Ήταν η μέρα της παρέλασης, τα τζάμια έτριζαν στο σπίτι, πήρα
τη φίλη μου, καινούργια στην Κυψέλη, να της δείξω πώς πηγαίνω βόλτα στον
Κολωνό, όταν το κέντρο με απωθεί, παίρνοντας
ευθεία κάτω την Ιθάκης, κι ύστερα στην Ακαδημία Πλάτωνος. Αυτά τα μέρη είναι
ακόμα απόκεντρα, και άγνωστα, όμως τόσο κοντινά, κι είναι μεγάλη χαρά να τα
δείχνεις, να τα αποκαλύπτεις σαν ξεχασμένα μυστικά. Το λόφο του Κολωνού με λίγο
Σοφοκλή, την Ακαδημία Πλάτωνος και λίγο Πλάτωνα, κανονικά θα έπρεπε να διαγκωνίζονται
οι φιλόσοφοι κι οι ποιητές στα παρκάκια, ποιος θα πρωτοκαθήσει εκεί ν’ ατενίσει
το παρελθόν και το ηλιοβασίλεμα.
Κατεβήκαμε λοιπόν την Ιθάκης, αλλά όταν φτάσαμε στις γραμμές
του τραίνου δεν μπορούσα να βρω τη γέφυρα. Μήπως είχαμε βγει πολύ δεξιά; Πολύ
αριστερά; ‘Πηγαίνετε βόρεια’ παράγγειλε το GPS του κινητού, και μας μπέρδεψε ακόμα περισσότερο. Ο χάρτης
έδειχνε πως οι γραμμές περνιούνται από ένα μέρος που το βλέπαμε κλειστό και
μαντρωμένο. Είναι μερικά μέρη που αντιστέκονται σε τέτοια προχωρημένα μέσα,
ακόμα και στους χάρτες γενικά. Αποφασίσαμε να πάμε από το σταθμό Λαρίσης,
κάποιος τρόπος θα υπήρχε να περάσουμε απέναντι. Ίσως από το μετρό. Αλλά δεν
χρειάστηκε, βρήκαμε πεζογέφυρα εκεί που τέλειωνε η αποβάθρα.
Από ψηλά χαζέψαμε όλο το κάπως ασυνάρτητο τοπίο, εγώ έψαχνα
κυρίως να βρω τη γέφυρα που θυμόμουν, μάταια. Μπροστά μας ο μεγαλοπρεπής
σταθμός Πελοποννήσου, κλειστός εδώ και χρόνια, ανάμεσα σε κοτετσόσυρμα,
στοιβαγμένα στηρίγματα γραμμών, παρατημένα σκουπίδια. Θα βγαίναμε σε δρόμο, ή
σε κάτι σαν οικόπεδο γεμάτο αγριόχορτα που έκρυβαν παγίδες; Σταθήκαμε, μια
κοπέλα που ερχόταν από την αντίθετη πλευρά, μας ρώτησε:
-Συγγνώμη, μήπως ξέρετε πού περνά ο Προαστιακός;
-Ο Προαστιακός; Είστε σίγουρη ότι περνά από δω;
-Έτσι μου είπαν, να πάρω τον προαστιακό για Πειραιά, από δω;
-Μήπως εννοούσαν το τραίνο; Τον απλό σιδηρόδρομο; Αυτός
πηγαίνει στον Πειραιά από δω.
Μας κοιτά η νεαρή σοκαρισμένη. Τι είναι πάλι αυτό, ο απλός
σιδηρόδρομος; Μας προσπερνά απογοητευμένη. Πώς να πείσεις τη νέα γενιά ότι
υπήρξε τραίνο και πριν τον Προαστιακό; Πώς έγινε και εγκαταλείφθηκαν τα τραίνα
με πάθος, κι ύστερα με πάθος ξαναγίνονται, και τα παρουσιάζουν όλα κάποιοι
πολιτικοί σαν πρωτόφαντα, ότι αυτοί τα σκέφτηκαν, τα σχεδίασαν, τα εγκαινίασαν,
πρώτη φορά. Ενώ η ακατανόητη αυτή πολυτέλεια μπροστά μας, κλειδαμπαρωμένη στον
εαυτό της, το κτίριο του σταθμού Πελοποννήσου, φωνάζει ότι υπήρχε κι άλλοτε τραίνο, και
μάλιστα ξεκινούσε από ένα ντεκόρ που δεν μπορούσαν να ονειρευτούν οι Λαρισαίοι
και λοιποί στερεολλαδίτες. Εδώ μέσα θα μπορούσε να λειτουργεί εστιατόριο όπως
εκείνο του σταθμού της Λυών, αλλά το πολύ- πολύ να γίνει μουσείο, όπως είχαν
αναγγείλει προ διετίας. Ή μήπως είναι τετραετία; Ο χρόνος έχει ακινητοποιηθεί.
