Φυσάει αεράκι στην παραλία, παίρνει τις χαρτοπετσέτες της
παραθαλάσσιας ταβέρνας. Στροβιλίζονται
πάνω από τραπέζια, πάνω από βότσαλα, πάνω από το αλμυρό νερό. Εκεί που
σκάει το κύμα γίνονται πέτσα χαρτοπολτού. Το ίδιο κάτω από τραπέζια και καρέκλες, τα γκαρσόνια προσπαθούν να τις
στερεώσουν με διάφορους τρόπους, με ψωμιέρες,
πιάτα και ποτήρια, αλλά με την παραμικρή κίνηση ξεφεύγουν κι
απογειώνονται σαν τα τρελά πουλιά.
Κόσμος πολύς στην παραλία, πάνε, έρχονται, σε δυο παρέες
μόνο μιλούν δυνατά:
-Εδώ παλιά κολυμπούσαμε και πιάναμε με τα χέρια χταπόδια,
τώρα δεν έχει μείνει τίποτε. Μόνο αχινοί, πάτησε το παιδί μου έναν και δεν είχε
τσιμπιδάκι στην ταβέρνα να βγάλουμε τ’ αγκάθια. Δεν θα έπρεπε να έχουν
τσιμπιδάκια, τόσο κοντά στους αχινούς; Έλα επιτέλους παιδί να παραγγείλουμε!
Σηκώνει το χέρι για το γκαρσόνι. Μια χαρτοπετσέτα περνάει
δίπλα της με χορευτικές φιγούρες. Θα μπορούσε εύκολα να την πιάσει, μια μικρή
κίνηση να έκανε. Εμένα μου προκαλούν άγχος αυτές οι ιπτάμενες χαρτοπετσέτες,
έχω ήδη μαζέψει δυο. Πώς καταφέρνουν να τις αγνοούν; Μήπως παραξένεψα
γερνώντας;
Από την άλλη πλευρά ακούω άλλον να μιλά δυνατά στο κινητό,
σα να οφείλουμε όλοι να τον ακούσουμε.
-Έλα, εδώ ταγματάρχης Ιωάννου… Ετοίμασε ένα τραπέζι για έξι
άτομα με όλα τα σέα, γιατί δεν μας βλέπω καλά… Έχω παραγγείλει τα ψάρια. Θα
βάλεις επιπλέον χταπόδι και το γόνο που είπαμε, τηγανιτό. Σε τρία τέταρτα
μάξιμουμ να υπολογίζεις.
Κλείνει το κινητό και μας κοιτάζει όλους αυστηρά. Με πιάνει
ανησυχία, γιατί δεν μας βλέπει καλά; Μια χαρά είμαστε, αν εξαιρέσεις αυτές τις
ανυπότακτες χαρτοπετσέτες. Αποφασίζω να βουτήξω στη θάλασσα, λίγη δροσιά πάντα καθησυχάζει. Περνάω πάνω από
κάμποσες πατημένες χαρτοπετσέτες, φτάνω στο νερό. Κοιτάζω και για αχινούς, έχει
κάμποσους, σημαίνει ότι είναι καθαρά εδώ πέρα. Βουτάω βαθιά, στο βυθό
αιωρούνται όσες χαρτοπετσέτες κατάφεραν να φτάσουν μακρύτερα από τις άλλες και
τελικά να προσθαλασσωθούν. Θα λειώσουν, χαρτί είναι, δεν είναι πλαστικό που
αντέχει αιώνες. Λίγες μέρες, λίγες εβδομάδες. Κινούνται σε σλόου μόσιον, χορεύουν
υποβρύχια σαν παράξενες νέες μορφές ζωής, άσπρες, αργές, λίγο σαν μέδουσες,
λίγο σαν κάτι άλλο. Άραγε θα την παρηγορούσε την κυρία να τις δει αντί για τα
χταπόδια των παιδικών της χρόνων;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου