Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Έλα να μάθεις στην πλατεία Βάθης

Ξενοδοχείο Sans rival, απέναντι από το Δημαρχείο της Λιοσίων. Κάθε φορά που το βλέπω αναρωτιέμαι αν οι υπάλληλοι του Δήμου, οι υψηλόβαθμοί που εργάζονται εκεί, αισθάνονται κάτι ανάλογο με τη δική μου θλίψη καθώς το αντικρίζουν κάθε μέρα πηγαίνοντας στη δουλειά τους, κι αν μπαίνουν στον πειρασμό να φανταστούν ότι ως Δήμος μπορεί και να έχουν τη δυνατότητα να παρέμβουν και να σταματήσουν την παρακμή του  με κάποιον τρόπο, με κάποια λεφτά, στο κάτω -κάτω Δήμοι και κράτος είναι οι πλουσιότεροι φορείς της χώρας.
Αλλά βέβαια έχουμε όλοι μάθει να ζούμε ανάμεσα σε ωραία ερείπια και άσχημα νεόδμητα χωρίς να μας ενοχλούν, σα να μην μας αφορά. Κι όταν ψάχνω τη φωτογραφική μου μηχανή στην τσάντα όποτε περνάω από κει, και βγάζω ξανά και ξανά το ξενοδοχείο αυτό και μερικά ακόμα στην πλατεία Βάθης, λες και κάθε φωτογραφία χτίζει κάτι σαν αόρατο τείχος που θα προστατέψει τα καημένα τα κτίρια, αισθάνομαι λίγο νούμερο, εκκεντρική. Ανάμεσα σε φτωχούς ανθρώπους, μετανάστες ταλαιπωρημένους, εγώ με τη μηχανή, να φωτογραφίζω πάνω από τα κεφάλια τους...
Ωστόσο δεν κρατιέμαι να μην κοιτάξω, να μη φωτογραφίσω τα κτίρια αυτά. Άραγε να είχε ήδη αρχίσει η παρακμή όταν ολοκληρώθηκαν, ή πρόλαβαν να ζήσουν καλύτερες μέρες; Και για πόσον καιρό; Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου η πλατεία Βάθης ήταν όνομα και πράγμα, κάτι βυθισμένο και σκοτεινό, με υπόκοσμο και αθλιότητα.
Στην τελευταία βόλτα είχε βγάλει τραπεζάκια έξω το μαγαζάκι με τα φελάφελ, το οποίο επεκτάθηκε κι έγινε εστιατόριο, κι αρκεί αυτή η απλή αλλαγή για να φανεί η πλατεία σαν πλατεία, όπου οι άνθρωποι κάθονται φανερά, τρώνε, μιλάνε και ξεκουράζονται, δεν τρέχουν να κρυφτούν κάπου, όπως ήταν η αισθηση που σου έδινε ως τώρα. Αλλαγή που έχει γίνει και στην Ομόνοια τώρα τελευταία, αν κι εκεί τα τραπεζάκια είναι περιχαρακωμένα σε πλαστικά πετάσματα, ο περιβάλλων χώρος ακόμα εχθρικός.
Κάθονταν κι έτρωγαν δυο φίλες που γελούσαν, μια οικογένεια με παιδιά που έτρεχαν γύρω- γύρω, δυο τρεις ακόμα παρέες ξένων, ντόπιων της περιοχής δηλαδή. Ζουν εκει ξένοι σε ξενοδοχεία για καιρό, με τη βοήθεια οργανώσεων ή κοινοτήτων. Σ' ένα δωμάτιο μια οικογένεια, πλένουν τα ρούχα στο νιπτήρα και τα απλώνουν στο μπαλκονάκι να στεγνώσουν. Παράξενη ζωή νομάδων που εγκαθίστανται χωρίς να το καταλαβαίνουν.
Κάποια ξενοδοχεία (Υπάρχει και το Λωζάννη) θα χτίστηκαν εξαρχής ως ξενοδοχεία, θα ήταν η περιοχή κατάλληλη, ίσως επειδή βρισκόταν κοντά στο σταθμό. Κάποια σπίτια θα χτίστηκαν για σπίτια, πολύ γρήγορα όμως απαξιώθηκε ολόκληρη με τη μεταφορά εκεί βιομηχανιών. Έφυγαν γρήγορα οι αστοί κι έμειναν τα σπίτια τους, για πόσο καιρό τα χάρηκαν χωρίς να σκέφτονται ότι είχαν κάνει λάθος επιλογή περιοχής;
Με ενδιαφέρει η ταχύτητα αυτή, πόσο κράτησε ο χρόνος της ακμής. Νομίζω ότι γίνονται όλα πολύ γρήγορα στην Ελλάδα, αυτού του τύπου οι προσπάθειες δηλαδή και όχι μόνο. Χτίζει κάποιος ένα ωραίο σπίτι με την προοπτική να ζήσει εκεί μια ζωή, να το αφήσει στα παιδιά του κλπ, και σε λίγα χρόνια τα παιδιά το γκρεμίζουν για να αξιοποιήσουν το οικόπεδο, και μετακομίζουν κάπου καλύτερα. Καμιά φορά δυσκολεύονται μάλιστα, όπως στο ωραίο τετραώροφο μπροστά μας, τρόμαξαν να ρίξουν τους τοίχους οι μπουλντόζες των κληρονόμων, το είχε φτιάξει πολύ γερό ο πατέρας, θυμόντουσαν οι γείτονες.
Υπάρχει ενσωματωμένη στους τοίχους αυτή η αντίφαση, τοίχοι χοντροί που φτιάχτηκαν για να κρατήσουν αιώνες, σχέδια φιλόδοξα προορισμένα να θαμπώνουν την πόλη, και γρήγορα μεταμορφώθηκαν σε μικρά σχετικά με τις πολυκατοικίες κτίρια, που κανένας δεν τα προσέχει και τα αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι σαν ενόχληση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...