Τα καράβια μύριζαν τρομερά, ανακατεμένη εμετίλα με σκουριασμένο σίδερο κάτω από στρώματα μπογιάς που ξεφλούδιζε. Με αιματηρές οικονομίες είχα αγοράσει ένα σλήπιν μπαγκ του αμερικανικού στρατού στο Μοναστηράκι. Πάντα είχα την απορία πώς διάολο βρίσκονταν εκεί τέτοια αντικείμενα, πάμφθηνα. Επειδή από τότε οι ώμοι δεν άντεχαν, είχα διαλέξει του ίδιου στρατού το μικρότερο σακίδιο και είχα περιορίσει τα είδη ένδυσης στα απολύτως απαραίτητα. Μια φούστα από τόσο λεπτό ινδικό ύφασμα που αν τη δίπλωνες χωρούσε σε ένα καρυδάκι. Όχι, αυτό είναι από άλλο παραμύθι, αλλά κάπως έτσι. Μια μπλούζα κι ένα μαγιό για τα πρωινά χωρίς ορειβασία δίπλα στη θάλασσα. Σαγιονάρες για κάθε επιφάνεια, προσαρμοσμένες με μαγικό τρόπο στις πατούσες, δεν κατάλαβα ποτέ πώς έγινε και δεν έπεσα, δεν σκόνταψα, δεν μου γλίστρησαν, όπως συμβαίνει έκτοτε.
Παίρναμε γραμμή τα πλοία της γραμμής, κι αν υπήρχε καΐκι με
έξτρα διαδρομή, το παίρναμε κι αυτό. Ρίχναμε τον υπνόσακο όπου να’ ναι, ενίοτε
στην προβλήτα όπου μας άφηνε το καράβι, γιατί δεν είχαμε κουράγιο να
περπατήσουμε πιο πέρα. Τα πλοία με ζάλιζαν, έπαιρνα δραμαμίνες. Ανεβαίναμε σε
όλα τα βουνά με μοναστήρια, πάντα ποδαρόδρομο με σαγιονάρες, με την ελπίδα να
μας τρατάρουν και να μας δείξουν κάποιο κρυμμένο θησαυρό, όπως στους ταξιδιώτες
που είχαμε διαβάσει, να νοιώσουμε κάποια πνευματική ανάταση. Στη Νίσυρο κάποτε
μας φιλοξένησαν, δεν λέω. Μετά από δυο μήνες στο ύπαιθρο όμως, δεν μπορούσα να
κοιμηθώ σε κρεβάτι, κι έτσι πήγε τζάμπα η φιλοξενία, πήρα τον υπνόσακο και πήγα
στην παραλία, να βλέπω τον ουρανό.
Πήγαμε στη Σύρο, Μύκονο, Νάξο, Πάτμο, Φολέγανδρο, Ίο,
Σαντορίνη που δεν είχε τότε νερό στα σπίτια και πλενόμασταν με αγορασμένες
μπουκάλες νερό, γυάλινες. Ρόδο και Κώ μείναμε σε κάτι ξενοδοχεία που μύριζαν
σαν τα καράβια. Πήγαμε στη Σέριφο, Σίφνο, Μήλο, κι από τα Δωδεκάνησα μας
ξέφυγαν μόνο Κάρπαθος, Κάσος και Χάλκη. Από Κυκλάδες μόνο Ανάφη και Σίκινος,
στην Αμοργό μας βρήκε η επιστράτευση και δεν προλάβαμε να τη δούμε. Εκκρεμεί η
Αμοργός.
Πόσα καλοκαίρια γινόταν αυτό; Τέσσερα, πέντε, έξι; Μου φαίνεται σα να κράτησε μια ζωή, κατά
λάθος βρίσκομαι σε σπίτια και δωμάτια, κάτω από ταβάνια, πάνω σε στρώματα. Άβυσσος
η ψυχή του ανθρώπου, άβυσσος και το σώμα του. Απ’ ό,τι φαίνεται θα πρέπει να
αναβάλω και την Αμοργό φέτος.
Άννα Δαμιανίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου