Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Πρωτοπορία στην απόλαυση

Τρώγοντας ψαράκι στην Κυλλήνη
Εδώ στις παραλίες της δυτικής Πελοποννήσου η κρίση είναι σα να μην ήρθε ακόμα. Βέβαια αν το καλοσκεφτείς είναι παρούσα, γιατί πρόπερσι μάλλον δεν έβρισκες τραπέζι στις ταβέρνες και θέση για παρκάρισμα κοντά στις οργανωμένες πλαζ.
Κι όταν λέμε οργανωμένες πλαζ εννοούμε μικρούς παραδείσους που δίνουν νόημα στους συνεχόμενους καύσωνες, οι οποίοι οπουδήποτε αλλού σε κάνουν να νιώθεις ότι γεννήθηκες σε λάθος πλανήτη. Μόνιμες ομπρέλες από ψάθα οι οποίες μοιάζουν από ψηλά με σωρούς από φύκια. Ξαπλώστρες από κάτω, ντους στην άκρη, κι όλα δωρεάν. Δεν ξέρω αν έγινε κάτι σε δημοτικό φούσκωμα δαπανών για να απολαμβάνουμε αυτή την πολυτέλεια, ή κάποια παρανομία σε σχέση με το χειμέριο κύμα κλπ, αλλά πολύ μας αρέσει, ομολογώ.
Στην Κυλλήνη δεν πηγαίναμε ποτέ παλιά, θεωρούσαμε την παραλία κατάλληλη μόνο για όσους δεν ξέρουν κολύμπι. Τώρα που έχει όλα αυτά τα κομφόρ, αναθεωρήσαμε. Σίγουρα την προτιμούν όσοι δεν ξέρουν κολύμπι, αλλά δεν πειράζει. Υπάρχει μια τσαπατσουλιά στο δεύτερο πλάνο, πίσω από το δρόμο, αλλά κανείς δεν είναι τέλειος. Με τον καιρό θα φτιάξει, σκέφτομαι.
Χτες πήγα στην Κουρούτα, μια παραλία πολύ πιο οργανωμένη και παραγωγό χρήματος. Μπαρ, εστιατόρια, ενοικιαζόμενα, όλα πιο πυκνά. Κόσμος πολύς, κοινωνικά ένα σκαλοπάτι παραπάνω από της Κυλλήνης. Νεαρές υπάρξεις καλλίγραμμες, τόσο πολλές μαζεμένες είχαμε μέρες να δούμε. Υπήρχε ακόμα και μια κινέζα πλανόδια μασέζ, αλλά δυστυχώς την είδαμε όταν πλέον είχαμε καθίσει στην ταβέρνα. Αν δεν ερχόταν εκείνη τη στιγμή και η παραγγελία μας, έτοιμοι ήμασταν να πετάξουμε τα ρούχα και να τρέξουμε στην παραλία για ένα μασαζάκι.
Θέλω να πω ότι δεν είμαι άνθρωπος που αποφεύγει τις οργανωμένες πλαζ και τον κόσμο, πάνε πια αυτά. Ωραίες είναι οι ερημιές, ωραίες είναι όμως και οι ανέσεις. Το μεγάλο θέμα για μένα είναι το παρκάρισμα. Αν βρίσκω να παρκάρω μπορώ να εκτιμήσω ένα ταβερνάκι, μια ενοικιαζόμενη σκιά, κι ακόμα περισσότερο μια δωρεάν σκιά, όπως αυτές στη δυτική Πελοπόννησο. Δεν γκρινιάζω για τη μουσική, φτάνει να μην είναι δυνατά, δεν γκρινιάζω για την αρχιτεκτονική, φτάνει να μην είναι υπερβολικά άσχημη, να μην είναι τα κτίρια παρατημένα. Αν οι άνθρωποι θέλουν να χτίζουν κυλοτί –που λέει και μια φίλη μου- αετώματα, δεν με πειράζει, φτάνει να μην αφήνουν το χώρο γύρω από το οικόπεδο τους γεμάτο μπάζα. Αν θέλουν να φυτεύουν γκαζόν δίπλα στη θάλασσα, τους καταλαβαίνω, δεν είμαι αυστηρή όπως μερικές εστέτ φίλες μου. Το γκαζόν φέρνει δροσιά όσο τίποτα. Το ξέρω πως δεν είναι η φυσιολογική χλωρίδα στον ελληνικό κάμπο, και νομίζω δεν πειράζει. Αν υπάρχει νερό να το ποτίζουν, τι ενοχλεί; Στο κάτω- κάτω, ποια είναι πια η φυσιολογική χλωρίδα; Αν άφηνες τους καύσωνες ανενόχλητους θα είχαμε παντού μόνο άμμο.
Άλλο με πειράζει εμένα. Εκεί στη γωνία του δρόμου, ένα μέτρο απόσταση από το καταπράσινο περιποιημένο γρασίδι του ενοικιαζόμενου, μια μικρή θάλασσα από, πλαστικά κυρίως, σκουπίδια πλημμυρίζει το χαντάκι. Μου ανεβαίνει στο λαιμό το ωραίο και φτηνό φαγάκι που χώνευα. Προχωράω παρακάτω, πού και πού έχει πεζοδρόμιο, πού και που δεν έχει. Παντού όμως έχει κύματα αυτής της πλαστικής σκουπιδοθάλασσας, κι οι άνθρωποι με τα μαγιό τους, με τα παρεό τους, μαυρισμένοι, χαμογελαστοί, όμορφοι, με τα γυαλιά τους ηλίου, τα μαλλιά τους να ανεμίζουν κλπ, τα προσπερνάνε αδιάφορα, σα να μην τα βλέπουν, σα να μην τους αφορούν, σα να μην υπάρχουν. Πλούσιοι και φτωχοί, κλέφτες κι αστυνόμοι, όλοι τα έχουν συνηθίσει. Απολαμβάνουν τις διακοπές τους, χαλαρώνουν. Εγώ γιατί θεέ μου ανακατεύομαι; Εγώ γιατί φτάνω στην πόρτα του αυτοκινήτου ράκος;
Αυτοί είναι φυσιολογικοί κι εγώ είμαι άρρωστη, δεν υπάρχει αμφιβολία. Τα σκουπίδια είναι στη θέση τους. Δεν τρέχει τίποτε.
Κι αυτοί οι κάδοι στη γωνία τι παριστάνουν; Γιατί έχουμε κάδους στο δρόμο, ενώ σε άλλες χώρες δεν έχουν ούτε κάδους, ούτε σκουπίδια; Γιατί εμείς έχουμε και κάδους και σκουπίδια;
Είναι μοντέρνα γλυπτική παιδί μου! Είναι έργο τέχνης που δείχνει τη σκληρότητα της ζωής, την υποκρισία της αστικής κοινωνίας, του καπιταλισμού, του καταναλωτισμού, όλ’ αυτά. Άλλοι χρειάζονται γκαλερί για να τα δείξουν, εμείς παντού, στο δρόμο. Πάντα πρωτοπορία, κατάλαβες τώρα;  
Από τη Μεταρρύθμιση http://www.metarithmisi.gr/el/readText.asp?textID=10912&sw=1280

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

Εδώ είναι το ταξίδι


Πώς ξεκίνησε ένας καθηγητής αρχαίας Ιστορίας να ασχολείται με τα μονοπάτια τόσο συστηματικά, θέλω να μάθω καθώς καθόμαστε στη δροσιά της πλατείας μετά το τέλος του συνεδρίου στο Συρράκο. Ήταν ένα συνέδριο τοπικής ενδοσκόπησης, κατά κάποιο τρόπο, το χωριό κι η περιοχή του περιγράφηκε από πολλές μεριές, και στην ουσία το βλέπουμε με καινούργια μάτια καθώς βγαίνουμε από την αίθουσα «Κώστας Κρυστάλλης» (πώς αλλιώς θα μπορούσε να λέγεται;)
Ο Γιάννης Πίκουλας που μας μίλησε για το δίκτυο συγκοινωνιών του χωριού στην εποχή της ακμής του, δεν είναι ντόπιος, κάθε άλλο, ωστόσο μοιάζει να έχει περπατήσει κάθε μονοπάτι, λιθόστρωτο, καλντερίμι και μουλαρόδρομο που μπορεί να περπατηθεί στην περιοχή. Και, προσοχή, αυτές οι λέξεις έχουν όλες διαφορετική σημασία, όπως μας εξήγησε, δίνοντας ένα νέο στόχο στους συστηματικούς περιπατητές, να προσπαθούν κάθε φορά να κατατάσσουν το δρόμο που περπατούν στη σωστή κατηγορία. Μεγάλες αρτηρίες και μικρά περάσματα φτιάχνουν ένα δίκτυο που ενώνει τα χωριά μεταξύ τους κι όλα μαζί με τις πόλεις της περιοχής.
Βέβαια το Συρράκο στα χρόνια της ακμής του δεν θα το έλεγες χωριό, μάλλον κωμόπολη ήταν, με πολλά εργαστήρια επεξεργασίας των δικών του προϊόντων, ακόμα και με ένα είδος ταξικής πάλης, τη διαρκή αντίθεση ανάμεσα στους «ραφτάδες», όπως λέγονταν οι έμποροι και βιοτέχνες, και στους κτηνοτρόφους.
Δύσκολα φαντάζεται κανείς μια τόσο παραγωγική ζωή στ’ άγρια αυτά βουνά επί αιώνες, αλλά σχεδιάζοντας το δίκτυο της συγκοινωνίας που γινόταν με άλογα, κυρίως όμως με μουλάρια και μόνο για απλές ανάγκες με γαϊδούρια, κάπως αρχίζει να βλέπει την εικόνα πιο καθαρά. Αν έχεις ένα γερό ζώο για κουβάλημα ανθρώπων, αποσκευών, και γενικά των πάντων, τότε μπορείς να κάνεις πολλά.
Πριν την ομιλία του ο καθηγητής μας μοίρασε ένα χάρτη με σχέδιο των δρόμων για μουλάρια, που ήταν οι μεγάλοι, φαρδιοί και προσεγμένοι δρόμοι, και των μονοπατιών για πεζούς ή μικρότερα ζώα και λιγότερο φορτωμένα, που ήταν οι μικρότεροι. Έχει πράγματι περπατήσει αυτά τα μέρη, με το δικό του τρόπο, δηλαδή όχι μόνο σαν ορειβάτης, αλλά και σαν παρατηρητής ιστορικών χρήσεων και ερευνητής. Αν και ο τομέας του είναι η αρχαία Ιστορία, διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, ασχολείται με όλων των αιώνων τα περάσματα, αφού υπήρξε ορειβάτης πριν γίνει επιστήμων και κατάφερε να διαβεί τους δρόμους της ζωής συνδυάζοντας και τα δυο. Τον ζηλεύω. Έχει περπατήσει την Ελλάδα και τις γειτονικές χώρες αρχαίων πολιτισμών, έχει ανέβει πολλές φορές στις Άλπεις. Μιλώντας μαζί του βλέπω νοερά για πρώτη φορά ξεκάθαρα τα βουνά να παίρνουν θέση στις ιστορικές αλλαγές, στους χώρους που γνωρίζω. Τι συναρπαστική εμπειρία, να περπατάς διαβάζοντας τα μέρη που βλέπεις και πατάς, να αναγνωρίζεις εποχές μέσα από τα ελάχιστα ίχνη και να μπορείς να φαντάζεσαι το βλέμμα των οδοιπόρων πριν από σένα, τις ανάσες που έπαιρναν, τις κορυφές και τους ορίζοντες που αντίκριζαν.
Πώς ξεκίνησε αυτή η πορεία;
Παίρνοντας το πτυχίο του Ιστορικού Αρχαιολογικού τμήματος είχε σκοπό να φύγει στο εξωτερικό για μεταπτυχιακό, πράγμα που δεν έγινε, για οικογενειακούς λόγους. Έμεινε στην Ελλάδα, έπιασε δουλειά, ξεκινώντας παράλληλα ένα μεταπτυχιακό εδώ. Από την ιδέα του επιβλέποντος καθηγητή, σχετικά με την Οικονομία της αρχαίας Αρκαδίας, ξέφυγε προς την τοπογραφία της ίδιας περιοχής. Έτσι μπόρεσε να συνδυάσει την ψυχαγωγία με την έρευνα. Έχει περπατήσει, και δημοσιεύσει ένα βιβλίο για τους δρόμους του λαδιού στην ανατολική και νότια Πελοπόννησο, για την περιήγηση του Παυσανία που επίσης περπάτησε, και παραδίνει τώρα στο τυπογραφείο  ένα βιβλίο για τους δρόμους της αρχαίας Σπάρτης.
Και συνεχίζει να οδοιπορεί, συχνά με ομάδες φοιτητών που μαθαίνουν να αναγνωρίζουν επιφανειακά ευρήματα, κυρίως κεραμικά, πάντα με κιάλια που χρησιμοποιούν διαρκώς για να καταλάβουν τη φιλοσοφία του δρόμου. Φεύγοντας από δω θα πάνε στον Ταΰγετο, που θεωρεί ότι είναι από τα ωραιότερα και πιο παρθένα βουνά. Δεν τολμάω να πω ότι εμένα μου αρέσουν τα μη παρθένα, τα καλά πατημένα, καλά σημαδεμένα μονοπάτια, όπου ελπίζω να βρίσκω κόσμο Ανήκουμε σε διαφορετικές κατηγορίες περιπατητών, όσοι δεν περπατούν καθόλου θεωρούν πως είμαι ορειβάτης, αλλά σχετικά με τους αληθινούς ορειβάτες εγώ πηγαίνω στο νηπιαγωγείο.
Μια παρέα γερμανών εφήβων από ένα περιβαλλοντικό σχολείο που φέρνει κάθε χρόνο μαθητές στο Συρράκο, φτάνει στην πλατεία και βγάζει από τις πλάτες τα σακίδια να ξεκουραστεί στη σκιά του πλάτανου. Αυτά τα παιδιά είναι οι τέλειοι τουρίστες για βουνά, ακούραστα, ορεξάτα, με σεβασμό στο περιβάλλον. Αναρωτιέμαι αν τους μαθαίνουν τη λειτουργία των μονοπατιών όπως την έμαθα μόλις τώρα, κι αν θα μπορούσαν όλες αυτές οι γνώσεις να γίνουν φυλλάδια, να γίνουν χάρτες, να προσελκύουν κόσμο που θα ενίσχυε την οικονομία αυτού του ωραίου, του ξαναγεννημένου στην ουσία χωριού. Γιατί αφότου οι κτηνοτρόφοι εγκατέλειψαν σιγά- σιγά τη σκληρή ζωή τους, έναν αιώνα τουλάχιστον μετά τους ραφτάδες που είχαν πρώτοι εγκαταλείψει το χωριό, τα σπίτια ξαναχτίστηκαν τώρα τελευταία, πριν αρχίσει η κρίση, με πέτρα και προδιαγραφές. Κι αυτή τη στιγμή είναι ανοιχτό το ερώτημα αν και κατά πόσον μπορούν να ζωντανέψουν στ’ αλήθεια.

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

Eλληνικό σχολείο τέλειωσε το καημένο το κορίτσι


Αφρικανοί στην Αθήνα

Ένα νέο κορίτσι που δεν ασχολήθηκε πολύ με την πνευματική του καλλιέργεια επειδή έκανε από παιδάκι σκληρή προπόνηση. Με την εικόνα αυτή προσπάθησαν μερικοί να υπερασπιστούν τη Βούλα Παπαχρήστου για το ρατσιστικό ανεκδοτάκι που έγραψε στο τουίτερ της και της στοίχισε τόσο ακριβά. Κι έχουν δίκιο. Δυστυχώς. Είναι η απλή αλήθεια, ότι στην Ελλάδα για να μην είσαι ρατσιστής χρειάζεσαι ιδιαίτερη πνευματική καλλιέργεια. Κι ίσως πάλι ούτε τότε το γλιτώνεις.
Γιατί; Διότι τα παιδιά που παρακολουθούν το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν μαθαίνουν ποτέ συστηματικά πόσο πολύ η ανθρωπότητα έχει αποφασίσει να καταπολεμήσει το ρατσισμό, ενώ μαθαίνουν συνέχεια και συστηματικότατα πόσο πολύ σπουδαίοι είναι οι Έλληνες. Από νήπια. Το φυσιολογικό είναι να γίνουν ρατσιστές. Για να μη γίνουν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια.
Δεν λέω ότι γίνεται επίτηδες. Δεν αποφάσισαν οι υπουργοί Παιδείας μια ωραία πρωία ότι τα ελληνόπουλα πρέπει οπωσδήποτε να είναι έτοιμο υλικό για κάθε ρατσιστικό, ακροδεξιό, φασιστικό, εθνικιστικό κόμμα. Το άφησαν να συμβεί όμως, ανέμελα κι αστόχαστα. Άρχισε ανεπαίσθητα, με τις γιορτές, τις εξετάσεις και τον τρόπο απομνημόνευσης, την ύλη που διαρκώς περιοριζόταν και κλεινόταν σε λίγα κεφάλαια SOS που έγιναν μετά συνθήματα, λίγες φράσεις που καλλιεργούνταν από τα τρία ως τα δεκαοχτώ, τα ίδια και τα ίδια. Οι Έλληνες είναι σπουδαίοι, πάντα αδικημένοι, πάντα στην αντίσταση, πάντα καταδιωγμένοι, έχουν πάντα δίκιο. Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι τα είχαν σκεφτεί όλα, ήταν ανώτεροι, κλπ.
Αυτό είναι το απόσταγμα της σύγχρονης διδασκαλίας. Για να μη γίνουν τα παιδιά κομπλεξικοί ρατσιστές με μανία καταδίωξης πρέπει στο σπίτι να δουλεύουν οι γονείς σκληρά στην αντίθετη κατεύθυνση. Να εξηγούν στα παιδιά τους, όχι μια και δυο φορές, αλλά συνέχεια, με θεωρία και πράξη, ότι δεν υπάρχουν ανώτερες φυλές, ότι κάθε πολιτισμός έχει αξία, ότι οι διακρίσεις είναι κάτι που η ανθρωπότητα βίωσε και αποφάσισε να εξοβελίσει από παντού, τους νόμους, την επιστήμη, ακόμα και τις θρησκείες που είναι αρχαίες και δύσκαμπτες.
Κι όπως ξέρουμε όλοι, δεν μπορούν οι σύγχρονοι γονείς να κάνουν αυτή τη δουλειά συνέχεια. Έχουν κι αυτοί τα δικά τους, τις ασχολίες τους, τις προκαταλήψεις τους, κι ούτε καταλαβαίνουν τους κινδύνους που εγκυμονεί η κατάσταση, για την ουσιαστική μόρφωση, και σε τελική ανάλυση, για την ευτυχία των παιδιών τους.
Δεν μιλάω στην τύχη. Μεγάλωσα τρία παιδιά παρακολουθώντας στενά τα σχολεία. Το κακό άρχιζε από τον παιδικό σταθμό. Το πήραμε αψήφιστα στην αρχή. Νήπια με σημαιάκια που τραγουδούσαν εμβατήρια κάθε 28 Οκτωβρίου, δημοτικά κάθε 25 Μαρτίου και Θεοδωράκη κάθε 17 Νοέμβρη. Ωραία, και τι έγινε; Στην αρχή το βρήκαμε χαριτωμένο. Μια, δυο, τρεις, δέκα, δεκαπέντε. Δεκαπέντε χρόνια, από τα τρία ως τα δεκαοχτώ, τα χρόνια που διαμορφώνεται ο άνθρωπος γινόταν αυτή η δουλειά. Σε όλα τα σχολεία, από το Δημόσιο της γειτονιάς μέχρι το Κολλέγιο Αθηνών. Κι όχι όπως στον καιρό μας, βαρετή διαδικασία, αλλά με ωραίες γιορτές και ευχάριστα πανηγύρια. Ξανά και ξανά. Ποτέ δεν γιορτάστηκε η μέρα του ΟΗΕ, η μέρα της Ευρώπης, κάτι έξω από την Ελλάδα και τα πατριωτικά της.
Κοιτούσα χτες την ιστοσελίδα του παιδικού σταθμού των Φιλιππινέζων της Αθήνας, ο οποίος δεν ξέρω αν κατάφερε να επιβιώσει μετά τη λαίλαπα της προπέρσινης νομοθεσίας για τα νηπιαγωγεία, που ήταν σα να είχε βάλει στόχο τέτοιους μικρούς παιδικούς σταθμούς, κοιτούσα λοιπόν φωτογραφίες με τα πολύχρωμα παιδάκια, γιατί πάνε παιδιά πολλών μεταναστών, όχι μόνο Φιλιππινέζων, να γιορτάζουν την ημέρα του ΟΗΕ, και ζήλεψα. Ουδέποτε, στα πανάκριβα ή στα δημόσια σχολεία που στείλαμε τα δικά μας παιδιά, είχαν την τύχη να πάρουν μέρος σε τέτοια γιορτή. Και ξέρετε πόση χαρά, πόση ανακούφιση δίνει στα παιδιά να βεβαιώνονται ότι ανήκουν σε μια ανθρωπότητα που πιστεύει στην ισότητα; Πολύ πιο υγιές ψυχικά από το να μαθαίνουν στα δυόμισι ότι «ήμασταν τετρακόσια χρόνια σκλάβοι». Ακόμα κι αν η πίκρα για τη σκλαβιά προϋποθέτει την ισότητα των ανθρώπων, είναι καλύτερα να το λες με λόγια κάποια στιγμή, να το γιορτάζεις πριν ακόμα από το «Πήραμε το Αργυρόκαστρο και πάμε παραπέρα» (τριών ετών διδάχτηκαν αυτό το άσμα)
Στη διάρκεια του σχολείου βέβαια μαθαίνουν κι άλλα πράγματα τα παιδιά. Μια στις τόσες μαθαίνουν ότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έγινε κατά του ρατσισμού, του αντισημιτισμού, του ναζισμού, αλλά όπως ξέρετε όλοι, πολύ λίγες φορές προλαβαίνει η ύλη της Ιστορίας να φτάσει εκεί. Πού και πού κάνουν εργασίες για τους νόμους και τους θεσμούς, αλλά είναι διαφορετικό κάτι που σου τυπώνεται στο κεφάλι από διαρκείς και επαναλαμβανόμενες γιορτές από κάτι που διδάσκεσαι μία στις τόσες. Το δε μάθημα της Ιστορίας, καθώς επαναλαμβάνει την ίδια ύλη τρεις φορές σε τρεις διαφορετικές ηλικίες, αφήνει πάλι το ίδιο απόσταγμα στα κεφάλια, του ανώτερου έθνους, μην πω και ανώτερης φυλής, που καταδιώκεται και υποφέρει.
Κι έτσι η Παπαχρήστου, και η κάθε Παπαχρήστου, κάθε παιδί που δεν προέρχεται από οικογένεια η οποία θα καθίσει να ασχοληθεί με το να του καλλιεργήσει αντιρατσιστική νοοτροπία, είναι φυσιολογικό να γίνει ρατσιστής και οπαδός κάθε ακραίου ρατσιστικού κόμματος. Το αντίθετο εκπλήσσει, που τόσο πολλά παιδιά δεν γίνονται ρατσιστές, εθνικιστές, ακροδεξιοί. Ακόμα κάποιοι δάσκαλοι αντιστέκονται σ’ αυτό το πνεύμα, κάποιοι γονείς μιλάνε, και κάποια παιδιά περί άλλα τυρβάζουν. Υπάρχουν κι άλλα πράγματα που μορφώνουν τα παιδιά, από το σινεμά μέχρι τις διακοπές του καλοκαιριού, κι εκεί το πνεύμα της εκπαίδευσης αλλοιώνεται, ευτυχώς.
Πάντως όποιος έχει παρακολουθήσει τα σχολικά ήθη και έθιμα ξέρει πολύ καλά  γιατί η ΧΑ έχει τόσους νέους οπαδούς, γιατί η ΝΔ έλεγε τόσο ρατσιστικά πράγματα πριν πάρει την εξουσία, με τα οποία τώρα δυσκολεύεται γιατί το διεθνές περιβάλλον έχει άλλες αρχές, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ γλιστράει στον εθνικισμό με τόση ευκολία, γιατί ο καθημερινός δημόσιος λόγος μπορεί να είναι τόσο ρατσιστικός. Η χάρτα του ΟΗΕ, οι αρχές της προσπάθειας να συμβιώσουν οι άνθρωποι, ό,τι σημαντικότερο κατάφεραν να κάνουν στο θέμα αυτό μετά από αιώνες πολέμων και πολιτισμού,  δεν γίνεται να διδάσκεται στο σπίτι, στο μεσημεριανό τραπέζι, πώς να το να κάνουμε. Αλλά εκεί διδάσκεται, από όσους γονείς έχουν τον πατριωτισμό να το κάνουν.


Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012

Άνοιξε τις φτερούγες σου και πάρε με να φύγω

Το βουνό από το παράθυρο του σπιτιού-μουσείου
Ερμηνείας Φωτιάδου

Μεσημέρι στην πλατεία, κάτω από τα πλατάνια, ξαποσταίνουν περιπατητές. Εμείς δεν περπατήσαμε καθόλου αυτή τη φορά, παρακολουθήσαμε συνεπέστατα τις  εισηγήσεις των ομιλητών στο συνέδριο για τα 100 χρόνια της απελευθέρωσης του Συρράκου και των γύρω περιοχών. Ήταν τόσο ενδιαφέρουσες που άξιζε τον κόπο.  Πάντως με το σπορ αυτό θα προσπαθούσα να αξιοποιήσω το υπέροχο μέρος αν ήμουν ντόπια, τυπώνοντας χάρτες, σημαδεύοντας  μονοπάτια, διευκολύνοντας με κάθε τρόπο τον τουρίστα που αγαπά το περπάτημα. Κι από την πρώτη τέτοιου είδους επαφή, πιστεύω, μοιραία ο επισκέπτης θα πιάνεται στο μέλι της γοητείας που ασκεί αυτό το χωριό για το οποίο τα επίθετα αποδεικνύονται φτωχά και οι περιγραφές μονομερείς. Μοιραία θα ασχοληθεί με την ιστορία του και θα ενδιαφερθεί για τη μοίρα του, για το μέλλον του, θα ανηφορίσει ακόμα και μέσα στη ζέστη του μεσημεριού να δει τα δυο μικρά του μουσεία, όπως  κάναμε εμείς, θα νιώσει την ανάγκη να μάθει περισσότερα.
Στο βουνό τα πάντα φαντάζουν αλλιώτικα. Η ανθρώπινη παρουσία μοιάζει με θαύμα, κι όλη αυτή η ανάπτυξη των ορεινών κοινοτήτων στην Ελλάδα, είναι τόσο απίστευτη, σχεδόν παραμυθένια. Καμιά επιστημονική προσέγγιση δεν εξηγεί ποτέ αρκετά το γιατί και πότε και με ποιους τρόπους τόσοι άνθρωποι κατάφεραν να στήσουν μια αληθινή πόλη εδώ πάνω, σε υψόμετρο χίλια εκατό μέτρα, σε απότομη πλαγιά. Εμείς με αυτοκίνητο ήρθαμε και νιώθουμε πως κάναμε μέγα κατόρθωμα. Ίσως να φταίει η ταχύτητα, οι νομάδες κτηνοτρόφοι που κατέβαιναν κάποτε δυο φορές το χρόνο μπρος –πίσω στο χωριό θα το ζούσαν πιο απλά, ίσως.
Με αυτόν τον χαμένο τρόπο ζωής ασχολήθηκε πριν τριάντα χρόνια στο Συρράκο μια ομάδα του ΕΚΚΕ (Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών) μελετώντας τα περάσματα σε νέους τρόπους παραγωγής στην ύπαιθρο, και σήμερα είναι ξανά καλεσμένοι στις γιορτές για την απελευθέρωση, να μιλήσουν κυρίως για τις αναμνήσεις τους και για τα ευρήματα τους. Η έρευνα για την κοινωνία τους οδήγησε στην Ιστορία, και τούμπαλιν. Παρακολουθούσαν έναν τρόπο ζωής που χανόταν, σχεδόν μυθικό: Το χειμώνα οι κτηνοτρόφοι με τα κοπάδια κατέβαιναν στην πεδιάδα κοντά στην ¨Αρτα. Το καλοκαίρι ξαναγύριζαν. Για μερικά χρόνια τα παιδιά πήγαιναν σχολείο στο Συρράκο κι έμεναν πολλούς μήνες σε Οικοτροφείο, μαζί με παιδιά από τα γύρω χωριά. Ήταν πλούσιο χωριό το Συρράκο, για την ακρίβεια μια κωμόπολη, εκτός από τους κτηνοτρόφους είχε και τεχνίτες, , βιοτέχνες γενικά, που βρίσκονταν σε πολιτική διαμάχη με τους κτηνοτρόφους. Από δω ήταν κι ο Κωλέττης, ο οποίος έχει πολύ κατηγορηθεί για τα μύρια όσα τα τελευταία χρόνια, όπως κι όλοι οι πολιτικοί της περιόδου, καθώς ένα αριστερό κλισέ τους θεωρεί ταξικούς εχθρούς και προτιμά να ταυτίζεται με οπλαρχηγούς. Πάντως ότι κατάφερε αυτός ο άνθρωπος να διακριθεί στον πολιτικό στίβο σε μια εποχή που κυριαρχούσαν οι νότιοι, δείχνει ότι κάτι άξιζε. Λένε πως είναι συγγραφέας του σημαντικού βιβλίου του ελληνικού διαφωτισμού «Ελληνική Νομαρχία», αλλά σε αυτή τη φάση της κυρίαρχης αντιπάθειας δεν του το αναγνωρίζουν εύκολα. Πριν λίγες μέρες μάλιστα, η Σώτη Τριανταφύλλου σε ένα άρθρο της παρέθετε τη φράση «αυτός ο Κωλέττης πια το τι έφαγε…» χωρίς παραπάνω λεπτομέρειες. Ας πούμε ότι είναι ένας εύκολος στόχος. Πάντως μια ματιά στη γενική ιστορία δείχνει ότι έκανε κι άλλα πράγματα, κι ότι είχε σταθερό ευρωπαϊκό προσανατολισμό, όπως λέμε σήμερα. Οπότε, δεν μπορεί να μη σκεφτεί κανείς ότι ως ευρωπαϊστής θα ξεσήκωνε αντιπάθειες από τους οπλαρχηγούς που ήθελαν να κάνουν τα δικά τους.  
Κλήματα στα Τζουμέρκα
Τέλος πάντων, εδώ στο Συρράκο τον Κωλέττη τον έχουν περί πολλού βεβαίως, κι έχουν ερευνήσει τα αρχεία του και εκθέτουν τη ζωή και το έργο του. Όχι όμως όσο τον ποιητή Κώστα Κρυστάλλη που μπορεί να είναι πια ξεχασμένος αλλά υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλής στις γενιές των πατεράδων και παππούδων μας συντελώντας στη δημιουργία ενός νέου ελληνικού ειδυλλιακού τοπίου στα βουνά με τη ζωή των κτηνοτρόφων. Η αίθουσα συνεδρίων του χωριού λέγεται Κώστας Κρυστάλλης, ο όμιλος χορών το ίδιο, υπάρχει στο σπίτι του Λαογραφικό μουσείο, κι ένα σωρό άλλες αναφορές γίνονται, και δίκαια. Άνθρωποι χωρίς άλλη σχέση με τα βουνά, την Ήπειρο τους Βλάχους κλπ, μάθαιναν το Συρράκο από τον Κρυστάλλη. Ανήκω σ’ αυτούς, στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου υπήρχαν τα Άπαντα Κρυστάλλη υπό Βαλέτα, και τα ξεκοκάλισα. Σαν παιδί της πόλης ήμουν ιδανικός αναγνώστης αυτών των τόσο νοσταλγικών ποιημάτων και πεζών, και εξιδανίκευσα τη ζωή του χωριού δεκαετίες πριν πατήσω το πόδι μου σε αληθινό χωριό. Δεν είμαι η μόνη, είμαι νομίζω χαρακτηριστική περίπτωση. Ας πούμε συχνά όταν πήζω στην Αθήνα μου έρχονται στο μυαλό οι στίχοι του Σταυραετού, αλλά όπως διαπίστωσα τώρα, τους έχω ελαφρώς αλλάξει. Δεν είναι «..άνοιξε τις φτερούγες σου και πάρε με να φύγω..» όπως τους λέω εγώ, αλλά «δώσε μου τις φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου..» Εγώ δηλαδή είχα φανταστεί κάτι σαν τη χήνα του Νιλς Χόλγκερσον. Εντάξει, ο Κρυστάλλης έγραφε μιμούμενος τα δημοτικά, τα οποία επιτρέπεται να αλλάζουν κατά τόπους και ανθρώπους
Όλ’ αυτά έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Όσο ρομαντική κι αν την έδειξε ο Κρυστάλλης, η ζωή του κτηνοτρόφου ήταν σκληρή, και τώρα πια έχουν μείνει στο χωριό μόνο δυο κτηνοτρόφοι. Τεχνίτες κι έμποροι έφυγαν νωρίτερα, αυτές κι αν ήταν δύσκολες δουλειές σε τόσο υψόμετρο. Και τώρα το θέμα είναι, θα τα καταφέρει αυτό το χωριό να ζήσει στις νέες συνθήκες;
Τώρα εγώ, έχοντας γυρίσει από τη Σκωτία, όπου περπατούσα σε βουνά και κάμπους, μαζί με άλλους οδοιπόρους και περιπατητές, πιστεύω ακράδαντα ότι αν στραφούν σε τέτοιου τύπου τουρισμό οι Συρρακιώτες θα βρουν πελάτες. Πώς έρχονται εδώ, κάθε χρόνο καταπώς μου λένε, αυτά τα παιδιά από τη Γερμανία; Θα μπορούσαν να έρχονται πολλοί περισσότεροι. Αλλά θέλει βέβαια χάρτες σε πρώτη ζήτηση, σε σταντ μπροστά –μπροστά στους ξενώνες και στα μαγαζιά, σημαδεμένα και συντηρημένα μονοπάτια, αξιοποίηση και ανάδειξη κάθε γωνιάς, περηφάνια για κάθε γωνιά. Η σκωτσέζικη τρέλα επ’ αυτού θα ήταν μια καλή σπουδή νομίζω.

Αλμπουμ με φωτογραφίες στο facebookhttp://www.facebook.com/media/set/?set=a.3989100079649.168399.1045241404&type=1 

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012

Democracy

Αμέριμνα ειχαμε ξεκινήσει για διακοπές,
το καλοκαίρι εκείνο

Γιορτάζουμε τη Δημοκρατία συνήθως τέτοια μέρα. Ήμασταν συνήθως τόσο χαρούμενοι που αποφεύγαμε τα δυσάρεστα θέματα. Ας πούμε, πώς ήρθε η Δημοκρατία; Ήρθε επειδή η χούντα έπεσε, κι είχαμε την τύχη να υπάρχει ο Καραμανλής. Και πώς έπεσε η χούντα; Έπεσε επειδή πήγε να κάνει πόλεμο στην Κύπρο και τον έχασε. Δυσάρεστο, πολύ δυσάρεστο. Δεν το αναλύσαμε ποτέ επαρκώς.
Εκείνες τις μέρες εγώ στα 21 μου δεν είχα πάει να υποδεχτώ τον Καραμανλή στο αεροδρόμιο. Είχα πάει να υποδεχτώ το Μίκη Θεοδωράκη. Αν καταλάβαινα καλύτερα τι συνέβαινε, θα πήγαινα στον Καραμανλή, αν μπορούσα να φανταστώ το μέλλον δεν θα πήγαινα στον Θεοδωράκη. Ας είναι. Γυρνούσα στους δρόμους ξυπόλητη, από πάθος, να νιώσω τη γη, δηλαδή την άσφαλτο που μου είχε κάψει τις πατούσες, τέτοια τρέλα, όμως δεν είχα αρκετό μυαλό να καταλάβω τι ακριβώς συνέβαινε. Και μιλάμε για κάτι μέρες που ο περισσότερος κόσμος πανηγύριζε κυκλοφορώντας με αυτοκίνητα και κόρναρε. Ουρές αυτοκινήτων κατέβαιναν στο κέντρο της πόλης κορνάροντας θριαμβετυικά, κι όσο χαρούμενη κι αν ήμουν αυτό το  πράγμα που δεν μου άρεσε καθόλου. Νομίζω  ότι δήλωνε πολλά, εκείνη η ουρά των πολιτών σε αυτοκίνητα που κόρναραν, δήλωνε την απόφαση να απολαύσουμε τη Δημοκρατία από το ΙΧ. Εγώ ήθελα πιο άμεσα και μαζικά πράγματα. Ωραία ήταν τα νιάτα, αλλά να που χρειάστηκε να γεράσω για να μπω στο νόημα.
Η Κύπρος λοιπόν. Μάλλον πρώτα το Πολυτεχνείο, το οποίο απέδειξε ότι η Χούντα δεν είχε λαϊκό έρεισμα, η προσπάθεια φιλελευθεροποίησης που είχε κάνει δεν είχε πείσει κανέναν. Και καμιά φορά αναρωτιέμαι, μήπως ήμασταν κι εμείς οι νέοι υπερβολικοί τότε; Αν είχαμε αφεθεί να πειστούμε από κείνη την προσπάθεια, μήπως θα ήταν καλύτερα; Μήπως θα είχε γίνει πιο ήρεμα το πέρασμα, θα είχε γλιτώσει η Κύπρος την κατοχή τόσα χρόνια, θα ερχόταν η Δημοκρατία πιο ομαλά, όπως ας πούμε στην Ισπανία;
Μην πέσετε να με φάτε γι αυτή την ομολογία των αμφιβολιών και ερωτημάτων μου. Εξάλλου η ιστορία δεν γράφεται με ΑΝ. Τα πράγματα ήταν τότε πολύ διαφορετικά. Κι εμείς οι νέοι, που είχαμε αποκτήσει εξουσία χωρίς να το καταλάβουμε, απλώς γελούσαμε τότε με τις προσπάθειες του Μαρκεζίνη. Είχαμε φορτώσει, που λένε, από τα προηγούμενα χρόνια. Δεν υπήρχε περίπτωση να στέρξουμε. Έπαιζε νομίζω ρόλο πια και η αισθητική, πράγμα που ποτέ δεν αναλύθηκε επαρκώς και το υποτιμάμε. Έπαιζε ρόλο, για μας, η ευρωπαϊκή συγκυρία. Εμείς είχαμε χάσει το Μάη μας, κι ο Μαρκεζίνης μας έλεγε διάφορα ιερατικά μουχλιασμένα, δεν υπήρχε περίπτωση να τον ακούσουμε. Κι έτσι φτάσαμε στο Πολυτεχνείο, που έγινε με λίγο κόσμο, αλλά είχε αυτή την ακτινοβολία που είχε. Το είχαν στηρίξει, πριν συμβεί, τα ξερονήσια και τα βασανιστήρια, η Ασφάλεια, η καταπίεση στην καθημερινότητα, και η επίσημη κακογουστιά που προσέβαλε τον κόσμο. Μπορεί να μην είμαστε πολύ καλλιεργημένος λαός, αλλά εκείνο το άθλιο επίπεδο ως επίσημη πρόταση, η Δέσποινα κι ο Παττακός, και οι γιορτές πολεμικής αρετής των Ελλήνων, ε, πήγαινε πολύ. Από τον ηγεμόνα περιμένεις και μια εικόνα που να εμπνεύσει σεβασμό. Κι αυτό δεν το είχαν καταφέρει ούτε μια μέρα οι κολονέλοι. Φόβο ναι, σεβασμό ποτέ.
Εκεί είχαν την ιδέα της Κύπρου οι χουντικοί. Τη δουλειά που ξέρανε, τον πόλεμο. Σου λέει, αποτύχαμε στον έρωτα, lets make war! Ξεκίνησαν τον πόλεμο που έχασαν με καταπληκτική ταχύτητα, κι έπεσαν. Τόσο απλά.
Τελευταία υπόθεση, τελευταίο ΑΝ: Αν είχαν κερδίσει τον πόλεμο, τι θα είχε γίνει; Τώρα βέβαια, τι εννοούμε να τον είχαν κερδίσει; Η Κύπρος είχε τουρκικό πληθυσμό, τι θα τον έκαναν δηλαδή οι νικητές; Τέτοιοι που ήταν, δεξιοί σκληροί εθνικιστές, δεν υπήρχε περίπτωση να μην χάσουν τον πόλεμο τελικά, ακόμα κι αν στην αρχή νικούσαν, γιατί θα είχαν εναντίον τους παγκόσμια κατακραυγή.  Το πραξικόπημα του Σαμψών είχε αρχίσει με επιθέσεις σε αμάχους, όπως ακόμα δεν έχουμε παραδεχτεί. Άρα ο πόλεμος αυτός ήταν χαμένος από χέρι, και καλύτερα που χάθηκε γρήγορα, σε τελική ανάλυση.
Δεν ξέραμε τότε ακόμα τι τεράστιο και σπάνιο μέγεθος ήταν ο Καραμανλής. Ο πολιτικός της δεξιάς είχε αλλάξει ζώντας στη Γαλλία. Αυτός ήταν για μας ο καθρέφτης που δεν μας πρόσβαλε, που μπορούσε να επιβάλει σεβασμό, και που σεβόταν την έννοια της Δημοκρατίας. Μας είχε κακοφανεί στην αρχή, Καραμανλής ή τανκς; Αυτή η φράση υποτιμούσε τον Καραμανλή. Πλήρωσε πολύ στη διάρκεια της εξουσίας του τις αμαρτίες της κυρίαρχης δεξιάς των προηγούμενων χρόνων. Τις πλήρωσε επειδή, πραγματικά, εκείνη η Δημοκρατία του ’74, που ήρθε χωρίς να καταλάβουμε εντελώς τη διαδικασία, ήταν απόλυτη, ήταν αληθινή, ήταν αυτή που άνοιξε τα ξερονήσια, τις φυλακές, σήκωσε τους χιτώνες κι έδειξε τις πληγές, έβγαλε τις αλήθειες στο φως, αν και κράτησε κάπως στη σκιά την ίδια την ουσία των λαθών που την εξασφάλισαν, την ιστορία της Κύπρου.
Φτάσαμε μετά τόσα χρόνια να εξιδανικεύουν τη χούντα μερικοί. Νομίζουν ότι η χούντα ήταν απλώς μια σιδηρά εξουσία που επέβαλε το σωστό, χαχά! Σου λένε, μια χούντα χρειάζεται. Φτάσαμε να βγάλουμε ναζί στη Βουλή θριαμβευτικά, να ανεχόμαστε τον καθημερινό φασισμό του ενός και του άλλου. Δεν ξέρω τι να πω που να αρχίζει από «πρέπει». Άλλοι το καταφέρνουν καλύτερα. Πρέπει πολλά να γίνουν για να μην κυριαρχήσει ο φασισμός που ήδη κερδίζει σε πολλά σημεία. Και δεν είμαι αισιόδοξη. Συχνά περπατώ στους δρόμους της πόλης αυτής, καθόλου ξυπόλητη πια, και με πιάνουν τα κλάματα καθώς αντικρίζω εικόνες και σκηνές βαρβαρότητας που διαψεύδουν τις ελπίδες, τις προσδοκίες μας, αυτά που νομίζαμε ότι μας αξίζουν. Δεν ξέρω τι να πω. Καλό κουράγιο μόνο.

Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

Σαν σπάνιο κοχύλι στην άμμο

Πέρασα δέκα μέρες δίπλα στη θάλασσα, τις μέρες του καύσωνα διαβάζοντας αδιακρίτως ό,τι βιβλία είχα αγοράσει, βρει, ξεθάψει. Τα βιβλία, ακόμα κι όσα μπορείς να κριτικάρεις εκ των υστέρων, σου χαρίζουν πάντα μια διαφυγή για όσο τα κρατάς, τουλάχιστον αν ξέρεις να μην τους αντιστέκεσαι.
Μόλις ξεκίνησα τα "Παιχνίδια κρίκετ" του Βασίλη Λαδά ένιωσα ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης, βρίσκοντας πρόσωπα που η επικαιρότητα αλλοιώνει σε βαθμό απανθρωπιάς, πρόσωπα μεταναστών εννοώ. Κι ύστερα απο λίγο ξεπέρασα κι αυτή την ευγνωμοσύνη, τα πρόσωπα έγιναν πιο αληθινά απο τους αληθινούς μετανάστες, και τα παρακολούθησα όπως τους ήρωες τραγωδιών απο τους οποίους τίποτε δεν μπορεί να σε προστατεύσει γιατί το δράμα τους είναι η πανανθρώπινη αδυναμία. Ξέχασα και τις αποφάσεις μου, να αποφεύγω τα πολύ δραματικά, να αναζητώ κάτι ανάλαφρο κλπ. Μεγάλο βιβλίο αυτό το μικρό βιβλιαράκι. Και στην πραγματικότητα οι ήρωες του είναι ανάλαφροι, όπως είμαστε όλοι όταν τσαλαβουτάμε αθώα στην κινούμενη άμμο της πραγματικότητας.
Αναρωτιέμαι αν θα βρει την αναγνωριση που του αξίζει. Ήξερα τον Βασίλη Λαδά  ως ποιητή, πάντα ό,τι έγραφε ήταν εξαιρετικό, αλλά επειδή ζει στην Πάτρα ίσως, δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός. Αυτό το πεζό είναι ένα μικρό διαμάντι, ελπίζω να το ανακαλύψουν οι αναγνώστες πεζογραφίας. 

Συρράκο η επιστροφή


Το καμπαναριό στην πλατεία
Φτάσαμε στο Συρράκο Παρασκευή βράδυ μετά από μια κουραστική διαδρομή μέσα στα βουνά. Τα τελευταία χιλιόμετρα πάνω στα Τζουμέρκα ήταν δύσκολα, σε αρκετά σημεία ο δρόμος έχει φαγωθεί, καθίσει, φύγει, και γενικά ταλαιπωρηθεί. Έκανε και ζέστη, φτάσαμε ιδρωμένοι, κι όταν παρκάραμε με πολύ κόπο στο στενό πάρκινγκ που έχουν έξω από τα καλντερίμια του χωριού κι ανεβήκαμε στην πλατεία, μακριά επιτέλους από τα αυτοκίνητα και τον κόσμο τους, καθώς μας βρήκε μια δροσιά κι ο πλάτανος θρόισε, κι άκουγαν στην πλατεία τα όργανα του πανηγυριού για τον Αη Λια, αχ, πήραμε βαθιά ανάσα και νιώσαμε σαν μετεμψυχώσεις του Κρυστάλλη που είχε βρει επιτέλους τον σταυραητό του. Τι ευτυχία να βρίσκεσαι σε ορεινό χωριό, να μπορείς να καθίσεις στην πλατεία του μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα και ν’ ανασάνεις το αεράκι που δε διαβεβαιώνει ότι ο κόσμος δεν είναι μόνο η ασφυκτική πόλη που σε ζώνει, ούτε καν τα χαμηλά θαλάσσια μέρη με τον κουρασμένο αέρα τους, αλλά έχει κι αυτή τη διάσταση εκεί ψηλά, εδώ ψηλά, παρακαταθήκη κλίματος και αταβιστικής παραμυθίας. 
Την προηγούμενη φορά είχα έρθει στο Συρράκο με τα πόδια και το είχα λατρέψει φυσικά. Είχαμε μείνει στους Καλαρρύτες, στο σπίτι της ξαδέρφης μου, είχαμε περάσει μια μαγική βραδιά με πυγολαμπίδες, κι είχαμε περπατήσει το επόμενο πρωί σε ένα από τα πιο συγκλονιστικά μονοπάτια που έχω αξιωθεί να περπατήσω στη ζωή μου, μέσα από ένα φαράγγι, περνώντας ένα γεφυράκι πάνω από το χείμαρρο Χρούσια (επειδή το νερό κάνει χχρρρσσσσς, λέω εγώ), μια πέτρινη σκάλα, ένα τοπίο αξέχαστης αγριότητας και ταυτόχρονα ηρεμίας. Είχαμε περπατήσει μαζί με τα παιδιά, ήταν τότε μικρά, τρόμαζαν κι ενθουσιάζονταν, κι εμείς μαζί τους το ίδιο. Έβγαζα φωτογραφίες με αναλογική μηχανή, από  εκείνες τις απλές που είχα πάντα, ένα σωρό φωτογραφίες που αδικούν φυσικά τα πολυφωτογραφημένα από εξαιρετικούς φωτογράφους Τζουμέρκα. Κάποια στιγμή πάντως θα σκανάρω μερικές σαν μαρτυρία ότι ήμουν κι εγώ εκεί.
Τώρα παρακολουθώ το συνέδριο για τα «100 χρόνια ελεύθερου βίου των περιοχών του Δήμου (Δυτικών Τζουμέρκων) δυτικά των Χρούσια, Καλαρρύτικου, Αράχθου», διότι τα ποτάμια ήταν τα σύνορα στον προηγούμενο διαχωρισμό. Όταν είχα ξανάρθει δεν είχα δει κόσμο, είχαμε καθίσει ένα μεσημέρι μόνο, είχαμε αγοράσει γκλίτσες και είχαμε γυρίσει στους Καλαρρύτες. Τώρα διαπιστώνω ότι γκλίτσες κρατάνε όλοι εδώ, διαρκώς, είναι το σήμα κατατεθέν στα βλαχοχώρια, έτσι αγόρασα άλλη μία και την παίρνω μαζί, αν και δεν περπατάμε. 
Όλα πέτρινα, αλλά το χωριό πρασινίζει σιγά-σιγά
Το συνέδριο είναι πολύ ενδιαφέρον, χτες έδωσαν οι ομιλητές την εικόνα ενός χωριού του 18ου και του 19ου αιώνα με διασυνδέσεις στη Βενετία και την Τεργέστη, μέχρι τη Βιέννη έφταναν τα προϊόντα του Συρράκου, μαλλί, τυριά, και οι χοντρές κάπες, που είχε προτιμήσει ο Ναπολέων για την εκστρατεία στη Ρωσία. Αυτό το τελευταίο δεν ξέρω αν είναι καλή διαφήμιση βέβαια, αφού η εκστρατεία στη Ρωσία είχε κακό τέλος. Μπορεί να μην είχε προμηθευτεί αρκετές κάπες.
Υπήρξε ένας ομιλητής με θέμα αποκλειστικά το δίκτυο μουλαρόδρομων και μονοπατιών. Εξήγησε τις διαφορές τους, οι μουλαρόδρομοι είναι πιο φαρδιοί, πάνε από πιο μαλακά μέρη, ενώ τα μονοπάτια πιο στενά, πάνε παντού, προορίζονται μόνο για ανθρώπους, άντε και κανένα γαϊδουράκι, ‘βοηθητικό υποζύγιο’, όχι φορτωμένο πολύ βαριά. Νομίζω ότι περπατάει τα μέρη που περιγράφει. Αν τον βρω σήμερα, αν δεν έχει πάρει τα βουνά, πρέπει να του πάρω συνέντευξη.
Το συμπέρασμα είναι ότι τον ένα αιώνα ή δυο που κράτησε η ακμή το Συρράκο δεν ήταν καθόλου ένα απομονωμένα ορεινό χωριό, όπως νομίζουμε, αλλά μια πόλη με επικοινωνία διεθνή. Πόση φαντασία χρειάζεται, και ξεπέρασμα προκαταλήψεων φυσικά, γιατί έχουμε μάθει να υποτιμούμε τους μουλαρόδρομους, άσε πια τους Βλάχους, για να συλλάβουμε αυτή την εικόνα..
Από το Protagon http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.ta3idia&id=16988

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

Ντεκόρ για σινεμά

Πήγα μια βόλτα στο Λαύριο χτες το πρωί, που λυσσομανούσε ο αέρας. Ανέβηκα στα στενά προς το Κέντρο Υγείας κι ανακάλυψα κι ένα Κέντρο βοήθειας στο σπίτι. Ένα πολύ ωραίο αναπαλαιωμένο νεοκλασικό, αλλά με λουκέτο. Θα έβγαζα πολλές φωτογραφίες, αλλά χτύπησα και κουτσαίνοντας γύρισα πίσω. Με ό,τι πρόλαβα έφτιαξα ένα άλμπουμ στο φέισμπουκ.
Πολύ πρόσφορο για ντεκόρ το Λαύριο. Στα ερείπια των μεταλλείων έχουν γυρίσει του κόσμου τις ταινίες, από το Θίασο μέχρι το Μπορντέλο του Κούνδουρου. Γενικά πολλές του πάλαι ποτέ νέου ελληνικού κινηματογράφου.
Το παράξενο είναι ότι αυτά τα σπιτάκια δεν έχουν χρησιμοποιηθεί για ντεκόρ όσο τα ερειπωμένα μεταλλεία της γαλλικής κυρίως εταιρίας. Λες και το χαρακτηριστικό τοπίο είναι κυρίως οι φιλόδοξες προσπάθειες για κάτι μεγάλο, βιομηχανία, παραγωγή κλπ, οι οποίες απέτυχαν. Ντεκόρ φτωχογειτονιάς χρειαζόταν ο εμπορικός κινηματογράφος και φαίνεται ότι το θέμα εξαντλήθηκε.
Στο Λαύριο τα μικρά αυτά σπίτια είναι τόσο χαρτονένια και εκ των ενόντων που μοιάζουν με τις παλιές προσφυγογειτονιές της Αθήνας. Χαμηλά, εξίσου, αλλά ευτυχώς για το μέλλον της ρυμοτομίας χτισμένα σε πιο φαρδείς δρόμους. Όταν ήμουν παιδί υπήρχε στη σημερινή πλατεία Πρωτομαγιάς ένας τέτοιος μαχαλάς με πολύ στενά δρομάκια. Δεν δημιούργησε πρόβλημα ρυμοτομίας γιατί μια μέρα τον σάρισαν που λένε στο Πήλιο, δηλαδή δεν έμεινε τίποτε, μόνο μια αλάνα άδεια επί χρόνια, που κάποτε απέκτησε ένα τσιμεντένιο σκελετό για το μουσείο Πασά, και τελικά έγινε η πλατεία Πρωτομαγιάς.
Τα σπιτάκια του Λαυρίου να δούμε τι εξέλιξη θα έχουν. Όταν ξανάρθω θα βγάλω περισσότερες φωτογραφίες, θα πάω κι απο την απέναντι μεριά όπου οι τοίχοι είναι πολύ πιο παλιοί και στέρεοι, αλλά τα μεγέθη και το ντεκόρ παρόμοια.
Να και το άλμπου του φέισμπουκ. http://www.facebook.com/media/set/?set=a.3958397352100.167631.1045241404&type=1

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

Φιλολογικά βασανάκια

Το φιλολογικό θέμα της εβδομάδας είναι κάτι με φωνήεντα, αλλά δεν το παρακολούθησα. Κάνω σοβαρά πράγματα εγώ, διαβάζω στην ελληνική μετάφραση το βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ "Βαλκάνια", να το εμπεδώσω. Διαβάζω στην πρώτη σελίδα τη φράση: "... Στα βόρεια τους, τα μεγάλα ευρασιατικά βαθύπεδα εκτείνονται σχεδόν χωρίς διακοπή από το Καλέ μέχρι τα Ουράλια. "
Συνεχίζω το διάβασμα σαν καρτούν που συνεχίζει να τρέχει πάνω από  γκρεμό, και ξαφνικά σταματάω. Τι διάβασα; Στο μυαλό μου σχηματίστηκε η εικόνα ενός πύργου μεγάλου σα βουνό, κάπου στα Βαλκάνια βέβαια. Γυρίζω πίσω. Ξαναδιαβάζω τη φράση. Ποιο είναι αυτό το Καλέ; Πού είναι αυτό το Καλέ; Πείτε μου κι εμένα καλέ!
Φταίει η ζέστη ή κάτι στο μυαλό μου, αλλά δεν μπορώ να το τοποθετήσω. Έχω κολλήσει σε μια φρασούλα του Ελύτη από δεν θυμάμαι ποιο ποίημα, "ο μέγας Κούλες". Είχα επίσης παιδευτεί να καταλάβω τι εννοούσε, δεκαετίες πριν, αλλά μάλλον είχα καταλήξει στο μεγάλο Κάστρο, (το Ηράκλειο Κρήτης να ήταν; δεν παίρνω κι όρκο. Πρέπει να το ξαναδώ) Πάντως κούλες είναι το κάστρο, τουρκικά πάντα, όμως δεν λέει εδώ Κούλε, λέει Καλέ... Κουλαμάρες, που θα έλεγαν και τα παιδιά.
Καλά καλέ, τι βλάκας είμαι! Εννοεί το Καλαί φυσικά, το Calais της Γαλλίας, ως ακρότατο ευρωπαϊκό σημείο! Πωπω, καλά κάνει ο κόσμος και διαβάζει Άρλεκιν στις διακοπές, τι την ήθελα την ιστορική μελέτη; Είναι η νέα μόδα, νέα ακόμα για μένα τουλάχιστον, να μεταφέρονται τα ονόματα φωνητικά, κι όχι να μεταγράφονται στα ελληνικά με τα ίδια γράμματα που έχουν στη λατινική γραφή τους. Λες και το άλφα -γιώτα στα λατινικά, που επίσης προφέρεται ε σε όσες γλώσσες εγώ ξέρω, είναι από την Κίνα και δεν το αντέχουμε να βάζουμε κινέζικη γραφή στα αμόλυντα ελληνικά μας. Αυτή η απόφαση, που με κάποιο τρόπο κατάφερε κι έγινε νόμος, διότι σε μας οι γραμματικές δεν μένουν στα βιβλία και στις έδρες των Φιλολογικών σχολών, αλλά γίνονται σιδηρά πραγματικότης έτσι όπως δεν έγινε ποτέ κανένα φορολογικό νομοσχέδιο, η ίδια σιδηρά πραγματικότης που έκανε τα "τραίνα" τρένα, αφού απέτυχε να τα κάνει σιδηροδρόμους, χωρίς να τα βοηθήσει ωστόσο να αποκτήσουν σύστημα κρατήσεων ονλάιν, ή να σώσει οποιαδήποτε από τις γραμμές που καταργήθηκαν, και τον Σαίξπηρ τον έκανε Σέξπιρ, μεταξύ άλλων. Σίγουρα παρμένη με καλές προθέσεις, με την ιδέα της απλοποίησης, πέρασε πολύ πιο εύκολα από άλλες ιδέες περί απλοποίησης, όπως ας πούμε το μονοτονικό. Βρείτε το γιατί. Εγώ νομίζω επειδή έχει κάτι το επιθετικό προς τα 'ξένα', κάτι το προκρούστειο, κάτι το 'αφού έρχεσαι στην ένδοξη γλώσσα μας θα σου δείξουμε εμείς'. Ενώ το μονοτονικό άγγιζε τα ιερά και τα όσια, εξού και σαράντα χρόνια αργότερα δεν έχει πείσει εκδοτικούς οίκους του κύρους και του επιπέδου της Άγρας, ας πούμε, να το υιοθετήσουν. 
Πρέπει δηλαδή μόλις βλέπουμε μια τέτοια λέξη, ένα τέτοιο όνομα που κάποτε το ξέραμε αλλιώς, να κλείνουμε τα μάτια, να αφήνουμε τη γραφή να γίνει ήχος, να περιμένουμε τον ήχο να ξαναγίνει γραφή με λατινικούς χαρακτήρες, κι ύστερα να καταλαβαίνουμε περί τίνος πρόκειται.
Τέλος πάντων. Το Καλέ τώρα, είναι σίγουρα το Calais ή υπάρχει ακόμα κάτι που δεν έχω καταλάβει, αυτό είναι το ερώτημα. Το οποίο με κάνει να σκέφτομαι ώρες -ώρες ότι οι πολυπληθείς γραμματικοί μας νοιάζονται κυρίως να μας κάνουν να αισθανόμαστε αγράμματοι. 
Από το Protagon http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=16887

Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

Λιπος που δεν καίγεται


Διακριτικά μεταφερόμεθα στας εξοχάς
Το Λαύριο είναι σα να ζει σε παράλληλο Σύμπαν. Όταν έρχεσαι εδώ από την κατακαημένη Κυψέλη παθαίνεις πολιτιστικό σοκ. Κάθε χρόνο μεγαλώνει, νέα μαγαζιά, νέες πλατείες, νέοι δρόμοι. Πού βρίσκονται διαρκώς λεφτά γι αυτή την πόλη;
Στο λιμάνι είχαν χτίσει ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο πριν λίγα χρόνια. Το έβλεπα να προχωράει αργά, θα μείνει έτσι φάντασμα, έλεγα μέσα μου. Και νάτο φέτος τελειωμένο, γεμάτο περιποιημένα καφενεία. Μέχρι και Jumbo άνοιξε.
Το δημοτικό σινεμά έκλεισε όμως. Σε έναν ωραίο χώρο με ευκαλύπτους, ήταν η καλύτερη έξοδος για τη μητέρα μου, που περνά εδώ τα καλοκαίρια της και είναι σινεφίλ. Δυστυχώς το έχασε αυτό. Με τόση κίνηση δεν θα μπορούσε ένας ιδιώτης να το αναλάβει; Άντε όμως να βγάλεις άκρη με τις δημοτικές δουλειές.
Την πήρα ένα βράδυ και πήγαμε για παγωτό στην καινούργια Δωδώνη. Στο λιμάνι σουλατσάρει κόσμος, πηγαινοέρχονται αυτοκίνητα, υπάρχει μια εικόνα πόλης που ακόμα διαμορφώνεται. Έχει κομμάτια καλοφτιαγμένα κι άλλα τσαπατσούλικα, σα γιαπί που δεν λέει να τελειώσει. Το λιμάνι μεγαλώνει ολοένα, να πηγαίνουν τα πλοία σε πολλά νησιά. Κι ο κόσμος πηγαίνει στα νησιά αυτές τις μέρες, αυτό είναι βέβαιο.
Πηγαίνοντας για το παγωτό χρειάστηκε να περπατήσουμε για αρκετή ώρα μέσα στο δρόμο, δίπλα στ’ αυτοκίνητα. Μου κακοφαινόταν να βλέπω τη μαμά μου να πηγαίνει στην άκρη του δρόμου σέρνοντας τα πόδια της. Έχει ένα σκύψιμο που δεν θα αλλάξει πια, και δίπλα στ’ αυτοκίνητα φαινόταν τόσο μικρή, όσο φαινόταν. Λίγο να έκανε στο πλάι ένα από δαύτα θα την έλειωνε και δεν θα την είχε δει καν. Ωστόσο περπάτησε αποφασιστικά και χωρίς γκρίνια, έχοντας αποδεχτεί την κατάσταση, όπως όλος ο κόσμος. Αν ήμουν μόνη ή με πιο νεανική παρέα, μπορεί να μου άρεσαν όλα περισσότερο. Αλλά τα γηρατειά είναι εκεί, μας περιμένουν όλους, κι οι πόλεις που τα περιφρονούν μοιάζει να μας χλευάζουν συλλήβδην.
Σάββατο πρωί πήγα στο σούπερ μάρκετ. Είχε πάρα πολύ κόσμο, ουρές παντού. Στα τυριά έπαιρνες χαρτί προτεραιότητες και φώναζαν τους αριθμούς. Ένας χοντρός στο τηλέφωνο παρακαλούσε τη γυναίκα του να κάνει υπομονή, ο αριθμός του πλησίαζε.
Στο ζύγισμα των λαχανικών άλλες ουρές, Αγόρασα λεμόνια Αργεντινής, ήταν τα πλησιέστερα που υπήρχαν. Περιμένοντας να τα ζυγίσουν χάζευα τους πελάτες. Μερικοί είχαν πελώρια καρότσια τίγκα ως επάνω. Κι ήταν όλοι χοντροί, μα όλοι. Βάλθηκα να ανακαλύψω έναν κανονικό άνθρωπο από άποψη βάρους. Υπήρχε μόνο μια πωλήτρια. Φορούσε μάλιστα μια μπλε μπλούζα, όπως όλες, αλλά με δυο πένσες στη μέση. Αναρωτήθηκα αν ένιωθε ανώτερη εκεί μέσα, με τόσες υπέρβαρες να την περιτριγυρίζουν. 
Στη Σκωτία μου φάνηκε πως οι άνθρωποι είχαν παχύνει μέσα στα δυόμιση χρόνια που είχα να πάω.  Φαίνεται πως είναι πανευρωπαϊκό φαινόμενο. Οι άνθρωποι βλέπουν τηλεόραση, πίνουν κοκακόλες και τρώνε ανθυγιεινά, οπότε παχαίνουν. Συσσωρεύουμε λίπη για μια δύσκολη στιγμή που δεν θα έρθει. Το πιο δύσκολο πράγμα είναι η καθημερινότητά μας, η ευκολία της. Να βγεις από αυτή τη φτηνή παχυντική αδράνεια που μας περιτριγυρίζει,. Να κάνεις κάτι.
Περίμενα στην ουρά κι ένας χοντρός μπήκε μπροστά μου κι άρχιζε να με βρίζει, ότι του είχα πάρει τη θέση. Πήρα αυστηρό ύφος, του είπα ότι αυτός προσπαθούσε να πάρει τη δική μου. Έφυγα λουσμένη στον ιδρώτα και στην αγανάκτηση του. Έξω τα τεράστια αυτοκίνητα εμπόδιζαν το ένα το άλλο προσπαθώντας να παρκάρουν δίπλα σε ξεχειλισμένους κάδους σκουπιδιών, όσο γινόταν πιο κοντά στο σουπερ μάρκετ. Καινούργια αυτοκίνητα, μεγάλα, λαμπερά, σε μια σκονισμένη, ανασούμπαλη πόλη. Ακόμα έτσι.
Το βράδυ οι γείτονες συζητούσαν πολιτικά. Τι θέλουν οι αμερικάνοι για μας, τι επιδιώκουν οι γερμανοί. Και οι γάλλοι, τι λένε οι γάλλοι; Αλλά υπάρχουν κι οι Τούρκοι. Και οι εβραίοι φυσικά. Πολύ δύσκολη κατάσταση, να πρέπει να είσαι στο μυαλό όλων αυτών για να βγάλεις συμπέρασμα. Κι εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε φαίνεται. Μόνο να υποθέτουμε τι επιδιώκει ο καθένας, να μαζευόμαστε και να τρώμε. 

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

Αμφίβια ζωή


Μ’ αρέσει ο κόσμος που κατεβαίνει για μπάνιο τα καλοκαίρια, όλο και πιο πολύς, όλο και πιο εξοικειωμένος με τη θάλασσα. Αυτή η αποκάλυψη σωμάτων, συνηθειών, ονομάτων, σχέσεων, φόβων και θάρρους, η έκθεση τόσων πραγμάτων σε κοινή θέα, η έκθεση των σωμάτων γυμνών στο νερό. Η τηλεόραση μπορεί να δείχνει τους τέλειους κώλους με συνέπεια, εκεί που πάω εγώ η τελειότης μας αποφεύγει. Είναι παραλία οικογενειακή, τα νέα κορίτσια δεν συχνάζουν, έρχονται ώριμες κυρίες ώριμοι κύριοι. Αυτές οι λέξεις, κύριος, κυρία, αμέσως χρησιμοποιούνται σαν παρέο να κρύψουν κοιλιές ξεχειλωμένους, μηρούς με κυτταρίτιδα, παραμορφωμένα δάχτυλα ποδιών, όλα τα βάσανα που η κοινωνία καλύπτει και η παραλία αποκαλύπτει.
Πόδια σε σαγιονάρες κατεβαίνουν τις κατηφόρες προσεχτικά. Όλο και γλιστράνε κάποιοι, θα χρειάζονταν αρβύλες αλλά οι γυναίκες έρχονται με λουλουδιασμένο πλαστικό, κάθε χρόνο και πιο φωσφορίζον. Μαθημένες, απτόητες, βαμμένα νύχια, λαδωμένες γάμπες, πλησιάζουν το νερό, διαλέγονται μαζί του. Θα με σηκώσεις όταν βυθιστώ; Μάλιστα κυρία, ελάτε, είμαι ο πιο υπάκουος εραστής σας. Εμπιστευτείτε με. Τον εμπιστεύονται. Όχι αμέσως, κάνουν νάζια, αχ, κρύο, αχ, δεν παραδίνονται αμέσως. Σιγά- σιγά, μερικές βρέχουν τα μπράτσα τους. Κάποιες πέφτουν με την πλάτη. Άλλες δεν αντέχουν να δίνονται χωρίς να το κοιτάνε στα μάτια. Κι αφού βουτήξουν σωπαίνουν, ίσως κάποτε υπήρξαμε είδος αμφίβιο, δεν εξηγείται τόσο βαθιά χαρά.
Οι άντρες ορμάνε εκδικητικά, πλατς και μέσα, με κομψές βουτιές. Στη γενιά μου δεν μαθαίναμε βουτιές με το κεφάλι, τα κορίτσια. Ίσως με είχαν μάθει κάποτε νομίζω, αλλά το ξέχασα. Δεν μπορώ την απότομη είσοδο, είμαι του σταδιακού, από κάτω προς τα πάνω, πόντο –πόντο, και πολλά μικρά αχ και βαχ μέχρι την τελική κραυγούλα. Μερικοί γελάνε. Αυτή η δημόσια επίδειξη ηδονής τέλος πάντων, τι άσεμνη. Αλλά δεν πειράζει, έχω αποφασίσει να μην κρατάω μέσα μου το σοκ της τελικής παράδοσης.
Στο μεταξύ χαζεύω τις οικογένειες με σαδιστική ευχαρίστηση. Α, ήρθε η ώρα επιτέλους να εκτεθείτε αγαπητοί έξω από τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού σας, τις πέντε λαμαρίνες του αυτοκινήτου σας. Καλύτερα να είχατε  προπονηθεί με κάποια βόλτα στο πάρκο, στην πόλη, στους δρόμους, να μη μοιάζετε τώρα τόσο γελοία υπερπροστατευτικοί, τόσο υστερικοί χωρίς λόγο, αγχωμένοι και μυγιασμένοι, αλλά δεν θέλατε. Ιδού τα παιδιά σας ανυπεράσπιστα στο κριτικό βλέμμα των προνομιούχων που μεγάλωσαν τα δικά τους και σας χαζεύουν ανελέητα. Όμως όχι, μη φοβάστε, υπάρχει ακόμα επιείκεια, συμπαράσταση, στοργή. Ο κόσμος είναι καλός με τα παιδιά, τους δίνουν συμβουλές, τα ενθαρρύνουν, τους χαμογελούν. Βαφτίζονται τα τυχερά παιδιά στη σχέση με τη θάλασσα, προνομιούχες γενιές που θεωρούν αυτονόητη συνοδεία της ζέστης αυτή την απόλαυση. Όταν ήμουν εγώ παιδί και παραθερίζαμε στην Ερμιόνη, τα ντόπια κορίτσια δεν τα άφηναν να κολυμπάνε. Δεκαετία του 60. Ακόμα και το 70 στα νησιά. Τώρα κανείς πουθενά δεν διανοείται να το σκεφτεί κάτι τέτοιο. Η δημοκρατία της θάλασσας έχει κυριαρχήσει απ’ άκρου σ’ άκρο. Κάτι είναι κι αυτό.



Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Επιστροφή στην πατρίδα και στην κουζίνα της

Οι μπύρες πάντως είναι τέλειες

Επιστρέφουμε από Λονδίνο αεροπορικώς. Μας βάζουν μια ταινία με ήρωα αρχιμάγειρα σε κατάθλιψη από το θάνατο της γυναίκας του, ο οποίος ξαναβρίσκει την επιθυμία για ζωή ανοίγοντας παμπ και συγκινώντας τα πλήθη με την τέχνη του. Δεν την παρακολουθώ προσεκτικά, κυκλοφορεί στις σκηνές της  ένα γλυκό με κρέμα που όποιος το δοκιμάζει μένει άφωνος, τόσο υπέροχο είναι. Καθώς συνεχώς γίνεται λόγος για «απλή βρετανική κουζίνα» ανακεφαλαιώνω τις γεύσεις που εγώ δοκίμασα στη διάρκεια της παραμονής μου στη Μεγάλη Βρετανία.
Δεν μπορείς να γνωρίσεις μια χώρα αν δεν φας τα φαγητά της. Στη Βρετανία μας άρεσε το fish and chips, που είναι νόστιμο, φτηνό και το βρίσκεις παντού, σαν το σουβλάκι.  Είναι συνήθως πιο ακριβό από το σουβλάκι, αλλά όντως πανταχού παρόν. Το τουριστικό καθήκον όμως επέβαλε να δοκιμάσουμε κι άλλα. Γελάω ακόμα καθώς θυμάμαι, σε μια από τις πρώτες επισκέψεις στο Λονδίνο που θελήσαμε να φάμε κάτι τυπικά βρετανικό, μπήκαμε σε μια παμπ, καθίσαμε και περιμέναμε μια ώρα. Δεν ξέραμε ότι στις παμπ δεν έρχονται στο τραπέζι να παραγγείλεις, πας εσύ στον πάγκο, πληρώνεις, παραγγέλνεις, παίρνεις και τα ποτά. Κανείς δεν είχε θεωρήσει απαραίτητο να μας το πει. Μετά από κανα δίωρο κάτι αρχίσαμε να ψυλλιαζόμαστε, ρωτήσαμε, καταλάβαμε τη διαδικασία, διαλέξαμε δυο πιάτα. Το ένα φαινόταν πολύ υποσχετικό, «Πίτα του βοσκού». Τη φαντάστηκα σε ηπειρώτικο στυλ. Έρχεται η πίτα, πεινούσαμε πια σαν λύκοι, αλλά πρώτη φορά στη ζωή μου άφησα πιάτο μισογεμάτο. Ήταν ένας άνοστος κιμάς σωριασμένος στη μια πλευρά, στην άλλη πουρές μπιζέλια και πατάτα. Δεν πιστεύαμε στα μάτια και στους θύλακες της γεύσης μας, αλλά ναι, αυτή ήταν η πίτα του βοσκού, κι αν έχετε την απορία πώς την έπαιρνε ο βοσκός μαζί του στα λιβάδια δεν μπορώ να τη λύσω, γιατί την έχω κι εγώ. 
Δεν το βάλαμε κάτω, συνεχίσαμε με διάφορες πίτες, με χάγκις στη Σκωτία, με μαύρες πουτίγκες, όλα τα θεωρούμενα υψηλής τέχνης μαγειρικά επιτεύγματα του ένδοξου αυτού νησιού που κάποτε κυριάρχησε τον κόσμο. Από την κουζίνα του ερμηνεύεται η αποικιοκρατία, όταν είσαι αναγκασμένος να τρως έτσι στον τόπο σου, τι κάνεις; Πιάνεις τα ιστιοφόρα και γυρίζεις τον κόσμο αναζητώντας κάτι καλύτερο.
Υπάρχει πάντα η επιλογή για έθνικ κουζίνες στη Βρετανία, ινδικές, κινεζικές αραβικές, ιταλικές, ελληνικές, τα πάντα. Όμως ως αναγνώστρια κλασσικής λογοτεχνίας είχα περιέργεια. Όταν έχεις μεγαλώσει με την αίσθηση της πείνας του Όλιβερ Τουίστ και της Τζέιν Έιρ θέλεις να δοκιμάσεις το φαγητό που λαχταρούσαν. Είναι εικόνες της παιδικής ηλικίας, δεν ξεπερνιούνται εύκολα. Πώς ήταν οι πατάτες με λαρδί, τα πόριτζ, οι τάρτες και διάφορα παρεμφερή; Το περίφημο λαρδί ας πούμε, με έντονη λογοτεχνική παρουσία σε όλα τα συναρπαστικά βιβλία, ακόμα δεν έχω καταλάβει εντελώς τι ακριβώς είναι και πώς τρώγεται. Οπότε συνεχίζω τον αγώνα. Έφαγα σούπες με τηγανιτές ντομάτες, διάφορους πουρέδες λαχανικών, ψάρια σε σάλτσες από βαρύ λίπος, αρνίσιους κιμάδες σε πολλές εκδοχές, τα δοκίμασα μάλιστα συνοδεία τσαγιού σε μέρη που δεν είχαν άδεια για αλκοόλ. Εντάξει, έχουν όλα τη νοστιμιά τους, δεν λέω. Αλλά όταν τελειώσω το μενού θα χαρώ να γνωρίσω τον υπόλοιπο κόσμο, όπως έκαναν κάποτε και οι ίδιοι οι Βρετανοί.
Επιστρέφοντας λοιπόν στην Ελλάδα θα εκτιμούσα περισσότερο μια ταινία με  ελληνική κουζίνα, εκείνη  στην οποία παίζει ο Χωραφάς π.χ., ή δεν είναι ακριβώς ελληνική κουζίνα; Να κάτι που θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε, να αξιοποιήσουμε, να καλλιεργήσουμε με αφοσίωση. Κουζίνα, όχι μόνο σινεμά. Στην Ελλάδα υπάρχει το λάδι, που δεν νομίζω ότι έχουμε εκτιμήσει όσο πρέπει, δεν το εξάγουμε σωστά, δεν το διαφημίζουμε δεόντως. Υπάρχουν αυτά τα περίτεχνα φαγητά, τουρκικής προέλευσης ίσως, αλλά πολύ καλά ριζωμένα, οι ντολμάδες, γιαλαντζί και βεριτάμπλ, σαρμάδες, λαχανοντολμάδες και δεν συμμαζεύεται, οι συνδυασμοί της μελιτζάνας και της πιπεριάς, οι ήδη παγκοσμίως διάσημες σαλάτες με τη ντομάτα, οι ακόμα άγνωστες και αδικημένες αληθινές πίττες με φύλλο, κι ένα σωρό ακόμα. Υπάρχει πλούτος κουλτούρας  και υλικών, δεν λέω κάτι καινούργιο. Πλούτος που περιμένει αξιοποίηση όχι απαραίτητα ληστρική. Κι η καλή φήμη είναι έτοιμη να τυλίξει κάθε προϊόν που θα εξαχθεί, γιατί θεωρείται σπουδαίο και το λάδι, και η σαλάτα, και το γιαούρτι και η φέτα ελληνικού τύπου ή ελληνικής προέλευσης.
Τέλος, κάτι άλλο που παρατήρησα στο ταξίδι αυτό είναι ότι οι Βρετανοί έχουν παχύνει. Ίσως φταίει που έκοψαν το κάπνισμα οι καημένοι, τι να πω; Συζήτησα με φίλους εκεί και το επιβεβαίωσαν όλοι, υπάρχουν στοιχεία που το αποδεικνύουν, οι νέες γενιές έχουν πια πρόβλημα υπερβολικού βάρους. Και η ανάγκη για στροφή στη μεσογειακή διατροφή γίνεται επιτακτική. Ίσως την επόμενη φορά, αν αξιωθώ να επισκεφτώ ξανά τη Βρετανία, θα είμαι η μόνη που θα επιμένω να αναζητώ την «απλή βρετανική κουζίνα». Αλλά πιο πολύ ελπίζω να βρίσκω εύκολα λάδι ελληνικής προέλευσης στο σούπερ μάρκετ.



Τρίτη 10 Ιουλίου 2012

Καλώς σε βρίσκω πατρίδα με τις μικρές σου βαρβαρότητες


Πήρα λεωφορείο γύρω στις 11 το πρωί, το περίμενα ένα τεταρτάκι. Ευτυχώς είχε λίγη σκιά στη στάση, αλλά ένιωθα την ανάσα μου δύσκολη. Όταν ήρθε, βρήκα θέση να καθίσω, είχε και κλιματισμό, πασάς ένιωσα. Παίρνω μια βαθιά αναπνοή, αλλά δεν πρόλαβα να την ευχαριστηθώ. Στην επόμενη στάση είδα τον οδηγό να κλείνει την πόρτα στα μούτρα μιας κοπέλας που ετοιμαζόταν να ανέβει. Δεν είχε φτάσει τελευταία στιγμή, περίμενε ήδη εκεί, πλησίασε με κάπως αργό βήμα, γιατί έξω είχε ήλιο, όμως ο οδηγός έκανε πως δεν την είδε. Κόντεψε να της πιάσει το χέρι ή το πόδι, γιατί επέτρεψε μόνο σε έναν επιβάτη να ανέβει κι αμέσως έκλεισε απότομα. Την άφησε απέξω απορημένη, ξαφνιασμένη, κι εντελώς ακίνητη, ούτε φωνή έβγαλε, ούτε κίνηση έκανε, τόσο η ζέστη την είχε παραλύσει. Κι εμείς μέσα επίσης δεν αντιδράσαμε, κανείς δεν μίλησε, δεν διαμαρτυρήθηκε, κάναμε όλοι οικονομία δυνάμεων.
Δυο στάσεις μετά κατάφερε να μαγκώσει το πόδι μιας άλλης κοπέλας η οποία πήγαινε να κατέβει. Αυτή τη φορά ο κόσμος φώναξε και τον ανάγκασε να ξανανοίξει την πόρτα και να την ελευθερώσει. Το έκανε θυμωμένα, κι άρχισα πια να ανησυχώ αν θα κατάφερνα να βγω αρτιμελής από εκείνο το λεωφορείο. Όταν έφτασα στη στάση μου φρόντισα να έχω πίσω και μπροστά μου αρκετό κόσμο, ευτυχώς πήγαινα Ακαδημίας και τα κατάφερα.
Στην επιστροφή ήμουν εγώ εκείνη που είχε την εμπειρία της πόρτας που κλείνει στα μούτρα. Ήταν αργά το μεσημέρι κι ο ήλιος πια σε εξουθένωνε. Έφτασα στο σκαλί του λεωφορείου κι ετοιμάστηκα ν’ ανέβω τη στιγμή που η πόρτα έκλεισε μπροστά μου απότομα. Πάλι καλά που δεν είχα προλάβει ν’ απλώσω χέρι ή πόδι. Το λεωφορείο έφυγε και σωριάστηκα στο μεταλλικό παγκάκι της στάσης. Ήταν καυτό, αλλά έπρεπε να καθίσω λίγο να ηρεμήσω, να αποδεχτώ την απλή πραγματικότητα. Δυο εβδομάδες ταξίδι στην κρύα Σκωτία δεν μπορεί να σε κάνουν να ξεχνάς την πατρίδα σου. Όχι. Εδώ είμαστε πάλι, με την καθημερινή μας βαρβαρότητα, την καθημερινή μας κόλαση άνευ λόγου και αιτίας. Welcome back to Greece. Εδώ που τα λέμε, καμιά φορά που οι οδηγοί λεωφορείου ξανανοίγουν την πόρτα για να πάρουν κάποιον καθυστερημένο, δεν νιώθεις λίγο dépaysée;
Μπορεί να φιλοσοφήσει κανείς κατά βούληση για τη συμπεριφορά των οδηγών της σημερινής ημέρας. Ίσως και οι δυο είχαν τσακωθεί με τη γυναίκα τους και έπαιρναν εκδίκηση από το γυναικείο φύλο. Ίσως απλώς απολάμβαναν τις μικρές σαδιστικές χαρές της εξουσίας. Αυτό δεν είναι το άλας, η νοστιμιά της χώρας αυτής; Να δίνει ικανοποίηση σε διάφορα αντριλίκια; Γι αυτό δεν μας αρέσει; Αυτή την ιδιαιτερότητα δεν υπερασπιζόμαστε;  
Εκτός κι αν υπάρχει κάτι άλλο στο βάθος της άνευ λόγου βάρβαρης συμπεριφοράς, ένα είδος διαμαρτυρίας για την καταπίεση που υποστήκαμε να ζήσουμε με μέσα που δεν επινοήσαμε μόνοι μας, εμείς οι απόγονοι των αρχαίων ελλήνων, να χρησιμοποιούμε λεωφορεία και μάλιστα δημόσια, τη στιγμή που θα θέλαμε κάτι πιο αρμονικό με την πορεία των προπαππούδων μας, έναν αραμπά ας πούμε. Κι όσο μας υποχρεώνουν να μεταχειριζόμαστε τέτοια μέσα του διαβόλου, ξενόφερτα, άκαρδα σιδερικά, θα εκδικούνται οι βαρβάτοι άντρες τις εμφανώς προδότρες γυναίκες, διότι κοίτα οι άτιμες πόσο απολαμβάνουν να μπαίνουν όλες διαρκώς σε λεωφορείο. 

Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

Το Λονδίνο ετοιμάζεται

Μια μέρα μόνο μείναμε στο Λονδίνο και τριγυρίσαμε στους δρόμους. Νόμιζα ότι το έχω μάθει, είχα μείνει 3 βδομάδες την τελευταία φορά, αλλά πέρασαν 5 χρόνια και το είχα ξεχάσει, έτσι ασχολήθηκα κυρίως με το να βεβαιωθώ ότι κάποια βασικά του σημεία βρίσκονται στη θέση τους. Τα πολύ βασικά, όπως οι δρόμοι με τα μαγαζιά, όπου γινόταν χαμός. Μποτιλιαρισμένα τα αυτοκίνητα, κόσμος στα πεζοδρόμια και σημαίες όλων των κρατών του πλανήτη να ανεμίζουν και να βρέχονται εναλλάξ δημιουργώντας πανηγυρική ατμόσφαιρα και πανηγυρικό άγχος.
Πώς θα τη βγάλουμε στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, αναρωτιούνται οι Λονδρέζοι. Στα γραφεία, που δεν κλείνουν τον Αύγουστο, προτείνονται διάφορες ιδέες: να πιάνουν δουλειά στις 6.30 το πρωί και να τελειώνουν νωρίτερα για να αποφεύγουν τις ώρες αιχμής, ας πούμε. Οι εργαζόμενοι στην πόλη δεν είναι καθόλου ενθουσιασμένοι, σε αντίθεση με τα κτίρια που φωτίζονται και στολίζονται και δηλώνουν την περηφάνια τους για τη συμμετοχή στους Αγώνες.
Η δική μας πικρή ελληνική εμπειρία, ο ωραίος εκείνος ενθουσιασμός και η απογοήτευση που τον ακολούθησε, δίνει στους έλληνες λονδρέζους το προνόμιο μιας ειρωνικής αποστασιοποίησης. Μου δείχνουν γελώντας ένα σωρό έργα που ακόμα δεν έχουν τελειώσει. Η πόλη είναι γεμάτη εργοτάξια και γερανούς. Για να μη λένε για μας μόνο, ότι τα κάνουμε τελευταία στιγμή. Όλοι το ίδιο παθαίνουν, η διοργάνωση είναι όλο και πιο δυσβάσταχτη, έχει κάτι το τερατώδες. Από την ασφάλεια, που καταβροχθίζει εκατομμύρια, μέχρι την τελετή έναρξης που καταβροχθίζει άλλα εκατομμύρια, οι αριθμοί τρομάζουν. Μα δεν δημιουργούνται θέσεις εργασίας, ρωτώ τους απελπισμένους άγγλους φίλους μου. Κουνάνε το κεφάλι φρικαρισμένοι. Όλος ο κόσμος θα ήθελε να παρατήσει την πόλη εκείνες τις μέρες, με βεβαιώνουν, αλλά δεν μπορεί.
Θυμάμαι εμάς το 2004, τη δική μου οικογένεια που αντί να παρατήσει την Αθήνα έμεινε εδώ με ενθουσιασμό, αγόρασε εισιτήρια διαρκείας και δεν άφησε άθλημα για άθλημα. Όλοι εκτός από μένα, που εντάξει, δεν έχω συνηθίσει τον αθλητισμό. Τι ευτυχισμένοι που ήταν όλοι τους στις φωτογραφίες στο στάδιο, και πόσο ήξεραν καλύτερα από μένα τα χρόνια που ακολούθησαν πόσο άξιζαν όλα αυτά τα ολυμπιακά ακίνητα που εγκαταλείφθηκαν στη φθορά ή στα σπεκουλαρίσματα. Τέλος πάντων.
Γιατί θέλουν με τόση μανία οι πόλεις να αναλαμβάνουν Ολυμπιακούς; Τι ανάγκη έχουν πόλεις τόσο μεγάλες και πλούσιες όπως το Λονδίνο και το Παρίσι, να επενδύουν χρήματα σε μια υπόθεση πολύ αμφίβολης κερδοφορίας; Σάμπως χρειάζονται διαφήμιση τα μέρη αυτά; Δεν είναι πασίγνωστα, δεν είναι πρότυπα και αντικείμενα πόθου παγκοσμίως; Είναι ένα μυστήριο στο βάθος, εκτός από τη θολή αυτή ιδέα της παγκοσμιότητας που έχουν οι Ολυμπιακοί, αυτή την αίσθηση ότι υπάρχει αυτό το πράγμα που ονομάζουμε ανθρωπότητα και μπορεί να βρει τρόπους συνύπαρξης, να θεσμοποιήσει κάπως τον ανταγωνισμό, να τον ελέγχει, να τον απολαμβάνει. Μια προσπάθεια σισύφεια, μια αυταπάτη, αλλά πώς να της αντισταθείς;
Το βραδάκι στην τόσο ανακουφιστική βόλτα δίπλα στον Τάμεση, σε αυτό το μονοπάτι που φτιάχτηκε πριν μερικά χρόνια για να χαίρονται οι κάτοικοι την πόλη τους, συναντάμε πιάνα που έχουν τοποθετηθεί σε διάφορα δημόσια μέρη για να παίζει όποιος θέλει. Όλα έχουν κόσμο γύρω τους, παρέες που παίζουν κι ακούνε μουσική. Είναι το πιο όμορφο πράγμα που είδα στο προολυμπιακό Λονδίνο. Τριγυρίζαμε παρέα με έναν πιανίστα, αλλά δεν πετύχαμε ούτε ένα άδειο πιάνο να παίξει λίγο για μας.   

Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

Η βρετανική φινέτσα σε κρίση;


Πολύ συντηρητικές τις βρίσκω φέτος τις βρετανίδες. Έχω να έρθω στο νησί δυόμιση χρόνια, και φαίνεται ότι στο μεταξύ η τάση για επιστροφή σε εμφανίσεις που δεν τραβούν την προσοχή έχει κάνει το δρόμο της. Την προηγούμενη φορά ήμουν εδώ σε διακοπές του Πάσχα, έκανε ψοφόκρυο, χιόνιζε,  αλλά βράδυ  Παρασκευής τα κορίτσια είχαν βγει με τιραντέ σατέν φορέματα, ροδαλές από το κρύο, φορώντας στα μαλλιά στέκες με ελατήρια που στηρίζουν κεραίες πασχαλίτσας, αυτιά κουνελιού, αστεράκια, κερατάκια διαβόλου ή χνουδωτά άσπρα φωτοστέφανα, ό,τι προτιμά η καθεμία. Τώρα είναι καλοκαίρι, και φαίνεται πώς κάποια τάση λιτότητας και σεμνότητας χτύπησε τη γηραιά Αλβιόνα, προς μεγάλη απογοήτευση της μπουχτισμένης ελληνίδας που ήρθε ελπίζοντας να της φτιάξει το κέφι.
Από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στο Λονδίνο, αρκετά χρόνια πριν, λάτρεψα τις γυναίκες της χώρας αυτής και τον τρόπο που ντύνονται. Είναι σα να τις βλέπω να στέκονται κάποιο πρωινό στον καθρέφτη τους και να ανακαλύπτουν έκθαμβες ότι είναι θηλυκού γένους. Εν συνεχεία, και μέσα στον ενθουσιασμό της ανακάλυψης, να μπαίνουν σε αποθήκη  πλοίου κάποιων πειρατών προγόνων, να διαλέγουν όποιο λάφυρα βρίσκουν μπροστά τους, να το κοτσάρουν επάνω τους,  και να βγαίνουν χαρούμενες να γιορτάσουν το Καρναβάλι. Φοράνε ό,τι να’ναι, όπως να’ ναι, όσο άσχετο γίνεται. Τουαλέτες χορού με αρβύλες, οι οποίες έχουν τα κορδόνια λυτά. Κομπινεζόν εκτυφλωτικών χρωμάτων πάνω από τζιν, εμπριμέ με γαλότσες, τούλια, δαντέλες, μουσελίνες, πάνω από μάλλινα καλτσόν, ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου. Βάφουν τα μαλλιά τους ροζ ή σε δυο αποχρώσεις του μπλε και τα συνδυάζουν με ίδιο χρώμα φούστα- μπλούζα. Τα πιάνουν στο πλάι με παιδικά τσιμπιδάκια, κρεμάνε πάνω απ’ όλ’ αυτά κάτι που να μην ταιριάζει καθόλου, και βγαίνουν για μπύρες σκασμένες στα γέλια.
Μου άρεσαν. Σπούδαζα τότε στο Παρίσι, είχαν σπάσει τα νεύρα μου με τις γαλλίδες, οι οποίες λες και γεννιούνται με εγχειρίδιο τέλειας κομψότητας εμφυτευμένο στον εγκέφαλο. Κυκλοφορούν κάθε ώρα και στιγμή άψογες, αναδεικνύουν όση ομορφιά διαθέτουν, συνδυάζουν τέλεια τα χρώματα, τα σχήματα, τα μήκη και τα πλάτη της φούστας, και σε κάνουν να νιώθεις για πέταμα. Στο Λονδίνο άνοιξε η καρδούλα μου. Ήταν εποχή μεταπάνκ, κυκλοφορούσαν χαίτες σε όλες τις φωσφοριζέ αποχρώσεις. Οι βρετανίδες μοιάζει σα να μην παίρνουν στα σοβαρά τα ρούχα τους, αυτοσαρκαστικές, παραιτημένες, αδέξιες, ανεξάρτητες. Αλλού αυτές κι αλλού εκείνα. Όταν αποφασίζουν να φορέσουν κάτι ξεχωριστό είναι σα να φωνάζουν Ζήτω η ελευθερία!
Η καλύτερη βραδιά ήταν στο Μπρίστολ, δέκα χρόνια πριν, όταν πέσαμε σε προβολή του Rocky horror show. Αυτή η ταινία είναι καλτ, την παρακολουθείς  ντυμένος κατά προτίμηση όπως οι ήρωες της, οπότε κυκλοφορούσαν στους δρόμους ζευγάρια μέσης ηλικίας με σατέν κορσέδες, άντρες και γυναίκες, δικτυωτά καλσόν, όλα γαρνιρισμένα με δαντέλα σε κοντράστ αποχρώσεις. Τότε ήταν που συγχώρεσα στους Βρετανούς τον εκατονταετή πόλεμο και την αποικιοκρατία, ακόμα και τις χωριστές βρύσες στους νιπτήρες που δεν αναμιγνύουν το νερό. Είχα πέσει ξερή από το θέαμα, τύφλα να’χουν τα χάπενινγκ, το θέατρο δρόμου και οι θαυματοποιοί που καταπίνουν φωτιές.
Οι βρετανίδες νομίζω βρίσκονται διαρκώς στην εποχή της αθωότητας, ως προς το φύλο τους. Δεν τις ενδιαφέρει να προκαλέσουν, να τραβήξουν την προσοχή, να παίξουν με τη θηλυκότητά τους. Κάπως θα το κάνουν βέβαια, δεν μπορεί. Πάντως όχι με το ντύσιμο. Όχι με την εμφάνιση. Ακόμα κι όταν ντύνονται σαν πόρνες για να βγούνε έξω, απλώς μεταμφιέζονται, λες και δεν τους αφορά το αλισβερίσι με την ανδρική επιθυμία. Φοράνε τα ρούχα τους σα να έχουν περάσει σε μια άλλη διάσταση, όπου άντρες και γυναίκες είναι αυτεξούσιοι και απολύτως ανεξάρτητοι από την εξωτερική εμφάνιση, με την οποία συμβιβάζονται όπως- όπως. Δεν ξέρω αν αυτό έχει να κάνει με την προτεσταντική νοοτροπία, που τώρα τελευταία την ανακαλύπτουμε παντού, με τη γυναικεία χειραφέτηση, με την ισότητα, ή με το έμφυτο καλό γούστο (και το έμφυτο κακό γούστο) Ανησυχώ μήπως αυτό που εγώ ονομάζω «βρετανική φινέτσα» χαθεί σαν έκφραση και έκφανση του ευρωπαϊκού φολκλόρ, μπροστά στην επέλαση της γαλλικής και ιταλικής κομψότητας.
Ευτυχώς υπάρχει η νύχτα. Την ημέρα οι βρετανίδες είναι συντηρητικές, αλλά τη νύχτα ξαναβρίσκουν τον εαυτό τους. Φοράνε ψηλά τακούνια που τις κάνουν να τρεκλίζουν, αλλά δεν τις νοιάζει. Δεν έχουν κάνει πρόβες βαδίσματος με δωδεκάποντα, προτιμούν να τα βγάλουν και να τα ανεμίζουν στο χέρι, περπατώντας ξυπόλητες.
Πόσο θα ήθελα να τις φωτογραφίσω! Όμως οι πιο εντυπωσιακές με αφήνουν άφωνη, και μέχρι να βρω την κάμερα έχουν χαθεί στη στροφή του δρόμου. Προλαβαίνω μόνο αυτές που έχουν βγει για να συμμετάσχουν σε πάρτι με θέμα και προσφέρουν οικειοθελώς την εμφάνιση τους στους φωτογράφους. 

Παρασκευή 6 Ιουλίου 2012

H φούστα του εχθρού


Μια βροχερή Κυριακή πήγαμε στο Εθνικό Μουσείο της Σκωτίας, στο Εδιμβούργο. Αρχίσαμε να βλέπουμε χαλαρά τα αρχαιολογικά ευρήματα, και κατά το μεσημέρι διαπιστώσαμε ότι είναι τεράστιο, και δεν θα προλαβαίναμε να δούμε πάνω από το ένα δέκατο. Μείναμε στον πρώτο όροφο της Ιστορίας απλώς, φτάσαμε μέχρι τους Ρωμαίους, δηλαδή σχεδόν τίποτε.
Από τη μια άποψη σχεδόν τίποτε, γιατί οι Ρωμαίοι δεν ασχολήθηκαν πολύ με το βροχερό και ομιχλώδες  νησί. Αν και έχτισαν δυο τείχη στη Σκωτία, που τη διασχίζουν στο πλάτος, τα παράτησαν και τα δυο γρήγορα και γενικά δεν φαίνεται να τους άρεσε πολύ να μένουν εδώ, αν εξαιρέσεις διάφορους στρατηγούς που ήθελαν να ονομαστούν Βρετανικοί, ή μάλλον Καληδονικοί επειδή είχαν εξαντληθεί τα άλλα επίθετα. Καληδονία ονόμασαν τη Σκωτία οι Ρωμαίοι.
Από μια άλλη άποψη η ρωμαϊκή φάση είναι σχεδόν τα πάντα, γιατί περιέχει εν σπέρματι την ταραχώδη και δραματική σχέση του νησιού γενικά, κι όχι μόνο της Σκωτίας, με την ήπειρο απέναντι. The continent. Αντικείμενο θέασης, πόθου και φόβου, αναφορά διαφοροποίησης, σχέση αγάπης και μίσους υπαρκτή πάντα.
Οι Ρωμαίοι, εξηγούν οι ετικέτες των πάμπολλων ευρημάτων του μουσείου, ήρθαν στη Σκωτία σαν ακατανίκητοι πολεμιστές. Τα όπλα τους ήταν άπιαστα για τους πολύ πιο φτωχούς τεχνολογικά ιθαγενείς, τους οποίους οι Ρωμαίοι ονόμασαν Ζωγραφισμένους (Picti) και για τους οποίους δεν ξέρουμε τίποτε περισσότερο από αυτά που έχουν γράψει οι κατακτητές τους. Οι ιθαγενείς νικήθηκαν κατά κράτος. Γι αυτούς η εγκατάσταση των μάλλον απρόθυμων αποίκων που εμφανίστηκαν με την οικοσκευή, τα σέα και μέα τους, ήταν αντικείμενο μεγάλης έκπληξης. Είδαν πράγματα που δεν είχαν ξαναδεί, από το πώς να κατασκευάζεις γυάλινα μπουκαλάκια μέχρι πώς να ανοίγεις δρόμους για επικοινωνία με αμάξια ανάμεσα στις πόλεις, κι ένα σωρό ακόμα. Χάντρες και καθρεφτάκια δεν τους έδωσαν οι κατακτητές, δεν είχαν χρυσάφι να τους πάρουν.
Φαίνεται  ότι η ομίχλη, το κρύο, οι βροχές, το δυσάρεστο κλίμα γενικά της Καληδονίας δεν επέτρεψε στους Ρωμαίους να την ευχαριστηθούν, όπως εμείς που ζούμε στην εποχή της ομπρέλας και του αδιάβροχου, του αυτοκινήτου, του τρένου και του σημαδεμένου μονοπατιού. Έχτισαν το πρώτο τείχος τους, το Αδριάνειο, κι ακόμα κανείς δεν ξέρει σε τι τους χρησίμευε, οι γνώμες των αρχαιολόγων διίστανται. Για να φοβίζει, για να ορίζει, για να βάζει τελωνειακούς δασμούς στα προϊόντα που πηγαινόρχονταν; Ή απλώς έχτισαν για να χτίσουν, επειδή ήταν μαθημένοι να χτίζουν, ήταν έτσι το δημόσιο, γεμάτο εργολάβους που ζητούσαν δουλειές;
Σε κάθε περίπτωση, λίγο καιρό μετά παράτησαν το τείχος, έφυγαν, αλλά ξαναγύρισαν και μάλιστα πήγαν ψηλότερα, στη γραμμή των σημερινών πόλεων Εδιμβούργου και Γλασκώβης και έχτισαν άλλο ένα τείχος από τύρφη. Πώς χτίζεις τείχος από τύρφη δεν μπορώ να φανταστώ, άρα πρέπει να το επισκεφτώ κάποτε, σώζονται λέει ακόμα κομμάτια του  εδώ κι εκεί.
Κι αφού έφτιαξαν το δεύτερο αυτό τείχος, το Αντωνίνειο, το παράτησαν εξίσου γρήγορα. Είχα δει εκείνη την ωραία ταινία με τον Κλάιβ Όουεν και την Κίρα Νάιτλυ, «Βασιλιάς Αρθούρος» όπου υποτίθεται ότι ο μυθικός Αρθούρος ήταν Ρωμαίος αξιωματικός γιος βρετανής, που έμεινε εκεί και συνδέθηκε με τους Πίκτους όταν η Ρώμη τον εγκατέλειψε. Πολύ μου άρεσε η ταινία, κυρίως επειδή ήταν πανέμορφοι οι πρωταγωνιστές. Αλλά έχει ιστορική έρευνα πίσω της και τη διαπίστωση ότι οι Ρωμαίοι άφησαν περισσότερα πράγματα στη Βρετανία από όσα η ίδια πιστεύει. Ίσως όχι οδικές αρτηρίες όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου οι δρόμοι λίγο- πολύ ακολουθούν το δικό τους δίκτυο, αλλά διάφορα άλλα στοιχεία και εντυπώσεις, μεταξύ των οποίων, σύμφωνα με μια θεωρία, περιλαμβάνεται και το κιλτ. Η περίφημη φούστα των Σκωτσέζων δηλαδή, οι οποίοι δεν ξέχασαν ποτέ, κατά την άποψη αυτή, ότι οι νικητές τους φορούσαν αυτό το κοντό πτυχωτό ρούχο, και το υιοθέτησαν, το κράτησαν αιώνες, σαν σουβενίρ των παλιών εχθρών που ήταν άφταστοι τότε, και φυλακτό έναντι νέων, το έκαναν σύμβολο της ύπαρξης τους, μέχρι που οι κατακτητές Άγγλοι, μιάμιση χιλιετία αργότερα, τους υποχρέωσαν να καταργήσουν. Κι όταν πέρασε κι εκείνη η φάση, έγινε πάλι της μόδας χάρις στα μυθιστορήματα του Ουώλτερ Σκοτ με τους γενναίους Σκωτσέζους που αντιστέκονταν σθεναρά πάνω στα Χάιλαντ.
Μετά από εκείνη την επίσκεψη αρχίζω να διακρίνω καθαρότερα τα ρωμαϊκά σημάδια στη Σκωτία. Ένα απ’ αυτά είναι το μαγαζί στη Grassmarket μια πολύ καλλιτεχνική πλατεία με καφενεία και τουρίστες, που πουλάει ρωμαϊκές στολές. Γύρω –γύρω συνέχεια εμφανίζονται μουσικοί με κιλτ που παίζουν γκάιντα, κι αναρωτιέμαι, και θα μείνω με την απορία, αν έχουν υπόψη τους ότι η φούστα τους είναι ανάμνηση εκείνου του τρομερού εχθρού.
Aπό την Athens Voice http://www.athensvoice.gr/article/city-news-voices/planet-voice/%CE%B7-%CF%86%CE%BF%CF%8D%CF%83%CF%84%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CF%87%CE%B8%CF%81%CE%BF%CF%8D

Κυριακή 1 Ιουλίου 2012

Στην Αθήνα του Βορρά

Πινακοθήκη της Σκωτίας

Ο ταχυδρόμος ανεβαίνει τους τρεις ορόφους χωρίς ασανσέρ και ρίχνει από το άνοιγμα της πόρτας την αλληλογραφία των φοιτητών, στο σπίτι των οποίων μένουμε για λίγες μέρες. Εντυπωσιάζομαι. Και στην Αθήνα κάποτε, πριν δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια, ανέβαινε ο ταχυδρόμος στο διαμέρισμά μας, παίρνοντας το ασανσέρ βέβαια, αλλά το έχει κόψει εδώ και πολύν καιρό, άσε που δεν περνάει πια κάθε μέρα. Δεν ξέρω γιατί. Δεν μπορώ να το αναλύσω.
Φέρνει λοιπόν ο ταχυδρόμος ένα έντυπο του Πανεπιστημίου που διαφημίζει θερινά μαθήματα. Μπορεί ο καθένας να τα παρακολουθήσει, είναι μικρά σεμινάρια, από λίγες βδομάδες έως δυο μέρες, κυρίως τον Αύγουστο. Προσφέρονται συστηματοποιημένες γνώσεις για όλα τα γούστα, από την ιστορική σημασία της βασιλείας της Μαρίας Στιούαρτ μέχρι τη μελέτη των σκοτσέζικων κήπων περνώντας από την ανάλυση της σοφίας του Όσκαρ Ουάιλντ. Προσωπικά θα διάλεγα το σεμινάριο με τίτλο Assertiveness, που θα μεταφραζόταν μάλλον ως αυτοπεποίθηση αλλά ως τρόπος συμπεριφοράς. Είναι όρος της ψυχολογίας, βρίσκω στη Βικιπαίδεια, μια ποιοτική διαφοροποίηση από την παθητικότητα στην επιθετικότητα, με σιγουριά και επιλογή. Ο κ. Γιαν Κρώφορντ, κάτοχος πανεπιστημιακών τίτλων που δεν ξέρω να μεταφράσω, διδάσκει τις εξής μεθόδους και διαδικασίες assertiveness: «σεβασμό προς τον εαυτό σου και τους άλλους, πώς μιλάμε και θέτουμε ερωτήσεις, κάνουμε και δεχόμαστε κριτική/ κομπλιμέντα, εκφράζουμε με σαφήνεια τις απόψεις μας, επιλέγουμε αυτό που θεωρούμε σωστό χωρίς ενοχές, λέμε όχι όταν χρειάζεται, δεν γινόμαστε αντικείμενο χειρισμών. Το μάθημα γίνεται σε φιλικό και ενθαρρυντικό περιβάλλον που περιλαμβάνει διάλογο, ομαδική δουλειά και πρακτική. Τιμή 60 λίρες, μέρες 2». Πάντα μου χρειάζονταν τέτοιες δεξιότητες, αλλά τον Αύγουστο δεν θα είμαι εδώ.
Υπάρχουν μαθήματα σεναρίου, Ιστορίας, μουσικής, καλλιγραφίας, τυπογραφίας, ό,τι φαντάζεστε. Ο Τζον Γκόρντον PhD (αυτόν τον τίτλο τον ξέρω) έχει ένα διήμερο για τις τελευταίες μέρες του Σωκράτη. Ένα τριήμερο προσφέρει την Ιστορία του Εδιμβούργου, με τίτλο «Από την παλιά πόλη στην Αθήνα του Βορρά, το Εδιμβούργο από το 1690 ως το 1822» Η ένδοξη αυτή περίοδος, εξηγεί, άρχισε δυσοίωνα, με την απώλεια της ιδιότητας της πρωτεύουσας όταν έγινε η ένωση Αγγλίας και Σκωτίας το 1707. Γύρω στα 1800 όμως η πρώην πρωτεύουσα είχε επανεφεύρει τον εαυτό της ως κέντρο κουλτούρας και εξέλιξης, ως κοσμοπολίτικη και ευημερούσα πόλη.  Στον τουριστικό οδηγό βρίσκω τα ονόματα των σοφών της αναγέννησης εκείνης. Οι φιλόσοφοι Ντέιβιντ Χιουμ και Ντάγκαλντ Στιούαρτ, ο οικονομολόγος Άνταμ Σμιθ ο γεωλόγος Τζέιμς Χάττον, ο χημικός Τζόζεφ Μπλακ ο αρχιτέκτων Ρόμπερτ Άνταμ μεταξύ άλλων. Στο λεωφορείο που μας έφερε από το αεροδρόμιο είδα το άγαλμα του Τζέιμς Μάξγουελ, των γνωστών εξισώσεων. Τα αγάλματα των υπολοίπων και μερικών ακόμα θα τα δω στη βόλτα με τα πόδια που θα κάνω σε λίγο.
Αγαλμα του Χιουμ με χλαμύδα
Από τότε που έχασε την εξουσία λοιπόν το Εδιμβούργο έγινε ό,τι και η Αθήνα όταν είχε χάσει την εξουσία, τότε στον αρχαίο κόσμο : μια πανεπιστημιούπολη. Αυτή την Αθήνα εννοεί το προσωνύμιο, όχι μόνο το χρυσό αιώνα δηλαδή, αλλά κι όσους ακολούθησαν, όταν η πρώην δυνατή πόλη έγινε κάτι σαν τη σημερινή Οξφόρδη και το Κέμπριτζ, με όλους τους νέους καλών οικογενειών του ελληνικού, ύστερα του ελληνιστικού και τέλος του ρωμαϊκού κόσμου να έρχονται για σπουδές στην Αθήνα. Η δόξα της γνώσης κράτησε πολύ περισσότερο από τη δόξα της εξουσίας, και στις δυο πόλεις. Κι όπως η Αθήνα τότε, διατήρησε το κάστρο της κι ακόμα το προσφέρει στον τουρισμό. Δυστυχώς μεσολάβησαν πολλά και η Αθήνα βρέθηκε από τη λάθος χρονική πλευρά της χριστιανικής επικράτησης, έχασε τα πανεπιστήμια της, τότε.
Το Εδιμβούργο παραμένει πόλη σπουδών και σήμερα, και ξαναγίνεται πόλη εξουσίας. Με τη μανία που έχει πιάσει τους Σκωτσέζους για ανεξαρτησία, χτίζουν ένα καινούργιο μοντέρνο Κοινοβούλιο. Σαν κλασσική πληγωμένη από τον μοντερνισμό αθηναία θα τους έλεγα να επιμείνουν στη μονοκαλλιέργεια των Πανεπιστημίων, αλλά δεν μου πέφτει λόγος. Το φλερτ της γνώσης με την εξουσία είναι αιώνιο και μοιραίο.
Όπου και να ταξιδέψω η Αθήνα με στοιχειώνει, ως αξεπέραστο κλασσικό όραμα. Πώς να πορευτούμε κι εμείς οι καημένοι οι σύγχρονοι με τέτοιες αντανακλάσεις στα μάτια, πώς να μην τυφλωθούμε, πώς να μην την ψωνίσουμε;
Πολλές ελληνίδες και έλληνες τα πάνε θαυμάσια στο Πανεπιστήμιο εδώ, σπουδάζουν και διδάσκουν. Ας μπορούσα να σπούδαζα τον κόσμο σε όσο κομμάτι ζωής μου έχει απομείνει, κι ας ζούσα και στο Εδιμβούργο του νότου… Το οποίο δεν ξέρω ποιο είναι. Βρείτε το και πείτε μου, παρακαλώ. 

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...