Κάποτε στην Αίγινα
είχα αρρωστήσει, ήμουν πολύ μικρή, μάλλον ακόμα δεν είχε γεννηθεί ο αδερφός
μου. Είχα πυρετό που δεν έλεγε να περάσει, είχα χαλάσει τις διακοπές των γονιών
μου, που δεν θυμάμαι αν ήταν για μέρες, ή απλώς ένα σαββατοκύριακο. Δεν είχαν
ποτέ μεγάλες διακοπές όταν ήμασταν παιδιά. Μέναμε σε ένα μεγάλο, παλιό σπίτι σε
σχήμα πί, τα δωμάτια έβλεπαν όλα σ’ ένα μακρύ μπαλκόνι που το τριγύριζε
ολόκληρο, μέσα σ’ ένα κτήμα με φυστικιές. Μας φιλοξενούσαν νομίζω, ή μπορεί και
να το νοικιάζαμε, ούτε αυτό θυμάμαι. Το
χρώμα του μόνο, αυτή την ώχρα της παλιάς πέτρας που ξαναβλέπω τώρα στα παλιά
κτίρια της Αίγινας και πρέπει να είναι το φυσικό της χρώμα. Τη μια στιγμή
έτρεχα χαρούμενη στο μακρύ εκείνο μπαλκόνι χαϊδεύοντας το κοκκινωπό ξύλινο
κάγκελο, την άλλη στιγμή ήμουν με πυρετό στο κρεβάτι και οι γονείς μου είχαν
απελπιστεί. Όλο το απόγευμα ψηνόμουν και κάμποσοι άνθρωποι είχαν παρελάσει με
ματζούνια και συμβουλές και σούπες και ασπιρίνες, αλλά ο πυρετός δεν έπεφτε.
Και τη νύχτα πια, εκεί που έτρεμα και τα δόντια μου χτυπούσαν, με πήρε η μαμά
μου αγκαλιά κι άρχισε να με κουνάει. Δεν άναψαν φως, είχαν περάσει πολλές
βασανιστικές ώρες ώσπου να πάρει απόφαση να κάνει κάτι τέτοιο. Δεν θεωρούνταν
τότε σωστό παιδαγωγικά να παίρνεις πολύ αγκαλιά τα παιδιά σου. Κακομαθαίνουν,
έλεγαν, κι άφηναν τα μωρά να κλαίνε. Οι γονείς μου ήταν πολύ επιρρεπείς σε
τέτοιου είδους θεωρίες, κάποτε μου είχαν κόψει τα Εικονογραφημένα Κλασσικά, που
λάτρευα, επειδή κάποιος τους είχε πει ότι δεν είναι καλά για τα παιδιά, τους προσφέρουν έτοιμες εικόνες, λέει, δεν
αφήνουν να αναπτυχθεί η φαντασία τους! Εννοείται ότι διάβασα όλα τα
Εικονογραφημένα Κλασσικά που είχαν κυκλοφορήσει, κρυφά από τους γονείς μου.
Έτσι και με τις αγκαλιές. Δεν έπρεπε να αγκαλιάζεις τα
παιδιά όσο σου το ζητούσαν. Ωστόσο εκείνη τη νύχτα του πυρετού στην Αίγινα η
μαμά μου πήρε απόφαση κάποια στιγμή να βάλει τις θεωρίες στην άκρη και να ακούσει
το παλιό σοφό ένστικτό της, να με πάρει αγκαλιά, να με κουνήσει και να με
νανουρίσει. Θυμάμαι πάντα εκείνη την αποφασιστική κίνηση, τη θήκη που μου
έφτιαξε με το σώμα της και τον τρόπο που βρήκε να με κουνήσει, με απαλά
χτυπήματα στην πλάτη. Έκλεισα τα μάτια ευτυχισμένη, άφησα τον ύπνο να με πάρει,
ήσυχο, ήρεμο, γλυκό και θεραπευτικό.
Ξύπνησα γιατρεμένη το επόμενο πρωί και ποτέ δεν ξέχασα την ανακούφιση εκείνου
του γλιστρήματος στον ύπνο μέσα στα μητρικά χέρια.
Έτσι είναι όλα αυτά τα μέρη στον Αργοσαρωνικό, που τα είχαμε
πάρει στη σειρά και περνούσαμε τα παιδικά καλοκαίρια. Η Αίγινα, ο Πόρος, τα
Μέθανα, η Ερμιόνη. Ήσυχη θάλασσα, μικροί όρμοι χωρίς κύματα, βότσαλα, δέντρα,
καφενεία με γλυκά που εξίσου ικανοποιούσαν μικρούς και μεγάλους, μικρά διώροφα,
μικρές προβλήτες, μικρά καΐκια, μικρές ψαριές και μικροί ταρσανάδες. Αεράκι που χαϊδεύει το σώμα σα στοργική
μητέρα. Μια αγκαλιά για τα σκληραγωγούμενα και μηδέποτε επαρκώς σκληραγωγηθέντα παιδιά της πόλης, ήσυχη, αγαπησιάρα, νανουριστική. Παιδική
ηλικία, προστατευμένη, ήπια. Μπορούσαμε ακόμα και να κυβερνάμε πλεούμενα, να
τραβάμε κουπί στα ήσυχα νερά, να μη μας
φοβίζει το σκοτάδι στα πευκοδάση, τόσο οικεία ήταν η γαλήνη τους.
Καμία σχέση με τις
Κυκλάδες, όπου σε δέρνει ο άνεμος, κι όχι βάρκα, ούτε τον εαυτό σου δεν μπορείς
να κυβερνήσεις να σταθεί όρθιος στις ξερολιθιές και λοιπές ξεραΐλες. Ούτε το πόδι μου δεν ήθελα
να πατάω μέσα σε βάρκα εκεί, μ’ έπιανε ναυτία πριν απομακρυνθεί από την
προβλήτα. Εκείνα τα νησιά είναι για την εφηβεία, για τους σκληρούς αγώνες που
δίνει το σώμα με τον εαυτό του και με το περιβάλλον, να παλεύεις με τον αέρα και
το χάδι να είναι απειλή, η ήσυχη παραλία να σου δίνεται δύσκολα, η γαλήνη να
κρατάει όσο μια ανάσα. Και να μην έχεις ένα δάσος από πεύκα πουθενά, να σε
πάρει αγκαλιά, να σε παρηγορήσει, να σε γιατρέψει.
Οι οπαδοί του Αιγαίου σνομπάρουν τον Αργοσαρωνικό. Είναι για
οικογενειακές διακοπές, ενώ οι Κυκλάδες είναι για την περιπέτεια. Δεν θα
διαφωνήσω, αλλά πόση περιπέτεια πια να αντέξει κανείς μετά τα διάφορα -ήντα;
Και πώς να μη μαγευτείς με την αναβίωση της γλύκας από την παιδική ηλικία που σου
χαρίζει με κάθε χάδι το βοριαδάκι, με κάθε μετακίνηση των ωρών το χρώμα του
πεύκου;
1 σχόλιο:
Έτσι ευλογημένα θυμόμαστε τα καλοκαίρια όσοι είχαμε την τύχη να ζήσουμε διακοπές στο Σαρωνικό. Ποτέ δε φυσούσε, τα πρωινά ήταν γλυκά, τα ηλιοβασιλέματα γαλήνια.
Από τις Κυκλάδες σήμερα συχνά τα νοσταλγώ, όπως το λες, σα αγκαλιά που μάς στέρησαν οι θεωρίες.
Δημοσίευση σχολίου