Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Τα γενέθλια του Μπετόβεν

 Η χρονιά που τελειώνει σε λίγες μέρες θα ήταν κανονικά η χρονιά του Μπετόβεν. Κι ο Δεκέμβρης, ο μήνας των γενεθλίων του. 250 χρόνια συμπληρώθηκαν από τη γέννησή του κι ετοιμάζονταν σε όλο τον κόσμο συναυλίες, εκδηλώσεις, φλας μομπ, παραστάσεις, εκδόσεις, συζητήσεις, αναλύσεις, ταινίες και θεατρικά έργα. Ηταν όμως άτυχη η μνήμη του κι εμείς κυρίως, αντί να αναλύουμε τις σχέσεις του με τους ευγενείς και πώς κατάφερνε να τις συντηρεί ενώ ταυτόχρονα έλπιζε πολλά από τη Γαλλική Επανάσταση, και πώς τους άντεχε ενώ τους περιφρονούσε, αλλά και ερωτευόταν διάφορες ευγενείς γυναίκες, όλα αυτά τα περίπλοκα και εξόχως ενδιαφέροντα, ακούγοντας ξανά τα χιτάκια του και για πρώτη φορά τα λιγότερο γνωστά του έργα, αντί για όλα αυτά λοιπόν τα θαυμάσια και μουσικά και εξυψωτικά, μας έλαχε ο Covid-19 και επιδοθήκαμε στη μικροβιολογία.

Τους πρώτες μήνες πρόλαβε το Μέγαρο μια καλή εισαγωγή και το Τρίτο Πρόγραμμα όλο και κάτι θυμόταν στη διάρκεια του χρόνου, αλλά η καταβύθιση που είχα ονειρευτεί όταν ξεκινούσε αυτή η χρονιά δεν συνέβη σίγουρα. Βρήκα στο διαδίκτυο ταινίες για τη ζωή του, πολλές συναυλίες επίσης, αλλά δεν έγινε η προσωπικότητά του θέμα συζήτησης, να τον βάλουμε και λίγο στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή, να μας πει γιατί έβριζε τους υπηρέτες και τις υπηρέτριες με τέτοιο πάθος (π.χ. μήπως εκεί κρυβόταν η απογοήτευσή του από τα συγκεκριμένα πρόσωπα του προλεταριάτου που δεν αποδεικνύονταν ίσως ικανά να σηκώσουν το βάρος του ανθρωπιστικού προσώπου όπως το είχαν σχεδιάσει οι φιλόσοφοι;). Μπετόβεν και Γαλλική Επανάσταση, δεν θα ήταν τέλειο θέμα συζήτησης στο Μέγαρο, υπό τους ήχους της Ενάτης; Κι εκείνο το απόσπασμα που μελοποίησε, «όλοι οι άνθρωποι θα γίνουν αδέρφια», τι πολιτικές προεκτάσεις έχει;

Αμ εκείνο το γράμμα στην αθάνατη αγαπημένη; Ποια να ήταν από όλες, κανείς δεν έλυσε το μυστήριο τόσα χρόνια, κι ήταν η ευκαιρία φέτος να πέσουν με τα μούτρα όλοι οι λύτες μυστηρίων και να τη βρουν. Είδα και την ταινία, προτείνει τη νύφη του ως αθάνατη αγαπημένη, τη μητέρα του ανιψιού που υιοθέτησε και μάλλον κατέστρεψε, μια γυναίκα που μισούσε. Αλλο θέμα, η σχέση με τον ανιψιό. Πολλά ζητήματα να εντρυφήσουμε ακούγοντας μουσική, δοκιμάζοντας τη δεδομένη λατρεία μας, προσπαθώντας να αποστασιοποιηθούμε, λατρεύοντας ξανά. Και η κωφότης; Το πώς γράφει μουσική κάποιος που δεν ακούει…

Κρίμα. Και δεν θα ζήσω να προλάβω τα 300στά του γενέθλια.

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Γλωσσικές μοναξιές

 Μου κάνει εντύπωση που οι αστέρες υπερασπιστές της γλώσσας, εντάξει δεν έχουμε και πολλούς, τον κ. Μπαμπινιώτη μόνο, αλλά μακάρι να υπήρχαν κι άλλοι, οι αστέρες λοιπόν δεν ασχολούνται με αυτά που καθημερινά ταλανίζουν τη γλωσσική επικοινωνία μας, ου μην αλλά και τα αυτιά μας με εμμονικά λάθη, αγγλισμούς κατά ριπάς, επίμονες ελληνικούρες, μόδες λαθών που δεν συγχωρούν τη μη αποδοχή και προσχώρηση, και άλλα επινοητικά μαρτύρια. Εχω μια φίλη που βλέπει τηλεόραση, κάθε μέρα βγάζει ένα δελτίο στο facebook με τα μαργαριτάρια που ακούει σε σοβαρά κανάλια, ακόμα και στα δελτία ειδήσεων, ίσως μάλιστα κυρίως εκεί. Κανονικά θα έπρεπε να πληρώνεται αδρά, αλλά το κάνει ανιδιοτελώς. Γιατί περνούν τόσα λάθη ανενόχλητα, τόσες ελληνικούρες χωρίς καμία αντίδραση;

Την υποδοχή ξένων λέξεων και την ενσωμάτωσή τους την βιώνω σαν εμπλουτισμό της γλώσσας και των οριζόντων. Αισθάνομαι όπως όταν χορεύουν σε γιορτή κυκλωτικούς χορούς –που δεν είναι το φόρτε μου– και κάποια στιγμή με τραβούν κι εμένα και καταφέρνω, παρά την πρώτη δυσκολία, να συντονίσω το βήμα μου με των άλλων. Αυτό δεν κάναμε με το λοκντάουν; Συντονιστήκαμε με όλο τον υπόλοιπο κόσμο, με τους Ευρωπαίους κυρίως, και διαλέξαμε την καλύτερη λέξη για να συνεννοούμαστε με ακρίβεια και ταχύτητα.

Ομως τα γλωσσικά λάθη που κάθε μέρα υφιστάμεθα από πολιτικούς, ομιλητές, δημοσιογράφους, ανθρώπους που θα έπρεπε να ξέρουν να μιλάνε σωστά, δεν χρησιμεύουν σε τίποτε. Και οι αγγλισμοί ή τα λανθασμένα αντιδάνεια που πυκνώνουν ολοένα στραμπουλάνε το μυαλό. Γιατί κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να τους αποδομήσει αυτούς, να προτείνει κάτι άλλο για τη «δολοφονία χαρακτήρων» ή τη «δραματική άνοδο» (όπου το δράμα έχει την έννοια του θεάτρου, σημαίνει απλώς εντυπωσιακή) και άλλα παρόμοια; Μάλιστα οι άνθρωποι των επιστημών τα χρησιμοποιούν κατά κόρον και μας αφήνουν με ένα αίσθημα περιθωρίου, εμάς, που υπήρξαμε απλώς καλές μαθήτριες, που μας έχει μείνει η συνήθεια να ανοίγουμε πού και πού κάνα βιβλίο γραμματικής όταν χρειάζεται ή κάνα λεξικό. Εχουμε ξεμείνει πραγματικά από άλλον αιώνα, συντηρούμε ευαισθησίες ακατανόητες, αφού δεν στεκόμαστε με το δόρυ να διώχνουμε μακριά τις ξένες λέξεις, αλλά ούτε και αντέχουμε την κακοποίηση των παλιών καλών (και κακών μαζί) δικών μας.

Μας δολοφονούν τον χαρακτήρα και δεν έχουμε κανέναν υπερασπιστή στο καθημερινό μας δράμα.

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

Πεθύμησα τα μαγαζιά

Το πόσο αγαπώ τα μαγαζιά το κατάλαβα στην οικονομική κρίση, όταν οι δρόμοι της Αθήνας έγιναν πεδίο τιμωρίας καταναλωτισμού. Χρόνια ολόκληρα γεμάτα βόλτες και θαυμασμό αντικειμένων θεωρήθηκαν  αντεπαναστατικές και ανευλαβείς συνήθειες, βιτρίνες έσπασαν και μουτζουρώθηκαν, χάθηκε η νυχτερινή τους λάμψη γιατί όλες έπρεπε να προφυλάσσονται με μεταλλικά ρολά και άλλες απωθητικές κατασκευές. Το αργό μαρτύριο όσων βρίσκονταν σε λάθος τοποθεσία, εκείνη η Σταδίου που αργοπέθαινε με άδεια τα τόσο φωτεινά και περιποιημένα της καταστήματα, σαλόνια που καθημερινά στολίζονταν μάταια, απωθούσε κι άλλο το πέρασμα από το κέντρο της πόλης. Στα προάστεια βέβαια άνθιζαν τα Μολ, αλλά τι να τα κάνω τα προάστεια; Να σηκωθώ να πάω βόλτα στο Χαλάνδρι; Το δοκίμασα κι αυτό ως θεραπεία για τα βίτσια μου, αλλά δεν έπιασε. Κατέφευγα στα λίγα πολυκαταστήματα και στο μικρό ιστορικό κέντρο, φτωχό υλικό για τις ορέξεις μου.

Σχέση ήρεμη δεν αξιωθήκαμε στην πόλη αυτή με το κέντρο της και με τις αγοραστικές της συνήθειες. Σαν κύματα έσκαγαν πάνω της οι ιδεοληψίες και μεταμορφώνονταν τα πάθη. Στα παιδικά μου χρόνια αναζητώ την αθωότητα, όταν πηγαίναμε βόλτα στο κέντρο για να διαπιστώσουμε αν οι βιτρίνες που είχαν πάρει το βραβείο στον χριστουγεννιάτικο διαγωνισμό βιτρίνας του Δήμου Αθηναίων, άξιζαν πραγματικά. Ψωνίζαμε τότε λίγα, αλλά λαχταρούσαμε πολλά.  Το κέντρο ήταν παράδεισος για βόλτες, αλλά τότε δεν το ήξερα, πρέπει να χάσεις αυτά που έχεις για να τα εκτιμήσεις.

Τους Άγγλους που στριμώχτηκαν στα Χάροντς ξεμάσκωτοι τους καταλαβαίνω. Δεν θα το έκανα ποτέ, και υπόσχομαι να μη στριμωχτώ πουθενά πριν κάνω το εμβόλιο. Ούτε και μετά, όσο περνά από το χέρι μου. Θα περιμένω υπομονετικά να ηρεμήσουν όλα, να ξαναπάω ήσυχα στα ωραία καταστήματα, που τα βλέπω κάπως σαν μουσεία σύγχρονου πολιτισμού, προτάσεις του φιλόδοξου παρόντος όπως είναι τα αληθινά μουσεία προτάσεις του παρελθόντος. Υπόσχομαι στον εαυτό μου να φερθώ, όταν φτάσει εκείνη η στιγμή, όπως όταν ήμουν φοιτήτρια στο Παρίσι, που περνούσα ώρες να επισκέπτομαι τα μαγαζιά χωρίς ποτέ να ψωνίζω. Είχα όμως τέλεια ενημέρωση, αντανακλούσα την τελευταία λέξη της μόδας από το πολύ χάζεμα. Το αγαπημένο μου ήταν οι Γκαλερί Λαφαγιέτ, γεμάτο Έλληνες πάντα, που προσελκύονταν προφανώς από την επαναστατική αναφορά του ονόματος Λαφαγιέτ.

Προς το παρόν μετακινήσεις νο 6 στο πάρκο και σχέδια για ένα μέλλον γεμάτο συμβιβασμούς με  ταπεινές επιθυμίες.

 

 

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Οικοδέσποινες

Κάποτε οι άνθρωποι δεν είχαν τζάμια, ούτε καν συρόμενες πόρτες να τις τραβήξουν να αφήνουν τον τρελό νοτιά απέξω. Τουλάχιστον εμείς έχουμε. Τον αφήνουμε να λυσσομανάει και να ξεσπάει πάνω τους, σαν εκδίκηση του γκρι απέναντι στα τραγουδισμένα χρώματα του φθινοπώρου. Από την πολλή παρατήρηση των καιρικών φαινομένων τους τελευταίους μήνες, ειδικά πίσω από τα προστατευτικά τζάμια, έχουν αρχίσει παράξενες ιδέες να μου έρχονται απρόσκλητες. Ίσως να είναι όλοι οι φόβοι που κρατούσα επιμελώς έξω από τη ζωή μου και τις σκέψεις μου με διαρκή δράση, ή κάτι που της έμοιαζε. Τώρα που αναγκαστικά η δράση σταμάτησε, ή έστω το σούρτα- φέρτα που έμοιαζε με δράση, ο νοτιάς νοτίζει. Σα να με ξέβρασε σε άγνωστες ακτές μαζί με τα εξαιρετικής ακριβείας όργανα μου που αποδείχτηκαν μη ανθεκτικά σ’ αυτόν τον παράλογο άνεμο.

Είναι που μοιάζουν με τιμωρία για τις αμαρτίες μας οι επιδημίες. Το έιτζ λες και τιμωρούσε την ερωτική απελευθέρωση της γενιάς μου, ο κόβιντ λες και τιμωρεί ξανά την ίδια γενιά για τις απολαύσεις της εκτός οικίας, τις γυναίκες κυρίως. Λες και βάλθηκε να εκδικηθεί όλες τις γυναικοπαρέες που γέμιζαν τις ταβέρνες, τα πούλμαν ημερήσιων εκδρομών, τις διαλέξεις περί παντός επιστητού, τις ερασιτεχνικές θεατρικές ομάδες, τα μαθήματα χορού και ξένων γλωσσών, τις αίθουσες συναυλιών και παραστάσεων, τις εθελοντικές πρωτοβουλίες. Να γυρίσετε στις κουζίνες σας κυρίες μου, να μάθετε να μαγειρεύετε, να ξαναγίνετε οικοδέσποινες. Μάλιστα. Το κάναμε με το παραπάνω, τι πίτες, τι ψωμιά, τι συνταγές μαγειρικής εκτελέστηκαν, τι σπίτια καθαρίστηκαν εκ βάθρων, μπαούλα άνοιξαν, προίκες ξεδιπλώθηκαν και ξαναδιπλώθηκαν, κιλίμια αερίστηκαν, ασημικά γυαλίστηκαν και ξαναμαυρίσανε, γράμματα διαβάστηκαν από τα περασμένα χρόνια που γράφαμε γράμματα, και ξαναμπήκαν στα κουτιά τους. Μαζεύτηκαν τα χειμωνιάτικα σχολαστικά και τα ξαναβρίσκουμε μπροστά μας άφθονα, υπερβολικές ποσότητες ρούχων για βόλτες, για εμφανίσεις, για συγχρωτισμούς. Κάπως μας κοιτάνε περίεργα όλες αυτές οι ανενεργές εκδοχές του εαυτού μας.  Από παντού, από τα γράμματα, τα ασημικά, τη ντουλάπα, το νεροχύτη. Η αναμέτρηση με τον οίκο φτάνει στα όρια της και κάνει γκελ σε απολογισμούς.

Ευτυχώς η επιστήμη κοιτάζει μπροστά όσο εμείς τραβιόμαστε με τ’ αγκάθια του παρελθόντος.

Ήρθε ο μήνας της γιορτής, ετοιμάζονται πυρετωδώς τα εμβόλια, δεν θα έχουμε ποιο να πρωτοδιαλέξουμε. Κι η Ε. Ε. Αγιοβασίλης, θα πάρει για όλους.  Δεν ήμασταν καλά παιδιά, αλλά δεν πειράζει.  

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

To κοριτσάκι στον παγετώνα

 Στην αρχή νόμιζε πως ήταν ψυχρή, ύστερα πως ήταν άρρωστη, το σώμα της φερόταν παράξενα εξαντλώντας και απελπίζοντάς την. Η Αντελαΐντ Μπον δεν χρησιμοποίησε τη φαντασία της για να καταγράψει την περιπέτεια της προσέγγισής της στο τραύμα που τη βασάνιζε. Κατέγραψε όσα της συνέβαιναν σαν μέρος της έρευνάς της, σαν ημερολόγιο καταστρώματος ενός επικίνδυνου και απολύτως αναγκαίου ταξιδιού. Το αφήγημά της προχωρά ακριβώς σαν παγοθραυστικό μέσα στη συσσωρευμένη σιωπή. Φανταστείτε ένα ανθρώπινο σκάφος που προσπαθεί να ανοίξει δρόμο ανάμεσα σε παγόβουνα. Το κοριτσάκι στο φράγμα των πάγων που ζώνουν την Ανταρκτική, ολομόναχο, βρίσκει τον δρόμο να βυθιστεί στο παρελθόν της, να ανακαλύψει την πηγή της δυστυχίας της. Και είναι ένας βιασμός που υπέστη στα εννιά της χρόνια, ένα περιστατικό που δεν είχε καν ξεχάσει, που πίστευε ότι το θυμόταν και ότι το είχε ξεπεράσει. Χρόνια παιδεύτηκε για την αναπαράσταση της ανάμνησης, για την αποκατάσταση της αλήθειας και είχε την τόλμη, πλέοντας σαν υποψήφιο ναυάγιο ανάμεσα σε τρομερά παγόβουνα, να αναζητήσει και επίσημη δικαιοσύνη. Πιστεύω ότι είναι μεγάλο βήμα για όσα υφίστανται τα ανήλικα θύματα σεξουαλικής βίας.

Πριν χρόνια, είχα διαβάσει ένα βιβλιαράκι της Ανί Λεκλέρ με το ίδιο θέμα. Δεν ήταν καν βιβλίο, ήταν κείμενα που είχε βρει η φίλη της Νάνσι Χιούστον μέσα στα χαρτιά της, μετά τον θάνατό της. Η Ανί Λεκλέρ είχε υποστεί βιασμό ως παιδί. Δεν είχε μιλήσει ποτέ σε κανέναν. Προσπαθούσε να γράψει μια ολόκληρη ζωή για το θέμα αυτό. Έγραψε για τα πάντα, φιλόσοφος, φεμινίστρια, προσέγγισε από την ανθρωπιστική σκοπιά κάθε όψη της ζωής, αλλά βασανίστηκε και δεν εξέδωσε το βιβλίο για το παιδικό της τραύμα όσο ζούσε, δεν έβρισκε τις λέξεις. Όσες είχε καταφέρει να βάλει στο χαρτί ανασύρθηκαν μετά τον θάνατό της. Και σε μεγάλο βαθμό εκείνο που καταθέτει είναι ακριβώς αυτή η τρομερή δυσκολία με τις λέξεις, όχι να βρεις τις κατάλληλες να εκφράσεις και να περιγράψεις έναν βιασμό, αλλά αυτό που συμβαίνει με τον βιασμό στην ίδια τη γλώσσα, την αναστάτωση στα νοήματα και στην πίστη στον λόγο, που ανατρέπει τη δυνατότητα να εκφράζεις το οτιδήποτε μετά από αυτό.

Η Αντελαΐντ Μπον, λοιπόν, που κάθισε και κατέγραψε την προσπάθεια που έκανε να καταλάβει τι της είχε συμβεί και να ξεπεράσει το δικό της τραύμα του παιδικού βιασμού, ανήκει στην επόμενη γενιά. Είναι αυτή η γενιά που καταφέρνει να μιλήσει. Με πολύ μεγάλη δυσκολία, περνώντας από καταστάσεις ψυχοσωματικές ανεξήγητες για τον ενήλικα ο οποίος έχει ξεχάσει, έχει αλλοιώσει, έχει βάλει στο αρχείο τις μνήμες του. Δοκιμάζει κάθε είδους θεραπεία, βυθίζεται στις αναμνήσεις, βγάζει από μέσα της την ενοχή, ξεπερνά τη σιωπή, λυτρώνεται. Παρακολουθούμε μια πορεία προς το φως με διαρκή πισωγυρίσματα στο σκοτάδι.

Υπάρχει αυτό το τρομερό οξύμωρο στις υποθέσεις βιασμών, ότι το θύμα είναι εξαρχής ύποπτο. Αν είναι παιδί είναι ύποπτο, μπορεί να λέει ψέματα, το έχουν βεβαιώσει και οι ψυχαναλυτές, αν είναι ενήλικας είναι πάλι ύποπτο, μπορεί να προκάλεσε. Μπορεί να «τα ήθελε». Το θύμα πρέπει να αποδείξει την αθωότητά του, σα να είναι εκείνο ένοχο. Δεν πιστεύουμε. Η κοινωνία δεν πιστεύει, η δικαιοσύνη επίσης, δεν πιστεύει. Θυμάστε ένα κορίτσι στη Θήβα, πού ήταν; Μια μαθήτρια γυμνασίου που πήρε την απόφαση να καταγγείλει βιασμό, ομαδικό μάλιστα, στο σχολείο. Κόρη μεταναστών. Αναγκάστηκε να αλλάξει πόλη μαζί με την οικογένειά της. Αυτή η δικαιοσύνη είχε αποδοθεί στη χώρα μας πριν από μερικά χρόνια. Κι ενώ έχουμε από τη μία σχεδόν ιερατικό αποτροπιασμό σαν κοινωνική αντίδραση απέναντι σε κάθε βιαστή παιδιού, στην πραγματικότητα η δικαιοσύνη δυσκολεύεται τόσο να λειτουργήσει ώστε τις περισσότερες φορές, τις συντριπτικά περισσότερες, δεν αποδίδεται.

Το βιβλίο αυτό σε ταρακουνάει. Θα ήθελα να το διαβάσουν πολλοί, θα ήθελα να πάρει τη θέση που του αξίζει στις εμπειρίες μας.

https://diastixo.gr/aprosopo-2/15377-anna-damianidi?utm_source=MailingList&utm_medium=email&utm_content=dimitris.psychoyos%40gmail.com&utm_campaign=Newsletter_9_11_2020_14_29


Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

Μην πάρει ανάσα ο πιστός

Φαίνεται ότι δεν ήσαν άτρωτοι τελικά οι ιερωμένοι και οι πιστοί, αρρώστησαν ιερωμένοι, όπως μάθαμε, αρρώστησαν και πιστοί κατά πάσα πιθανότητα, όλων των θρησκειών που διεκδικούν εξουσία στις καρδιές των νεοελλήνων. Κρίμα, γιατί θα μπορούσαν να κάνουν μια υπέρβαση ένθεν και ένθεν, να υπακούσουν στις οδηγίες των γιατρών με μερικές απλούστατες σκέψεις που κανενός την πίστη δεν θα πρόσβαλε. Η μεν Ορθοδοξία θα μπορούσε, αντί να επαναπαύεται στις διαβεβαιώσεις των πιστών καθηγητριών που βεβαίωναν ότι δεν κολλά ο ιός με τη θεία κοινωνία, να προλάβει την πολιτεία σε αυστηρότητα εντολών, καθήστε σπίτι σας να πει στους πιστούς, θα γίνονται όλα διαδικτυακά μέχρι να περάσει το κακό, ένα κακό που ούτε ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη δεν είχε φανταστεί, (ή μήπως είχε;) κακό που έφερε η  απληστία, η λαιμαργία και άλλα θανάσιμα αμαρτήματα, ούτε καν δικών μας αλλά των Κινέζων. Μια χαρά χωρούσε εκεί μέσα η Ορθοδοξία, και θα ξεκουράζονταν λίγο κι οι ιερείς, περίεργο να νιώθουν τόσο ανασφαλή την εξουσία στις καρδιές ώστε να μην κάνουν κάτι τόσο απλό.

Περισσότερο καταλαβαίνω τους πιστούς του Κομμουνισμού που θα πρέπει να αισθάνονται ακόμα ανασφαλέστεροι: ζούμε καταστάσεις πολύ σοσιαλιστικές και μπορεί να μπερδευτεί κανείς με την ερμηνεία των δογμάτων. Σκεφτείτε ότι κλεινόμαστε μέσα προς χάριν τελικά ενός συστήματος υγείας που είναι δημόσιο, δεν είναι αυτό μπερδευτικά σοσιαλιστικό;  Και το κάνουμε βάσει της θεωρίας, που γίνεται και πράξη, ότι κάθε άρρωστος δικαιούται περίθαλψη ανεξαρτήτως ηλικίας, περιουσίας, οικογενείας, κλπ. Τα δε εμβόλια, κανονίζει η νεοφιλελεύθερη ανάλγητη Ευρώπη να αγοραστούν από την ίδια και να γίνουν σε όλο τον πληθυσμό, κάμποσες χιλιάδες εκατομμύρια, δωρεάν. Ούγγροι και Πολωνοί μάλλον έφριξαν από τη σοσιαλιστικότητα του πράγματος και αποφάσισαν να προβάλουν βέτο για να διαχωρίσουν τη θέση τους από κάτι που τους φέρνει στο νου οικεία κακά. Άλλη εξήγηση δεν έχω γι αυτούς. Έτσι και οι δικοί μας εμφανίζονται αγωνιστικοί με μάσκες και αποστάσεις, αλλά παρόντες διότι ναι μεν εξουσία στις καρδιές, αλλά να μην ξεχνάμε και την άλλη. Μη γελαστεί το αστικό κράτος ότι το υπακούμε αυτό, τη λογική της αρρώστιας υπακούμε  έτσι όπως εμείς αποφασίζουμε. Κλειστείτε μέσα, θα μπορούσαν να έχουν πει σε κάθε περίπτωση, σας θέλουμε μαχητικούς για έναν καλύτερο κόσμο όταν βρεθεί το καλύτερο εμβόλιο. Αλλά ανασφαλείς κι αυτοί, φοβήθηκαν όπως κι οι άλλοι τη χαλάρωση, μην πάρει ανάσα ο πιστός, μη βρει καιρό να αμφισβητήσει κάτι.

 

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

Γερνάμε ραγδαία


Γεράσαμε πια κι εμείς, η γενιά του Πολυτεχνείου, πότε ανυψούμενη στα ουράνια της δόξας, παλιά αυτό όμως, πότε λοιδορούμενη για κάθε κακό που προέκυψε από την πτώση της χούντας και μετά, όπως είναι η νεώτερη αντιμετώπιση. Μας λένε τώρα μπούμερ, όπως τους Άγγλους ή τους Αμερικάνους που γεννήθηκαν την ίδια εποχή, πολλά παιδιά μαζί τότε, επειδή υπήρχε αισιοδοξία και ίσως κάποια διακοπή ηλεκτρικού, δεν είμαι σίγουρη. Εδώ σε μας τη δεκαετία του 50 οι οικογένειες σταματούσαν να κάνουν πολλά παιδιά λόγω της ίδιας αισιοδοξίας, δεν πέθαιναν πια τα παιδιά από παιδικές αρρώστιες, οπότε δεν χρειαζόταν οι γυναίκες να γεννάνε πολλά για να επιζήσουν λίγα. Όμως μπούμερ κι εμείς, ακατανόητοι εδώ και πολύ καιρό εξάλλου. Φταίει για όλα η γενιά, αφού είχε την πολυτέλεια να στεφανωθεί κλάδους δάφνης που δεν εννοεί να ξαναβλαστήσει, η δάφνη εννοώ. Εκείνη η χούντα που «δεν τέλειωσε το 73» να μη λέει να φανεί αντάξια της φήμης της για λογαριασμό της δάφνης.

Τέλος πάντων, γερνάμε. Σε είκοσι χρόνια θα είμαστε υπέργηροι (ε, ναι, παραμένω αισιόδοξη, ότι θα ζω, τι παιδί των φίφτυς είμαι;) δεν θα θυμόμαστε τίποτε, κάντε λίγη υπομονή, θα μπορείτε τότε ανεμπόδιστα να λέτε ό,τι θέτε και για το Πολυτεχνείο και για τη γενιά του και για το 73, δεν θα φοβόμαστε κι εμείς μην τις αρπάξουμε αν ανοίξουμε το στόμα μας και πούμε κανένα αληθινό περιστατικό, απομυθοποιητικό φερειπείν, αν στραβοσκιτσάρουμε την αγιογραφία των κλισέ.

Αναρωτιέμαι βέβαια αν όλα είναι έτσι, όλες οι ηρωικές ιστορίες που έγιναν αγιογραφίες και δεν τολμά κανείς να ανοίξει το στόμα του, ή μόνο το Πολυτεχνείο επειδή κράτησε λίγο κι όσο νάναι καταδικάζεται σε κάποιο είδος συμπυκνωμένης αντιμετώπισης. Ή μάλλον όχι, δεν αναρωτιέμαι πια, είμαι σίγουρη. Είμαι σίγουρη ότι όλα τα πράγματα δεν είναι όπως ακούγονται στις επετείους. Σε καμία, ούτε στην 25η Μαρτίου, ούτε στην 28η Οκτωβρίου, ούτε και σε καμία άλλη. Είμαι σίγουρη ότι οι παρελάσεις κι οι πορείες απλώς θέλουν να κατασκευάσουν υποχρεωτικές εικόνες κατευνάζοντας την όρεξη για έρευνα. Με την αμφιβολία σιγουρεύτηκα, διαβάζοντας και αντέχοντας τις απομυθοποιήσεις. Σοκαριστική ήταν η αλήθεια συχνά, αλλά απελευθερωτική και ανθρωπιστική. Ναι, σε κάνει άνθρωπο περισσότερο από κάθε μύθο, άνθρωπο με την καλή έννοια, την παλιά, την ανθρωπιστική, σου γιατρεύει πρωτίστως τον κυνισμό, κι ας μοιάζει τόσο κυνική εκ πρώτης όψεως. 

Υπομονή λοιπόν επαναστάτες, γερνάμε ραγδαία.

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

Χωρίς φόβο

Στο εξοχικό πεζοδρόμιο, μια σπάνια πολυτέλεια, συνήθως δεν βάζουν πεζοδρόμια σε επαρχιακούς δρόμους και δεν χωρούν εκεί πεζοί, σε ένα τέτοιο λοιπόν πολυτελές σημείο περπατούν βράδυ άτομα ευπαθών ομάδων για άσκηση. Όλοι φορούν μάσκα, και μόνο μια γυναίκα είναι άνευ, κοιτάζω και δεν το πιστεύω: είναι Κινέζα, ή έτσι μοιάζει. Για δες λοιπόν, για δες…

Θυμάμαι  διάφορους Κινέζους και Γιαπωνέζους τουριστες μάλλον ή και εργαζόμενους, που εδώ και χρόνια κυκλοφορούσαν στα ελληνικά λεωφορεία και πλοία και τραίνα με τη μάσκα τους, και τους κοιτάζαμε με οίκτο. Για δες τους μικροβιοφοβικούς, λέγαμε και γελούσαμε, μας ήρθαν εδώ με τις μάσκες τους- γιατί δεν φανταζόμασταν καν ότι θα μπορούσαν να τις έχουν αγοράσει από το φαρμακείο της γωνίας. Τόσο ούφο ήμασταν, εμείς, όχι εκείνοι. Εμείς νομίζαμε ότι είχαμε κατακτήσει το προνόμιο να χρησιμοποιούμε τα μικρόβια μόνο για παραγωγή ανοσίας, να αντιμετωπίζουμε το σώμα μας σαν ελεύθερο συλλέκτη αντισωμάτων, με έμφαση στο ελεύθερο. Οι γονείς μας ήταν εκείνοι που φοβόντουσαν, γιατί είχαν δει ανθρώπους να πεθαίνουν από φυματίωση, να παραμορφώνονται από πολυομελίτιδα, να αρρωσταίνουν βαριά από διάφορα μικρόβια. Εμείς μόνο γρίπες περνούσαμε, κι αυτές στο πόδι, με αντιβιώσεις φαστ τρακ, και χαρτομάντιλα σπαρμένα ολούθε. Τα παιδιά στην παιδική χαρά έπεφταν και  λερώνονταν χωρίς να τα πρήζουμε με μη και πρόσεχε, έχτισαν σούπερ ανοσία. Τα πιο ανέμελα παιδικά χρόνια πέρασαν, κάναμε τα εμβόλια στη σειρά, άντε και κανα έξτρα τετάνου για τις ακραίες περιπτώσεις, κι ύστερα τ’ αφήναμε, να σκαρφαλώσουν, να γευτούν, να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους, κι ας γκρεμοτσακίζονταν ενίοτε, έδειχναν περήφανα τα  σημάδια από τα ράμματα. Τουλάχιστον έτσι έκανα εγώ, κι ένιωθα πολύ σπουδαία, και κορόιδευα μέσα μου τους μικροβιοφοβικούς, των γονιών μου συμπεριλαμβανομένων, που δεν ζουν να με δουν με τη μάσκα και το αντισηπτικό τρελαμένη, να κουνήσουν πικρά το κεφάλι τους για τη δικαίωση που ήρθε πίσω- πίσω. Ίσως ο φόβος δεν έφυγε ποτέ, τον καταχωνιάζαμε και τρέχαμε στους ψυχαναλυτές, και σηκώνει τώρα κεφάλι μέσα μας.

Όμως Κινέζοι και  Γιαπωνέζοι δεν έκαναν την επανάσταση της θερμής υποδοχής μικροβίων. Κράτησαν  τον επιφυλακτικό και προσεχτικό τρόπο ζωής τους, μη έχοντας περάσει διαφωτισμό ίσως, την αφελή κι ευτυχισμένη περίοδο της εμπιστοσύνης στο ανθρώπινο είδος. Τι θα μείνει από τον ωραίο χαρακτήρα μας τώρα που περιχαρακωνόμαστε, σκέφτομαι, στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού. Κι έχεις και την Κινέζα στον περίπατο ξεμάσκωτη, ανακάλυψε τον διαφωτισμό ετούτη;

Βία στο Πανεπιστήμιο

 Είναι χρόνια τώρα που γίνεται στα Πανεπιστήμια ο χαμός και έχουν μάθει καθηγητές και φοιτητές να ζουν μαζί του. Καταλήψεις, καταστροφές, βανδαλισμοί, εργασίες που πετιούνται, κομπιούτερ που διαλύονται, γραφεία καθηγητών λεηλατημένα, αίθουσες γεμάτες γκράφιτι, παντού σκουπίδι, συνέχεια κίνδυνος να αντιμετωπίσεις κάποια επιθετική ομάδα, αφίσες γεμάτες προσβολές και απειλές σε κάθε τοίχο, επιθέσεις, φασαρίες, φθορά και δίπλα να γίνονται τα μαθήματα όπως όπως, γιατί έτσι είναι εδώ, δεν θα τα αλλάξουμε εμείς σε 4-5-6 χρόνια, να σπουδάσουμε να φύγουμε. Ανήμποροι φοιτητές, ανήμποροι καθηγητές, ανήμποροι πρυτάνεις απέναντι σε καθεστώς μόνιμης βίας και βρώμας που δεν δείχνει καν το πρόσωπο του, που πρέπει να κάνουν ότι δεν το βλέπουν. Κι αν ενοχληθείς σε θεωρούν αντιδραστικό ή αφελή.

Αν δεν παραιτηθούν όλοι οι πρυτάνεις τώρα, αν δεν γίνει κάτι, δεν ξέρω τι, ας κλείσουν τα πανεπιστήμια επ αόριστον, μετά από αυτό που συνέβη στην ΑΣΟΕΕ, δεν έχει νόημα να υπάρχει αυτό το ίδρυμα που λέγεται ελληνικό Πανεπιστήμιο, έχει εξευτελιστεί εντελώς.

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Ο δικός μας Νίκος Μπελογιάννης

Στο σχολείο μας κάναμε κάθε χρόνο αποχαιρετιστήρια γιορτή για τις μαθήτριες που τέλειωναν την Έκτη Γυμνασίου, την ετοίμαζε κυρίως η Πέμπτη. Όταν ήταν η σειρά μας ως Πέμπτη, κι όπως κάθε φορά, γκρινιάζαμε που δεν θα είχαμε αγόρια στη γιορτή, μας υποσχέθηκε ο γυμνασιάρχης μας ότι θα έφερνε τον ανιψιό του, που έμενε σπίτι του.

Ο γυμνασιάρχης μας ήταν ο Πλάτων Σωτηρίου. Σύζυγος της Διδώς Σωτηρίου, ο «θείος Πλάτων» της Άλκης Ζέη, ο δίδυμος αδερφός της μητέρας της. Δεν ξέραμε τότε τόσες λεπτομέρειες, μόνο ότι ήταν ο πιο γλυκός, ο πιο σοφός, ο πιο αγαπημένος καθηγητής, πράος, γενναιόδωρος, που μας πείραζε με το λεπτότερο χιούμορ. Έπρεπε να πάρει σύνταξη, μας έλεγε, αλλά έμενε ακόμα λίγο στο πόστο, για να φύγει μαζί μας, έλεγε, όταν θα τελειώναμε κι εμείς.

Δεν ξέραμε ούτε ποιος ήταν ο ανιψιός του. Ούτε όταν ήρθε στη γιορτή μάθαμε. Ήταν χούντα τότε. Πολλά χρόνια μετά, όταν διάβασα τα βιβλία της Διδώς Σωτηρίου και της Άλκης Ζέη, γνώρισα στον ‘Ρήγα’ τον Νίκο Μπελογιάννη, έκανα τη σύνδεση, συνειδητοποίησα την ιστορία του και το βάρος του ονόματος που κουβαλούσε.  Κι έψαχνα να δω σε ποιον έμοιαζε, όπως όσοι τον γνώριζαν φαντάζομαι.

 Τον θυμάμαι ένα βράδυ στο σπίτι της Διδώς, όπου χαϊδευτικά την πείραζε κι αγαπησιάρικα μιλούσε για κείνη και για τη μητέρα του. Είχαμε γελάσει πολύ. Τελευταία φορά τον είδα πέρσι, σ’ ένα ΚΤΕΛ, όπου φευγαλέα χαιρετιστήκαμε  τότε σκέφτηκα ότι αν συναντιόμασταν ξανά θα χαιρόμουν την πραότητα, το χιούμορ, τη σοφία και γλυκύτητα που μετέδιδε. Έμοιαζε στον θείο του τελικά, τον εξ αγχιστείας θείο Πλάτωνα,  ας μην είχε τα χαρακτηριστικά του. Ήταν ο Μπελογιάννης της δικής μας γενιάς, η οποία  έχει το προνόμιο ακόμα να ζει σε μια μακριά ειρήνη και δεν χρειάζεται έπη και ήρωες. Δεν της λείπουν τα θέματα για ανάλυση και περιγραφή, ούτε οι αφορμές για δυστυχία, και απελπισία, έχει δουλειά να κάνει για να τα καταλάβει, να αναλύσει, να βρει τα βάρη που κουβαλάει στην ψυχή της από τα ονόματα και τους ηρωισμούς της προηγούμενης με τους πολλούς νεκρούς και τους πολέμους. Μετά τον πόλεμο, όπως λέει και το τραγούδι, έχεις να συνάψεις ειρήνη, κι εκεί είναι οι δαντέλες και οι αποχρώσεις και οι σπάνιες, οι πολύπλοκες αρετές που θέλουν  καθημερινή δύναμη, θάρρος, επεξεργασία και προσήλωση.

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020

Το άνθος της ανθρωπότητας

Κοιτάζω την ασπρόμαυρη φωτογραφία του Σαμουέλ Πατί που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο, από τις διακοπές του στην Ελλάδα, μια χαλαρή καλοκαιρινή πόζα, ανεμελιά που φαίνεται πια σπαραχτική. Άνθρωπος που σίγουρα δεν γυμναζόταν σε πολεμικές τέχνες για να αντιμετωπίσει τον εχθρό στη σχολική του αίθουσα. Αλλά που μπορεί να ήξερε, να του περνούσε από το μυαλό ότι κινδυνεύει όταν αποφάσισε να δείξει στην τάξη εκείνα τα σκίτσα. Έχουν γίνει τόσες ισλαμιστικές επιθέσεις στη Γαλλία, θα σκέφτηκε προς στιγμήν ότι ίσως θα ήταν πιο ασφαλές να μην το κάνει, όμως το έκανε, πήρε το ρίσκο για κάτι τόσο απλό, που θα μπορούσε να αποφύγει, πιστεύοντας ότι το δικαιούται, ότι και οι μαθητές το δικαιούνται. Επειδή το θέμα ήταν η ελευθερία της έκφρασης. Κάτι που έχει θεσμοθετηθεί στη Γαλλία, στις ΗΠΑ, ακόμα κι εδώ στην Ελλάδα όπου πρόσφατα καταργήθηκε η βλασφημία ως ποινικό αδίκημα, στις χώρες της Ευρώπης που αναζητούν διαρκώς το βέλτιστο στη νομοθεσία τους, αλλά δεν έχει στ’ αλήθεια εμπεδωθεί στις συνειδήσεις. Ο νομοθέτης είναι πιο μπροστά από τους πολίτες, κι αυτή την πρόοδο, αυτή την κατάκτηση θέλησε να δείξει ο δάσκαλος στους μαθητές τους, χύνοντας το αίμα του στην υπόθεση με τα σκίτσα του Μωάμεθ, όπου ήδη τόσο αίμα έχει χυθεί. Δεν παραιτήθηκε από αυτό το δύσκολο κεκτημένο, δεν λογοκρίθηκε, δεν σταμάτησε, δεν έθεσε φυλακήν τω στόματι του.

Αυτοί οι άνθρωποι είναι το άνθος της ανθρωπότητας. Θαρραλέοι ενώ ξέρουν ότι δεν έχουν τα μέσα να προστατευτούν, δεν διαθέτουν θωρακισμένη Μερσεντές, γιατί πιστεύουν στο βάθος στην ανθρώπινη καλωσύνη, τις διακηρύξεις του Ρουσώ που τόσο λάθος και τόσο υπέροχες ήταν, ώστε κατέλαβαν τις γαλλικές ψυχές κι απλώθηκαν ακαταμάχητες σε όλον τον κόσμο. Δεν παραιτούνται οι άνθρωποι αυτοί από το βασικό αυτό δικαίωμα, έστω κι αν όλοι γύρω τους φοβούνται, έστω κι αν οι ίδιοι φοβούνται. Η Γαλλία είναι πια σαν επίσημο κράτος ο τόπος που ταυτίζεται μαζί του, περισσότερο από κάθε άλλον.  Θα βρει τρόπους να το υπερασπιστεί, να το θωρακίσει. Θα τους βρούμε όλοι. Πρέπει να υπάρχουν, όσο κι αν απελπιζόμαστε και το αδιέξοδο μας πνίγει, κι ο φόβος τρυπώνει μέσα μας. Δεν είμαστε παρηκμασμένη Ρώμη, η Ευρώπη, που θα υποκύψει στους βαρβάρους επειδή εκείνοι θεωρούν ευλογία το θάνατο.  Θα βρεθούν τρόποι και θα είναι οι βέλτιστοι.

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

Η Δικαιοσύνη

Υπάρχει κάτι θετικό στις πολιτικές αντιδράσεις για την καταδίκη της Χρυσής Αυγής; Δεν πρόλαβε να ανακοινωθεί η απόφαση του δικαστηρίου κι  άρχισαν εκατέρωθεν καταγγελίες. Εσείς τους βοηθήσατε! Όχι, εσείς αρχίσατε πρώτοι! Είστε αστικό κόμμα και ως γνωστόν (από πού;) ο φασισμός είναι ακραία έκφανση του καπιταλισμού, το έλεγε η αριστερή θεωρία του μεσοπολέμου, που βοήθησε και λίγο να γίνει ο πόλεμος, τόσο άτεγκτη που ήταν δεν επέτρεψε συνεργασία  αντιφασιστικών κομμάτων στη Γερμανία. Κάτι έχει απομείνει και στη σημερινή αριστερή θεωρία από την ιδέα αυτή.

Ευτυχώς δεν είμαστε στο 1944, όταν την απελευθέρωση της Αθήνας ακολούθησαν τα Δεκεμβριανά και ο Εμφύλιος. Τη χαρά μας όμως για την απόφαση του Δικαστηρίου την ακολουθεί  χαμηλής έντασης και με βρισιές μόνο εμφύλιος, που μπορεί να κορυφωθεί σε πρωτοσέλιδα και μολότωφ εναντίον δακρυγόνων, ως εκεί, ελπίζουμε όλοι. Δεν είναι όπως τότε. Έχουμε κράτος και θεσμούς, έστω κι αν δεν τους εμπιστευόμαστε όσο θα θέλαμε, έστω κι αν οι λειτουργοί τους συχνά δεν στέκονται στο ύψος της αποστολής, έστω κι αν πολλοί ρομαντικοί άνθρωποι, κυρίως νέοι, νομίζουν ότι καλύτερα θα ζούσαμε χωρίς νόμους και κράτος διότι κατά βάθος οι άνθρωποι διαθέτουν έμφυτη καλωσύνη, οπότε κάθε επίθεση στο κράτος που την εμποδίζει να εκδηλωθεί, είναι καλό πράγμα. Αυτή τη φορά απλώς δεν κρατά η χαρά, την πεποίθηση ότι τα κόμματα όλα είναι άξια να συνταχθούν εναντίον του φασισμού -ναζισμού τη χαλάει αμέσως το κλίμα αντιπαράθεσης. Τι θετικό λοιπόν να υπάρχει;

Μήπως είναι θετικό ένα είδος εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη που εκδηλώνεται έστω κι έτσι; Και με τη χαρά και με τις αντιπαραθέσεις; Μπορεί να ξέραμε πολλοί τι ήταν η Χρυσή Αυγή, αλλά τώρα που η Δικαιοσύνη μίλησε η γνώση έγινε αλήθεια. Πολλά καταμαρτυρούμε στη Δικαιοσύνη για τις δυσλειτουργίες της και την απληστία των λειτουργών της όταν αποφασίζουν για τους μισθούς τους, αλλά κακά τα ψέματα. Την έχουμε ανάγκη, σαν πολίτες και σαν άνθρωποι. Πρέπει να πιστεύουμε σε κάτι. Κι αυτό το κάτι είναι η ιδέα της Δικαιοσύνης. Ανεξάρτητη, όπως ορίζει το Σύνταγμα. Δεν είναι εύκολο, είναι εύθραυστη, φαρφουρένια, κρυστάλλινη, ευαίσθητη, μέλος ευπαθούς ομάδας, κι ας είναι αυτή που όλοι οφείλουμε να σεβόμαστε.. Οι πολιτικοί συχνά νομίζουν ότι μπορούν να της επιβληθούν, να παίξουν μαζί της. Οι πολίτες πρέπει να τη φροντίζουμε. Την χρειαζόμαστε όπως το σώμα μας χρειάζεται το νερό.

Φέρτε μου έναν προτεστάντη

Φέρτε μου έναν προτεστάντη

Οι προτεστάντες έχουν τη φήμη ότι είναι στεγνοί άνθρωποι, αυστηροί, δεν εκδηλώνουν συναισθήματα, δουλευταράδες, απλοί, κάπως βαρετοί. Πιστεύεται γενικά ότι εννοούν αυτά που λένε, δεν χρειάζεται να ψάχνεις κρυμμένα νοήματα και υπονοούμενα και υπόρρητα πράγματα γενικώς υπό, κι αυτό είναι που τους κάνει βαρετούς. Πράγματι, να σου λέει κάτι κάποιος και να το εννοεί, να μη σε κολακεύει, να μη σε χαϊδεύει, να μη σε κοροϊδεύει. Βαρετό.

Λένε ότι οι προτεστάντες κάπως έχουν συνδυάσει την έννοια της δουλειάς με τη θρησκεία, ότι θεωρούν ευλαβές και απαραίτητο για έναν ευσεβή βίο να στρατεύονται ως εργαζόμενοι στην κοινωνία και να εργάζονται με όλες τις δυνάμεις τους, δίνοντας στη δουλειά τον καλύτερο εαυτό τους. Είναι αυστηροί και οικονόμοι, έως τσιγκούνηδες, τρώνε πατάτες με μαϊντανό μέσα στα πιο ακριβά τους σκεύη, βάζουν και λίγο βούτυρο, χάλι μαύρο δηλαδή, είναι αυστηροί, ανελέητοι, αντιπαθείς. Τίμιοι.  Αφήνουν τα παράθυρά τους χωρίς κουρτίνες για να μπορούν όλοι να βλέπουν πως δεν έχουν να κρύψουν τίποτε.

Γενικά υποτίθεται ότι εμείς οι Έλληνες δεν μπορούμε καθόλου να ανεχτούμε αυτή τη νοοτροπία. Θέλουμε ανθρώπους θερμούς, εκδηλωτικούς, φιλόξενους, να σφάζουν αρνιά για το τραπέζι που μας υποδέχεται, να τάζουν λαγούς με πετραχήλια για την εξουσία που ζητούν ως πολιτικοί. Και είμαστε διατεθειμένοι να ανεχτούμε τις μικρές παρασπονδίες τους όταν τελικά την κατακτούν, την εξουσία. Να μη διορίσει ο χριστιανός και πέντε- δέκα συγγενείς; Ε, γιατί σκοτώθηκε να βγει; Αφού είχε τη μαγκιά να κερδίσει, ας σεβαστούμε τη δεινότητά του. Ας διορίσει κι όσους θέλει, έτσι κάνουν όλοι. Δεν είναι πια πολίτης κανονικός, γίνεται κάτι παραπάνω, ας ξοδέψει μερικά εκατομμύρια. Κι εμείς ως πολίτες να συνεχίσουμε την προσπάθεια να ξεφύγουμε από τη μανία της εφορίας να εισπράττει ποσοστά από κάθε τι που κερδίζουμε.

Νομίζω ότι δεν αντέχω άλλο αυτό το περίπλοκο σύστημα. Φέρτε μου έναν προτεστάντη, να είναι με τις προδιαγραφές της φήμης του. Με παράθυρα χωρίς κουρτίνες. Να λέει αυτό που σκέφτεται και να μην εννοεί τίποτε άλλο. Να θεωρεί την οικονομία απαραίτητη, ειδικά στα λεφτά του κράτους, αυτά που τα σκορπίζουν με τόση άνεση οι κιμπάρηδες οι δικοί μας. Τσιγκούνη, χωρίς ευφράδεια, αντιπαθητικό, στεγνό, αυστηρό, χωρίς επικοινωνιακό χάρισμα. Κι ας με βάλετε να τρώω εγώ τις πατάτες με το μαϊντανό και λίγο βούτυρο για έναν ολόκληρο χρόνο. 

Δυναστείες

 


Πρέπει να είδα σε ταινίες και σήριαλ τη ζωή όλων των βασιλισσών της Αγγλίας, την πρώτη Ελισάβετ και τη δεύτερη, τη βασίλισσα Άννα του Λάνθιμου, τώρα τη Βικτώρια σε τρεις σειρές επεισοδίων που τελειώνουν πριν καν γεννήσει τα εννιά της παιδιά. Μου αρέσουν  τα εσωτερικά των παλατιών, τα ρούχα και τα εξωτερικά, με αυτή τη σειρά. Μάλλον έχω  ίδια γούστα με τους περισσότερους τηλεθεατές, αυτά τα ωραία κυριαρχούν στο σήριαλ και όσο γίνεται λιγότερο μάχες και αιματοχυσίες. Μόλις τελειώνει κάθε επεισόδιο ανοίγω και Βικιπαίδεια, να καλύψω τα κενά, κι όλο μπερδεύομαι με τους βασιλικούς οίκους. Ποιος ήταν πατέρας ποιανού και μητέρα τίνος και αδερφός του τάδε, και θείος- ανιψιός- διάδοχος… Πώς βγάζαν άκρη οι δυναστολόγοι, πολύ τους συμπονάω τους ανθρώπους. Όλο και περισσότερο απορώ κατανοώντας και κατανοώ απορώντας την ανάγκη των ανθρώπων για γνησιότητα της καταγωγής. Το πώς η καταγωγή σου έδινε τα πάντα ή τίποτε, αυτό ήταν ο βασικός νόμος που ρύθμιζε τη ζωή των Ευρωπαίων πολλές δεκαετίες μετά τη Γαλλική επανάσταση. Από πού πήγαζε αυτή η σιδερένια πεποίθηση; Ήταν ρωμαϊκό κατάλοιπο, από την εποχή των αυτοκρατόρων που ανακηρύσσονταν θεοί, κάτι παλιότερο ίσως; Κάτι νεώτερο, κάποια φυσική ανθρώπινη κλίση, ή καλλιεργημένη απάτη σταθερότητας; Σίγουρα καταλαβαίνω καλύτερα, μετά από τόσα σήριαλ και τόση Βικιπαίδεια, γιατί έπρεπε να βρεθεί και για την Ελλάδα κάποιος βασιλιάς τότε που απελευθερώθηκε, και γιατί έπρεπε να είναι Γερμανός κατά προτίμηση. Μπορώ να δω ακόμα πολλά τέτοια σήριαλ, θα μου άρεσε να υπάρχουν και μερικά γαλλικά, να δείχνουν αυτό το πίσω- μπρος από την ιδέα της ισότητας πίσω στις δυναστείες, και πάλι μπρος και πάλι πίσω, αυτή την ιστορία που δεν γυρίζεται εύκολα σήριαλ, δεν έχει τόσο ωραία εσωτερικά, περιέχει πολλή αιματοχυσία, και κάθε φορά που τη διαβάζει κανείς ανακαλύπτει νέες πτυχές.

Τώρα που συνιστούν στους άνω των 65 να μην πολυκυκλοφορούν, πράγμα που προσωπικά εφαρμόζω και πριν και μετά το λοκντάουν, θα διαβάσω πολλά βιβλία, θα δω πολλά σήριαλ, όταν δεν θα περπατώ τις μεγάλες αποστάσεις που κάποτε έκανα με μέσα μαζικής συγκοινωνίας. Τα λεωφορεία ως εσωτερικό της δυναστείας των Καραμανλήδων, συγκεκριμένα του Κώστα Καραμανλή του Γ’, αν δεν κάνω λάθος, δεν θα είναι ποτέ γοητευτικό θέαμα, φοβάμαι, εκτός κι αν βρεθεί κάποιος ιδιοφυής σκηνοθέτης.

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

Στην αγορά με το άλογο


Από τον παππού μου έχω μόνο ένα κείμενο που μου το έδωσε ο ξάδερφός μου, και πολλές βέβαια ιστορίες. Το πορτραίτο του βρίσκεται στην αίθουσα της Ένωσης Σπάρτης Μικράς Ασίας, το είδα μια φορά που πήγα πριν πολλά χρόνια, ελπίζω να είναι ακόμα εκεί. Ήταν σχολικός έφορος στην πατρίδα του, τα Σπάρτα Μικράς Ασίας, γιατρός το επάγγελμα, ο ντοκτόρ Ελεϊμόν. Τον έλεγαν Ελεήμονα. Ίσως το όνομα παίζει ρόλο στην προσωπικότητα. Ελεούσε τους συμπατριώτες του Έλληνες με γράμματα, σχεδόν με το ζόρι, μάζευε τα λεφτά για να λειτουργεί το σχολείο της Κοινότητας. Γιατί έπρεπε μόνοι τους να λειτουργούν τα σχολεία που μάθαιναν στα παιδιά τους ελληνική γλώσσα και άλλες πολυτέλειες, οι ίδιοι μάλιστα ήταν τουρκόφωνοι. Με κόπο και προσπάθεια κατακτούσαν κάθε φράση ελληνική, και πού να ήξεραν ότι θα τους χρειαζόταν η γλώσσα εκείνη όταν θα έρχονταν πρόσφυγες μετά την Καταστροφή εδώ πέρα.

Στο κείμενο λοιπόν εκείνο ο παππούς διηγείται πώς πήγε μια μέρα με το άλογο στα μαγαζιά για να μαζέψει τις καθυστερημένες συνδρομές για τη λειτουργεία του σχολείου. Αυτή η μανία για διδασκαλία πέρασε σε όλους μας, ο αδερφός μου, Ελεήμων κι αυτός, έγινε καθηγητής και ακόμα είναι. Εγώ βγήκα πολύ διδακτικός τύπος, ευτυχώς ξεκινήσαμε τα μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες πριν δεκατρία χρόνια στην Αγορά της Κυψέλης και κάπως ξεδίνω. Κάθε χρόνο έκτοτε διδάσκω την ελληνική γλώσσα σε όσους θέλουν να τη μάθουν, αρχίζοντας από το αλφάβητο. Θα πρέπει να έχω διδάξει το ελληνικό αλφάβητο σε χιλιάδες ανθρώπους. Ναι, χιλιάδες, γιατί όποτε ερχόταν κάποιος καινούργιος που δεν το ήξερε καθόλου δεν ήθελα να τον αφήνω στην άκρη, τον έπαιρνα λοιπόν σε ιδιαίτερο μάθημα και του μάθαινα το αλφάβητο. Μπορεί να μην ξαναρχόταν, πολλοί δεν ξανάρθαν, η ζωή πολλών μεταναστών είναι ασταθής και δύσκολα γίνονται μαθητές, τουλάχιστον όσοι με γνώρισαν έμαθαν το αλφάβητο.  

Δυναστείες


Πρέπει να είδα σε ταινίες και σήριαλ τη ζωή όλων των βασιλισσών της Αγγλίας, την πρώτη Ελισάβετ και τη δεύτερη, τη βασίλισσα Άννα του Λάνθιμου, τώρα τη Βικτώρια σε τρεις σειρές επεισοδίων που τελειώνουν πριν καν γεννήσει τα εννιά της παιδιά. Μου αρέσουν  τα εσωτερικά των παλατιών, τα ρούχα και τα εξωτερικά, με αυτή τη σειρά. Μάλλον έχω  ίδια γούστα με τους περισσότερους τηλεθεατές, αυτά τα ωραία κυριαρχούν στο σήριαλ και όσο γίνεται λιγότερο μάχες και αιματοχυσίες. Μόλις τελειώνει κάθε επεισόδιο ανοίγω και Βικιπαίδεια, να καλύψω τα κενά, κι όλο μπερδεύομαι με τους βασιλικούς οίκους. Ποιος ήταν πατέρας ποιανού και μητέρα τίνος και αδερφός του τάδε, και θείος- ανιψιός- διάδοχος… Πώς βγάζαν άκρη οι δυναστολόγοι, πολύ τους συμπονάω τους ανθρώπους. Όλο και περισσότερο απορώ κατανοώντας και κατανοώ απορώντας την ανάγκη των ανθρώπων για γνησιότητα της καταγωγής. Το πώς η καταγωγή σου έδινε τα πάντα ή τίποτε, αυτό ήταν ο βασικός νόμος που ρύθμιζε τη ζωή των Ευρωπαίων πολλές δεκαετίες μετά τη Γαλλική επανάσταση. Από πού πήγαζε αυτή η σιδερένια πεποίθηση; Ήταν ρωμαϊκό κατάλοιπο, από την εποχή των αυτοκρατόρων που ανακηρύσσονταν θεοί, κάτι παλιότερο ίσως; Κάτι νεώτερο, κάποια φυσική ανθρώπινη κλίση, ή καλλιεργημένη απάτη σταθερότητας; Σίγουρα καταλαβαίνω καλύτερα, μετά από τόσα σήριαλ και τόση Βικιπαίδεια, γιατί έπρεπε να βρεθεί και για την Ελλάδα κάποιος βασιλιάς τότε που απελευθερώθηκε, και γιατί έπρεπε να είναι Γερμανός κατά προτίμηση. Μπορώ να δω ακόμα πολλά τέτοια σήριαλ, θα μου άρεσε να υπάρχουν και μερικά γαλλικά, να δείχνουν αυτό το πίσω- μπρος από την ιδέα της ισότητας πίσω στις δυναστείες, και πάλι μπρος και πάλι πίσω, αυτή την ιστορία που δεν γυρίζεται εύκολα σήριαλ, δεν έχει τόσο ωραία εσωτερικά, περιέχει πολλή αιματοχυσία, και κάθε φορά που τη διαβάζει κανείς ανακαλύπτει νέες πτυχές.

Τώρα που συνιστούν στους άνω των 65 να μην πολυκυκλοφορούν, πράγμα που προσωπικά εφαρμόζω και πριν και μετά το λοκντάουν, θα διαβάσω πολλά βιβλία, θα δω πολλά σήριαλ, όταν δεν θα περπατώ τις μεγάλες αποστάσεις που κάποτε έκανα με μέσα μαζικής συγκοινωνίας. Τα λεωφορεία ως εσωτερικό της δυναστείας των Καραμανλήδων, συγκεκριμένα του Κώστα Καραμανλή του Γ’, αν δεν κάνω λάθος, δεν θα είναι ποτέ γοητευτικό θέαμα, φοβάμαι, εκτός κι αν βρεθεί κάποιος ιδιοφυής σκηνοθέτης. 

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020

Τα πολυβολεία

Έχουν απομείνει στο Λιμάνι Πασά στο Λαύριο, στις δυο εισόδους του κόλπου, δυο παλιά πολυβολεία από τον καιρό της Κατοχής. Το ένα είναι στη στροφή ενός πολυσύχναστου πλέον μονοπατιού, χρήσιμο πολύ στους περιπατητές. Μπορούν να ανεβαίνουν επάνω, να ξεκουράζονται και να αγναντεύουν την ανατολή της Πανσελήνου όταν έχει Πανσέληνο, το ναό του Ποσειδώνα, τη Μακρόνησο και την Κύθνο, ακούγοντας τα κύματα να σκάνε στο βράχο. Κάποιοι έχουν μπει στον κόπο να γράψουν τα δικά τους στο μισογκρεμισμένο εσωτερικό του. Γενικά είναι πολύ πρακτικό για ραντεβού και στάσεις σε μια περιοχή που δεν έχει και πολλά δημόσια σημεία.

Το άλλο, στην απέναντι πλευρά, δεν είναι τόσο προσβάσιμο, χτισμένο ανάμεσα σε δυο μικρές παραλιούλες μοιάζει ακόμα κάτι να προστατεύει επιθετικά, γιατί κάποιος έχει γράψει από την έξω πλευρά, «Γυμνιστές». Κάποια μέρα με συννεφιά που περπάτησα ως εκεί, προσπάθησα να φανταστώ αυτό τον κλειστό κόλπο που τώρα γεμίζει παραθεριστές, την εποχή που τα γερμανικά πολυβολεία προστάτευαν ποιος ξέρει τι στρατιωτικά οχυρά στα μέρη με τις ομπρέλες και τις ξαπλώστρες, όπου μάλιστα ήταν κάποτε το αρχαίο λιμάνι Λαυρίου, κι ακόμα φαίνονται τείχη στη θάλασσα και στη στεριά. Τους στρατιώτες με τα βαριά τους όπλα, τα βαριά τους ρούχα χωμένους στα κτίσματα αυτά, να κοιτάζουν τη θάλασσα ατέλειωτες ώρες, περιμένοντας να δουν καΐκια με φυγάδες για την Αίγυπτο; Άγγλους κατασκόπους;  Ποιος ξέρει τι περίμεναν εκεί μέσα, στην άκρη του ωραίου γιαλού. Να λαχταρούσαν άραγε τη θάλασσα με το κυματάκι που στραφταλίζει τα καλοκαίρια; Να πέταξε κανείς τα ρούχα του για να κολυμπήσει στα δροσερά νερά, να έβγαλε τις μπότες για να περπατήσει ξυπόλητος στα βράχια; Τι παράξενοι που μοιάζουν οι περασμένοι πόλεμοι, τι τρελά τα πολυβολεία τους, και να πεις ότι πέρασαν αιώνες; Η μάνα μου τα έζησα όλ’ αυτά ως έφηβη, ο πατέρας μου στρατευμένος. Κι εμείς με τα ωραία μας λινά να ανεμίζουν βγάζουμε φωτογραφίες ηλιοκαμένοι μέσα στο φθινόπωρο και γκρινιάζουμε για την κακή μας μοίρα. Αρχαίους πολέμους έζησαν οι καημένοι οι γονείς μας.

Κάποτε όλα αυτά τα σιδερικά και τα συστήματα και τα τρομερά και φοβερά και πανάκριβα όπλα που θα πληρώνουμε κολλημένοι σε παλιές νοοτροπίες, για καιρό ακόμα, ακριβότερα απ’ όλους τους Ευρωπαίους, δεν θα γίνουν ίσως ούτε καν βολικά παγκάκια για περιπατητές.

Κάποτε όλα θα γραφτούν

 Κάποτε όλα θα γραφτούν, κι όλα θα τα μάθουμε. Και οι πρόσφυγες, και οι μετανάστες, δεν ήρθαν για να ζήσουν σε στρατόπεδα. Θα φύγουν, ό,τι κι αν αποφασίσουμε, κι ό,τι κι αν λέμε, θα έρθουν στις πόλεις της Ευρώπης. Θα βρουν το δικό τους δρόμο. Θα ζήσουν μαζί μας. Θα γίνουν εργάτες, κοπτοράπτριες, φοιτήτριες, γιατροί, συγγραφείς, θα μάθουν τις γλώσσες μας και θα τις αλλάξουν. Τα παιδιά τους θα είναι στα σχολεία μας. Θα δουλέψουν για τις συντάξεις μας, και για τις δικές τους. Και θα θυμούνται τη Μόρια, το Καρά Τεπέ, την πλατεία Βικτωρίας, και θα γράφουν γι αυτά, και θα γυρίζουν ταινίες, και θα τα λένε στις ψυχοθεραπείες. Έχουν πολύ μέλλον οι πράξεις μας εναντίον τους.

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020

Πανδημίες

Πόσο διαφορετικά βλέπουμε τώρα τις φωτογραφίες από την πανδημία του 1918, τη λεγόμενη ισπανική γρίππη. Και τώρα κατάλαβα ότι είχε ονομαστεί ισπανική όχι επειδή εκεί ξεκίνησε, αλλά γιατί μόνο στην Ισπανία γράφονταν ειδήσεις γι αυτήν και γίνονταν έρευνες, διότι ήταν ουδέτερη χώρα στον πόλεμο και δεν είχε λογοκρισία. Φωτογραφίες ασπρόμαυρες που δείχνουν παιδιά με μάσκες, ομάδες νοσοκόμων που χαμογελούν αγωνιστικά και αισιόδοξα, τα τσουλούφια τους φευγάτα από το σκουφάκι μετά από ώρες δουλειάς, μαθήματα σε πάρκα, ή κομψές κυρίες με τα καπέλα, και με βέλα, και με μάσκα, όλα ταυτόχρονα. Είναι συγκινητικοί οι άνθρωποι όταν αγωνίζονται όλοι μαζί έτσι σιωπηλά, αποφασισμένα, καθημερινά, θυμίζοντας για λίγο τον πανάρχαιο δεσμό που τους έκανε ανθρώπους. Τις βλέπαμε εξ αποστάσεως όλες αυτές τις εικόνες, με το αφ’ υψηλού ύφος του σύγχρονου αγέρωχου ανθρώπου που κρατά την ιατρική στο χέρι, τώρα όμως τις βλέπουμε αλλιώς. Καταλαβαίνουμε την αδυναμία τους και την προσπάθεια που έκαναν, είναι οι παππούδες κι οι γιαγιάδες μας που επέζησαν συσσωρεύοντας γνώση χρήσιμη για τις επόμενες γενιές, εμάς δηλαδή. Ξέρουμε τώρα πολλά, έχουμε κοινωνική ασφάλιση, εθνικά συστήματα υγείας, κι όμως το αίσθημα αδυναμίας ξαναγεννήθηκε, και ξαναπήρε μορφή, νέα και εξελιγμένη, ο πανάρχαιος δεσμός που μας κάνει ανθρώπους.

Έτσι κι εμείς είμαστε σήμερα, κι ας το ξεχνάμε. Για λίγο δεν το νοιώσαμε όταν ξεκίνησε το Μάρτιο ο υποχρεωτικός εγκλεισμός και κάθε απόγευμα ο Σωτήρης Τσιόδρας μας ενημέρωνε για την πορεία της πανδημίας, ότι είμαστε το μετρημένο πλήρωμα ενός πλοίου που κινδυνεύει και δεν θέλει να χάσει ούτε μια ψυχή; Τώρα βέβαια έχουν λίγο περιπλεχθεί τα πράγματα, υπάρχουν κι αυτοί που δεν θέλουν να φορέσουν μάσκα, γκρινιάζουν, διαδηλώνουν, ποδοπατάνε μάσκες, δεν πιστεύουν, βρίζουν τους γιατρούς, βρίζουν τις κυβερνήσεις, φοβούνται το τσιπάκι και δεν ξέρω τι άλλο, αλλά νομίζω κατά βάθος ξέρουν ότι αν αρρωστήσουν δεν θα τους αφήσουν στο δρόμο, με τον τρόπο τους έχουν κι αυτοί ενσωματώσει την αφθονία της εποχής μας, σαν τα παιδιά που έχουν παράλογες απαιτήσεις και σπρώχνουν τα ωραία πράγματα που τους προσφέρονται, ξέροντας ότι αυτά θα μείνουν εκεί, ή επειδή δεν έχουν νοιώσει την έλλειψη τους. Τόσο προστατευτική είναι η οικογένεια και η κοινωνία προς πολλά μέλη, που τα δυσκολεύει να ωριμάσουν. Δεν πειράζει μικρό το κακό, ήπια επιδημία κακομαθαίματος, θα αντιμετωπιστεί κι αυτή εν καιρώ, πού θα πάει;

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

Το Αιγαίο ανήκει στα πλαστικά του

Ο νοτιάς έφερε στην παραλία σκουπίδια και φύκια, ως συνήθως. Δεν κράτησε πολύ, ποτέ δεν κρατάει. Αυτός ήταν μάλιστα πιο ήρεμος, δεν είχε την τραγουδισμένη του τρέλα, δεν ανακάτεψε με μανία τα νερά για μέρες. Εφυγε την επομένη και στις λακκουβίτσες που μένει και ξεραίνεται το αλάτι, έμεινε πάλι αλάτι. Παράξενο αλάτι αυτό ωστόσο, εκτός από το λευκό και λαμπερό που ξέρουμε, ήταν πολύχρωμο.

Χρώματα να δουν τα μάτια μας, σε μια τόση δα λακκουβίτσα. Εντονα, ματ χρώματα, σαν ένα πολύ ψιλό μωσαϊκό αφηρημένης τέχνης, σε μικρούτσικα, ακανόνιστα σχήματα. Κάτι σαν παιχνίδι, σαν φάρσα, κάτι χαρούμενο και παράξενο, κάτι εντυπωσιακό και μακάβριο.

Είχε ξαναμαζευτεί τέτοιο υλικό στη θέση του αλατιού και δεν το είχα προσέξει ή πρώτη φορά συνέβη; Μήπως τώρα που έχω διαβάσει διάφορα άρθρα για το ακατάλυτο πλαστικό που ψιλοκόβεται κι όλο ψιλοκόβεται κι απλώνεται και χώνεται παντού, σε σχισμές, σε στόματα ψαριών και θολάμια χταποδιών και σάρκες οστράκων και κοιλιές χελωνών, μήπως τώρα τράβηξε την προσοχή μου; Ή ήρθε ο καιρός του απλώς, προχώρησε η φθορά του τόσο πολύ ώστε να γίνει πια πολύχρωμη άμμος και να το βλέπουμε να το ξεβράζει ο νοτιάς όταν φέρνει στις ακτές τα σκουπίδια της θάλασσας;

Ως τώρα τα σκουπίδια ήταν αρκετά απωθητικά μεν, πλην όμως μπορούσες να τα πιάσεις, είχες αυτή την παρηγόρια της ατομικής ευθύνης, με μια σακούλα στην παραλία καθάριζες τον χώρο που σου αναλογούσε, μπορούσες να νιώσεις αυτή τη μικρή ικανοποίηση. Για τα λίγα σου βήματα το κομμάτι της φύσης σού παραδινόταν παρθένο και καθαρό όπως το έπλασε ο καλός θεούλης και η Πλειόκαινος εποχή, χάρη στις κινήσεις ατομικής συλλογής απορριμμάτων.

Τούτα εδώ όμως δεν συλλέγονται, δεν μαζεύονται, δεν περιορίζονται, έχουν γνωρίσει την ελευθερία εδώ και πολύ καιρό, έχουν αυτονομηθεί για πάντα. Είναι η εναπόθεση των ευκολιών μιας χρήσης που μας υπόσχεται ανεμελιά και ασφάλεια. Είναι η επιβεβαίωση του πόσο καταπληκτικό πράγμα είναι το πλαστικό, ακόμα και διαλυμένο, κομματιασμένο, τριμμένο παραμένει πλαστικό, τα χρώματά του πάντα ζωηρά, και ποιος ξέρει πού αλλού θα το συναντάμε στο μέλλον; Στο δικό μας φαγητό, στους κόκκους της άμμου, στο νερό που μοιραζόμαστε με τα άλλα πλάσματα, στο χώμα, στον αέρα που ανασαίνουμε;

Και πόσο απαίσια τα χαρούμενα αυτά χρώματά του μέσα στο γκρίζο των βράχων…


 https://www.efsyn.gr/stiles/triti-matia/258909_aspra-kokkina-kitrina-mple

Απομάγευση

 Είχα πάει στις Μυκήνες πριν από δυο χρόνια, με λαχτάρα να ξαναδώ τον αρχαιολογικό αυτό χώρο που πρωτόδα μαθήτρια Γυμνασίου και μαγεύτηκα και τον έδειχνα μετά στους ξένους φίλους, και τους σύστηνα να πάνε να τον δουν. Αυτή η τελευταία φορά κάπου έπασχε. Θες ότι είχε πολύ κόσμο, θες ότι έκανε πολλή ζέστη, θες ότι για να περάσουμε μέσα οι φύλακες μας υπόδειξαν να αγνοήσουμε τα μηχανήματα που θα έλεγχαν ηλεκτρονικά τα εισιτήριά μας, τα οποία τα είχαν ζώσει με ασπροκόκκινη πλαστική ταινία σαν αυτή που βάζει η Τροχαία, η οποία κρεμόταν δεμένη πρόχειρα;

Μα τι συνέβαινε ακριβώς; Τα μηχανήματα αναβόσβηναν τα κόκκινα φωτάκια τους μάταια περιμένοντάς μας, σαν αιχμάλωτοι που κραυγάζουν αβοήθητοι. Οι φύλακες μας χαμογέλασαν πονηρά, ή έτσι μου φάνηκε, και άπλωσαν τα χέρια να μας εμποδίσουν να τα πλησιάσουμε. Από κει χαλάστηκα μάλλον, όλα μου φαίνονταν στραβά μετά, οι ταμπελίτσες που έλειπαν, αυτά που άκουγα γύρω μου, πάει, γέρασα, παραξένεψα, σκέφτηκα, καλύτερα να αποφεύγω πια τα μέρη που με μάγεψαν κάποτε.

Το είχα πάθει και στην Κνωσό, εκεί είχα βρεθεί άλλη μια φορά ως φοιτήτρια, κι ήθελα να ’χα χίλια μάτια τα ερείπια να κοιτάζω, δεν χόρταινα, δεν ήξερα πώς να τακτοποιήσω μέσα στο μυαλό μου αυτό που έβλεπα, κι ύστερα, σαράντα χρόνια μετά, η απομάγευση με κατέθλιψε. Τότε με είχαν όλα ενοχλήσει, τα σκονισμένα τζάμια μπροστά στις τοιχογραφίες, το άδειο πωλητήριο που μας έδωσε για απόδειξη, όταν ψωνίσαμε, ένα χαρτάκι, το ύφος των ξεναγών κι ο τρόπος που μας ρωτούσαν αν τις χρειαζόμαστε.

Αλλά στις Μυκήνες ήταν ακόμα χειρότερα, τίποτε δεν μπορούσε να με αγγίξει πια από το δέος που ένιωθα κάποτε, έβλεπα συνέχεια γύρω μου χαλασμένα πράγματα, καλαθάκια, ταμπελίτσες, πεταμένα πλαστικά, ασυμμάζευτα αντικείμενα, αλλά κυρίως εκείνη την ασπροκόκκινη κορδέλα στα μηχανήματα, που δεν ήθελα να σκεφτώ ότι την έβαζαν οι φύλακες επειδή δεν ήθελαν να ελέγχονται τα εισιτήρια που εκδίδουν.

Μήπως παραγνωρίστηκα με τα αρχαία μέρη; Μάλλον γέρασα, γιατί το ίδιο ενοχλητικό αίσθημα αφροντισιάς ένιωσα και στο Μουσείο των Φηρών Σαντορίνης όπου πήγαινα πρώτη φορά, πάλι με ασπροκόκκινη ταινία στα μηχανήματα που μάταια σφύριζαν, χαλασμένα πόμολα στις τουαλέτες, άδειο πωλητήριο… Λεπτομέρειες που μόνο οι γέροι προσέχουν κι ενοχλούνται. Αυτό θα είναι. Ισως πρέπει να αναζητήσουν εθελοντές τρίτης ηλικίας να νοικοκυρεύουν τις λεπτομέρειες αυτές στους αρχαιολογικούς χώρους, ίσως θέλει πράγματι μακροχρόνια πείρα αυτή η δουλειά.

https://www.efsyn.gr/stiles/triti-matia/257943_apomageysi

Ανακυκλώσεις

 Ενα ήσυχο απόγευμα πάω να πετάξω τα σκουπίδια στους κάδους που έχει βάλει ο δήμος στη σειρά, τρεις γκρίζοι και τρεις μπλε, ανάμεσα σε κάμποσα συγκροτήματα εξοχικών κατοικιών. Πίσω τους υπάρχει ένας χώρος ασαφής, πολλές φορές γεμάτος σκουπίδια. Εκείνο το απόγευμα είναι σαν να έχει αδειάσει εκεί πέρα ο εξοπλισμός ολόκληρου σπιτιού.

Πολυθρόνες μπαμπού, τραπέζια ξύλινα, σπασμένα ράφια, στρώματα κι ένα καρότσι για δίδυμα ίδιο μ’ αυτό που είχα πριν από ένα τέταρτο του αιώνα για τα δικά μου. Δυο νεαροί το κρατούν όρθιο και το εξετάζουν απ’ όλες τις μεριές με πολύ σοβαρό ύφος, γυρίζουν και με κοιτάζουν για μισό δευτερόλεπτο μόλις ακούνε τον γδούπο της σακούλας στον κάδο. Υστερα ξανά στρέφονται στο καροτσάκι διδύμων. Να δω μήπως είναι το δικό μου, μου έρχεται κι εμένα να φωνάξω, τόσο προσηλωμένοι που μοιάζουν, αλλά σκέφτομαι λογικά ότι αποκλείεται να είναι το δικό μου.

Για λίγο τους χαζεύω, έχουν έρθει προφανώς να ξεδιαλέξουν αντικείμενα προς πώληση, την πολυθρόνα μπαμπού θα την αγόραζα ευχαρίστως σε κάποιο παζάρι κι ελόγου μου.

Είναι καλοβαλμένοι, κοιτάζουν τα σκουπίδια με ύφος εμπειρογνωμόνων σε μουσείο, τι αξίζει να συνεχίσει να ζει απ’ όλα αυτά τα περιφρονημένα πράγματα. Ανακύκλωση στην πηγή, όχι σαν αυτή που νομίζω ότι κάνω εγώ πλένοντας κεσεδάκια. Πού πάνε αυτά τα κεσεδάκια; Τι μυστήριο καλύπτει τις διαδικασίες ανακύκλωσης; Πριν από λίγες μέρες πήρε φωτιά ένα εργοστάσιο ανακύκλωσης στη Μεταμόρφωση, κι ήταν η δεύτερη φορά ή η τρίτη που κάηκαν έτσι πλαστικά ανακύκλωσης. Τι γίνεται μ’ αυτή την ιστορία;

Θα ήθελα να δω ένα ρεπορτάζ, γιατί συμβαίνει τόσο πολύ να καίγονται τα εργοστάσια ανακύκλωσης. Τι δεν πάει καλά. Αλλά πιο πριν θα ήθελα να δω ένα ρεπορτάζ για το πού βρίσκεται εκείνο το ξεχασμένο θέμα με τους χώρους υγειονομικής ταφής. Πώς το είπα;

Σίγουρα λάθος θα το λέω. Να διορθωθεί παρακαλώ γλωσσικά, γιατί μόνο γλωσσικά μάλλον θα διορθωθεί. Από την επανάσταση της Κερατέας κι ύστερα (ιστορική βέβαια, αλλά ξέχασα τη χρονολογία, συμπαθάτε με) δεν ξέρουμε τι έχει απογίνει αυτή η ταφή. Εστω λάθος η διατύπωση. Οχι ταφή, κάτι άλλο. Τι άλλο; Τι κάνει η χωματερή; Πού δεν τη λένε χωματερή, αλλά είναι. Πληρώνουμε ακόμα πρόστιμα και πόσο; Προγραμματίζουμε κάτι άλλο; Εχει γίνει θέμα ταμπού πλέον αυτό και για ποιο λόγο;

Προς το παρόν ευλογώ τους νεαρούς που ξεχωρίζουν ανεπίσημα τα σκουπίδια. Παράλληλες δραστηριότητες μας σώζουν πάντα.


https://www.efsyn.gr/stiles/triti-matia/256992_anakykloseis

Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

Τα εξοχικά

Τα εξοχικά που ζήλευα μικρή ήταν κάτι μικρά σπίτια γεμάτα κρεβάτια, ή μάλλον ντιβάνια, με στρώματα επάνω από εκείνα τα ριγέ τα γεμισμένα με βαμβάκι, σκληρά και άβολα. Μερικές φορές τα ντιβάνια δεν χωρούσαν στα μικρά σπιτάκια και ξεχείλιζαν έξω, στην αυλή και τον κήπο. Σεντόνια δεν υπήρχαν, τα φέρναμε μαζί μας όταν πηγαίναμε να μείνουμε λίγες μέρες,  μουσαφίρηδες. Σε ένα απ’ αυτά είχαν φτιάξει με σκοινί περασμένο σε σανίδα μια κούνια για τα παιδιά, την είχαν κρεμάσει σ’ ένα πεύκο, κι έπρεπε να περιμένεις τη σειρά σου να κάνεις. Θυμάμαι ακόμα την ευτυχία που είχα νιώσει όταν είχα πρωτοδεί εκείνη την κούνια στο κτήμα του ξαδέρφου του πατέρα μου, τι θαυμάσιο πράγμα, τι δώρο! Κι ας έπρεπε να περιμένω περί τα δέκα ξαδέρφια μέχρι να έρθει η σειρά μου. Μπαμπάδες και παππούδες τριγυρνούσαν εκεί με τις φανέλες τους, τόσο χαλαροί, τόσο ανεκτικοί. Εκείνα τα ατέλειωτα ντιβάνια μου έδιναν την εντύπωση απέραντης γενναιοδωρίας, μπορούσε να μείνει κόσμος και ντουνιάς μαζί, να κοιμηθούν όλοι παρέα και να ξυπνήσουν ευτυχισμένοι στην εξοχή, κάτω από τα πεύκα.

Πάει πολύς καιρός που το κτήμα εκείνο, με τα πολλά ντιβάνια και την κούνια στο πεύκο, έχει μπει στο σχέδιο πόλης κι έχει χτιστεί με τον παραδοσιακό νεοελληνικό τρόπο. Όλες οι κοντινές εξοχές των παιδικών μας χρόνων έχουν γίνει αστικές γειτονιές. Και τα εξοχικά πήραν τις θάλασσες και τα βουνά, μεγάλωσαν, πλάτυναν, φάρδυναν, ψήλωσαν, ανοίχτηκαν, και ταυτοχρόνως κλείστηκαν, και πλήθυναν βεβαίως.  Έγιναν περίπλοκα κι έτοιμα να ανταποκριθούν σε περίπλοκες ανάγκες. Σχεδιάστηκαν από αρχιτέκτονες που άφησαν ελεύθερο τον δημιουργικό τους οίστρο, τον άκρως καταπιεσμένο στις συνθήκες της πόλης. Μερικά είναι τόσο εξοπλισμένα που απαιτούν από τους ιδιοκτήτες περισσότερη δουλειά από το σπίτι της πόλης, όπου ζουν τον περισσότερο καιρό. Βέβαια, είναι σε διακοπές, δεν εργάζονται, οπότε οργανώνουν το εξοχικό τους, το τακτοποιούν, το βελτιώνουν, το επισκευάζουν, του αφιερώνουν κανονικές εργατοώρες. Το φετινό καλοκαίρι πολλοί που κάποτε ταξίδευαν, για να ξεκουραστούν από τη δουλειά στο εξοχικό τους ίσως, μένουν στο σπίτι τους και το ανακαινίζουν. Ο τουρισμός δεν πάει καλά, αλλά έχω την εντύπωση ότι ο επισκευαστικός τομέας σπιτιών θα πρέπει κάπως να τα κατάφερε.

Κι εγώ ακόμα να βλέπω στον ύπνο μου εκείνο το μικρό σπιτάκι με τα πολλά ντιβάνια, τα ριγέ στρώματα, και την κούνια στο πεύκο…

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

Τα νησιά

 Τα καράβια μύριζαν τρομερά, ανακατεμένη εμετίλα με σκουριασμένο σίδερο κάτω από στρώματα μπογιάς που ξεφλούδιζε. Με αιματηρές οικονομίες είχα αγοράσει ένα σλήπιν μπαγκ του αμερικανικού στρατού στο Μοναστηράκι. Πάντα είχα την απορία πώς διάολο βρίσκονταν εκεί τέτοια αντικείμενα, πάμφθηνα. Επειδή από τότε οι ώμοι δεν άντεχαν, είχα διαλέξει του ίδιου στρατού το μικρότερο σακίδιο και είχα περιορίσει τα είδη ένδυσης στα απολύτως απαραίτητα. Μια φούστα από τόσο λεπτό ινδικό ύφασμα που αν τη δίπλωνες χωρούσε σε ένα καρυδάκι. Όχι, αυτό είναι από άλλο παραμύθι, αλλά κάπως έτσι. Μια μπλούζα κι ένα μαγιό για  τα πρωινά χωρίς ορειβασία δίπλα στη θάλασσα. Σαγιονάρες για κάθε επιφάνεια, προσαρμοσμένες με μαγικό τρόπο στις πατούσες, δεν κατάλαβα ποτέ πώς έγινε και δεν έπεσα, δεν σκόνταψα, δεν μου γλίστρησαν, όπως συμβαίνει έκτοτε.

Παίρναμε γραμμή τα πλοία της γραμμής, κι αν υπήρχε καΐκι με έξτρα διαδρομή, το παίρναμε κι αυτό. Ρίχναμε τον υπνόσακο όπου να’ ναι, ενίοτε στην προβλήτα όπου μας άφηνε το καράβι, γιατί δεν είχαμε κουράγιο να περπατήσουμε πιο πέρα. Τα πλοία με ζάλιζαν, έπαιρνα δραμαμίνες. Ανεβαίναμε σε όλα τα βουνά με μοναστήρια, πάντα ποδαρόδρομο με σαγιονάρες, με την ελπίδα να μας τρατάρουν και να μας δείξουν κάποιο κρυμμένο θησαυρό, όπως στους ταξιδιώτες που είχαμε διαβάσει, να νοιώσουμε κάποια πνευματική ανάταση. Στη Νίσυρο κάποτε μας φιλοξένησαν, δεν λέω. Μετά από δυο μήνες στο ύπαιθρο όμως, δεν μπορούσα να κοιμηθώ σε κρεβάτι, κι έτσι πήγε τζάμπα η φιλοξενία, πήρα τον υπνόσακο και πήγα στην παραλία, να βλέπω τον ουρανό.

Πήγαμε στη Σύρο, Μύκονο, Νάξο, Πάτμο, Φολέγανδρο, Ίο, Σαντορίνη που δεν είχε τότε νερό στα σπίτια και πλενόμασταν με αγορασμένες μπουκάλες νερό, γυάλινες. Ρόδο και Κώ μείναμε σε κάτι ξενοδοχεία που μύριζαν σαν τα καράβια. Πήγαμε στη Σέριφο, Σίφνο, Μήλο, κι από τα Δωδεκάνησα μας ξέφυγαν μόνο Κάρπαθος, Κάσος και Χάλκη. Από Κυκλάδες μόνο Ανάφη και Σίκινος, στην Αμοργό μας βρήκε η επιστράτευση και δεν προλάβαμε να τη δούμε. Εκκρεμεί η Αμοργός.

Πόσα καλοκαίρια γινόταν αυτό; Τέσσερα, πέντε, έξι;  Μου φαίνεται σα να κράτησε μια ζωή, κατά λάθος βρίσκομαι σε σπίτια και δωμάτια, κάτω από ταβάνια, πάνω σε στρώματα. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, άβυσσος και το σώμα του. Απ’ ό,τι φαίνεται θα πρέπει να αναβάλω και την Αμοργό φέτος.

 Άννα Δαμιανίδη

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2020

Xοντρά βιβλία

Πέρασα τρεις μήνες στο μαγικό βουνό του γιατρού Καραμάνη με τον κορονοϊό, (ξέρετε ποιο είναι αυτό το βουνό; Αυτός ο γιατρός;) και διάβασα ξανά το «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν, όπου ο χρόνος διαστέλλεται ίσως επειδή συστέλλεται, πρέπει ο ασθενής να κάνει υπομονή περιμένοντας να γίνει καλά στα όρη, στα βουνά, και περνούν τα χρόνια. Η αίσθηση της ανύπαρκτης αυτής πολυτέλειας του χρόνου με έβρισκε ώς και στα ταμεία του σούπερ μάρκετ, τις λίγες φορές που πήγα, σαν να μη βιάζονταν πια τόσο πολύ οι ταμίες, μάζευα τα πράγματα χωρίς πανικό, δεν πίστευα στις στιγμές μου. Μας δίναν τράτο οι επόμενοι, αδύναμοι οι άνθρωποι γενικώς, έμοιαζαν λίγο με τους ήρωες του Μαν και άλλων μυθιστορημάτων της εποχής των ακατανίκητων βακίλων του Κοχ. Σαν να είχε αποκτήσει σεμνότητα το ανθρώπινο είδος.

Εβρεξε πολύ στο δικό μου μαγικό βουνό -το Πήλιο είναι- τρύπησε η στέγη κι όπως γίνεται με τα σπίτια, όσο κι αν είναι γερά τα υλικά, βρέθηκα στην ανάγκη της βραδύτητας των επιδιορθωτών, άλλη ψευδαίσθηση αυτή σταματημένου χρόνου. Η αληθινή μου ηλικία, όμως, αυτή που γράφει η ταυτότητα κι όχι αυτή που παλεύω στον καθρέφτη με ρουζ και κραγιόνια, μου έγνεψε από τα νούμερα. Ωραία ήταν να κάνεις ότι με αγνοείς τόσον καιρό, αλαζονικέ σύγχρονε άνθρωπε, ακόμα κι οι προνομιούχες γενιές έχουν τις ατυχίες τους. Κερδίσατε ολόκληρο εγκλεισμό εσείς οι ευπαθείς ομάδες, άντε τώρα προσεχτικά να ξαναβγείτε στον κόσμο.

Για να μείνω στον Τόμας Μαν, διάβασα τους «Μπούντενμπροκ», αυτούς τους ευαίσθητους ανθρώπους που συντρίβονται αργά - αργά στην προσπάθεια να σταθούν στο ύψος των απαιτήσεων της τάξης τους. Είναι αστοί, έχουν κατακτήσει υψηλό βιοτικό επίπεδο, αλλά δεν μπορούν να το απολαύσουν, πρέπει διαρκώς να το υπερασπίζονται. Ταλαίπωρες γενιές εκείνες ακόμα. Οι αξίες τους θριαμβεύουν, καθώς εκείνοι ένας - ένας σβήνουν από εξάντληση. Δεν είχαν βρεθεί τα αντιβιοτικά, η ψυχανάλυση, οι τόσες ελευθερίες και παρηγορίες.

Πριν πιάσω το τρίτο βαρύ βιβλίο της προληπτικής απομόνωσης, σταδιακά άνοιξαν τα μαγαζιά, δειλά ο κόσμος ξανάρχισε να λειτουργεί, γρήγορα ξαναβρήκε την ταχύτητα που έχει κατακτήσει. Στο ταμείο του σούπερ μάρκετ ευχήθηκα ξανά να είχα τρία χέρια, οι πίσω με αγριοκοίταξαν και η πωλήτρια με βοήθησε αναστενάζοντας συγκαταβατικά και κοιτώντας το ταβάνι ανυπόμονα. Εγιναν αυτοί πιο γρήγοροι αναζητώντας τον χαμένο χρόνο ή εγώ πιο αργή;

Καιρός για Προυστ.

Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Η καημένη η Ελλαδίτσα


«Να φύγετε από δω, δεν σας καλέσαμε, δεν σας θέλουμε να πάτε στον τόπο σας!» Θα έχουν περάσει δέκα χρόνια και παραπάνω από εκείνο το απόγευμα που διασχίζοντας την πλατεία Πρωτομαγιάς, αυτό τον αόριστο χώρο που δημιουργήθηκε πάνω από το τούνελ της Μουστοξύδη, άκουσα μια γυναίκα να φωνάζει τη φράση αυτή σε μια άλλη γυναίκα, μαύρη, που τραβώντας το παιδί της από το χέρι διασταυρώθηκε μαζί της πηγαίνοντας στην αντίθετη κατεύθυνση. Η ξένη συνέχισε το δρόμο της χωρίς να γυρίσει καν, σηκώνοντας λίγο νευρικά το κεφάλι και τραβώντας λίγο πιο βιαστικά το χεράκι του παιδιού, η δικιά μας στάθηκε και συνέχισε το κρώξιμο πίσω της μέχρι να τους δει να απομακρύνονται. Σκέφτηκες καθόλου, ήθελα να της πω, τι κάνεις αυτή τη στιγμή; Δημιουργείς ένα ψυχικό τραύμα στο παιδί που θα το έχει σε όλη τη ζωή του. Δεν ξέρεις πρόσφυγες του ’22 που μέχρι να πεθάνουν κουβαλούσαν το τραύμα της κακής συμπεριφοράς των ντόπιων στην Ελλάδα, πέρα από τα υπόλοιπα, κι ακόμα παλεύουν μαζί του οι απόγονοι τους; Θα ζήσουμε με τους ανθρώπους αυτούς, η γυναίκα δουλεύει για τη σύνταξή σου, το παιδί της θα δουλέψει για τη δική μου, γιατί τους τραυματίζεις χωρίς λόγο; Τι κερδίζεις απ’ αυτό;

 Τη θυμήθηκα την προηγούμενη εβδομάδα διαβάζοντας το άρθρο του Αντώνη Δαρζέντα στην Athens Voice, με τις παραινέσεις προς τον Αντετονκούμπο. Δεν είχε βέβαια το ύφος εκείνης της γυναίκας, πολύ καλοπροαίρετα εξηγούσε στον αθλητή ο οποίος είχε  αναφερθεί στον ελληνικό ρατσισμό, ότι δεν καλέσαμε εμείς τους μετανάστες εδώ πέρα, κι ότι τέλος πάντων δεν είναι η σύγχρονη Ελλάδα σαν τις ΗΠΑ, δεν έχει την ίδια ιστορία και το ίδιο αμαρτωλό παρελθόν με τους σκλάβους. Το πιστεύουν πολλοί συμπατριώτες μας, ότι είμαστε χώρα νέα και αγνή, δεν έχουμε μεταφέρει σκλάβους με δουλεμπορικά από την Αφρική, είμαστε γενικά αθώοι, πάντα θύματα, είμαστε ο καλός κι αγαπημένος λαός του Διονυσίου Σολωμού, πάντοτε ευκολόπιστος και πάντα προδομένος, πάντα θύμα των μεγάλων δυνάμεων, πάντα θύμα γενικώς.

Αυτή τη γενική εικόνα έχουμε για τη χώρα μας οι περισσότεροι. Την καλλιεργεί το σχολείο στις μικρές τάξεις, και δεν την αναθεωρεί στις μεγαλύτερες. Από το νηπιαγωγείο ξεκινά να τη φιλοτεχνεί, έχω παρηγορήσει τα παιδιά μου όταν επέστρεφαν με δάκρυα από το σχολείο έχοντας μάθει για τα 400 χρόνια που «ήμασταν σκλάβοι», κι όποτε έγραφα γι αυτά, εισέπραττα σχόλια πολύ αρνητικά, ότι καλά κάνουμε και τα μεγαλώνουμε τα παιδιά με την εθνική ψυχολογία του θύματος, και πώς αλλιώς θα έχουν πάντα κουράγιο να τρέξουν να πολεμήσουν μεθαύριο;

Η ψυχολογία του θύματος ωστόσο, μας το έχει δείξει η Ιστορία, είναι εξαιρετικά επικίνδυνο υλικό για την πολιτική ζωή. Ο Χίτλερ είναι το καλύτερο παράδειγμα, η ταπείνωση των Γερμανών μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο ήταν στα χέρια του το τρομερό όπλο για να συγκινήσει τα πλήθη με τις υποσχέσεις του και η ‘απελευθέρωση’ των γερμανικών καταπιεσμένων μειονοτήτων η αφορμή να ξεκινήσει τον τρομερό του πόλεμο. Στις μέρες μας το είδαμε με τους αγαναχτισμένους των πλατειών που κόντεψαν να κάψουν τη Βουλή και τους διαμαρτυρόμενους εντόνως για τις αδικίες του μνημονίου που έκαψαν τη Μαρφίν. Ο τίτλος του βιβλίου του Κώστα Κωστή «Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας» αποκλείεται να γίνεται κατανοητός. Κακομαθημένα παιδιά οι Έλληνες; Οι αδικημένοι, τα θύματα των μεγάλων δυνάμεων; Για κάποιους άλλους μιλά σίγουρα.

Κι όμως η νέα Ελλάδα ως κράτος και πολιτική δεν είναι ούτε τόσο θύμα ούτε τόσο πτωχή και δυστυχής, και τους επιθετικούς πολέμους της έχει κάνει, και τις σφαγές της, και τις μειονότητές στο έδαφός της έχει καταπιέσει, και πολύ συχνά στις ήττες της τη βοήθησαν οι μεγάλες δυνάμεις να μην συντριβεί, κι ας πιστεύουμε το αντίθετο. Μπορεί να μην είχε φυτείες βαμβακιού όπου δούλευαν σκλάβοι όπως στον αμερικανικό νότο, γιατί αλλιώς δούλευε και η παραγωγή και η κοινωνία, αλλά τα λεγόμενα δουλικά ακόμα και στη δεκαετία του εξήντα στα αστικά σπίτια κάποια καταγωγή θα είχαν σε σχέσεις υποτέλειας που δεν έχουμε εντελώς μάθει και καλά θα κάναμε να θελήσουμε να μάθουμε κάποια στιγμή. Επειδή δεν ξέρουμε, κι επειδή μασάμε εξ απαλών ονύχων το γλυκόπικρο παραμύθι της καημένης της Ελλαδίτσας της φτωχής δυστυχισμένης που της ρουφούν το αίμα οι φριχτοί ξένοι, έχουμε κάθε τόσο μούτρα να βρίζουμε τους πραγματικά κατατρεγμένους μετανάστες, και να θεωρούμε ότι δικαιούμαστε να τους ταλαιπωρούμε.

Οφείλουμε να μάθουμε. Ο Σολωμός είχε πει και το άλλο, το έθνος να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές.  Αυτή η έλλειψη ιστορικών γνώσεων που καλλιεργείται συστηματικά δεν εξασφαλίζει μόνο δυστυχία, εξασφαλίζει έτοιμο υλικό για κάθε λαϊκιστή που θα θελήσει να το δουλέψει επ’ ωφελεία του. Η ψυχολογία του θύματος είναι επικίνδυνο εκρηκτικό. Και η άγνοια το ίδιο.

Διάβασα το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο Les amnesiques της Ζεραλντίν Ζβαρτς, Γερμανογαλλίδας, όπου αναφέρονται λεπτομερώς οι σταθμοί της αυτοκριτικής των Γερμανών για τον Β’ Π. Πόλεμο, οι ταινίες και τα βιβλία που κατάφεραν να τους κάνουν να στραφούν προς το παρελθόν τους έτσι όπως ποτέ λαός άλλος στην Ιστορία δεν το έχει κάνει, σε σύγκριση με την αυτοκριτική που έγινε ή δεν έγινε στη Γαλλία, την Ιταλία, την Αυστρία, και άλλες χώρες όπου επικράτησε ο ναζισμός. Πόσο η αυτοκριτική εμβολιάζει το πολιτικό σώμα κατά των απολυταρχικών τάσεων. Τι χρήσιμο θα ήταν και για μας κάτι τέτοιο, μια ταινία, ένα σήριαλ, ένα προϊόν μαζικής κουλτούρας που θα είχε την  τόλμη να σπάσει τον ανίκητο μύθο του αιώνιου θύματος, να ανοίξει μια χαραμάδα για αυτοκριτική, τέτοιου τύπου μάλιστα, σε όλα αυτά που θεωρούμε σίγουρα χωρίς να έχουμε ιδέα.  να ταρακουνήσει λίγο αυτό το έλος της κλάψας που γίνεται κινούμενη άμμος για την πολιτική μας ωριμότητα.

 

 


Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020

Το κορίτσι στο Κογκρέσο


Δεν με μεγάλωσαν οι γονείς μου για να με βρίζει ο κάθε κύριος Τεντ… Η φράση αυτή από ένα νέο πρόσωπο στην οθόνη μου, ανάμεσα σε πολλές άλλες, με έκανε να σταματήσω τη γρήγορη παρέλαση εικόνων και ειδήσεων, να σταθώ. Η Αλεξάνδρια Οκάζιο Κορτέζ, μέλος του Κογκρέσου των ΗΠΑ, νέα και ωραία, το νεώτερο μέλος του  την ακρίβεια, απαντά σε κάποιον ρεπουμπλικάνο που την αποκάλεσε σκύλα ή κάτι εξίσου άθλιο. Μιλάει αφήνοντας τη στεναχώρια να διαγράφεται στα όμορφα χαρακτηριστικά της. Αυτό με συγκινεί περισσότερο. Δεν ξέρω ποια ακριβώς σημασία έχει το βήμα αυτό που χρησιμοποιεί για την πολιτική των ΗΠΑ. Είναι κάποιο σημαντικό πολιτικό βήμα πάντως και από εκεί δείχνει σε όλο τον κόσμο, πλέον, το πρόσωπο της πληγωμένης από τα σεξιστικά λόγια γυναίκας, του πληγωμένου ανθρώπου, βρίσκει τις λέξεις να το δείξει, και δεν φοβάται ούτε τις εκφράσεις.

Η φράση με καθηλώνει. Βλάσταινε στο μυαλό μου όταν πριν δεκαετίες πληγωνόμουν αναίτια από τις σεξιστικές επιθέσεις καθημερινών ανθρώπων στα καλά καθούμενα, στο δρόμο, σε μαγαζιά, ή στο Πανεπιστήμιο όπου με είχε υποδεχτεί κάποτε η παρέα του φίλου μου με τη φράση «Με τη γκόμενα ήρθες ρε συ στο Πανεπιστήμιο;» λες κι η γκόμενα δεν είχε περάσει τις δικές της εξετάσεις, περίμενε τον γκόμενο να την πάρει από το χεράκι.  Με είχε πνίξει η προσβολή, είχα προσπαθήσει να μιλήσω, αλλά την επίθεση ακολουθούσε κουφαμάρα, μπορούσες να λες ό,τι ήθελες, δεν σου έδιναν σημασία. Και χωρίς να θέλω σκεφτόμουν τους γονείς μου, την αξιοπρέπεια που μου είχαν δώσει,  και δεν ήθελα ποτέ να μάθουν τι υφίστατο στη δεκαετία του 1970 ένα κορίτσι που απλώς πήγαινε στο Πανεπιστήμιο, ή έμπαινε στο λεωφορείο, ή βολτάριζε στην πόλη. Ήταν πολύ μπερδεμένο το ποιος ήταν ένοχος και ποιος έπρεπε να τιμωρηθεί.

Πόσες ώρες από τα δροσερά μας νιάτα χαμένες στο φόβο και τη στεναχώρια για τις επιθέσεις που υφιστάμεθα μόνο και μόνο επειδή υπήρχαμε κι ήμασταν νέες και ωραίες, με ελεύθερα μαλλιά. Δεν ξέραμε και αρκετή ιστορία των γυναικών, να σκεφτόμαστε ότι όλοι εκείνοι οι χωριάτες που μας περιτριγύριζαν είχαν συνηθίσει μαντιλοδεμένες γυναίκες και μαλλιά πλεγμένα κοτσίδες για τα κορίτσια, να δώσουμε μια ερμηνεία με κάποια αποστασιοποίηση, να καταλάβουμε το σοκ τους. Όπως τώρα, μεγάλες πια και σοφές, καταλαβαίνουμε την αγανάκτηση τους για την πολιτική ορθότητα που τους καταπιέζει τη λίμπιντο και χάνει η ανθρωπότητα τον πλούτο της επιθετικότητάς τους.


Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020

Ιπτάμενες χαρτοπετσέτες



Φυσάει αεράκι στην παραλία, παίρνει τις χαρτοπετσέτες της παραθαλάσσιας ταβέρνας. Στροβιλίζονται  πάνω από τραπέζια, πάνω από βότσαλα, πάνω από το αλμυρό νερό. Εκεί που σκάει το κύμα γίνονται πέτσα χαρτοπολτού. Το ίδιο κάτω από τραπέζια και  καρέκλες, τα γκαρσόνια προσπαθούν να τις στερεώσουν με διάφορους τρόπους, με ψωμιέρες,  πιάτα και ποτήρια, αλλά με την παραμικρή κίνηση ξεφεύγουν κι απογειώνονται σαν τα τρελά πουλιά.
Κόσμος πολύς στην παραλία, πάνε, έρχονται, σε δυο παρέες μόνο μιλούν δυνατά:
-Εδώ παλιά κολυμπούσαμε και πιάναμε με τα χέρια χταπόδια, τώρα δεν έχει μείνει τίποτε. Μόνο αχινοί, πάτησε το παιδί μου έναν και δεν είχε τσιμπιδάκι στην ταβέρνα να βγάλουμε τ’ αγκάθια. Δεν θα έπρεπε να έχουν τσιμπιδάκια, τόσο κοντά στους αχινούς; Έλα επιτέλους παιδί να παραγγείλουμε!
Σηκώνει το χέρι για το γκαρσόνι. Μια χαρτοπετσέτα περνάει δίπλα της με χορευτικές φιγούρες. Θα μπορούσε εύκολα να την πιάσει, μια μικρή κίνηση να έκανε. Εμένα μου προκαλούν άγχος αυτές οι ιπτάμενες χαρτοπετσέτες, έχω ήδη μαζέψει δυο. Πώς καταφέρνουν να τις αγνοούν; Μήπως παραξένεψα γερνώντας;
Από την άλλη πλευρά ακούω άλλον να μιλά δυνατά στο κινητό, σα να οφείλουμε όλοι να τον ακούσουμε.
-Έλα, εδώ ταγματάρχης Ιωάννου… Ετοίμασε ένα τραπέζι για έξι άτομα με όλα τα σέα, γιατί δεν μας βλέπω καλά… Έχω παραγγείλει τα ψάρια. Θα βάλεις επιπλέον χταπόδι και το γόνο που είπαμε, τηγανιτό. Σε τρία τέταρτα μάξιμουμ να υπολογίζεις.
Κλείνει το κινητό και μας κοιτάζει όλους αυστηρά. Με πιάνει ανησυχία, γιατί δεν μας βλέπει καλά; Μια χαρά είμαστε, αν εξαιρέσεις αυτές τις ανυπότακτες χαρτοπετσέτες. Αποφασίζω να βουτήξω στη θάλασσα,  λίγη δροσιά πάντα καθησυχάζει. Περνάω πάνω από κάμποσες πατημένες χαρτοπετσέτες, φτάνω στο νερό. Κοιτάζω και για αχινούς, έχει κάμποσους, σημαίνει ότι είναι καθαρά εδώ πέρα. Βουτάω βαθιά, στο βυθό αιωρούνται όσες χαρτοπετσέτες κατάφεραν να φτάσουν μακρύτερα από τις άλλες και τελικά να προσθαλασσωθούν. Θα λειώσουν, χαρτί είναι, δεν είναι πλαστικό που αντέχει αιώνες. Λίγες μέρες, λίγες εβδομάδες. Κινούνται σε σλόου μόσιον, χορεύουν υποβρύχια σαν παράξενες νέες μορφές ζωής, άσπρες, αργές, λίγο σαν μέδουσες, λίγο σαν κάτι άλλο. Άραγε θα την παρηγορούσε την κυρία να τις δει αντί για τα χταπόδια των παιδικών της χρόνων;


Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020

Διακοπές στην Αίγινα



 Κάποτε στην Αίγινα είχα αρρωστήσει, ήμουν πολύ μικρή, μάλλον ακόμα δεν είχε γεννηθεί ο αδερφός μου. Είχα πυρετό που δεν έλεγε να περάσει, είχα χαλάσει τις διακοπές των γονιών μου, που δεν θυμάμαι αν ήταν για μέρες, ή απλώς ένα σαββατοκύριακο. Δεν είχαν ποτέ μεγάλες διακοπές όταν ήμασταν παιδιά. Μέναμε σε ένα μεγάλο, παλιό σπίτι σε σχήμα πί, τα δωμάτια έβλεπαν όλα σ’ ένα μακρύ μπαλκόνι που το τριγύριζε ολόκληρο, μέσα σ’ ένα κτήμα με φυστικιές. Μας φιλοξενούσαν νομίζω, ή μπορεί και να το νοικιάζαμε, ούτε αυτό  θυμάμαι. Το χρώμα του μόνο, αυτή την ώχρα της παλιάς πέτρας που ξαναβλέπω τώρα στα παλιά κτίρια της Αίγινας και πρέπει να είναι το φυσικό της χρώμα. Τη μια στιγμή έτρεχα χαρούμενη στο μακρύ εκείνο μπαλκόνι χαϊδεύοντας το κοκκινωπό ξύλινο κάγκελο, την άλλη στιγμή ήμουν με πυρετό στο κρεβάτι και οι γονείς μου είχαν απελπιστεί. Όλο το απόγευμα ψηνόμουν και κάμποσοι άνθρωποι είχαν παρελάσει με ματζούνια και συμβουλές και σούπες και ασπιρίνες, αλλά ο πυρετός δεν έπεφτε. Και τη νύχτα πια, εκεί που έτρεμα και τα δόντια μου χτυπούσαν, με πήρε η μαμά μου αγκαλιά κι άρχισε να με κουνάει. Δεν άναψαν φως, είχαν περάσει πολλές βασανιστικές ώρες ώσπου να πάρει απόφαση να κάνει κάτι τέτοιο. Δεν θεωρούνταν τότε σωστό παιδαγωγικά να παίρνεις πολύ αγκαλιά τα παιδιά σου. Κακομαθαίνουν, έλεγαν, κι άφηναν τα μωρά να κλαίνε. Οι γονείς μου ήταν πολύ επιρρεπείς σε τέτοιου είδους θεωρίες, κάποτε μου είχαν κόψει τα Εικονογραφημένα Κλασσικά, που λάτρευα, επειδή κάποιος τους είχε πει ότι δεν είναι καλά για τα παιδιά,  τους προσφέρουν έτοιμες εικόνες, λέει, δεν αφήνουν να αναπτυχθεί η φαντασία τους! Εννοείται ότι διάβασα όλα τα Εικονογραφημένα Κλασσικά που είχαν κυκλοφορήσει, κρυφά από τους γονείς μου.
Έτσι και με τις αγκαλιές. Δεν έπρεπε να αγκαλιάζεις τα παιδιά όσο σου το ζητούσαν. Ωστόσο εκείνη τη νύχτα του πυρετού στην Αίγινα η μαμά μου πήρε απόφαση κάποια στιγμή να βάλει τις θεωρίες στην άκρη και να ακούσει το παλιό σοφό ένστικτό της, να με πάρει αγκαλιά, να με κουνήσει και να με νανουρίσει. Θυμάμαι πάντα εκείνη την αποφασιστική κίνηση, τη θήκη που μου έφτιαξε με το σώμα της και τον τρόπο που βρήκε να με κουνήσει, με απαλά χτυπήματα στην πλάτη. Έκλεισα τα μάτια ευτυχισμένη, άφησα τον ύπνο να με πάρει, ήσυχο, ήρεμο,  γλυκό και θεραπευτικό. Ξύπνησα γιατρεμένη το επόμενο πρωί και ποτέ δεν ξέχασα την ανακούφιση εκείνου του γλιστρήματος στον ύπνο μέσα στα μητρικά χέρια.
Έτσι είναι όλα αυτά τα μέρη στον Αργοσαρωνικό, που τα είχαμε πάρει στη σειρά και περνούσαμε τα παιδικά καλοκαίρια. Η Αίγινα, ο Πόρος, τα Μέθανα, η Ερμιόνη. Ήσυχη θάλασσα, μικροί όρμοι χωρίς κύματα, βότσαλα, δέντρα, καφενεία με γλυκά που εξίσου ικανοποιούσαν μικρούς και μεγάλους, μικρά διώροφα, μικρές προβλήτες, μικρά καΐκια, μικρές ψαριές και μικροί ταρσανάδες.  Αεράκι που χαϊδεύει το σώμα σα στοργική μητέρα. Μια αγκαλιά για τα σκληραγωγούμενα και μηδέποτε επαρκώς σκληραγωγηθέντα παιδιά της πόλης, ήσυχη, αγαπησιάρα, νανουριστική. Παιδική ηλικία, προστατευμένη, ήπια. Μπορούσαμε ακόμα και να κυβερνάμε πλεούμενα, να τραβάμε κουπί στα ήσυχα νερά,  να μη μας φοβίζει το σκοτάδι στα πευκοδάση, τόσο οικεία ήταν η γαλήνη τους.
 Καμία σχέση με τις Κυκλάδες, όπου σε δέρνει ο άνεμος, κι όχι βάρκα, ούτε τον εαυτό σου δεν μπορείς να κυβερνήσεις να σταθεί όρθιος στις ξερολιθιές και  λοιπές ξεραΐλες. Ούτε το πόδι μου δεν ήθελα να πατάω μέσα σε βάρκα εκεί, μ’ έπιανε ναυτία πριν απομακρυνθεί από την προβλήτα. Εκείνα τα νησιά είναι για την εφηβεία, για τους σκληρούς αγώνες που δίνει το σώμα με τον εαυτό του και με το περιβάλλον, να παλεύεις με τον αέρα και το χάδι να είναι απειλή, η ήσυχη παραλία να σου δίνεται δύσκολα, η γαλήνη να κρατάει όσο μια ανάσα. Και να μην έχεις ένα δάσος από πεύκα πουθενά, να σε πάρει αγκαλιά, να σε παρηγορήσει, να σε γιατρέψει.
Οι οπαδοί του Αιγαίου σνομπάρουν τον Αργοσαρωνικό. Είναι για οικογενειακές διακοπές, ενώ οι Κυκλάδες είναι για την περιπέτεια. Δεν θα διαφωνήσω, αλλά πόση περιπέτεια πια να αντέξει κανείς μετά τα διάφορα -ήντα; Και πώς να μη μαγευτείς με την αναβίωση της γλύκας από την παιδική ηλικία που σου χαρίζει με κάθε χάδι το βοριαδάκι, με κάθε μετακίνηση των ωρών το χρώμα του πεύκου;

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

Φυστίκια αιγινήτικα, φυστίκια συριακά


Η Αίγινα δεν είχε φυστίκια από αρχαιοτάτων χρόνων.
Τα φυστίκια τα έφερε κάποιος κτηματίας, ή γεωπόνος, ή καλλιεργητής, γύρω στο 1860, από τη Συρία.
Ποιος θα το φανταζόταν ποτέ;
Για μας είναι τόσο δεμένα τα φυστίκια με την Αίγινα, τόσο βαθιά στα παιδικά μας χρόνια ριζωμένα τα δέντρα αυτά, και η λαχτάρα μας για φυστίκια.
Γιατί τα φυστίκια είναι ακριβή καλλιέργεια, είναι πολυτελής ξηρός καρπός. Δεν μπορείς να τα τρως με τις χούφτες, θέλει υπομονή για να στα δώσουν, όταν είσαι παιδί, θέλει υπομονή και τέχνη για να τα ανοίξεις, θέλει αυτοσυγκράτηση όταν μεγάλος τα βρίσκεις, ας πούμε, σε ένα μπωλ φιλικού σπιτιού και θέλεις να τα φας όλα.
Στην Αίγινα όμως, όταν τα βρίσκεις να τα πουλάνε στο λιμάνι, από το Συνεταιρισμό, από άλλους παραγωγούς, άψητα ή ψημένα, ανάλατα ή αλατισμένα, με τσόφλι ή ξεφλουδισμένα, σε γλυκό, σε παγωτό, σε βαζάκια, σε κουτάκια, σε κάθε παραλλαγή, μήπως μπορείς να ενδώσεις; Να φας λίγο παραπάνω φυστίκια από όσα χρειάζεται, κι από όσα δικαιούσαι; Για λίγες μέρες μόνο, να αφήσεις αυτή τη λεπτή, τη ντελικάτη γεύση να σε πλημμυρίσει;
Μπορεί όμως αυτή η τόσο λεπτή και ντελικάτη γεύση να πλημμυρίζει; Το συμπέρασμα μου μετά από εντατική φυστικοφαγία είναι ότι αυτό δεν γίνεται. Δεν μπορείς να ξεχειλίσεις από αυτή τη γεύση. Όσα και να φας, χόρταση δεν έχει, ίσως λυσάξεις για νερό αν πέσεις στα αλμυρά. Υπάρχει κάτι το φευγαλέο στην ωραία γεύση τους, όπως σε όλα τα ωραία εν τέλει. Άρα επιστρέφουμε στην πολυτέλεια και την αυτοσυγκράτηση.
Πολλά πράγματα χάθηκαν στους τόπους που γνωρίσαμε παιδιά, ας πούμε τα κανάτια που κάποτε πουλούσαν στην Αίγινα, για να κρατάνε δροσερό το νερό. Δεν χρειάζονται πια, τα ψυγεία κάνουν τη δουλειά, όσο παράξενο κι αν είναι που ακόμα η δροσιά ενός κανατιού που κάποτε χρησιμοποιήσαμε μοιάζει να αγγίζει τα δάχτυλά μας. Τα εργαστήρια δεν μπόρεσαν να στραφούν σε πιο διακοσμητικά αντικείμενα, φαίνεται ότι έχουν όλα κλείσει. Τα φυστίκια όμως είναι εδώ! Γεμάτη η Αίγινα με κτήματα φυστικιών, φορτωμένα τους πράσινους καρπούς μέσα στο καλοκαίρι. Κι όταν δεν φτάνουν για την κατανάλωση, επειδή έρχονται όλοι εδώ με λαχτάρα για φυστίκια, φέρνουν από την Αττική και τη Βοιωτία, όχι από μακρύτερα. Δεν είναι θαύμα;
Πόσο κοντά είναι κι αυτή η Συρία..

Kάτι πολύ σάπιο υπάρχει


Στην πλατεία Βικτωρίας είχε ωραία, σύγχρονα παγκάκια, μεταλλικά, ατομικά, και τα κλασσικά ξύλινα. Μεγάλη πλατεία, πολλά δρομάκια ανάμεσα στα παρτέρια, πολλά παγκάκια. Όχι ότι μπορείς να περάσεις εκεί πολλές ώρες μέσα στο καλοκαίρι, αλλά μερικά είχαν λίγη σκιά, κι όλα πρόσφεραν αυτό που οι άνθρωποι χρειάζονται για να ξεκουραστούν στοιχειωδώς, μια επιφάνεια λίγους πόντους απόσταση από το έδαφος, η τεράστια πολυτέλεια.

Στην πλατεία Βικτωρίας ξήλωσαν όλα τα παγκάκια, γιατί είχαν πάει εκεί πολλοί μετανάστες και ξάπλωναν, κάθονταν, ακουμπούσαν τα πράγματα τους, κάπως βόλευαν την ύπαρξη τους. Αυτό σκέφτηκαν να κάνουν οι αρχές του Δήμου Αθηναίων για να λύσουν το πρόβλημα. Οι προηγούμενες αρχές, που κάτι προσπαθούσαν σαν συσίτια, σαν ξενώνες, σαν περίθαλψη, δεν άκουσαν και καμιά καλή κουβέντα, οπότε ετούτες εδώ σου λέει, μετανάστες στα παγκάκια; Βγάλτα να τελειώνουμε! Καθόλου παγκάκια στην πλατεία! Δημοκρατία της ορθοστασίας. Όποιος αντέχει να στέκεται όρθιος ας πηγαίνει εκεί. Απλό και σοφό. Θαυμάζει κανείς τι σοφίζεται ο homo sapiens. Homo sapiens καλεί homo erectus.  

Πριν χρόνια στην Ομόνοια είχαν βάλει κάτι ελιές, κι από κάτω παγκάκια. Στα παγκάκια κάθονταν μετανάστες, οπότε λίγο καιρό μετά βγήκαν και οι ελιές και τα παγκάκια. Τώρα η Ομόνοια είναι σε άσπιλο μπετό, συντριβάνι με γρασίδι, τέλειο τοπίο για φωτογραφίσεις από ψηλά. Χαμηλά ποιος πάει στην Ομόνοια; Μόνο μετανάστες πήγαιναν κι εκεί, οπότε καλύτερα να μη μπορεί κανείς να πηγαίνει. Γιατί ακόμα κι αυτούς που έχουν φτάσει στο σημείο να μπορούν να περπατούν ελεύθερα στην πόλη πρέπει να τους αποθαρρύνουμε, να στέλνουμε το μήνυμα ότι δεν υπάρχει γωνιά να ξαποστάσουν το κορμί τους, δεν υπάρχει εδώ έλεος. Αυτή είναι η πολιτική μας, ευρωπαϊκή με τη βούλα.

Στην υπέροχη Ευρώπη με την ανθρωπιστική παράδοση μπορούμε να γίνουμε πολύ απάνθρωποι χωρίς να βλάψουμε τις βασικές αρχές του ανθρωπισμού, παρά μόνο όσο πατάει η γάτα. Τα παγκάκια ας πούμε. Μια σταλιά φρίκη. Δεν ήρθαν να μελετήσουν επί τόπου οι καθηγητές ανθρωπιστικών σπουδών και οι φοιτητές τους σε ποια κατεύθυνση εξελίσσεται ο sapiens, να δουν εφαρμοσμένη ολόκληρη τη φιλοσοφία. Βρίσκονται σε παρακμή οι ανθρωπιστικές σπουδές. Είναι ολοφάνερο. Οι λέξεις πρέπει να παραιτηθούν ολοσχερώς, οι έννοιες να εξαφανιστούν, όπως οφείλουν να κάνουν οι πρόσφυγες που μετράνε την ταλαιπωρία τους με το σαδισμό μας.

Να βράσω τις ευρωπαϊκές αξίες και τις ανθρωπιστικές σπουδές, τις λέξεις, τις έννοιες, τον homo sapiens. Homo σάπιος όσο δεν παίρνει.  


Κυριακή 12 Ιουλίου 2020

Πώς να συνηθίσω



Δεν μπορώ να συνηθίσω να μου λένε ‘καλησπέρα’ μετά τις 12 το μεσημέρι. Μια νεαρή στις δωδεκάμιση ζήτησε συγγνώμη που είπε καλημέρα. Αμερικάνικο κόλπο ή αγγλικό; Η εσπέρα είναι για μένα το δειλινό, όταν ο ήλιος γέρνει. Ίσως να μη θέλει να γείρει πια, να πρέπει να τον καλοπιάνεις από νωρίς. Δεν ξέρω.
Δεν μπορώ να συνηθίσω το «καλή απόλαυση» που λένε τα γκαρσόνια. Αφού είναι απόλαυση, καλή δεν θα είναι; Υπάρχει κακή απόλαυση; Αλλά θα μου πείτε, τι να πουν, απολαύστε; Ακούγεται κάπως άσεμνο.
Δεν μπορώ να συνηθίσω την κακοποίηση των τριτοκλίτων, ειδικά σε φαρμακεία όπου σε εξυπηρετούν επιστήμονες. Ζητάω ένα διαφανές αντηλιακό. Φέρε την διαφανές κρέμα, φωνάζει η φαρμακοποιός στη βοηθό της. Ποια διαφανές; ρωτά εκείνη. Εκείνη τη διαφανή κρέμα, διευκρινίζω. Α, ναι, η διαφανή, ξέρω, λέει πρόθυμα η βοηθός. Φεύγω με το κεφάλι κάτω. Τι το ήθελα το τριτόκλιτο; Θα μπορούσα να έχω πει διάφανο, εξαρχής. Αλλά κι αυτές, μέσα σε τόσο διαφανές μαγαζί, τόσα διαφανή πράγματα που πουλάνε, δεν μπορούνε μια φορά να ανοίξουν τη ρημαδογραμματική να θυμηθούν πώς κλίνεται, ή να το γκουγκλάρουν, υπόθεση δευτερολέπτων είναι.
Δεν μπορώ να συνηθίσω αυτή τη «δολοφονία χαρακτήρων» κυρίως «στο τέλος της μέρας». Πότε τελειώνει η μέρα ακριβώς; Μεσάνυχτα, ή με την εσπέρα που λέγαμε; Κάθε φορά προσπαθώ να βρω, και χάνω την υπόλοιπη φράση. Καλά, με τη δολοφονία χαρακτήρων χάνω τ’ αυγά και τα πασχάλια, κοιτάζω γύρω μου να δω πτώματα. Σημαίνει προσβολή προσωπικότητας, ή κάτι τέτοιο; Ντρέπομαι και να ρωτήσω. Δεν μπορείς να ρισκάρεις ερωτήσεις σε δολοφονικά περιβάλλοντα.
Δεν μπορώ να συνηθίσω τις «δραματικές αλλαγές» που δεν έχουν να κάνουν με το δράμα όπως το λέγαμε κάποτε εμείς οι νεοέλληνες, αλλά με το θέατρο που το λένε δράμα οι νεοάγγλοι, ίσως και οι παλαιοάγγλοι, δεν ξέρω. Επινόησαν την τραγωδία οι πρόγονοί μας, βλέπετε, και την πληρώνουμε εμείς. Ανέβηκε δραματικά το εισόδημα, λένε και γράφουν, άλλαξε δραματικά προς το καλύτερο η περιοχή, λένε και γράφουν, ψάχνω να βρω το δράμα εγώ στην αλλαγή προς το καλύτερο, ύστερα θυμάμαι, α, είναι το θέατρο, άλλαξε δηλαδή εντυπωσιακά, εννοούν, αλλά αν το πουν έτσι δεν θα εντυπωσιάσουν αρκετά, οπότε ρίξε έναν αγγλισμό να σαρώσεις τα γέρικα αυτιά, να τραντάξεις τα γλωσσικά αισθήματα…
Κι έπεται συνέχεια.

Τρίτη 7 Ιουλίου 2020

Τα πεύκα

Πιάνω και φτιάχνω αλυσιδίτσα με τις πευκοβελόνες, σαν αυτές που κάναμε στην κατασκήνωση. Βγάζεις τη μία από τη θηκούλα της και λυγίζεις την άλλη, πιάνεις εκεί την επόμενη και μπορείς να φτιάξεις εύθραυστο κολλιέ όσο μακρύ το θελεις με όσες σειρές αντέχεις να δημιουργήσεις. Μας περιτριγυρίζουν πεύκα εδώ, πεύκα μεγάλα και μικρά, γέρικα και νεαρά, πράσινα ανοιχτά και σκούρα. Οι πλαγιές είναι στρωμένες με πευκοβελόνες, το φως είναι στις αποχρώσεις του πεύκου, σκιά και παρηγοριά είναι πεύκινες. H μυρωδιά του ρετσινιού με το αεράκι φέρνει  δροσιά μαζι με υποσχέσεις. Θα σου χαρίσω μαγικές δυνάμεις, ψιθυρίζει το ρετσίνι, θα σου αποκαλύψω όλα τα μυστικά.
Από την αυλή του σπιτιού της Καλλιόπης βλέπω τα πεύκα να υψώνονται πάνω από τη μικρή πλαγιά που πάει στη θάλασσα. Κατεβαίνεις εκεί αν θέλεις για μπάνιο από κάτι απότομα τσιμεντένια σκαλιά, θέλει κλειστό παπούτσι και ελεύθερα χέρια. Οι πευκοβελόνες γλιστράνε και μόνο από τις πέτρες κάτω μπορείς να κρατηθείς. Κολυμπάμε εκεί κάτω από τον αρχαιολογικό χώρο του λιμανιού, με τη μοναδική κολώνα που υψώνεται στη μύτη του μικρού ακρωτηρίου
Εχω χρόνια να έρθω στην Αίγινα καλοκαίρι, είναι σα να βυθίστηκα με χρονομηχανή στις παιδικές μου διακοπές που πάντα ήταν στον Αργοσαρωνικό, δεν είχα γνωρίσει άλλο νησί μέχρι τα 15 μου, πέρα από Αίγινα, Πόρο, Ύδρα, Σπέτσες. Για να ταξιδέψουμε περπατούσαμε κουβαλώντας τις βαλίτσες μας 
μέσα από το πάρκο, το Πεδίο Άρεως, περνάγαμε την Πατησίων, μπαίναμε στο σταθμό Βικτόρια του ΗΣΑΠ και φτάναμε Πειραιά. Νοικιάζαμε κάτι σπίτια με τσιμεντένιο πάτωμα και μπαλκονια χωρίς κάγκελα, δεν είχαν ακόμα τελειώσει το χτίσιμο.
Τον ένα από τους δυο μήνες του καλοκαιριού εγώ πήγαινα στην κατασκήνωση των υπαλλήλων Τραπέζης Ελλάδος στην Πάρνηθα, άλλα πεύκα εκεί, δάση ολόκληρα και πλαγιές με πευκοβελόνες, όπου αν βρίσκαμε κανένα μεγάλο χαρτόνι, καθόμασταν επάνω και γλιστρούσαμε σα να ήταν έλκηθρο. Φτιάχναμε κολιέ με πάθος, αλυσιδίτσες με πευκοβελόνες αλλά κυρίως περνούσαμε κουκουναράκια σε σπάγκο. Γινόταν μεγάλος ανταγωνισμός ποια θα βρει περισσότερα κουκουναράκια, δεν έμενε στα δέντρα ούτε μισό. Μερικές τα βάφανε με ασημένια ή χρυσή μπογιά, ήταν κάτι το καταπληκτικό να τα βλέπεις, δεν έχω συγκινηθεί και ζηλέψει κόσμημα τόσο πολύ στη ζωή μου όσο αυτά τα χρυσαφένια κουκουναράκια.
Ναι, τα πεύκα είναι εύφλεκτα, δεν είναι καν αυτοφυή παντού, δάσκαλοι τα φύτευαν σε λόφους με τα παιδιά κάποια εποχή που είχαν μανία με αναδασώσεις, όμως πώς να μην τα αγαπάς;

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...