Καταφέραμε πάντως να φτάσουμε ως εκεί, περνώντας από ένα μονοπάτι
ανάμεσα στ’ αγριόχορτα και στα σύρματα, και βγάλαμε φωτογραφίες το κτίριο που
ξεφτάει παρατημένο. Τα παλιά τζαμωτά της μεγάλης πόρτας γράφουν τόσο ωραία στο
φακό. Κίτρινα, σα ζωντανά, να ζεσταίνεται η ψυχή του ταξιδιώτη. Δεν αξίζαμε ως
πελατεία τέτοια φροντίδα, το κατάλαβαν τα ΚΤΕΛ και συναγωνίζονται οι σταθμοί
τους σε ασχήμια. Σου σφίγγει η θλίψη την ψυχή, θυμάμαι κι όλα τα κτίρια σταθμών
που έχω συναντήσει σε πόλεις της Πελοποννήσου, πώς αφέθηκε αυτός ο πλούτος να
καταστραφεί από πολίτες εν γένει τόσο διεκδικητικούς;
Ένας αστυνομικός βγαίνει από διπλανό κτίριο και μας πληροφορεί ότι ο δρόμος
δεν συνεχίζεται, να γυρίσουμε πίσω, ν’
ανέβουμε στον ανισόπεδο δρόμο, να στρίψουμε πάλι δεξιά. Πολύ μυστήρια η
κατάσταση στο διαρκές εργοτάξιο περιφρόνησης που είναι η συνύπαρξη των δυο
σταθμών της Αθήνας. Τα καταφέρνουμε μετά κι απ’ αυτή την ανάβαση να βρεθούμε
ξανά σε νορμάλ δρομάκια κι αρχίζουμε να ρωτάμε περαστικούς πώς θα πάμε στο λόφο
του Κολωνού και την Ακαδημία Πλάτωνος. Η φίλη μου ρωτά δηλαδή, που πιστεύει ότι
είναι καλύτερα να μιλάς με τους ανθρώπους, παρά να συμβουλεύεσαι χάρτες. Αλλά
οι άνθρωποι δεν ξέρουν. Ξαφνιάζονται μάλιστα, ίσως κανείς στα μέρη αυτά δεν
ρωτάει για τα πάρκα, είμαστε πολύ παράξενες, κι αυτοί είναι καινούργιοι, είναι περαστικοί στη γειτονιά,
δεν έτυχε ποτέ... Επιστρέφουμε στην τεχνολογία, στο GPS και βρισκόμαστε σε λίγο στον
Αρχαιολογικό χώρο της Ακαδημίας Πλάτωνος και στο πάρκο, και στην εναλλακτική
γιορτή της Άνοιξης, με χορούς και πικνίκ στο γρασίδι, κόσμο πολύ, κορίτσια με στεφάνια
λουλουδιών στα μαλλιά, παιδάκια να
τρέχουν και να φωνάζουν στη λιακάδα, (υπάρχουν τόσο πολλά παιδιά στην Αθήνα, ή
τα φέρνουν απ’ αλλού;) ευφορία να ξεχειλίζει, και φτηνό φαγητό στο καφενείο της
γωνίας. Όλοι αυτοί θα είχαν έρθει εκεί πιο εύκολα, με αυτοκίνητο, ή με ποδήλατο
όπως μια άλλη φίλη που συνάντησα, δεν θα είχαν συναντήσει τα εμπόδια που μας
είχαν καθυστερήσει.
Στο γυρισμό, κι αφού βρήκαμε το λόφο του Κολωνού στη θέση
του, με τα δυο μνημεία, του Λενορμάν και του Μύλλερ, φτάνοντας πάλι στις γραμμές
πληροφορηθήκαμε από έναν περιπτερά ότι η γέφυρα που εγώ θυμόμουν είχε ξηλωθεί,
κι αποφασίσαμε να στρίψουμε από την αντίθετη πλευρά, γιατί μάλλον θα είχε από
κει κάποιο πέρασμα. Βρήκαμε όντως μια διάβαση πεζών, με λίγη προσοχή περνάς
απέναντι. Θα ήταν απλό να είχαν βάλει ταμπελίτσα εκεί που ξήλωσαν την γέφυρα,
να λέει από πού να πας, και μερικές ακόμα να σε καθοδηγούν για την
Ακαδημία Πλάτωνος, κοτζάμ Πλάτωνας ήταν αυτός, ή για το λόφο του Κολωνού
-κοτζάμ Οιδίπους,- αλλά δεν θα είχε πλάκα, θα χάναμε τη χαρά της εξερεύνησης,
την περιπέτεια, έτσι δεν είναι; Γι αυτό κι οι ντόπιοι στην πόλη αυτή,
φροντίζουν να μην ξέρουν τίποτε, γινόμαστε όλοι μας μικροί εξερευνητές, και
βγάζουμε άχρηστα τα GPS.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου