμες εικόνες, λέει, δεν αφήνουν να αναπτυχθεί η φαντασία τους! Εννοείται ότι διάβασα όλα τα Εικονογραφημένα Κλασσικά που είχαν κυκλοφορήσει, κρυφά από τους γονείς μου.
Έτσι και με τις αγκαλιές. Δεν έπρεπε να αγκαλιάζεις τα παιδιά όσο σου το ζητούσαν. Ωστόσο εκείνη τη νύχτα του πυρετού στην Αίγινα η μαμά μου πήρε απόφαση κάποια στιγμή να βάλει τις θεωρίες στην άκρη και να ακούσει το παλιό σοφό ένστικτό της, να με πάρει αγκαλιά, να με κουνήσει και να με νανουρίσει. Θυμάμαι πάντα εκείνη την αποφασιστική κίνηση, τη θήκη που μου έφτιαξε με το σώμα της και τον τρόπο που βρήκε να με κουνήσει, με απαλά χτυπήματα στην πλάτη. Έκλεισα τα μάτια ευτυχισμένη, άφησα τον ύπνο να με πάρει, ήσυχο, ήρεμο,  γλυκό και θεραπευτικό. Ξύπνησα γιατρεμένη το επόμενο πρωί και ποτέ δεν ξέχασα την ανακούφιση εκείνου του γλιστρήματος στον ύπνο μέσα στα μητρικά χέρια.
Έτσι είναι όλα αυτά τα μέρη στον Αργοσαρωνικό, που τα είχαμε πάρει στη σειρά και περνούσαμε τα παιδικά καλοκαίρια. Η Αίγινα, ο Πόρος, τα Μέθανα, η Ερμιόνη. Ήσυχη θάλασσα, μικροί όρμοι χωρίς κύματα, βότσαλα, δέντρα, καφενεία με γλυκά που εξίσου ικανοποιούσαν μικρούς και μεγάλους, μικρά διώροφα, μικρές προβλήτες, μικρά καΐκια, μικρές ψαριές και μικροί ταρσανάδες.  Αεράκι που χαϊδεύει το σώμα σα στοργική μητέρα. Μια αγκαλιά για τα σκληραγωγούμενα και μηδέποτε επαρκώς σκληραγωγηθέντα παιδιά της πόλης, ήσυχη, αγαπησιάρα, νανουριστική. Παιδική ηλικία, προστατευμένη, ήπια. Μπορούσαμε ακόμα και να κυβερνάμε πλεούμενα, να τραβάμε κουπί στα ήσυχα νερά,  να μη μας φοβίζει το σκοτάδι στα πευκοδάση, τόσο οικεία ήταν η γαλήνη τους.
 Καμία σχέση με τις Κυκλάδες, όπου σε δέρνει ο άνεμος, κι όχι βάρκα, ούτε τον εαυτό σου δεν μπορείς να κυβερνήσεις να σταθεί όρθιος στις ξερολιθιές και  λοιπές ξεραΐλες. Ούτε το πόδι μου δεν ήθελα να πατάω μέσα σε βάρκα εκεί, μ’ έπιανε ναυτία πριν απομακρυνθεί από την προβλήτα. Εκείνα τα νησιά είναι για την εφηβεία, για τους σκληρούς αγώνες που δίνει το σώμα με τον εαυτό του και με το περιβάλλον, να παλεύεις με τον αέρα και το χάδι να είναι απειλή, η ήσυχη παραλία να σου δίνεται δύσκολα, η γαλήνη να κρατάει όσο μια ανάσα. Και να μην έχεις ένα δάσος από πεύκα πουθενά, να σε πάρει αγκαλιά, να σε παρηγορήσει, να σε γιατρέψει.
Οι οπαδοί του Αιγαίου σνομπάρουν τον Αργοσαρωνικό. Είναι για οικογενειακές διακοπές, ενώ οι Κυκλάδες είναι για την περιπέτεια. Δεν θα διαφωνήσω, αλλά πόση περιπέτεια πια να αντέξει κανείς μετά τα διάφορα -ήντα; Και πώς να μη μαγευτείς με την αναβίωση της γλύκας από την παιδική ηλικία που σου χαρίζει με κάθε χάδι το βοριαδάκι, με κάθε μετακίνηση των ωρών το χρώμα του πεύκου;

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

Φυστίκια αιγινήτικα, φυστίκια συριακά


Η Αίγινα δεν είχε φυστίκια από αρχαιοτάτων χρόνων.
Τα φυστίκια τα έφερε κάποιος κτηματίας, ή γεωπόνος, ή καλλιεργητής, γύρω στο 1860, από τη Συρία.
Ποιος θα το φανταζόταν ποτέ;
Για μας είναι τόσο δεμένα τα φυστίκια με την Αίγινα, τόσο βαθιά στα παιδικά μας χρόνια ριζωμένα τα δέντρα αυτά, και η λαχτάρα μας για φυστίκια.
Γιατί τα φυστίκια είναι ακριβή καλλιέργεια, είναι πολυτελής ξηρός καρπός. Δεν μπορείς να τα τρως με τις χούφτες, θέλει υπομονή για να στα δώσουν, όταν είσαι παιδί, θέλει υπομονή και τέχνη για να τα ανοίξεις, θέλει αυτοσυγκράτηση όταν μεγάλος τα βρίσκεις, ας πούμε, σε ένα μπωλ φιλικού σπιτιού και θέλεις να τα φας όλα.
Στην Αίγινα όμως, όταν τα βρίσκεις να τα πουλάνε στο λιμάνι, από το Συνεταιρισμό, από άλλους παραγωγούς, άψητα ή ψημένα, ανάλατα ή αλατισμένα, με τσόφλι ή ξεφλουδισμένα, σε γλυκό, σε παγωτό, σε βαζάκια, σε κουτάκια, σε κάθε παραλλαγή, μήπως μπορείς να ενδώσεις; Να φας λίγο παραπάνω φυστίκια από όσα χρειάζεται, κι από όσα δικαιούσαι; Για λίγες μέρες μόνο, να αφήσεις αυτή τη λεπτή, τη ντελικάτη γεύση να σε πλημμυρίσει;
Μπορεί όμως αυτή η τόσο λεπτή και ντελικάτη γεύση να πλημμυρίζει; Το συμπέρασμα μου μετά από εντατική φυστικοφαγία είναι ότι αυτό δεν γίνεται. Δεν μπορείς να ξεχειλίσεις από αυτή τη γεύση. Όσα και να φας, χόρταση δεν έχει, ίσως λυσάξεις για νερό αν πέσεις στα αλμυρά. Υπάρχει κάτι το φευγαλέο στην ωραία γεύση τους, όπως σε όλα τα ωραία εν τέλει. Άρα επιστρέφουμε στην πολυτέλεια και την αυτοσυγκράτηση.
Πολλά πράγματα χάθηκαν στους τόπους που γνωρίσαμε παιδιά, ας πούμε τα κανάτια που κάποτε πουλούσαν στην Αίγινα, για να κρατάνε δροσερό το νερό. Δεν χρειάζονται πια, τα ψυγεία κάνουν τη δουλειά, όσο παράξενο κι αν είναι που ακόμα η δροσιά ενός κανατιού που κάποτε χρησιμοποιήσαμε μοιάζει να αγγίζει τα δάχτυλά μας. Τα εργαστήρια δεν μπόρεσαν να στραφούν σε πιο διακοσμητικά αντικείμενα, φαίνεται ότι έχουν όλα κλείσει. Τα φυστίκια όμως είναι εδώ! Γεμάτη η Αίγινα με κτήματα φυστικιών, φορτωμένα τους πράσινους καρπούς μέσα στο καλοκαίρι. Κι όταν δεν φτάνουν για την κατανάλωση, επειδή έρχονται όλοι εδώ με λαχτάρα για φυστίκια, φέρνουν από την Αττική και τη Βοιωτία, όχι από μακρύτερα. Δεν είναι θαύμα;
Πόσο κοντά είναι κι αυτή η Συρία..

Kάτι πολύ σάπιο υπάρχει


Στην πλατεία Βικτωρίας είχε ωραία, σύγχρονα παγκάκια, μεταλλικά, ατομικά, και τα κλασσικά ξύλινα. Μεγάλη πλατεία, πολλά δρομάκια ανάμεσα στα παρτέρια, πολλά παγκάκια. Όχι ότι μπορείς να περάσεις εκεί πολλές ώρες μέσα στο καλοκαίρι, αλλά μερικά είχαν λίγη σκιά, κι όλα πρόσφεραν αυτό που οι άνθρωποι χρειάζονται για να ξεκουραστούν στοιχειωδώς, μια επιφάνεια λίγους πόντους απόσταση από το έδαφος, η τεράστια πολυτέλεια.

Στην πλατεία Βικτωρίας ξήλωσαν όλα τα παγκάκια, γιατί είχαν πάει εκεί πολλοί μετανάστες και ξάπλωναν, κάθονταν, ακουμπούσαν τα πράγματα τους, κάπως βόλευαν την ύπαρξη τους. Αυτό σκέφτηκαν να κάνουν οι αρχές του Δήμου Αθηναίων για να λύσουν το πρόβλημα. Οι προηγούμενες αρχές, που κάτι προσπαθούσαν σαν συσίτια, σαν ξενώνες, σαν περίθαλψη, δεν άκουσαν και καμιά καλή κουβέντα, οπότε ετούτες εδώ σου λέει, μετανάστες στα παγκάκια; Βγάλτα να τελειώνουμε! Καθόλου παγκάκια στην πλατεία! Δημοκρατία της ορθοστασίας. Όποιος αντέχει να στέκεται όρθιος ας πηγαίνει εκεί. Απλό και σοφό. Θαυμάζει κανείς τι σοφίζεται ο homo sapiens. Homo sapiens καλεί homo erectus.  

Πριν χρόνια στην Ομόνοια είχαν βάλει κάτι ελιές, κι από κάτω παγκάκια. Στα παγκάκια κάθονταν μετανάστες, οπότε λίγο καιρό μετά βγήκαν και οι ελιές και τα παγκάκια. Τώρα η Ομόνοια είναι σε άσπιλο μπετό, συντριβάνι με γρασίδι, τέλειο τοπίο για φωτογραφίσεις από ψηλά. Χαμηλά ποιος πάει στην Ομόνοια; Μόνο μετανάστες πήγαιναν κι εκεί, οπότε καλύτερα να μη μπορεί κανείς να πηγαίνει. Γιατί ακόμα κι αυτούς που έχουν φτάσει στο σημείο να μπορούν να περπατούν ελεύθερα στην πόλη πρέπει να τους αποθαρρύνουμε, να στέλνουμε το μήνυμα ότι δεν υπάρχει γωνιά να ξαποστάσουν το κορμί τους, δεν υπάρχει εδώ έλεος. Αυτή είναι η πολιτική μας, ευρωπαϊκή με τη βούλα.

Στην υπέροχη Ευρώπη με την ανθρωπιστική παράδοση μπορούμε να γίνουμε πολύ απάνθρωποι χωρίς να βλάψουμε τις βασικές αρχές του ανθρωπισμού, παρά μόνο όσο πατάει η γάτα. Τα παγκάκια ας πούμε. Μια σταλιά φρίκη. Δεν ήρθαν να μελετήσουν επί τόπου οι καθηγητές ανθρωπιστικών σπουδών και οι φοιτητές τους σε ποια κατεύθυνση εξελίσσεται ο sapiens, να δουν εφαρμοσμένη ολόκληρη τη φιλοσοφία. Βρίσκονται σε παρακμή οι ανθρωπιστικές σπουδές. Είναι ολοφάνερο. Οι λέξεις πρέπει να παραιτηθούν ολοσχερώς, οι έννοιες να εξαφανιστούν, όπως οφείλουν να κάνουν οι πρόσφυγες που μετράνε την ταλαιπωρία τους με το σαδισμό μας.

Να βράσω τις ευρωπαϊκές αξίες και τις ανθρωπιστικές σπουδές, τις λέξεις, τις έννοιες, τον homo sapiens. Homo σάπιος όσο δεν παίρνει.  


Κυριακή 12 Ιουλίου 2020

Πώς να συνηθίσω



Δεν μπορώ να συνηθίσω να μου λένε ‘καλησπέρα’ μετά τις 12 το μεσημέρι. Μια νεαρή στις δωδεκάμιση ζήτησε συγγνώμη που είπε καλημέρα. Αμερικάνικο κόλπο ή αγγλικό; Η εσπέρα είναι για μένα το δειλινό, όταν ο ήλιος γέρνει. Ίσως να μη θέλει να γείρει πια, να πρέπει να τον καλοπιάνεις από νωρίς. Δεν ξέρω.
Δεν μπορώ να συνηθίσω το «καλή απόλαυση» που λένε τα γκαρσόνια. Αφού είναι απόλαυση, καλή δεν θα είναι; Υπάρχει κακή απόλαυση; Αλλά θα μου πείτε, τι να πουν, απολαύστε; Ακούγεται κάπως άσεμνο.
Δεν μπορώ να συνηθίσω την κακοποίηση των τριτοκλίτων, ειδικά σε φαρμακεία όπου σε εξυπηρετούν επιστήμονες. Ζητάω ένα διαφανές αντηλιακό. Φέρε την διαφανές κρέμα, φωνάζει η φαρμακοποιός στη βοηθό της. Ποια διαφανές; ρωτά εκείνη. Εκείνη τη διαφανή κρέμα, διευκρινίζω. Α, ναι, η διαφανή, ξέρω, λέει πρόθυμα η βοηθός. Φεύγω με το κεφάλι κάτω. Τι το ήθελα το τριτόκλιτο; Θα μπορούσα να έχω πει διάφανο, εξαρχής. Αλλά κι αυτές, μέσα σε τόσο διαφανές μαγαζί, τόσα διαφανή πράγματα που πουλάνε, δεν μπορούνε μια φορά να ανοίξουν τη ρημαδογραμματική να θυμηθούν πώς κλίνεται, ή να το γκουγκλάρουν, υπόθεση δευτερολέπτων είναι.
Δεν μπορώ να συνηθίσω αυτή τη «δολοφονία χαρακτήρων» κυρίως «στο τέλος της μέρας». Πότε τελειώνει η μέρα ακριβώς; Μεσάνυχτα, ή με την εσπέρα που λέγαμε; Κάθε φορά προσπαθώ να βρω, και χάνω την υπόλοιπη φράση. Καλά, με τη δολοφονία χαρακτήρων χάνω τ’ αυγά και τα πασχάλια, κοιτάζω γύρω μου να δω πτώματα. Σημαίνει προσβολή προσωπικότητας, ή κάτι τέτοιο; Ντρέπομαι και να ρωτήσω. Δεν μπορείς να ρισκάρεις ερωτήσεις σε δολοφονικά περιβάλλοντα.
Δεν μπορώ να συνηθίσω τις «δραματικές αλλαγές» που δεν έχουν να κάνουν με το δράμα όπως το λέγαμε κάποτε εμείς οι νεοέλληνες, αλλά με το θέατρο που το λένε δράμα οι νεοάγγλοι, ίσως και οι παλαιοάγγλοι, δεν ξέρω. Επινόησαν την τραγωδία οι πρόγονοί μας, βλέπετε, και την πληρώνουμε εμείς. Ανέβηκε δραματικά το εισόδημα, λένε και γράφουν, άλλαξε δραματικά προς το καλύτερο η περιοχή, λένε και γράφουν, ψάχνω να βρω το δράμα εγώ στην αλλαγή προς το καλύτερο, ύστερα θυμάμαι, α, είναι το θέατρο, άλλαξε δηλαδή εντυπωσιακά, εννοούν, αλλά αν το πουν έτσι δεν θα εντυπωσιάσουν αρκετά, οπότε ρίξε έναν αγγλισμό να σαρώσεις τα γέρικα αυτιά, να τραντάξεις τα γλωσσικά αισθήματα…
Κι έπεται συνέχεια.

Τρίτη 7 Ιουλίου 2020

Τα πεύκα

Πιάνω και φτιάχνω αλυσιδίτσα με τις πευκοβελόνες, σαν αυτές που κάναμε στην κατασκήνωση. Βγάζεις τη μία από τη θηκούλα της και λυγίζεις την άλλη, πιάνεις εκεί την επόμενη και μπορείς να φτιάξεις εύθραυστο κολλιέ όσο μακρύ το θελεις με όσες σειρές αντέχεις να δημιουργήσεις. Μας περιτριγυρίζουν πεύκα εδώ, πεύκα μεγάλα και μικρά, γέρικα και νεαρά, πράσινα ανοιχτά και σκούρα. Οι πλαγιές είναι στρωμένες με πευκοβελόνες, το φως είναι στις αποχρώσεις του πεύκου, σκιά και παρηγοριά είναι πεύκινες. H μυρωδιά του ρετσινιού με το αεράκι φέρνει  δροσιά μαζι με υποσχέσεις. Θα σου χαρίσω μαγικές δυνάμεις, ψιθυρίζει το ρετσίνι, θα σου αποκαλύψω όλα τα μυστικά.
Από την αυλή του σπιτιού της Καλλιόπης βλέπω τα πεύκα να υψώνονται πάνω από τη μικρή πλαγιά που πάει στη θάλασσα. Κατεβαίνεις εκεί αν θέλεις για μπάνιο από κάτι απότομα τσιμεντένια σκαλιά, θέλει κλειστό παπούτσι και ελεύθερα χέρια. Οι πευκοβελόνες γλιστράνε και μόνο από τις πέτρες κάτω μπορείς να κρατηθείς. Κολυμπάμε εκεί κάτω από τον αρχαιολογικό χώρο του λιμανιού, με τη μοναδική κολώνα που υψώνεται στη μύτη του μικρού ακρωτηρίου
Εχω χρόνια να έρθω στην Αίγινα καλοκαίρι, είναι σα να βυθίστηκα με χρονομηχανή στις παιδικές μου διακοπές που πάντα ήταν στον Αργοσαρωνικό, δεν είχα γνωρίσει άλλο νησί μέχρι τα 15 μου, πέρα από Αίγινα, Πόρο, Ύδρα, Σπέτσες. Για να ταξιδέψουμε περπατούσαμε κουβαλώντας τις βαλίτσες μας 
μέσα από το πάρκο, το Πεδίο Άρεως, περνάγαμε την Πατησίων, μπαίναμε στο σταθμό Βικτόρια του ΗΣΑΠ και φτάναμε Πειραιά. Νοικιάζαμε κάτι σπίτια με τσιμεντένιο πάτωμα και μπαλκονια χωρίς κάγκελα, δεν είχαν ακόμα τελειώσει το χτίσιμο.
Τον ένα από τους δυο μήνες του καλοκαιριού εγώ πήγαινα στην κατασκήνωση των υπαλλήλων Τραπέζης Ελλάδος στην Πάρνηθα, άλλα πεύκα εκεί, δάση ολόκληρα και πλαγιές με πευκοβελόνες, όπου αν βρίσκαμε κανένα μεγάλο χαρτόνι, καθόμασταν επάνω και γλιστρούσαμε σα να ήταν έλκηθρο. Φτιάχναμε κολιέ με πάθος, αλυσιδίτσες με πευκοβελόνες αλλά κυρίως περνούσαμε κουκουναράκια σε σπάγκο. Γινόταν μεγάλος ανταγωνισμός ποια θα βρει περισσότερα κουκουναράκια, δεν έμενε στα δέντρα ούτε μισό. Μερικές τα βάφανε με ασημένια ή χρυσή μπογιά, ήταν κάτι το καταπληκτικό να τα βλέπεις, δεν έχω συγκινηθεί και ζηλέψει κόσμημα τόσο πολύ στη ζωή μου όσο αυτά τα χρυσαφένια κουκουναράκια.
Ναι, τα πεύκα είναι εύφλεκτα, δεν είναι καν αυτοφυή παντού, δάσκαλοι τα φύτευαν σε λόφους με τα παιδιά κάποια εποχή που είχαν μανία με αναδασώσεις, όμως πώς να μην τα αγαπάς;

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2020

Μόρια


Από τη Μόρια βλέπουμε συνήθως στιγμιότυπα, φωτογραφίες και τίτλους. Τα νούμερα είναι εξουθενωτικά, η σκέψη της ταλαιπωρίας που υφίστανται οι άνθρωποι εκεί είναι αφόρητη. Δεν έχουμε μπροστά μας πρόσωπα. Δεν μαθαίνουμε ονόματα. Ούτε τις ιστορίες των ανθρώπων που περνούν τις μέρες τους υπομένοντας και περιμένοντας από τη μια ουρά στην άλλη, από τη μια διαδικασία στην άλλη.
Μια νεαρή δικηγόρος, η Μαρί Ντουτρεπόν, έμεινε τρεις μήνες εκεί προσπαθώντας να βοηθήσει νομικά στις διαδικασίες απονομής ασύλου τους πρόσφυγες. Έστελνε γράμματα στους δικούς της κρατώντας κάτι σαν ημερολόγιο, εκεί βρίσκεται το ρεπορτάζ που δεν διαβάζουμε από τη Μόρια. Η καθημερινότητα των ανθρώπων, τα ονόματα κάποιων που γνώρισε και προσπάθησε να βοηθήσει με τις διαδικασίες. Οι διαδικασίες αυτές που συνέχεια αλλάζουν, τόσο που ακόμα και οι εθελοντές που μοιράζουν οδηγίες για το τι να κάνει κανείς για να μπορέσει κάποια στιγμή να υποβάλει αίτηση, πρέπει συνέχεια να τις διορθώνουν.
Στη Μόρια χρειάζονται νομικοί όσο και γιατροί. Ίσως περισσότερο οι νομικοί, γιατί όλη αυτή η ιστορία βασίζεται σε νόμους. Οι πρόσφυγες δεν ξέρουν, υπάρχουν άνθρωποι από μέρη με σπάνιες γλώσσες, ας πούμε, δεν μιλούν αγγλικά, δεν βρίσκουν μεταφραστή, περιμένουν μήνες, ίσως χρόνια, να δοθεί λύση στο πρόβλημά τους. Η λέξη λύση είναι υπερβολή βέβαια, αλλά ας την πάρουμε κι αυτή σαν μια όψη του νόμου. Κάποια λύση. Ένα χαρτί που θα σε απαλλάξει από τον εγκλεισμό στο στρατόπεδο και θα σου ανοίξει το δρόμο στη μιζέρια του ανεπιθύμητου ξένου. Αυτό το πολύτιμο χαρτί.
Τα γράμματα της Μαρί εκδόθηκαν στην Ελλάδα από τον «Ποταμό» σε μετάφραση Σάντρας Βρέττα. Επειδή αυτά που περιγράφονται, πολύ απλά, χωρίς δραματικό ύφος, χωρίς εικόνες φρίκης, χωρίς αυτή τη δημοσιογραφική θεατρικότητα που απλώς μας απωθεί, μόνο με γνήσια απορία, γιατί πρέπει να γίνονται έτσι τα πράγματα, αυτά λοιπόν όλα συμβαίνουν στην Ελλάδα, αλλά με ευρωπαϊκές αποφάσεις, θα είχε νόημα να διαβαστεί το βιβλιαράκι αυτό. Πρέπει να ξέρουμε και πρέπει να σκεφτούμε αν όλα όσα συμβαίνουν στο όνομά μας, γιατί είμαστε πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχουμε λόγο, αν τα θεωρούμε λογικά όλ’ αυτά και μας ικανοποιούν. Αν συμφωνούμε πως είναι χρήσιμα και ωφέλιμα για όλους μας, ή μήπως πρέπει να το ξανασκεφτούμε το πράγμα για να μη βρεθούμε κάποτε κατηγορούμενοι, έστω κι αν αυτό αργήσει, έστω κι αν άλλος κατήγορος δεν θα υπάρχει από τη συνείδησή μας.
Το βιβλίο λέγεται «Μόρια- Μετέωροι στο πουθενά της Ευρώπης»

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

Δικαιούμεθα σκιούλα;


Με το που αφίχθην πήγα κι εγώ να δω τον μεγάλο περίπατο. Ανέβηκα την Πανεπιστημίου μέχρι το Σύνταγμα, κατέβηκα την Ερμού για να φτάσω να δω και την Ομόνοια, γύρισα από Πατησίων. Φορούσα το ελαφρύ ψάθινο καπελάκι μου τύπου Παναμά, αλλά δεν άντεξα να περπατήσω στη λουρίδα για πεζούς όπου ο ήλιος έψηνε. Θα το ήθελα, το δηλώνω. Ειμαι υπέρ των πεζών, περπατώ συνεχώς, κυκλοφορώ με τα πόδια, το μπλογκ μου λέγεται πεζότης, κλπ κλπ, όμως ήταν απλώς αδύνατον.
Γράφω χρόνια και δημοσιεύω, και με έχουν βαρεθεί οι λίγο που με διαβάζουν, για τις στάσεις λεωφορείων μπροστά στην Αθηναϊκή τριλογία. Για το αθηναϊκό λιοπύρι που δεν αντιμετωπίζεται με νερατζιές. Ας το γράψω άλλη μια φορά, σε όλους αρέσουν τα φαρδιά πεζοδρόμια, αλλά όταν ο ήλιος καίει απλώς δεν αντέχονται. Δεν γίνεται ούτε περίπατο να κάνεις, ούτε να σκάσεις μύτη να περάσεις απέναντι. Γιατί τόσα χρόνια, σχεδόν δυο αιώνες δηλαδή, δεν αποφάσισαν να φυτέψουν μεγάλα δέντρα στην Πανεπιστημίου; Δεν ξέρω. Ίσως οι δήμαρχοι ήθελαν πάντα κάποιο γρήγορο αποτέλεσμα, ίσως το ίδιο και οι πολεοδόμοι.
Ας θυμόμαστε ότι το κομμάτι αυτό, Ομόνοια- Σύνταγμα- ανήκε στο πρώτο και μόνο πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας. Γιατί δεν έβαλαν φλαμουριές οι Κλεάνθης και Σάουμπερτ με τις γερμανικές καταβολές τους; Και ο Κλεάνθης στο Βερολίνο είχε σπουδάσει, δεν υπήρχε ακόμα εκεί η λεωφόρος υπό τας φιλύρας; Τους επιασε η προσήλωση στο τοπικό κλίμα, είπαν δεν θα ευδοκιμήσει εδώ η φλαμουριά, βάλε νεραντζιές; Και τα πλατάνια; Και οι ευκάλυπτοι; Κάτι με σκιά τέλος πάντων; Κάτι να μεγαλώσει και να καλύψει τους έρμους τους κατοίκους της πόλης; Όχι, βάλε το πολύ- πολύ ακακίες.
Δεν ξέρω πώς σκέφτηκαν οι πρώτο εκείνοι γερμανοτραφείς. Έφτιαξαν πολύ ωραία κτίρια, αλλά δύσκολα σηκώνεις τα μάτια να τα αντικρίσεις έτσι όπως τα λούζει ανελέητα ο ήλιος. Πιο πολύ βλέπεις τα κόκκινα σου βλέφαρα από μέσα, παρά οτιδήποτε άλλο, κι αμέσως χαμηλοκοιτάς.
Εχω την υποψία ότι οι αρχιτέκτονες δεν συμπαθούν ιδιαίτερα τα δέντρα. Σα να τους χαλούν τα σχέδια, να τους μουτζουρώνουν τις ωραίες ευθείες. Δείτε την πλατεία Μοναστηρακίου, δεν υπάρχει ούτε ένα να χαλάει τα ωραία παιχνίδια των πλακακιών
Στο μεταξύ, σε άλλους δρόμους με πολύ λιγότερο χώρο στα πεζοδρόμια, φυτεύονται δέντρα που κάνουν δύσκολα τα περάσματα. Δεν είναι αλήθεια ότι δεν έχει δέντρα η ΑΘήνα, έχει πάρα πολλά. Αλλά ίσως θεωρούνται κάτι σαν παραχώρηση στις αδυναμίες των κατοίκων της, οι οποίοι λαμβάνονται υπόψιν όταν δεν φαίνονται πολύ, δεν είναι στη βιτρίνα. Είναι ρε παιδί μου χαζορομαντικοί αυτοί οι ΑΘηναίοι, σα να ακούω τους σχεδιαστές να λένε, θέλουν δέντρα, τι μπανάλ, ε, άστους να βάζουν ακακίες εκεί που δεν χωρούν να περάσουν, εκεί που δεν θα πάει ποτέ ένας επίσημος, ένα τανκ να παρελάσει, ένας τουρίστας να θαυμάσει.
Μπορεί να είναι δύσκολο να φυτευτεί μεγάλο δέντρο στην Ομόνοια και στο Σύνταγμα, έχει απο κάτω το μετρό, θα πείτε. Κι όμως, αν το αποφάσιζαν θα μπορούσε να ετοιμαστεί λίγος χώρος για κάποια μεγάλα δέντρα, δεν χρειάζεται δάσος. Αλλά σ' αυτή την πολη γίνονται όλα επί ωραίου χάρτου, μακριά απο κλιματικές συνθήκες και άλλες τέτοιες μικρότητες, δεν μετράται η αντοχή των ταλαίπωρων που περιμένουν τα λεωφορεία στις στάσεις, δεν έχουν κουράγιο ούτε να αναπνεύσουν, θα βρουν λέξεις να ζητήσουν σκιά; Είναι μια πόλη- όραμα μεγάλων πνευμάτων, ακατοίκητη από ανθρώπους, καλύτερα να προσαρμόζεται κανείς και να αρθρώνει το ποίημα της μόδας κάθε φορά, να διαλέγει στρατόπεδο και να παραιτείται από κάθε ελπίδα ότι θα ληφθούν κάποτε υπόψιν οι αληθινές ανάγκες του.

 ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΙΚΑ  ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΣΕ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΤΕ  ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ Μεγάλα κ...