Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

Πρέπει να καλλιεργούμε τον κήπο μας

Il faut cultiver son jardin
Καθώς ακούω το πρώτο τζιτζίκι του καλοκαιριού, ετοιμάζω τα πράγματα μου για να φύγουμε από τη Δράκεια. Συμπληρώσαμε τρεις μήνες, ποτέ δεν είχαμε μείνει τόσο πολύ στο σπιτάκι αυτό. Ήρθαμε με χιόνια, περάσαμε δεκαήμερα βροχής, τρύπησε η στέγη και τη μπαλώσαμε. Καθαρίσαμε τον κήπο, μαζέψαμε κλαδιά, τα κάψαμε στο τζάκι τις πολλές κρύες βραδιές. Φυτέψαμε σπόρους και φυντάνια. Σκάψαμε, ποτίσαμε, κομποστοποιήσαμε οργανικά σκουπίδια και βάψαμε το φράχτη. Κλαδεψαμε την κερασιά και τραγουδήσαμε τη φλαμουριά σε δύο γλώσσες. Φυτέψαμε μια μουριά και μαζέψαμε τίλιο. Πολεμήσαμε το σαράκι στο πάτωμα, φτιάξαμε και το κομμάτι που είχε σαπίσει από την υγρασία. Τοποθέτησε ο ξυλουργός καινούργιο το κομμάτι του φράχτη που βλέπει στο δρόμο με πεζούλι για να κάθεται όποιος θελει.
Φάγαμε αγριόχορτα με την ψυχή μας και τον τελευταίο μήνα κάθε μέρα τρώγαμε και κολοκυθάκια και μελιτζάνες από τον κήπο.
Πρέπει να καλλιεργούμε τον κήπο μας, η τελευταία φράση του Βολταίρου στον Αγαθούλη, με είχε εντυπωσιάσει όταν το διάβασα φοιτήτρια. Ήταν το συμπέρασμα μιας πολύ περιπετειώδους ζωής, όπου ο Αγαθούλης που δεν είναι ακριβώς Αγαθούλης, γιατί Candide σημαίνει και γλυκούλης, εξου και η μικρή Κάντυ, αφού πέρασε από σαράντα κύματα κι απο του λιναριού τα πάθη χάρις στην αγαθοσύνη, την αφέλεια και την ευπιστία του, κατέληξε σ' αυτή τη σοφή επιλογή. Να καλλιεργήσει τον κήπο του. Ήμουν τότε πολύ μακριά από μια τέτοια φάση, ωστόσο με συγκίνησε το βιβλίο, ίσως επειδή αν και προσπαθούσα να κάνω την έξυπνη κατά βάθος ήξερα ότι ήμουν αγαθούλα κι εγώ, και κάπως μου καρφώθηκε η φράση, κι ενώ πίστευα θεωρητικά στο τυχαίο και στα θαύματα του, παράλληλα και κάπως ασυνείδητα καλλιεργούσα και τον κήπο μου, πιστεύω, έστω κι αν ήταν απλώς μια μικρούλα στήλη στις εφημερίδες κάθε μέρα, που στην εποχή της ανθοφορίας έγινε και εκπομπή στο ραδιόφωνο που είχε επιπλέον τη χαρά της συνεργασίας.
Τέλος πάντων, εδώ τον κηπάκο που βλέπετε τον καλλιέργησε συστηματικά ο Δημήτρης, εγώ γέμισα τον υπόλοιπο χώρο σπόρους, σταθερά προσκολλημένη στην πίστη του τυχαίου, από τους οποίους φύτρωσαν μόνο μαϊντανοί, φασόλια, και κάτι παράξενα λουλούδια που δεν ξέρω πώς τα λένε. Ακόμα κι αν αποφάσιζα να καλλιεργήσω έναν κήπο δεν θα μπορούσα να τον κάνω τόσο αλφαδιασμένο, θα τον έκανα κάτι σαν μικρή ζούγκλα, αλλά μάλλον φαντασιοκοπώ, απόδειξη ότι οι σπόροι μου δεν έπιασαν, κι όπως είχα γράψει, έμεινα στην τροφοσυλλεκτική περίοδο, ενώ ο άλλος προχώρησε στις καλλιέργειες.
Τώρα τι θα απογίνει ο κήπος, τι θα απογίνουν τα σκυλάκια που κανείς δεν βρέθηκε να τα υιοθετήσει, κυρίως γι αυτά στεναχωριέμαι. Φαίνονται τόσο ευτυχισμένα που τρέχουν εδώ ελευθερα, αλλά ξέρω πολύ καλά ότι δεν είναι φτιαγμένα για τέτοια ζωή. Οι σκύλοι πρέπει να ζουν με ανθρώπους, είναι ζώα καλλιεργημένα, για να μιλήσουμε ξανά για καλλιέργειες, δεν μπορούν να γυρίσουν στη φύση και η μοίρα των αδέσποτων είναι σκληρή. Τέλος πάντων, κάναμε κάτι κινήσεις εδώ για να αναλάβει ο Δήμος να στειρώσει τη μάνα τουλάχιστον, ελπίζω να πετύχουν. Κανονίσαμε και για τα ποτίσματα, για την όποια σοδειά. Γενικά το σπιτάκι θα στηριχτεί στην καλωσύνη των ξένων για να συντηρηθεί ώσπου να ξανάρθουμε. Που δεν είναι και τόσο ξένοι τελικά.

H ευτυχία των παιδιών

Τα βράδυα στις πλατείες των χωριών, σ' αυτό το δώρο που το παρελθόν προσφέρει στο παρόν, αφήνουν οι μεγάλοι τα παιδιά να παίζουν ελεύθερα. Καθισμένοι αυτοί στα καφενεία πίνουν ένα τσίπουρο και κουβεντιάζουν, τα παιδιά γύρω από το πεζούλι του πλάτανου επινοούν δικούς τους κόσμους, μοιράζουν ρόλους, τρέχουν, τσακώνονται, φωνάζουν, φιλιώνουν, πέφτουν και κλαίνε, σηκώνονται και γελούν. Οι φωνές τους είναι η καλύτερη μουσικη υπόκρουση για τις τυχερές πλατείες όπου οι μαγαζάτορες δεν σκέφτονται να βάλουν καμία άλλη.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από το παιχνίδι αυτό, αυτή την πλαισιωμένη και ασφαλή ελευθερία, την αρμονία που κάποια βρίσκουν στην επαφή με τ' άλλα. Σταματά για λίγο ο χρόνος, προχωρά η νύχτα, ξεχνιούνται οι γονείς, ξεχνιούνται και τα παιδιά, ή μάλλον αυτά το αντίθετο, δεν ξεχνιούνται, δημιουργούνται κι ανακαλύπτονται μέσα στους ρόλους που βρίσκουν, αναδεικνύονται, ακούγονται, στήνουν σκηνικά για τον εαυτό τους, γνωρίζουν τους άλλους, τους συνομήλικους που θα είναι ο αυριανός τους κόσμος. Δεν είναι εύκολο πάντα, από τον κόσμο της οικογένειας που τα δέχεται και τα κανακεύει, να σταθούν στο σκληρό έξω κόσμο που στο βάθος είναι οι συνομήλικοι. Είναι όμως πάντα συνταρακτικο.
Άραγε να έχουν παιχνίδια όπως τα δικά μας, εκείνα τα "Καλημέρα βασιλιά με τα δώδεκα σπαθιά" και τα "Περνά περνά η μέλισσα" και τα "Δεν περνάς κυρα Μαρία" και "Μπερλίνα" και διάφορα άλλα που έχω ξεχάσει; Αυτά όλα μπορεί να έχουν εξαφανιστεί πια. Τα θυμάμαι εγώ που τα παίζαμε τα καλοκαίρια και δεν χόρταινα τις συγκινήσεις που πρόσφεραν, δεν πήγαινα ποτέ για ύπνο αρκετά ικανοποιημένη , ήθελα κι άλλο, πάντα, διαρκώς. Σα να ήξερα ότι δεν κρατά για πολύ αυτή η φάση, κι ας μοιάζει εκείνες τις βραδιές να λειώνει ο χρόνος και να παραδίνεται, απάτη είναι, τρέχει ο άτιμος, τρέχει.


Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Η χρυσή τομή



Μαθηματικά κάναμε πολλά, και πάντα ήμασταν πίσω από την ιδανική σχολική παρακολούθηση στο σχολείο θηλέων που τέλειωσα. Αυστηροί και κάπως πικραμένοι καθηγητές διαδέχτηκαν τη γυναίκα που στο γυμνάσιο μας έδειχνε εμπιστοσύνη και συμπάθεια, η χαρά της μάθησης εξοβελίστηκε δια παντός, τα μαθηματικά γίνανε ο βραχνάς που έπρεπε η καθεμιά να αντιμετωπίζει μόνη της. Ωστόσο δεν θυμάμαι αν μάθαμε τα δύσκολα ή τα εύκολα χρόνια τη χρυσή τομή, κι αν ήταν στη Γεωμετρία. Το μόνο πράγμα που μου έμεινε. Το φως που ένιωσα να με πλημμυρίζει όταν μας εξήγησαν τι ακριβώς σημαίνει και πώς χρησιμοποιείται, ή μάλλον πώς θεωρείται.  Θα ήταν ίσως η λέξη αυτή, η οικειότητα του χρυσού, που μας έκανε να ανακαθίσουμε ζωντανεμένες στα θρανία μας, να φωτιστούν τα νυσταγμένα μάτια μας λιγάκι; Ο καθηγητής, ή καθηγήτρια, φωτίστηκε κι αυτός, η αίθουσα χρύσισε. Φέρνω ακόμα στο μυαλό μου την εικόνα του πίνακα με την ευθεία κομμένη στο υπολογισμένο σημείο της χρυσής τομής.  Ήταν η στιγμή που ένωνε εκείνο το βαρύ μάθημα που μας έβγαζε άχρηστες με ό,τι μας άρεσε κι αγαπούσαμε, τα εικαστικά, τις τέχνες.
Θα μπορούσαν να υπάρχουν κι άλλες τέτοιες γέφυρες; Να συναντήσουμε τη χρυσή τομή μαθαίνοντας στοιχεία Ιστορίας της τέχνης, ας πούμε, ή να βρούμε με μαθηματικούς τύπους τις βασικές αρχές του τονικού συστήματος στη θεωρία της Μουσικής; Δεν έχουν κάτι μαθηματικό οι κλίμακες που θα μπορούσε να μπει στην Αριθμητική του Δημοτικού, να μαθαίνουν τα παιδάκια που δεν σκέφτονται οι γονείς, ή δεν μπορούν να τα στείλουν σε Ωδείο, την αλφαβήτα της αναπαράστασης των μουσικών συμβόλων; Και στα θρησκευτικά θα μπορούσαν να μπουν να μπουν λίγα στοιχεία ιστορίας των αναπαραστάσεων του θεού ανά τους αιώνες, αλλά και της εξέλιξης των ύμνων. Η μουσική και οι εικαστικές τέχνες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη θρησκεία. Με τόσες ώρες θρησκευτικά θα μπορούσαμε να έχουμε μάθει κάτι για το Γρηγοριανό μέλος, για τον Γκουίντο ντ’ Αρέτσο που επινόησε τις νότες, για το πότε μπήκε η προοπτική στις τοιχογραφίες και πώς εξελίχτηκε. Να βρίσκαμε μια χρυσή τομή στην ύλη και τις διδακτικές ώρες…
Αλλά όχι, δεν έγινε έτσι. Τα Μαθηματικά μας γύρισαν ξανά την πλάτη, όπως τη γύριζε ο απογοητευμένος- και που έσπερνε απογοήτευση- καθηγητής, τα Εικαστικά εξαφανίστηκαν σταδιακά διότι μεγαλώναμε και οφείλαμε σοβαρότητα, η Ωδική έφτασε ως το μισό πρώτο εξάμηνο της θεωρίας με χίλια βάσανα, θέατρο ό,τι γράψαμε μόνες μας για την ερασιτεχνική παράσταση, και θρησκευτικά, ξέρετε. Εξάλλου, όλοι ξέρουμε τα ίδια.




Είναι καστανή η καστανιά;


Η καστανιά δεν είναι πάντα καστανή. Σίγουρα όχι τώρα, που τα λουλούδια της τινάζονται σα μικροί ήλιοι και κάνουν όλο το βουνό να φαίνεται κίτρινο. Πρώτη φορά συνειδητοποιώ πόσες πολλές καστανιές έχει αυτή η πλαγιά, κι ας έχω περπατήσει φθινόπωρο στο γύρω δάσος, πάνω στο καστανόχωμα.
Προσπαθώ στο μυαλό μου να βάλω σε σειρά τις εποχές. Αυτή την προκλητική ανοιξιάτικη κατάσταση- μα είναι άνοιξη, είναι καλοκαίρι, τι είναι; Μήπως είναι καστανοέκρηξη, κάτι σαν ενδιάμεση εποχή; Αυτό που αντικρίζω τώρα να το συνδυάσω με την καρτερική όψη του φθινοπώρου, τότε που το καφέ απλώνεται σιγά σιγά και τόσο εντυπωσιακά ώστε να πάρει το χρώμα το όνομά του.
Έχουμε έρθει μια ή δυο φορές στο τριήμερο της 28ης Οκτωβρίου (Το ένδοξο 28 που έλεγαν τα πιτσιρίκια) κι έχουμε περπατήσει σε χωματόδρομους που αρχίζουν να λασπώνουν, έχουμε μαζέψει με ενθουσιασμό κάστανα και καρύδια. Όσα κάστανα ήταν με την αγκαθωπή πανοπλια τους δεν καταφέραμε να τα καθαρίσουμε, παραιτηθήκαμε σε λίγο απ' αυτή τη συλλογή. Τα άλλα τα χαράζαμε και τα βάζαμε στο τζάκι, μπορέσαμε να φάμε μερικά. Πιο καλά είναι βραστά τα κάστανα Πηλίου, διαπιστώσαμε. Μα πώς γίνονται κάστανα αυτά τα τόσο λεπτεπίλεπτα λουλουδάκια, αυτό δεν μπορώ να καταλάβω.
Το να μαζεύεις κάστανα, λέει ο σοφός μου γείτονας, είναι πολύ δύσκολη δουλειά. Τώρα πια δεν τα μαζεύουν εδώ, δεν συμφέρει. Όταν ήμουν νέος, εγώ γκρέμιζα κάστανα, ανέβαινα στην κορφή της καστανιάς και γκρέμιζα τα κάστανα. Ου, να δεις πώς τα γκρέμιζα τότε. Από την κορφή κουνούσα όλο το δέντρο και γκρέμιζα τα κάστανα.
Προσπαθώ να φέρω την εικόνα στο μυαλό μου. Γκρεμίζεις τα κάστανα χωρίς να γκρεμίσεις τίποτ' άλλο, το δέντρο ας πούμε, και κυρίως χωρίς να γκρεμιστείς εσύ. Καλά, αυτά τα δέντρα δεν γκρεμίζονται, γι αυτό το ρήμα έχει τόση δύναμη, νομίζω. Κι ακολουθεί το τρομερό καθάρισμα και το ξεδιάλεγμα και το πούλημα και για τα πιο εκλεκτά, το ψήσιμο στα πεζοδρόμιο.
Τα λατρεύω τα κάστανα. Το φθινόπωρο θα σας αποκαλύψω τον καλύτερο και φθηνότερο καστανά της Αθήνας, μόλις βεβαιωθώ ότι είναι στη θέση του.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Zagora by night

 Γιορτάσαμε τη μεγαλύτερη μέρα του χρόνου ανεβαίνοντας στις πίστες του σκι, στις Αγριόλευκες, εκεί που τα παιδιά, αλλά και ο μπαμπάς τους, έμαθαν σκι. Περπατήσαμε κάμποσο βυθισμένοι στις αναμνήσεις και στη μυθοπλασία που είχε στήσει ο Δημήτρης στο παράξενο μυθιστόρημα του "Χιονίζει ήσυχα στις Αγριόλευκες", μαγεμένος από τη γνωριμία με τα βουνά, τη φθαρμένη δόξα των χωριών και την εμπειρία του σκι.
Απο ψηλά βλέπαμε τη Ζαγορά, φαινόταν λες ότι θα απλώναμε το χέρι και θα την αγγίζαμε. Άντε πάμε στη Ζαγορά, είπαμε κατεβαίνοντας.
Αμ δεν είναι τόσο απλό. Επτά χιλιόμετρα απέχουμε εμείς από το χιονοδρομικό στις Αγριόλευκες, αλλά η Ζαγορά είναι άλλα 20, όλο στροφές. Είχαμε πάει κάποτε από ένα μονοπάτι που κόβει τις στροφές, δεν είχαμε καταλάβει. Αυτή τη φορά φτάσαμε ζαλισμένοι και αρκετά αργά. Και στην αρχή βρήκαμε μια μικρή πλατεία, αυτό είναι όλο; Δεν θυμόμασταν Όχι βέβαια, η Ζαγορά είναι κωμόπολη, έχει τέσσερεις πλατείες, κι είναι απλωμένη, δεν την γυρίζεις εύκολα. Μας καλούσε να καθήσουμε ένα παγκάκι τοποθετημένο "εις μνήμην" κάποιου, και πολύ χαρήκαμε που αυτή η βρετανική συνήθεια έφτασε και σε μάς, αλλά προχωρήσαμε.
Καταφέραμε να ανακαλύψουμε την κεντρική πλατεία, του Αγίου Γεωργίου. Κόσμος στα μαγαζιά, Σαββατόβραδο, θα είχαν έρθει και Αθηναίοι. Περνούν παρέες νέων και εξαιρετικά ωραίων, η λαμπρή τους όψη μου θυμίζει ότι εδώ υπήρξε κάποτε κέντρο γραμμάτων και τεχνών, βιοτεχνίας και ναυπήγησης, πλούτου και ευεργεσιών. Βρίσκουμε προτομή του Κορδάτου, άγαλμα του Νίκου Γούναρη, με το λιγοστό φως θαυμάζουμε τα μαρμαρόγλυφα 
στην πίσω όψη της εκκλησίας, ανεβαίνουμε λίγο παραπάνω στα καλοσυντηρημένα δρομάκια, κάτι σπίτια παλιά πέτρινα βοηθούν να φανταστείς την όψη της ακμής στο 19ο αιώνα. Κάπως ακόμα τα καταφέρνει η Ζαγορά με τα μήλα της, έχει την πολυτέλεια να προσφέρει την ομορφιά της στους περιηγητές, έστω και νύχτα.
Στον περίβολο της εκκλησίας μια βρύση είναι δωρεά της κόρης του Κορδάτου στη μνήμη των γονιών της. Τιμούμε κι εμείς τη δουλειά του ιστορικού, ειδικά εδώ στο Πήλιο καθημερινά ανατρέχουμε, είναι η πηγή μας. Απ' αυτόν ξέρουμε ότι η Ζαγορά, η πατρίδα του, εφτιαχνε καράβια τραγουδισμένα, παραθέτει όλα τα σχετικά τραγούδια.
Πόσο παράξενη η ζωή στα βουνά, τόσο πλούσια και πολυσχιδής, δεν παύει να με εκπλήσσει




Χρώματα κι αρώματα

Φτάνουμε, ξεφορτώνουμε, κουβαλάμε, τακτοποιούμαστε, ρίχνουμε μια ματιά στο βουνό, μωβ βαθύ σχεδόν μαύρο, από τους ξερούς κορμούς της δασικής οξιάς. Τις μέρες που χιόνιζε, άσπρισε βέβαια, αλλά ήταν άνοιξη, γρήγορα ξαναβρήκε το μωβ του. Ώσπου να γυρίσουμε το κεφάλι είχε γίνει πράσινο, μια φωτεινή απόχρωση από τα νεαρά φύλλα, αλλά όχι ενιαία. Πινελιές όλων των παραλλαγών του πρασίνου. Σε ζάλιζε να το κοιτάς και να προσπαθείς να βρεις λέξεις για τα χρώματα. Δεν έχουμε και πολλές, έτσι; Κυπαρισσί, λαχανί, ανοιχτό σκούρο και βαθύ, λαδί, τι άλλο;
Δεν πρόλαβα να φωτογραφίσω την πλαγιά, άλλαξε πάλι. Συνέχεια αλλάζει, κρατά λίγες μέρες η ανθοφορία μερικών δέντρων, γεμίζουν φύλλα μετά, ανθοφορούν άλλα. Τώρα είναι γεμάτες λουλούδια οι καστανιές, και νέα παρτίδα αγριολούλουδων έχει πάρει τη θέση των προηγουμένων, που ακόμα δεν κατάφερα να μάθω τα ονόματά τους. Οι φτέρες, που τις κόβαμε στην άκρη για τσιγαριστές με αυγά, έχουν απλώσει τα φύλλα τους, έχουν φτιάξει ολόκληρο δάσος, απο κάτω χαρχαλεύουν μικρά ερπετά, κρύβουν τη θέα στο περπάτημα. Αυτάρκεις, προϊστορικές φτέρες, τα μόνα φυτά που ακόμα πολλαπλασιάζονται με σπόρους οι οποίοι βγαίνουν κατευθείαν πάνω στα φύλλα τους, ούτε λουλούδια, ούτε γύρη, ούτε μέλισσες, ούτε σεξ, τίποτε. Ούτε μπελάδες, θα μπορούσε να πει κανείς. Η φλαμουριά, που για μια βδομάδα μύριζε και βούιζε από τα λουλούδια της, νομίζαμε ότι θα πάθουμε κάτι από τη δυνατή μυρωδιά, ότι θα μας τσιμπήσει κάποιο από τα χιλιάδες έντομα που την τριγύριζαν, αλλά τίποτε δεν συνέβη, ήταν απολύτως αφοσιωμένα στη δουλειά τους, η φλαμουριά λοιπόν σκουραίνει και τινάζει τα ξεραμένα πλέον άνθη, έχει βάψει τον κήπο κίτρινο.
Ο Ιούνιος ακόμα ποτίζει και μπουμπουνίζει, θα ήθελα να ξέρω όλα του τα έργα, να τα μελετώ απομονώνοντας τις ανθρώπινες δραστηριότητες, αλλά πρέπει σιγά- σιγά να ετοιμάσω βαλίτσες. Θα κιτρινίσουν εδώ τα χόρτα χωρίς εμένα.






Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

Προσκύνημα στις πίστες

Σ' αυτό το πράσινο το χώμα
το στοιχειωμένο κι ιερό
που δεν είν' ίδιο το χειμώνα
π' αλλάζει με κάθε καιρό
σ' αυτό το χώμα προσκυνούμε
κι ερχόμαστε κάθε φορά
να θυμηθούμε όσο ζούμε
τα κατορθώματα τα φοβερά
πώς μάθανε σκι τα παιδιά μας
πώς έμαθε και ο μπαμπάς
πώς η μαμά έκανε πίσω
και το 'χασε οριστικά
κι απο ψηλά σαν ηγεμόνες
να ονοματίσουμε νησιά
να αναγνωρίσουμε λουλούδια
να ακούσουμε και τα πουλιά
και να πετάξουμε για λίγο
πάνω απ' τα μέρη τα παλιά


Τα κεντήματα

Από τις αγριομολόχες που βλέπω κατεβαίνοντας στην Αγριά να υψώνονται άξιες του άλλου ονόματος τους, δεντρομολόχες να θέλουν να γίνουν, αλλά δεν προλαβαίνουν ποτέ να δενδρώσουν, ξεραίνονται, μου κόλλησε το τραγούδι με την καλόγρια που 'κεντά σ' ένα αχερόχρωμο πανί' και το τραγουδάω όλη μέρα.
Κεντούσαν όλες με πάθος, η γιαγιά που γνώρισα και η άλλη που δεν γνώρισα, οι θείες μου επίσης. Η μαμά μου ως εργαζόμενη όχι, αλλά και πάλι έχουμε προικιά για δέκα σπίτια, τραπεζομάντιλα, σεμέν, πετσέτες, κουρτίνες, καδράκια... Τα καλοκαίρια κάθονταν το απόγευμα με τον καφέ και το κέντημα σε μια κατάσταση ζεν που ήταν σα να απλώνει το χρόνο και να σκεπάζει τις μέρες, να τις κρύβει από τη φθορά, ακριβώς όπως κρύβει το τραπεζομάντιλο τα χαλασμένα ξύλα του τραπεζιού. Συναντιώνταν οι τρεις αδερφές εδώ στη Δράκεια τα καλοκαίρια και ενίοτε ήμουν εγώ μαζί τους σαν τέταρτη αδερφούλα, αλλά και μαζί κορούλα με τρεις μαμάδες που η μια εξουδετέρωνε την άλλη και τους ρόλους. Τις έπαιρνα εκδρομές με το αυτοκίνητο και προσπαθούσα να τις οδηγώ πάντα προς την ελαφρότητα και την ξεγνοιασιά. Δεν ήταν εύκολο.
Μου άρεσε να κεντάω, αλλά ελάχιστα το έκανα, κι όταν προσπάθησα να εισάγω τη μαμά μου ξανά στην τέχνη, να απασχολείται με κάτι στα γεράματα, αρνήθηκε σθεναρά. Τέλειωσα εγώ τα κεντήματα που υποτίθεται ότι αρχίζαμε μαζί. Καθισμένη δίπλα της τέντωνα το χρόνο, μάθαινα να υπομένω τη βραδύτητα, και μάζευα μάλλον κακόγουστα μαξιλαράκια. Τα έφερα εδώ να στολίζω την πολυθρόνα.
Το κέντημα του τραγουδιού σε στίχους του Λόρκα είναι αλλιώτικο, εκεί η μικρή καλόγρια ταράζεται από τους καβαλάρηδες της ονειροφαντασιάς της, το κέντημα δεν αρκεί για να την ηρεμήσει, αλλά τι να κάνει; σκύβει ξανά και ξεσπάει στο πανί. Ίσως και οι τρεις αδερφές να ήταν κάποτε έτσι ανήσυχες, πολλα χρόνια πριν τις γνωρίσω εγώ και με πάρουν μεγάλες πια στην παρέα τους.

Στο Πήλιο δεν έχει μπαλκόνια




Για να δούμε τις προπολεμικές φωτογραφίες της Δράκειας, πριν το σεισμό που άλλαξε τα πάντα, έχουν δίκιο οι κανόνες δόμησης Πηλίου που απαγορεύουν τα μπαλκόνια; Θα το ξέρετε, φαντάζομαι, ότι όλα τα χωριά έχουν αυστηρούς πολεοδομικούς περιορισμούς, τα σπίτια πρέπει να μοιάζουν με τα παλιά, να μην αλλοιωθεί ο χαρακτήρας. Και βέβαια έχουν βρεθεί τρόποι και για μπαλκόνια και για στρίμωγμα και για κάτι σαν πολυκατοικίες ακόμα, όχι στο δικό μας χωριό, στα τουριστικά και στα παραθαλάσσια, αλλά έστω κι έτσι οι περιορισμοί έχουν χρησιμεύσει, πράγματι ο χαρακτήρας δεν έχει εντελώς αλλοιωθεί. Κάποια συγκράτηση υπάρχει.
Είναι ξεκάθαρο ότι οι παλιοί δεν έκαναν μπαλκόνια. Ηπειρώτες μάστοροι που δούλευαν εποχιακά ή μετανάστευσαν μόνιμα εδώ έχτισαν τα παραδοσιακά σπίτια, αλλά φαντάζομαι οι ίδιοι θα μπορούσαν να δουλέψουν άνετα και στα άλλα, τα αστικά, ας τα πούμε, που συνυπάρχουν μια χαρά στα χωριά του Πηλίου. Νεοκλασσικά σε βουνίσιο τύπο αυτά που λέμε αστικά, αλλά και αυτά ενίοτε με έρκερ- χαγιάτια ή όπως αλλιώς λέγονται, και τονισμένα παράθυρα και επιβλητικές πόρτες, επίσης χωρίς μπαλκόνια. Τι μπορεί να σημαίνει αυτή η αρχιτεκτονική επιλογή για τον τρόπο ζωής και τους χαρακτήρες των κοινωνιών άραγε;
Όταν φτιαχνόταν το δικό μας σπίτι, ο αρχιτέκτονας είχε πει ότι θα μπορούσαμε ίσως να φτιάξουμε ένα μικρό μπαλκονάκι, κάπως θα το βόλευε. Τελικά αποφασίσαμε πλήρη συμμόρφωση στους όρους και τους νόμους, ως συνήθως. Αντι για μπαλκονάκι μπήκαν τρία παράθυρα. Το δωμάτιο γέμισε κρεβάτια, όπως συμβαίνει συχνά στα εξοχικά, μπορεί ακόμα να κοιμήσει πέντε άτομα! Ό,τι πρέπει για εκδρομές παιδιών, εφήβων, νέων, κι ίσως και λιγότερο νέων.
Εγώ όμως από την πρώτη στιγμή που το είδα ονειρευόμουν να μπορώ να κάθομαι εκεί, μπροστά στα παράθυρα αυτά, και να χαζεύω το βουνό απέναντι και τη θάλασσα στο βάθος. Τριάντα χρόνια το ονειρευόμουν και δόστου βόλευα μαξιλάρια και κρεβάτια να γίνονται κάτι σαν κάθισμα, και πιανόμουν και άλλαζα, κι άντε ξανά. Είχε πια γίνει ένα είδος ταμπού, το οποίο φέτος ξεπέρασα. Μέσω ίντερνετ παράγγειλα στο ΙΚΕΑ το πιο μικρό και πιο ρουστίκ γραφειάκι που διέθετε ο κατάλογος, μαζί με καρέκλα γραφείου, πλήρωσα με την κάρτα, και μια μέρα από εκείνες τις βροχερές τις ανοιξιάτικες, εμφανίστηκε το φορτηγάκι και μου έφερε ως μέσα στο σπίτι ο οδηγός το κουτί με το έπιπλο εντελώς πεπλατυσμένο.
Συνήθως τα ΙΚΕΑ τα έφτιαχνε ο Σπύρος μας, αλλά αυτή τη φορά έπρεπε να το φτιάξω μόνη μου. Μου πήρε ένα μεροκάματο, ήταν και περίπλοκο, πραγματικά ίδρωσα, αλλά τα κατάφερα. Κι έχω έκτοτε ένα ονειρικό γραφειάκι μπροστά στο παράθυρο που βλέπει βουνό και θάλασσα, απολύτως προφυλαγμένο από ανέμους και βροχές και άλλους παράγοντες αστάθειας. Μήπως γι αυτό δεν έκαναν μπαλκόνια οι παλιοί, για να φτιάχνουν επίπεδες και βολικές γωνιές σταθερότητας στο βουνό;
Να δώ πώς θα ξεδιβωθώ από αυτή την καρεκλίτσα να κατέβω στην Κυψέλη.









Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

Ο πειρασμός της τρυφερότητας

Κοιμήθηκα βαριά και ξύπνησα με άγχος σήμερα, ότι δεν έχω ταΐσει το γατάκι, τα σκυλάκια, ύστερα θυμήθηκα πως δεν χρειαζόταν.
Περάσαμε λίγες μέρες κολλητές με το γατάκι πρώτα, που το βρήκα να τσιρίζει απελπισμένο στο χαντάκι του δρόμου, το τάιζα με μπιμπερό, δηλαδή ένα φιαλίδιο από κολλύριο, κι όποτε απομακρυνόμουν λίγο έβαζε ξανά τις φωνές. Τι να έκανα, το είχα συνέχεια μαζί μου, το έβαζα στην τσέπη μου και ηρεμούσε. Για να κοιμηθεί του έφτιαξα ένα μικρό κουτί με τη μπλούζα μου μέσα, του άρεσε κι εκεί. Τέτοιες δηλώσεις, ότι με έχουν ανάγκη, δεν μου είχαν ξανατύχει αφότου τα παιδιά μου πέρασαν τη βρεφική ηλικία, είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι πρέπει να το πάρω στην Αθήνα, το ονόμασα Πεπίτο.
Διάφορες γάτες περνούσαν και το μύριζαν όταν καθόμασταν στον κήπο, αλλά σήκωναν τη μύτη κι έφευγαν μετά. Ένα απόγευμα ήθελα να πάω βόλτα, μόλις απομακρυνόμουν λίγο τσίριζε ο Πεπίτο, οπότε τον έβαλα στην τσέπη και ξεκίνησα. Στο δρόμο ήταν μια γάτα που δεν είχα ξαναδεί, τον έβγαλα από την τσέπη και τον ακούμπησα κάτω, η γάτα πήγε κοντά του, τον μύρισε, κι άρχισε να τον γλύφει. Ο Πεπίτο χώθηκε στην αγκαλιά της κυριολεκτικά, καθόμουν κάμποση ώρα και τους χάζευα να γλείφονται και να τρίβονται, ύστερα έφυγαν χωρίς να μου ρίξουν ούτε μια ματιά. Είχα γλιτώσει την ευθύνη του Πεπίτο, αλλά το άλλο πρωί μου έλειψε ακριβώς αυτή η φροντίδα. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.
Ύστερα εμφανίστηκαν τα σκυλάκια. Κρύβονταν κάτω από ένα αυτοκίνητο και μόλις έφυγε, άρχισαν ακατάσχετο κλάμα, στο δρόμο κάτω από το σπίτι. Το ένα ανέβηκε ως τον κήπο, το τάισα, ευτυχώς δεν χρειαζόταν μπιμπερό, ύστερα ήρθε άλλο ένα. Άντε πάλι κρεβατάκι, γαλατάκι, γκρίνια, χάδια, τρεχάλες. Μείνανε δυο μέρες, την άλλη εξαφανίστηκαν. Κατα το μεσημέρι ακούω πάλι κλάματα, είχε πέσει το ένα μέσα στο ρυάκι και πάλευε να ξεφύγει. Το μάζεψα, έμεινε μιση μέρα να κοιμάται κάτω από ένα κουβερτάκι, ξύπνησε, έφαγε, ξανακοιμήθηκε. Το βάφτισα Ζιζή, είχε ήδη περάσει τη δοκιμασία του νερού. Και τι θα έκανα, θα το έπαιρνα στην Αθήνα; Μεγάλη και δύσκολη απόφαση...
Ήρθαν και τα αδέρφια του το βράδυ, σύνολο τρία. Έψαξα το τηλέφωνο της Φιλοζωικής Βόλου με σκοπό να πάρω την άλλη μέρα, αλλά το επόμενο πρωί είχαν φύγει. Χτες τα ξαναείδα, λίγες μέρες είχαν περάσει, και τα φώναξα, αλλά φέρθηκαν ήδη όπως τα αδέσποτα της περιοχής, το έβαλαν στα πόδια.
Μόνο φυτά έχει στον κήπο για φροντίδα, αισθάνομαι κενό...


Ο μεγάλος περίπατος

Τα παλιά καλντερίμια πάνω στο βουνό, χτισμένοι με πέτρα δρόμοι που περνούν δάση και λαγκάδια, τι μόχθος και τι πάθος για επικοινωνία. Έτσι ενώνονταν τα χωριά, από τέτοιους δρόμους έφευγαν οι Πηλιορείτες για μικρά και μεγάλα ταξίδια, για μεταφορές και εμπόριο, για μετανάστευση. Κι εμείς ως τέκνα πολυτελούς εποχής θέλαμε μόνο να γευόμαστε τις χαρές της φύσης, να κάνουμε μεγάλους περιπάτους, αλλά δεν ήταν πάντα απλό.
Ρωτούσα από τη μέρα που πρωτοέμαθα πως υπάρχει, πού βρίσκεται το μονοπάτι για τα Χάνια. Τι το θέλεις; μου απαντούσαν οι Δρακειώτες, πάει τώρα αμαξιτός εκεί. ΄Έλα όμως που εγώ ήθελα το καλντερίμι, την ομορφιά και την πρόκληση. Και δώστου ξεκινούσα από την πλατεία κι ανέβαινα, και δώστου χανόμουν στις κορδέλες του αμαξιτού, και δώστου ξανάρχιζα. Οι οδηγίες ήταν ασαφείς, οι γνώμες διίσταντο.
Όταν βγήκε το βιβλίο του Χαρατσή, είπα, τέλειωσαν τα ψέμματα, τώρα θα το βρω. Πήρα και τα παιδιά μαζί. Μια φορά χαθήκαμε σε ένα ρέμα, κάτι νόστιμα γαντάκια που φορούσαν, γιατί ήταν και χειμώνας, τα σπείραμε σε κάποια λακούβα, ολοκαίνουργια. Μια άλλη φορά βουλιάξαμε στο χιόνι, αλλά καταφέραμε να βρούμε μερικά κομμάτια καλντεριμιού ανάμεσα στις κορδέλες του δρόμου. Τελικά όμως φτάναμε στα Χάνια από το χωματόδρομο, το μονοπάτι, κατέληξα, έχει χαθεί οριστικά στις διανοίξεις του δρόμου.
'Μα πού τα τραβολογάς τα παιδιά;' μου έλεγαν όσοι μας έβλεπαν. Πράγματι τα τραβολογούσα. Ειδικά τα τελευταία χιλιόμετρα τα έκαναν με δέλεαρ τα παιχνιδάκια που θα αγοράζαμε στα Χάνια. Ανεβαίναμε μέσα στα γλυκύτατα χάδια της φύσης και κατεβαίναμε κραδαίνοντας εκείνα τα χαρτόνια με πλαστικά σετ αστυνόμου, περίστροφα, χειροπέδες και δεν ξέρω τι άλλο. Αλλά ο κόπος και τα έξοδα, ακόμα και η πλαστικούρα, άξιζαν νομίζω. Θα φτιάχτηκαν και αναμνήσεις καλοχτισμένες σαν καλντερίμια, άφθαρτες σαν πλαστικό, με κείνους τους μεγάλους περιπάτους.

Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

Τριάρι και αρχοντικό



Ο μπαμπάς μου, μικρασιάτης, αγάπησε πολύ τη Δράκεια. Ήθελε να βρει ένα σπίτι, ή να χτίσει, γιατί εδώ δεν υπήρχαν πολλά παλιά, λόγω του σεισμού. Έφτιαχνε σχέδια, του άρεσε πολύ να φτιάχνει σχέδια σπιτιών ούτως ή άλλως. Τον θυμάμαι μια ζωή να σχεδιάζει διαμερίσματα στην κασετίνα των τσιγάρων.

Βρήκε τελικά ένα οικόπεδο και αγόρασε, το οποίο δεν πρόλαβε να χτίσει, ανέλαβε η μαμά να πραγματοποιήσει κάποιο από τα σχέδια. Ήταν πολύ παράξενο οικόπεδο, σαν λάκκοςμου είχε φανεί. Απίστευτο ότι χτίστηκε σπίτι εκεί πέρα, αυτό που βλέπετε αριστερά. Με σχέδιο πηλιορείτικο, όπως ορίζει ο νόμος. Γύρω γύρω ο κήπος φτιάχτηκε σιγά- σιγά, κι ακόμα τον φτιάχνουμε.

Ο γείτονας μας θυμάται το χώρο του κήπου και όλο το οικόπεδο να τον καταλαμβάνει το αρχοντικό που υπήρχε εδώ πέρα. Ήταν από τη μια μεριά τριώροφο, από την άλλη ισόγειο, πέτρινο με εσωτερική αυλή, οντάδες, κατώγια, κι όλ' αυτά τα καταπληκτικά στοιχεία που έχει ακόμα τα αρχοντικό Τριανταφύλλου, στη διπλανή φωτογραφία, ένα από τα λίγα που σώθηκαν και συντηρήθηκαν. Στο σεισμό του Βόλου, η Δράκεια χτυπήθηκε πολύ, κι ένα σωρό σπίτια που δεν έπεσαν, κρίθηκαν επικίνδυνα και τα σάρισαν μετά, όπως λέει ο γείτονας μας, ένας ζωντανός θησαυρός θεσσαλικής ντοπιολιαλιάς. Θυμάται να έχουν φέρει συρματόσχοινα χοντρά σαν το μπράτσο του, να έχουν δέσει το σπίτι και να το τραβάνε να πέσει, να σωριάζεται μέσα στο ίδιο του το οικόπεδο...

Πριν το γκρεμίσουν, αυτό και άλλα πολλά, είχε μπει μέσα ο Κίτσος Μακρής και είχε μαζέψει για το μουσείο του στο Βόλο ταβάνια ξύλινα με πυρογραφίες και κομμάτια φρέσκο από τους τοίχους, κι ό,τι μπορούσε. Αν πάτε στο μουσείο Κίτσου Μακρή στο Βόλο θα δείτε ότι τα περισσότερα μεγάλα κομμάτια είναι από τη Δράκεια.

Σ' αυτό το ερείπιο μέσα έχτισε η μαμά μου το τριαράκι μας, ο κήπος τώρα τριγυρίζει το σπίτι ενώ παλιά το χτίσμα τριγύριζε τον κήπο, και είναι σα να είσαι μέσα σε δάσος, τόσο πολύ που μεγάλωσαν τα δέντρα. Ζηλεύουμε βέβαια πολύ τα αρχοντικά, αλλά πώς θα τα φέρναμε βόλτα αν είχαμε βρει να αγοράσουμε κάτι τέτοιο;




1



1


1

Το σουμάκι του βυρσοδέψη



Νομίζω ότι μεγαλώνοντας, μην το πούμε γερνώντας, κοιτάζω περισσότερο τις λεπτομέρειες στη φύση όταν περπατώ. Λογικό είναι, αφού σταματώ πιο συχνά και για πιο πολλή ώρα να πάρω ανάσα. Κοιτάζω μακριά, τον ορίζοντα, κοιτάζω κοντά, το κάθε δέντρο, κάθε θαμνάκι, έχει προσωπικότητα. Να, κοίτα αυτό εδώ στο μονοπατάκι, τι να είναι άραγε;
Ψάχνω την εφαρμογή που σου βρίσκει τα ονόματα των φυτών, ανακάλυψη της τελευταίας βδομάδας, η Flora incognita. Συνήθως δεν το βρίσκει, ίσως λόγω αναζήτησης υπερβολικής ακρίβειας. Tώρα το βρήκε, Τanner's sumac, λέει, επιστημονική ονομασία Rhus coriaria. Στο Google βρίσκω και την ελληνική, ρους ο βυρσοδεψικός, αυτό θα είναι λοιπόν, γιατί συμπίπτουν τα δυο ονόματα. Βυρσοδεψία στο βάθος του ορίζοντα.
Η λέξη σουμάκ κάτι μου θυμίζει, ναι, την τραγουδίστρια Ίμα Σουμάκ, αυτήν την παράξενη περουβιανή σοπράνο που η φωνή της έπιανε 4 οκτάβες, αγαπημένη της αγαπημένης μου φίλης Αλίκης. Αλλά δεν έρχεται από το Περού το σουμάκ, περσική είναι η λέξη, μαθαίνω ψάχνοντας στο διαδίκτυο όταν επιστρέφουμε, και έχει περάσει δυτικά έως εμάς. Φτιάχνουν ένα μπαχαρικό με το λουλούδι αυτό, το οποίο δίνει γεύση αλλά και χρώμα στις σαλάτες.
Και βέβαια κάποτε το χρησιμοποιούσαν στη βυρσοδεψία. Ίσως κάποιος βυρσοδέψης να είχε φυτέψει εδώ τα σουμάκια, αφού δίπλα περνά ορμητικός ο χείμαρος και χρειάζεται νερό τρεχούμενο η δουλειά αυτή. Μπορεί να φωτογράφισα το τελευταίο ίχνος κάποιας επιχείρησης που εγκαταλείφθηκε εδώ και αρκετά χρόνια, κι όχι απλώς ένα άγριο φυτό. Ποιος ξέρει;

Μικρός περίπατος



Τον μεγάλο περίπατο δεν τον κάναμε, μικρές ούσες κάναμε τον μικρό. Πηγαίναμε στην Ομόνοια βόλτα, είχε ένα καφενείο που σέρβιρε ανθόγαλο με μέλι. Βόμβα θερμίδων, αλλά ήταν για μας βουκολική ανακάλυψη, η επαρχία που επιθυμούσαμε μέσα στην Αθήνα που μας πίεζε, κάτι σαν αντίστροφη πορεία των επαρχιωτών δηλαδή, που έχει απαθανατίσει η συλλογική μνήμη. Εμάς πάλι όχι, δεν μας απαθανάτισε.
Κάτι άλλο που δεν απαθανάτισε αν και το λείψανο του στέκει καταμεσίς στην καρδιά της πόλης, αν υποθέσουμε ότι έχει καρδιά η συγκεκριμένη πόλη, είναι το καφενείο Πικαντίλυ απέναντι από το Ρεξ και την νυν βυθισμένη πλατεία όπου δεσπόζει το άγαλμα του Παναγούλη με το χέρι σηκωμένο ψηλά να ζητά βοήθεια. Το κτίριο υπάρχει πάντα πίσω από καναδυό από τα συνολικά εφτά πέπλα της Σαλώμης που το σκεπάζουν. Μπαίναμε στο καφενείο εκείνο δυο ή τρία μαζί τολμηρά κορίτσια παρέα, με το κεφάλι ψηλά, ως ναυαρχίδες νικήτριες σε λιμάνι, και σήκωναν όλοι οι άντρες, από όλες τις παρέες, αμιγώς αντρικές γύρω από τα μαρμάρινα τραπεζάκια, τα κεφάλια τους ξαφνιασμένοι, μας κοιτούσαν όλο ξινίλα, αλλά δεν έλεγαν τίποτε. Τι θέλαμε κι εμείς εκεί; Θα σας γελάσω, δεν θυμάμαι πια, νομίζαμε ότι ρίχνουμε κάστρα, υποθέτω. Μια φορά είχα πάει μόνη μου για να δοκιμάσω την αντοχή μου, και την είχα βρει λιγοστή.
Απέναντι ήταν το Ρωσικόν, όπου μπορούσες να φας ωραίο πιροσκί ή εναλλακτικά, σε γλυκό, διάφορες πάστες. Εκεί τα βλέματα δεν ήταν τόσο εχθρικά, τρώγαμε λοιπόν την πάστα καθισμένες σε κάτι δερμάτινες πολυθρόνες μεγάλης σπατάλης χώρου και πολυτέλειας, και νιώθαμε σπουδαίες.
Στο Σύνταγμα τα τραπεζάκια ήταν απέναντι από τα ζαχαροπλαστεία, το οποία βρίσκονταν περίπου εκεί που είναι τώρα το public,  και το γκαρσόνι περνούσε με το δίσκο το δρόμο σα να ήταν σε παραλία. Η Μαργαρίτα μας έδινε εκεί ραντεβού και έλεγε, ‘θα βρεθούμε στις πορτοκαλιές καρέκλες’. Μπορεί να συναντούσαμε φίλους, πράγμα που έχει πάψει να συμβαίνει εδώ και πολύ καιρό στο κέντρο της πόλης. Μεσολάβησαν αλλαγές, έφυγαν τα καφενεία, ακρίβηναν τα νοίκια υπερβολικά και ύστερα φτήνηναν αλλά κανείς δεν ήθελε πια μικρό περίπατο στο κέντρο.
 Μπορεί κιόλας να ήθελαν όλοι έναν μεγάλο περίπατο, χωρίς καφενεία, χωρίς μαγαζιά, χωρίς γνωστούς, με τον Παναγούλη να πασχίζει να μην πνιγεί και τη φτωχολογιά της υφηλίου να παλεύει να επιπλεύσει. Αμφιβάλλω σφόδρα, αλλά θα δείξει.

https://www.efsyn.gr/stiles/triti-matia/247966_mikros-peripatos

Σάββατο 13 Ιουνίου 2020

O δρόμος του μεταξιού

Άκου να γράψω χτες ότι δεν έχουν σχέση η Δράκεια και η Βενετία! Η άσχετη! Δεν υπάρχει τόπος στην Ελλάδα -και στα πέριξ- που να μην έχει σχέση με τη Βενετία! Θα έπρεπε να το θυμάμαι κάθε στιγμή!
Ας βοηθήσει λοιπόν ο Κορδάτος μας να διορθώσω το λάθος. Να μην πάμε πίσω στη Φραγκοκρατία, 13ος αιώνας πέφτει πολύ μακριά. Πάμε στην εποχή που τα χωριά του Πηλίου μεγαλώνουν και γίνονται τόσο όμορφα όπως τα ξέρουμε. Πώς τα κατάφεραν, απορεί πάντα κανείς περπατώντας στα καλντερίμια τους. Εκείνος ο 18ος αιώνας έδωσε πολλές ευκαιρίες στις ελληνικές κοινότητες, και τότε ήταν που τα φτωχά αυτά ορεινά χωριά που ως τότε ίσα -ίσα βγάζανε ό,τι χρειάζονταν για να ζήσουν, άρχισαν να εξάγουν προϊόντα. Το πιο σημαντικό ήταν το μετάξι.
Εκθέσεις προξένων που βρήκε ο Κορδάτος περιγράφουν με ακρίβεια πόσα κιλά το χρόνο παράγουν τα χωριά, φίνο μετάξι, όμοιο με της Προβηγκίας, που το εξάγουν κυρίως στη Χίο, όπου υπήρχε βιομηχανία υφασμάτων, και στη Βενετία. Κι έχουν έγνοια οι Βενετσιάνοι να αγοράζουν όσο γίνεται νωρίτερα περισσότερη παραγωγή, κι αν μπορούν όλη, να μην προλάβουν οι Χιώτες!
Αυτή η συναλλαγή είχε αρχίσει από το 1600, αλλά πιο πολύ γινόταν τους δυο επόμενους αιώνες, τότε που στα χωριά του Πηλίου υπήρχαν και αργαλειοί και φτιαχνόταν και ύφασμα μεταξωτό.
Και από το Βόλο έφευγε το μετάξι για Βενετία και από την Πρέβεζα. Οπότε, εμείς που κάναμε τις ανταλλαγές σπιτιών με τους Βενετσιάνους, απλώς ακολουθήσαμε τους δρόμους του μεταξιού.

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2020

Δράκεια- Βενετία

Δεν υπάρχουν κοινά σημεία, αν και ψάχνοντας κανείς κάτι θα έβρισκε. Διαφέρουν πολύ, γι αυτό ακριβώς κάποιοι κάτοικοι της Βενετίας θέλησαν να μας παραχωρήσουν το σπίτι τους και να έρθουν για διακοπές στη Δράκεια ενώ εμείς θα πηγαίναμε στη Βενετία.
Κάναμε τρεις φορές αυτή την ανταλλαγή οικογενειακώς, τη μία μείναμε σε διαμερίσματα σιδηροδρομικών πάνω από το σταθμό, τη δεύτερη σε ένα μεγάλο πεντάρι πάνω από το κανάλι dei Mendicanti, για ολόκληρο μήνα, απ' έξω τη μάθαμε τη Βενετία, φιλοξενήσαμε και τους φίλους μας, την τρίτη σε μια μικρή πλατεία για δυο βδομάδες.
Δεν υπάρχει πόλη σαν τη Βενετία άλλη στον κόσμο, η ομορφιά της σου κόβει την ανάσα, άσε που εμπνέει να εντρυφήσεις στην ιστορία της. Δίνει κουράγιο για τη μελέτη η ομορφιά, γενικότερα. Το να παρακολουθείς την έκπληξη των παιδιών- και των μεγάλων όμως- ήταν μεγάλη χαρά μέσα στη μεγαλύτερη, να είσαι σ' αυτή τη μοναδική πόλη
Οι Βενετσιάνοι μας επίσης πέρασαν ωραία στη Δράκεια, μας άφησαν γράμματα, τους λείπει στη λαγκούνα τους ο αέρας του βουνού, όσο νάναι. Ειδικά αυτοί με το πεντάρι, τρίτεκνη οικογένεια σαν εμάς, είχαν ενθουσιαστεί, καλή τους ώρα.
Μου άρεσαν πολύ οι ανταλλαγές, για δέκα χρόνια κάθε καλοκαίρι κάναμε ένα μεγάλο ταξίδι όλοι μαζί, και κάποιοι τυχεροί έρχονταν στο σπιτάκι μας στη Δράκεια. Καθώς ετοιμαζόμασταν έλεγα πάντα, ότι παρόλη την ευτυχία να ταξιδεύουμε έτσι, ζήλευα κι αυτούς που πήγαιναν στη Δράκεια. Άπληστος ο άνθρωπος. Έτσι έμαθαν το χωριό μας άνθρωποι από πολλές χώρες της Ευρώπης και από τη Νέα Υόρκη, ως εκεί φτάσαμε. Αλλά με τη Βενετία είχαμε εμμονή.
Και ποιος δεν θα είχε; Ακόμα κι ο Τόμας Μαν, απο το Μαγικό Βουνό πήγε στη Βενετία. Άραγε να υπάρχει κάποιος τέταρτος Βενετσιάνος που να θέλει να ανασάνει τον αέρα του βουνού; Θα πρέπει να ψάξω πάλι, να ελπίζω ότι θα ξαναρχίσουμε τα ταξίδια.

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Τα τριαντάφυλλα

Εδώ στο Πήλιο είναι γεμάτες γλάστρες οι αυλές και στο χώμα ό,τι λουλούδι βάλεις πιάνει και φουντώνει. Οι τριανταφυλλιές οργιάζουν. Έβαλε και η μαμά μου στον κήπο του σπιτιού που έφτιαξε και παρόλο που πια τις έχει σκιάσει η φλαμουριά, κάθε χρόνο όταν είμαστε εδώ και τις ποτίζουμε το καλοκαίρι, βγάζουν συνέχεια λουλούδια κι όλο τα κόβουμε και στολίζουμε βάζα λες και γιορτάζουμε κάτι.
Κι ενώ το σπίτι το έφτιαξε η μαμά όταν ο μπαμπάς είχε πεθάνει πια, εγώ όλο ξεχνιέμαι και λέω ότι αυτός τις φύτεψε τις τριανταφυλλιές, γιατί κάπως τον έχω συνδέσει με τα τριαντάφυλλα. Στην πατρίδα του, τα Σπάρτα Πισιδίας, από όπου έφυγε πρόσφυγας δέκα χρονών με τις γυναίκες της οικογένειας, οι άντρες είχαν σταλεί εξορία, το ροδέλαιο είναι βασική παραγωγή. Θα πρέπει να έχουν ροδώνες κάπου έξω από την πόλη, όταν την επισκεφτήκαμε με τις ξαδέρφες μου το 2010, δεν είδαμε ροδώνες μέσα στην πόλη. Πουλούσαν βέβαια παντού ροδέλαιο, και σαπούνια, και αρώματα, και ροζ αρωματισμένες χάντρες κι ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς σε ροζ χρώμα με άρωμα τριαντάφυλλου, και πήρα απ' όλα, αλλά τους ροδώνες δεν τους ανακαλύψαμε.
Ροζ λοιπόν είναι το αγαπημένο μου χρώμα, κι έχω ωραία δικαιολογία, πώς αλλιώς θα γινόταν με μπαμπά από την τριανταφυλλοχώρα; Κι όταν πέθανε ξαφνικά στον ύπνο του, πριν τριάντα τρία πλέον χρόνια, κάπως μου φάνηκε ότι τον είδα παιδί να τρέχει με τις αδερφές του μικρά κορίτσια μέσα στις τριανταφυλλιές αυτές που δεν κατόρθωσα να ανακαλύψω στην πατρίδα του.
Η μαμά ίσως έβαλε τριανταφυλλιές στον κήπο επειδή εκείνου του άρεσαν. Μπορεί να τις είχαν σχεδιάσει μαζί, να την είχε πείσει εκείνος, γι αυτό μπερδεύομαι.

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

Ο μπαμπάς μου στο μονοπάτι

ε δει ποτέ, αλλά είχε δει τη γιαγιά της να πεθαίνει από μαράζι όταν έμαθε πως είχαν σκοτώσει το γιο της οι ναζί στην Κατοχή μαζί με άλλους 120 άντρες για αντίποινα στο φόνο 2 γερμανών από αντάρτες. Συνάντησε η μαμά μου λοιπόν τα παιδιά του αδικοχαμένου αδερφού της μάνας της, τον Γιάννη, την Πόπη και τον Γιώργο Μαστρονικολάου τότε, για πρώτη φορά. Τους κάλεσαν για Πάσχα, και πήγαμε κι εμείς μαζί τους. Μείναμε στο σπίτι τους, και μας πήγαν στο αξιοθέατο του χωριού, στο μονοπάτι για τον Άγιο Λαυρέντιο. Ήταν μια διαδρομή ειδυλλιακή, σχεδόν ευθεία, περνούσε από δάση και ρυάκια με τρία ξύλινα γεφύρια, το ένα ωραιότερο από τ' άλλο.
Ο μπαμπάς μου, καθόλου σπορτίφ, φαίνεται δα και στις φωτογραφίες, ξετρελάθηκε με αυτή τη βόλτα. Την κάναμε μαζί μερικές φορές, ευτυχώς που την προλάβαμε, γιατί λίγα χρόνια αργότερα, δεκαετία του 80, καταστράφηκε το μονοπάτι. Πέρασε με ένα γρέιντερ ο ΟΤΕ, διέλυσε το μονοπάτι, έφτιαξε έναν πολύ λιγότερο αρμονικό χωματόδρομο, γκρέμισε και τα γεφυράκια. Πολύ το έχω κλάψει αυτό το μονοπάτι, είχα πάει και στον ΟΤΕ να γκρινιάξω, 'μα δώσαμε κονδύλι για αποκατάσταση μονοπατιών' μου είπαν. Ποιος ξέρει τι απέγινε, πώς κι απο ποιον τσεπώθηκε εκείνο το κονδύλι.
Τώρα τα ρυάκια τρέχουν ορμητικά στο χωματόδρομο και δεν περνάς για τη βόλτα αυτή παρά καλοκαίρι και φθινόπωρο, ή με μπότες, γενικά με δυσκολία. Ακόμα θεωρείται ωραία διαδρομή βέβαια, και είναι, αλλά δεν συγκρίνεται με την παλιά.

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...